Πλάτωνος «Πρωταγόρας» (Ερμηνευτικαί – Ιδεολογικαί επισημάνσεις)


ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΙΣ
ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΑΣ
ΤΗΣ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ



ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ




Πλάτωνος «Σοφιστής»


ΕΙΣΑΓΩΓΗ -

ΑΡΧΑΙΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟΝ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ


του
Δ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ δ.φ




ΠΛΑΤΩΝ - ΣΟΦΙΣΤΗΣ



Εισαγωγή «ΣΩΚΡΑΤΗΣ» (Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ)





ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ «ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ»


Περιέχει με τη μοφή ερωτήσεων και απαντήσεων
την εισαγωγή του σχολικού βιβλίου
"Φιλοσοφικός Λόγος" της Γ Λυκείου.
Το κεφάλαιο αναφέρεται στο Σωκράτη,
τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε,
τους προσχηματικούς λόγους της δίωξης του
και τους πολιτικούς λόγους αυτής




Το αδίδακτο / άγνωστο κείμενο (Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ)






ΣΥΝΗΘΙΖΩ ΝΑ ΔΙΔΩ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΟΥ
ΩΣ ΑΓΝΩΣΤΟ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ
ΣΧΟΛΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΗΣ Α’ ΛΥΚΕΙΟΥ
(οι μαθητές της Β’ Λυκείου δέον να εξοικειώνονται
με αυτά, ως προστάδιον της Γ’ Λυκείου)




ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ (ΑΓΝΩΣΤΟΝ Β' ΛΥΚΕΙΟΥ)





Διδασκαλία της Λογοτεχνίας εξ αποστάσεως




Προτάσεις για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας
με τη μέθοδο της εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης:
Η χρήση του υπερκειμένου στη μελέτη της λογοτεχνίας.

του
Χρήστου Δανιήλ
Διδάκτορος Νεοελληνικής Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων



Η ιδιαίτερη φύση της λογοτεχνίας και η ένταξη της μελέτης της σε ένα σύστημα εκπαίδευσης από απόσταση

Η ένταξη της μελέτης της λογοτεχνίας σε ένα σύστημα εκπαίδευσης από απόσταση συναντά ποικίλες δυσκολίες και προκαλεί τους σχεδιαστές του για την υπέρβασή τους. Οι δυσκολίες οφείλονται τόσο στους περιορισμούς που θέτει η συγκεκριμένη μέθοδος εκπαίδευσης όσο και στη φύση του γνωστικού αντικειμένου. Ανασταλτικό παράγοντα αποτελούν και οι παγιωμένες αντιλήψεις που, κατά βάση, διαθέτουν οι υποψήφιοι εκπαιδευόμενοι σχετικά με τα λογοτεχνικά φαινόμενα.



Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ




του
Οδυσσέα Τσαγκαράκη

επιμελεία
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



Στον πρόλογο της Οδύσσειάς του (στ. 72), ο Καζαντζάκης πληροφορεί τον αναγνώστη ότι θα τραγουδήσει τα «πάθη» και τα «βάσανα ... του ξακουστού Οδυσσέα», και αρχίζει την αφήγησή του στο σημείο που ο Όμηρος τελειώνει την περιγραφή της μνηστηροφονίας (Α 74 κ.ε.):

Σαν πια ’ποθέρισε τους γαύρους νιους μες στις φαρδιές αυλές του το καταχόρταστο ανακρέμασε δοξάρι του ο Δυσσέας

