Λημνιάδες



ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-κλασσικού φιλολόγου-





Στην ελληνική μυθολογία με το συλλογικό όνομα Λημνιάδες ήταν γνωστές οι γυναίκες της νήσου Λήμνου οι οποίες, σύμφωνα με την παράδοση, παραμέλησαν τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης. Η θεά τις εκδικήθηκε κάνοντάς τες να μυρίζουν τόσο άσχημα, ώστε οι σύζυγοί τους τις εγκατέλειψαν και πήραν παλλακίδες από τη Θράκη. Οι Λημνιάδες τότε τους εκδικήθηκαν με τη σειρά τους σκοτώνοντας όλους τους άνδρες της νήσου, ακόμα και τον βασιλιά, και έκαναν βασίλισσά τους την Υψιπύλη. Ως βασίλισσα, η Υψιπύλη επέτρεψε στις Λημνιάδες να αποκτήσουν παιδιά από τους Αργοναύτες, όταν καιρό αργότερα πέρασαν από εκεί κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους.



Η εποχή των τιμίων υπουργών

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

"Ζήσε τη ζωή σου με τον ίδιο τρόπο
 που θα ήθελες τα παιδιά σου να ζήσουν τη δική τους"

Εις άλλας εποχάς ετυφεκίσθησαν άλλοι περί εσχάτης προδοσίας –αν και δεν εστοιχειωθετήθη το κατηγορητήριον- εις το δημόσιον συμφέρον. Το παρόν γράφεται ως αντιδιαστολή εις τα όσα την σήμερον ακούγονται, περί υπουργού όστις σύρεται εις τα ποινικά δικαστήρια της χώρας. Πρόκειται περί τμήματος εκ της δίκης των έξι, και δια αληθή γεγονότα που εσυνέβησαν ούτως ή πως ούτως συμφώνως των πρακτικών της δίκης.
ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ : Ήτο η εποχή κατά την οποίαν ο στρατός είχεν όρυζαν, είχε ζυμαρικά, αλλά του έλειπον άλλα είδη τροφών. Και ο στρατός δεν ήθελεν ζυμαρικά. Ήτο η εποχή της πατάτας. Ήλθεν ο κύριος  και μου είπεν : έχομεν προσφοράς δια πατάτας και να αγοράσωμεν. –Να αγοράσωμεν αμέσως του λέγω. Διότι είχομεν τότε αφθονίαν χρημάτων. Ήτο ο Ιούνιος μην. Εις ποίαν τιμήν ήτο η προσφορά; 1,65, μου λέγει. Έχω την αντίληψιν, λέγω, ότι αι τιμαί είναι εφθηνότεραι. Καλώ αμέσως τηλεφωνικώς εκεί τον ιδιαίτερόν μου γραμματέαν και του λέγω να εύρη αμέσως τον Ρεφενέ, έναν συμπολίτην μου, αρχηγόν του δήμου Βίβλου, όπου καλλιεργούνται και αι πατάται και να του ειπή να έλθη εδώ. Έρχεται και τον ερωτώ:
-Ποί η τιμή της πατάτας εις την Νάξον; 1,15 μου λέγει, δια να τις φέρουν εις τον Πειραιά. Να πάνε απ’ ευθείας εις την Σμύρνην θα στοιχίση κάτι περισσότερον. Λέγω εις τον κον συνταγματάρχην αυτοστιγμή άνευ διατυπώσεων: Πόσας θέλετε; -Ενάμισυ εκατομμύριον οκάδες. –Αυτοστιγμεί και υπ’ ευθύνην μου να γίνη μια συμφωνία. Λέγω δε εις τον Ρεφενέν να τηλεγραφήση εις την Νάξον δια να αγορασθούν αι πατάται αμέσως, ώστε να είναι έτοιμες μόλις φθάασουν τα πλοία να τις παραλάβουν.

ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Εκδίδω λοιπόν διαταγήν επιτάξεως και μη εξαγωγής εκ της Νάξου των πατατών έως ότου κλείσωμεν την σύμβασιν και μας δώση ο Ρεφενές τις πατάτες. Εστείλαμεν τηλεγράφημα.
Μετά δύο ημέρας λαμβάνομεν ένα τηλεγράφημα του αστυνόμου Νάξου. Μας έλεγεν ότι επέτυχεν ένα ποσόν πατατών και ότι η τρέχουσα εμπορική τιμή είναι 95 λεπτά. Μου φαίνεται, λέγω στον υπουργόν, ότι εμπήκαμεν όλοι μέσα, διότι αυτά μας τηλεγραφεί ο αστυνόμος. Μου απαντά: Τι ήθελα εγώ να αναμειχθώ, διατί με επήρες στον λαιμό σου; Του λέγω: Όχι κ. υπουργέ, η τιμή της 1,25 που τις αγοράσαμε είναι καλή. Όχι μου λέγει, δεν ηξεύρω τίποτα.

ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Το άλλο πρωί όταν επήγα στο υπουργείον και ήλθε δι’ υπογραφάς ο κος συνταγματάρχης του λέγω: Τι έγινε με τις πατάτες; Μου λέγει: Ξεύρετε έκαμα ένα λάθος. Η προσφορά που σας είχα πή της 1,65 είναι 95 λεπτά…Τότε άφηκα την πέννα κάτω, είπον προς τον κον συνταγματάρχην να ακυρώση ότι έκαμα με τον συμπολίτην Ρεφενέ.
Αυτοί οι άνθρωποι εστάλησαν στο απόσπασμα, αν και ήσαν τίμιοι και δεν έστερξαν, εν όσω ακόμη το έθνος έχυνε ποταμούς αίμματος εις την Μ. Ασίαν, να ζημιώσωσι ούτε δραχμήν το κράτος που με νύχια και με δόντια πολεμούσε. Τι να πούμε δια το σήμερα; Τα λόγια περιττά.



Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Γ’)-Η αλαζονεία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

Μη καυχάσθω ο σοφός εν τη σοφία αυτού
και μη καυχάσθω ο ισχυρός εν τη ισχύι αυτού
και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού,
αλλ’ ή εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος συνίειν
 και γινώσκειν ότι εγώ ειμί Κύριος
ο ποιών έλεος και κρίμα και δικαιοσύνην επί της γης,
 ότι εν τούτοις το θέλημά μου, λέγει Κύριος
[Παλαιά Διαθήκη – Ιερεμίας  XE "Ιερεμίας προφήτης" θ’23-24]

«Κροίσος» ήταν το όνομα ενός βασιλέως της Λυδίας της Μ. Ασίας. Αμέτρητοι ήσαν οι θησαυροί του και τ’ αγαθά του κι άπαντες τον εθεώρουν δια τον πιο ευτυχισμένον άνθρωπον του κόσμου. Όλοι εκτός απ’ έναν. Τούτος ήτο ο Σόλων, ο σοφός νομοθέτης των Αθηναίων.
Ήτο μια φορά καλεσμένος του Κροίσου και αυτός ίνα τον καταπλήξη, του έδειξε όλους τους θησαυρούς του. Αφού λοιπίν του έκανε αυτήν την επίεδειξι, τον ερώτησε με ξιπασιά μεγάλη:
-Πές μου, Σόλων! Εγνώρισες άνθρωπον πιο ευτυχισμένον από μένα;
-Ναι απήντησε εκείνος ήρεμα! Εγνώρισα τον Αθηναίον Τέλλο, που ήτο άνθρωπος έυπορος. Μεγάλωσε τα παιδιά του καλά κι ύστερα πέθανε δοξασμένα δια την πατρίδα.
Δυσαρεστημένος ο Κροίσος, που ο Σόλων δεν μετρούσε την ευτυχία με τα πλούτη, τον ρώτησε αν εγνώρισε άλλον πιο ευτυχισμένον απ’ αυτόν μετά τον Τέλλο.
-Ναι απήντησε πάλι ο Σόλων. Δύο κιόλας! Τον Κλέοβι και τον Βίωνα, δυο αδέλφια από το Άργος. Ήσαν τόσο αγαπημένοι μεταξύ των και ηγάπουν την μητέρα των τόσο πολύ, που όλοι τους εθαύμαζαν δια τα ευγενικά των αισθήματα και απέθανον ήσυχα μέσα στον γενικόν σεβασμόν και την αγάπη των συμπολιτών των!
-Έτσι λοιπόν έ; Φώναξε ο Κροίσος ωργισμένος! Κι εμένα; Εμένα δεν με λογαριάζεις ανάμεσα στους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους;
-Εσύ, απήντησε ήσυχα ο Σόλων, δεν ετελείωσες ακόμη τις ημέρες σου και δεν ξαίρουμε ακόμα τι μπορεί να σου τύχη. Μην ξεχνάς πως ο βίος μοιάζει με τους αγώνες. Κι όπως δεν μπορούμε κανένα να τον ανακηρύξουμε νικητή πριν τελειώση ο αγώνας, έτσι και για τον άνθρωπον, δεν μπορούμε να πούμε πώς έζησ’ ευτυχισμένος, αν δεν ξαίρουμε πώς τελείωσε ευτυχισμένα την ζωή του. Ουδένα πρό του τέλους μακάριζε!
Ο βασιλεύς τοσούτως εθύμωσε με την απάντησιν αυτήν του σοφού Αθηναίου, ώστε τον έδιωξε απ’ την αυλή του. Μα ήρθε καιρός, που τον θυμήθηκε. Και ιδού πώς. Με την ξιππασιά που είχε, ήρθε σε πόλεμο με τον βασιλέαν των Περσών, τον Κύρο, πόλεμον που του εστοίχισεν το βασίλειό του, τους θησαυρούς του όλους και στο τέλος είδε εξ αιτίας αυτού και τον Χάρο με τα μάτια του. Γιατί ο Κύρος, που τον έπιασε αιχμάλωτο, πρόσταξε να τον κάψουν ζωντανόν μπροστά του. Την ύστερην αυτήν ώρα, όταν οι Πέρσες στρατιώτες άναβαν την φωτιά και ο παλιός πανίσχυρος και πλουσιώτατος Κροίσος πήγαινε δεμένος για τον θάνατον, θυμήθηκε τον Αθηναίον σοφό και αναστενάζοντας, φώναξε τ’ όνομά του τρείς φορές:
-Ω Σόλων! Σόλων! Σόλων!
Κατά τύχην αυτές οι φωνές της απελπισίας του τον έσωσαν. Γιατί ο Κύρος ενδιαφέρθηκε να μάθη ποίος ήτο αυτός, που φώναζε, κί όταν ο Κροίσος του διηγήθηκε την ιστορία, εκείνος την καλοσκέφθηκε, κι από φόβο μην καταντήση κι ο ίδιος καμμιά φορά σαν τον αντίπαλόν του, του εχάρισεν την ζωή. Ωστόσο ο Κροίσος τελείωσε τις μέρες του πτωχός και δυστυχισμένος.

ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ





ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ


Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)- Εις τον Σταυρόν και την Ανάστασιν

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

«Τὴν θεόσωμον ταφὴν
 καὶ τὴν εἰς ᾅδου κάθοδον τοῦ Κυρίου
καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν».

Σήμερον ο Άδης στένων βοά.
Συνέφερέ μοι,
Ει τον εκ Μαρίας γεννηθέντα, μη υπεδεξάμην.
Ελθών γαρ επ’ εμέ, το κράτος μου έλυσε.
Πύλας χαλκάς συνέτριψε. Ψυχάς ας κατείχον
Το πρίν, θεός ών ανέστησε
Κατελύθη μου η εξουσία.
Εδεξάμην θνητόν, ώσπερ έναν των θανόντων.
Τούτον δε κατέχειν, όλως ουκ ισχύω,
Αλλ’ απολώ μετά τούτου,
Ών εβασίλευον.
Εγώ είχον τους νεκρούς απ’ αιώνος,
Αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει.
Κατεπόθη μου το κράτος.
Ο Ποιμήν εσταυρώθη, και τον Αδάμ ανέστησεν.
Ών περ εβασίλευον εστέρημαι,
Και ούς κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα.
Εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς.
Ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος.

Μερικοί εκ των ύμνων του Σταυρού και της Αναστάσεως ίσως κατά το παρελθόν εποιήθησαν ή εχρησιμοποιήθησαν εις άλλας εορτάς από εκείνας εις τας οποίας προσγράφονται εις τους κώδικας. Τοιαύται εορταί μνημονεύονται αι της 14ης Σεπτεμβρίου, 1ης Αυγούστου, 7ης Μαίου και 6ης Μαρτίου, της Σταυροπροσκυνήσεως, της Μεσονηστίμου και φυσικά της Μ. Παρασκευής.

