Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Β’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
                 
(Α’ ΦΑΣΙΣ)
(ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ)

Οι θέσεις του Αδαμαντίου Κοραή δια την παιδείαν είναι μια σύνθεσις των παιδαγωγικών θεωριών όλων των στοχαστών της περιόδου, ήτοι του Μοισιόδακα, του Ψαλίδα, του Φιλιππίδη, του Κωνσταντά. Η ελληνική σκέψις κατ’ αυτόν πρέπει πρώτα να περάση μιαν διαδικασίαν μαθητείας προς αφομοίωσιν της σκέψης των άλλων λαών. Οι Έλληνες δεν είναι υποχρεωμένοι ν’ αρχίσουν απ’ το μηδέν, αφ’ ού μπορούν να χρησιμοποιήσουν την σοφίαν και τις ανακαλύψεις των άλλων. Δυο είναι λοιπόν οι πηγές της αναδιαπαιδαγώγησης των Ελλήνων: α) οι σύγχρονοι ευρωπαίοι λόγιοι, επιστήμονες και φιλόσοφοι και β) ο ελληνικός πολιτισμός.
Η φιλοσοφική του θεωρία δια την παιδείαν βασίζεται εις τον εξής συλλογισμόν:
α) μεγάλο κατόρθωμα αποτελεί η επίτευξις της ελευθερίας αλλά μεγαλύτερον ακόμα αποτελεί η διατήρησίς της
β) οι Έλληνες στοχαστές είναι ανίκανοι να διαμορφώσουν τους απαιτουμένους παιδαγωγικούς στόχους, αφ’ ού βρίσκονται εις σύγχυσιν όσον αφορά τας βασικάς αρχάς.
γ) μόνον η συνεπής επεξεργασία του νοήματος τεσσάρων βασικών αρχών της πολιτικής θεωρίας, η ευτυχία, η αρετή, η δικαιοσύνη και η ελευθερία, μπορούν να βγάζουν απ’ το αδιέξοδο κάθε φορά τους πίπτοντας εις αυτό. Δια να επιτευχθούν δε αυτές οι βασικές αρχές απαιτείται μετριοπάθεια. Η μετριοπάθεια εκδηλώνεται:
·       στην επιδίωξιν της ευχαρίστησης
·       στον σεβασμόν στην ισότητα
·       στο πνεύμα συνεργασίας.
Για την γλώσσα λοιπόν εμφορούμενος απ’ τα ανωτέρω, πιστεύει ούτε στην των βαρβάρων γλώσσα, ούτε εις την αρχαίαν, αλλά εις μίαν νέαν γλώσσαν ενός νέου έθνους, η οποία θα αποτελή και την κληρονόμο της πλουσίας προγόνου της. Αυτήν θα την καταλαβαίνη ο λαός αλλά δεν θα προκαλή και την αντίδρασιν των μορφωμένων τάξεων. Η μέση όδός, ένας συμβιβασμός, δεν κράτησε για πολύ.
Ειδικότερα στην γλωσσικήν διαμάχη ο Κοραής μπήκε τω 1805 στον πρόλογον ενός βιβλίου του. Στις δύο μερίδες, των «δημοτικιστών», «χυδαϊστών» και των αρχαϊστών αυτός προέβαλεν την «μέσην οδόν». Εκδίδει και υπομνηματίζει αρχαίου συγγραφείς, μελετά την νέαν γλώσσαν, την οποίαν και σωστά την βλέπει ως την τελευταίαν φάσιν μίας και της αυτής γλώσσης από την αρχαιότητα ως τις μέρες του.
Η κλασσική του παίδευσις, η πείρα της ζωής και αι φιλελεύθεραι, δημοκρατικαί του ιδέαι τον οδηγούν στην μεσότητα, η οποία και του δημιουργεί μιαν πνευματικήν ισορροπίαν. Η μέση όδός είναι λύσις δημοκρατική. Η απαμάκρυνσις εκ της «κοινής» είναι τυραννικόν αλλά και το χυδαίζειν δημαγωγικόν. Εν τω μέσω των «ολιγαρχικών» και «οχλοκρατικών», τάσσεται η καλώς νοουμένη δημοκρατία. Όλα τα μέλη του έθνους δέον να μετέχουν στην γλώσσα με δημοκρατικήν ισότητα.
Στην πράξιν, βάσις της γραφομένης γλώσσης είναι η ομιλουμένη, αλλά τα έθνη τότε μόνον μπορούν να ονομάζονται φωτισμένα «όταν φέρωσι την γλώσσαν αυτών εις τελειότηταν». Τούτο θα γίνη με τον καλλωπισμόν της ομιλουμένης. Εις το β’ μέρος του «Διαλόγου» του ο Σολωμός κι αυτός γι’ αυτήν την γλωσσικήν καλλιέργεια ομιλεί. Εκείνος όμως αποζητά ένα βάθος και πλάτος εσωτερικόν, εν ώ ο Κοραής, ως γραμματικός προκρίνει τον εξωτερικόν, γραμματικόν στολισμόν, αποκαταστάσεις λέξεων εις του αρχικούς, όσον γίνεται, τύπους.
Ηυρέθη περισσότερον κοντά εις την κοινήν γλώσσαν δια τούτο και επολεμήθη υπο των αρχαϊστών. Απάνω εις την κοραϊκήν γλώσσα εμορφώθη η «καθαρεύουσα» των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους. Αλλά κι αυτή δεν ήτο πραγματική λύσις. Είχεν βάσιν της μιαν τεχνητή γραμματικήν. Και οι λόγιοι του ελευθερωμένου κράτους εγκατέλειψαν σταδιακώς τις μετριοπαθείς αρχές του Κοραή και επέστρεψαν στον αρχαϊσμόν.

