Η δίκη και η εκτέλεση των «έξι»

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

Η δίκη των «έξι», που στην πραγματικότητα ήσαν οκτώ, είχε σαν κύριαν κατηγορία την διάπραξιν του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας, που επισύρει την ποινήν του θανάτου. Η δίκη και η εκτέλεσις πέρασε από τας ακολούθους διαδικασίας:
α) Στις 5 Οκτωβρίου 1922 εκδίδεται διάγγελμα της επαναστατικής επιτροπής δια την παραπομπή των υπευθύνων της καταστροφής της Σμύρνης εις δίκην. Το διάγγελμα υπογράφουν οι Γονατάς, Πλαστήρας, Σακελλαρόπουλος, Χατζηκυριάκος, Φωκάς.
β) Συνίσταται ανακριτική επιτροπή, που παραπέμπει να δικαστούν ενώπιον εκτάκτου στρατοδικείου οι ακόλουθοι:
Δημ. Γούναρης, Νικ. Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης,
Γεώρ. Μπαλτατζής, Νικ. Θεοτόκης, Γεώρ. Χατζανέστης,
Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός.
Πρόεδρος του στρατοδικείου ήταν ο στρατηγός Αλέξ. Οθωναίος κι επαναστατικός επίτροπος ο συνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης.
γ) Η δίκη άρχισε στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής (Σταδίου) στις 31 Οκτωβρίου και κράτησε ως τα ξημερώματα της 15ης  Νοεμβρίου. Κατεδικάσθησαν άπαντες εις θάνατον, εκτός από τον Μιχ. Γούδα και τον Ξεν. Στρατηγό, που κατεδικάσθησαν σε ισόβια.
Η εκτέλεσις έγινε την ίδιαν ημέρα -15 Νοεμβρίου- στις 11:30 στο Γουδί, παρά τις αντιδράσεις των πρεσβευτών Γαλλίας και Αγγλίας και προσωπικά του ιδίου του Βενιζέλου.
δ) Για να κριθή η δίκη και πολύ περισσότερον η εκτέλεσις, δέον να ληφθούν υπόψη: από την μια το καθαρόν νομικόν μέρος και από την άλλη οι τότε ιστορικές συγκυρίες. Ως προς το νομικόν μέρος παρατηρούνται τα ακόλουθα:
   Ι. Το κατηγορητήριον περί εσχάτης προδοσίας, θα μπορούσε να θεωρηθή τυπικώς αβάσιμον, μια και το αδίκημα δεν συνετελέσθη επί ελληνικού εδάφους. Η Μικρασία δεν ήταν επισήμως ελληνική. Ωστόσον ήτο υπό ελληνικήν διοίκησιν.
  ΙΙ. Δεν απεδείχθη, κατά την ακροαματικήν διαδικασίαν, δόλος των κατηγορουμένων. Με άλλα λόγια δεν ενήργησαν ως συνειδητοί προδότες.
Ως προς τας ιστορικάς συγκυρίας, η δίκη και η εκτέλεσις ήτο αναπόφευκτος. Το δράμα και το μέγεθος της καταστροφής ήτο απροσμέτρητον. Στρατός και λαός ήσαν έτοιμοι να βάλουν «μαχαίρι». Εχρειάζοντο λοιπόν, μιαν δίκην, πολιτικής έστω σκοπιμότητος, με ωρισμένα εξιλαστήρια θύματα. Βέβαια τα λάθη των «έξι» ίσως και να ήσαν πολλά, αλλά σήμερα κανείς δεν είναι διατεθειμένος να τους χαρακτηρίση συνειδητούς προδότες. Εξάλλου ευθύνες είχεν και η βενιζελική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Το δυσάρεστον είναι πως η εκτέλεσις δεν έκλεισε μιαν πληγήν, αλλά απεναντίας ήνοιξεν άλλην, διότι ο αντιβενιζελικός κόσμος αργότερα θα ανταπέδιδεν τα ίσα, ανοίγοντας πάλι νέον κεφάλαιον διχασμού, που θα ωδήγει εις την δικτατορίαν του Μεταξά.

ΣΑΡΑΝΤΟΥ ΚΑΡΓΑΚΟΥ


Λημνιάδες



ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-κλασσικού φιλολόγου-





Στην ελληνική μυθολογία με το συλλογικό όνομα Λημνιάδες ήταν γνωστές οι γυναίκες της νήσου Λήμνου οι οποίες, σύμφωνα με την παράδοση, παραμέλησαν τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης. Η θεά τις εκδικήθηκε κάνοντάς τες να μυρίζουν τόσο άσχημα, ώστε οι σύζυγοί τους τις εγκατέλειψαν και πήραν παλλακίδες από τη Θράκη. Οι Λημνιάδες τότε τους εκδικήθηκαν με τη σειρά τους σκοτώνοντας όλους τους άνδρες της νήσου, ακόμα και τον βασιλιά, και έκαναν βασίλισσά τους την Υψιπύλη. Ως βασίλισσα, η Υψιπύλη επέτρεψε στις Λημνιάδες να αποκτήσουν παιδιά από τους Αργοναύτες, όταν καιρό αργότερα πέρασαν από εκεί κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους.



Η εποχή των τιμίων υπουργών

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

"Ζήσε τη ζωή σου με τον ίδιο τρόπο
 που θα ήθελες τα παιδιά σου να ζήσουν τη δική τους"

Εις άλλας εποχάς ετυφεκίσθησαν άλλοι περί εσχάτης προδοσίας –αν και δεν εστοιχειωθετήθη το κατηγορητήριον- εις το δημόσιον συμφέρον. Το παρόν γράφεται ως αντιδιαστολή εις τα όσα την σήμερον ακούγονται, περί υπουργού όστις σύρεται εις τα ποινικά δικαστήρια της χώρας. Πρόκειται περί τμήματος εκ της δίκης των έξι, και δια αληθή γεγονότα που εσυνέβησαν ούτως ή πως ούτως συμφώνως των πρακτικών της δίκης.
ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ : Ήτο η εποχή κατά την οποίαν ο στρατός είχεν όρυζαν, είχε ζυμαρικά, αλλά του έλειπον άλλα είδη τροφών. Και ο στρατός δεν ήθελεν ζυμαρικά. Ήτο η εποχή της πατάτας. Ήλθεν ο κύριος  και μου είπεν : έχομεν προσφοράς δια πατάτας και να αγοράσωμεν. –Να αγοράσωμεν αμέσως του λέγω. Διότι είχομεν τότε αφθονίαν χρημάτων. Ήτο ο Ιούνιος μην. Εις ποίαν τιμήν ήτο η προσφορά; 1,65, μου λέγει. Έχω την αντίληψιν, λέγω, ότι αι τιμαί είναι εφθηνότεραι. Καλώ αμέσως τηλεφωνικώς εκεί τον ιδιαίτερόν μου γραμματέαν και του λέγω να εύρη αμέσως τον Ρεφενέ, έναν συμπολίτην μου, αρχηγόν του δήμου Βίβλου, όπου καλλιεργούνται και αι πατάται και να του ειπή να έλθη εδώ. Έρχεται και τον ερωτώ:
-Ποί η τιμή της πατάτας εις την Νάξον; 1,15 μου λέγει, δια να τις φέρουν εις τον Πειραιά. Να πάνε απ’ ευθείας εις την Σμύρνην θα στοιχίση κάτι περισσότερον. Λέγω εις τον κον συνταγματάρχην αυτοστιγμή άνευ διατυπώσεων: Πόσας θέλετε; -Ενάμισυ εκατομμύριον οκάδες. –Αυτοστιγμεί και υπ’ ευθύνην μου να γίνη μια συμφωνία. Λέγω δε εις τον Ρεφενέν να τηλεγραφήση εις την Νάξον δια να αγορασθούν αι πατάται αμέσως, ώστε να είναι έτοιμες μόλις φθάασουν τα πλοία να τις παραλάβουν.

ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Εκδίδω λοιπόν διαταγήν επιτάξεως και μη εξαγωγής εκ της Νάξου των πατατών έως ότου κλείσωμεν την σύμβασιν και μας δώση ο Ρεφενές τις πατάτες. Εστείλαμεν τηλεγράφημα.
Μετά δύο ημέρας λαμβάνομεν ένα τηλεγράφημα του αστυνόμου Νάξου. Μας έλεγεν ότι επέτυχεν ένα ποσόν πατατών και ότι η τρέχουσα εμπορική τιμή είναι 95 λεπτά. Μου φαίνεται, λέγω στον υπουργόν, ότι εμπήκαμεν όλοι μέσα, διότι αυτά μας τηλεγραφεί ο αστυνόμος. Μου απαντά: Τι ήθελα εγώ να αναμειχθώ, διατί με επήρες στον λαιμό σου; Του λέγω: Όχι κ. υπουργέ, η τιμή της 1,25 που τις αγοράσαμε είναι καλή. Όχι μου λέγει, δεν ηξεύρω τίποτα.

ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Το άλλο πρωί όταν επήγα στο υπουργείον και ήλθε δι’ υπογραφάς ο κος συνταγματάρχης του λέγω: Τι έγινε με τις πατάτες; Μου λέγει: Ξεύρετε έκαμα ένα λάθος. Η προσφορά που σας είχα πή της 1,65 είναι 95 λεπτά…Τότε άφηκα την πέννα κάτω, είπον προς τον κον συνταγματάρχην να ακυρώση ότι έκαμα με τον συμπολίτην Ρεφενέ.
Αυτοί οι άνθρωποι εστάλησαν στο απόσπασμα, αν και ήσαν τίμιοι και δεν έστερξαν, εν όσω ακόμη το έθνος έχυνε ποταμούς αίμματος εις την Μ. Ασίαν, να ζημιώσωσι ούτε δραχμήν το κράτος που με νύχια και με δόντια πολεμούσε. Τι να πούμε δια το σήμερα; Τα λόγια περιττά.



Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Γ’)-Η αλαζονεία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

Μη καυχάσθω ο σοφός εν τη σοφία αυτού
και μη καυχάσθω ο ισχυρός εν τη ισχύι αυτού
και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού,
αλλ’ ή εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος συνίειν
 και γινώσκειν ότι εγώ ειμί Κύριος
ο ποιών έλεος και κρίμα και δικαιοσύνην επί της γης,
 ότι εν τούτοις το θέλημά μου, λέγει Κύριος
[Παλαιά Διαθήκη – Ιερεμίας  XE "Ιερεμίας προφήτης" θ’23-24]

«Κροίσος» ήταν το όνομα ενός βασιλέως της Λυδίας της Μ. Ασίας. Αμέτρητοι ήσαν οι θησαυροί του και τ’ αγαθά του κι άπαντες τον εθεώρουν δια τον πιο ευτυχισμένον άνθρωπον του κόσμου. Όλοι εκτός απ’ έναν. Τούτος ήτο ο Σόλων, ο σοφός νομοθέτης των Αθηναίων.
Ήτο μια φορά καλεσμένος του Κροίσου και αυτός ίνα τον καταπλήξη, του έδειξε όλους τους θησαυρούς του. Αφού λοιπίν του έκανε αυτήν την επίεδειξι, τον ερώτησε με ξιπασιά μεγάλη:
-Πές μου, Σόλων! Εγνώρισες άνθρωπον πιο ευτυχισμένον από μένα;
-Ναι απήντησε εκείνος ήρεμα! Εγνώρισα τον Αθηναίον Τέλλο, που ήτο άνθρωπος έυπορος. Μεγάλωσε τα παιδιά του καλά κι ύστερα πέθανε δοξασμένα δια την πατρίδα.
Δυσαρεστημένος ο Κροίσος, που ο Σόλων δεν μετρούσε την ευτυχία με τα πλούτη, τον ρώτησε αν εγνώρισε άλλον πιο ευτυχισμένον απ’ αυτόν μετά τον Τέλλο.
-Ναι απήντησε πάλι ο Σόλων. Δύο κιόλας! Τον Κλέοβι και τον Βίωνα, δυο αδέλφια από το Άργος. Ήσαν τόσο αγαπημένοι μεταξύ των και ηγάπουν την μητέρα των τόσο πολύ, που όλοι τους εθαύμαζαν δια τα ευγενικά των αισθήματα και απέθανον ήσυχα μέσα στον γενικόν σεβασμόν και την αγάπη των συμπολιτών των!
-Έτσι λοιπόν έ; Φώναξε ο Κροίσος ωργισμένος! Κι εμένα; Εμένα δεν με λογαριάζεις ανάμεσα στους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους;
-Εσύ, απήντησε ήσυχα ο Σόλων, δεν ετελείωσες ακόμη τις ημέρες σου και δεν ξαίρουμε ακόμα τι μπορεί να σου τύχη. Μην ξεχνάς πως ο βίος μοιάζει με τους αγώνες. Κι όπως δεν μπορούμε κανένα να τον ανακηρύξουμε νικητή πριν τελειώση ο αγώνας, έτσι και για τον άνθρωπον, δεν μπορούμε να πούμε πώς έζησ’ ευτυχισμένος, αν δεν ξαίρουμε πώς τελείωσε ευτυχισμένα την ζωή του. Ουδένα πρό του τέλους μακάριζε!
Ο βασιλεύς τοσούτως εθύμωσε με την απάντησιν αυτήν του σοφού Αθηναίου, ώστε τον έδιωξε απ’ την αυλή του. Μα ήρθε καιρός, που τον θυμήθηκε. Και ιδού πώς. Με την ξιππασιά που είχε, ήρθε σε πόλεμο με τον βασιλέαν των Περσών, τον Κύρο, πόλεμον που του εστοίχισεν το βασίλειό του, τους θησαυρούς του όλους και στο τέλος είδε εξ αιτίας αυτού και τον Χάρο με τα μάτια του. Γιατί ο Κύρος, που τον έπιασε αιχμάλωτο, πρόσταξε να τον κάψουν ζωντανόν μπροστά του. Την ύστερην αυτήν ώρα, όταν οι Πέρσες στρατιώτες άναβαν την φωτιά και ο παλιός πανίσχυρος και πλουσιώτατος Κροίσος πήγαινε δεμένος για τον θάνατον, θυμήθηκε τον Αθηναίον σοφό και αναστενάζοντας, φώναξε τ’ όνομά του τρείς φορές:
-Ω Σόλων! Σόλων! Σόλων!
Κατά τύχην αυτές οι φωνές της απελπισίας του τον έσωσαν. Γιατί ο Κύρος ενδιαφέρθηκε να μάθη ποίος ήτο αυτός, που φώναζε, κί όταν ο Κροίσος του διηγήθηκε την ιστορία, εκείνος την καλοσκέφθηκε, κι από φόβο μην καταντήση κι ο ίδιος καμμιά φορά σαν τον αντίπαλόν του, του εχάρισεν την ζωή. Ωστόσο ο Κροίσος τελείωσε τις μέρες του πτωχός και δυστυχισμένος.

ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ





ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ


Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)- Εις τον Σταυρόν και την Ανάστασιν

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

«Τὴν θεόσωμον ταφὴν
 καὶ τὴν εἰς ᾅδου κάθοδον τοῦ Κυρίου
καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν».

Σήμερον ο Άδης στένων βοά.
Συνέφερέ μοι,
Ει τον εκ Μαρίας γεννηθέντα, μη υπεδεξάμην.
Ελθών γαρ επ’ εμέ, το κράτος μου έλυσε.
Πύλας χαλκάς συνέτριψε. Ψυχάς ας κατείχον
Το πρίν, θεός ών ανέστησε
Κατελύθη μου η εξουσία.
Εδεξάμην θνητόν, ώσπερ έναν των θανόντων.
Τούτον δε κατέχειν, όλως ουκ ισχύω,
Αλλ’ απολώ μετά τούτου,
Ών εβασίλευον.
Εγώ είχον τους νεκρούς απ’ αιώνος,
Αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει.
Κατεπόθη μου το κράτος.
Ο Ποιμήν εσταυρώθη, και τον Αδάμ ανέστησεν.
Ών περ εβασίλευον εστέρημαι,
Και ούς κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα.
Εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς.
Ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος.

Μερικοί εκ των ύμνων του Σταυρού και της Αναστάσεως ίσως κατά το παρελθόν εποιήθησαν ή εχρησιμοποιήθησαν εις άλλας εορτάς από εκείνας εις τας οποίας προσγράφονται εις τους κώδικας. Τοιαύται εορταί μνημονεύονται αι της 14ης Σεπτεμβρίου, 1ης Αυγούστου, 7ης Μαίου και 6ης Μαρτίου, της Σταυροπροσκυνήσεως, της Μεσονηστίμου και φυσικά της Μ. Παρασκευής.

Το θέμα του Σταυρού –τουλάχιστον εις τους ύμνους- συνδέεται με το απόκρυφον Ευαγγέλιον του Νικοδήμου και με τας δραματικάς χαρακτηρισθείσας ομιλίας των πατέρων, αι πλείσται των οποίων είναι ψευδεπίγραφοι. Η εις Άδου κάθοδος είναι το κύριον θέμα, διότι άλλως η παρουσία του Σταυρού δεν δικαιολογεί την τοιαύτην σύνδεσιν ούτε ο Σταυρός καθ’ εαυτόν είναι δυνατόν να δώση δραματικάς προεκτάσεις. Ως σύμβολον ο σταυρός είναι σφραγίς, άροτρον, κώπη, ήλος, εγχάραγμα, διάταγμα, θέσπισμα, ψήφος. Κύρια πρόσωπα εις την εις Άδου κάθοδον είναι ο διάβολος, άλλως Βελίαρ ονομαζόμενος, ο θάνατος και ο Άδης, ενίοτε συγχεόμενοι προς αλλήλους.

Εις τα βασικά ταύτα πρόσωπα –ραδιουργούντα πάντοτε και επιθυμούντα τον θάνατον του Ιησού και την καταστροφήν του ανθρωπίνου γένους- προστίθενται τα επίγεια πρόσωπα που συνετέλεσαν εις την θεϊκήν καταδίκην. Ούτοι χαρακτηρίζονται σαφώς ως συνεργοί και όργανα των καταχθονίων δυνάμεων.

Φυσικά από όλον αυτόν τον ποιητικόν χείμαρρον δεν ελλείπει η δογματική προτροπή και ακόμη η Ιουστινιάνειος πολιτική. Στόχος όμως του ποιητού είναι ο πιστός όλων των εποχών. Η χαρά της Αναστάσεως τονίζεται ολιγώτερον. Τούτο θα εύρωμεν αργότερον με την επικράτησιν του κανόνος. Σημασίαν έχει ακόμη δια τον ποιητήν του έκτου αιώνος η απολογία, η απόδειξις, η δογματική θεμελίωσις του λυτρωτικού ρόλου της Αναστάσεως. Η φύσις η οποία θα συμμετάσχη εις το πάθος μη φέρουσα καθοράν το ανοσιούργημα, δεν συμμετέχει τώρα εις την χαράν.

Έχει κανείς την εντύπωσιν ότι οι πιστοί κρατούν αυτήν ως πολύτιμον θησαυρόν και δεν τον αποκαλύπτουν δημόσια.

Θάμβος ήν κατιδείν, τον ουρανόν και γής ποιητήν,
Επί Σταυρού κρεμάμενον.
Ήλιον σκοτισθέντα, την ημέραν δε πάλιν
Εις νύχταν μετελθούσαν,
Και την γήν εκ τάφων αναπέμπουσαν,
Σώματα νεκρών.



ΤΕΛΟΣ
Δια τα παρόντα εχρησιμοποιήθησαν αι σημειώσεις
του καθηγητού της Βυζαντινής Φιλολογίας
εν τω πανεπιστημίω Αθηνών
Αθαν. Δ. Κομίνη
«προβλήματα βυζαντινής ποιήσεως και προσωπογραφίας»




Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Ε’)- Τη αγία και Μεγάλη Παρασκευή


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΑΥΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ,
ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΑΥΡΗ ΗΜΕΡΑ

