ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΟΙΡΟΙ


του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-φιλολόγου




Όταν κάποιοι σύντροφοι του Οδυσσέα πήγαν στο παλάτι της Κίρκης τι κατάληξη είχαν; Έμειναν γουρούνια να τους διαφεντεύει αυτή. Γιατί είχαν ψυχή χοίρου. Ελεεινά υποκείμενα γεμάτα επιθυμίες. Δεν τους ενδιέφερε τίποτ’ άλλο παρά να εκπληρωθούν μόνο οι ορέξεις τους. Κι έμειναν δια παντός δούλοι της γυναίκας.

Όταν όμως την πλησιάσε ο Οδυσσέας, όσο κι αν αυτή προσπάθησε να τον κάνει σαν τους άλλους – γιατί έτσι είχε μάθει να τους βλέπει - αυτός αντιστάθηκε. Δεν έγινε. Μάλιστα την έκανε να φοβηθή. Ως τότε δεν φοβόταν. Και σαν η γυναίκα είδε ότι δεν είχε ψυχή γουρουνιού τον θαύμάσε... Την κέρδισε φερόμενος αντρίκια. Μην θέλεις την γυναίκα μόνο για τις ζωώδεις τάσεις σου. Φέρσου της με αξιοπρέπειά και τιμή και υπόληψη...είναι το άλλο σου μισό.


Πολιτικὴ ζωή - πατρὶς καὶ πολιτεία - Ἀνθρωπότης




των
Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
- Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ



Ὁ ἄνθρωπος, λέγει ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι φύσει ζῷον πολιτικόν, ἤτοι κοινωνικόν. Δὲν ἀρέσκεται εἰς τὸν μονήρη βίον, ἀλλὰ προσεγγίζει ἄλλους ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἔρχεται εἰς ἐπικοινωνίαν καὶ συναλλαγήν. Δίδει ἢ λαμβάνει ἀγαθά, ὑπηρεσίας, ἰδέας, βοηθεῖ καὶ βοηθεῖται, κατακτᾷ τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον, ἀποκαλύπτει ἢ βελτιώνει τὸν ἐσωτερικόν. Ἀπὸ τὴν ροπὴν αὐτὴν πρὸς τὴν συμβίωσιν γεννῶνται διάφοροι κοινωνικαὶ ὁμάδες. Ἡ ἔχουσα τὴν μεγαλυττεραν βαρύτητα μεταξὺ αὐτῶν εἶναι τὸ ἔθνος.

Τὸ ἔθνος εἶναι μία μεγάλη οἰκογένεια, Τὰ ἄτομα ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸ αὐτὸ ἕθνος αἰσθάνονται καὶ ἀποδέχονται τὴν κοινὴν καταγωγήν των, ἔχουν τὰ αὐτὰ ἤθη, αἰσθάνονται ὑπερηφάνειαν διὰ τὸ κοινὸν ἱστορικὸν παρελθὸν καὶ κατέχονται ἀπὸ τὰς αὐτὰς χρηστὰς ἐλπίδας διὰ τὸ μέλλον. Εἰς τὰ γνωρίσματα αὐτὰ δύναται νὰ προστεθῇ ἡ κοινὴ γλῶσσα καὶ θρησκεία, τὰ ὁποῖα καθιστοῦν τὰ ἔθνη συμπαγεῖς καὶ ἀδιαλύτους κοινότητας. Ἀλλὰ τὰ δύο αὐτὰ γνωρίσματα εἶναι δυνατὸν ἐνίοτε νὰ μὴ ὑπάρχουν.

Συνωνύμως πρὸς τὸ ἔθνος λέγομεν τὴν λέξιν πατρίς . Ἐνῷ ὅμως εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔθνους δὲν ἐξυπακούεται καὶ ἡ πολιτικὴ ὀργάνωσις τῆς κοινωνίας εἰς κράτος, εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς πατρίδος συμπεριλαμβάνεται ὑπό τινα ἔποψιν καὶ ἡ πολιτειακὴ ἢ κρατικὴ συγκρότησις καὶ ἡ γεωγραφικὴ ἑνότης. Πατρίς εἶναι κατ’ ἀρχὴν ὁ τόπος εἰς τὸν ὁποῖον ἐγεννήθημεν καὶ εἲδομεν τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Ἐὰν ἐπεικτείνῃ κανεὶς τὴν ἔννοιαν τῆς γενεθλίου γῆς εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς χώρας, ὅπου ἐγεννήθησαν οἱ πατέρες, οἱ πρόγονοι, οἱ ὁμοεθνεῖς, οἱ ὁμόγλωσσοι, οἱ ὁμόδοξοι, εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ ἐδάφους, ποὺ οἱ πατέρες μας ἔβρεξαν μὲ τὸν ἱδρῶτά των ἢ ἔβαψαν μὲ τὸ αἶμά των, ἰδοὺ ἐν ὅλῳ της τῷ σεμνῷ μεγαλείῳ ἀνακύπτει ἡ πατρὶς ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ. Εἶναι λοιπὸν πατρὶς ἡ κοινὴ τροφὸς μεγάλου πλήθους ἀτόμων, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ ἑνοῦται εἰς μίαν μόνην ζωὴν καὶ τὰ ὁποῖα ἔχουν μίαν μόνην θέλησιν, τὴν θέλησιν νὰ βαδίσουν ἡνωμένα, εἲτε μέλλει νὰ στρωθῇ ὁ δρόμος των μὲ ἄνθη εἲτε πρόκειται νὰ εὑρεθῇ ἐσπαρμένος μὲ ἀκάνθας.