(συνεχίζεται)


Νέαι Θήβαι


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«χρέος των αρχηγών,
είναι να φροντίζωσι δια
την ζωήν των άλλων, κι ‘όχι
δια την ιδικήν των»
(Πελοπίδας)

Η Θήβα κάποτε ηυρέθη εις καθεστώς ανάλογον με το σύγχρονον τυραννικόν. Χάριν εις την προδοσίαν του Λεοντιάδου, οι Λακεδαιμόνιοι κατώρθωσαν να καταλάβουσι το φρούριον του Κάδμου, της ακροπόλεως των Θηβών, το οποίον και την υπεράσπιζεν και ούτως κατέλαβον την πόλιν, την οποίαν και εκράτησαν υπό την κατοχήν των. Έκριναν όμως, όπως πας ξένος κατακτητής, πως καλύτερα θα εκυβέρνουν τους υποδούλους Θηβαίους, αν εμεταχειρίζοντο δια τον σκοπόν τούτον, ωρισμένους εντόπιους προδότας, οι οποίοι και θα ήσαν πρόθυμοι να τους υπηρετούν. Ένας τέτοιος φυσικά, ήτο εκείνος που τους επρόδωσεν την πατρίδαν του, ο Λεοντιάδης.
Οι Λακεδαιμόνιοι δεν μπορούσαν να εύρουν καταλληλότερον άτομο απ’ αυτόν. Εις αυτόν λοιπόν και τους συνεργάτες του ανέθεσαν την εξουσίαν, κι αυτός χάριν της βοηθείας των ξένων δυνάμεων, εκυβέρνα με αυθαιρεσίαν και τρομοκρατίαν. Πολλοί τότε Θηβαίοι, που δεν ανέχονταν την Σπαρτιατική κατοχή, την τυραννία του Λεοντιάδου και το ξεπούλημα της πατρίδος των εις τους ξένους, υπέμενον τα δεινά με θλίψιν και πάντοτε ανέμενον τον ηγέτην εκείνον, ο οποίος θα τους ελύτρωνε απ’ τα δεινά.
Αυτός ο ηγέτης επρόκειτο να είναι ο Πελοπίδας. Νέος ακόμη όντας, ένα όνειρον είχε. Να ελευθερώση την πατρίδαν του από την ξένην κατοχή και τους συμπολίτες του απ’ την τυραννία. «Είναι αισχρόν» έλεγε «να αδιαφορή ο πολίτης δια την πατρίδαν του, όταν την ντροπιάζουνε οι ξένοι». Και ως εκ θαύματος, πρώτος είπεν εκείνο που πολλούς αιώνες μετά έμελλε να τραγουδήση ο Ρήγας με καημό: «προτιμώτερος ένας θάνατος δοξασμένος, από μιαν άτιμη ζωήν».
Η σύγχρονη αυθαιρεσία, έχοντας δίπλα της τις δυνάμεις της ξένης κατοχής, δεν έχει να φοβηθή από την ύπαρξιν τέτοιων ηγετών, με φλόγα να καίη ντός των πύρινη, ως αυτής της φλόγας της πατρίδος. Γενεές πλέον εγαλουχήθησαν στείρες και αποκομμένες πο κάθε τι το εθνικόν. Η τυραννία και αι ξένες δυνάμεις, η ντόπια δωσίλογη εξουσία με την ξένην τρομοκρατία, ωργάνωσαν καλά αυτήν την φορά την κατοχή των. Ήσαν προετοιμασμένοι από καιρό. Ποιος πλέον θεωρεί, ότι η ηρωική θυσία της ζωής για την πατρίδα είναι μια πράξις αξιοθαύμαστη ή ότι επι τέλους μια φορά κανείς πεθαίνει και η ζωή δεν είναι το μόνον αγαθό που έχει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο; Απεναντίας μας εμποτίσθη η ιδέα, κυκλοφορεί πλέον στο αίμα μας, πως το μόνο που έχουμε είναι ανάγκες και συμφέροντα και μπροστά σ’ αυτά, στην επιβίωσι δεν υπάρχουν, δεν χωρούν ιδεαλισμοί. Η ύλη επικράτησεν, ή μάλλον ο υλιστικός τρόπος σκέψης και ζωής επεβλήθη πρωτύτερα από τον σωματικο εξανδραποδισμό και τον προετοίμασε τόσο καλά, ώστε τώρα να φαντάζη φυσικόν γεγονός και επακόλουθο.
Ο Πελοπίδας ετοίμαζε την εξόρμησίν του δια την απελευθέρωσιν της πατρίδος του κι αυτός πολύν καιρόν. Αφ’ ού ωργάνωσεν την επιχείρησίν του πολύ καλά, έκανε την επίθεσίν που σχεδίαζε και στο τέλος κέρδισε διπλή νίκη. Και την ξένην κατοχήν έκδιωξε των Σπαρτιατών και την ελευθερίαν ξανάδωσε στους συμπολίτες του από την τυραννία του Λεοντιάδου. Έδειξεν τον δρόμον.
Αυτός είναι ο σωστός σχεδιασμός. Πρίν γίνη η επίθεσις του έθνους προς τους ξένους δυνάστες και της εσωτερικής αυτών κάστας των, απαιτείται οργάνωσις. Να επιβληθή σιγά σιγά η επιστροφή εις τας παραδοσιακάς αξίας του γένους, η διδαχή του ιδεαλιστικού πνεύματος και να ενστερνισθώμεν ιδανικά και αξίες κλασσικές και να απομακρυνθώμεν από την ύλη. Όποιος δε με υλιστικές απόψεις και τρόπον σκέψης συνεχίζει να τις κηρύττη και να τις εγκολπώνεται, να γίνεται αποσυνάγωγος, να απομακρύνεται ως επικίνδυνος, να τον κάνουν όλοι πέρα και να διαπομπέυεται. Έτσι σιγά σιγά και οι εντολοδόχοι των ξένων κέντρων θα φοβούνται την παρασιώπησιν των ιδεαλιστικών και αέναων αξιών. Και όλα ταύτα μέχρις ότου γαλουχηθεί η νέα γενιά, η ηρωική, η γενιά του Πελοπίδα.


