Ἡ Ποίησις τοῦ Ρήγα


Ἀπόσπασμα διαλέξεως « Περὶ Ἑλληνικῆς Ποιήσεως »




Κωστῆς Παλαμᾶς



 
... Καὶ ὄμως ἐμφανίζεται κατὰ τὴν ἰδίαν ἱστορικὴν περίοδον, κατὰ δώδεκα περίπου ἔτη πρεσβύτερος τὴν ἡλικίαν τοῦ Χριστοπούλου καὶ τοῦ Βηλαρᾶ, ἕνας ἄνθρωπος· τοῦ προφήτου τὴν αἴγλην ἀναδίδει καὶ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον θὰ περιβληθῇ. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτὸς δὲι γράφει στίχους, σαλπίζει στίχους· καὶ ὁ στίχος του εἶναι ἄτεχνος, γυμνός, πρωτογενής· ἂν τὸν μετρήσετε μὲ τὸν πῆχυν τῶν αἰσθτιτικῶν κανόνων, θὰ μορφώσετε. Ἀλλ’ ὅπως ὁ νομοθέτης τοῦ Ἰσραὴλ μεταβάλλει μὲ τὸν κτύπον τῆς ράβδου του τὴν ξηρὰν πέτραν εἰς δροσέρρυτον πηγήν, οὓτω καὶ ἐκεῖνος μὲ μόνην τὴν δύναμιν τῆς ἐνεργείας· του μετουσιώνει τὸν στίχον αὐτὸν τὸν ἄτεχνον, τὸν γυμνόν, τὸν πρωτογενῆ, εἰς ἄσμα ἀναστάσεως πρωτάκουστον:


῾Ως πότε, παλικάρια, νὰ ζοῦμε στὰ στενά,

μονάχοι, σὰ λιοντάρια, στὶς ράχες στὰ βουνά;

Σπηλιὲς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπουμε κλαδιά

νὰ φεύγουμ’ ἀπ’ τὸ, κόσμο γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;

Νὰ χάνωμε ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,

τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;

Καλύτερα μιότ ὣρας ἐλεύθερη ζωή,

παρὰ σαράνια χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακή.

Κάπου ὁ Ρενάν, μὲ τὴν χάριν τῆς διαλεκτικῆς του, ἀνεκήρυξε τὸν μασσαλιωτικὸν ὕμνον τοῦ Ρουζὲ Δελὶλ* ὡς τὸ μᾶλλον περισπούδαστον ποιητικὸν προϊὸν τῶν νεωτέρων χρόνων. Ἄν κανεὶς ζυγίσῃ μὲ τὴν πλάστιγγα τῆς κοινωνικῆς σημασίας καὶ τῆς ἐθνικῆς ἐπιβολῆς τὸ ἔργον τοῦ Φεραίου, κατὰ πολλὰ ἐμπνευσμένον ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἰδέαν τῆς μεγάλης γαλλικῆς ἐπαναστάσεως, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ᾆσμα τῆς ἐπαναστάσεως ταύτης, θὰ ἠδύνατο νὰ ἐπαναλάβῃ κάτι ἀνάλογον, δίχως νὰ θεωρηθῇ καὶ πολὺ παραδοξολόγος. Διότι σήμερον ἡ Τέχνη δὲν τιμᾶται ἀσυζητητὶ καὶ ἀνεπιφυλάκτως ὑπὸ πολλῶν ἐκ τῶν φιλοσοφούντων περὶ τοῦ ὡραίου, ὡς δύναμις ἀντλοῦσα ἐξ ἑαυτῆς καὶ μόνης πᾶσαν ἰσχὺν καὶ πᾶσαν εὐμορφίαν, ἄνευ ἄλλου τινὸς σκοποῦ, ξένου πρὸς τὴν ἁγνὴν καλλιτεχνικὴν συγκίνησιν. Καὶ ἁπλῶς ἐνταῦθα μνημονεύω, ὅτι ὑφίσταται σχολὴ κριτικῶν καὶ ψυχολόγων συγγραφέων, ἡ ὁποία τὴν ἀλήθειαν τῆς ποιήσεως μετρεῖ συμφώνως πρὸς τὸ μέγεθος τῆς κοινωνικῆς αὐτῆς ἐπενεργείας εἰς κύκλον ὅσῳ τὸ δυνατὸν εὐρύτερον.

