ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΕ ΤΠΕ





ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΠΕ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ





ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΛΗΡΩΣΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΤΠΕ Β’ ΕΠΙΠΕΔΟΥ - 2η ΦΑΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ

Τα αποτελέσματα της ηλεκτρονικής κλήρωσης από την Α’ φάση υποβολής αιτήσεων για τα προγράμματα της 4ης επιμορφωτικής περιόδου ανακοινώθηκαν και οι ενδιαφερόμενοι εκπαιδευτικοί μπορούν πλέον να ενημερωθούν σχετικά, με χρήση των κωδικών τους, επιλέγοντας «Προβολή Αίτησης Επιμόρφωσης» από το περιβάλλον του Πληροφοριακού συστήματος (ΟΠΣΔ Β ΕΠΙΠΕΔΟΥ – MIS) της Πράξης «Επιμόρφωση των Εκπαιδευτικών για την αξιοποίηση και Εφαρμογή των ΤΠΕ στη Διδακτική Πράξη» (ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ Β’ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΠΕ) του Ε.Π. «Εκπαίδευση και δια βίου μάθηση», ΕΣΠΑ (2007-2013), η οποία υλοποιείται με τη συγχρηματοδότηση της  Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και του Ελληνικού Δημοσίου.
Ταυτόχρονα, ξεκινά η Β’ φάση υποβολήςκαι επικαιροποίησης αιτήσεων (έως και τη Δευτέρα 08 Απριλίου 2013) από εκπαιδευτικούς που δεν κληρώθηκαν σε προγράμματα που υλοποιούνται ή νέους ενδιαφερομένους, με σκοπό τη συμπλήρωση προγραμμάτων που δεν έλαβαν τον απαιτούμενο αριθμό αιτήσεων για να υλοποιηθούν και την εν γένει συμπλήρωση κενών θέσεων, με σειρά χρονικής προτεραιότητας.
Λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος της εκπαιδευτικής κοινότητας (διπλάσιος αριθμός αιτήσεων, σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους επιμόρφωσης!) και προκειμένου να δοθεί χρόνος για την κατάλληλη προετοιμασία και υποστήριξη των ΚΣΕ στην καλή λειτουργία των προγραμμάτων, η έναρξη των μαθημάτων της 4ης περιόδου επιμόρφωσης Β’ επιπέδου ΤΠΕ, μετατίθεται κατά μια εβδομάδα και συγκεκριμένα για τη Δευτέρα 15 Απριλίου 2013.
Περισσότερα στοιχεία σχετικά με τη διεξαγωγή των επιμορφωτικών προγραμμάτων, τις προϋποθέσεις συμμετοχής και τη διαδικασία υποβολής αιτήσεων συμμετοχής και κατανομής στα προγράμματα επιμόρφωσης μπορείτε να βρείτε κατωτέρω


TeachersRequests d Period 20130320 by ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Οδηγίες για την υποβολή της αίτησης συμμετοχής σας στη Β’ φάση, καθώς και για να υποβάλλετε την αίτηση συμμετοχής σας, θα βρείτε κατωτέρω.

20130319 TeachersRequestsManual B Phase v1 by ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ




Επισημαίνεται ότι η υπηρεσία Help Desk της Πράξης, θα εξυπηρετήσει τα ηλεκτρονικά μηνύματα που σχετίζονται με την υποβολή αίτησης επιμόρφωσης, τα οποία θα ληφθούν έως και την Κυριακή 7 Απριλίου 2013.
Μετά την ολοκλήρωση της Β’ φάσης αιτήσεων επιμόρφωσης, με νεώτερη ανακοίνωση θα ενημερωθούν τα ΚΣΕ σχετικά με την υλοποίηση των προγραμμάτων που έχουν υποβάλει και τις απαραίτητες ενέργειες για την έναρξη των μαθημάτων (εγγραφές επιμορφούμενων κλπ.), καθώς επίσης και οι εκπαιδευτικοί σχετικά με τη συμμετοχή  τους.







Ενδιαφέρει ακόμη η λογοτεχνία;