Διάφορος εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ κράτους ἢ πολιτείας .

Ἐνῷ ἔθνος εἶναι κυρίως σύνολον ἀνθρώπων καὶ πατρὶς εἶναι ἰδίως ἡ γῆ ἡ ὁποία τοὺς ἐξέθρεψεν, ἡ πολιτεία εἶναι εἶς ὀργανισμός. Εἶναι ὀργανισμὸς προκύπτων ἀπὸ τὴν ἕνωσιν τῶν κατοίκων μιᾶς χώρας ὑπὸ κοινοὺς νόμους μὲ σκοπὸν τὴν προστασίαν τῶν κοινῶν δικαιωμάτων καὶ τὴν προαγωγὴν τῶν κοινῶν συμφερόντων.

Βεβαίως ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους εἶναι περισσότερον βαθεῖα καὶ περιεκτική, ἡ ἔννοια τῆς πατρίδος περισσότερον ἱερὰ ἀπὸ ἐκείνην τῆς πολιτείας. Ἀλλ’ εἶναι ἐξ ἄλλου ἀδύνατον ἓν ἔθνος νὰ πραγματοποιήσῃ τοὺς σκοποὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς πόθους χωρὶς πολιτικὴν ὀργάνωσιν, ἡ δὲ πατρίς, ὅταν δὲν περιβληθῇ κρατικὴν ὑπόστασιν καὶ δὲν διαθέτῃ κρατικὴν δύναμιν, καταντᾷ ἄφρακτος χῶρος, ὅπου καθεὶς ἔχει τὴν ἄδειαν νὰ ἐγκαθίσταται. Τὸ ἔθνος βέβαια τὸ Ἑλληνικὸν ὑφίστατο καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ρωμαϊκῆς κατακτήσεως καὶ τῆς τουρκοκρατίας. Ἀλλ’ ἤρχισε τότε μόνον νὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψει, ὅταν ἀπετίναξε τὸν ζυγὸν καὶ ὠργανώθη εἰς ἀνεξάρτητον κράτος. Δι’ αὐτὸ ἡ πολιτεία, ὅταν μάλιστα ἐκφράζῃ τὴν ἀβίαστον θέλησιν τῶν μελῶν της, εἶναι ἰσχυρὰ καὶ ἐπιβλητικὴ μορφὴ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἀξία νὰ τυγχάνῃ τοῦ ἀπολύτου σεβασμοῦ τῶν ὑπηκόων της. Διότι μόνον ἡ πολιτεία εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν κοινωνικὴν συμβίωσιν καὶ νὰ προφυλάξῃ τὴν ἐθνότητα ἀπὸ βεβαίους κινδύνους καὶ μόνον δι’ ἰσχυρᾶς πολιτείας δύναται νὰ νοηθῇ ἡ εὐημερία τῶν μελῶν καὶ ἡ ἀτομικὴ εὐδοκίμησις. Ὄντως ἰσχυρὰ πολιτεία κάμνει εὐτυχεῖς τοὺς πολίτας, ἐνῷ ἡ εὐεξία ὀλίγων ἀτόμων εἶναι ἀνωφελὴς ἀκόμη καὶ δι’ αὐτὰ τὰ ἲδια, ὅταν ἡ πολιτεία κινδυνεύῃ νὰ καταρρεύσῃ.

