Ο Ιησούς βαπτίζεται στον Ιορδάνη / Ο καινούριος κόσμος εγκαινιάζεται


ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

των
Γεωργίου Τσανανά
 & Αποστόλου Μπάρλου

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου
-μεταπτυχιακού παιδαγωγού



Ο Ιησούς κάποια στιγμή, όταν ήταν περίπου 30 χρονών, έθεσε τέρμα στη σιωπή και την αφάνειά του. Είχε φτάσει ο καιρός να αναλάβει δημόσια το έργο του. Πρώτη του κίνηση ήταν να συναντήσει τον Ιωάννη Βαπτιστή. Εκεί στον Ιορδάνη ποταμό βαπτίστηκε απ’ αυτόν. Πριν και μετά το γεγονός συνέβησαν πράγματα ασυνήθιστα και βαρυσήμαντα. Με αυτά φανερώθηκε ποια ήταν η σχέση του με τον Θεό-Πατέρα, ποια η αποστολή του στον κόσμο και πώς θα την έκανε πραγματικότητα. Ας παρακολουθήσουμε τι πληροφορούν σχετικά οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Ιωάννης.

Μτ 3, 13 Τότε έρχεται ο Ιησούς από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη προς τον Ιωάννη για να βαπτιστεί απ’ αυτόν[1].
Ιω 1, 29 … ο Ιωάννης βλέπει τον Ιησού να έρχεται προς το μέρος του και λέει: “Αυτός είναι ο αμνός του Θεού[2], που παίρνει πάνω του την αμαρτία των ανθρώπων.
30 Γι’ αυτόν σας μίλησα όταν είπα ‘ύστερα από μένα έρχεται ένας που είναι ανώτερός μου, γιατί υπήρχε πριν να γεννηθώ’.
31 Κι εγώ κάποτε δεν τον ήξερα ποιος είναι. Για να τον γνωρίσει όμως ο Ισραήλ, γι’ αυτό ήρθα εγώ και βαπτίζω με νερό”.
Μτ 3, 14 Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε (να βαπτιστεί) λέγοντάς του: “Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα κι έρχεσαι εσύ σ’ εμένα;”
15 Ο Ιησούς όμως του αποκρίθηκε: “Ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά, γιατί πρέπει να εκπληρώσουμε και οι δυο μας ό,τι προβλέπει το σχέδιο του Θεού[3]”. Τότε ο Ιωάννης τον άφησε να βαπτιστεί.
16 Βαπτίστηκε λοιπόν ο Ιησούς κι αμέσως βγήκε από το νερό. Και να, άνοιξαν γι’ αυτόν οι ουρανοί[4] και είδε το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι[5] να κατεβαίνει και να έρχεται πάνω του.
17 Ακούστηκε τότε μια φωνή από τα ουράνια[6] που έλεγε: “Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου”.
Ιω 1, 32 Κι ο Ιωάννης διακήρυξε δημόσια και είπε: “Είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό και να μένει πάνω του.
33 Εγώ δεν τον ήξερα ποιος ήταν, εκείνος όμως που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε: ‘Εκείνος που πάνω του θα δεις να κατεβαίνει και να μένει το Πνεύμα, αυτός είναι που βαπτίζει με Άγιο Πνεύμα’.
34 Κι αυτό εγώ το είδα και διακήρυξα δημόσια πως αυτός είναι ο έιός του Θεού”.


Ερμηνευτικαί επισημάνσεις:
• Βαπτίστηκε φιλάνθρωπα και ταπεινά.
• Ο Ιησούς πουθενά δεν προβάλλει αξίωση να εξαιρεθεί από κάτι. Μπαίνει στη σειρά και ζητεί από τον Ιωάννη να βαπτιστεί. Καμιά εξαίρεση για τον εαυτό του. Υποτάσσεται σε αυτό που ορίστηκε για όλους "ἐξ οὐρανοῦ".
• Συμμερίζεται την κατάσταση των προστρεχόντων στον Ιορδάνη. Είναι κοντά τους για χάρη τους. Παίρνει θέση στο πλευρό των ανθρώπων, όποιοι και ό,τι κι αν είναι αυτοί.
• Με τη βάπτισή του ο Ιησούς μπήκε ανάμεσα στους ανθρώπους, αμαρτωλούς και δικαίους. Έδειξε ψηλαφητά ότι είναι ο Εμμανουήλ: μαζί τους, ανάμεσά τους, στο πλευρό τους βοηθός. Δεν θέλει να αφήσει μόνους τους αμαρτωλούς.
• Τιμά τους μη τιμώμενους και χαρίζει σε αυτούς ένα νέο ξεκίνημα ζωής.
• Άνοιγμα και στροφή του προς τους αμαρτωλούς∙ πράξη συνειδητή συμπάθειας και αλληλεγγύης προς αυτούς.


Το βάπτισμα του Ιωάννη και το βάπτισμα των χριστιανών
Του Ιωάννη ήταν προσωρινό και κρατούσε τους βαπτιζόμενους σε κατάσταση μετάνοιας και αναμονής. Των χριστιανών θεσπίστηκε μετά την ολοκλήρωση του έργου του Χριστού, συνδέει τον βαπτιζόμενο παντοτινά με τον Τριαδικό Θεό και τον κάνει τέκνο του και μέλος της Εκκλησίας του. Ο κάθε βαπτιζόμενος χριστιανός ξέρει πώς ξεκίνησε και πώς πρέπει να είναι η ζωή του στη νέα ανθρωπότητα - που εγκαινιάστηκε τότε στον Ιορδάνη. Στον βαπτιζόμενο πάντοτε ο ουρανός είναι ανοιχτός γι' αυτόν και η αγάπη του Θεού στραμμένη προς αυτόν.

Επιδιώξεις διδασκαλίας
α. Να πληροφορηθούν οι μαθ. για τα γεγονότα σχετικά με τη βάπτιση του Χριστού και να είναι σε θέση να εξηγήσουν γιατί ο εορτασμός της ονομάστηκε Θεοφάνια.
β. Να επισημάνουν όσα κατ' αυτήν φανερώθηκαν για τον Ίδιο και για τη Βασιλεία του Θεού και να εμβαθύνουν όσο μπορούν σε αυτά.
γ. Να συνειδητοποιήσουν ότι: 1) (για τους χριστιανούς) την ημέρα αυτή εγκαινιάστηκε η νέα ανθρωπότητα· 2) ο Ιησούς Χριστός ως αρχηγός της αναλαμβάνει δημόσια το έργο του· 3) όλοι οι πιστοί (και οι ίδιοι προσωπικά) με το βάπτισμά τους έχουν ενταχθεί στην πιο πάνω νέα ανθρωπότητα (για όλες τις δωρεές της αλλά και τις ευθύνες τους).
δ. Να πληροφορηθούν για τα έθιμα των Θεοφανίων (Φώτων) και να ανταλλάξουν πληροφορίες, εμπειρίες και σχόλια για τον εντυπωσιακό εορτασμό τους.

Ψυχοπαιδαγωγικά
α. Οι μαθ. από τα πολύ μικρά τους χρόνια έχουν πολλές και πλούσιες (άμεσες ή/και έμμεσες) εμπειρίες από τη γιορτή των Θεοφανίων. Οι λεπτομέρειες όμως και οι σημασίες όλων των πτυχών του γεγονότος της βάπτισης του Χριστού είναι πενιχρές ή απουσιάζουν. Αυτό συμβαίνει και με τους ηλικιακά μεγαλύτερους.
β. Φαίνεται ότι ο Αγιασμός ανήμερα ή την παραμονή της γιορτής έχει επικαλύψει σοβαρά - ίσως και να έχει "θάψει" - το γεγονός της Βάπτισης.
γ. Οι ονομασίες Θεοφάνια και Φώτα (κυρίως η δεύτερη) δεν αποδίδουν όλον τον ουσιαστικό πυρήνα του ασυνήθιστου και πολυσήμαντου γεγονότος.
δ. Η σύνθεση των ευαγγελικών κειμένων για τη Βάπτιση στο βιβλίο των μαθ. είναι μεν σύντομη, πάντως στοιχειωδώς επαρκής. Τα Ερμηνευτικά, τα Βασικά στοιχεία και ένα σημείωμα για αξιόλογα Έθιμα της γιορτής υπερκαλύπτουν την ουσιαστική πλευρά, όμως τα α και β των Επιδιώξεων είναι λίγο απαιτητικά για τη Β' τάξη.
ε. Πάντως τα παραπάνω εμπειριακά, πληροφοριακά και σημασιολογικά συναποτελούν μια ενότητα ενδιαφέρουσα για ευχάριστη και δημιουργική προσέγγιση.
στ. Στοιχείο εκκίνησης για το μάθημα ενδείκνυται να είναι η παραστατική και πολύ θεαματική κατάδυση του σταυρού (σε θάλασσες, λίμνες, ποτάμια και δεξαμενές) μαζί με όλες τις συνοδευτικές εκδηλώσεις πριν, κατά και μετά από αυτήν (βλ. σχετικό σημείωμα για τα έθιμα στο βιβλίο). Ακολουθούν τα πρώτα ερωτήματα: "Γιατί όλα αυτά; Τι ακριβώς συνέβη τότε; Και αυτό που συνέβη τι άραγε σήμαινε για τότε και ύστερα; Σήμερα σημαίνει τίποτε για μας;" Έπεται η ανάγνωση του βιβλικού κειμένου.