Όροι διαμόρφωσης ενεργητικών αναγνωστών στα σχολεία


της
Κλεονίκης Δρούγκα




Η προσωπική μου εμπειρία στη Μέση Εκπαίδευση θα μου επέτρεπε να διακινδυνεύσω την άποψη ότι προοδευτικά μια ολοένα μικρότερη μερίδα μαθητών και μαθητριών ενδιαφέρεται να συμμετάσχει ενεργά στο μάθημα της λογοτεχνίας. Η διαπίστωση αυτή γεννά, συνακόλουθα, έναν προβληματισμό για τα ερεθίσματα που δίνουν ορισμένα κείμενα ή ποιήματα σε διδασκόμενους και διδάσκοντες, για την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας της λογοτεχνίας και, γενικότερα, για την απουσία φιλαναγνωσίας στους νέους. Στη συγκεκριμένη εργασία θα επιχειρηθεί μια διερεύνηση της αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στη Μέση Εκπαίδευση να καταστήσει τους μαθητές - αναγνώστες και θα προταθούν ορισμένοι τρόποι ουσιαστικότερης καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας, με βάση το σκεπτικό ότι τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν, διαβάζοντας.
Κατά κάποια γενική έννοια πάντα κάποιος πρέπει να μας διδάσκει να διαβάζουμε, συνήθεια που δε μεταφέρεται με την έναρξη της σχολικής ζωής αλλά καλλιεργείται από νωρίς μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Ωστόσο, σήμερα η διδασκαλία της λογοτεχνίας συνδέεται περισσότερο με το σχολείο, το οποίο μέσα από το διδακτικό αντικείμενο της λογοτεχνίας αποσκοπεί στη μετάδοση γνώσης, την απόκτηση κουλτούρας, τη διαμόρφωση ταυτότητας, την επίτευξη ενότητας, την ηθικοποίηση και την καλλιέργεια μιας φιλαναναγνωστικής συμπεριφοράς (Colles, 1994: 15 και Schiller, 1990: 168). Η επιτυχία του συγκεκριμένου στόχου συνδέεται άρρηκτα με το εκπαιδευτικό σύστημα (Hawthorn, 1993: 13), τα εκπαιδευτικά προγράμματα που επιλέγονται από την πολιτική εξουσία, την ελευθερία που επιτρέπεται στον εκπαιδευτικό, τις γνώσεις, την εκπαίδευση, τις επιλογές του τελευταίου και την ποιότητα του μαθητικού δυναμικού που κάθε φορά αποτελεί τον αποδέκτη της διδασκαλίας του (Φρυδάκη, 2003: 57).
Η φιλαναγνωστική προσέγγιση της λογοτεχνίας ή η παρακίνηση ενός νέου να παράξει δικό του λογοτεχνικό έργο, ωστόσο, στη σύγχρονη εκπαίδευση αποδυναμώνεται από τις οδηγίες ανάλυσης ενός κειμένου και από την ανυπαρξία ενός μαθήματος δημιουργικής γραφής. Αν και δεν ζητώνται, πλέον, με το ίδιο λεκτικό «εκφραστικά μέσα», έχουν διαμορφωθεί αναλυτικές κατηγοριοποιήσεις, με αποτελέσματα αντίθετα από τα προσδοκώμενα. Το λογοτεχνικό έργο παύει να είναι μια οργανική ενότητα και προσεγγίζεται ως άθροισμα μιας σειράς τεχνικών χαρακτηριστικών, που μπορούν να ιδωθούν το καθένα χωριστά από τα άλλα και από το σύνολο. Το μόνο που καταφέρνουν οι αναλύσεις των κειμένων είναι να εκμηδενίσουν τη διάθεση του μαθητή να διαβάσει από μόνος του λογοτεχνία, την επιθυμία του ν΄ αναζητήσει στα λογοτεχνικά έργα ό,τι συντονίζεται με τις δικές του αγωνίες και του μιλάει κατευθείαν στην ψυχή, τη στιγμή που «Το κείμενο…είναι μια σχέση αλληλεπίδρασης...»
«Σωστή» μέθοδος που θα διευκόλυνε την επαφή των νέων με τη λογοτεχνία, ωστόσο, δεν είναι εύκολο να εφαρμοστεί (Rouxel, 1996: 84-85) λόγω της διαφορετικότητας της προσωπικότητας κάθε μαθητή και μαθήτριας. Το λογοτεχνικό έργο, άλλωστε, μιλά στο διαφορετικό αναγνώστη του διαφορετικά: άλλος ελκύεται από τη γλώσσα του, άλλος γοητεύεται από την πλοκή του και άλλος ταυτίζεται με τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες ή ακόμη αναζητά τον εαυτό του σ΄ αυτούς. Ο αναγνώστης είτε αντιμετωπίζεται μέσα από τους ιστορικούς είτε μέσα από τους ατομικούς του καθορισμούς γίνεται ο άλλος πόλος της διάδρασης απέναντι στον πόλο του κειμένου. Αυτό συνιστά μια μετάβαση από τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στη διδασκαλία της λογοτεχνικής ανάγνωσης (Φρυδάκη, 2003: 48), που αναβαθμίζει τον αναγνώστη και έχει θετικές παιδαγωγικές και διδακτικές συνέπειες (Rouxel, 1996: 44).
Οι νέες ανάγκες στα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα σήμερα δημιουργούν την αναγκαιότητα να διαμορφωθεί ένας νέος τόπος συνάντησης του σχολείου με τη λογοτεχνία, που θα ενθάρρυνε τους μαθητές και τις μαθήτριες να εκδηλώσουν ιδέες και να προβάλουν τις ανησυχίες τους. Ένας τέτοιος τόπος είναι ένα διαφοροποιημένο λειτουργικό πλαίσιο για τη διαδικασία της ανάγνωσης, που θα ευνοούσε μια διευρυμένη αναγνωστική εμπειρία τόσο ατομική όσο και ομαδική (Φρυδάκη, 2003: 275).
Η διαμόρφωση κοινοτήτων μελέτης ή αναγνωστικών δικτύων ανάλογων με τα ενδιαφέροντα των μαθητών και η επιλογή κειμένων θα αποτελούσαν το πρώτο βήμα. Η φιλοσοφία της λέσχης ανάγνωσης ενθαρρύνει μια άλλη προσέγγιση στη λογοτεχνία και τη διδασκαλία της, γιατί κάνει την ανάγνωση ελεύθερη επιλογή, ικανοποιεί τα ενδιαφέροντά των μαθητών και των μαθητριών, διευκολύνει μια ενδεχόμενη δραματοποίηση (Αργυράκη, 2000),6 προωθεί μια βιωματική δράση μέσα από τους ρόλους και ενισχύει την ασύνειδη πρόσληψη μιας αμιγώς βιωματικής ερμηνευτικής (Φρυδάκη, 2003: 258-259 και 275-276).
Μέχρι τώρα είχαμε συνηθίσει τη λογοτεχνική ανάγνωση ως μια σιωπηρή,
μοναχική δραστηριότητα και όχι ως μια κοινή βιωματική εμπειρία, στην οποία ο νέος θα ενθαρρύνεται να εκφράζεται, να εκθέτει απόψεις, να διαφωνεί και να διαλέγεται, να εκθέτει και να εκτίθεται, δηλαδή να είναι ενεργητικός αναγνώστης (Meek, 1998: 6-20). Αν γίνουν οι μαθητές ενεργητικοί και κοινωνικοί αναγνώστες και μάθουν να ανταποκρίνονται σε ομάδες από κείμενα, αφενός, θα διευρύνουν τον αναγνωστικό και τον πολιτιστικό τους ορίζοντα με αναγνωστικές εμπειρίες και, αφετέρου, θα μάθουν να μοιράζονται με άλλους την αναγνωστική τους εμπειρία. Μέσα από την ενεργητική ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου θα διευκολυνθεί η ανταπόκριση, όρος που συνδέεται με το τμήμα της αδιαμεσολάβητης αναγνωστικής εμπειρίας που αποδίδεται στον αναγνώστη και όχι στο κείμενο ή στον συγγραφέα. Αυτό σημαίνει στην πράξη εξοικείωση του αναγνώστη με τα βαθύτερα αίτια της αντίδρασής του, χωρίς απαραίτητα να είναι σε θέση να επισημάνει τι την προκάλεσε ή σε τι συνίσταται, διαδικασία που επιτρέπει το λογοτεχνικό έργο να δουλεύει μέσα του και αυτός να δουλεύει με το λογοτεχνικό έργο, τόσο ατομικά, όσο και συλλογικά.
Από τους περισσότερους θεωρείται επιβεβλημένο η λογοτεχνική ανάγνω-
ση να γίνεται με μια δομημένη σειρά: φιλολογική κριτική, ερμηνευτικό σχολιασμό, εξήγηση, ανάλυση, αποτίμηση και έπειτα συζήτηση και αξιολόγηση (Hawthorn, 1995:32-36), ωστόσο μια λέσχη ανάγνωσης στο σχολείο δε χρειάζεται να μετέρχεται όλα αυτά τα στάδια, προκειμένου να προσεγγίσει ένα λογοτεχνικό κείμενο ή ποίημα. Έχουμε δυο τρόπους ανάγνωσης, έχει πει ο Ρολάν Μπαρτ: «Ο ένας πάει κατευθείαν στις αρθρώσεις της ιστορίας, αντικρίζει την έκταση του κειμένου, αγνοεί τα παιχνιδίσματα τη γλώσσας…Η άλλη ανάγνωση δεν προσπερνάει τίποτε. Ζυγιάζει, κολλάει στο κείμενο, διαβάζει αν μπορούμε να πούμε, προσεκτικά και παράφορα, συλλαμβάνει σε κάθε σημείο του κειμένου το ασύνδετο που τέμνει τα λεγόμενα –και όχι την πλοκή: δεν την αιχμαλωτίζει η (λογική) έκταση, το ξεφύλλωμα των αληθειών, αλλά το φύλλωμα της σημαινότητας…Διαβάστε αργά ολόκληρο ένα μυθιστόρημα του Ζολά –το βιβλίο θα σας πέσει από τα χέρια. Διαβάστε στα γρήγορα, κομματιαστά, ένα μοντέρνο κείμενο -το κείμενο γίνεται σκοτεινό, κλειστό στην απόλαυση: θέλετε να συμβεί κάτι και δεν συμβαίνει τίποτε….: να μην καταβροχθίζεις, καταπίνεις, αλλά να βοσκάς, να ψιλολογείς σχολαστικά, να ξανάβρεις τους σημερινούς συγγραφείς, την άνεση των παλιών διαβασμάτων: να είσαι αριστοκράτης αναγνώστης» (Μπαρτ, 1973: 22-23).
Πώς, λοιπόν, μπορεί να καλλιεργηθεί η φιλαναγνωσία στο σχολείο;
Ο εκπαιδευτικός που καλείται να την εφαρμόσει δεν θα πρέπει να βιαστεί
στην εφαρμογή αυτή, γιατί κινδυνεύει να την αποδυναμώσει ως προς την αποτελεσματικότητά της. Καταρχάς, κατά την εκκίνηση του δικτύου ανάγνωσης ο συντονιστής - εκπαιδευτικός θα ήταν καλό να συγκροτήσει ολιγομελείς ομάδες μαθητών και μαθητριών που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, μέσα στις οποίες θα γίνονται λογοτεχνικές αναγνώσεις, Σ΄ αυτές τις ομάδες είναι αναγκαίο να δοθεί «χώρος» δράσης στους εκπαιδευτικούς που θα αναλάβουν το ρόλο του συντονιστή της ομάδας για την ανάληψη καινοτόμων δράσεων, διότι, αν οι εκπαιδευτικοί μείνουν προσηλωμένοι στο «γράμμα» της δουλειάς τους, θα έχουν υποσκελίσει άλλα σημαντικότερα οφέλη από την ανάγνωση της λογοτεχνίας (Meek, 1998: 7).
Έπειτα, για την επιτυχία των στόχων της δράσης χρειάζεται ο εκπαιδευτικός να έχει καταστρώσει ένα μαθησιακό σχεδιασμό (Haigh, 2010: 41-48), απολύτως αναγκαίο για τη μαθησιακή διαδικασία, καθώς συχνά η αποτυχία ενός μαθήματος οφείλεται σε έναν κακό σχεδιασμό (Οικονόμου – Αβρααμίδου, 2011: 26). Ο εκπαιδευτικός αλλά και ο μαθητής μπορεί να προτείνει ένα λογοτεχνικό έργο, να απευθύνει ερωτήσεις και να θέσει προβληματισμούς στην ομάδα, εμβαθύνοντας σταδιακά τα όρια και τα θέματα της συζήτησης.
Ο εκπαιδευτικός θα μπορούσε, εξάλλου, να αναθέσει σε κάποιο από τα μέλη - διαφορετικό σε κάθε συνάντηση - να κάνει μια «έρευνα» είτε για το θέμα του βιβλίου είτε για τον συγγραφέα είτε για παράλληλες δραστηριότητες που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν σε σχέση με το βιβλίο. Έτσι, ένα μέλος κάθε φορά θα είναι υπεύθυνο για μια μικρή παρουσίαση πληροφοριών και ιδεών, οι οποίες κινητοποιούν τη συζήτηση που θα επακολουθήσει. Μέλημά του εκπαιδευτικού θα πρέπει να γίνει η εξοικείωση των μελών μεταξύ τους για τη βελτίωση της δυναμικής της ομάδας, ο σεβασμός στις ανάγκες, τις επιθυμίες και η ανατροφοδότηση της, γιατί, όπως είπε και ο Φράνκ Κιόφφι σε ένα σχόλιό του, «…η ανταπόκριση ενός αναγνώστη προς ένα έργο θα ποικίλλει ανάλογα με το τι γνωρίζει…» (Hawthorn, 1995:63-64, 120, 224).
Θα ήταν καλό η λογοτεχνική ανάγνωση να συνδυαστεί με παρακολούθηση ή με τη σκηνοθεσία κινηματογραφικών ταινιών είτε ντοκιμαντέρ ή θεατρικών παραστάσεων, την επαφή με εικαστικές εκθέσεις και μουσεία που να αφορούν την εποχή που οι μαθητές «διαβάζουν» ή οι ίδιοι να οργανώσουν τέτοιες εκθέσεις μέσα στην τάξη και το χώρο τους, κάνοντας μια εικαστική παρέμβαση σ΄ αυτόν. Στην επιτυχία των ομάδων ανάγνωσης θα μπορούσε να προσφέρει και η δραματοποίηση σκηνών ή και ολόκληρων των λογοτεχνικών κειμένων ή ποιημάτων με το συντονισμό του εκπαιδευτικού, που μπορεί να εξελιχθούν και σε παιχνίδια δραματοθεραπείας με μοχλό το κείμενο/ποίημα.
Εξάλλου, η επικοινωνία με τα κείμενα ή τα ποιήματα μέσα από δικτυακές
πηγές και βιβλιοθήκες, ηλεκτρονικά λογοτεχνικά αρχεία και ανθολόγια κειμένων, βιβλιογραφικές καταγραφές, εκδοτικούς οίκους, ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία και ιστοσελίδες συγγραφέων με ποικίλο οπτικοακουστικό υλικό, με αναγνώσεις και μελοποιήσεις κειμένων, μελέτες και άλλο υποστηρικτικό εκπαιδευτικό υλικό θα δώσει στη μάθηση βιωματικό χαρακτήρα (Καράογλου, 1997). Έτσι, οι μαθητές θα ενθαρρυνθούν στην εφαρμογή μαθησιακών διαδικασιών της βιωματικής συμμετοχής, της διερευνητικής προσέγγισης, της ομαδικής εργασίας της συνεργασίας με ευρωπαϊκά σχολεία (e-twinning), της κριτικής αποτίμησης και της διεπιστημονικής σύνδεσης.
Επίσης, η λογοτεχνική ανάγνωση θα μπορούσε να ενισχυθεί με την παρουσία ορισμένων σύγχρονων δημιουργών, που θα διδάξουν τα «μυστικά» της δημιουργικής γραφής στους αμύητους μαθητές, με την προϋπόθεση ότι η λογοτεχνική ανάγνωση δε θα σταματά με το τέλος της ανάγνωσης, αλλά θα συνεχίζεται με ατομικές συγγραφικές προσπάθειες. Έτσι, η δημιουργική γραφή θα υποστηρίξει τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, καθώς, αφενός οι μαθητές κατανοούν ότι όλα είναι λόγος, και ασυνείδητα υιοθετούν και υλοποιούν την γνώση, και, αφετέρου, έρχονται σε επαφή με κείμενα λογοτεχνικά ως ελεύθεροι αναγνώστες. Οι μαθητές και οι μαθήτριες άλλωστε περισσότερο προσελκύονται από ποιήματα ή πεζά λογοτεχνικά κείμενα που διαβάζονται ή ακούγονται μέσα στην τάξη, αλλά όχι μέσα από το σχολικό τους εγχειρίδιο. Ωστόσο, πριν γίνουν συγγραφείς, καλό θα ήταν να γίνουν αναγνώστες.
Στα πλαίσια των παραπάνω δράσεων θα μπορούσαν να γίνουν και ορισμένες διασυνδέσεις με ραδιοφωνικές εκπομπές ή να επιχειρηθεί η σύνδεση της λέσχης ανάγνωσης με δράσεις της βιβλιοθήκης του σχολείου, η ύπαρξη της οποίας ως θεσμού, χρειάζεται να διευρυνθεί. Ιδανικός αναγνώστη δεν υπάρχει (Hawthorn 1995:193) αλλά ούτε και ενδιαφέρει η δημιουργία του. Εκείνο που μετράει περισσότερο σε μια τέτοια δράση είναι η καλλιέργεια του πολιτισμικού γραμματισμού (Αποστολίδου-Χοντολίδου, 1999: 326), η κατανόηση της λειτουργίας της πραγματικότητας που θα επέτρεπε τη δυνατότητα αντιθετικών αναγνώσεων των κειμένων. Όταν οι μαθητές εξοικειωθούν με τη λογοτεχνική ανάγνωση και αισθανθούν ευχαρίστηση με αυτή την δραστηριότητα, θα αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη επιτυχία διάφορους ρόλους που θα χρειαστεί να αναλάβουν στη ζωή τους, καθώς θα μπαίνουν πληρέστερα στη θέση του άλλου και θα δοκιμάζουν συμπεριφορές που, ίσως, δε θα είχαν ποτέ προηγουμένως σκεφτεί. Με άλλα λόγια η λογοτεχνική ανάγνωση θα μπορούσε να οδηγήσει στην καλλιέργεια της ενσυναίσθησης και της συναισθηματικής νοημοσύνης. Μέσα από τη λογοτεχνική ανάγνωση δε θα γνωρίσουν διαφορετικούς συγγραφείς ή ποιητές, απλώς, αλλά θα μάθουν να διαβάζουν διαφορετικά. Η συγκεκριμένη δράση μέσα στην ομάδα θα μπορούσε δυναμικά να διαμορφώσει σταθερούς αναγνώστες και δημιουργούς λογοτεχνικών έργων μέσα και έξω από το σχολείο (Meek, 1988: 28-29).