Ο Καζαντζάκης γνωρίζει τον «ξακουστό» ήρωα μέσα από τις μεταφράσεις των ομηρικών επών και φιλοδοξεί να συνεχίσει και να κλείσει, όπως λέει σε επιστολή του στον Πρεβελάκη, την ιστορία του ομηρικού ήρωα . Διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά του, αλλά τα ερμηνεύει με το δικό του, όπως θα δούμε, ξεχωριστό τρόπο. Είναι γνωστό ότι ο Όμηρος σκιαγραφεί τον Οδυσσέα με λίγα, στερεότυπα επίθετα, σύμφωνα με τις συμβάσεις της προφορικής ποίησης, αλλά παράλληλα ο ποιητής αναφέρεται και στα κατορθώματα του ήρωα, περιγράφει σκηνές και δίνει εσωτερικούς μονολόγους, πέρα από τους διαλόγους. Ένα από τα επίθετα αυτά είναι «πολύτλας» (ε 171, η 177, ν 250,
ψ 111, αλλά και Θ 97, Ψ 729, Κ 248). Στον Καζαντζάκη ο ήρωας είναι «πολυβάσανος» (Κ 354, 1132), «πολύπαθος» (Κ 548, 789) και «εφτάψυχος» (Κ 399, 517, 655). Ένα άλλο επίθετο είναι «πολύμητις», επίσης και στα δυο έπη (ε 214, ο 380, υ 36, αλλά και Α 311, Κ 148, Τα 154). Στον Καζαντζάκη «πεντάγνωμος» (Κ 539), «εφτάγνωμος» (Κ 214), «πολυμήχανος» (Κ 1192), «πανούργος» (Κ 409), «κορφονούσης» (Κ 450), «αστραπονούσης» (Κ 743). Δυο ακόμη χαρακτηριστικά επίθετα είναι «πολύπλαγκτος» (ρ 425, ν 195), στον Καζαντζάκη «πολυπλάνητος» (Κ 996, 1113), «κοσμογύρης» ( Κ 1168), και επίσης «πτολίπορθος» (θ 3, ξ 447, σ 356, αλλά και Ε 333, Υ 384), «καστροκαταλύτης» (Κ 440). Σημειωτέον ότι ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί πάνω από 200 επίθετα για τον ήρωά του, όπως σημειώνει ο Πρεβελάκης στο βιβλίο του .
Μια από τις πιο γνωστές ιδιότητες του ομηρικού ήρωα είναι η θαυμαστή ευστροφία του, η πανουργία, με την οποία υπερνικά φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια και αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις πιο ακραίες καταστάσεις προκειμένου να επιβιώσει και να πετύχει το στόχο του, που είναι ο πολυπόθητος νόστος, η επιστροφή στο σπίτι του, ύστερα από μακροχρόνια απουσία. Και στον Καζαντζάκη ο ήρωας παρουσιάζεται με την ιδιότητα αυτή, η οποία διαφέρει ωστόσο, όπως θα δούμε, από την παραδοσιακή, την επική της μορφή.
Σε μια από τις περιπλανήσεις του νόστου στη ι ραψωδία της Οδύσσειας, ο ήρωας του Ομήρου βρίσκεται παγιδευμένος με τους συντρόφους του στη σπηλιά του Πολύφημου (ι 240 κ.ε.) στη χώρα των Κυκλώπων, αντιμέτωπος με έναν ανθρωποφάγο που δεν σέβεται τους θεούς (στ. 275 κ.ε.) και που καταβροχθίζει τους συντρόφους του Οδυσσέα . Η πρώτη σκέψη του Οδυσσέα είναι να φονεύσει τον Κύκλωπα εκεί που κοιμάται, αλλά μια δεύτερη σκέψη, σοφότερη, τον συγκρατεί: αν σκοτώσει τον Πολύφημο δεν θα μπορέσουν ο ίδιος και οι σύντροφοί του να βγουν από τη σπηλιά, αφού είναι αδύνατον να μετακινήσουν τον τεράστιο ογκόλιθο που κλείνει το άνοιγμα και δεν θα αρκούσαν είκοσι δυο τετράτροχες άμαξες για να τον τραβήξουν (στ. 241 κ.ε.), και έτσι φυσικά θα πεθάνουν, αν δεν φαγωθούν πρώτα από τον ανθρωποφάγο (302 κ.ε.):

ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν.
αὐτοῦ γάρ τε καὶ ἄμμες ἀπωλόμεθ’ αἰπὺν ὄλεθρον·
οὐ γάρ κεν δυνάμεσθα θυράων ὑψηλάων
χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὄμβριμον, ὃν προσέθηκεν.