Διδακτικοί χειρισμοί
α. Ήδη ένας αφετηριακός χειρισμός προτάθηκε αμέσως πιο πάνω (στ' των Ψυχοπαιδαγωγικών).
β. Οι Ερωτ. Επεξεργασίας εύκολα θα απαντηθούν από την εικόνα, το ευαγγελικό κείμενο και το σημείωμα για τα Έθιμα της γιορτής.
γ. Από την Επεξεργασία μένει ακάλυπτη (παρά το Ερμ. 2) η σκηνή του διαλόγου ανάμεσα σε Ιωάννη και Ιησού (βλ. Μτ. 3, 14-15). Αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για τη φιλάνθρωπη έκφραση του Ιησού ήδη στην πρώτη δημόσια εμφάνισή του (βλ. πιο πάνω Ερμ. - θεολ. 1).
δ. Για μια πιο εποπτική προσέγγιση του όλου γεγονότος της Βάπτισης προτείνεται η τάξη να επισημάνει και να σημειωθούν στον πίνακα ποιες είναι όλες οι σκηνές:
1. Υποδοχή του Ιησού από τον Ιωάννη με χαιρετισμό στον ίδιο και λόγια στα πλήθη γι' αυτόν (Μτ 3, 15 - Ιω 1, 31)
2. Συζήτηση Ιωάννη και Ιησού για τη Βάπτισή του. Τελικά βαπτίζεται (Μτ 3, 14-15)
3. Αμέσως μετά τη Βάπτιση: κάθοδος του Αγ. Πνεύματος, φωνή του Θεού-Πατέρα (Μτ 3, 16-17)
4. Μαρτυρία Ιωάννη για κάθοδο του Πνεύματος και για Ιησού ως Υιόν Θεού (Ιω 1, 32-34)
ε. Ερώτ.: «Με τη Βάπτιση εγκαινιάζεται η καινούρια ανθρωπότητα με αρχηγό τον Ιησού Χριστό. Βρείτε στο κείμενο λόγια και πράξεις, που να δείχνουν τι είδους αρχηγός αυτής της ανθρωπότητας θα είναι.» Θα είναι αρχηγός: ταπεινός, κοντά και ανάμεσα στον λαό, θα θυσιαστεί για τους ανθρώπους, αγαπημένος Υιός του Θεού-Πατέρα και ταυτισμένος μαζί του.
στ. Εργασία. Αποτελεί άσκηση για αυτοαξιολόγηση και ετεροαξιολόγηση ύστερα από ομαδική εργασία.
Μεθόδευση: Η τάξη χωρίζεται σε ομάδες περιττού αριθμού 3-5 μαθ. η καθεμιά. (Αν περισσεύουν μαθ., προστίθενται στις συγκροτημένες ομάδες). Σχηματίζονται ζεύγη ομάδων (κατά προτίμηση, ύστερα από κλήρωση ή ορισμό από καθηγ.). Ερευνούν και καταγράφουν τις εργασίες (πολύ σύντομες: 2-3 σελ.). Η μία ομάδα κάθε ζεύγους δίνει στην άλλη την εργασία, την μελετούν και σημειώνουν τις κριτικές παρατηρήσεις τους. Αντίγραφα των εργασιών και κριτικών παρατηρήσεων δίνονται στον/στην καθ. το αργότερο μια μέρα πριν την παρουσίαση στην τάξη.
Κριτήρια για την αξιολόγηση: Ευαγγελικό κείμενο, Ερμηνευτικά, Βασικά στοιχεία μαθήματος.
Πρόσθετη πρόταση για διαθεματική εργασία.
Θέμα: "Το νερό ως στοιχείο ζωής και ως σύμβολο". Συνεργασία με: Φυσικό, Βιολόγο, Χημικό, Ιστορικό, Φιλόλογο.


Τα έθιμα των Θεοφανίων
Τα Θεοφάνια είναι μια μεγάλη και εντυπωσιακή γιορτή για τον λαό μας, ο οποίος συμμετέχει σε αυτήν μαζικότατα. Την παραμονή της γιορτής γίνεται στην εκκλησία ο Αγιασμός των υδάτων. Στη συνέχεια ο ιερέας κρατώντας τον Σταυρό επισκέπτεται τα σπίτια της ενορίας και ραντίζει με αυτόν όλα τα μέλη της οικογένειας και όλους τους χώρους του σπιτιού. Ανήμερα της γιορτής γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός των υδάτων. Από τον ναό ξεκινά λαμπρή πομπή που καταλήγει στη θάλασσα, σε ποτάμι ή σε δεξαμενή νερού. Ο ιερέας ρίχνει τον Σταυρό στα νερά και κάποιοι βουτούν μέσα και συναγωνίζονται ποιος θα τον πιάσει. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα, το ίδιο και οι σειρήνες των πλοίων. Περιστέρια αφήνονται ελεύθερα να πετάξουν πάνω από τον χώρο της τελετής. Σε κάποια μέρη εκείνος που βρίσκει τον Σταυρό τον περιφέρει από σπίτι σε σπίτι μεταφέροντας σε όλους την ευλογία του. Όλοι οι πιστοί πίνουν με ευλάβεια από τον αγιασμό, συμβολικά με τρεις γουλιές, και ραντίζουν με αυτόν τα δέντρα, τα χωράφια και τα ζώα τους.















[1] Οι δύο άντρες ασφαλώς, ως συγγενείς που ήταν, θα πρέπει να είχαν συναντηθεί και άλλοτε. Ο Ιωάννης όμως δεν γνώριζε ότι ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Αυτό το έμαθε από θείο φωτισμό τότε και εκεί στον Ιορδάνη. Α.  Έρχεται ο Ιησούς να βαπτιστεί (Μτ 3, 13). Το βάπτισμα του Ιωάννη στον Ιορδάνη ήταν "ἐξ οὐρανοῦ" (Μκ 11, 30-33). Το να περάσει ο Ιησούς από το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν μια πράξη μεσσιανική. Εκεί ο Ιωάννης θα δείξει τον Ιησού. Ο Ιησούς βγαίνει από την αφάνεια και αρχίζει το δημόσιο έργο του. Ως τότε ήταν άγνωστος. Η βάπτιση ήταν και η πρώτη πράξη φιλανθρωπίας του Ιησού. Μερικές σχετικές διατυπώσεις ερμηνευτών, σε ελεύθερη απόδοση (Σ. Αγουρίδη, Ιω. Καραβιδόπουλου, Βασ. Στογιάννου)
[2] Ο Ιωάννης, αποκαλώντας τον Ιησού “αμνό του Θεού” , δηλ. αρνί προορισμένο για θυσία, δείχνει ότι δεν συμμερίζεται τις εθνικιστικές απόψεις των πολλών για τον Μεσσία· (ότι δηλ. θα ήταν μια ένδοξη και ανίκητη μορφή, θα κατανικούσε τους Ρωμαίους, θα απελευθέρωνε τον λαό κ.λπ.). Αντίθετα, και σύμφωνα με τις προφητείες του Ησαΐα, ο Μεσσίας θα ήταν αλλιώτικος, ταπεινός· αυτός θα έσωζε τον κόσμο, αλλά τον περίμεναν δοκιμασίες, θυσίες, θάνατος. "Αυτός είναι ο αμνός του Θεού…" (Ιω 1, 29). Ο "πάσχων δοῦλος" του Θεού. Το σταυρικό στοιχείο πανταχού παρόν από την αρχή της ζωής του ως τον Γολγοθά.
[3] Ο αντίλογος του Χριστού στον Ιωάννη (Μτ 3, 15) είχε το νόημα: Φυσικά ο ίδιος - ως αναμάρτητος - δεν είχε ανάγκη από μετάνοια, εξομολόγηση και βάπτισμα. Όμως θέλει και δέχεται να κάνει ό,τι κάνουν όλοι, διότι ταπεινά συμμερίζεται τη θέση των ανθρώπων· θέλει να είναι κοντά τους, μαζί τους, για χάρη τους.
[4] Ο αντίλογος του Χριστού στον Ιωάννη (Μτ 3, 15) είχε το νόημα: Φυσικά ο ίδιος - ως αναμάρτητος - δεν είχε ανάγκη από μετάνοια, εξομολόγηση και βάπτισμα. Όμως θέλει και δέχεται να κάνει ό,τι κάνουν όλοι, διότι ταπεινά συμμερίζεται τη θέση των ανθρώπων· θέλει να είναι κοντά τους, μαζί τους, για χάρη τους.
[5] Με τη μορφή σαν περιστέρι το Άγιο Πνεύμα για πρώτη φορά έγινε τόσο αισθητό στους ανθρώπους. Την Πεντηκοστή θα παρουσιαστεί σαν κάτι που έμοιαζε με “πύρινες γλώσσες” (μικρές φλόγες φωτιάς σαν γλώσσες). Τόσο στους Ισραηλίτες όσο και στους γείτονές τους το περιστέρι σήμαινε την παρουσία του Θεού. Εκεί και αλλού, τότε και σήμερα, συμβολίζει: αγάπη, ειρήνη και ελπίδα. το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι (Μτ 3, 16). Δεν ήταν ένα πραγματικό περιστέρι, αλλά κάτι που έμοιαζε σαν περιστέρι. Αυτό το πετούμενο είναι (πέραν όσων σημειώνονται στα Ερμηνευτικά του βιβλίου) και σύμβολο της πραότητας και άμαχο. Έχει σχέση και ομοιότητα και με τη περιστερά στην κιβωτό του Νώε. Όπως εκεί έτσι και εδώ μηνύει ότι κάτι επικίνδυνο και αρνητικό τελειώνει και ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα αρχή για τους ανθρώπους δρομολογείται. - Οι ερμηνευτές επιμένουν ότι από τη στιγμή εκείνη το Άγιο Πνεύμα δόθηκε μόνιμα στην ανθρωπότητα ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της καινούργιας εποχής και ως δώρο των έσχατων χρόνων για πάντα. Αυτό το Πνεύμα έχρισε στον Ιορδάνη τον Ιησού ως ηγέτη της νέας ανθρωπότητας.
[6] Με τη μορφή σαν περιστέρι το Άγιο Πνεύμα για πρώτη φορά έγινε τόσο αισθητό στους ανθρώπους. Την Πεντηκοστή θα παρουσιαστεί σαν κάτι που έμοιαζε με “πύρινες γλώσσες” (μικρές φλόγες φωτιάς σαν γλώσσες). Τόσο στους Ισραηλίτες όσο και στους γείτονές τους το περιστέρι σήμαινε την παρουσία του Θεού. Εκεί και αλλού, τότε και σήμερα, συμβολίζει: αγάπη, ειρήνη και ελπίδα. το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι (Μτ 3, 16). Δεν ήταν ένα πραγματικό περιστέρι, αλλά κάτι που έμοιαζε σαν περιστέρι. Αυτό το πετούμενο είναι (πέραν όσων σημειώνονται στα Ερμηνευτικά του βιβλίου) και σύμβολο της πραότητας και άμαχο. Έχει σχέση και ομοιότητα και με τη περιστερά στην κιβωτό του Νώε. Όπως εκεί έτσι και εδώ μηνύει ότι κάτι επικίνδυνο και αρνητικό τελειώνει και ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα αρχή για τους ανθρώπους δρομολογείται. - Οι ερμηνευτές επιμένουν ότι από τη στιγμή εκείνη το Άγιο Πνεύμα δόθηκε μόνιμα στην ανθρωπότητα ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της καινούργιας εποχής και ως δώρο των έσχατων χρόνων για πάντα. Αυτό το Πνεύμα έχρισε στον Ιορδάνη τον Ιησού ως ηγέτη της νέας ανθρωπότητας.