Ο ελεύθερος

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Πρωί, πρωί μιαν καθαρά Δευτέρα
Χιλιάδες αετοί σηκωθήκαν ψηλά
Μες τον αγέρα.
Ήταν πλούσιοι, φτιαχτοί, πολύχρωμοι,
Γεμάτοι θράσος, χλιδή
Και τόλμη.
Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν
Ό,τι θέλουν,
Καθώς άλλοι τους προστάζαν
Τι να κάνουν για να παίζουν.
Ήθελαν να φτάσουν τον ήλιο τον φωτεινό,
Μα κάτω τους τραβούσαν
Στης γής τον καημό.
Ένας σπάγκος τους τραβούσε κάτω,
Εκεί που κείτονταν αδύναμο
Ένα παιδί μονάχο.
……
Μια ηλιαχτίδα πέρασε φανταχερή,
Ζωηρή και ρώτησε τους πλουμιστούς,
Πώς βλέπουν την ζωή.
Είμαστε όμορφοι και πλούσιοι
Της είπαν,
Μα ότι ένας σπάγκος τους τραβούσε
Κάτω, αυτό της το κρύψαν.
Κι ανέβηκε πιο ψηλά της λευτεριάς
Η λιακτίδα
Σ’ έναν μονάχο αετό που δεν έδειχνε
Για τους άλλους ίχνος ζήλια.
Ήτανε φτωχός, μ’ ένα απλό χαρτί
Δίχως σκουλαρίκια και φρουφρούδια,
Μα και δίχως σπάγκο,
Να του περιορίζη την ζωή.
……
Ήρθε απόγευμα, ο άέρας κόπασε
Και για τους αφεντάδες των αετών
Η γιορτή τέλειωσε.
Τα’ αστέρια σαν πρόβαλλαν
Στον ουρανό,
Όλοι οι αετοί κείτονταν στο πατάρι
Το κλειστό.
Μόνο εκείνος ο αγέρωχος συνέχιζε
Να πετά,
Εκεί πέρα στ’ άστρα, μοναχικά
Μα κι ελεύθερα γεμάτος με χαρά.

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=wm9qxVmdJTM&feature=fvsr





Η θεώρηση των πραγμάτων

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Και δια το ανώμαλον της γής
Και την έποψιν της ναυμαχίας
Ανώμαλον ηναγκάζοντο έχειν»
(Θουκυδίδου, vii, 71)

