επιμελεία του
Κωνσταντίνου Μάντη
Όταν μιλάμε σταματάμε και σιωπάμε κάθε τόσο, κατά το νόημα ή για να πάρουμε ανάσα – άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο – ανάμεσα στις λέξεις ή ομάδες από λέξεις, προτάσεις και περιόδους. Άλλοτε πάλι ανεβοκατεβάζουμε τη φωνή – κάποτε κάνουμε και κινήσεις – για να ρωτήσουμε, ν’ απορήσουμε, να δείξουμε τη χαρά μας ή να εκφράσουμε κάθε είδους συναισθήματα. Ένα «ναι» μόνο να πούμε, μπορεί να εκφράσει με τον τρόπο που θα το προφέρουμε και θα το χρωματίσουμε, αδιαφορία, έντονη κατάφαση, αβεβαιότητα, ερώτηση, χαρά, λύπη.
Η γραφή που έχει ν’ αποδώσει την ομιλία μας είναι αδύνατο να καθρεφτίσει όλη την ποικιλία του χρωματισμού της φωνής μας. Για να λείψει, ωστόσο, αυτή η δυσκολία χρησιμοποιούμε μερικά σημάδια, που μας βοηθούν να ζωντανέψουμε κάπως ό,τι είναι γραμμένο, σταματώντας κατά το νόημα και χρωματίζοντας τη φωνή μας. Τα σημάδια αυτά λέγονται σημεία στίξης.
[Από το αρχαίο ελληνικό στίζω = κεντώ, χαράζω, τρυπώ, βάζω σημαδάκι]