Βιβλιογραφία
Ανθογαλίδου, Θεοπούλα – Ρηγοπούλου, Δήμητρα (2000) Διδάσκοντας λογοτεχνίαστο ενιαίο λύκειο της μεταρρύθμισης Virtual School, The sciences of Education Online, 2 (τεύχος 1) http://www.auth.gr/virtualschool/2.1/TheoryResearch/ Hermeneutics.html
Αποστολίδου, Βενετία (1999). «Λογοτεχνία και Ιδεολογία: το ζήτημα των αξιών κατά τη διδασκαλία της λογοτεχνίας» στο Βενετία Αποστολίδου – Ελένη Χοντολίδου (επιμ.), Λογοτεχνία και Εκπαίδευση. Αθήνα: Τυπωθήτω - ΓιώργοςΔαρδανός: 335-348.
Αργυράκη, Αιμιλία (2000). «Η παιδαγωγική αξία του Δράματος και η πρακτική εφαρμογή του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση» στα Πρακτικά της 1ης Διεθνούς Συνδιάσκεψης για το θέατρο στην εκπαίδευση. Αθήνα: Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση.
Benton, Peter (1999). “Unweaving the Rainbow: poetry teaching in the secondary school I” in Oxford Review of Education: 521-531.
Colles, Luc (1994). Littérature compare et reconnaissance interculturelle. Bruxelles:De Boeck-Duculot.
Culler, Jonathan (20103). Λογοτεχνική θεωρία. Μετάφραση Καίτη Διαμαντάκου.Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
Haigh, Alan (2010). Η Τέχνη της Διδασκαλίας. Μετάφραση Μαλβίνα Αβαγιανού.Αθήνα: Πατάκης.
Hawthrn, Jeremy (1993). Ξεκλειδώνοντας το κείμενο. Μετάφραση Μαρία Αθανασοπούλου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Iser, Wolfgang (1976). L΄ acte de lecture. Théoriede l΄ effet esthétique. Hayen:Pierre Mardaga.
Κανατσούλη, Μελπομένη. Ιδεολογικές διαστάσεις της παιδικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Τυπωθήτω (Γιώργος Δαρδανός).
Καράογλου, Χαράλαμπος (1997). Ζητήματα διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο Φιλόλογος, 89.
Κωτόπουλος, Τριαντάφυλλος (2011). Τα ετεροθαλή, Αθήνα: Ίων.
Meek, Margaret (1988). How texts teach what readers learn. Great Britain: ThimblePress.
Μπαρτ, Ρολάν (1973). Η απόλαυση του κειμένου. Mετάφραση Φούλα Χατζηδάκη - Γιάννης Κρητικός. Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα.



Ἐκεῖνα πού μας χωρίζουν εἶναι πάρα πολλά



ΤΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Χ. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν






 «Δεν είμεθα θεολόγοι, αλλά αυτά που μας διδάξανε τα μάθαμε και μείναμε στερεοί εις την πίστιν μας. Τώρα έρχονται «δικοί» μας κι μας λένε ότι αυτά που μας χώριζαν είναι ελάσσονος σημασίας!!! Αλήθεια; Τι απ’ όσες κακοδοξίες μας μάθανε απ’ τα παιδικά μας χρόνια οι πατέρες μας δύνανται να θεωρηθούν μικρά και αμελητέα και άρα και αποδεκτά και από μας τους ίδιους; Διαβάστε και πείτε μας εσείς που αγαπάτε όλον τον κόσμον και τους αιρετικούς άρα, ενώ ημείς είμεθα οι κακοί, του πονηρού οπαδοί, ποια από τα κατωτέρω είναι μικρής σημασίας; Και αν αυτά τα αλλοιωμένα είναι αγαθά, βγήτε και προτρέψατέ μας να τα εφαρμόσουμε. Και αύριο αν ιδώμε και τίποτα το καλό απ’ τον βουδισμό, ας το ακολουθήσωμε και τούτο, υιοθετώντας το. Έλεος…»

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

 

ΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ «ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ» ΔΟΓΜΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑΙ

*
ΣΗΜΕΡΟΝ, μας λένε ὑπάρχουν πολλαὶ χριστιανικαὶ «Ἐκκλησίαι» αἱ ὁποῖαι όμως ζοῦν βίον και δροῦν κεχωρισμένως από την μίαν και αγίαν  καθολικήν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ,καὶ διαφέρουν ἀναμεταξύ των ὄχι μόνον κατὰ τὴν τυπικὴν λατρείαν καὶ κατὰ τὰ ἔθιμά των, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν δογματικήν των διδασκαλίαν. Μεταξὺ τῶν πολλῶν τούτων «Ἐκκλησιῶν» αἱ σπουδαιότεραι εἶναι ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ ἡ Προτεσταντική .
Αἱ διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν τούτων εἶναι πολλαί, ἀλλ’ ἐνταῦθα θὰ ἀναφέρωμεν τὰς βασικωτέρας μόνον ἐξ αὐτῶν.
Πρὸ τοῦ Θ’ αἰῶνος ὑπῆρχε μία, ἐνιαία καὶ ἀδιαίρετος χριστιανικὴ Ἐκκλησία εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ δὲν ὑπῆρχον σημαντικαὶ διαφοραὶ μεταξὺ τῶν ἐν τῇ Ἀνατολῇ καὶ Δύσει Ἐκκλησιῶν. Ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ Θ’ αἰῶνος καὶ μετὰ ταῦτα αἱ διαφοραὶ αὗται ἐπολλαπλασιάσθησαν καὶ ἀνεφέροντο εἰς σπουδαῖα σημεῖα τῆς πίστεως διὰ τοῦτο ἐπέφερον αὗται πρῶτον μὲν τὸ σχίσμα μεταξὺ τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Θ’ αἰῶνα, ἔπειτα δὲ προεκάλεσαν τὴν δημιουργίαν κατὰ ον ΙϚ’ αἱῶνα τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν.
Η Ὀρθόδοξος Μήτηρ ἡμῶν Ἐκκλησία, διετὴρησε την διαδασκαλίαν αυτής γνησίαν καὶ ἀνόθευτον διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὅπως παρέλαβεν αὐτὴν ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων. Εἰς τὰς ἑπομένας παραγράφους θὰ ἐκθέσωμεν διδασκαλίας τινὰς βασικὰς τῆς πίστεως, εἰς τὰς ὁποίας διαφέρουν ἀναμεταξύ των αἱ άλλαι «Ἐκκλησίαι» με την Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.