Ἡ πρὸς τὴν ἰδίαν πατρίδα προσήλωσις τῶν πολιτῶν δὲν πρέπει νὰ ὁδηγῇ εἰς ἀκρότητας, αἱ ὁποῖαι ἀντιβαίνουν εἰς τὴν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς εὐρυτέρας ἀνθρωπίνης κοινωνίας. Διότι παρὰ τὴν οἰκογένειαν καὶ τὴν πολιτείαν ὑπάρχει ἡ ἀνθρωπότης, τὸ ἀνθρώπινον σύνολον. Ἄτομα καὶ πολιτεῖαι δὲν πρέπει νὰ κατευθύνωνται ὑπὸ ἐγωιστικῶν ἀπόψεων καὶ λησμονοῦσαι τὴν κοινὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐκτρέπωνται εἰς πράξεις τὰς ὁποίας χαρακτηρίζει τυφλὸς φανατισμὸς καὶ μισαλλοδοξία. Παρακολουθοῦν ἄνευ φθόνου καὶ μὲ εὐμενὲς ἐνδιαφέρον τὰς προόδους ἄλλων λαῶν καὶ χειροκροτοῦν κάθε ὡραῖον ἐπίτευγμα τῆς ἀνθρωπίνης εὐφυΐας, δραστηριότητος ἢ ἀρετῆς, ὁπουδήποτε ἤθελεν ἐμφανισθῆ. Γνωρίζουν τὰ ἄτομα ὅτι, ὅπως τῆς πολιτεἴας ἡ εὐεξία ἔχει ἄμεσον ἐπίδρασιν ἐπὶ τῆς ἰδικῆς των τύχης, οὕτω ὅ,τι συμφέρει καὶ προάγει τὴν ἀνθρωπίνην κοινωνίαν, συμφέρει ἐπίσης καὶ προάγει τὴν ἰδίαν πατρίδα καὶ ἀντανακλᾷ ἐπὶ τῆς εὐτυχίας τῶν μελῶν της.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω προκύπτει ὅτι ὁ ὑγιὴς ἐθνισμὸς ἢ ἐθνικισμὸς δὲν εἶναι κατ’ ἀνάγκην ἀσυμβίβαστος πρὸς τὸν ὑγιᾶ διεθνισμόν. Γνωρίσματα τοῦ πρώτου εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν ἰδίαν ἐθνότητα, ἡ ἐπιδίωξις ἐθνικῆς αὐτοτελείας ἢ ἐθνικῆς ὁλοκληρώσεως, ὁ σεβασμὸς τῶν παραδόσεων, ἠθῶν, ἱστορικῶν μνημείων καὶ ἡ μετὰ τῶν ἀδελφῶν μελῶν ἀρραγὴς συνεργασία. Τοῦ δευτέρου εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ἡ συμβολὴ εἰς τὴν ἐξασφάλισιν εἰρηνικῶν ἐξελίξεων, ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἐπιστημονικῶν καὶ λοιπῶν κατακτήσεων τοῦ πνεύματος, ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ συνεργασία καὶ ἀλληλεγγύη ἐπὶ διεθνοῦς πεδίου.

Ἡ συνύπαρξις τῶν δύο ἰδανικῶν εἶναι δυνατή, ἀρκεῖ ὁ μὲν ἐθνισμὸς νὰ μὴ ἐκτρέπεται εἰς σωβινισμὸν καὶ φυλετικὸν μῖσος, ὁ δὲ διεθνισμὸς νὰ μὴ καταντᾷ εἰς ἄρνησιν τῆς ἐθνικῆς ἰδιομορφίας καὶ παραμερισμὸν τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος πρὸς ὄφελος ἄλλων.

Ἡ ἀνθρωπότης εἶναι ἡ τρίτη μεγάλη οἰκογένεια, μετὰ τὴν φυσικὴν οἰκογένειαν καὶ τὴν πατρίδα, καὶ ὁ χριστιανὸς δὲν λησμονεῖ ὅτι, ὅπως ὀφείλει νὰ εἶναι χρήσιμον μέλος τῆς οἰκογενείας καὶ χρηστὸς πολίτης, οὕτω ὀφείλει νὰ εἶναι ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν ἄνθρωπος .




ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ



των
Στέλιου Βιρβιδάκη   
Βασίλη Καρασμάνη  
Χαρινέλας Τουρνά


 
1.     Η ανάγκη συγκρότησης οργανωμένων κοινωνιών

Από την αρχαία εποχή οι φιλόσοφοι περιγράφουν τον άνθρωπο ως “ζώο κοινωνικό”. Η ίδια η επιβίωση του ατόμου δε θα ήταν δυνατή, αν δε συγκροτούνταν κοινωνίες οι οποίες επιτρέπουν την αποτελεσματική αντιμετώπιση βασικών αναγκών. Οι στοιχειώδεις δραστηριότητες του ανθρώπου, που αποβλέπουν στην προστασία του από τις δυνάμεις της φύσης και από τα άγρια ζώα και στην εξασφάλιση τροφής με την καλλιέργεια της γης, το κυνήγι και το ψάρεμα, διευκολύνονται σημαντικά από την κοινή, ομαδική προσπάθεια και τον καταμερισμό της εργασίας. Με την πάροδο του χρόνου διαμορφώνονται βαθμιαία σταθερές οργανωτικές δομές που αποτελούν τους πυρήνες ανάπτυξης των πρώτων πόλεων και των πρώτων μορφών κράτους. Ιδιαίτερα το εμπόριο, η ανταλλαγή και η διακίνηση αγαθών, δίνει αποφασιστική ώθηση στην εξέλιξη των αστικών κέντρων των διάφορων πολιτισμών της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και ιδιαίτερα της Αρχαίας Ελλάδας. Οι άνθρωποι απαρτίζουν κοινωνικές ομάδες, που συνεργάζονται, αλλά και συγκρούονται μεταξύ τους, και σιγά σιγά δημιουργούν θεσμούς, που αντανακλούν τις βασικές ηθικές τους αντιλήψεις και καθιστούν δυνατή τη διακυβέρνησή τους και τη συστηματική επιδίωξη των στόχων τους. Ο σημαντικότερος ίσως από αυτούς τους θεσμούς είναι το δίκαιο, το σύνολο των κανόνων οι οποίοι ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό τις σχέσεις των μελών    μιας οργανωμένης κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, οι οργανωμένες κοινωνίες χρειάζεται να αντιμετωπίσουν τους διάφορους εξωτερικούς κινδύνους, να αξιοποιήσουν σωστά τους υπάρχοντες πόρους, που είναι συνήθως ανεπαρκείς, και να εξυπηρετήσουν όσο γίνεται καλύτερα τα συμφέροντα των μελών τους, να αποφύγουν ή έστω να διευθετήσουν ειρηνικά τις ενδεχόμενες μεταξύ τους αντιπαλότητες και να προάγουν την ευημερία τους σε κάθε επίπεδο. Από τις πρώτες φάσεις της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης τίθεται το πρόβλημα της εξουσίας, της επιβολής κάποιων ατόμων ή ομάδων πάνω σε άλλους.
Στον ευρωπαϊκό πολιτισμό ο σοβαρός προβληματισμός για την ορθότερη οργάνωση των κοινωνιών και των πόλεων στις οποίες ζουν οι άνθρωποι ξεκινά ουσιαστικά με τις θεωρητικές αναζητήσεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Αντίστροφα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εμφάνιση των πρώτων δημοκρατικών θεσμών στην αρχαία Αθήνα συμβάλλει στη γέννηση και την πρόοδο της ίδιας της φιλοσοφικής σκέψης. Κατά τον Μεσαίωνα ο πολιτικός στοχασμός προάγεται μέσα από συζητήσεις που αφορούν τη δυνατότητα συγκρότησης μιας χριστιανικής πολιτείας, η οποία θα προετοιμάσει την έλευση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Ωστόσο, η πολιτική φιλοσοφία, όπως την ξέρουμε σήμερα, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις έννοιες που αναπτύχθηκαν κατά τους νεότερους χρόνους (16ος-18ος αιώνας) και οι οποίες συνδέονται με τη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών και των κυριότερων
θεσμών τους.

2. Αναζήτηση της ιδανικής πολιτείας - Ουτοπικά πρότυπα πολιτικής οργάνωσης

Η πολιτική φιλοσοφία, όπως και η ηθική, προβάλλει συχνά ιδανικά πρότυπα και μας καλεί να προσπαθήσουμε να τα πραγματώσουμε. Σε αντίθεση με την πολιτική επιστήμη, δεν ενδιαφέρεται απλώς να περιγράψει το ποιες είναι οι υπάρχουσες μορφές πολιτικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά και να υποδείξει το ποιες θα έπρεπε να είναι αυτές οι μορφές πολιτικής οργάνωσης. Το κακό είναι ότι μερικές φορές τα συγκεκριμένα πρότυπα φαίνεται να ξεπερνούν κατά πολύ τις ανθρώπινες δυνατότητες και η προσέγγισή τους μοιάζει ανέφικτη. Έτσι, μιλάμε για ουτοπίες, για ιδανικά δηλαδή μοντέλα, που δε βρίσκονται πουθενά μέσα στον κόσμο μας και τα οποία πολλοί πιστεύουν πως είναι μάταιο να επιχειρήσουμε να εφαρμόσουμε στην πραγματικότητα.
Η λέξη “ουτοπία” χρησιμοποιείται από τον Τόμας Μορ ως τίτλος του βιβλίου του που εκδόθηκε το 1516 και περιγράφει ένα φανταστικό νησί στο οποίο έχει επιτευχθεί η ανθρώπινη ευτυχία. Ωστόσο, η έννοια υπάρχει από την εποχή του Πλάτωνα, η Πολιτεία του οποίου περιγράφει με λεπτομέρειες ένα μεγαλειώδες όραμα αρμονικής και δίκαιης συνύπαρξης των πολιτών μέσα σε μια κοινωνία όπου “οι φιλόσοφοι κυβερνούν” ή “οι κυβερνήτες φιλοσοφούν”. Δυστυχώς, η απόπειρα του συγγραφέα της Πολιτείας να βάλει σε εφαρμογή τις ιδέες του, εκπαιδεύοντας κατάλληλα τον Διονύσιο τον Νεότερο, ηγεμόνα των Συρακουσών, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία και έθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή και την ελευθερία του. Αλλά και οι πολύ μεταγενέστερες ουτοπίες των νεότερων χρόνων, που ενσάρκωναν τα ηθικοπολιτικά ιδεώδη της εποχής του Διαφωτισμού, έμειναν στις περισσότερες περιπτώσεις στο επίπεδο του αφηρημένου οραματισμού, όπως τα πολιτικά μοντέλα των ουτοπικών σοσιαλιστών του 19ου αιώνα ΣαινΣιμόν και Φουριέ.
Το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει εδώ είναι αν η πολιτική σκέψη χρειάζεται τελικά σε κάποιον βαθμό την ουτοπική διάσταση. Το όραμα ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι ποικίλες ανάγκες των μελών της, να επιτυγχάνεται η συμφιλίωση και η υπέρβαση των αντιθέσεών τους και να πραγματώνονται τα σημαντικότερα ηθικά ιδεώδη, δεν εκφράζει μόνο την αόριστη προσδοκία κάποιας βαθύτερης ευτυχίας. Μπορεί να χρησιμεύσει και ως απόλυτο μέτρο και σημείο αναφοράς για την κριτική της αδικίας, που υφίσταται ως τις μέρες μας, και να αποτελέσει έτσι κινητήρια δύναμη ιστορικής προόδου. Αν δεν μπορούσαμε να συλλάβουμε τη λογική δυνατότητα επίτευξης ενός ιδανικού συνδυασμού δικαιοσύνης και ευημερίας, δε θα κάναμε τίποτα για να βελτιωθούν τα πράγματα και θα απορρίπταμε εκ των προτέρων κάθε επαναστατική αλλαγή. Αρκεί βέβαια να υπάρχει η επίγνωση ότι είναι αφελές και επικίνδυνο να επιδιώκεται η αναγκαστική και βίαιη συμμόρφωση των ανθρώπων με καταστάσεις που υποτίθεται πως εξυπηρετούν μακροπρόθεσμα ένα τέτοιο όραμα. Η πραγμάτωση ουτοπικών οραμάτων δεν πρέπει να επιδιώκεται κατά τρόπο που να υπονομεύει τη συναινετική, δημοκρατική διακυβέρνηση των κοινωνιών, η οποία δεν αποτελεί ουτοπία, εφόσον γνωρίζει μεγάλη διάδοση σε ολόκληρο τον πλανήτη.       Σε τι όμως συνίστανται τα βασικά γνωρίσματα της δημοκρατικής διακυβέρνησης; Ποιες ηθικές αξίες την εμπνέουν και ποιες αρχές την υποστηρίζουν; Και πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η υιοθέτηση αυτών των αρχών;