413 π.Χ. Οι Αθηναίοι αποκλεισμένοι στο λιμάνι των Συρακουσών δίδουν την τελευταίαν των ναυμαχία, έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις των Αθηναίων στρατιωτών, που παρακολουθούν από την στεριά, είναι ανάλογα με την εικόνα που έχει ο καθένας απ’ την θέσι που βρίσκεται, για την μάχη και την εξέλιξίν της.
«Επειδή λοιπόν οι Αθηναίοι είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους στα πλοία και ο φόβος δια το μέλλον δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον του παρελθόντος», προσπαθούσαν, απ’ όποιο σημείο ευρίσκετο ο καθείς, να ιδή την έκβασιν της μάχης. Εξαιτίας της ανωμαλίας του εδάφους, αναγκάζονταν να έχουν απ’ την στεριά και διαφορετικήν εικόνα της ναυμαχίας, ο καθένας τους. «Το θέαμα ήταν πολύ κοντά και δεν κοίταζαν όλοι συγχρόνως στο ίδιο σημείο». Το γεγονός είναι αέναο. Όταν κανείς ζεί μέσα στην συμφορά που είναι εν εξελίξει, δεν δύναται ούτε εις το απειροελάχιστον να έχη πλήρην εικόνα του συνόλου των διαδραματιζομένων. Η πλήρης εικόνα είναι θολή. Μόνον ένα μέρος μπορεί ο καθένας να ενατενίση καθαρά και τούτο εξαρτάται από την τύχη, εκεί που τον ώρισε αυτή να βρίσκεται εκείνην την στιγμή. Διότι άλλον τον ώρισε να βρίσκεται δεξιά, άλλον αριστερά, άλλον ψηλά κι άλλον χαμηλά. Και τι γίνεται τότε; Απλώς, ό,τι θεωρείται από το όλον είναι και εντελώς διαφορετικόν δια τον καθένα.
«Αν κάποιοι έβλεπαν σε κάποιο σημείο τους δικούς τους να νικούν, έπαιρναν θάρρος και στρέφονταν στην επίκλησιν των θεών να μην τους στερήσουν την σωτηρίαν. Εκείνοι όμως που κοίταζαν στο τμήμα που νικιούνταν, αμέσως ξεσπούσαν σε θρήνους με κραυγές και από το θέαμα αυτών που συνέβαιναν έχαναν το ηθικό των  περισσότερο απ’ αυτούς που συμμετείχαν στην ναυμαχία. Υπάρχαν δε και μερικοί που κοίταζαν με προσοχή κάποιο σημείο, όπου η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη, επειδή ο αγώνας συνεχιζόταν ισόπαλος κι αυτοί ευρίσκοντο συνεχώς στην πιο απελπιστική κατάστασι και φοβισμένοι έκαναν κινήσεις με τα σωματά των, αντίστοιχες με την γνώμη των, για την έκβασιν εκείνης της στιγμής της ναυμαχίας».
Εναποθέσαμε και ημείς τις όποιες ελπίδες μας στα πλοία, σε κυβερνήσεις με ανθρώπους που δεν κυβέρνησαν ποτέ ούτε το σπιτικό των, με ανύπαρκτες πνευματικές δυνάμεις ή με κάτι πιο σιχαμερό, με την θέλησι να μην δώσουν καμίαν μάχη. Και μείναμε απ’ την στεριά της δυστυχίας μας να κοιτάμε την έκβασιν της εσχάτης μάχης. Και μέσ’ την συμφορά μας, άλλοι από μας κοιτάνε και νομίζουν, ότι σωζώμαστε και προσεύχονται να κρατηθή αυτό εώς το τέλος, εν ώ άλλοι ήδη θρηνούν και λένε ότι κατεστραφήκαμε και ότι η χώρα τελείωσε.
Υπάρχουν δε και οι πιο πολλοί και οι πιο δυστυχισμένοι, που ακόμα αγωνιούν κι εν ώ φοβούνται μήπως καταστραφώμεν ολοσχερώς, τρέφουν ενδομύχως και μίαν ελπίδα, μη και τα καταφέρωμεν εν τέλει και σωθώμεν, έστω και την τελευταίαν στιγμήν, αφ’ ού κατά τα λεγόμενα των δινόντων επιπλάστως την ναυμαχίαν, όλο και σε κάτι νικούν. Και αυτοί οι τελευταίοι ζούν το μεγαλύτερο δράμα απ’ όλους και η κατάστασί τους απελπιστική τω όντι, ολημερίς και ολονυχτίς ζούν και κρίνονται, αναποφάσιστοι ανάμεσα στο ότι ακόμα επιβιώνουν και δεν καταστρέφονται σαν τους άλλους, αλλά και στο ότι αύριο δεν ξέρουν αν κι αυτοί θα έχουν καταστραφεί.
Η αλήθεια δυστυχώς είναι μία. Η Σικελική εκστρατεία τερμάτισε με την συντριβή του αθηναϊκού ναυτικού, αν και εκείνοι πολέμησαν γενναία, αλλά και την απώλεια χιλιάδων μαχίμων Αθηναίων στα ορυχεία των Συρακουσών, στα οποία ωδηγήθησαν απ’ τους νικητές για καταναγκαστικά έργα και στα οποία οι περισσότεροι πέθαναν απ’ τις κακουχίες.


Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Α’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

(Α’ ΦΑΣΙΣ)
(ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΚΜΗΝ ΤΟΥ Ν.Ε. ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ) (1770-1820)

Ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ τω 1761 μεταφράζει το έργον ενός ιταλού φιλοσόφου και εμπράκτως αντιμετωπίζει το ζήτημα και μιλά δια έν «κοινόν ύφος», όπερ καταλλήλως καλλιεργημένον, είναι και το μόνον αρμόδιον δια κάθε ύλην. Αυτήν την περίοδον παρατηρείται αύξησις των πνευματικών ενδιαφερόντων, υπάρχει κίνησις ιδεών και μία ολοένα αυξανόμενη κίνησις βιβλίων, πράγματα που κάνουν επιτακτικήν κι επίκαιρον την λύσιν του γλωσσικού, ήτοι με ποίο γλωσσικόν όργανον θα επέλθη ο φωτισμός του γένους;
Ο Ευγένιος Βούλγαρης λέγει ρητώς πως το αρμόδιον όργανον είναι η αρχαία. Ο Μοισιόδαξ, ως είδομεν προέβαλλεν το «κοινόν ύφος». Τω 1789 στο Βουκουρέστι μέσω αλληλογραφίας τινός δυο εξεχόντων προσωπικοτήτων της περιοχής και της εποχής έχομεν την πρώτην διένεξιν. Πρόκειται δια την αλληλογραφίαν του Λάμπρου Φωτιάδη σχολάρχου της ακαδημίας της πόλης, όστις είναι αρχαιστής και του Δημητρίου Καταρτζή μεγάλου λογοθέτου, ανωτέρου δικαστικού, όστις είναι δημοτικιστής. Η διαμάχη για τρείς δεκαετίες (1790-1820) εφεξής θα οξυνθή.
Ο Καταρτζής λαμβάνει θέσεις ριζικές και σαφείς στο έργον του, και δή εις ένα με μακροσκελέστατον  τίτλον (Σχέδιον……), ένθα και λέγει ότι «η ρωμαίϊκια γλώσσα» είναι καλύτερη σε όλα απ’ όλες τις άλλες γλώσσες κι ότι η καλλιέργεια της και η συγγραφή βιβλίων σ’ αυτήν αποτελεί γενική και ολική αγωγή του έθνους. Δια τούτο έγραψεν μίαν γραμματικήν της αρχαίας εις τα νεοελληνικά, μίαν γραμματικήν, την πρώτην, της νέας ελληνικής και νεοελληνική στιχουργική. Έγραψεν εις λαικήν γλώσσα, όπως ωμιλείτο εις τους κύκλους της Πόλης, χωρίς κανέναν συμβιβασμόν προς την λόγιαν παράδοσιν, με ύφος ιδιότυπον και προσωπικόν αλλά και με σύστημα και με επιμονή. Ύστερα ηναγκάσθη εις μίαν γλώσσαν «αιρετήν» αντί για «φυσικήν», κατόπιν πιέσεων αν και δήλωσεν ότι τούτο δεν τον πείραζε, αφ’ ού σκοπός του ήτο να ωφελήση το γένος. Και τούτο μπορούσε να το κάνη με όποιον τρόπο ήτο δυνατόν. Τω 1791 εκδίδει μιαν γραμματικήν της απλής καθαρευούσης.