α) Αἱ πηγαὶ τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας.
 
- Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερα Παράδοσις, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι αἱ πηγαὶ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐπέβαλεν εἰς ὅλους τοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς αὐτήν, τὸ λατινικὸν κείμενον τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπαγορεύουσα τὴν μετάφρασιν αὐτῆς εἰς τὴν ἐθνικὴν γλῶσσαν ἐκάστου λαοῦ καὶ τὴν χρησιμοποίησιν τῆς μεταφράσεως ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις τῶν Ἐκκλησιῶν των. Εὑρέθησαν μάλιστα Πάπαι, οἱ ὁποῖοι ἀπηγόρευσαν εἰς τὸν λαὸν καὶ αὐτὴν τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐπὶ τῷ λόγῳ δῆθεν ὅτι ὁ λαὸς δὲν δύναται νὰ ἐννοῇ ταύτην. Τὸ τοιοῦτον ἀντίκειται πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπὸ τῶν πρώτων ἀκόμη αἰώνων ἐπέτρεψε τὰς μεταφράσεις εἰς τὴν γλῶσσαν ἐκάστου λαοῦ, διὰ νὰ δύναται οὗτος νὰ ἀναγινώσκῃ τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Ἐὰν συναντᾷ δυσερμήνευτα καὶ δυσνόητα μέρη ἐν αὐτῇ ἕχει ὁ λαὸς τοὺς ποιμένας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας του, διὰ νὰ βοηθήσουν αὐτὸν εἰς τὴν κατανόησιν τῶν ἀναγινωσκομένων.
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀφοῦ ἀπέρριψαν τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, ἀποδέχονται τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ὡς τὴν μόνην πηγὴν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ἑρμηνεύουν ὅμως ταύτην ἕκαστος κατὰ τὴν γνώμην του˙ διὰ τοῦτο κατέληξαν εἰς πολλὰς παρερμηνείας αὐτῆς, αἱ ὁποῖαι συνετέλεσαν εἰς τὴν δημιουργίαν πλήθους μικρῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν. Τὴν μετάφρασιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιτρέπουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι ὁ ἴδιος ὁ Λούθηρος μάλιστα μετέφρασε ταύτην καὶ ἡ μετάφρασίς του ἀποτελεῖ τὸ ἐπίσημον κείμενον τῆς Ἁγίας Γραφῆς διὰ τὰς Γερμανικὰς Προτεσταντικὰς Ἐκκλησίας.
Τὴν δευτέραν πηγὴν τῆς πίστεως, τὴν ῾Ἱερὰν Παράδοσιν, ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία διηύρυνε καὶ διέστρεψεν, ἄλλοτε μέν ἐκ πλάνης καὶ παρεξηγήσεως τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἅλλοτε δἑ ἐσκεμμένως, ἐπὶ τῷ σκοπῷ νὰ δικαιολογήσῃ πολλὰς καινοτομίας της, ὅπως θὰ ἴδωμεν εἰς τὰς ἐπομένας παραγράφους. Ἐξ ἀντιδράσεως πρὸς τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπον πολλὰς πλάνας αὐτῆς οἱ Προτεστάνται ἀπέρριψαν, ὡς εἴπομεν, πλείως τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι ἀπαραίτητον συμπλὴρωμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἰσόκυρος πρὸς αὐτήν, ἀπαραίτητος δέ ὁδηγὸς καὶ διὰ τὴν ὀρθὴν έρμηνείαν της.

β) Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου .

Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται διά τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς ἐλευθέρας θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἄνευ τῆς συνεργασίας τῶν δύο τούτων παραγόντων δὲν δύναται νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος. Πρὸς τὴν διδασκαλίαν ταύτην συμφωνεῖ γενικῶς καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία.
Ἀντιθέτως οἱ Προτεστάνται, ἐπειδὴ δέχονται τὴν πεπλανημένην θεωρίαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν ἁμαρτίαν διεφθάρη τελείως καὶ ἀπώλεσε τὴν ἐν ἑαυτῷ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ κατέστη διὰ τοῦτο ἀνίκανος πρὸς πᾶν ἀγαθόν, ἀρνοῦνται πᾶσαν συνεργασίαν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ ἕργον τῆς σωτηρίας του. Οὗτοι διδάσκουν ὅτι δικαιοῦταί τις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ σώζεται μόνον διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Χριστόν, τὰ δέ καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπακολουθήσουν τὴν πίστιν, οὐδὲν προσθέτουν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ πιστεύσαντος, οὔτε λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἐν τῇ μελλούσῃ σωτηρίᾳ μας εἰς τὴν αἰωνίαν ζωήν. Ἡ πίστις εἶναι ἡ ἀρχὴ ἅμα καὶ τὸ μόνον μέσον τῆς σωτηρίας, τὰ δἑ καλὰ ἔργα οὐδεμίαν ἐπίδρασιν ἀσκοῦν ὡς πρὸς αὐτήν. Ἡ τοιαύτη διδασκαλία ἀντίκειται πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, αἱ ὁποῖαι πολλάκις διδάσκουν τὴν σπουδαιότητα τῶν καλῶν, ἔργων διὰ τὴν σωτηρίαν μας καὶ ὅτι ἡ πίστις ἄνευ καλῶν ἔργων δέν ὠφελεῖ: 

« Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, λέγει ὁ Ἰάκωβος, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ, μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν;... ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν »
( Ἰακ. Β’ 14 - 16).

Καὶ ὁ Κύριος τὴν ἀναγκαιότητα τῶν καλῶν ἔργων ἐτόνιζεν εἰς πᾶσαν περίστασιν διὰ τῶν λόγων του: 

« Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς »
( Ματθ. Ζ’ 21).

Αἱ περισσότεραι τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπορρίπτουν ὡς ἀνωφελῆ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου τήν νηστείαν καὶ τὸν μοναχικὸν βίον.

γ) Ἡ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καινοτομία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας . 

- Μία σπουδαία καινοτομία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διδασκαλία αὐτῆς περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ . Ἡ διδασκαλία αὕτη περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδαχθεῖσα τὸ πρῶτον κατὰ τὸν Ϛ’ αἰῶνα παρά τινων εἰς τὴν Δύσιν καὶ καταπολεμηθεῖσα ὑπὸ Παπῶν τινων, ὃπως ὑπὸ Λέοντος τοῦ Γ’ καὶ Ἰωάννου τοῦ Η’, ἀνεγνωρίσθη ἐπισήμως ὡς δόγμα ὑπὸ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου τοῦ Η’, τὸ 1014, καὶ ἔκτοτε ἀναφέρεται ὑπὸ τῶν Δυτικῶν καὶ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως.
Ἡ πλάνη αὕτη τῶν Δυτικῶν ὀφείλεται πιθανὸν εἰς τὴν προσπάθειάν των, ὅπως ἀποκρούσουν τἡν αἵρεσιν τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐδίδασκον, ὡς γνωστόν, ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός. Διὰ τῆς διδασκαλίας ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐνόμιζον οἱ Δυτικοὶ ὅτι ἐξησφάλιζον τὸ ὁμοούσιον τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα.
Ἀλλ’ ἡ προσθήκη τοῦ filioque( καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) ἀντίκειται καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ πρὸς τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν. Ἡ μὲν Ἁγία Γραφὴ ρητῶς λέγει: 

« Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὅν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται.... »
( Ἰωάν. ΙΕ’ 26).

Εἰς δέ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν βλέπομεν ὅτι οὐδεὶς ἐκκλησιαστικὸς Πατήρ, διδάσκων περὶ ἁγίου Πνεύματος, περιέλαβε καὶ τὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ δὲ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διετύπωσε τὸ δόγμα ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἑκπορεύεται μόνον ἐκ τοῦ Πατρός. Τὸ filioque παρέλαβον ἐκ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ οἱ ἀποσπασθέντες ἐξ αὐτῶν Προτεστάνται. 

δ) Ἡ Ἐκκλησία . 