ΚΕΙΜΕΝΑ

1. “Κι αφού πια ο άνθρωπος πήρε και κάποιο θεϊκό μερίδιο -πρώτα πρώτα από αυτή τη συγγένεια που έχει με τον θεό- υπήρξε το μόνο πλάσμα που αναγνώρισε θεούς και πάντα νοιαζόταν να στήνει βωμούς και αγάλματα των θεών. Παράλληλα κατάρτισε νωρίς γλώσσα και πλήθος λέξεις με την τεχνική του ικανότητα κι επινόησε οικοδομήματα και φορέματα και υποδήματα και κλινοσκεπάσματα και τους πόρους διατροφής του από προϊόντα της γης. Οι άνθρωποι λοιπόν στην αρχή, εφοδιασμένοι με αυτά τα μέσα, ζούσαν διάσπαρτοι και πολιτείες δεν υπήρχαν. Έτσι αφανίζονταν από τα θηρία, γιατί, όπως ήταν παντού σκορπισμένοι, έμεναν παντού πιο αδύναμοι εμπρός σ’ αυτά. Η παραγωγική τους τεχνική εξάλλου τους ήταν βέβαια εξυπηρετική αρκετά για συντήρηση, αλλά δεν τους εξυπηρετούσε για τον πόλεμο με τα θηρία. Γιατί δεν είχαν ακόμα την πολιτική τέχνη, της οποίας μέρος αποτελεί η πολεμική τέχνη. Επιδίωκαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να προστατεύονται μέσα σε πόλεις που έκτιζαν. Έτσι, σε όποια ευκαιρία συγκεντρώθηκαν, έκαναν αδικίες ο ένας στον άλλον, μια και δεν είχαν την τέχνη της πολιτικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα πάλι να διασπώνται και να χάνονται. Ο Δίας τότε ανησύχησε για το είδος μας μήπως και χαθεί ολόκληρο, και στέλνει τον Ερμή. Μαζί του αυτός έφερε στους ανθρώπους το σ έ β α ς και την απαίτηση για δ ι κ α ι ο σ ύ ν η, ώστε να αποτελέσουν δυνάμεις συγκρότησης των πολιτειών και συνεκτικούς δεσμούς ανθρώπινης φιλίας. Τότε ο Ερμής ρωτάει τον Δία να του πει με τι τρόπο τέλος πάντων θα έδινε στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη και το σέβας. “Με ποιον από τους δύο τρόπους; Έτσι όπως είναι κατανεμημένες οι τέχνες, αυτό τον καταμερισμό να κάνω κι εδώ; Κι ο καταμερισμός είναι ο εξής: ένας έχει για ειδικότητα του την ιατρική και εξυπηρετεί πολλούς μη ειδικούς. Έτσι κάνουν και όσοι άλλοι προσφέρουν στο κοινό την εργασία τους. Ώ- στε και τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό με τέτοιον τρόπο να θεσμοθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να κάνω τη μοιρασιά σε όλους;” “Σε όλους”, είπε ο Δίας, “και όλοι να πάρουν μέρος. Γιατί πολιτείες δε θα μπορούσαν να σχηματιστούν, αν στους θεσμούς αυτούς μετείχαν λίγοι, όπως γίνεται σε άλλες τέχνες. Και θέσπισέ τους ακόμα έναν νόμο από μένα: όποιος δεν είναι ικανός να συμμετέχει στην τήρηση του σεβασμού και της δικαιοσύνης, να θανατώνεται ως νοσηρό στοιχείο της πολιτείας””.
(Πλάτων, Πρωταγόρας, κεφ. 12,322 b-c)