Καὶ τί περίεργον! ῾Η ποίησις αὐτή, ποὺ δὲν δύναται ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τοῦ ἀπολύτου καὶ τοῦ ἰδεώδους ἐν τῇ καλλιτεχνικῇ δημιουργίᾳ μήτε κὰν νὰ ὀνομάζεται ποίησις, ἀτημέλητος* καὶ κυριολεκτοῦσα μέχρι πεζότητος, ἡ χωρἵς εἰκόνας, χωρὶς μεταφοράς, χωρὶς ἀκκίσματα καὶ ἑλιγμούς, χωρὶς ἄ·νθη καὶ ψιμμύθια, ἡ βαίνουσα εὐθέως πρὸς τὸν σκοπόν ἡ ποίησις, τῆς ὁποίας οἱ μονότονοι καὶ στοιχειώδεις ρυθμοὶ, διαδέχονται ὁ εἰς τὸν ἄλλον, ὡς οἱ χτύποι τῆς σφύρας ἐπὶ τοῦ ἄκμονος· ἡ ποίησις αὕτη, ὅσῳ δὲ εἷναι πλαστική, τόσῳ εἶναι ἐθνοπλαστική. ῾Η ποίησις αὕτη, καὶ τοιαύτη, στέκεται εἰς περιωπὴν ἀνωτέραν τῆς φιλοπαίγμονος καὶ ψοφοδεοῦς Μούσης τῶν ψευδανακρεοντείων καὶ τῶν αἰσωπείων ἀπομιμήσεων, αἱ ὁποῖο, φαίνονται ἀντικρύ της ὡς θεματογραφίαι κορασίων. Μὲ τὴν κλαγγὴν τῶν θουρίων τοῦ Φεραίου ἡ ποίησις συνδέεται πρὸς τὴν μεγάλην πανελλήνιον κοινωνίαν· λαμβανει νέαν συνείδησιν, εὐρεῖαν τώρα καὶ ὑψηλήν, τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς. Τὸν μανδρότοιχον, τὸν ὁποῖον δὲν ἕχουν τὴν δύναμιν οἱ δύο ἐκείνοι νὰ τὸν καταρρίψουν, τὸν κρημνίζει ὁ Ρήγας διὰ τῶν σαλπισμάτων του, καθὼς τὰ τείχη τῆς ῾Ιεριχοῦς. Καὶ διαβλέπομεν τώρα τὰ πλάτη ὅλα τοῦ ὁρίζοντος, καὶ συγκοινωνοῦμεν μὲ τὴν ζωήν ἀνατριχιάζομεν, καθὼς ἐγγίζομεν τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ δὲν κιυδυνεύομεν νὰ πάθωμεν ἀσφυξίαν, ὡς πρἄν· ἀέρα γεμίζουν οἱ πνεύμονες ἡμῶν, καὶ ἐπαναλαμβάνομεν ἐν χορῷ μὲ ὅλην τῶν πνευμόνων μας τὴν δύναμιν :

Σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση καὶ νότο καὶ βοριά,

γιὰ τὴν πατρίδα ὁλοι νά ᾽χουμε μιὰ καρδιά.

Στὴν πίοτη του καθένας ἐλεύθερος νὰ ζῆ,

στὴ δόξα τοῦ πολέμου νὰ τρέξουμε μαζί.

Ὠς πότε ὀφφικιάλος σὲ ξένους βασιλεῖς;

῎Ελα νὰ γένης στύλος δικῆς σου τῆς φυλῆς.