Η αποκορύφωσις του θείου δράματος ήτο φυσικόν να συγκινήση τον μέγιστον χριστιανικόν ποιητήν περισσότερον παντός άλλου θρησκευτικού θέματος. Ούτως σώζονται σήμερον τρείς ύμνοι δυνάμενοι να χρησιμοποιηθούν δια την αγίαν και Μ. Παρασκευήν και πέντε δια το Πάθος και την Ανάστασιν από κοινού. Βλέπετε τον ποιητήν ενδιέφερεν η ουσία κι όχι ο τύπος.
Η παράστασις του θείου δράματος εις την τέχνην του λόγου, του μέλους, του χρωστήρος, της σμίλης κλπ ηκολούθησεν διαφορετικόν δρόμον εις την Ανατολήν και την Δύσιν. Τούτο δύναται ν’ αποδοθή και εις την διάφορον ψυχολογίαν των λαών της Ανατολής και της Δύσεως και εις την διάφορον δομήν των δύο Εκκλησιών.
Εκεί η Θεοτόκος θα γίνη το επίκεντρον και, εκτός του γνωστού Stabat Mater και της Pieta, θα έχωμεν την θεοτόκον των δακρύων, την θεοτόκον των σπασμών, των στεναγμών κλπ. Παρ’ ημίν η θεοτόκος παρά τον Σταυρόν – τύπος πλησιέστερος προς το Stabat Mater – είναι ο μεγαλειώδης ύμνος προς την μητρικήν και την ανθρωπίνην αγάπην, προς ό,τι προσφιλέστερον έχει η μητέρα και τον σπαραγμόν δια την απώλειά του. Τα πρόσωπα είναι η Θεοτόκος, ο Ιησούς –υιός και ο ποιητής παρεμβαίνων και συνδέων. Αναπτύσσεται η λογική του Πάθους, η μεταφυσική, η δογματική αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου η λογική της πονούσης και οδυρομένης μητρός, του πεπερασμένου –εί και τελείου- ανθρώπου.
Ο πόνος ο ανθρώπινος και η θεία φιλανθρωπία. Πονεί ο άνθρωπος δι’ εκείνον της αγάπης του οποίου έχει ανάγκην. Και πονεί ο Θεός δια το πλάσμα του. Παρηγορεί ο θρηνούμενος, διότι ανάγκην έχει πράγματι ο θρηνών. Οι στίχοι του ύμνου αυτού έχουν δραματικόν μεγαλείον:

Δός μοι λόγον, Λόγε. Μη σιγών παρέλθης με,
Ο υιός και θεός μου.

……
Γνώναι θέλω, οίμοι, πώς το φώς μου σβέννυται,
Πώς σταυρώ προσπήγνυται
Ο υιός και θεός μου

Η Θεοτόκος υπακούσασα προς στιγμήν εις τους λόγους του Ιησού, όπως μη θρηνή, λέγει:

Ιδού, φησί, τέκνον εκ των οφθαλμών μου
Τον κλαυθμόν αποσοβώ. Την καρδίαν μου συντρίβω
Επί πλείον.
Αλλ’ ου δύναται σιγάν ο λογισμός μου

…...
Νικώμαι, ώ τέκνον, νικώμαι τω πόθω
Και ου στέγω αληθώς, ιν’ εγώ μεν εν θαλάμω,
Σύ δ’ έν ξύλω,
Και εγώ μεν εν οικία, σύ δ’ εν μνημείω.
Άφες ούν συνέλθω. Θεραπεύει γάρ εμέ το θεωρείν σε.

Εις τον δεύτερον ύμνον εξετάζονται:
- η θεία και λυτρωτική πλευρά του Πάθους,
- η φιλανθρωπία, κεντρική έννοια του Ρωμανού, που ωθεί τον Ιησούν εις το Πάθος δια του οποίου σώζει τον άνθρωπον και τον συμφιλιώνει εκ νέου με τον θεόν.
Η περιγραφή των γεγονότων (κριτήρια, λαός, δίκαι, φθόνοι) παριστάνονται με την δραματικήν διηγηματικότητα του ποιητού. Χρησιμοποιούνται αι γραφαί, αι προφητείαι και εφευρίσκονται άλλαι προεκτάσεις.
Πρόσωπα: -Ιησούς και Ιουδαίοι
                  -Ιησούς και άνθρωποι
                  -Ιησούς και δικασταί (απουσιάζει η Θεοτόκος)
Ο Ιησούς ευεργετών και αντί ευχαριστιών δεχόμενος ονειδιαμούς.
Η συμμετοχή της φύσεως εις το Πάθος εις την ποίησιν του Ρωμανού προοιωνίζει την μεταγενέστερον ακμάσασαν και λαϊκότροπον χαρακτήραν έχουσαν θρηνητικήν ποίησιν της Μ. Παρασκευής.


Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Δ’)- Τη αγία και Μεγάλη Πέμπτη

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

«Τὸν ἱερὸν νιπτῆρα ἑορτάζομεν,
 τὸν μυστικὸν δεῖπνον, τὴν ὑπερφυᾶ προσευχὴν
 καὶ τὴν προδοσίαν αὐτήν».

Δύο ύμνοι του Ρωμανού μας εσώθησαν δια την αγίαν και Μ. Πέμπτη. Ο πρώτος αναφέρεται εις την προδοσίαν του Ιούδα, ο δεύτερος εις την άρνησιν του Πέτρου.
Βεβαίως πλείονα και μείζονα είναι τα γεγονότα των οποίων μνείαν ποιείται η αγία ημών Εκκλησία: είναι ο μυστικός Δείπνος και η καθιέρωσις της θείας Ευχαριστίας, είναι ο Νιπτήρ και η κορύφωσις της αντιθέσεως ανθρώπου και θεού. Ο Ιησούς υπομένει, οδυνάται, ταπεινούται, αγαπά, συγχωρεί, προσεύχεται. Ο άνθρωπος τον απολακτίζει, τον προδίδει, τον αρνείται, δεν υπομένει ουδέ σμικράς και προσκαίρους κακουχίας.
Εις τον α’ ύμνον της προδοσίας ο Ρωμανός ευρίσκεται εις πλήρην αμηχανίαν να κατανοήση την ψυχολογίαν του προδότου, δεν αφίνει να φανή ουδέ ίχνος συμπαθείας δια αυτόν, ενώ εις άλλας περιπτώσεις ο Ρωμανός είναι φιλανθρωπότατος. Μαστιγώνει την προδοσίαν με τα ποταπά ελατήρια. Επιστρατεύει όλα τα βαρέα επίθετα με τα οποία παρουσιάζει τον προδότην, προς όν αντιθέτει την άκραν αγάπην, την άκραν ταπείνωσιν, την άκραν φιλανθρωπίαν. Ιδού ολίγοι στίχοι εκ των πρώτων του ύμνου αυτού:

Τις ακούσας ουκ ενάρκησεν ή τις θεωρήσας ουκ ετρόμασε
Τον Ιησού δόλω φιλούμενον,
Τον Χριστόν φθόνω πωλούμενονποία γή ήνεγκε το τόλμημα;
Ποία δε θάλασσα υπέφερεν ορώσα το ανοσιούργημα;
Πώς ουρανός υπέστη, πώς δε αιθήρ συνέστη,
Πώς και ο κόσμος έστη
Συμφωνουμένου, πωλουμένου τότε, προδιδομένου του κριτού;
Ίλεως, ίλεως, ίλεως γενού ημίν,
Ο πάντων ανεχόμενος και πάντας εκδεχόμενος.