2. “Διατυπώνω την υπόθεση ότι φτάνει κάποια στιγμή που τα εμπόδια, με την αντίστασή τους, ξεπερνούν τη φυσική ισχύ που κάθε άτομο μπορεί να διαθέτει για την αυτοσυντήρησή του στη φυσική κατάσταση. Τότε αυτή η πρωτόγονη κατάσταση δεν είναι δυνατό να διατηρηθεί, και το ανθρώπινο γένος θα είχε εκλείψει, αν δεν άλλαζε τον τρόπο διαβίωσής του.          
[...] Πλην όμως, καθώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να δημιουργούν καινούργιες μορφές φυσικής ισχύος, αλλά μόνο να συνενώσουν και να καθοδηγήσουν τις ήδη υπάρχουσες, δεν έχουν άλλον τρόπο για τη διαφύλαξη της ζωής παρά να ενωθούν σχηματίζοντας ένα σύνολο δυνάμεων που να μπορεί να υπερνικά τις αντιστάσεις, να θέτει σε κίνηση τις δυνάμεις αυτές με ένα μονάχα κίνητρο και να τις κάνει να ενεργούν εναρμονισμένα”.
(Ζαν Ζακ Ρουσό, Το κοινωνικό συμβόλαιο, μτφρ. Βασιλική Γρηγοροπούλου - Αλβέρτος Στάινχαουερ, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 60-61)

3. “Αν δε συμβεί, είπα εγώ, ή να κυβερνήσουν στις πολιτείες οι φιλόσοφοι ή να ασχοληθούν ανυστερόβουλα και άξια αυτοί τους οποίους τώρα τους αποκαλούν βασιλιάδες και άρχοντες, έτσι ώστε η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία να συναντηθούν στο αυτό πρόσωπο [...] δε θα έχουν τελειωμό [...] οι συμφορές για τις πολιτείες, νομίζω ούτε για το ανθρώπινο γένος”.
(Πλάτων, Πολιτεία, 473c11-d6)

4. “Στο καθημερινό λεξιλόγιο ο προσδιορισμός “ουτοπικός” θα φθάσει αρκετά γρήγορα να χαρακτηρίζει το αδύνατο όνειρο, την αμφισβητούμενη πρόταση, το σχέδιο που κρίνεται απραγματοποίητο. Και το λεγόμενο σκεπτικιστικό πνεύμα δε δυσκολεύεται να ειρωνευθεί: “Eίναι πολύ ωραία τα όσα πρεσβεύετε, αλλά...”. Όλη η δυσπιστία απέναντι στην ουτοπία έγκειται σε αυτό το “αλλά...”. Με δογματικό, οριστικό ή τελεσίδικο τρόπο καταδικάζουμε ανέκκλητα την ουτοπία: “Θέλετε να αλλάξετε τον κόσμο; Αδύνατον..!”. Kαι ένα ανασήκωμα των ώμων προηγείται συνήθως της αλλαγής του θέματος της συζήτησης. Γιατί δεν εξετάζουμε μια ουτοπία με σκοπό να την καταρρίψουμε σημείο προς σημείο. Τη γελοιοποιούμε. Μια τέτοια απουσία κριτικής προκαλεί αμηχανία στον οπαδό της ουτοπίας, που θα προτιμούσε να παραμείνει στο δικό του γήπεδο: αυτό των κοινωνικών ιδεωδών. Αυτή η άρνηση διαλόγου είναι επικίνδυνη· βασίζεται στο ίδιο το αμφιλεγόμενο του όρου, γιατί, ας μην ξεχνάμε, η ουτοπία έχει πολλές έννοιες και το πλήθος των προθέσεών της αναγκάζει τον υποστηρικτή της να ορίζει με σχολαστικότητα την εκδοχή που χρησιμοποιεί”.
(Τ. Πακό, Η ουτοπία ή το παγιδευμένο ιδεώδες, μτφρ. Δ. Δημουλάς, εκδ. Scripta, Aθήνα 1998, σ. 12)
         
