Ο ύπνος ο ζοφερός

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

«Τη αγία και Μεγάλη Τρίτη
Της των δέκα παρθένων
Παραβολής, της εκ του ιερού
Ευαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα»

Ήταν εποχές που ερχόντουσαν αι ημέραι και φεύγανε τρώγοντας και πίνοντας. Ιδού όμως ήλθεν ήδη έιδησις που μας είπεν ότι «τα ζεύγη των βοών και αι θήλειαι όνοι» εκεί που έβοσκαν ήλθον οι αιχμαλωτεύοντες και τα ηχμαλώτισαν, με άλλα λόγια όλα εκείνα τα εργαλεία που μεταχειριζόμεθα δια να ζούμε, μας τα υφάρπαξαν οι ξένοι. Ήρθαν αυτοί και μας τα πήραν δια ιδικά των. Ήλθεν πάλι κι άλλη είδησις που μας έλεγεν ότι «πύρ έπεσεν εκ του ουρανού επί την γήν και κατέκαυσεν τα πρόβατα και τους ποιμένας» ή άλλως ότι τα αγαθά μας αίφνης ηξαφανίσθησαν μαζί κι όσους είχαμε δια οδηγούς δια ταύτα, λές κι έπεσε φωτιά απ’ τον ουρανόν και ο Θεός απεφάσισεν τον χαμό μας. Και πρίν προλάβη ο νούς μας να κατανοήση ή η καρδιά μας να πονέση ήλθε κι άλλη είδηδις ακόμα χειροτέρα. Ότι «των υιών μας και των θυγατέρων μας εσθιόντων και πινόντων αίφνης πνεύμα μέγα ήλθεν και ήψατο των τεσσάρων γωνιών της οικίας  και έπεσεν η οικία επί των παιδιών μας και αυτά ετελέυτησαν», με άλλα λόγια ότι ήλθε μεγάλη ανεμοζάλη και κοσμοχαλασιά που ηύρε τα παιδιά μας ανέτοιμα και τα θανάτωσε. Νέα παιδιά που το κακό τα ηύρε να διασκεδάζουν, να πίνουν και να γλεντούν ανέμελα. Τώρα χάθηκαν στην αλλοδαπή όπου πήγαν για να ζήσουν ή από τον θάνατο που ρίχνουν μόνα τους στις φλέβες των λόγω της απελπισίας των. Όπως και νά ‘χη χάθησαν.
Τι κάναμε εμείς τότε; Και το τότε είναι μόλις χθές. Φωνάζαμε και τα βάζαμε με την τύχη μας και τον θεόν ακόμα που τόσον άδικα μας φέρθηκε. Ακόμα και τώρα δεν κατανοούμε. Τι έπρεπε να κάνωμε; Ιδού : «ούτως ακούσας ο Ιώβ, αναστάς διέρρηξεν τα ιμάτιά του και εκείρατο την κόμην της κεφαλής αυτού και πεσών χαμαί προσεκύνησεν τω Κυρίω και είπεν…Αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί. Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας». Δηλαδή παρ’ όλα τα όσα συνέβησαν στον Ιώβ εκείνος εις τίποτα δεν ημάρτησεν έναντι του Κυρίου, ούτε καν ηκούσθη τι το κακόν απ’ τα χείλη του έναντι του θεού του. Δεν εδείχθη άφρων απέναντι σ’ Εκείνον.
Ας το βάλωμεν καλά μες το νού μας. Εβυθίσθημεν εις ύπνον βαθύν[1] και η ψυχή μας έδειξεν άμετρον ραθυμίαν και έμοιασεν με εκείνες τις ανόητες παιδούλες που αν και περιμένουν τον αγαπητικό των, ουδόλως νοιάζονται και για το πώς θα τις βρή εκείνος, αν δηλαδή δεν θα καίγονται σαν λαμπάδες ανά πάσαν στιγμήν με το φώς της αρετής. Ραθυμίσαμε!!! Δείξαμε μεγάλην οκνηρία εις την ψυχήν μας. Εν ώ ο καιρός ήτο ο κατάλληλος δι’ εργασίαν εμείς μείναμε να ρεμβάζωμεν στο κενό και να φανταζόμεθα πράγματα ανόητα, να έχωμεν μέριμνες επουσιώδεις, ασχολίες δια πράγματα που ρέουν, που έρχονται και παρέρχονται.[2]
Και με τι έπρεπε να καταπιανόμαστε; Μα με τι άλλο από το κυνήγι της αιωνίου ευτυχίας, με την εργασίαν με προθυμίαν εις την δούλεψιν του Δεσπότου μας και Κυρίου και Θεού μας. Ποια είναι αυτή η εργασία; Ιδού: «νέμει τοις δούλοις τον πλούτον και αναλόγως έκαστος πολυπλασιάσωμεν το της χάριτος τάλαντον». Θέλομεν  πιο συγκεκριμένα; Όσοι απ’ εμάς τους εδόθη το χάρισμα της ανθρώπινης σοφίας θα έπρεπε αυτήν να την κατευθύνουν προς έργα αγαθά. Όσοι εκτελούν κάποιο λειτούργημα τούτο θα έπρεπε να το πράττουν με λαμπρότητα φωτός, ωσάν φάροι στην άκρη των σκοτεινών πελάγων. Όσοι είναι πιο φλογεροί εις την πίστιν να μεταδίδουν αυτήν εις όσους δεν είχαν το ευτύχημα να γνωρίσουν την αληθείαν. Όσοι έχουν πλούτον να τον διαμοιράζουν στους φτωχούς.[3] Αυτή θα ήταν η μόνη εργασία μας, εάν φυσικά δεν έπιπτεν η ψυχή εις ραθυμίαν, ήτις και εν τέλει την έπνιξεν. Μας πταίει άλλος κανείς δια τούτο; Κάναμε όλα αυτά και αδίκως πάσχομεν;
Μία απομένει λύσις. Αφ’ ού συνειδητοποιήσωμεν το αμάρτημά μας να σηκώσωμεν τα χέρια ψηλά και με όσην φωνή μας απομένει να κραυγάσωμεν:

Τα σπλάχνα των οικτιρμών σου μην κλείσης μοι Δέσποτα
Αλλ’ εκτινάξας μου τον ζοφερόν ύπνον, εξανάστησον
Και ταις φρονίμοις συνεισάγαγε παρθένοις
Εις νυμφώνα τον σόν, όπου ήχος
Καθαρός, εορταζόντων και βοώντων απαύστως
«Κύριε δόξα σοι»

Ημάρτηκα γαρ σοι Σωτήρ μου.
Μη εκκόψης με ώσπερ την άκρπον συκήν
Αλλ’ ως εύσπλαχνος Χριστέ, κατοικτήρισον
Φόβω κραυγάζουσαν
«μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού».


[1] Ο νυστάξας τη ραθυμία ψυχής ου κέκτημαι Νυμφίε Χριστέ καιομένην λαμπάδαν την εξ αρετών και νεάνισιν ωμοιώθην μωραίς εν καιρώ της εργαίας ρεμβόμενος.
[2] Τι ραθυμείς αθλία ψυχή μου; Τι φαντάζη ακαίρως μεριμνάς αφελείς; Τι ασχολής προς τα ρέοντα; Εσχάτη ώρα εστίν απάρτι και χωρίζεσθαι μέλλομεν των ενταύθα.
[3] Ο μεν σοφίαν κομιείτω, δι’ έργων αγαθών, ο δε λειτουργίαν λαμπρότητος επιτελείτω, κοινωνείτω δε του λόγου πιστός τω αμυήτω και σκορπιζέτω τον πλούτον πένησιν άλλος.Ούτω γαρ το δάνειον πολυπλασιάσωμεν και ως οικονόμοι πιστοί της χάριτος δεσποτικής χαράς αξιωθώμεν αυτής ημάς καταξίωσον, Χριστέ ο Θεός, ως φιλάνθρωπος
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him