Το θέμα του Σταυρού –τουλάχιστον εις τους ύμνους- συνδέεται με το απόκρυφον Ευαγγέλιον του Νικοδήμου και με τας δραματικάς χαρακτηρισθείσας ομιλίας των πατέρων, αι πλείσται των οποίων είναι ψευδεπίγραφοι. Η εις Άδου κάθοδος είναι το κύριον θέμα, διότι άλλως η παρουσία του Σταυρού δεν δικαιολογεί την τοιαύτην σύνδεσιν ούτε ο Σταυρός καθ’ εαυτόν είναι δυνατόν να δώση δραματικάς προεκτάσεις. Ως σύμβολον ο σταυρός είναι σφραγίς, άροτρον, κώπη, ήλος, εγχάραγμα, διάταγμα, θέσπισμα, ψήφος. Κύρια πρόσωπα εις την εις Άδου κάθοδον είναι ο διάβολος, άλλως Βελίαρ ονομαζόμενος, ο θάνατος και ο Άδης, ενίοτε συγχεόμενοι προς αλλήλους.

Εις τα βασικά ταύτα πρόσωπα –ραδιουργούντα πάντοτε και επιθυμούντα τον θάνατον του Ιησού και την καταστροφήν του ανθρωπίνου γένους- προστίθενται τα επίγεια πρόσωπα που συνετέλεσαν εις την θεϊκήν καταδίκην. Ούτοι χαρακτηρίζονται σαφώς ως συνεργοί και όργανα των καταχθονίων δυνάμεων.

Φυσικά από όλον αυτόν τον ποιητικόν χείμαρρον δεν ελλείπει η δογματική προτροπή και ακόμη η Ιουστινιάνειος πολιτική. Στόχος όμως του ποιητού είναι ο πιστός όλων των εποχών. Η χαρά της Αναστάσεως τονίζεται ολιγώτερον. Τούτο θα εύρωμεν αργότερον με την επικράτησιν του κανόνος. Σημασίαν έχει ακόμη δια τον ποιητήν του έκτου αιώνος η απολογία, η απόδειξις, η δογματική θεμελίωσις του λυτρωτικού ρόλου της Αναστάσεως. Η φύσις η οποία θα συμμετάσχη εις το πάθος μη φέρουσα καθοράν το ανοσιούργημα, δεν συμμετέχει τώρα εις την χαράν.

Έχει κανείς την εντύπωσιν ότι οι πιστοί κρατούν αυτήν ως πολύτιμον θησαυρόν και δεν τον αποκαλύπτουν δημόσια.

Θάμβος ήν κατιδείν, τον ουρανόν και γής ποιητήν,
Επί Σταυρού κρεμάμενον.
Ήλιον σκοτισθέντα, την ημέραν δε πάλιν
Εις νύχταν μετελθούσαν,
Και την γήν εκ τάφων αναπέμπουσαν,
Σώματα νεκρών.



ΤΕΛΟΣ
Δια τα παρόντα εχρησιμοποιήθησαν αι σημειώσεις
του καθηγητού της Βυζαντινής Φιλολογίας
εν τω πανεπιστημίω Αθηνών
Αθαν. Δ. Κομίνη
«προβλήματα βυζαντινής ποιήσεως και προσωπογραφίας»




Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Ε’)- Τη αγία και Μεγάλη Παρασκευή


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΑΥΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ,
ΣΗΜΕΡΟΝ ΜΑΥΡΗ ΗΜΕΡΑ

Η αποκορύφωσις του θείου δράματος ήτο φυσικόν να συγκινήση τον μέγιστον χριστιανικόν ποιητήν περισσότερον παντός άλλου θρησκευτικού θέματος. Ούτως σώζονται σήμερον τρείς ύμνοι δυνάμενοι να χρησιμοποιηθούν δια την αγίαν και Μ. Παρασκευήν και πέντε δια το Πάθος και την Ανάστασιν από κοινού. Βλέπετε τον ποιητήν ενδιέφερεν η ουσία κι όχι ο τύπος.
Η παράστασις του θείου δράματος εις την τέχνην του λόγου, του μέλους, του χρωστήρος, της σμίλης κλπ ηκολούθησεν διαφορετικόν δρόμον εις την Ανατολήν και την Δύσιν. Τούτο δύναται ν’ αποδοθή και εις την διάφορον ψυχολογίαν των λαών της Ανατολής και της Δύσεως και εις την διάφορον δομήν των δύο Εκκλησιών.
Εκεί η Θεοτόκος θα γίνη το επίκεντρον και, εκτός του γνωστού Stabat Mater και της Pieta, θα έχωμεν την θεοτόκον των δακρύων, την θεοτόκον των σπασμών, των στεναγμών κλπ. Παρ’ ημίν η θεοτόκος παρά τον Σταυρόν – τύπος πλησιέστερος προς το Stabat Mater – είναι ο μεγαλειώδης ύμνος προς την μητρικήν και την ανθρωπίνην αγάπην, προς ό,τι προσφιλέστερον έχει η μητέρα και τον σπαραγμόν δια την απώλειά του. Τα πρόσωπα είναι η Θεοτόκος, ο Ιησούς –υιός και ο ποιητής παρεμβαίνων και συνδέων. Αναπτύσσεται η λογική του Πάθους, η μεταφυσική, η δογματική αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου η λογική της πονούσης και οδυρομένης μητρός, του πεπερασμένου –εί και τελείου- ανθρώπου.
Ο πόνος ο ανθρώπινος και η θεία φιλανθρωπία. Πονεί ο άνθρωπος δι’ εκείνον της αγάπης του οποίου έχει ανάγκην. Και πονεί ο Θεός δια το πλάσμα του. Παρηγορεί ο θρηνούμενος, διότι ανάγκην έχει πράγματι ο θρηνών. Οι στίχοι του ύμνου αυτού έχουν δραματικόν μεγαλείον:

Δός μοι λόγον, Λόγε. Μη σιγών παρέλθης με,
Ο υιός και θεός μου.

……
Γνώναι θέλω, οίμοι, πώς το φώς μου σβέννυται,
Πώς σταυρώ προσπήγνυται
Ο υιός και θεός μου

Η Θεοτόκος υπακούσασα προς στιγμήν εις τους λόγους του Ιησού, όπως μη θρηνή, λέγει:

Ιδού, φησί, τέκνον εκ των οφθαλμών μου
Τον κλαυθμόν αποσοβώ. Την καρδίαν μου συντρίβω
Επί πλείον.
Αλλ’ ου δύναται σιγάν ο λογισμός μου

…...
Νικώμαι, ώ τέκνον, νικώμαι τω πόθω
Και ου στέγω αληθώς, ιν’ εγώ μεν εν θαλάμω,
Σύ δ’ έν ξύλω,
Και εγώ μεν εν οικία, σύ δ’ εν μνημείω.
Άφες ούν συνέλθω. Θεραπεύει γάρ εμέ το θεωρείν σε.

Εις τον δεύτερον ύμνον εξετάζονται:
- η θεία και λυτρωτική πλευρά του Πάθους,
- η φιλανθρωπία, κεντρική έννοια του Ρωμανού, που ωθεί τον Ιησούν εις το Πάθος δια του οποίου σώζει τον άνθρωπον και τον συμφιλιώνει εκ νέου με τον θεόν.
Η περιγραφή των γεγονότων (κριτήρια, λαός, δίκαι, φθόνοι) παριστάνονται με την δραματικήν διηγηματικότητα του ποιητού. Χρησιμοποιούνται αι γραφαί, αι προφητείαι και εφευρίσκονται άλλαι προεκτάσεις.
Πρόσωπα: -Ιησούς και Ιουδαίοι
                  -Ιησούς και άνθρωποι
                  -Ιησούς και δικασταί (απουσιάζει η Θεοτόκος)
Ο Ιησούς ευεργετών και αντί ευχαριστιών δεχόμενος ονειδιαμούς.
Η συμμετοχή της φύσεως εις το Πάθος εις την ποίησιν του Ρωμανού προοιωνίζει την μεταγενέστερον ακμάσασαν και λαϊκότροπον χαρακτήραν έχουσαν θρηνητικήν ποίησιν της Μ. Παρασκευής.


Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Δ’)- Τη αγία και Μεγάλη Πέμπτη

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

«Τὸν ἱερὸν νιπτῆρα ἑορτάζομεν,
 τὸν μυστικὸν δεῖπνον, τὴν ὑπερφυᾶ προσευχὴν
 καὶ τὴν προδοσίαν αὐτήν».