Καταστρώνει λοιπόν σχέδιο να τυφλώσει τον μονόφθαλμο γίγαντα (στ. 318 κ.ε.), ώστε να μην μπορεί να τους εντοπίσει εύκολα μέσα στην τεράστια σπηλιά και παράλληλα να είναι σε θέση ο ίδιος να κυλήσει τον ογκόλιθο το πρωί για να βγάλει το κοπάδι του στη βοσκή. Προνοεί επίσης για  την περίπτωση που ο Πολύφημος θα καλέσει σε βοήθεια τους γείτονές του και δεν αποκαλύπτει το αληθινό του όνομα όταν εκείνος τον ρωτάει σχετικά (στ. 364 κ.ε.).
Το σχέδιο στέφεται με επιτυχία (στ. 390). Ο Πολύφημος όμως δεν είναι κουτός. Κυλάει τον ογκόλιθο στην άκρη για να βγουν τα πρόβατα από τη σπηλιά αλλά κάθεται στο άνοιγμα για να αποτρέψει το ενδεχόμενο της διαφυγής των παγιδευμένων, ό,τι θυμίζει την παραμυθική παράδοση σύμφωνα με την οποία ο παγιδευμένος ήρωας διαφεύγει με τη βοήθεια κάποιου ζώου ή κάποιας προβιάς ενώ ο γίγαντας προσπαθεί να τον συγκρατήσει επιστρατεύοντας διάφορα μαγικά μέσα. Στον Όμηρο ο ήρωας σώζει και τους συντρόφους του. Ο Πολύφημος δεν μπορεί ωστόσο να παραβγεί στην εξυπνάδα με τον αντίπαλό του, ο οποίος καταστρώνει άλλο σχέδιο, το θέτει σε εφαρμογή και διαφεύγει με τους συντρόφους του, χωρίς άλλες απώλειες.
Η σύλληψη και εκτέλεση ενός παράτολμου σχεδίου (στ. 316 κ.ε. «κακά βυσσοδομεύων») με στόχο την εξουδετέρωση του γίγαντα και την απελευθέρωση των παγιδευμένων αναδεικνύει τις ανώτερες πνευματικές ικανότητες του ήρωα. Ο ποιητής, που αφιερώνει 460 στίχους στην εξιστόρηση της περιπέτειας, δεν αναφέρει κανένα από τα επίθετα «πολύμητις», «πολύτροπος» ή «πολυμήχανος», πολύ πιθανόν επειδή αφηγητής είναι ο ίδιος ο ήρωας. Χρησιμοποιεί ωστόσο φράσεις όπως, «ἥδε μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή» (στ. 318), δηλ. «αυτή μου φάνηκε η καλύτερη σκέψη». Ο ήρωας δεν παραγνωρίζει βέβαια τη θεϊκή βοήθεια (στ. 381)

«... αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων» , «δοίη δέ μοι εὖχος Ἀθήνη»