Τὸ κοινωνικὸν πρόβλημα του πλούτου



των
Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ –
Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ



Οἱ ἔχοντες νομίζουν ὅτι δικαιοῦνται νὰ διαθέτουν τὰ κεκτημένα κατὰ τὴν ἀνεξέλεγκτον διάθεσίν των. Οἱ μὴ ἔχοντες θεωροῦν τὸν συγκεντρωμένον πλοῦτον ὡς τὸ αἵτιον τῆς κακοδαιμονίας των. Αἱ ἀντιθέσεις αὗται εἶναι τόσον παλαιαί, ὅσον καὶ ἡ ἀνθρωπίνη κοινωνία, ἀλλὰ ἔφθασαν εἰς μεγίστην ὀξύτητα κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους.
Εἰς τοῦτο συνετέλεσεν ἡ ραγδαία ἐξέλιξις τῆς βιομηχανίας, ἀποτέλεσμα τῆς μεγάλης ἀναπτύξεως τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Εἰς τὰς πόλεις, ὅπου λειτουργοῦν αἱ παντὸς εἴδους βιομηχανικαὶ ἐπιχειρήσεις καὶ ἐκμεταλλεύσεις, συνέρρευσαν μεγάλαι μᾶζαι ἀνθρώπων. Αὗται ἀπετέλεσαν τὴν τάξιν τῶν προλεταρίων , ἐργατῶν δηλαδὴ μὲ μοναδικὴν περιουσίαν τὰ τέκνα των, ἤτοι ἀκτημόνων. Ἡ τελειοποίησις τῆς μηχανῆς καὶ η βελτἴωσις τῶν μέσων τῆς παραγωγῆς ἐδημιούργησε μεταξὺ αὐτῶν ἀνεργίαν, ἡ δὲ μεγάλη προσφορὰ ἐργατικῶν χειρῶν ἐπέφερε πτῶσιν ἡμερομισθίων. Ἐὰν εἰς αὐτὰ προστεθοῦν οἱ ἀνθυγιεινοὶ ὅροι ἐργασίας εἰς τὰ ἀνήλια διαμερίσματα τῶν ἐργοστασίων καὶ τὰς στοὰς τῶν ὀρυχείων, ἦ καταπόνησις τῶν ἀνηλίκων, ἡ ἀπειλὴ διακοπῆς τῆς ἐργασίας λόγῳ συναγωνισμοῦ πρὸς ὁμοειδεῖς ἐπιχειρήσεις, μὲ μίαν λέξιν ἡ ἀβεβαιότης διὰ τὴν αὔριον κοντὰ εἰς τὴν ἀθλιότητα τῆς σήμερον, ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ κανεὶς ἀμυδρὰν εἰκόνα τῆς δημιουργηθείς δυσαρέστου καταστάσεως. Οὕτω προέκυψεν εἰς τὸ μέσον τὸ κοινωνικὸν πρόβλημα . Εἰς τὴν ἀρχὴν ὑπῆρξε πρόβλημα σχέσεων μεταξὺ ἐργοδότου καὶ ἐργατῶν. Μὲ τὸν καιρὸν ὅμως καὶ αἱ λοιπαὶ κοινωνικαὶ τάξεις συνετάχθησαν μὲ τὴν μίαν ἢ μὲ τὴν ἄλλην μερίδα, ἀναλόγως τῶν συμφερόντων ἢ τῶν συμπαθειῶν των, καὶ τὸ πρόβλημα ἔλαβε τοιαύτην εὐρύτητα, ὥστε νὰ ἀπεβῇ ἓν μέγα, πολύπλοκον καὶ δυσεπίλυτον πρόβλημα τοῦ νεωτέρου κοινωνικοῦ βίου τῶν λαῶν, καὶ τοιαύτην ὀξύτητα, ὥστε νὰ ἀπαιτηθῇ σθεναρὰ ἀντιμετώπισις ἀπὸ τὰς κυβερνήσεις καὶ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς παράγοντας τῆς δημοσίας ζωῆς.
Ἀπόπειραι λύσεως ἔγιναν πολλαί.
Κατὰ τὰ μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος ὁ Γερμανοεβραῖος οἰκονομολόγος καὶ φιλόσοφος Κάρ. Μὰρξ (Marx) εἰσηγήθη διὰ τῶν συγγραμμάτων του καὶ δι’ ἄλλων μέσων ριζικὴν λύσιν τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος. Ἐθεώρησε πηγὴν ὅλων τῶν κακῶν τὴν ἰδιοκτησίαν. Ἐπρότεινε λοιπὸν τὴν κατὰργησιν πάσης ἀτομικῆς περιουσίας καὶ τὴν κοινὴν κατοχὴν ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ἰδίᾳ δὲ τῶν μεγάλων «μέσων τῆς παραγωγῆς». Παραλλήλως εἰσηγήθη τὴν κατάργησιν τῶν κοινωνικῶν τάξεων, διότι κατ’ αὐτὸν ἠ παρατηρουμένη κακοδαιμονία εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ μεταξὺ τούτων ἀνταγωνισμοῦ, τῆς περιφήμου «πάλης τῶν τάξεων». Τὰ μέσα τῆς παραγωγῆς, κεφάλαιον, ἔγγειος κτῆσις, ἐργοστάσια, μηχανήματα καὶ τὰ παρόμοια, καθὼς καὶ αἰ μεγάλαι ἐπιχειρήσεις τίθενται εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ κράτους.
Τὸ σύστημα τοῦτο ὠνομάσθη αὐστηρὸς ἂ ἄκρατος κοινωνισμὸς καὶ μὲ τὴν διεθνῶς ἐπικρατήσασαν λέξιν κομμουνισμός , ἐκ τῆς λατινικῆς λέξεως communis, ἤτοι κοινός. Θὰ ἠδυνάμεθα νὰ τὸν μεταφράσωμεν ἀρχὴν ἢ σύστημα κοινοκτημοσύνης. Ὠνομάσθη δὲ ἄκρατος ἢ ἐπαναστατικὸς κοινωνισμός, διότι καὶ πρὸ τοῦ Μάρξ ὅμοιαι ἀντιλἡψεις εἷχον ἐμφανισθῆ ἰδίως ἐν Γαλλίᾳ. Αὗται πρὸς διάκρισιν ἔλαβον τὸ ὄνομα τοῦ οὐτοπιστικοῦ ἢ μετριωτέρου κοινωνισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐμφάνισιν τῶν Μὰρξ καὶ Ἔγκελς (Fr. Hangels) παραλλήλας πρὸς τὴν κίνησιν τῶν ὁπαδῶν τοῦ ἀκράτου κοινωνισμοῦ ἀνεπτύχθη καὶ ὑφίσταται μέχρι σήμερον μία μετριωτέρα κοινωνιστικὴ θεωρία καὶ δρᾶσις, ἡ ὁποία καλεῖται ἀπλῶς σοσιαλισμός . Ὁ σοσιαλισμός, ἐνῷ εἰς τὴν ἀρχὴν ἠκολούθησε κοινὸν δρόμον μὲ τὸν θυμοειδῆ ἀδελφόν του, ὕστερον ἀπεσχίσθη ἀπ’ αὐτοῦ καὶ σήμερον ἀκολουθεῖ ἐντελῶς ἰδίαν τροχιάν. Ἐνῷ συμφωνοῦν μὲ αὐτὸν ἐν γενικαῖς γραμμαῖς ὡς πρὸς τὰ αἴτια τῆς κακοδαιμονίας τῶν μαζῶν, διίστανται ριζικῶς ὡς πρὸς τὴν θεραπείαν τοῦ κακοῦ. Ἀντὶ τῆς βιαίας ἀνατροπῆς τοῦ καθεστῶτος ὁ σοσιαλισμὸς εἰσηγεῖται τὴν μεταβολὴν αὐτοῦ, ἡ ὁποία θὰ συντελεσθῇ κατὰ μικρὸν καὶ θὰ ἐπιβληθῇ ὄχι διὰ τῶν ὅπλων ἢ διὰ της ἀπειλῆς τῶν ὅπλων, ἀλλὰ διὰ τῆς ψήφου τοῦ λαοῦ, καταλλήλως διαφωτιζομένου. Ὁ σοσιαλισμὸς ἐπιθυμεῖ νὰ θέσῃ τέρμα εἰς τὴν «ἐκμετάλλευσὶν ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπον» καὶ νὰ ἐξασφαλίσῃ ἴσα δικαιώματα μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας καὶ ἴσας προϋποθέσεις διὰ τὴν ζωήν. Ἀλλὰ δὲν φθάνει εἰς τὴν τελείαν ἄρνησιν τῆς ἀτομικῆς πρωτοβουλίας καὶ ζητεῖ νὰ θέσῃ ὑπὸ ἔλεγχον μόνον τὰ μεγάλα μέσα τῆς παραγωγῆς καὶ αὐτὰ κατὰ μικρόν. Δὲν ἀρνεῖται τὴν προσωπικὴν ἐλευθερίαν καὶ πιστεύει ὅτι πρέπει νὰ ἐπιτευχθῇ εἰς ἐπιτυχὴς συγκερασμὸς μεταξὺ αὐτῆς καὶ τοῦ κρατικοῦ καὶ κοινωνικοῦ συμφέροντος. Θὰ ἐπιχειρὴσωμεν μίαν σύντομον κριτικὴν τοῦ συστήματος τῆς ἐπαναστατικῆς κοινοκτημοσύνης. Ἡ βαθυτέρα ἀνάπτυξις τοῦ θέματος ἀνήκει εἰς τὴν Ἀγωγὴν τοῦ Πολίτου.
1. Ὁ ἐπαναστατικὸς σοσιαλισμὸς παραγνωρίζει τοὺς ὅρους ὑπὸ τοὺς ὁποίους ἀναπτύσσεται ὁ ἀτομικὸς καὶ κοινωνικὸς βίος. Οἱ ἄνθρωποι ἐκ φύσεως διαφέρουν κατὰ τὴν σωματικὴν ρώμην καὶ ἀντοχήν, κατὰ τὴν νοητικὴν ἱκανότητα καὶ εὐφυΐαν καὶ κατὰ τὸ δυναμικὸν τῆς βουλήσεως. Ἡ κοινωνικὴ ἀνισότης ἐν μέρει μὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνίσου κατανομῆς τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν δυνατοτήτων, ἀλλὰ κατὰ κύριον λόγον εἶναι προϊὸν τῆς φυσικῆς ἀνισότητος. Καὶ ἂν λοιπὸν διὰ τεχνητῶν καὶ βιαίων μέτρων καὶ μέσων ἐπιτευχθῇ ἡ ἐξομάλυνσις, ἡ ἀνισότης θὰ ἀνακύψῃ ἐκ νέου.