Εκ του κύκλου του Καταρτζή, ξεπηδούν ο Ρήγας και οι Δημητριείς, Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης. Ο πρώτος έχει το προοδευτικόν βλέμμα του δασκάλου  του Καταρτζή πάνω του, εν ώ οι δεύτεροι με το έργον των «Γεωγραφία Νεωτερική» κάνουν εμφανήν την επίδρασιν εκείνου πάνω τους και στην γλώσσα και στην ορθολογιστικήν και ρεαλιστικήν αντιμετώπισιν των προβλημάτων.
Τω 1805 κυκλοφορεί η «Γραμματική της Αιολοδωρικής» του Αθ. Χριστόπουλου, ο οποίος επηρεασθείς κι αυτός εκ του κύκλου του Καταρτζή τάσσεται με τους οπαδούς της δημοτικής. Η θεωρία του είναι ότι η νέα γλώσσα είναι απόγονος των διλέκτων της αρχαίας αιολικής και δωρικής και άρα έχει την ίδιαν ευγένειαν με την αττικήν, θεωρία σαφώς σφαλερή, αντιεπιστημονική, τονώνουσα ωστόσο τας τάξεις των «δημοτικιστών». Η νέα γλώσσα την εποχήν εκείνη δεν καλείται δημοτική αλλά αιολοδωρική, νεοελληνική, ρωμαίϊκια ή κοινόν ύφος. Τω 1811 κυκλοφορεί το «Όνειρον», μάλλον νόθον έργον του Χριστόπουλου, αλλά τυπωθέν υπο του κύκλου του, μαζί με τα λυρικά, έργον σατυρίζον πιο πολύ τας θεωρίας του Κοραή. Πρόκειται δια έναν διάλογον ανάμεσα στον συγγραφέα και δυό γυναίκες άσκημες και φτιασιδωμένες, που αντιπροσωπεύουν την μιξοβάρβαρην γλώσσαν και την ορθογραφίαν.
Την ίδιαν εποχήν έχουμε κι άλλα λογοτεχνικά, σατιρικά έργα εντασσόμενα στις οξείες γλωσσικές διαμάχες της προεπαναστατικής αυτής τριακονταετίας με τα πιο διάσημα αυτά του «Λογιότατου Ταξιδιώτη» του Βηλαρά και «Τα Κορακίστικα» (1813) του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού.
Δίπλα στους Χριστόπουλο και Βηλαρά εμφανίζεται ο λόγιος από τα Γιάννενα Αθ. Ψαλίδας. Σπουδάσας αυτός ιατρικήν, φιλοσοφίαν, μαθηματικά και πειραματικήν φυσικήν στην αλλοδαπήν, απ’ όπου και τω 1795 εν Βιέννη ευρισκόμενος εδημοσίευσεν τα «Καλοκινήματα», ίνα ελέγξη την «Λογικήν» του Βούλγαρη, τω 1796 γίνεται αρχιδιδάσκαλος στην σχολήν των Ιωαννίνων, ένθα απέκτησεν αφοσιωμένους μαθητάς και ακτινοβολία. Ο Βηλαράς είναι μεγάλος φίλος του και του αφιερώνει την «Ρωμαίϊκη Γλώσσα» του, εν ώ ο Ψαλίδας εφαρμόζει σε μερικά απ’ τα γραπτά του το ορθογραφικόν σύστημα του φίλου του. Αλληλογραφούν μαζί, ενώ ο Ψαλίδας συμμερίζεται τις ιδέες του Βηλαρά. Τω 1821 σχεδιάζουν να εκδώσουν μαζί ένα βιβλιαράκι με τις επιστολές τους, όπου μέσα αναπτύσσσουν τις ιδέες τους για το γλωσσικόν, ως συνέχεια της «ρωμαίϊκης γλώσσας».