Κάλλιο, γιὰ τὴν πατρίδα κανένας νὰ χαθῆ

ἢ νὰ κρεμάση φούντα γιὰ ξένον στὸ σπαθί.

Εἶναι ὀλιγώτερον στίχοι καὶ περισσότερον κραυγαί· δὲν πλουτοῦσιν εἰς ἰδέας ἀπὸ ἐκείνας αἱ ὁποῖαι ἀπομονοῦσι τὸ πνεῦμα εἰς τὸν έβδομον οὐρανὸν τῆς θείας ὀνειροπολήσεως· ἀλλὰ εἶναι αὐτοὶ ἐν τῇ ὁλότητι αὐτῶν μία ἰδέα, ἡ ἐλευθερία. Δὲν μᾶς θαμβώνουν μὲ εἰκόνας· ἀλλὰ μόλις τοὺς προφέρομεν, καὶ ὅπως μὲ τὰς μαγικὰς λέξεις οἱ Ἀράπηδες τῶν παραμυθιῶν, οὕτω μ’ ἐκείνους ἐμφανίζεται ἐνώπιόν μας μία εἰκών : ἡ σκλαβιά. ῾Ο Ρήγας δὲν εἶναι ρυθμῶν καὶ ἁρμονιῶν ὀνειροπόλος, σφυροκόπος καὶ δημιουργός· τὸ μόνον καὶ μέγα του ὅνειρον εἶναι ἡ ἀνάστασις τῆς πατρίδος τῆς πανελληνίου. Εἶναι ἀνὴρ δράσεως. Τὸ ᾆσμα τὸ μεταχειρίζεται ὡς ἓν ἀπὸ τὰ ἰσχυρότερα πρὸς δρᾶσιν ὅπλα, καθὼς ἐξ ἐναντίας ἄλλοι, καλλιτέχναι μέχρι μυελοῦ τῶν ὀστέων, καταφεύγουν εἰς τὴν δρᾶσιν ὡς εἰς πηγὴν πνευματικῶν συγκινήσεων. « ῾Ο ἀνθρώπινος λόγος », εἶπεν ὁ Ἄγγλος φιλόσοφος Κάρλαϊλ, « ἐν τῇ ζέσει τῆς ὀργῆς του καθίσταται μουσικός ». Οὕτως καὶ το κήρυγμα τοῦ Ρήγα μεταβάλλεται εἰς ᾇσμα καὶ μόνη τῆς εἰλικρινείας του ἡ ζέσις καὶ τῆς θελήσεώς του ἡ ὁρμὴ τὸ ἐξαίρουν εἰς ποίημα. Ὅλην τὴν οἰκουμένην διαφλέγεται ὁ Ρήγας νὰ τὴν μυήσῃ καὶ νὰ τὴυ ὁπλίσῃ κατὰ τῆς τυραννίας· τὴν οἰκουμένην ὅλην νὰ τὴν μεταβάλη εἰς ἐλευθέραν ἐλληυικὴν πολιτείαν.

Βούλγαροι καὶ Ἀρβανίτες, Ἀρμένιοι καὶ Ρωμιοί,

Ἀράπηδες καὶ ἄσπροι μὲ μιὰ κοινὴ ὁρμή

γιὰ τὴν ἐλευθερία νὰ ζώσουρὰε σπαθί,

πὼς εἰμαστ’ ἀντρειωμένοι παντοῦ νὰ ξακουσθῆ.

Σουλιῶτες καὶ Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά,

ὡς ποτε στὲς σπηλιές σας κοιμᾶστε σφφαλιστά;

Μαυροβουνιοῦ καπλάνια* Ὁλύμπου σταυραετοί,

κι Ἀγράφων τὰ ξεφτέρια, γενῆται μιὰ ψυχή.



« Περὶ τῆς Ἑλληνικῆς ποιήσεως » 
1897




DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him