(στ. 317) και μπορεί επίσης να δηλώνει ότι οι θεοί τιμώρησαν τον Πολύφημο (στ. 479), να προσφέρει θυσίες (στ. 533-555), αλλά η έμφαση είναι σαφώς στο προσωπικό του επίτευγμα, που ξεχωρίζει από την παραμυθική παράδοση, αναφορικά με την πανουργία ενάντια στη βία .
Στην προκειμένη περίπτωση το επίτευγμα δεν οφείλεται μόνο στη συνθετική δεξιοτεχνία του ποιητή και στη δημιουργία μιας άλλης εκδοχής, όπως πιστεύουν ορισμένοι μελετητές του Ομήρου, αλλά κυρίως στην καθιέρωση μιας καινούριας κοσμοαντίληψης: η Οδύσσεια, σε αντίθεση με την Ιλιάδα, προβάλλει τη δύναμη και την επιβολή του πνεύματος. Ο ομηρικός ήρωας επιζητεί το «ἄφθιτον κλέος», όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, όπως δείχνει η Ιλιάδα, αλλά και στο στίβο της ζωής. Γεγονός είναι επίσης ότι στην πορεία της πολιτιστικής του εξέλιξης ο άνθρωπος δάμασε τα στοιχεία της φύσης, τα οποία στην Οδύσσεια μπορούμε να πούμε ότι συμβολίζει ο Κύκλωπας, με τη δύναμη του πνεύματός του. Τελικά, ο Πολύφημος αδυνατεί να πιστέψει πως ηττήθηκε από ένα ανθρωπάριο, όπως αποκαλεί περιφρονητικά τον Οδυσσέα (στ. 515, «ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς»). Ο Κύκλωπας περίμενε να αντιμετωπίσει ένα «μέγαν» ήρωα με «μεγάλην ἀλκήν» (στ. 513), όπως ήταν οι ήρωες της Ιλιάδας. Δεν αντιλαμβάνεται ότι η δύναμη, η «ἀλκή», δεν βρίσκεται μόνο στη σωματική ρώμη, η οποία a priori δεν θα ωφελούσε. Με το πνεύμα του λοιπόν, ο Οδυσσέας αποδείχτηκε ακαταμάχητος γίγαντας. Η μήτις νίκησε τη ρώμη .
Ας περάσομε τώρα στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη για να δούμε πώς παρουσιάζεται ο ήρωας της ατέρμονης περιπλάνησης σε ανάλογες περιπτώσεις. Σε μια από τις περιπέτειες του στην Κ ραψωδία ο ήρωας βρίσκεται στην Αίγυπτο των Φαραώ, συμμετέχει σε μια εργατική επανάσταση, τραυματίζεται, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους και φυλακίζεται. Η αφήγηση είναι αρκετά εκτενής, 552 στίχοι (Κ 258-810).
Ο αναγνώστης που γνωρίζει τον «πανούργο» και «πολυμήχανο» Οδυσσέα της ομηρικής παράδοσης περιμένει ότι ο ήρωας του Καζαντζάκη θα καταστρώσει κάποιο σχέδιο διαφυγής από τη φυλακή, όταν μάλιστα χαρακτηρίζεται στο επεισόδιο αυτό «καστροκαταλύτης» (στ. 440), «ανδροφονιάς» (στ. 474), «αστραπονούσης» (στ. 743), «πεντάγνωμος» (στ. 549), «ασύχαστο μυαλό» (στ. 523), «χοχλακιστό μυαλό» (στ. 744), εκτός από «πολυβάσανος» (στ. 354), «εφτάψυχος» (στ. 399, 517) και «πολύπαθος» (στ. 458, 513). Γρήγορα όμως ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι τα επίθετα αυτά χρησιμοποιούνται περισσότερο για μετρικούς λόγους. Ο ήρωας μπορεί να είναι τραυματισμένος αλλά ο « νους του δούλευε»(στ.
638), όπως μαθαίνομε. Δεν αναλαμβάνει ωστόσο καμία πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσής τους. Ίσως να διαβλέπει ότι αυτό είναι αδύνατο, αλλά ο Καζαντζάκης ασπάζεται γενικά τη νιτσεϊκή αρχή ότι ο αγώνας μετράει περισσότερο από το αποτέλεσμα. Βέβαια, ο ήρωας καιροφυλακτεί (στ. 735).
Κάποια στιγμή λοιπόν ο βασιλιάς νιώθει πλήξη και διατάζει να του φέρουν «τους γαύρους δυο που ασκώσαν κεφαλή» (στ. 651), δηλ. τον Οδυσσέα και τη Ράλα, πιθανόν για να διασκεδάσει. Όταν τον παίρνουν οι δεσμοφύλακες (στ. 665 κ.ε.), ο ήρωας αποχαιρετά τον κόσμο νομίζοντας ότι πηγαίνει για εκτέλεση. Αντιλαμβάνεται ωστόσο λίγο αργότερα ότι η ιδέα ενός πιθανού καταστροφικού πολέμου τρομάζει τον Φαραώ και σκαρώνει ένα «πλάνο παραμύθι» (στ. 766). Παρουσιάζει ξαφνικά και αναπάντεχα κάτι σαν μάσκα και την εναποθέτει στα γόνατα του βασιλιά (στ. 780 κ.ε.), με αποτέλεσμα να τρομάξει εκείνος και να διώξει τον ήρωα μακριά από το παλάτι (στ. 796). Έτσι απελευθερώνεται ο «θαλασσόμαχος» (στ. 798). Στο σημείο αυτό της αφήγησης μαθαίνομε για πρώτη φορά ότι στο κελί του ο ήρωας σκάλισε σε ξύλο ένα «κοντόπαχο ανθρωπούδι», χωρίς να αποκαλύψει φυσικά αν είχε κάποιο σχέδιο στο νου του. Η μορφή του Οδυσσέα της φυλακής του Φαραώ διαφέρει από την επική μορφή του Οδυσσέα της σπηλιάς του Πολύφημου. Είναι, θα έλεγα, χλομή και ξεθωριασμένη. Σχεδόν αγνώριστη. Η πανουργία δεν δίνει το έναυσμα για ηρωικές πράξεις ή, αλλιώς, η εκδήλωση της πανουργίας δεν συνοδεύεται από επική δράση.