(συνεχίζεται)


Η υπεροψία της σκληρότητος

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

“quae gignuntur statim
Vieta et mollia, non
Matura mox fiunt sed putria”

Ο Ρωμαίος τραγικός ποιητής Πακούβιος (220-130 π.Χ) απεσύρθη σε μεγάλη ηλικίαν στον Τάραντα. Εκεί τον επεσκέφθη ο κατά 50 χρόνια νεώτερός του ποιητής Άκκιος, ο νέος αστήρ της τραγικής ποιήσεως της εποχής του και του διάβασε την τραγωδίαν του «Ατρέας», πολύ φημισμένη στην αρχαιότητα. Στην παρατήρησι του γέρου Πακούβιου, ότι του φαινόταν «κάπως τραχιά και στυφά» τα λόγια του έργου, δηλαδή σκληρά και ξινά, ώστε να δημιουργούν αποστροφή κι όχι γλυκύτητα κι εσωτερική αγαλλίασι, εκείνος γεμάτος έπαρσι και αλαζονεία του απήντησε, ότι «τα φρούτα που είναι μαλακά απ’ την αρχή, αργότερα σαπίζουν».
Ita est” inquit Accius, “ut dicis”. «Έτσι είναι, είπε ο Άκκιος, όπως τα λές». “Neque id me sane paenitet”. «Ούτε γι’ αυτό βέβαια εγώ μετανοώ». Quae dura et acerba nascuntur, post fiunt mitia et iucunda”. «Αυτοί που γεννιούνται σκληροί και στυφοί, ύστερα γίνονται γλυκοί και ευχάριστοι». Ιδού η αιτία της όποιας ανθρώπινης σκληρότητος. Θεωρεί ο άνθρωπος, ότι δίχως ν’ αγαπά, με το να είναι αδίστακτος και αποτρόπαιος, σκληρόκαρδος και μισητός στους πάντες, κερδίζει. Λέγει ο ανόητος μέσα στην ψυχή του: «ας μείνω σκληρός, να μην πονέσω εγώ κι ας πονώ με την συμπεριφορά μου τους άλλους. Σημασία έχει, να χαλυβδώσω εμαυτόν ούτως, ώστε ουδέποτε να μην κλάψω, να μην δακρύσω». Για να το κατορθώση αυτό καθιστά τον εαυτόν του τέρας σκληράδας. Πρίν συμβή ο,τιδήποτε, έχει προνοήσει να συμβαίνη το κακό στους άλλους, ώστε αυτός να μένη αλώβητος.
Αυτό όμως δεν λέγεται ανθρώπινη φύσις. Ο άνθρωπος έχει και καρδιά, συναίσθημα. Δεν μπορεί αυτήν την καρδιά, να την αφήση να σκληρύνη τόσο, ώστε σαν πέτρα πια να μην χτυπά. Μ ε την σκέτη λογική και ορθοφροσύνη, δίχως ίχνος συναισθήματος δεν οδηγούμεθα πουθενά. Όταν ήταν φοιτητής ο Σολωμός στην Ιταλία, νεαρός και άπειρος, έδιδε έμφασιν στην επεξεργασία από την λογική ακόμη και των πιο συναισθηματικών στίχων του Δάντη. Τούτο ηνάγκασε τον γέρο δάσκαλό του Μόντι να ειπή εις τον εικοσάχρονον Ζακυθινόν σχεδόν οργισμένος: «Δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τόσον, πρέπει και να αισθάνεται, να αισθάνεται, ακούς;»
Η φωνή του εχάθη. Όλες οι παλιές φωνές, που μετέδιδαν την θέρμη της αγάπης, την φωτιά της γλυκύτητος, το μειδίαμα της ψυχής εχάθησαν. Η εποχή έγινε σκληρή, διότι σκλήρυναν οι άνθρωποι. Το σπουδαιότερον δε και σημαντικότερον και συνάμα απελπιστικόν, αυτό που αναίσχυντα λένε. «Ούτε βεβαίως μετανοιώνω γι’ αυτό».