2. Ὁ κομμουνισμὸς παραλύει τὴν ἅμιλλαν, ποὺ εἶναι σπουδαιότατον ἐλατήριον ἀτομικῆς πρωτοβουλίας, περιστέλλει τὴν ὁρμὴν πρὸς ἐλευθερίαν καὶ πρὸς ἀβίαστον διάθεσιν τῶν καθ’ ἡμᾶς καὶ γενικῶς ἀδυνατίζει τὴν εὐγενῆ πλευρὰν τῆς φιλαυτίας. Ὑγιὴς φιλαυτία ἀποτελεῖ σπουδαῖον κίνητρον πρὸς δημιουργίαν. Συνέπεια τῆς καταστάσεως αὐτῆς θὰ ἦτο ἐλάττωσις τῶν ἀγαθῶν καὶ πτῶσις τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου ἀντὶ τῆς ἀναμενομένης βελτιώσεως αὐτοῦ.
3. Ὁ κομμουνισμὸς διεκήρυξε τὴν κατάργησιν τῶν συνόρων καὶ εἰσηγήθη ἀρχὰς κοσμοπολιτικὰς εὐαγγελιζόμενος διαρκῆ εἰρήνην εἰς τὴν μίαν, παγκόσμιον, πανευτυχῆ πολιτείαν. Ἀλλ’ ὅπου ἐπεκράτησεν, ἐφήρμοσεν αὐστηρὸν ἀπομονωτισμόν, ἐνεκλείσθη εἰς τὸ ἴδιον αὐτοῦ κέλυφος, ἀπέφυγε κάθε στενὴν ἰδεολογικὴν ἐπαφὴν μὲ τὸν ὑπόλοιπον κόσμον. Παρεσκεύασε δὲ καὶ παρασκευάζει ἐντατικῶς τὴν νέαν ἰσχυρὰν πολεμικὴν μηχανήν, ἡ ὁποία θὰ ὑπηρετήσῃ τὰς περαιτέρω ἐπιδιώξεις του.
4. Ὁ κομμουνισμὸς δὲν δύναται νὰ ἐπικρατήσῃ εἰμὴ μόνον διὰ τῆς βἰας. Ἀλλ’ ἡ βία δημιουργεῖ ἑκατόμβας θυμάτων καὶ τὸ ὄργιον αὐτὸ τοῦ αἵματος ἀποτελεῖ ἐπὶ πολλὰς δεκαετηρίδας αἰτίαν ἀβεβαιότητος καὶ ὑποψίας. Οἱ ζῶντες φοβοῦνται διαρκῶς μήπως ἔχουν τὴν τύχην τῶν ἐκλιπόντων, οἱ θῦται μήπως καταστοῦν θύματα, οἱ ἀσθενεῖς μήπως ὑποκύψουν εἰς τοὺς ἰσχυροτέρους, οἱ ἰσχυροὶ μήπως θεωρηθοῦν ὑπαίτιοι σφετερισμοῦ τῆς λαϊκῆς δυνάμεως καὶ κυριαρχίας. Δι’ αὐτὸ ἐπὶ μακρὶν χρόνον μετὰ τὸν ἀρχικὸν τυφῶνα ἀκολουθοῦν ἄλλαι ὄχι ὀλιγώτερον σφοδραὶ θεομηνίαι, αἱ ὁποῖαι λαμβάνουν τὸ ἐπιεικὲς ὄνομα τῆς «ἐκκαθαρίσεως», μετὰ τὸν ἀρχικὸν σεισμὸν συυεχίζονται κατὰ διαστήματα οἱ μετασεισμοί. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι πολύνεκροι δονήσεις τῆς νέας, ἀσταθοῦς καὶ τεχνητῆς κοινωνικῆς διαστρωματώσεως.
5. Ὁ κομμουνισμὸς ὑπισχνεῖται δημοκρατίαν καὶ ἰσότητα, ἐφαρμόζει ὅμως πολιτικὸν καὶ κοινωνικὸν ὁλοκληρωτισμόν. Ὀνομάζεται ὁλοκληρωτικὸν κάθε σύστημα κατὰ τὸ ὁποῖον ὅλαι αἱ ἐξουσίαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς δικαστικῆς, ἀπορρέουν ἀπὸ μίαν κεντρικήν, ἀνεξέλεγκτον θέλησιν. Συνέπεια τῶν ὁλοκληρωτικῶν ἀντιλήψεων εἶναι ἠ ἄγρυπνος ἀστυνομικὴ παρακολούθησις, ἡ πλήρης ὑποδούλωσις τοῦ πνεύματος εἰς τοὺς κρατικοὺς καὶ κυβερνητικοὺς σκοπούς, τὰ στρατόπεδα καταναγκαστικῆς ἐργασίας, τὸ μονοκομματικὸν ψηφοδέλτιον, μὲ μίαν λέξιν ἡ συντριβὴ τῆς ἀτομικότητος καὶ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας.
6. Τὸ θεωρητικὸν ὑπόβαθρον τῆς κομμουνιστικῆς διδασκαλίας εἶναι ἡ οἰκονομικὴ ἀντίληψις τῆς ἱστορίας, ἤτοι ὁ λεγέμενος ἱστορικὸς ὑλισμός . Εἰσηγητὴς τῆς θεωρίας εἶναι ὁ μνημονευθεὶς ἀπόστολος τοῦ ἄκρου κοινωνισμοῦ. Σύμπας ὁ ἱστορικὸς βίος κατ’ αὐτὸν διέπεται ἀπὸ τοὺς οἰκονομικοὺς παράγοντας. Ἡ κοινωνικὴ καὶ ἱστορικὴ ζωὴ ἀναπτύσσεται κατὰ φυσικὴν ἀναγκαιότητα. Οἱ οἰκονομικοὶ παράγοντες καθορίζουν τὸν κοινωνικὸν καὶ πολιτικὸν βίον. Οἱ πολιτικοὶ θεσμοί, αἱ κοινωνικαὶ ἀντιλήψεις, αἱ φιλοσοφικαὶ ἰδέαι, αἱ θρησκευτικαὶ πεποιθήσεις εἶναι ὅλα ἐπιγεννήματα τοῦ οἰκονομικοῦ παράγοντος, συμπτώματα τῆς οἰκονομικῆς ζωῆς τῶν λαῶν. Μόνον αἱ οἰκονομικαὶ σχέσεις ἠμποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν ἱστορίαν τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων.
Ἡ ἀντίληψις ὅμως αὕτη εἶναι ἐντελῶς μονομερής. Ἡ ἱστορία, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν σήμερον ἀντίληψιν, εἶναι ἀποτέλεσμα παραγόντων ἐξωτερικῶν καὶ ἐσωτερικῶν. Ἡ οἰκονομία εἶναι εἰς ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς παράγοντας τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως καὶ δὲν εἶναι οὔτε μοναδικὸς οὔτε θεμελιώδης. Διότι κοντὰ εἰς τὰς ἐξωτερικὰς αὐτὰς ἐπιδράσεις καὶ δυνάμεις ὑπάρχουν καὶ οἱ ἐσωτερικοὶ παρὰγοντες, ἤτοι ἡ ἀντίδρασις ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὴν βούλησιν τῶν ἀτόμων καὶ τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων. Ὁ ἄνθρωπος, ἀκριβῶς διότι εἶναι ἄνθρωπος καὶ διότι ἔχει τὴν δύναμιν νὰ θέτῃ σκοπούς, μετασχηματίζει καὶ χειραγωγεῖ τὴν δύναμιν τῶν ἐξωτερικῶν παραγόντων. ῾Ο ἄνθρωπος δημιουργεῖ τὴν ἱστορίαν του.
Ἡ προσπάθεια τοῦ Μὰρξ νὰ ἐξαρτήσῃ ὅλην τὴν θαυμαστὴν ἀνθρωπίνην δραστηριότητα ἀπὸ τὴν κατάστασιν τῶν μέσων τῆς παραγωγῆς καὶ νὰ ἑρμηνεύσῃ κατὰ μηχανικὸν τρόπον τὰ ἐπιτεύγματα τῆς τεχνικῆς, τὰ πνευματικὰ κατορθώματα, τὰ καλλιτεχνικὰ δημιουργήματα, τοὺς ἠθικοὺς ἄθλους καὶ τὴν θρησκευτικὴν βίωσιν εἶναι καταδικασμένη.
Ἡ προσπάθεια τοῦ αὐστηροτέρου κοινωνισμοῦ πρὸς λύσιν τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς ναυαγήσασα. Αἱ βάσεις του εἶναι σφαλεραί. Ἐν τῇ μερίμνῃ του νὰ ρυθμίζῃ τὸν οἰκονομικὸν βίον, ἀναμοχλεύει ὅλον τὸ σκοτεινὸν ὑπόστρωμα τῆς ψυχῆς καὶ φέρει εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τὴν ἔξαλλον χορείαν τῶν ἐνστίκτων. Τὸ ἐπιθυμητικὸν τῆς ψυχῆς ποὺ οἱ σοφοὶ ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ἡ ἀνθρωπίνη πεῖρα ἠθέλησαν νὰ χαλιναγωγῄσουν μὲ τὰς ἡνίας τοῦ λογιστικοῦ, ἰδοὺ ἀνακύπτει καὶ πάλιν παντοδύναμον καὶ ἀπαιτεῖ νὰ ρυθμίζωμεν κατὰ τὰς ὑπαγορεύσεις του τὰς πράξεις μας. Ὁρίζουν συνήθως τὸν πολιτισμὸν ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ διμετώπου ἀγῶνος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως κυριαρχήσῃ ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν φυσικῶν δυνάμεων καὶ τῶν ἐσωτερικῶν ἀδυναμιῶν καὶ ἐνστίκτων. Καὶ ἐνῷ ἡ ἀνθρωπότης ἔφθασεν εἰς κάποιο ἀξιόλογον ἀποτέλεσμα, ἰδοὺ τὸ ρηθὲν κοινωνικὸν καὶ πολιτικὸν σύστημα ἀνατρέπει πᾶν ὅ,τι ἐπετεύχθη καὶ θέτει τὸν ἄνθρωπον πρὸ τῶν ἰδίων προβλημάτων ποὺ εἶχεν ἀντιμετωπίσει εἰς τὰ πρῶτα βήματα τῆς ἱστορίας του. Δι’ αὐτὸ ἐλέχθη, ὀρθῶς, ὅτι ὁ κομμουνισμὸς ἀποτελεῖ ἄρνησιν τοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι βεβαίως ἀληθὲς ὅτι οὗτος δὲν ἀποκρούει τὴν τεχνικὴν βελτίωσιν καὶ ἀνύψωσιν. Ἀλλ’ ἡ μονόπλευρος καλλιέργεια τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ ὅχι μόνον δὲν συντελεῖ εἰς ἀληθῆ ἡμέρωσιν, ἀλλ’ αὐτὸ τοῦτο ἐξαγριώνει τὸν ἄνθρωπον, εἰς τὸν ὁποῖον δίδει τὴν ψευδαίσθησιν ὅτι κατέστη παντοδύναμος.