Διάφορος είναι η διάθεσις του ποιητού έναντι του κορυφαίου των αποστόλων καυχηθέντος εκείνου ότι ουδέν έμελλέν να τον χωρίση από τον Διδάσκαλο και μετ’ ού πολύ αρνηθέντος τρίς αυτόν εκ φόβου, δειλίας και αισχύνης.
Και εδώ ο ποιητής είναι εφευρετικώτατος εις τα δραματικά στοιχεία. Η ψυχογραφία του είναι ακριβεστάτη. Ο Ιησούς εκτιμά την πρόθεσιν, την μετάνοιαν, συνεκτιμά την συρροήν των αντιξόων περιστάσεων και γνωρίζων την ασθενήν φύσιν του ανθρώπου τον συγχωρεί. Δι’ αυτό ο ποιητής παρεμβάλλει εις τον ύμνον του τρία βασικά διδάγματα:
α) Δεν πρέπει κανείς να εμπιστεύεται εις τας ιδίας αυτού δυνάμεις, αλλά και εις την επικουρίαν της χάριτος του θεού
β) Και οι ποιμένες (ιερείς και επίσκοποι) είναι εξ ίσου εκτεθειμένοι εις τας αυτάς αδυναμίας και εις τους αυτούς κινδύνους που υπόκεινται και οι λοιποί πιστοί. Δια τον λόγον αυτόν οφείλουν ου μόνον να ζητούν την θείαν χάριν, αλλά να μην είναι σκληροί και απάνθρωποι έναντι των αμαρτωλών.
γ) Η θεία ευσπλαχνία και η φιλανθρωπία παρέχονται πάντοτε εις τους ειλικρινώς μετανοούντας. Αξίζει να ίδωμεν μόνον έναν οίκον και εκ του δευτέρου τούτου ύμνου. Είναι η περιγραφή της στιγμής, καθ’ ήν ο Πέτρος συνέρχεται μετά την φωνήν του αλέκτορος:
Ακούσας του όρνιθος ο Πέτρος φωνήσαντος
Ευθέως εκραύγασε
Κωκυτόν μετά δακρύων. Οίμοι, οίμοι, πού απέλθω, πού στώ
Πού δε φανώ;
Τι λέξω, τι φράσω, τι αφήσω, τι λήψομαι;
Τι πράξω, τι πάθω, τι υποστώ;
Ποίαν θρηνήσω μου πληγήν, πρώτην, δευτέραν;
Τριπλή γαρ οδύνη επήλθεν εμοί.
Τρισσώς ο δολερός έβαλέ με τον αφελή.
Αφανώς ετοξεύθην, φανερώς κατεβλήθην.
Πού τον νούν νύν εμετεώρισα και ουκ έκραξα
«σπεύσον, σώσον, άγιε, την ποίμνην σου»;


Ο ύπνος ο ζοφερός

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

«Τη αγία και Μεγάλη Τρίτη
Της των δέκα παρθένων
Παραβολής, της εκ του ιερού
Ευαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα»

Ήταν εποχές που ερχόντουσαν αι ημέραι και φεύγανε τρώγοντας και πίνοντας. Ιδού όμως ήλθεν ήδη έιδησις που μας είπεν ότι «τα ζεύγη των βοών και αι θήλειαι όνοι» εκεί που έβοσκαν ήλθον οι αιχμαλωτεύοντες και τα ηχμαλώτισαν, με άλλα λόγια όλα εκείνα τα εργαλεία που μεταχειριζόμεθα δια να ζούμε, μας τα υφάρπαξαν οι ξένοι. Ήρθαν αυτοί και μας τα πήραν δια ιδικά των. Ήλθεν πάλι κι άλλη είδησις που μας έλεγεν ότι «πύρ έπεσεν εκ του ουρανού επί την γήν και κατέκαυσεν τα πρόβατα και τους ποιμένας» ή άλλως ότι τα αγαθά μας αίφνης ηξαφανίσθησαν μαζί κι όσους είχαμε δια οδηγούς δια ταύτα, λές κι έπεσε φωτιά απ’ τον ουρανόν και ο Θεός απεφάσισεν τον χαμό μας. Και πρίν προλάβη ο νούς μας να κατανοήση ή η καρδιά μας να πονέση ήλθε κι άλλη είδηδις ακόμα χειροτέρα. Ότι «των υιών μας και των θυγατέρων μας εσθιόντων και πινόντων αίφνης πνεύμα μέγα ήλθεν και ήψατο των τεσσάρων γωνιών της οικίας  και έπεσεν η οικία επί των παιδιών μας και αυτά ετελέυτησαν», με άλλα λόγια ότι ήλθε μεγάλη ανεμοζάλη και κοσμοχαλασιά που ηύρε τα παιδιά μας ανέτοιμα και τα θανάτωσε. Νέα παιδιά που το κακό τα ηύρε να διασκεδάζουν, να πίνουν και να γλεντούν ανέμελα. Τώρα χάθηκαν στην αλλοδαπή όπου πήγαν για να ζήσουν ή από τον θάνατο που ρίχνουν μόνα τους στις φλέβες των λόγω της απελπισίας των. Όπως και νά ‘χη χάθησαν.
Τι κάναμε εμείς τότε; Και το τότε είναι μόλις χθές. Φωνάζαμε και τα βάζαμε με την τύχη μας και τον θεόν ακόμα που τόσον άδικα μας φέρθηκε. Ακόμα και τώρα δεν κατανοούμε. Τι έπρεπε να κάνωμε; Ιδού : «ούτως ακούσας ο Ιώβ, αναστάς διέρρηξεν τα ιμάτιά του και εκείρατο την κόμην της κεφαλής αυτού και πεσών χαμαί προσεκύνησεν τω Κυρίω και είπεν…Αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί. Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας». Δηλαδή παρ’ όλα τα όσα συνέβησαν στον Ιώβ εκείνος εις τίποτα δεν ημάρτησεν έναντι του Κυρίου, ούτε καν ηκούσθη τι το κακόν απ’ τα χείλη του έναντι του θεού του. Δεν εδείχθη άφρων απέναντι σ’ Εκείνον.
Ας το βάλωμεν καλά μες το νού μας. Εβυθίσθημεν εις ύπνον βαθύν[1] και η ψυχή μας έδειξεν άμετρον ραθυμίαν και έμοιασεν με εκείνες τις ανόητες παιδούλες που αν και περιμένουν τον αγαπητικό των, ουδόλως νοιάζονται και για το πώς θα τις βρή εκείνος, αν δηλαδή δεν θα καίγονται σαν λαμπάδες ανά πάσαν στιγμήν με το φώς της αρετής. Ραθυμίσαμε!!! Δείξαμε μεγάλην οκνηρία εις την ψυχήν μας. Εν ώ ο καιρός ήτο ο κατάλληλος δι’ εργασίαν εμείς μείναμε να ρεμβάζωμεν στο κενό και να φανταζόμεθα πράγματα ανόητα, να έχωμεν μέριμνες επουσιώδεις, ασχολίες δια πράγματα που ρέουν, που έρχονται και παρέρχονται.[2]
Και με τι έπρεπε να καταπιανόμαστε; Μα με τι άλλο από το κυνήγι της αιωνίου ευτυχίας, με την εργασίαν με προθυμίαν εις την δούλεψιν του Δεσπότου μας και Κυρίου και Θεού μας. Ποια είναι αυτή η εργασία; Ιδού: «νέμει τοις δούλοις τον πλούτον και αναλόγως έκαστος πολυπλασιάσωμεν το της χάριτος τάλαντον». Θέλομεν  πιο συγκεκριμένα; Όσοι απ’ εμάς τους εδόθη το χάρισμα της ανθρώπινης σοφίας θα έπρεπε αυτήν να την κατευθύνουν προς έργα αγαθά. Όσοι εκτελούν κάποιο λειτούργημα τούτο θα έπρεπε να το πράττουν με λαμπρότητα φωτός, ωσάν φάροι στην άκρη των σκοτεινών πελάγων. Όσοι είναι πιο φλογεροί εις την πίστιν να μεταδίδουν αυτήν εις όσους δεν είχαν το ευτύχημα να γνωρίσουν την αληθείαν. Όσοι έχουν πλούτον να τον διαμοιράζουν στους φτωχούς.[3] Αυτή θα ήταν η μόνη εργασία μας, εάν φυσικά δεν έπιπτεν η ψυχή εις ραθυμίαν, ήτις και εν τέλει την έπνιξεν. Μας πταίει άλλος κανείς δια τούτο; Κάναμε όλα αυτά και αδίκως πάσχομεν;
Μία απομένει λύσις. Αφ’ ού συνειδητοποιήσωμεν το αμάρτημά μας να σηκώσωμεν τα χέρια ψηλά και με όσην φωνή μας απομένει να κραυγάσωμεν:

Τα σπλάχνα των οικτιρμών σου μην κλείσης μοι Δέσποτα
Αλλ’ εκτινάξας μου τον ζοφερόν ύπνον, εξανάστησον
Και ταις φρονίμοις συνεισάγαγε παρθένοις
Εις νυμφώνα τον σόν, όπου ήχος
Καθαρός, εορταζόντων και βοώντων απαύστως
«Κύριε δόξα σοι»

Ημάρτηκα γαρ σοι Σωτήρ μου.
Μη εκκόψης με ώσπερ την άκρπον συκήν
Αλλ’ ως εύσπλαχνος Χριστέ, κατοικτήρισον
Φόβω κραυγάζουσαν
«μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού».


[1] Ο νυστάξας τη ραθυμία ψυχής ου κέκτημαι Νυμφίε Χριστέ καιομένην λαμπάδαν την εξ αρετών και νεάνισιν ωμοιώθην μωραίς εν καιρώ της εργαίας ρεμβόμενος.
[2] Τι ραθυμείς αθλία ψυχή μου; Τι φαντάζη ακαίρως μεριμνάς αφελείς; Τι ασχολής προς τα ρέοντα; Εσχάτη ώρα εστίν απάρτι και χωρίζεσθαι μέλλομεν των ενταύθα.
[3] Ο μεν σοφίαν κομιείτω, δι’ έργων αγαθών, ο δε λειτουργίαν λαμπρότητος επιτελείτω, κοινωνείτω δε του λόγου πιστός τω αμυήτω και σκορπιζέτω τον πλούτον πένησιν άλλος.Ούτω γαρ το δάνειον πολυπλασιάσωμεν και ως οικονόμοι πιστοί της χάριτος δεσποτικής χαράς αξιωθώμεν αυτής ημάς καταξίωσον, Χριστέ ο Θεός, ως φιλάνθρωπος


Η της ανομίας φανέρωσις

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Αλλότριον των ανόμων η ευνομία
Και ξένον τοις απίστοις
Η θεογνωσία, Ιουδαίοι δε
Ταύτα απώσαντο δι’ ανομίαν»