Η εικόνα αυτή δεν αλλάζει δραματικά στη δεύτερη φυλάκιση του ήρωα. Πάλι βρίσκεται αντιμέτωπος με τον Φαραώ όταν συντάσσεται με τους βαρβάρους, που κατά τη γνώμη του πρέπει να νικήσουν και να δημιουργήσουν έναν καινούργιο πολιτισμό στη θέση του παρακμασμένου αιγυπτιακού πολιτισμού. Αιχμαλωτίζεται ξανά, μαζί με τους συντρόφους του, και περιμένει τον θάνατο στη φυλακή. Αντί να καταστρώσει κάποιο σχέδιο διαφυγής, όπως θα έκανε ο ομηρικός Οδυσσέας, ο ήρωας κάθεται και πελεκά σ’ ένα ξύλο «το προσωπείο του Θεού του, του Αγωνιστή».
Γνωρίζοντας το προηγούμενο επεισόδιο της φυλάκισής του, ο αναγνώστης περιμένει ότι το νέο κατασκεύασμα θα φανεί κάποια στιγμή χρήσιμο. Δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει τον Οδυσσέα του Ομήρου. Αντίθετα, ο ήρωας, μπορεί να πει κανείς, φαίνεται αντιηρωικός. Ενώ βλέπει άλλους («οι καπετάνιοι») να προσπαθούν να βρουν τρόπο διαφυγής (Λ 687 κ.ε.), εκείνος κάθεται και τους κοιτάζει με απάθεια.
Λυπάται ωστόσο τους φυλακισμένους. «Η σκοτεινή καρδιά τού δοξαρά λυπήθη τους ανθρώπους» στ. 720), και σκαρφίζεται κάτι για να τους διασκεδάσει: σκαλίζει σε ξύλο δώδεκα θεούς. Ένας φυλακισμένος ονόματι Νείλος του πετάει κατάμουτρα, «Κρίμα τη δύναμη σου...» (στ. 720). Ο ήρωας σκέπτεται, μονολογεί, αλλά δεν ασχολείται με το θέμα της απελευθέρωσής του ή των συντρόφων του. Αρχίζει πάλι να πελεκάει (στ. 809), αναγκάζοντας το Νείλο να επαναλάβει «Κρίμα τη δύναμη σου»
(στ. 831). Και στο επεισόδιο αυτό ο ήρωας χαρακτηρίζεται «καστροκαταλύτης» (στ. 933), «σκοτεινός αγωνιστής» (στ. 833), «πολυμήχανος» (στ. 1175), πέρα από «πολύπαθος» (στ. 789), «πολυπλάνητος» (στ. 996), «πολυβάσανος» (στ. 1132), «κοσμογύρης» (στ. 1168).
Ξαφνικά παρουσιάζεται πάλι ο «από μηχανής θεός» για να βγει ο ήρωας από τη φυλακή. Άνθρωπος του Φαραώ ψάχνει ανάμεσα στους φυλακισμένους κάποιον που να «κατέχει από γητειές» (στ. 1175). Είναι ξεκάθαρο πως όποιος βοηθήσει το βασιλιά θα κερδίσει την ελευθερία του. Ο ήρωας είναι μάνα σ’ αυτά (στ. 1192), ξεσκόλισε «τις τέχνες που δένουν και ξεδένουν». Παίρνει λοιπόν μαζί του μια από τις μάσκες που έφτιαχνε υπομονετικά τόσες μέρες και ακολουθεί τον έμπιστο του βασιλιά. Πρώτα χορεύει έναν παθιασμένο χορό μπροστά στον βασιλιά (στ. 1215-1250) κι ύστερα κολλάει τη μάσκα στο πρόσωπό του. Αυτός τρομάζει από το όραμα ενός καινούριου θεού. Δεν σκοτώνει τον ήρωα αλλά τον διώχνει από τη χώρα (στ. 1270 κ.ε.). Έτσι απελευθερώνεται.
Ο Καζαντζάκης εκφράζει το πνεύμα του καιρού του, όπως παρατηρεί ο Πρεβελάκης. Αυτό είναι φυσικό και αναμενόμενο. Κλασικό παράδειγμα επικού ποιήματος που εκφράζει το πνεύμα της εποχής τού ποιητή είναι η Αινειάδα του Βιργιλίου. Ακόμη και τα χαρακτηριστικά τού «πολυβάσανου» και «πολυπλάνητου» ήρωα στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη έχουν τη δική τους ιδιαιτερότητα, για την οποία ωστόσο δεν θα γίνει λόγος εδώ. Ο Φράιερ γράφει, στην εισαγωγή της μετάφρασής του, ότι ο Καζαντζάκης «δεν είχε σκοπό να συναγωνισθεί ή να μιμηθεί τον Όμηρο». Το βέβαιο είναι πάντως ότι ο ήρωάς του προσδιορίζεται εν πολλοίς από συνειδητές επιλογές που υπαγορεύονται από μια πολυσυζητημένη και αντιφατική κοσμοθεωρία.