- Εἰς τὸ σπουδαῖον τοῦτο ζήτημα, τὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχουν μεγάλαι διαφοραὶ μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν «Ἐκκλησιῶν». Ἐν πρώτοις οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἐμπνεόμενοι ὑπὸ ἀπολυταρχικοῦ πνεύματος, διδάσκουν ὅτι ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι ὁφείλουν νὰ ἀναγνωρίζουν τὸν Πάπαν ὡς κεφαλήν καὶ ἀρχηγὸν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐδημιούργησαν τοιουτοτρόπως τὸ περίφημον Πρωτεῖον τοῦ Πάπα, περὶ τοῦ ὁποίου, πῶς ἀνεκινήθη καὶ διὰ ποίων ἐπιχειρημάτων ὑπεστηρίχθη, γίνεται λὁγος ἐκτενὴς εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν. Συναφὴς εἶναι καὶ ἡ ἅλλη πλάνη τῶν Δυτικῶν, τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, τὸ ὁποῖον ὡρίσθη κατὰ τὴν Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ τὸ 1870 ἐν Ρώμῃ καὶ ἐπὶ Πάπα Πίου τοῦ Θ’. Κατὰ τὸ δόγμα τοῦτο, τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καθοδηγεῖται ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, ἀποδίδεται εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος τάσσεται τοιουτοτρόπως ὑπεράνω καὶ αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἡ μόνη ἀλαθήτως ἀποφαινομένη. Ἀρχὴ εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν.
Οι Διαμαρτυρόμενοι ἐξ ἄλλου ἔχουν ἀπολέσει πᾶσαν ἰδέαν περὶ Ἐκκλησίας καὶ περὶ ἱερατείου, διδάσκοντες ότι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀνάγκην ἰδιαιτέρων ὀργάνων, τὰ ὁποῖα νὰ λαμβάνουν διὰ τῆς χειροτονίας τὴν ἐξουσίαν νὰ διοικοῦν, νὰ διδάσκουν καὶ νὰ τελοῦν τὰ ἱερὰ Μυστήρια. Τὴν ἱερωσύνην δὲν δέχονται οὗτοι ὡς ἱερὸν Μυστήριον καὶ ἀποκρούουν τὴν ἰδέαν τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, διδάσκοντες ὅτι πᾶς Χριστιανός, ἔχων τὴν προσήκουσαν θεολογικὴν μόρφωσιν καὶ ἐνάρετον βίον, δύναται νὰ τύχῃ οἱουδήποτε ἐκκλησιαστικοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος. Διὰ τοῦτο οἱ Διαμαρτυρόμενοι δὲν ἔχουν μίαν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ εἶναι διῃρημένοι εἰς ἀναριθμήτους ἀνεξαρτήτους Ἐκκλησίας, ἐκάστη ἀπὸ τὰς ὁποίας ἔχει ἰδίαν δογματικὴν διδασκαλίαν καὶ ἰδίους τρόπους λατρείας. Ἡ διοίκησις δὲ τῆς Ἐκκλησίας διεξάγεται παρ’ αὐτοῖς ποικιλοτρόπως παρ’ ἐπιτροπῶν, ἐκ λαϊκῶν καὶ κληρικῶν, αἱ ὁποῖαι εἰς μέν τὰς Λουθηρανικὰς Ἐκκλησίας διορίζονται ὑπὸ τῶν ἡγεμόνων καὶ τῆς Πολιτικῆς Ἀρχῆς, εἰς δὲ τὰς Καλβινικὰς ἐκλέγονται ὑπὸ τῶν κοινοτήτων. Παρὰ τῇ Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησίᾳ τὴν διοίκησιν ἀσκοῦν οἱ ἐπίσκοποι, διοριζόμενοι ὑπὸ τοῦ βασιλέως. Πολλοὶ τῶν Διαμαρτυρομένων ταυτίζουν Ἐκκλησίαν καὶ Κράτος, ὑποτάσσοντες τὴν Ἐκκλησίαν εἰς αὐτό, ἐνῷ ἡ μὲν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὑπὲρ τῆς συνεργασίας Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς τὸ Κράτος τὴν ἐπέμβασιν εἰς τὰ καθαρῶς ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ἡ δὲ Δυτικὴ Ἐκκλησία διδάσκει καὶ ἀπαιτεῖ τὴν ὑποταγὴν τοῦ Κράτους εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐξουσίαν.

ε) Τὰ Μυστήρια. 

- Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία παραδέχεται, ὡς καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἑπτὰ Μυστήρια, ἀλλὰ δίδει περισσοτέραν σημασίαν διὰ τὸ κῦρος τοῦ Μυστηρίου εἰς τὴν τυπικὴν τέλεσίν του παρὰ εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν εὐσεβῆ διάθεσιν τοῦ πιστοῦ. Ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων οἱ πλεῖστοι οὐδεμίαν σημασίαν ἀποδίδουν εἰς τὴν ἱεροτελεστίαν τοῦ Μυστηρίου, φρονοῦντες ὅτι ἡ θεία χάρις μεταδίδεται διὰ μόνου τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι σώζεταί τις μόνον διὰ τῆς πίστεως. Ἀπὸ τὰ ἑπτὰ Μυστήρια οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέχονται μόνον τὰ δύο, τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν, τὰ λοιπὰ δὲ πέντε ἤ ἀπορρίπτουν τελείως ἤ, ὅπως οἱ Ἀγγλικανοί, δέχονται αὐτὰ ὡς ἁπλᾶς ἐκκλησιαστικὰς τελετὰς καὶ ὡς Μυστήρια δευτέρας τάξεως. Μερικαὶ παραφυάδες τῶν Διαμαρτυρομένων οὐδὲν Μυστήριον ἕχουν, δεχόμεναι μόνον τὸ κὴρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ως πρὸς ἔκαστον Μυστήριον ὑπάρχουν αἱ ἀκόλουθοι διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν.

α) Τὸ Βάπτισμα. - Καὶ οἱ Δυτικοὶ καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι, πλὴν μερικῶν παραφυάδων τούτων, συμφωνοῦντες εἰς τοῦτο πρὸς ἡμᾶς, ἀναγνωρίζουν τὸ Βάπτισμα ὡς ἀναγκαιότατον Μυστήριον εἰς πάντα Χριστιανόν, διὰ νὰ γίνῃ μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματα τοῦ Βαπτίσματος, καὶ καθ’ ἡμᾶς καὶ κατὰ τοὺς Δυτικοὺς ἐξαλείφεται δι’ αὐτοῦ ἡ οὐσία τοῦ προπατορικοῦ καὶ τῶν προαιρετικῶν ἁμαρτημάτων, παραμενούσης μιᾶς ἁπλῆς κλίσεως πρὸς τὸ κακὸν ἐν τῷ Χριστιανῷ, ἡ ὁποία δὲν λογίζεται ὡς αμαρτία. Κατὰ τοὺς Διαμαρτυρομένους αἲρεται μὲν ἡ ἐνοχὴ διὰ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, παραμένει ὅμως ἡ ρίζα αὐτοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μὲν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ μετὰ τὸ Βάπτισμα δὲν λογίζεται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τοιαύτη.
Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς καὶ τοῖς Διαμαρτυρομένοις δὲν τελεῖται τὸ Βάπτισμα διὰ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως, ὅπως παρ᾽ ἡμῖν, αλλὰ διὰ ραντισμοῦ ἦ δι’ ἐπιχύσεως. Τὸ παρ’ ἡμῖν « Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... » οὶ Δυτικοὶ μετέτρεψαν εἰς ἐνεργητικόν: « Βαπτίζω σέ.... », διὰ νὰ προσδώσουν μεγαλυτέραν σημασίαν καὶ δύναμιν εἰς τὸν τελοῦντα τὸ μυστήριον κληρικόν. 

β) Τὸ Χρῖσμα . - Καὶ οἱ Δυτικοὶ καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι δὲν τελοῦν τὸ Χρῖσμα, ὅπως ἡμεῖς, ἀμέσως μετὰ τὸ Βάπτισμα, ἀλλ’ ἐχώρισαν αὐτά, τελοῦντες τὸ Χρῖσμα εἰς μὲν τὰ ἄρρενα τὰ 14ον ἔτος τῆς ἡλικίας των, εἰς δὲ τὰ θήλεα τὸ 12ον ἔτος. Ὡς λόγον τῆς τοιαύτης ἀναβολῆς τοῦ Χρίσματος φέρουν ότι πρέπει ὁ Χριστιανός, πρὶν δεχθῇ τοῦτο, νὰ διδαχθῇ προηγουμένως τὰς χριστιανικὰς ἀληθείας, διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μὲ πλὴρη ἐπίγνωσιν τῶν ὑποχρεώσεών του. Ἐν τοιαύτῃ ὅμως περιπτώσει καὶ τὸ Βάπτισμα ἔπρεπε νὰ ἀναβληθῇ, ἕως ὅτου φθάσῃ ὁ πιστὸς εἰς ὥριμον ἡλικίαν. Παρ’ ἡμῖν, οἱ ἀνάδοχοι ἀναλαμβάνουν τὴν ὑποχρέωσιν νὰ διδάξουν βραδύτερον τὰς χριστιανικὰς ἀληθείας εἰς τὸν ἐν μικρᾷ ἡλικίᾳ βαπτισθέντα καὶ χρισθέντα. Ἔπειτα ὁ χωρισμὸς τοῦ Χρίσματος ἀπὸ τοῦ Βαπτίσματος εἶναι άδικαιολόγητος, διότι, ὡς γνωρίζομεν, ἀμέσως μετὰ τὸ Βάπτισμα κατῆλθε τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς εἰς τὸν Κύριον. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ὡς εἴπομεν, δὲν θεωροῦν τὸ Χρῖσμα ὡς Μυστήριον.
Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς τὸ ἅγιον μύρον δὲν ἀποτελεῖται, ὅπως παρ’ ἡμῖν, ἀπὸ ἔλαιον καὶ ἀπὸ πολλὰς εὐώδεις οὐσίας, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ ἔλαιον καὶ βάλσαμον. Ἐν τῆ Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ Χρῖσμα τελεῖται ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως καὶ παρὰ τοῖς Δυτικοῖς, παρὰ τοῖς ὁποίοις εἶναι δυνατὸν νὰ τελεσθῇ καὶ παρὰ πρεσβυτέρου, κατόπιν εἰδικῆς ἐπισκοπικῆς ἀδείας.