Ποιος άραγε είναι ο άνομος, αυτός ο δίχως νόμους εντός του; Ασφαλώς αυτός ο μη εύνομος, ο μη έχων νόμους αγαθούς μέσα του, νόμους οι οποίοι και τον οδηγούν εις την κατάκτησιν του αγαθού, του ευδαίμονος. Η απουσία νόμων δίδει μιαν δυσμορφίαν, μιαν ασχήμιαν, το έρεβος και το σκότος, εν ώ η ευνομία είναι αποτέλεσμα που συνεπιφέρει και το εύμορφον, την ομορφιά και την παρουσίαν του εκθαμβωτικού φωτός. Διότι η απουσία καταστατικού χάρτου εντός μας, συντεταγμένων οι οποίες οδηγούν εις την χώραν του αγαθού, ουδέν άλλο επιφέρει παρά την παραπλάνησιν μακράν της νήσου των μακάρων, εις τους Λαιστρυγόνες ήτοι, τους Κύκλωπες, την Σκύλα και την Χάρυβδην.
Αλλά ποιος είναι ο θεμελιώδης, ο μέγιστος νόμος, εφ’ ού οικοδομείται το εύμορφον και του άπαντος των νόμων κατασκευάσματος, των κατευθυντηρίων αρχών και κανόνων του βίου; Ο θεμελιώδης νόμος ούτος είναι «η θεία μοίρα», το θείον μερίδιον, η πίστις, η θεογνωσία, η γνώσις ότι υπάρχει θείον, ον αγαθόν, το οποίον τα πάντα καθορά και οδηγεί αυτά εις πέρας τι τέλειον κατά την αγαθήν βούλησιν αυτού.
Νόμος, ως η ιδία η λέξις λέγει, είναι τι το μεμοιρασμένον, τι όπερ έχει νεμηθεί, ως μέρος, απ’ το όλον του αγαθού, εις ισόποσον αναλογίαν εντός εκάστου ανθρώπου. Κάτι έχει μοιρασθεί εις ημάς εξ αρχής, από την εποχήν της δημιουργία, τι το όντως θεϊκόν. Ο Πρωταγόρας λέγει τα εξής: «Ο Προμηθέας τότε αποφασίζει να κλέψη την τέχνην του Ηφαίστου και της Αθηνάς και έτσι τις χαρίζει στον άνθρωπον. Την σοφίαν του λοιπόν δια να επιζήση έτσι την απέκτησεν ο άνθρωπος». Η έντεχνος αυτή σοφία είναι η υποδομή του υλικού πολιτισμού. Λαμβάνοντας ο άνθρωπος μέρος στον θεϊκόν κλήρον, συγγένεψεν τρόπον τινά πνευματικώς με τους θεούς, μόνον αυτός απ’ όλα τα ζώα. «Και επειδή ο άνθρωπος είχεν συμμετοχή στον θεϊκόν κλήρον, πρώτα πρώτα μόνος απ’ τα ζώα πίστεψεν σε θεούς εξαιτίας της συγγένειας με τον θεό και προσπάθησε εξ αρχής να φτιάξη και βωμούς και αγάλματα θεών».
Η θεογνωσία είναι εκ φύσεως, ο πρωταρχικός νόμος, δοσμένος εκ του θεού εντός μας. Ο άπιστος, ο μη πιστεύων εις τι το θεϊκόν, τι έχει πράξει; Έχει την ψευδαίσθησιν ότι έχει εκριζώσει από μέσαν του τον πρωταρχικόν λίθον, τον φυσικόν νόμον, εφ’ ού στηρίζονται οι άλλοι νόμοι. Ούτως κατήντησεν ο δυστυχής, πέραν από άσχημος εσωτερικώς και άνομος, αφ’ ού ουδείς νόμος εν τέλει εθεμελιώθη εντός αυτού. Οι Ιουδαίοι λέγει ο υμνογράφος χάριν αυτής της ανομίας των που εδημιουργήθη δια της μη πίστεως εις τον θεόν απώθησαν στο τέλος και την ευνομίαν και την θεογνωσίαν.
Δια τούτο και έμεινον εις το διηνεκές με την κατάραν του θεανθρώπου, την οποίαν και εκστόμισεν Αυτός προς την συκήν.[1] Διότι οι τέτοιου είδους άνομοι εις το πέρασμα των αιώνων χαρακτηρίζονται δια την ακαρπίαν των νόμων των, των όσων εμπράκτος απορρέουν ως πράξεις εξ αυτών. Έχουν την γνώσιν των νόμων, του γράμματος αυτών, της επιφανείας και επιπλάστως τηρούν αυτούς, εμφαίνονται να τηρούν πολλούς νόμους κοινωνικούς και ανθρώπινους και πολλοί είναι εκείνοι που τους θεωρούν υπόδειγμα ανθρώπου, όμως δια της ανομίας, της προερχομένης εκ της απιστίας των προς τον θεόν, δεν έχουν καρπόν εις τα έργα των, δεν αποδίδουν αι πράξεις των. Εις την ουσίαν είναι άσεμνοι και παράνομοι. Και ηθικώς παρεκτρέπονται καθώς ελλείψει του θείου φόβου έχουν παντελήν άγνοια ηθικών φραγμών και καταπατητές των αγράφων νόμων είναι αφ’ ού αυτών η καταπάτησις δεν κολάζεται από τους ανθρώπους, πόσον μάλλον όταν δεν γίνεται φανερώς αλλά κρυφίως ενώ πολλάκις προβάλλεται ως παραπέτασμα η τήρησις των ανθρωπίνων γραπτών νόμων.
Αυτήν την διαφθοράν δέον είναι να την αποβάλη ο σύγχρονος άνθρωπος δια της πίστεως εις τον έναν και μοναδικόν θεόν, τον τριαδικόν. Οφείλει να κοσμήση τον βίον του με σωφροσύνην, με φρένας δηλαδή σώους, αγνούς, άσπιλους, αμόλυντο νούν απ’ τον βόρβορον της ανομίας. Η πίστις επιφέρει δικαιοσύνην εις όλους τους τρόπους του βίου και τούτο με την σειράν του ανδρείαν. Διότι απαιτεί αληθινήν γενναιότητα, η αληθινή αυτοσυγκράτησις, η εσωτερική αυτοδέσμευσις, η δέσμευσις του εαυτού μας με δεσμά αδαμάντινα, ώστε αν και του είναι δυνατόν να γευθή την ανοσιότητα, ισχυρά και δελεαστική τω όντι, να φερθή ακέραια και να την αρνηθή.
 Τότε ουδέποτε θα νοιώση γυμνός και κατησχυμμένος, ώστε να τρέξη να περιζωθή με φύλλα συκής για να κρύψη αυτήν την εσωτερικήν γύμνια του, ως έκανε ο προπάτορας του Αδάμ.[2] Η εσωτερική πανοπλία του θα είναι τόσον ισχυρά, ώστε λόγω της σωφροσύνης του να βλέπη την όποιαν αμαρτίαν, το όποιο σφάλμα της αθρώπινής του αδυναμίας, ως κάτι το ευκόλως προσπελάσιμον και περαστικόν.[3]
Ας γίνωμεν κατ’ εικόνα και τύπον Χριστού, ως και ο πάγκαλος Ιωσήφ το παράδειγμά μας.[4]


[1] Διο και μόνοι επληρώσαντο καθάπερ η συκή τη αράν. Την νομικήν ακαρπίαν προκατήρασω, ως φύλλα εξανθούσαν, του γράμματος την γνώσιν, τους καρπούς δε των έργων ουκ έχουσαν δι’ ανομίαν, ημάς δε πάντας τους της χάριτος υιούς Σωτήρ ευλόγησον
[2] Ο προπάτωρ γευσάμενος ως εγνώσθη γυμνός κατησχυμμένος φύλλα συκής λαβών περιεζώσατο την συναγωγήν γαρ απογυμνωθείσαν Χριστού προδιετύπου.
[3] Ουκ εκλάπη ει και ηύρεν άλλην Εύαν προς ανοσιουργίαν αλλ’ έστηκεν ώσπερ αδάμας υπό των μαθών μη αλούς της αμαρτίας.
[4] Αλλότριον των ασέμνων η σωφροσύνη και ξένον τοις δικαίοις η παρανομία. Ιωσήφ εξέκλινε την αμαρτίαν και σωφροσύνην εχρημάτισεν εικών και τύπος όντως Χριστού


Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Γ’)- Τη αγία και Μεγάλη Δευτέρα

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Μνείαν ποιούμεθα
τοῦ μακαρίου ᾿Ιωσὴφ τοῦ παγ κάλου
καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου
 καταραθείσης καὶ ξηρανθείσης συκῆς
διὰ τὴν ἀκαρπίαν αὐτῆς».

Εις τον σώφρονα Ιωσήφ ο Ρωμανός αφιέρωσε δύο ύμνους. Εις τον πρώτον αναλίσκεται εις την διηγηματικήν απόδοσιν της ιστορίας του Ιωσήφ και των αδελφών αυτού κατά την Παλαιάν Διαθήκην. Μεταξύ των ιστορουμένων ευρίσκει ευκαιρίαν να ψυχογραφήση τα πρόσωπα και κυρίως να πλέξη το εγκώμιον της σωφροσύνης και καλεί:

Οι άνθρωποι πάντες σωφροσύνην ποθήσωμεν…
Τη ευχή πάντοτε
Σχολάζοντες και κράζοντες
Μέγας μόνος Κύριος ο σωτήρ ημών.

Όπερ αποτελεί και το εφύμνιον όλου του ύμνου.

Σωφροσύν, κοσμήσαντες τν βίον, κα φρονήσει, φυλάξαντες τν πίστιν, δικαιοσύνης τρόπους πορισώμεθα, να ν νδρεί, συνακολουθοντες, Χριστ συσταυρωθμεν.

λλην Εαν, ερν τν Αγυπτίαν, οκ κλάπη, πρς νοσιουργίαν, Πατριάρχης ωσήφ, λλ' στηκεν, σπερ τις δάμας, π τν παθν, μ λος τς μαρτίας.