Οι τύχες της Πάπισσας Ιωάννας



H Πάπισσα Ιωάννα είναι ίσως το μοναδικό ελληνικό αφηγηματικό κείμενο που δημιούργησε τον δικό του μύθο

του
Δημητρίου Τζιόβα
καθηγητού Νεοελληνικών Σπουδών
στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας*



Μια επιγραμματική αναφορά στις τύχες της Πάπισσας Ιωάννας θα ήταν νομίζω ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική. Η δημοσίευσή της το 1866 δίχασε τους κριτικούς, τον τύπο και το κοινό σε θερμούς υποστηρικτές και σφοδρούς πολέμιους όχι τόσο για τη λογοτεχνικότητά της όσο για τον αντικληρικαλισμό, τη σκανδαλοθηρία και τις πηγές της. Παρά το ξεχωριστό ύφος του Ροΐδη για πολλά χρόνια βάραινε στην πρόσληψη της Π.Ι. ότι ήταν δάνεια και ετερόφωτη. Ο Βουτιερίδης, για παράδειγμα, έβλεπε το 1917 την Πάπισσα Ιωάννα εμπνευσμένη από το Promenades dans Rome (1829) του Σταντάλ ενώ αργότερα άλλοι τόνισαν τις οφειλές στα κείμενα του Ezechiel von Spanheim. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η υποδοχή της Πάπισσας Ιωάννας το δέκατο ένατο αιώνα συνοψίζεται σε μια σειρά επιθέσεων από την Ιερά Σύνοδο, τον Charles Buet (1878) - το βιβλιαράκι του οποίου για την Π.Ι. μεταφράστηκε στα ελληνικά - και τις δριμύτατες κατηγορίες του Χαρίλαου Μελετόπουλου (1881) για λογοκλοπή. Ενδεχομένως στη δεξίωση της Π.Ι. στο 19ο αιώνα να βάσισε και ο Παλαμάς τον ακόλουθο χαρακτηρισμό του Ροΐδη το 1904: «Ο πλειότερον αναγνωσθείς, αλλά και, κατά φυσικώτατον λόγον, σκαιότερον υβρισθείς εκ των συγγραφέων της νεωτέρας Ελλάδος».
Αλλά και στον εικοστό αιώνα η Πάπισσα Ιωάννα εξακολουθεί να προκαλεί για την αισχρολογία και την αντιθρησκευτικότητά της. Μάλιστα το 1940 επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε έκδοση των Απάντων από τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων με επιμέλεια του Κ. Καιροφύλα και η τότε κυβέρνηση απαγόρευσε την έκδοσή της. Ακόμα και ο Ξενόπουλος, που είχε παλαιότερα επαινέσει την Π.Ι. για το σπινθηροβόλο και περίτεχνο ύφος της, φαίνεται να έχει αλλάξει γνώμη και στις 11 Αυγούστου 1941 γράφει στα Αθηναϊκά Νέα: «Η τότε κυβέρνησις δεν είχε καθόλου άδικο να την απαγορεύση. Η "Πάπισσα Ιωάννα" είνε ένα βιβλίο όχι μόνο αισχρολόγο - κι αισχρολογεί με πνεύμα ή για να κάνη πνεύμα, που είνε για μένα το χειρότερο είδος της αισχρογραφίας - αλλά κι αντιθρησκευτικό ή μάλλον αντιχριστιανικό».
Δεν είναι όμως μόνο η αντιθρησκευτικότητα της Π.Ι. που ενοχλεί αλλά και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του συγγραφέα προκαλεί την αντίδραση του Σπύρου Μελά. Η καταδικαστική του όμως στάση απέναντι στον Ροΐδη φαίνεται αντιφατική γιατί αφενός τον θεωρεί πρόδρομο των φραγκολεβαντίνων της ελληνικής λογοτεχνίας και αφετέρου ετοιμάζει ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού Ελληνική Δημιουργία το 1953 και προλογίζει τα Απαντά του το 1955.