γ) Ἡ Θεία Εὐχαριστία .- Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καὶ ἡ Δυτικὴ δέχονται ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι Μυστήριον καὶ θυσία καὶ ὅτι διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταβάλλονται πραγματικῶς εἰς αὐτὸ τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀποδέχονται ταύτην μόνον ὡς Μυστὴριον καὶ οὐχὶ ὡς θυσίαν καὶ ὅτι ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἶνου εἰς σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι πραγματική, ἀλλὰ μυστηριακὴ, ἤ ὅτι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ἁπλῶς συμβολίζουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου.
Καὶ ὡς πρὸς τὰ συστατικὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν κοινωνίαν τούτων ὑπάρχουν διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Τοιουτοτρόπως ἡ μέν ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἀκολουθοῦσα τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, μεταχειρίζεται ἐνζυμον ἅρτον, ἐνῷ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι μεταχειρίζονται ἅζυμον. Ὡς πρὸς τὸν οἶνον οἱ Δυτικοὶ καὶ ἡμεῖς μεταχειριζόμεθα οἶνον μεμειγμένον μὲ ὔδωρ, οἱ δὲ Διαμαρτυρόμενοι οἶνον ἄκρατον. Ὡς πρὸς τὴν μετάληψιν τῶν τιμίων Δώρων οἱ μέν Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι μεταλαμβὰνουν πάντες καὶ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἐνῷ παρὰ τοῖς Δυτικοῖς μόνον τοῦ ἄρτου μεταλαμβάνουν πάντες, παρὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρὶου « Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες » τοῦ οἵνου κοινωνοῦν παρὰ τοῖς Δυτικοῖς μόνον οἱ λειτουργοῦντες κληρικοί. Παρ’ ἡμῖν μεταλαμβάνουν τῆ θείας Κοινωνίας καὶ τὰ βρέφη, ἑν ᾧ παρὰ τοῖς Δυτικοῖς καὶ Διαμαρτυρομένοις παρέχεται ἡ θεία Κοινωνωνία εἰς τὰ παιδιὰ μόνον μετὰ τὸ Χρῖσμά των. Γενικῶς ἑκ τῶν Διαμαρτυρομένων οἱ Ἀγγλικανοὶ προσεγγίζουν πολὺ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς πρὸς τὴν διδασκαλίαν των περὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. 

δ) Ἡ Μετάνοια . - Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, τὰ ἐπιτίμια, ἦτοι αἱ ποιναί, αἱ ὁποῖαι ἐπιβάλλονται ὑπὸ τοῦ ἱερέως εἰς τὸν μετανοοῦντα πιστὸν μετὰ τὴν τέλεσιν τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας, ἀποβλέπουν μόνον εἰς τὴν ἠθικὴν ἄσκησιν καὶ ψυχικὴν βελτίωσιν τοῦ μετανοήσαντος, ὥστε νὰ μὴ ἐπαναλάβη οὖτος τὸν αὐτὸν ἁμαρτωλὸν βίον. Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς ἀντιθέτως τά ἑπιτίμια θεωροῦνται ὡς ἀποβλέποντα εἰς τὴν ἱκανοποίησιν τῆς θείας δικαιοσύνης. Συναφεῖς πρὸς τὴν τοιαύτην ἀντίληψιν τῶν Δυτικῶν εἶναι καὶ αἱ πεπλανημέναι δογματικαί των διδασκαλίαι περὶ τοῦ θησαυροῦ τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων, περὶ ἀφέσεων καὶ συγχωροχαρτίων καὶ περὶ καθαρτηρίου πυρός, περὶ τῶν ὁποίων θὰ κάμωμεν λόγον κατωτέρω.
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν δέχονται τὴν Μετάνοιαν ὡς Μυστήριον, θεωροῦντες ταύτην ὡς ὠφέλιμον μόνον διὰ τὴν ἠθικὴν ἐνίσχυσιν καὶ παρηγορίαν τῶν Χριστιανῶν.

ε) Ἡ Ἱερωσύνη. - Οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων οἱ Ἀγγλικανοὶ ἔχουν τρεῖς βαθμοὺς τῆς Ἱερωσύνης, οἱ δὲ λοιποὶ Διαμαρτυρόμενοι ἔχουν μόνον τοὺς βαθμοὺς τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ διακόνου. Παρὰ τοῖς Ὀρθοδόξοις ἐπιτρέπεται ὁ γάμος εἰς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς διακόνους, ἀλλ’ οὐχὶ μετὰ τὴν χειροτονίαν, οἱ δὲ ἐπίσκοποι ἀπὸ τοῦ Δ’ αἰῶνος εἶναι πάντοτε, ἄγαμοι, ἐνῷ κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας ἐπετρέπετο νὰ χειροτονῶνται ἐπίσκοποι καὶ ἔγγαμοι κληρικοί. Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς ὅλοι οἱ κληρικοὶ εἶναι ἄγαμοι, παρὰ δὲ τοῖς Διαμαρτυρομένοις ὁ γάμος ἐπιτρέπεται εἰς τοὺς κληρικοὺς ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ πρὸ καὶ μετὰ τὴν χειροτονὶαν των, διότι ἡ χειροτονία δὲν θεωρεῖται παρ’ αὐτῶν ὡς Μυστήριον.
Ὡς πρὸς τὸ ἔγκυρον τῆς χειροτονίας τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν κρατεῖ παρὰ τῇ ἡμετέρα Ἐκκλησίᾳ ἡ γνώμη νὰ ἀναγνωρίζωνται ὡς ἔγκυροι αἱ χειροτονίαι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν τὴν Ἱερωσύνην ὡς Μυστήριον, ὑπὸ τὸν ὅρον ὅμως οἱ τοιοῦτοι κληρικοὶ νὰ λάβουν νέαν χειροθεσίαν καὶ νὰ ἐπιδώσουν ἔγγραφον ἀποδοκιμασίαν τῶν καινοδοξιῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποίας προέρχονται.

ς) Ο Γάμος. - Οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν τὸν γάμον ὡς Μυστηρὶον, οἱ δὲ Διαμαρτυρόμενοι οὐχί, μολονότι ἀναγνωρίζουν τὸν γάμον ὡς θεῖον θεσμόν.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιτρέπει κατὰ συγκατάβασιν καὶ δεύτερον καὶ τρίτον γάμον, ἡ δὲ Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ αἱ τῶν Διαμαρτυρομένων ἐπιτρέπουν καὶ τέταρτον γάμον. Ὡς πρὸς τὴν διάλυσιν τοῦ γάμου οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιτρέπουν τὸ διαζύγιον μόνον διὰ λόγους συζυγικῆς ἀπιστίας, τελευταίως ὅμως ἤρχισε νὰ ἐπιτρέπηται τὸ διαζύγιον καὶ διὰ λόγους, οἱ ὁποῖοι καθιστοῦν ἀδύνατον τήν συμβίωσιν τῶν συζύγων. Παρὰ τοἷς Διαμαρτυρομένοις ἐπιτρέπεται τὸ διαζύγιον καὶ διὰ τὴν ἐλαχίστην αἰτίαν καὶ διὰ τοῦτο τὰ διαζύγια παρ’ αὐτοῖς εῖναι συνήθη καὶ ὁ οἰκογενειακὸς βίος ἔχει κλονισθῆ πολύ. Ὡς πρὸς τὰ κωλύματα τοῦ γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀναγνωρίζουν μόνον τὰ προερχόμενα ἐκ τῆς συγγενείας ἐξ αἴματος. Οἱ Δυτικοὶ δέν ἐπιτρέπουν ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει τὸ διαζύγιον, μολονότι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐπέτρεψε τοῦτο διὰ λόγους ἀπιστίας καὶ μολονότι τοιαύτη ἀπόλυτος ἀπαγόρευσις ἔχει κάκιστον ἀντίκτυπον καὶ ὁλεθρίας συνεπείας εἰς τὸν βίον τῶν πιστῶν.

ζ) Τὸ Εὐχέλαιον . - Ἡ Δυτικὴ «Ἐκκλησία», παρὰ τὴν κρατήσασαν παράδοσιν τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας μέχρι τοῦ ΙΒ’ αἰῶνος, ὥρισεν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης, ὅπως τὸ Μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου τελῆται κατὰ τὰς τελευταίας στιγμὰς τοῦ Χριστιανοῦ, ὡς τελευταῖόν του ἐφόδιον διὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωήν του. Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ὡς τελευταῖον ἐφόδιον εἰς τοὺς ἑτοιμοθανάτους, ὥρισε τὴν ἐξομολόγησιν καὶ τὴν μετάληψιν τῆς θείας Κοινωνίας. Οἱ Δυτικοὶ ἐκαινοτόμησαν καὶ εἰς ἄλλα πράγματα ὡς πρὸς τὸ Μυστήριον τοῦτο.
Οὕτως, ἐπειδὴ θεωροῦν τὸ Εὐχέλαιον ὡς τὸ τελευταῖον ἐφόδιον, δέν ἐπιτρέπουν τὴν ἐπανάληψίν του, ἄν ὁ ἀσθενὴς θεραπευθῇ μετὰ τὴν τέλεσιν τοῦ Εὐχελαίου. Ἐπίσης ἐθέσπισαν ὅτι μόνον οἱ ἐπίσκοποι πρέπει νὰ τελοῦν τοῦτο. Ταῦτα πάντα ἀντίκεινται πρὸς τοὺς λόγους τοῦ Ἰακώβου ἐν Ε’ 14 - 16 καὶ πρὸς τὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν δέχονται τὸ Εὐχέλαιον ὡς Μυστήριον.Ἀντὶ τούτου συνιστοῦν νὰ μεταβαίνῃ ὁ ἱερεὺς παρὰ τὴν κλίνην τοῦ ἐτοιμοθανάτου καὶ νὰ ἀναγινώσκῃ πλησίον του διαφόρους εὐχὰς καὶ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν, ἐνισχύων αὐτὸν καὶ διὰ λόγων.