Δύο ύμνοι του Ρωμανού μας εσώθησαν δια την αγίαν και Μ. Πέμπτη. Ο πρώτος αναφέρεται εις την προδοσίαν του Ιούδα, ο δεύτερος εις την άρνησιν του Πέτρου.
Βεβαίως πλείονα και μείζονα είναι τα γεγονότα των οποίων μνείαν ποιείται η αγία ημών Εκκλησία: είναι ο μυστικός Δείπνος και η καθιέρωσις της θείας Ευχαριστίας, είναι ο Νιπτήρ και η κορύφωσις της αντιθέσεως ανθρώπου και θεού. Ο Ιησούς υπομένει, οδυνάται, ταπεινούται, αγαπά, συγχωρεί, προσεύχεται. Ο άνθρωπος τον απολακτίζει, τον προδίδει, τον αρνείται, δεν υπομένει ουδέ σμικράς και προσκαίρους κακουχίας.
Εις τον α’ ύμνον της προδοσίας ο Ρωμανός ευρίσκεται εις πλήρην αμηχανίαν να κατανοήση την ψυχολογίαν του προδότου, δεν αφίνει να φανή ουδέ ίχνος συμπαθείας δια αυτόν, ενώ εις άλλας περιπτώσεις ο Ρωμανός είναι φιλανθρωπότατος. Μαστιγώνει την προδοσίαν με τα ποταπά ελατήρια. Επιστρατεύει όλα τα βαρέα επίθετα με τα οποία παρουσιάζει τον προδότην, προς όν αντιθέτει την άκραν αγάπην, την άκραν ταπείνωσιν, την άκραν φιλανθρωπίαν. Ιδού ολίγοι στίχοι εκ των πρώτων του ύμνου αυτού:

Τις ακούσας ουκ ενάρκησεν ή τις θεωρήσας ουκ ετρόμασε
Τον Ιησού δόλω φιλούμενον,
Τον Χριστόν φθόνω πωλούμενονποία γή ήνεγκε το τόλμημα;
Ποία δε θάλασσα υπέφερεν ορώσα το ανοσιούργημα;
Πώς ουρανός υπέστη, πώς δε αιθήρ συνέστη,
Πώς και ο κόσμος έστη
Συμφωνουμένου, πωλουμένου τότε, προδιδομένου του κριτού;
Ίλεως, ίλεως, ίλεως γενού ημίν,
Ο πάντων ανεχόμενος και πάντας εκδεχόμενος.

Διάφορος είναι η διάθεσις του ποιητού έναντι του κορυφαίου των αποστόλων καυχηθέντος εκείνου ότι ουδέν έμελλέν να τον χωρίση από τον Διδάσκαλο και μετ’ ού πολύ αρνηθέντος τρίς αυτόν εκ φόβου, δειλίας και αισχύνης.
Και εδώ ο ποιητής είναι εφευρετικώτατος εις τα δραματικά στοιχεία. Η ψυχογραφία του είναι ακριβεστάτη. Ο Ιησούς εκτιμά την πρόθεσιν, την μετάνοιαν, συνεκτιμά την συρροήν των αντιξόων περιστάσεων και γνωρίζων την ασθενήν φύσιν του ανθρώπου τον συγχωρεί. Δι’ αυτό ο ποιητής παρεμβάλλει εις τον ύμνον του τρία βασικά διδάγματα:
α) Δεν πρέπει κανείς να εμπιστεύεται εις τας ιδίας αυτού δυνάμεις, αλλά και εις την επικουρίαν της χάριτος του θεού
β) Και οι ποιμένες (ιερείς και επίσκοποι) είναι εξ ίσου εκτεθειμένοι εις τας αυτάς αδυναμίας και εις τους αυτούς κινδύνους που υπόκεινται και οι λοιποί πιστοί. Δια τον λόγον αυτόν οφείλουν ου μόνον να ζητούν την θείαν χάριν, αλλά να μην είναι σκληροί και απάνθρωποι έναντι των αμαρτωλών.
γ) Η θεία ευσπλαχνία και η φιλανθρωπία παρέχονται πάντοτε εις τους ειλικρινώς μετανοούντας. Αξίζει να ίδωμεν μόνον έναν οίκον και εκ του δευτέρου τούτου ύμνου. Είναι η περιγραφή της στιγμής, καθ’ ήν ο Πέτρος συνέρχεται μετά την φωνήν του αλέκτορος:
Ακούσας του όρνιθος ο Πέτρος φωνήσαντος
Ευθέως εκραύγασε
Κωκυτόν μετά δακρύων. Οίμοι, οίμοι, πού απέλθω, πού στώ
Πού δε φανώ;
Τι λέξω, τι φράσω, τι αφήσω, τι λήψομαι;
Τι πράξω, τι πάθω, τι υποστώ;
Ποίαν θρηνήσω μου πληγήν, πρώτην, δευτέραν;
Τριπλή γαρ οδύνη επήλθεν εμοί.
Τρισσώς ο δολερός έβαλέ με τον αφελή.
Αφανώς ετοξεύθην, φανερώς κατεβλήθην.
Πού τον νούν νύν εμετεώρισα και ουκ έκραξα
«σπεύσον, σώσον, άγιε, την ποίμνην σου»;