Ἀποφθέγματα τοῦ Θεμιστοκλῆ



Απόσπασμα
Από τους «βίους» του Πλουτάρχου




ΚΕΦ. 18
1 Καὶ γὰρ ἦν τῆ φύσει φιλοτιμότατος, εἰ δεῖ τεκμαίρεσθαι διὰ τῶν ἀπομνημονευομένων. Αἱρεθεὶς γὰρ ναύαρχος ὑπὸ τῆς πόλεως οὐδὲν οὔτε τῶν ἰδίων οὔτε τῶν κοινῶν κατὰ μέρος ἐχρημάτιζεν, ἀλλὰ πᾶν ἀνεβάλλετο τὸ προσπῖπτον εἰς τὴν ἡμέραν ἐκείνην καθ’ ἥν ἐκπλεῖν ἔμελλεν, ἵν’ ὁμοῦ πολλὰ πράττων πράγματα καὶ παντοδαποῖς ἀνθρώποις ὁμιλῶν μέγας εἶναι δοκῆ καὶ πλεῖστον δύνασθαι.
ΜΤΦΡ.
1 Ἀλήθεια, ἦταν τὸ φυσικό του νὰ κυνηγᾶ τὴ δόξα, ἄν πρέπη νὰ κρίνη κανεὶς ἀπὸ ὅσα μνημονεύονται γι’ αὐτόν. Ὅταν, λόγου χάρη ἡ πόλη τὸν εἶχε ἐκλέξει ναύαρχο , καμιὰ ὑπόθεση οὔτε ἰδιωτικὴ οὔτε δημόσια δὲν ἐνεργοῦσε τὴν καθεμιὰ στὴν ὥρα της, παρὰ κάθε δουλειὰ ποὺ τύχαινε νὰ τοῦ παρουσιάζεται, τὴν ἄφηνε μὲ πολλὲς ἀναβολὲς γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ ἦταν νὰ ταξιδέψη, καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, γιὰ νὰ τὸν βλέπουν τὴν τελευταία στιγμὴ πὼς ἐνεργεῖ συγχρόνως πολλὲς ὑποθέσεις μαζὶ καὶ ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μὲ λογῆς λογῆς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι σπουδαῖος καὶ ἔχει πολὺ μεγάλη δύναμιν.
2 Τῶν δὲ νεκρῶν τοὺς ἐκπεσόντας ἐπισκοπῶν παρὰ τὴν θάλατταν, ὡς εἶδε περικειμένους ψέλια χρυσᾶ καὶ στρεπτούς, αὐτὸς μὲν παρῆλθε, τῷ δ’ ἑπομένῳ φίλῳ δείξας εἰπεν· «Ἀνελοῦ σαυτῷ· σὺ γὰρ οὐκ εἶ Θεμιστοκλῆς.» 4 Ἔλεγε δὲ τοὺς Ἀθηναίους οὐ τιμᾶν αὐτὸν οὐδὲ θαυμάζειν, ἀλλ’ ὥσπερ πλατάνῳ χειμαζομένους μὲν ὑποτρέχειν κινδυνεύοντας, εὐδίας δὲ περὶ αὐτοὺς γενομένης τίλλειν καὶ κολούειν. 5 Τοῦ δὲ Σεριφίου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος ὡς οὐ δι’ αὑτὸν ἔσχηκε δόξαν, ἀλλὰ διὰ τὴν πόλιν, «Ἀληθῆ λέγεις» εἶπεν «ἀλλ᾽ οὐτ’ ἂν ἐγὼ Σερίφιος ὢν ἐγενόμην ἔνδοξος, οὔτε σὺ Ἀθηναῖος». 6 Ἑτέρου δέ τινος τῶν στρατηγῶν, ὡς ἔδοξέ τι χρήσιμον διαπεπρᾶχθαι τῆ πόλει, θρασυνομένου πρὸς τὸν Θεμιστοκλέα καὶ τὰς ἑαυτοῦ ταῖς ἐκείνου πράξεσιν ἀντιπαραβάλλοντος, ἔφη τῇ ἑορτῇ τὴν ὑστεραίαν ἐρίσαι, λέγουσαν ὡς ἐκείνη μὲν ἀσχολιῶν τε μεστὴ καὶ κοπώδης ἐστίν, ἐν αὐτῆ δὲ πάντες ἀπολαύουσι τῶν παρεσκευασμένων σχολάζοντες· τὴν δ’ ἑορτὴν πρὸς ταῦτ’ εἰπεῖν· «Ἀληθῆ λέγεις· ἀλλ᾽ ἐμοῦ μὴ γενομένης σὺ οὐκ ἂν ἦσθα». «Κἀμοῦ τοίνυν» ἔφη «τότε μὴ γενομένου, ποῦ ἂν ἦτε νῦν ὑμεῖς;» 7 Τὸν δ’ υἱὸν ἐντρυφῶντα τῆ μητρὶ καὶ δι’ ἐκείνην ἑαυτῷ σκώπτων ἔλεγε πλεῖστον τῶν Ἑλλήνων δύνασθαι· τοῖς γὰρ μὲν Ἕλλησιν ἐπιτάσσειν Ἀθηναίους, Ἀθηναίοις δ’ ἑαυτόν, αὑτῷ δὲ τὴν ἐκείνου μητέρα, τῇ μητρὶ δ’ ἐκεῖνον. 8 Ἴδιος δέ τις ἐν πᾶσι βουλόμενος εἶναι, χωρίον μὲν πιπράσκων ἐκέλευε κηρύττειν ὅτι καὶ γείτονα χρηστὸν ἔχει. 9 Τῶν δὲ μνωμένων αὐτοῦ τὴν θυγατέρα τὸν ἐπιεικῆ τοῦ πλουσίου προκρίνας, ἔφη ζητεῖν ἄνδρα χρημάτων δεόμενον μᾶλλον ἢ χρήματα ἀνδρός. Ἐν μὲν οὖν τοῖς ἀποφθέγμασι τοιοῦτός τις ἦν.
ΜΤΦΡ.
2 Ὅταν κάποτε παρατηροῦσε κοντὰ στὴ θάλασσα τοὺς νεκροὺς ποὺ τὰ κύματα τοὺς εἶχαν ρἴξει ἔξω, καὶ τοὺς εἶδε νὰ φοροῦν χρυσὰ βραχιόλια καὶ περιδέραια, ὁ ἴδιος τὰ προσπέρασε χωρὶς νὰ τοὺς δώση σημασία, ἀλλὰ τὰ ἔδειξε στὸ φίλο του ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ τοῦ εἶπε: «Πάρ’ τα γιὰ σένα, γιατὶ ἐσὺ δὲν εἶσαι ὁ Θεμιστοκλῆς.» 4 Γιὰ τοὺς Ἀθηναίους πάλι ἔλεγε πὼς δὲν τὸν ἐκτιμοῦν καὶ δὲν τὸν θαυμάζουν, παρὰ ὅπως σ’ ἕνα πλατάνι σὲ στιγμὴ κακοκαιρίας καὶ κινδύνου προστρέχουν κάτω ἀπὸ τὰ κλαδιά του, μὰ σὰ γίνη καλὸς καιρὸς ὁλόγυρά τους, τὸ μαδοῦν καὶ τὸ κόβουν. 5 Σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ τὴ Σέριφο πάλι ποὺ τοῦ εἶπε κάποτε πὼς δὲν ἔχει ἀποχτήσει δόξα ἀπὸ προσωπική του ἀξία, παρὰ χάρη στὴν πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία κατάγεται, ὁ Θεμιστοκλῆς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἀλήθεια λές, μὰ οὔτ’ ἐγὼ ἄν ἤμουν ἀπὸ τὴ Σέριφο θὰ γινόμουν ἔνδοξος οὔτ’ ἐσὺ ἂν ἤσουν Ἀθηναῖος». 6 Ἀκόμη λένε ὅτι, ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς (νεώτερους) στρατηγούς, νομίζοντας πὼς εἶχε προσφέρει κάποια χρήσιμη ὑπηρεσία στὴν πόλη, μίλησε μὲ θρασύτητα στὸ Θεμιστοκλῆ καὶ σύγκρινε τὶς δικές του πράξεις μὲ τὶς πράξεις ἐκείνου, ὁ Θεμιστοκλῆς τοῦ εἶπε ἕνα μύθο: «Κάποτε φιλονίκησε μὲ τὴ γιορτὴ ἡ ἀκόλουθή της μέρα καὶ τῆς ἔλεγε “ἐσὺ ὅταν ἔρχεσαι, μᾶς φέρνεις ἀναστάτωση καὶ κόπους, ἐνῶ κατὰ τὴ διάρκεια τὴ δική μου οἱ ἄνθρωποι χαίρονται τὰ ὅσα ἔχουν ἑτοιμάσει καὶ ζοῦν ἥσυχα.,, Σ’ αὐτὰ ἡ γιορτὴ ἀπάντησε: «ἀλήθεια λές· μά, ἄν δὲν εἶχα γίνει ἐγώ, ἐσὺ δὲ θὰ ὑπῆρχες. Καὶ λοιπόν, γιὰ νὰ ἔρθωμε καὶ στὰ δικά μας, ἂν τότε δὲν εἶχα γίνει ἐγώ, ποῦ θὰ ἤσαστε τώρα ἐσεῖς;» 7 Καὶ γιὰ τὸ γιό του ποὺ ἔκανε τὴ μητέρα του ὅπως ἤθελε καὶ ἐξαιτίας ἐκείνης εἶχε πάρει τὸν ἀέρα καὶ τοῦ ἴδιου, ἀστειευόταν καὶ ἔλεγε ὅτι ὁ γιός του εἶχε περισσότερη δύναμη ἀπ’ ὅλους τοὺς Ἕλληνες, γιατὶ τοὺς Ἕλληνες τοὺς κυβερνοῦν οἱ Ἀθηναῖοι, τοὺς Ἀθηναίους αὐτός, αὐτὸν ἡ γυναίκα του καὶ τὴ γυναίκα του ὁ γιός τους. 8 Καὶ πάλι, ἐπειδὴ ἤθελε σὲ ὅλα νὰ ξεχωρίζη ὅταν πουλοῦσε κανένα χτῆμα, ἔδινε παραγγελία νὰ διαλαλήσουν πὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔχει καὶ καλὸ γείτονα. 9 Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζητοῦσαν τὴ θυγατέρα του σὲ γάμο προτίμησε τὸν πιὸ φρόνιμο καὶ ὄχι τὸν πιὸ πλούσιο καὶ ἔλεγε ὅτι ζητεῖ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα καὶ ὄχι χρήματα ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἄνθρωπο. Τέτοιος ἦταν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὅπως δείχνεται σ’ αὐτὰ τὰ σοφά του λόγια.





ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ ΤΟΝ ΙΔ΄ ΑΙΩΝΑ




των
Α. ΛΑΖΑΡΟΥ - ΑΘ. ΔΙΑΦΑ



Ἡ μέση Εὐρώπη
Η πολιτικὴ ἀνάπτυξις τῆς μέσης καὶ ἀνατολικῆς Εὐρώπης ἐπροχώησε βραδύτερον. Τον 17ον αἰῶνα ἡ Γερμανία, Αὐστρία, Πολωνία Ρωσσία εἶναι ἀκόμη κράτη ἀγροτικὰ μὲ χαλαρὰν κεντρικὴν ἐξουσίαν Ὀλίγον κατ΄ ὀλίγον ὅμως δημιουργοῦν βιομηχανίαν καὶ ἐπιβάλλουν τὴν απολυταρχίαν.
Ἡ Γερμανία ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι διῃρημένη εἰς πολλὰ κράτη καὶ ἡ τάσις τῶν ἡγεμόνων της νὰ διατηρήσουν τὴν ἀνεξαρτησίαν των ἐξασθενεῖ την ἐξουσίαν τοῦ αὐτοκράτορος. Οἱ Ἁψβοῦργοι ὅμως τῆς Αὐστρίας ἀποκτοῦν μεγάλην ἰσχὺν εἰς τὰς χώρας τοῦ στέμματος και διὰ τῶν ἐῖτυχῶν πολέμων πρὸς τοὺς Τούρκους ἀναπτύσσουν τὸ κράτος τῳν εἴς μεγάλην δύναμιν. Παραλλήλως ὅμως ἀναπτύσσεται ἡ Πρῶσσία εἰς ἀξιόλογον συγκεντρωμένον στρατιωτικὸν κράτος καὶ ἀντίπαλον τῆς Αὐστρίας. Τοιουτοτρόπως δημιουργειται τὸν 18ο αἰῶνα ἡ γερμανικὴ δυαρχία.



Τρόποι προσέγγισης της Τοπικής Ιστορίας στο σχολείο




των
Σπυρίδωνος Ασωνίτη,
Θεοδώρου Παππά
Τοπική Ιστορία





Ι. Η επιλογή του θέματος
Είναι προφανές ότι κάθε ιστορικός προσδιορίζει το θέμα έρευνάς του και τη μέθοδο που θα ακολουθήσει ανάλογα με τις ιδιαίτερες ευαισθησίες και προτιμήσεις του, το διαθέσιμο υλικό και τις ερευνητικές του δυνατότητες. Ως προς τις τελευταίες, είναι αυτονόητο ότι οι μαθητές της Γ' Γυμνασίου δε διαθέτουν τις ερευνητικές προΰποθέσεις που παρέχει η πανεπιστημιακή εκπαίδευση (αρχειονομική, διπλωματική και παλαιογραφική εκπαίδευση, μεθοδολογία έρευνας κτλ.). Αυτό είναι ένα βασικό δεδομένο που χρειάζεται να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη από το διδάσκοντα, ώστε να προγραμματίζει δραστηριότητες που δεν υπερβαίνουν τις δυνατότητες των μαθητών.



Η εκπαίδευση ως παράγοντας αναπαραγωγής της κοινωνίας



Απόσπασμα εκ του
βιβλίου των
Ρεγγίνας Κασιμάτη, Στράτοου Γεωργούλα,
Μαρίας Παπαϊωάννου, Ιωάννη Πραντάλου
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
Γ' ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ



Όλες οι δυτικές κοινωνίες δείχνουν ενδιαφέρον για το τι πρέπει να διδάσκεται στο σχολείο ή ακόμα αν πρέπει να εφαρμόζεται κάποιο εξεταστικό σύστημα επιλογής των μαθητών (εξετάσεις από τη μία βαθμίδα στην άλλη, εθνικές εξετάσεις κ.ά.). Το ενδιαφέρον αυτό συχνά συνοδεύεται από μια ρητορική αξιοκρατίας, η οποία αναφέρεται στην αξία της προσωπικής προσπάθειας που καταβάλλει ο μαθητής, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολείου. Εκείνο που δεν αποκαλύπτεται είναι ότι το σχολείο κατέχει κεντρική θέση στους μηχανισμούς αναπαραγωγής της κοινωνίας.

Τι σημαίνει όμως αναπαραγωγή της κοινωνίας και τι ακριβώς αναπαράγει το σχολείο; Το σχολείο αναπαράγει και μεταδίδει τον πολιτισμό μιας κοινωνίας στη νέα γενιά, όπως κάνει, για παράδειγμα, μέσα από τη διδασκαλία της ιστορίας. «Το σχολείο διαμορφώνει και αναπαράγει την εθνική ταυτότητα. Σε αυτή τη διαδικασία συμβάλλουν οι τελετές, τα σύμβολα, οι εθνικές επέτειοι, οι συμβολικές χρονολογίες» (Α. Φραγκουδάκη και Θ. Δραγώνα, 1997:15). Οι σχολικές αυτές εκδηλώσεις έχουν ένα συμβολικό χαρακτήρα, αφού σμιλεύουν τη συλλογική ταυτότητα και καλλιεργούν την αίσθηση ότι οι νέοι αποτελούν συνέχεια των προηγούμενων γενεών.

Κυρίως όμως η θεωρία της αναπαραγωγής θέτει στο επίκεντρο της συζήτησης το αν δίνονται σε όλους ίσες δυνατότητες πρόσβασης στη γνώση που παρέχεται. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Π. Μπουρντιέ (P. Bourdieu, 1930-2002) κατέδειξε εμπειρικά ότι το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί ως σύστημα επιλογής που ευνοεί τις ανώτερες τάξεις σε βάρος των υπολοίπων. Αυτή η προνομιακή μεταχείριση των ανώτερων τάξεων είναι εμφανής στον τίτλο σπουδών που χορηγείται από το σχολείο. Ο χαρακτηρισμός της φοίτησης του μαθητή που αναγράφεται στον τίτλο σπουδών του είναι στην ουσία μια απονομή ιδιοτήτων στο μαθητή (P. Bourdieu, 2002:66). Αυτή η απονομή των ιδιοτήτων (είτε είναι θετική, όπως π.χ. «απολύεται με λίαν καλώς», είτε αρνητική, όπως «απορρίπτεται» ή «παραπέμπεται», που ισούται με στιγματισμό) κατατάσσει τα άτομα σε ιεραρχημένες κοινωνικές ομάδες.