                     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ         
         

1. Γιατί φαίνεται να είναι απαραίτητη η πολιτική οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών;

2. Με ποιον τρόπο οι κανόνες του δικαίου συμβάλλουν στην αρμονική ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών; Ποια προβλήματα θα αντιμετώπιζαν κοινωνίες χωρίς δίκαιο;

3. Σε ποιον βαθμό θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η πολιτική σκέψη χρειάζεται την ουτοπία; Γιατί οι ουτοπίες μπορεί να γίνουν επικίνδυνες;

4. Πώς θα μπορούσαν η μελέτη της ιστορίας και ο φιλοσοφικός διάλογος να μας βοηθήσουν να συγκρίνουμε διαφορετικές πολιτικές ουτοπίες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα;
           




ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ



επιμελεία
Λυσάνδρου  Γ. Χ. Κώνστα

προλογίζει
Ο Κωστής Παλαμάς



Διονύσιος Σολωμός –Άπαντα



ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΩΡΙΑΣ



Δημοτικό 



Το όνομα Ωριά ή Ωργιά σύμφωνα με τις ελληνικές παραδόσεις και τα δημοτικά τραγούδια σημαίνει αφενός μεν ηρωίδα αφετέρου ως παράγωγο όνομα ωραίας (γυναίκας), ωριάς.
Κατά τον επικρατέστερο τύπο των δημοτικών τραγουδιών η Ωριά φέρεται άλλοτε ως Βασίλισσα, και άλλοτε ως Πριγκίπισσα κάστρου που πολιορκούμενη από Τούρκους ή Σαρακηνούς υπεραμύνθηκε για πολλά χρόνια μέχρις ότου κάποιος από τους πολιορκητές κατάφερε να εισέλθει στο κάστρο. Μάλιστα λέγεται πως αυτός ήταν από ελληνίδα μάνα ο οποίος μηχανεύτηκε το εξής (επικρατέστερο) τέχνασμα, προκειμένου να πετύχει την κατάληψη του απόρθητου κάστρου: Μεταμφιέστηκε σε γυναίκα εγκυμονούσα, (ή κατ΄ άλλες παραλλαγές σε μοναχό), και φθάνοντας στη πύλη του κάστρου ικέτευε ν΄ ανοίξουν για να γεννήσει (ή να ξεκουραστεί από την ασκητεία ή για καταφυγή μεταξύ των ομοθρήσκων του).
Έτσι παραπεισθείσα η ευσπλαχνική Βασίλισσα (ή Πριγκίπισσα) διέταξε ν΄ ανοίξει η Πύλη για να εισέλθει ο ικέτης, αλλά "όσο ν΄ ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκαν, κι όσο να μισανοίξη γέμισ΄ η αυλή, κι όσο να καλοκλείση η Χώρα πάρθηκε".
Αυτός δε που μηχανεύτηκε την εκπόρθηση κατά προηγούμενη συμφωνία με τον επικεφαλής των πολιορκητών έσπευσε να συλλάβει την Ωριά προκειμένου να την πάρει γυναίκα του πλην όμως εκείνη αλλόφρων από την απελπισία ρίφθηκε από τους προμαχώνες του κάστρου και σκοτώθηκε.
(Βικιπαίδεια)