ς) Αἱ ἔσχαται ἡμέραι.
 
α) Ὁ θησαυρὸς τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἀγιῶν. Ἡ Δυτικὴ «Ἐκκλησία» διδάσκει ὅτι, διὰ νὰ σωθῇ ὁ Χριστιανός, ἀπαιτεῖται ὡρισμένον ποσὸν !!! ἀγαθῶν ἔργων. Οἱ ἅγιοι ὅμως ὑπερβαίνουν τὰ ἐπιβεβλημένα εἱς αὐτοὺς καθήκοντα καὶ πράττουν περισσότερα ἀγαθὰ ἔργα παρὰ ὅσα χρειάζονται διὰ τὴν σωτηρίαν των. Τὰ τοιαῦτα περισσεύοντα ἀγαθὰ ἔργα ἀποταμιεύονται καὶ ἀποτελοῦν τὸν θησαυρὸν τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων. Εἰς τὸν θησαυρὸν τοῦτου τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων προστίθεται καὶ ἡ μεγάλη ἀξιομισθία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Ἐν συνεχείᾳ διδάσκουν οἰ Δυτικοὶ ὅτι οἱ Πάπαι δύνανται νὰ διαθέτουν μερικὰ ἀγαθὰ ἔργα ἐκ τοῦ θησαυροῦ τούτου τῶν ἀγαθῶν ἔργων τῶν ἁγίων ὑπὲρ ἄλλων Χριστιανῶν πρὸς ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν των. Τοιουτοτρόπως ἐδημιουργήθη τὸ ζήτημα τῆς πωλήσεως ἀφέσεων ἢ συγχωροχαρτίων ὑπὸ τοῦ Πάπα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον προεκάλεσε τόσον σάλον καὶ τόσας καταχρήσεις εἰς τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν. Τὰ περιλάλητα αὐτὰ συγχωροχάρτια( indulgentia), δηλαδὴ ἡ γραπτὴ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν, ὑπῆρξαν σκάνδαλον καὶ ἐξήγειραν ὅλους τοὺς γνησίους Χριστιανούς. Ὁ Πάπας Λέων ὁ Ι’ μάλιστα ἔφθασεν εἰς τὸ σημεῖον νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς τὸν ἀρχιεπίσκοπον τῆς Γερμανικῆς πόλεως Μαγεντίας τὴν πώλησιν συγχωροχαρτίων ἐπὶ 8 ἔτη, ὑπὸ τὸν ὅρον νά μοιρασθοῦν τὰ κέρδη. Τοῦτο ἐξήγειρε τὸν γνωστὸν θρησκευτικὸν μεταρρυθμιστὴν τῆς Δύσεως Μαρτῖνον Λούθηρου.
Αἱ τοιαῦται διδασκαλίαι τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τελείως ἀντίθετοι πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, οὐδεὶς δύναται νὰ πράττῃ περισσότερα ἀγαθὰ ἕργα παρὰ ὅσα χρειάζεται διὰ τὴν σωτηρίαν του. Καὶ ὁ μέγιστος τῶν ἀγίων ἔχει ἀνάγκην τοῦ ἐλέους καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ σωθῇ, καὶ δέν πρέπει νὰ λησμονῶμεν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου: 

« ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι δ ὁφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν »
(Λουκ. ΙΖ’ 10)

Ἡ περὶ συγχωροχαρτίων διδασκαλία δύναται νὰ διαστρέψῃ εὐκόλως τὴν ἠθικότητα τῶν Χριστιανῶν, διότι, ὅταν οὗτοι πιστεύουν ὅτι δύνιανται μὲ χρὴματα νὰ ἐξαγοράζουν τὴν ἄφεσιν τῶν ἀμαρτιῶν των, τότε οὐδεὶς λόγος ὑπάρχει νὰ κοπιάζουν καὶ νὰ ἀγωνίζωνται ἠθικῶς ὑπέρ τῆς σωτηρίας των.
β) Τὸ καθαρτήριον πῦρ . Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ διακρίνωμεν 1) Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ περιέπεσαν εἰς ἁμαρτὴματα, μετενόησαν καὶ ἐξωμολογὴθησαν, ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἐκτελέσουν τὸν κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπεβλὴθη εἰς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ Πνευματικοῦ, ἤ εἶχον τὴν διάθεσιν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν, ἀλλά, λόγῳ αἰφνιδίου θανάτου ἤ ἄλλων κωλυμάτων, δέν ἐπρόφθασαν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ τύχουν τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν 2) Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν κατὰ πάντα ἀγαθοί, καὶ τούτων αἱ ψυχαὶ μεταβαίνουν κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸν παράδεισον καὶ 3) τοὺς κακοὺς Χριστιανούς, τῶν ὁποίων αἱ ψυχαὶ μετὰ θάνατον μεταβαίνουν κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὴν κόλασιν. Μόνον αἵ ψυχαὶ τῆς πρώτης κατηγορίας μεταβαίνουν εἰς μέσην κατάστασιν, εἰς τὸ καθαρτήριον πῦρ , διὰ τοῦ ὁποίου αὗται καθαρίζονται ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας των, ἄλλαι βραδύτερον καὶ ἄλλαι ἐνωρίτερον, ἀναλόγως τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ἔργων των. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία περαιτέρω διδάσκει ὅτι διὰ τῶν δεήσεων τῶν λειτουργῶν της, καὶ μάλιστα διὰ τῶν ἀφέσεων, δύναται νὰ ἀπαλλάξῃ τοὺς ἀνωτέρω Χριστιανοὺς ἀπὁ τὸ καθαρτήριον πῦρ καὶ νὰ συντελέσῃ, ὤστε νὰ μεταβοῦν καὶ τούτων αἱ ψυχαὶ εἰς τὸν παράδεισον.
Ἡ περὶ καθαρτηρίου πυρὸς διδασκαλία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, διατυπωθεῖσα ὑπὸ τῶν Συνόδων Φλωρεντίας(1439) καὶΤριδέντου ( 1545), ἀντίκειται ἀπολύτως καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, διότι γίνεται μὲν λόγος ἐν τῇ Ἁγ. Γραφῇ καὶ παρὰ τοῖς Πατράσι τῆς Ἐκκλησίας περὶ πυρὸς πρὸς καθαρισμόν, ἀλλ’ οὐχὶ κατὰ τὴν ἀνωτέρω διδασκαλίαν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας περὶ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ περὶ τοῦ τρόπου τῆς ἀπαλλαγῆς ἐξ αὐτοῦ.
Καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καὶ «αἱ» τῶν Διαμαρτυρομένων ἀπέκρουσαν καὶ ἐπολέμησαν σφοδρῶς τὰς ἀστηρίκτους καὶ ἐσφαλμένας ἰδέας τῶν Παπικῶν περὶ θησαυροῦ τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων καὶ περὶ καθαρτηρίου πυρός. Δὲν ἔχουν δέ οὐδεμίαν σχέσιν αἱ ἰδέαι των αὗται πρὸς τὰ μνημόσυνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, περὶ τῶν ὁποίων εἰς τὸ οἱκεῖον κεφάλαιον ἔγινε λόγος προηγουμένως.

ζ) Ἡ λατρεία. 

- Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἰσήγαγε πολλὰς καινοτομίας καὶ εἰς τὴν θείαν λατρείαν. Ὁ λαὸς ἐξ ἀμαθείας ἀπέδιδε μαγικὴν δύναμιν εἰς τὰς τελετὰς τῆς θείας λατρείας καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ὑπέθαλψε τὴν τοιαύτην πίστιν τοῦ λαοῦ, ἀποδίδουσα εἰς τὰς εἰκόνας, εἰς τὰ λείψανα τῶν ἁγίων καὶ εἰς πολλὰς τελετὰς δύναμιν, τὴν ὁποίαν δέν ἕχουν κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ κατὰ τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ μάλιστα τῆς Ζ’, ἡ ὁποία ἀπεφάνθη περὶ τῶν εἰκόνων. Ὁ ἀμαθὴς καθολικὸς Χριστιανὸς ἐπίστευεν ὅτι ἀρκεῖ ἡ θαυματουργὸς δύναμις τῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἱερῶν λειψάνων, διὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ἐκδήλωσιν τῶν τοιούτων ἐσφαλμένων ἰδεῶν καὶ τάσεων τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν καὶ αἱ κατὰ τὸν ΙΔ’ αἰῶνα καὶ ἐπὶ Πάπα Βονιφατίου τοῦ Η’ τὸ πρῶτον καθιερωθεῖσαι ἱεραὶ ἀποδημίαι εἰς Ρώμην. Οἱ λαμβάνοντες μέρος εἰς τὰς ἱερὰς ταύτας ἀποδημίας εἰς τὴν Ρώμην ἐλάμβανον, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, πλήρη ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν των. Γενικῶς ἡ θεία λατρεία ἔχει προσλάβει παρὰ τοῖς Δυτικοῖς πολὺ θεατρικὸν καὶ ἐπιδεικτικὸν χαρακτῆρα καὶ ἔχει καταντὴσει εἱς λατρείαν ἐξωτερικῶν τύπων, ἐνῷ ὁ Κύριος ἀπῄτησε πρὸ παντὸς πνευματικὴν λατρείαν τοῦ θεοῦ, εἰπὼν εἰς τὴν Σαμαρείτιδα: 

« πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν »
(Ἰωάν. Δ’ 24)