Επιπλέον, ο τίτλος σπουδών λειτουργεί και ως απόδειξη ότι αυτός που τον κατέχει συνδέεται με μια κουλτούρα που αποκτιέται από τη σχολική εκμάθηση. Όποιος δε διαθέτει αυτού του είδους την κουλτούρα εκτοπίζεται σε αδιαβάθμητα ινστιτούτα ή σε επαγγελματικές σχολές. Κατ' άλλους κοινωνιολόγους, οι τίτλοι σπουδών είναι εγγυήσεις «νοημοσύνης», οι οποίοι ήρθαν να αντικαταστήσουν τους παλαιούς τίτλους ευγενείας (που χαρακτήριζαν τη φεουδαρχική κοινωνία) ή, ακόμη, τους τίτλους ιδιοκτησίας. Γενικότερα, πρόκειται για τίτλους που δικαιώνουν αυτούς που αισθάνονται ήδη κυρίαρχοι.

Με αυτό τον τρόπο το εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται να καθιστά φυσικές τις κοινωνικές ανισότητες, αφού τις μετατρέπει σε ανισότητες κουλτούρας και ευφυΐας, δηλαδή μετατρέπει τα κοινωνικά προνόμια σε αξιοκρατικά κριτήρια, έτσι που κάποιοι, για παράδειγμα, να είναι «φυσικά» προορισμένοι για ανώτερες σπουδές και κάποιοι για τεχνικές και επαγγελματικές σπουδές.


Το ότι οι σχολικές επιδόσεις συνδέονται με κοινωνικά χαρακτηριστικά, επισημαίνεται από πολλές έρευνες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου η σχολική «σταδιοδρομία» των μαθητών δεν είναι άσχετη με την κοινωνική τους προέλευση. Όσο ανερχόμαστε την κοινωνική ιεραρχία τόσο αυξάνονται τα παιδιά με καλή επίδοση στο σχολείο. Κατ' αυτό τον τρόπο το σχολείο αναπαράγει την κοινωνία, την κοινωνική διάρθρωση. Με άλλα λόγια, το εκπαιδευτικό σύστημα επικυρώνει μια επιλογή που έχει ήδη γίνει από την κοινωνία. Η πρόσβαση στα Α.Ε.Ι., και κατ' επέκταση η σχολική επίδοση, βρίσκεται σε μια παράλληλη πορεία με το επάγγελμα του πατέρα. Οι περισσότεροι επιτυχόντες μαθητές είναι (στατιστικά) γιοι ή κόρες γονέων που ασκούν επαγγέλματα κύρους.


Ωστόσο παρ' όλο που η κοινωνική προέλευση (επάγγελμα, εισόδημα και εκπαίδευση γονέων) των μαθητών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη σταδιοδρομία τους, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις παιδιών αγροτών και εργατών που κατέλαβαν θέσεις στα μεσαία και υψηλά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας (ως εκπαιδευτικοί, δικηγόροι, μηχανικοί κτλ.). Αυτό αποδεικνύει, κατά κάποιον τρόπο, τη δυνατότητα κινητικότητας στην ελληνική κοινωνία.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα σχετικής μελέτης: «... Οι φοιτητές με πατέρα από τις λιγότερο προνομιούχες κατηγορίες, εργάτες και αγρότες, είναι λιγότεροι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και περισσότεροι στα περιφερειακά και νεότερα πανεπιστήμια.» Τέλος, είναι εντυπωσιακά λιγότεροι στις σχολές υψηλού κύρους, όπως η Ιατρική και το Πολυτεχνείο. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο έχει φοιτητές με καταγωγή από τις δύο πιο προνομιούχες κατηγορίες των επιστημόνων, των ελεύθερων επαγγελματιών και των στελεχών διοικήσεως, και μάλιστα πολλαπλάσιους από τον αντίστοιχο μέσο εθνικό όρο (στο εθνικό σύνολο οι φοιτητές από αυτές τις κατηγορίες είναι 26%, ενώ στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο είναι 40%»(Α. Φραγκουδάκη, 2001:101)

Στην πραγματικότητα το σχολείο δεν επιλέγει συνειδητά με βάση το επάγγελμα των γονέων αλλά με βάση τις επιθυμίες που εκδηλώνουν τα παιδιά. Και οι μεν (οι γονείς) και τα δε (τα παιδιά) δημιουργούν για τον εαυτό τους συγκεκριμένες προσδοκίες και εσωτερικεύουν την κοινωνική τους θέση και τις συνήθειες που συνδέονται με αυτή, γεγονός που συχνά οδηγεί στην εκδήλωση φαινομενικής αδιαφορίας για το σχολείο, όταν αναφερόμαστε σε λαϊκά στρώματα. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να διερευνηθεί αν το περιεχόμενο των σπουδών, ο επαγγελματικός προσανατολισμός και η εκπαιδευτική διαδικασία ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες των μαθητών.

Συνεπώς, το θέμα της παρεχόμενης γνώσης και ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ίσως το μεγαλύτερο διακύβευμα των σύγχρονων κοινωνιών.





ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΕΙΝΑΙ ΕΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΑΣ



τοῦ
Δημητρίου Νατσιοῦ
διδασκάλου


«Ἂν θέλεις νὰ δεῖς τὴν Ἑλλάδα τοῦ μέλλοντος, ἐπισκέψου τὴν σημερινὴ Ἀμερικὴ»

ΕΓΙΝΕ τὸ μεγάλο αὐτὸ κακὸ στὴν ὑπερφίαλη Ἀμερική, ποὺ παραπέμπει εὐθέως στὸν κυριακὸ λόγο γιὰ «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου», τὸ ὁποῖο εἶναι φανταχτερό, ἀλλὰ «ἔσωθεν γέμει» ἀδικίας, βίας καὶ πάσης ἀκαθαρσίας, ἔχουμε στὸ κεφάλι μας καὶ τὰ σάβανα τῆς οἰκονομικῆς φρίκης, πυκνώνει τὸ σκοτάδι γύρω μας. Ὁ φόβος γιὰ τὰ μελλούμενα μεγαλώνει. Καὶ στὸ στόμα καὶ
τὴν σκέψη ὅλων μας τί θὰ γίνουν τὰ παιδιά μας…
Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποαθωοποιεῖ τόσο πρόωρα τὰ παιδιὰ -ἀπὸ τὶς πρῶτες τάξεις τοῦ Γυμνασίου, ἂν ὄχι τοῦ Δημοτικοῦ- μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποβάλλουν τὴν παιδικότητα καὶ τὴν ἁγνότητά τους, φυλάσσοντας ὅμως τὴν ἀνωριμότητα ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, «σὰν νὰ φοβοῦνται μήπως χάσουν τὸ κακό», ὅπως γράφει πολὺ ἐκφραστικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης; («…ὥσπερ δεδοικότες μὴ τὸ κακὸν ἀπολέσωσιν», στὸ «ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων»). Τὰ ζητήματα αὐτὰ εἶναι μεγάλα καὶ δύσκολα ἀπαντῶνται. Τὸ εὔκολο εἶναι νὰ πετροβολοῦμε τοὺς νέους. «Ἐμεῖς στὰ χρόνια σας εἴχαμε ἀξίες», θὰ πεῖ ἡ ἀράγιστη ἀπὸ ἔγνοιες πολλὲς φορὲς γεροντοσύνη. «Καὶ τί τὶς κάνατε;» ἀπαντᾶ ὁ ἀδυσώπητος νεανικὸς λόγος. Τι τὶς κάναμε, λοιπόν; Ἐμεῖς, οἱ γονεῖς, οἱ δάσκαλοι, τὸ σχολεῖο, ἡ θλιβερὴ καὶ ἀνίκανη πολιτεία;
Τὸ σχολεῖο, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὰ καθʼ ἡμᾶς, εἶναι εἰκόνα τῆς κοινωνίας μας, μιᾶς κοινωνίας κακέκτυπο τῆς ἀμερικανικῆς, ποὺ ὅλο καὶ τῆς μοιάζουμε… Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τόσο εὔκολο γιὰ μερικοὺς ἀπὸ ἐμᾶς νὰ καταδικάζουμε τοὺς νέους ὅτι ἔχουν πάρει λάθος δρόμο. Οἱ νέοι δὲν ἔχουν πάρει λάθος δρόμο. Ὄχι. Ἁπλῶς -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τραγικὸ- βαδίζουν μπροστὰ ἀπὸ ἐμᾶς στὸν δρόμο ποὺ ἐμεῖς τοὺς δείξαμε νὰ βαδίζουν. Ἐμεῖς εἴμαστε αὐτοὶ, οἱ ὁποῖοι στὴν πράξη βάζουμε πάνω ἀπʼ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ χρήματα. Ἐμεῖς μὲ τὰ λόγια δὲν ἐξαίρουμε τὰ ὑψηλά, ἀλλὰ ἀσχολούμαστε ὁλημερὶς μὲ τὰ χαμηλά. Ἐμεῖς, στὴν καλύτερη περίπτωση, μιλᾶμε γιὰ ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ἀλλὰ στὴν πράξη ἀποκοπτόμαστε ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ αὐτές. Ὅταν, λοιπόν, ἐμεῖς ἐνεργοῦμε ἔτσι, θὰ ἦταν παράλογο νὰ ἔχουμε ἀπὸ τοὺς νέους τὴν ἀπαίτηση νὰ βαδίζουν ἄλλο δρόμο. Ἁπλῶς, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς διδάξαμε ἐμεῖς, τώρα μᾶς διδάσκουν αὐτοί, δείχνοντάς μας, ποῦ ὁδηγεῖ ὁ δρόμος, ποὺ ἐν τῇ ἀφελείᾳ μας ἐπιλέξαμε νὰ βαδίσουμε.