Παροδεύων, το
βίου τς πορείας, Σωτήρ μου, πείνασας βουλήσει, τν σωτηρίαν πάντων φιέμενος· τοτο γρ πείνας, τν πιστροφήν, τν κ σο ποσφαλέντων.

Προπάτωρ, γευσάμενος το ξύλου, ς γνώσθη, γυμνς κατσχυμμένος, φύλλα συκς λαβν περιεζώσατο· τν συναγωγν γάρ, πογυμνωθεσαν, Χριστο προδιετύπου.

τοιμάζου, ψυχ πρ τς ξόδου, ετρεπίζου, πρς τν κεθεν βίον, κα τ Χριστ παθεν δι σ σπεύδοντι, να σ δοξάσ, σπεσον συμπαθεν, κα θανεν κα σταυρωθναι.

Π
ς μ φρίξ, θάνατος Σωτήρ μου; πς μ πτήξ, δης συναντν σοι, κατ εδοκίαν πρς τ Πάθος σπεύδοντι, κα πρ δίκων, δίκαιον ρν σε, παθεν ληλυθότα;

Το
Λαζάρου, τν γερσιν ρντες, ουδαοι, ερες κα Λευΐται, συνωμοσίαν φθόν συσκευάσαντες, δόλ προδοσίας, τν Χριστν προδίδουν, ες θάνατον Πιλάτ.

μνάς σου, κα δούλη κα Παρθένος, πρς τ Πάθος, ρμντά σε ρσα, κα τν ψυχν πρ μν προθέμενον, τν καλν Ποιμένα, σπλάγχνοις μητρικος, π σο προσωδυντο.

Ο δεύτερος ύμνος του Ρωμανού εις τον Ιωσήφ, είναι ασφαλώς υπέρτερος του πρώτου. Μόνον παρεμπιπτόντως αναφέρεται εις την ιστορίαν του Ιωσήφ και των αδελών του, ενώ δραματοποιεί την σκηνήν του σώφρονος πειραζομένου υπό της γυναικός του Πετεφρή. Και ναι μεν το ποίημα είναι ύμνος προς την σωφροσύνην, ένα αληθινόν έπος όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο ποιητής εις την ακροστιχίδα, αλλ’ εξ ίσου εγκωμιάζεται και το αδούλωτον φρόνημα:

Και πέπραμαι μεν σώματι, ελεύθερος δ’ ειμί τη γνώμη

Αναφωνεί ο Ιωσήφ, ο δε Ρωμανός εντάσσει την σωφροσύνην εις σύστημα αρετών:

Τίνα δε την αρετήν νοώμεν; Φιλοσοφίαν ορώμεν ταύτην.
Τέχνη γαρ εστί των τεχνών, ως ακούομεν,
Των επιστημών επιστήμη τυγχάνουσα.
….
Φρόνησιν και ανδρείαν τους ανθρώπους διδάσκει,
Έτι δε σωφροσύνην και δικαιοσύνην

Επομένως δεν είναι μεμονωμένη αρετή, αλλά προϋποθέτει ολόκληρον το οικοδόμημα των αρετών εντός του οποίου αξιοποιείται και αυτή.

Σοφίας Σολομώντος το Ανάγνωσμα.
(Παροιμ. κεφ. δ' 14)
Στόμα δικαίου αποστάζει σοφίαν, χείλη δε ανδρών επίστανται χάριτας, στόμα σοφών μελετά σοφίαν. Δικαιοσύνη δε ρύεται αυτούς εκ θανάτου. Τελευτήσαντος ανδρός δικαίου, ουκ όλλυται ελπίς, υιός γαρ δίκαιος γεννάται εις ζωήν, και εν αγαθοίς αυτού καρπόν δικαιοσύνης τρυγήσει. Φως δικαίοις δια παντός, και παρά Κυρίου ευρήσουσι χάριν και δόξαν. Γλώσσα σοφών καλά επίσταται, και εν καρδία αυτών αναπαύσεται σοφία. Αγαπά Κύ-ριος οσίας καρδίας, δεκτοί δε αυτώ πάντες άμωμοι εν οδώ. Σο-φία Κυρίου φωτιεί πρόσωπον συνετού, φθάνει γαρ τους επιθυμούντας αυτήν, προ του γνωσθήναι, και ευχερώς θεωρείται υπό των αγαπώντων αυτήν. Ο ορθρίσας προς αυτήν, ου κοπιάσει, και ο αγρυπνήσας δι' αυτήν, ταχέως αμέριμνος έσται. Ότι τους αξίους αυτής αύτη περιέρχεται ζητούσα, και εν ταις τρίβοις φαντάζεται αυτοίς ευμενώς. Σοφίας ου κατισχύσει ποτέ κακία. Δια ταύτα και εραστής εγενόμην του κάλλους αυτής και εφίλησα ταύτην, και εξεζήτησα εκ νεότητας μου, και εζήτησα νύμφην αγαγέσθαι εμαυτώ, ότι ο πάντων Δεσπότης ηγάπησεν αυτήν, μύστης γαρ εστί της του Θεού επιστήμης, και αιρετίς των έργων αυτού. Οι πόνοι αυτής εισίν αρεταί, σωφροσύνην δε και φρόνησιν αυτή διδάσκει, δικαιοσύνην, και ανδρείαν, ων χρησιμώτερον ουδέν εστίν εν βίω ανθρώποις. Ει δε και πολυπειρίαν ποθεί τις, οίδε τα αρχαία και τα μέλλοντα εικάζειν, επίσταται στροφάς λόγων, και λύσεις αινιγμάτων, σημεία και τέρατα προγινώσκει, και εκβάσεις καιρών και χρόνων. Και πάσι σύμβουλος εστίν αγαθή, έτι αθανασία εστίν εν αυτή, και εύκλεια εν κοινωνία λόγων αυτής. Δια τούτο ενέτυχον τω Κυρίω, και εδεήθην αυτού, και είπον εξ όλης μου της καρδίας, Θεέ πατέρων, και Κύριε του ελέους, ο ποιήσας τα πάντα εν λόγω σου, και τη σοφία σου κατασκευάσας τον άνθρωπον, ίνα δεσπόζη των υπό σου γενομέ-νων κτισμάτων, και διέπη τον κόσμον εν οσιότητι και δικαιο-σύνη, δος μοι την των σων θρόνων πάρεδρον σοφίαν, και μη με αποδοκιμάσης εκ παίδων σου, ότι εγώ δούλος σος, και υιός της παιδίσκης σου. Εξαπόστειλον αυτήν εξ αγίου κατοικητηρίου σου, και από θρόνου δόξης σου, ίνα συμπαρούσα μοι διδάξη με, τι ευάρεστον εστί παρά σοι, και οδηγήσης με εν γνώ-σει και φυλάξη με εν τη δόξη αυτής. Λογισμοί γαρ θνητών πάντες δειλοί, και επισφαλείς αι επίνοιαι αυτών.