Οἱ Προτεστάνται ἐξ ἀντιδράσεως καὶ ἀντιθέσεως πρὸς τὴν παπικὴν Ἐκκλησίαν περιέπεσαν εἰς ἄλλας ἀκρότητας καὶ τελείως ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, διότι οὗτοι κατήργησαν ὅλας τὰς ἐορτάς, πλὴν τῶν ἀναφερομένων εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, ἀπεγύμνωσαν τοὺς ναούς των σχεδὸν παντὸς διακόσμου καὶ τῶν εἰκόνων, ἀπέρριψαν τὴν διδασκαλίαν περὶ μεσιτείας τῶν Ἁγίων παρὰ τῷ Θεῷ καὶ τὴν τιμητικὴν προσκύνησιν αὐτῶν καὶ περιώρισαν τὴν θείαν λατρείαν εἰς ὕμνους τινάς, εἰς τὴν ἀνάγνωσιν περικοπῶν ἐκ τῆς Ἀγίας Γραφῆς καὶ εἰς τὸ κήρυγμα, εἰς τὸ ὀποῖον βεβαίως πολὺ ὀρθῶς ἀποδίδουν μεγίστην σημασίαν διὰ τὴν θρησκευτικὴν ἀναγέννησιν τῶν πιστῶν. Τοιουτοτρόπως καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν ἠκολούΘει ἡ ἀρχαία καὶ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὁυσίαν μόνον ἡ ἡμετέρα Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ πιστῶς ἀπ’ ἀρχῆς.



Ἡ θεωρία τοῦ Πλαγίου Λόγου τῆς Λατινικῆς





τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου τῆς κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
 



Πλάγιος λόγος είναι η εξάρτησις ευθέος λόγου από ρήμα (υπάρχον ή υπονοούμενον) λεκτικόν, αισθητικόν, γνωστικόν, διξαστικόν με μεταβολήν του ρηματικού προσώπου και της εγκλίσεως (εφ’ όσον το ρήμα δεν είναι εις την υποτακτικήν.



Πανελλήνιες ἐξετάσεις 2013 - Τελική εὐθεία




της
Μαρίας Παπουτσάκη,
Δημοσιογράφου – Εκπαιδευτικής Συντάκτριας





Στην τελική ευθεία για τις πανελλαδικές εξετάσεις έχουν μπει χιλιάδες υποψήφιοι που προετοιμάζονται για τις δυσκολότερες πανελλαδικές εξετάσεις των τελευταίων ετών.
Το σχέδιο «Αθηνά» που επηρεάζει σημαντικά τις επιλογές των υποψηφίων, συντελεί ώστε να γίνει ακόμη πιο σκληρός ο ανταγωνισμός φέτος.
Η μείωση του αριθμού των εισακτέων από τη μία πλευρά, η συρρίκνωση των επιλογών και η συνεχιζόμενη τα τελευταία χρόνια ανασφάλεια όσον αφορά στην επαγγελματική αποκατάσταση από την άλλη, φορτίζουν περισσότερο το κλίμα και δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για πολλά παιδιά.
Η προετοιμασία κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες μεταβάλλεται σε σκληρή δοκιμασία ακόμη και για κείνους τους υποψήφιους που προετοιμάζονται σωστά και συστηματικά χρόνια τώρα.
Συγχρόνως, η συνεχής αλλαγή δεδομένων που συστηματικά εφαρμόζεται από το υπουργείο Παιδείας –ανεξαρτήτως κυβερνήσεων- θέτει τη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων μέσα σ΄ ένα θολό πεδίο. Σ΄ αυτό ψάχνουν οι έφηβοι, να βρουν και να συνδυάσουν επιλογές, επιθυμίες, όνειρα, προσδοκίες, ικανότητες και προσπάθειες.
Είναι τόσες οι αλλαγές, που καταλήγει σε παιγνίδι χωρίς όρους και κανόνες. Ως εκ τούτου οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας κάθε φορά, είναι υπεύθυνες για την παράδοση μαθημάτων τέτοιου είδους στους αυριανούς πολίτες. Μαθήματα δηλαδή χωρίς όρους και κανόνες.
Ειδικά φέτος, οι αλλαγές που θα αντιμετωπίσουν οι υποψήφιοι είναι πολλές και δυσμενείς : Νέο μηχανογραφικό δελτίο με λιγότερες σχολές και τμήματα, μείωση των εισακτέων τουλάχιστον κατά 7.000-10.000, άνοδος των βάσεων εισαγωγής σε ορισμένα επιστημονικά πεδία, κλπ.
Όμως ειδικά για το επίπεδο των βάσεων σημαντικό ρόλο παίζουν τα θέματα που επιλέγονται στις εξετάσεις και ο βαθμός δυσκολίας τους. Όσο και αν η γενική εντολή του υπουργείου θα είναι και φέτος για σαφή, κατανοητά και με διαβάθμιση δυσκολίας, θέματα, κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει τον αστάθμητο και απρόβλεπτο παράγοντα. Άλλωστε έχουμε ζήσει τόσα τα τελευταία χρόνια με λάθη και παραλείψεις των εξεταστών.
Όλα αυτά αποδεικνύουν την σκληρότητα των όρων συμμετοχής στη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων, στην οποία θα επενδύσουν για άλλη μια χρονιά, περισσότεροι από 100.000 νέοι και οι οικογένειες τους. Μια διαδικασία-δοκιμασία, κυρίως για τα παιδιά που προέρχονται από τις μεσαίες και κάτω ο οικονομικές τάξεις. Άλλωστε η άρχουσα τάξη της χώρας, έχει βρει εδώ και χρόνια τον τρόπο της. Έχει καταφέρει να παρακάμψει για τα βλαστάρια της, το σκόπελο και τη σκληρή εμπειρία των πανελλαδικών εξετάσεων, στέλνοντας τα στα φημισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Οι πανελλαδικές εξετάσεις παραμένουν υπόθεση των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων. Κι ο «πονοκέφαλος» είναι για τα παιδιά αυτών των οικογενειών που θα πρέπει να βρουν τρόπους να συνδυάσουν τις επιθυμίες, τις δυνατότητες, τις προσπάθειες και τις ελπίδες τους. Καλούνται να αποδείξουν τις ικανότητες τους σε εξετάσεις που είναι καθαρά ανταγωνιστικές, δεν αποτυπώνουν τις γνώσεις και τις δεξιότητες τους και η επιτυχία σε ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται στην τύχη και την ψυχραιμία τους.
Φέτος, το σχέδιο «Αθηνά» έχει μειώσει τις επιλογές, έχει μειώσει τους εισακτέους και έχει μεγαλώσει τις ανασφάλειες. Η επαγγελματική αποκατάσταση παραμένει βέβαια το μεγάλο ζητούμενο, καθώς η οικονομική κρίση επεκτείνεται και βαθαίνει.
Γι’ αυτό είναι περισσότερο σημαντικό να συνειδητοποιήσει ο κάθε υποψήφιος ότι τώρα περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά στο παρελθόν, το μεγαλύτερο βάρος της προσπάθειας του θα πρέπει να το ρίξει στην επιλογή των σπουδών του. Κι επειδή, η κρίση θερίζει όλα τα επαγγέλματα, ίσως τώρα περισσότερο από ποτέ, θα πρέπει να επιλέξει αυτό που επιθυμεί και όχι αυτό που προσδοκά να του δώσει γρήγορα δουλειά. Γιατί, σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται συνεχώς, δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τις προτεραιότητες της αγοράς σε πέντε ή έξι χρόνια που θα ολοκληρώσει τις σπουδές του. Επί πλέον δεν υπάρχει τομέας σπουδών-όσο κορεσμένος και αν φαίνεται – που δεν έχει επαγγελματικές διεξόδους και προοπτικές, διαφορετικές απ΄ αυτές που έχουμε συνηθίσει και έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα.
Όμως η ψυχολογική πίεση που υφίστανται τα παιδιά από τώρα και μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων τον Αύγουστο είναι αφόρητη. Και γι’ αυτό ίσως το πρώτο και κυριότερο καθήκον των μεγαλυτέρων -είτε πρόκειται για τους εκπαιδευτικούς είτε πρόκειται για την ίδια την οικογένεια των υποψηφίων- είναι να αποφορτίσουν την ατμόσφαιρα και να βοηθήσουν στην όσο το δυνατόν καλύτερη επιλογή σπουδών.
Σε κάθε περίπτωση η μέχρι τώρα προετοιμασία των υποψηφίων είναι το 80% ή ακόμη και το 90% της συνολικής προσπάθειας τους. Από δω και πέρα μετράει μόνο η ψυχραιμία και η ηρεμία.

Πηγή: ΟΕΦΕ





***

Κορυφώνεται η αγωνία των μαθητών, οι οποίοι από τις 17 Μαΐου θα μπουν στη μάχη των πανελλαδικών εξετάσεων 2013.
Φέτος οι θέσεις στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας θα είναι μειωμένες κατά 15% στα ΑΕΙ και 30% στα ΤΕΙ.
Ο πήχης ειδικά στο 1ο επιστημονικό πεδίο, αναμένεται να ανέβει πολύ ψηλά.
Από φέτος και με βάση το «σχέδιο Αθηνά» στις σχολές Ανθρωπιστικών, Νομικών και Κοινωνικών επιστημών οι εισακτέοι θα είναι σχεδόν 2.000 λιγότεροι. Έτσι ο ανταγωνισμός για μια θέση θα είναι μεγαλύτερος και για το λόγο αυτό θα αυξηθούν και οι βάσεις 2013.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ  ΕΔΩ  ΤΙΣ «Πρώτες εκτιμήσεις για τις βάσεις εισαγωγής»