῎Οσα κάστρα κι ἂν εἶδα καὶ περπάτησα,
σὰν τῆς ῾Ωριᾶς τὸ κάστρο δὲν ἐλόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα ὀργιὲς τοῦ ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
μὲ πόρτες ἀτσαλένιες κι ἀργυρὰ κλειδιά,
καὶ τοῦ γιαλοῦ ἡ πόρτα στράφτει μάλαμα,
Τοῦρκος τὸ τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,
δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πάρη τὸ ἐρημόκαστρο.
Κι ένα σκυλὶ Τουρκάκι, μιᾶς Ρωμνιᾶς παιδί,
στὸν ᾽Αμιρά* του πάει καὶ τὸν προσκυνάει,
- Ἀφέντη μ’ ᾽Αμιρά μου καὶ σουλτάνε μου,
ἄν πάρω γὼ τὸ κάστρο, τί εἶν’ ἡ ρόγα* μου:
- Χίλια ἄσπρα* τὴν ἡμέρα κι ἄλογο καλό,
καὶ δυὸ σπαθιὰ ἀσημένια γιὰ τὸν πόλεμο.
- Οὐδὲ τ’ ἄσπρα σου θέλω κι οὐδὲ τὰ φλωριά,
οὐδὲ καὶ τ’ ἄλογό σου κι οὐδὲ τὰ σπαθιά,
μόν’ θέλω γὼ τὴν κόρη, πού ᾽ναι στὰ γυαλιά.
- Ωσὰν τὸ κάστρο πάρης Χάρισμα κι αὐτή
Πράσινα ροῦχα βγάζει, ράσα φόρεσε.
Τὸν πύργο πύργο πάει καὶ γυροβολάει,
στὴν πόρτα πάει καὶ στέκει καὶ παρακαλεῖ,
- Γιά ἄνοιξε, ἄνοιξε, πόρτα, πόρτα τῆς ῾Ωριᾶς,
πόρτα τῆς μαυρομάτας τῆς βασίλισσας.
- Φεύγα ἀπ’ αὐτοῦ, βρὲ Τοῦρκε, βρὲ σκυλότουρκε.
- Μά τὸ Σταυρό, κυρά μου, μά τὴν Παναγιά,
ἐγὼ δὲν εἶμαι Τοῦρκος, οὐδὲ Κόνιαρος,
εἶμαι καλογεράκι ἀπ’ ἀσκηταριό.
Δώδεκα χρόνους ἔχω ὁπ’ ἀσκήτευα,
χορτάρι ἐβοσκοῦσα σὰν τὸ πρόβατο,
κι ἦρθα νὰ πάρω λάδι γιὰ τὶς ἐκκλησιές.
Γιά ἀνοίξετέ μου νά ᾽μπω τοῦ βαρόμοιρου.
Νὰ ρίξουμε τσιγγέλια νὰ σὲ πάρουμε;
Τὰ ράσα μου εἶναι σάπια καὶ ξεσκίζονται.
-Νὰ ρίξουμε τὸ δίχτυ νὰ σὲ πάρουμε;
Εἶμαι ἀπὸ τὴν πείνα κι ἀντραλίζουμαι*.
Γελάστηκε μιὰ κόρη, πάει, τὸν ἄνοιξε.
῞Οσο ν’ ἀνοίξη ἡ πόρτα, χίλιοι ἐμπήκανε,
κι ὅσο νὰ μισανοίξη, γέμισ’ ἡ αὐλή,
κι ὅσο νὰ καλοκλείση, ἡ χώρα πάρθηκε.
῞Ολοι χυθῆκαν στ’ ἄσπρα, ὅλοι στὰ φλωριά,
κι ἐκεῖνος εἰς τὴν κόρη πού ᾽ναι στὰ γυαλιά.
Κι ἡ κόρη ἀπὸ τὸν πύργο κάτω πέταξε,
μήτε σὲ πέτρα πέφτει, μήτε σὲ κλαριά,
παρὰ σὲ Τούρκου χέρια καὶ ξεψύχησε.





Νεοελληνική Λογοτεχνία (Γ΄ Γενικού Λυκείου - Θεωρητικής Κατεύθυνσης) (ΒΟΗΘΗΜΑ)







Α. Ποίηση    

1.    0 ΚΡΗΤΙΚΟΣ, Διονύσιος Σολωμός
2.    Η ΣΟΝΑΤΑ TOΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ, Γιάννης Ρίτσος
3.    ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
                  Κωνσταντῖνος Καβάφης (1863-1933)
·       Καισαρίων
·       Ὁ Δαρεῖος
·       Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.

·       Κώστας Καρυωτάκης Μικρή Ἀσυμφωνία εἰς Α Μεῖζον
·       Μαρία Πολυδούρη Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες
·       Γιάννης Σκαρίμπας Χορός συρτός
·       Μίλτος Σαχτούρης Ὁ Ἐλεγκτής
·       Μανόλης Ἀναγνωστάκης Ἐπίλογος
·       Νίκος Ἐγγονόπουλος Ποίηση 1948
·       Οδυσσέας Ελύτης Μικρή Πράσινη Θάλασσα
·       Γιώργης Παυλόπουλος Τά Ἀντικλείδια

4.    Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
·       Ὁ Πληθυντικός Ἀριθμός
·       Τά Πάθη τῆς Βροχῆς
·       Σημεῖο Ἀναγνωρίσεως
·       Σκόνη
·       Κονιάκ Μηδέν Ἀστέρων
·       Γᾶς Ὀμφαλός

 Β. Πεζογραφία    

1.    ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ MOΥ, Γεώργιος Βιζυηνός
2.    ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΤΗΜΑ, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
3.    ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ, Στρατής Δούκας

4.    ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ 
·       Μές στούς Προσφυγικούς Συνοικισμούς
·       Το Γάλα
·       Παναγία ἡ Ρευματοκρατόρισσα
·       Ὁμίχλη
·       Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι
·       Τό Λειρί τοῦ Πετεινοῦ









Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-395 μ.Χ)




των
Α. ΛΑΖΑΡΟΥ
-Δ. ΧΑΤΖΗ
ΕΛΕΝΗΣ ΒΟΥΡΑΖΕΛΗ-ΜΑΡΙΝΑΚΟΥ



Ἀπὸ τοῦ θανάτου τοῦ Ἰουλιανοῦ μέχρι τῆς ἀναρρήσεως εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου (379) ἐβασίλευσαν κατὰ σειρὰν ὁ Ἰοβιανός, ὁ Βαλεντινιανὸς καὶ ὁ Γρατιανός.