Ας σημειωθεί επίσης η εκκωφαντική σιγή των εκπροσώπων της γενιάς του '30 όσον αφορά τον Ροΐδη και το μυθιστόρημά του. Και οι δύο απουσιάζουν από τις Δοκιμές του Σεφέρη, τα Ανοιχτά Χαρτιά του Ελύτη, τις Μελέτες του Λορεντζάτου ή τα κριτικά δοκίμια του Θεοτοκά (εκτός από μια αναφορά στο Ελεύθερο Πνεύμα). Φαίνεται ότι η αισθητική ιδεολογία της γενιάς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον Ροΐδη ως πρόγονο και να συμβιβαστεί με την πρωτοτυπία της Π.Ι. Παρά την επιδεικτική αδιαφορία της γενιάς του '30, η Π.Ι. είναι ίσως το μοναδικό ελληνικό αφηγηματικό κείμενο που κατόρθωσε να δημιουργήσει το δικό του μύθο ενώ οι τύχες της αντικαθρεφτίζουν τους προσανατολισμούς αλλά και τις αναστοχεύσεις της ελληνικής κριτικής.
Θα πρέπει να φτάσουμε στη δεκαετία του 1980 για να υποχωρήσουν οι αιτιάσεις περί αισχρολογίας, φραγκολεβαντινισμού και αντικληρικαλισμού και να ιδωθεί η Π.Ι. από μια νέα σκοπιά. Τώρα η έμφαση επικεντρώνεται σε θέματα όπως το ύφος της, η ειρωνεία, η διακειμενικότητα, η ρητορική και ο ρόλος του αναγνώστη. Σε αυτή τη δεκαετία έχουμε και δύο απανωτά αφιερώματα περιοδικών: ένα του Διαβάζω (1984) και ένα διπλό του Χάρτη (1985). Ιστορικοί και θεωρητικοί της λογοτεχνίας από διαφορετικές αλλά και διασταυρούμενες προοπτικές αναδεικνύουν τις υφολογικές και αφηγηματολογικές αρετές του μυθιστορήματος, που θεωρείται το ελληνικό αντίστοιχο του Τρίστραμ Σάντυ του Λώρενς Στερν ή του Ο Ζακ ο Μοιρολάτρης και ο Αφέντης του του Ντενί Ντιντερό ενώ δεν έλειψε και η συσχέτιση με τον Μπόρχες. Το παιγνιώδες ύφος της Π.Ι. ελκύει αργότερα και νέους μυθιστοριογράφους όπως η Αμάντα Μιχαλοπούλου με το Γιάντες (1996) ή ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος που ξαναγράφει με το δικό του τρόπο το κείμενο (2000). Αν και η Π.Ι. μεταγράφτηκε τρεις φορές στη δημοτική, ό,τι εξασφάλισε τη διάρκειά της ήταν τελικά το απαράμιλλο ύφος της.
Μπορεί όμως το ύφος να θεωρήθηκε το μέγα επίτευγμα του Ροΐδη και το κοινό διαχρονικό σημείο αναφοράς πολλών κριτικών, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι υφολογικές προσεγγίσεις ήταν πάντα οι ίδιες, ότι μια σατιρική θεώρηση, καλλιλογική αξιολόγηση ή ηθολογική συνάρτηση του ροΐδειου ύφους είναι ταυτόσημες με μια ρητορική ή μορφολογική ανάλυσή του. Ενώ για δεκαετίες η έμφαση στο ύφος του Ροΐδη υπήρξε σταθερή, τα τελευταία είκοσι χρόνια υπό την επίδραση της λογοτεχνικής θεωρίας αρχίζει να διαμορφώνεται η αντίληψη ότι τελικά το ροΐδειο ύφος δεν μπορεί να είναι πάντα σημείο κριτικής σύγκλισης αλλά και απόκλισης, όπως άλλωστε και η τόσο ρευστή και απροσδιόριστη έννοια του ύφους ή της γραφής.
*
Το Βήμα της Κυριακής, 17/10/2004