Ὁ ἱστορικός Πολύβιος καί ἡ ἁγία μας πίστις

ΔΕΝ θέλω νὰ γράψω περισσότερα. Θὰ παραπέμψω σʼ ἕνα κεί-
μενό μου, ποὺ εἶχα γράψει τὸ Δεκέμβριο τοῦ 2008, λίγο μετὰ τὰ
ἐπεισόδια στὴν Ἀθήνα, ποὺ ἀκολούθησαν τὴν δολοφονία τοῦ νεαροῦ μαθητῆ. Προσπαθοῦσα καὶ τότε «νὰ ἀναπνεύσω» ἐν μέσῳ τῆς καταθλιπτικῆς κατάστασης. Γυρίζω πάντοτε «πίσω», ὅταν θολώνει ὁ νοῦς καὶ μᾶς βρίσκει τὸ κακό.
Θυμᾶμαι μία φράση τοῦ ἀρχαίου ἱστορικοῦ Πολυβίου, ποὺ θέλει προσοχὴ στὴν ἀνάγνωσή της. Ἔλεγε: «Εἰ μὴ ταχέως ἀπολώμεθα, οὐκ ἂν ἐσώθημεν», δηλαδή, ἂν δὲν καταστραφοῦμε «ταχέως», δὲν θὰ σωθοῦμε. Μακάρι ἡ καταστροφὴ αὐτὴ νὰ ἀναφέρεται σʼ ὅλα αὐτὰ τʼ ἄσχημα καὶ τὶς ψευτιὲς, ποὺ καταπλάκωσαν τὴν ζωή μας. Δὲν θέλω τέτοιες ἑορταστικὲς μέρες νὰ φορτώσω τὸ κείμενό μου μὲ πράγματα ποὺ προκαλοῦν λύπη. Ὅμως «θλῖψις γὰρ ἔχει με, φέρειν οὐ δύναμαι… σκέπην οὐ κέκτημαι». Ἡ μόνη μας παραμυθία καὶ καταφυγή, εἶναι ἡ ἁγία μας πίστη. Τί χαρὰ, ὅταν ἀκούσαμε τὰ εὐλογημένα χαράματα τῶν Χριστουγέννων, ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο «δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἂς τὸ καταλάβουμε ὅτι μόνο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ γίνει πραγματικὴ ἐπανάσταση. Ἀνέτρεψαν τὸ πανίσχυρο ρωμαϊκὸ σύστημα οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ὄχι μὲ τὴν βία, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους, μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Τὸ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους «…λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν» (δ/ 12). Ἐνῶ σήμερα «οἱ ἄνθρωποι καταντῆσαν σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, μπάλες, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, καρνάβαλους ἠλίθιους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου», θὰ πεῖ ὁ δάσκαλος τοῦ Γένους, Φώτης Κόντογλου, στὰ «Μυστικὰ Ἄνθη» του.

Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν χριστιανικήν παιδαγωγίαν

Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γιατί ἀπο μακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν χριστι ανικὴ παιδαγωγία. Θʼ ἀφήσω τὶς δικές μου φλυαρίες σʼ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ θὰ μαθητεύσω σὲ κάποιες πολύτιμες γνῶμες ἁγίων μας, ὅλες μὲ ἀναφορὰ τὴν ἀνατροφὴ τῆς νεότητας. «Τὰ πρῶτα πνευματικὰ κρυολογήματα τὰ παιδιὰ τὰ παίρνουν ἀπὸ τὰ ἀνοιχτὰ παράθυρα τῶν αἰσθήσεων τῶν γονέων. Περισσότερο τὰ κρυολογεῖ ἡ μητέρα, ὅταν δὲν εἶναι ντυμένη μὲ τὴν σεμνότητα καὶ μαδάει τὰ παιδιά της μὲ τὴν συμπεριφορά της», λέει ὁ ὁσιακῆς μνήμης Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. (Ποιός, ἀλήθεια, διευθυντὴς Λυκείου, γιὰ παράδειγμα, μπορεῖ νὰ μιλήσει σήμερα γιὰ σεμνότητα στὶς μαθήτριες καὶ δὲν θὰ κινδυνεύσει νὰ δεχτεῖ προπηλακισμοὺς ἀπὸ τίποτε μεταμοντέρνες μητέρες;). Γράφει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ἕνα δέντρο ὡσὰν τὸ κόψεις εὐθὺς ξεραίνονται τὰ κλαριά. Ἀμὴ ὡσὰν ποτίζεις τὴν ρίζαν, στέκονται δροσερὰ τὰ κλωνάρια. Ὁμοίως εἴστενε οἱ γονεῖς, ὡσὰν τὸ δέντρο… Εἶναι μία μηλιὰ καὶ κάνει ξινὰ μῆλα. Ἐμεῖς τώρα τί πρέπει, νὰ κατηγοροῦμε τὴ μηλιὰ ἢ τὰ μῆλα; Τὴ μηλιά. Λοιπὸν κάμνετε καλὰ ἐσεῖς οἱ γονεῖς, ὁπού εἴστενε ἡ μηλιά, νὰ γίνονται καὶ τὰ μῆλα γλυκά». (Ἡ τελευταία φράση τοῦ ἁγίου ἑρμηνεύει καὶ τὴν τωρινὴ ἀλλοφροσύνη). «Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους ὡς τὰ παιδιά τους καὶ ὄχι σὰν εἴδωλά τους. Δηλαδή, τὸ παιδί τους νὰ τὸ ἀγαποῦν ὅπως εἶναι καὶ ὄχι ὅπως θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι, νὰ τοὺς μοιάζει δηλαδή», λέει ὁ Γέροντας Ἐπιφάνιος.
(Τὰ παιδιὰ εἶναι ὑπάρξεις, ψυχὲς ἀθάνατες ποὺ μᾶς τὶς χάρισε ὁ Θεός. Κάποια στιγμὴ ἀνοίγουν τὰ δικά τους φτερά. Καλὸ εἶναι νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ δικές μας, ναρκισσιστικές, κενόδοξες ἱκανοποιήσεις ἢ γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν δικές μας ἀνεκπλήρωτες φιλοδοξίες. Αὐτὸ κρύβει χαμηλὴ αὐτοεκτίμηση, ἡ ὁποία βαραίνει καταθλιπτικὰ τὰ παιδιά). «Μηδέποτε εἰς θέατρον πεμπέσθω τὸ παιδίον ἵνα μὴ λύμην (=βρωμιά), ὁλόκληρον διὰ τῆς ἀκοῆς καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν δέχεται». Ὅ,τι ἦταν τὸ θέατρο τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι σήμερα ἡ τηλεόραση. Ὡς δάσκαλος ποτὲ δὲν ἄκουσα μαθητὴ νὰ μεταφέρει στὴν τάξη ἐξωσχολικὲς γνώσεις ἢ ἐμπειρίες χωρὶς νʼ ἀρχίζει τὸν λόγο του μὲ τὴν ἑξῆς κοινότοπη φράση: «Κύριε, εἶδα στὴν τηλεόραση».
Ποτὲ δὲν ἄκουσα τό «μοῦ εἶπε ἡ μαμὰ ἢ ὁ μπαμπάς». (Χάσαμε ὅμως καὶ τὶς γιαγιάδες. Κι αὐτὲς ἐσιώπησαν. Δὲν μιλοῦν στὰ ἐγγόνια ἢ γιατί φοβοῦνται τὰ εὐερέθιστα παιδιά τους ἢ γιατί βλέπουν κι αὐτὲς μαζί τους τὰ τουρκοσκουπίδια τῆς τηλεόρασης). «Ἐκεῖνο ποὺ σώζει καὶ φτιάχνει καλὰ παιδιὰ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν γονέων μέσα στὸ σπίτι. Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ δοθοῦν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ γίνουνε ἅγιοι κοντὰ στὰ παιδιὰ μὲ τὴν πραότητά τους, τὴν ὑπομονή τους, τὴν ἀγάπη τους», γράφει ὁ Γέροντας Πορφύριος. Ὁ ἴδιος ἅγιος Γέρων τας ἐπέπληξε αὐστηρὰ ὑπερπροστατευτικὴ
μητέρα πού, ἀπελπισμένη, θρηνοῦσε γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ παιδιοῦ της στὶς πανελλήνιες. «Ἐσὺ φταῖς», τῆς εἶπε, «πίεση, πίεση ὅλα τὰ χρόνια, νὰ εἶσαι πρῶτος, νὰ μὴ μᾶς ντροπιάσεις, τώρα κλώτσησε τὸ παιδί». (Εἶχα διαβάσει γιʼ αὐτὸ τὸ θέμα κάτι πολὺ ὡραῖο. Διδακτικότατες γιὰ τὶς σημερινὲς μητέρες πάσχουσες ἀπὸ τὸ σύνδρομο τῆς κλώσσας, εἶναι οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας, ποὺ τὴν ἐμφανίζουν νὰ κάθεται μὲ τὸ Χριστὸ στητὸ στὴν ἀγκαλιά της, ἐνῶ τὰ χέρια της τὸν περιβάλλουν στοργικὰ καὶ διακριτικά, ἀλλὰ δὲν τὸν σφίγγουν). «Πολλοὶ νέοι μας σήμερα ἔχουν μία παράξενη νοοτροπία: θέλουν νὰ σπουδάσουν χωρὶς ὅμως νὰ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο (κάνουν πολλὲς ἀπεργίες, καταλήψεις κ.λπ.), θέλουν νὰ ἔχουν καλοὺς βαθμούς, χωρὶς νὰ διαβάζουν καὶ θέλουν τʼ ἀπολυτήριά τους νὰ τοὺς τὰ πηγαίνουν καὶ νὰ τοὺς τὰ δίνουν μέσα στὴν καφετέρια», εἶναι λόγια τοῦ Γέροντα Παϊσίου, ποὺ δὲν συνήθιζε νὰ κολακεύει, γιὰ νὰ κερδίσει συμπάθεια”.
Κλείνοντας χριστουγεννιάτικα μία σκέψη μόνο καὶ εὐχή: Ἴσως ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶναι πιὸ ἐπίκαιρος ὁ ἀγγελικὸς ὕμνος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Εἰρήνη πρῶτα στὴν ἐμπερίστατη πατρίδα μας.