Το αληθές της ουτοπίας

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


«το του νόμου έργον, τας βελτίστας
φύσεις αναγκάσαι ιδείν τε το αγαθόν
και επειδάν ικανώς ιδώσι, μη
επιτρέπειν αυτοίς μη μετέχειν
των παρ’ εκείνοις τοις άλλοις
πόνων»
(Πλάτων, πολιτεία, 519 b-d)

Στο ερώτημα «τι είναι αλήθεια;» η αρχαία ελληνική φιλοσοφία έδωσε απάντησι. Αλήθεια είναι «η απόλυτη συμφωνία της σκέψης με το αντικείμενόν της». Με το πνεύμα αυτό, η αλήθεια είναι κρίσις, σκέψις μέσα στον ανθρώπινο νού. Δεν είναι εξωτερική πραγματικότητα, αλλά σκέψις δια την πραγματικότητα. Το ότι ζούμε σε μίαν φαύλην πολιτεία, τούτο δεν κάνει αληθινό ότι αυτή είναι η πολιτεία. Η πολιτεία, ένα έθνος είναι αληθινό διότι υπάρχει στην σκέψι μας. Το πνεύμα μας το διδάξανε –η φιλοσοφία και η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού πολύ συνέβαλαν σ’ αυτό- να θεωρή αληθές την πολιτεία που είναι βασισμένη στο Δίκαιο, στους Νόμους, πράγμα ταυτόσημο με την ευτυχίαν. Διότι η δικαιοσύνη είναι ευτυχία.
Και τι ορίζει ο Νόμος της αληθινής πολιτείας, αυτής που κρίνοντας έπρεπε να υπάρχη και δεν υπάρχη τώρα, που ζούμε σ’ ένα φάντασμα αυτής, σε μιαν σκιά της δυστυχισμένοι; Ο Νόμος ορίζει, ότι το πάν, το όλον δέον να υπάρχη προς όφελος των πάντων, όλων των μερών. Η ουσία του Νόμου είναι ότι τίποτα σε μια πολιτεία ανθρώπων δεν γίνεται, ίνα εξυπηρετήση το συμφέρον μόνον ολίγων, το όφελος ατόμων, αλλά αυτός καθορίζει, ότι σπουδαιότερον των πάντων, των πράξεων των πολιτών αυτής είναι αυτές οι πράξεις να γίνονται προς ικανοποίησιν του γενικού συμφέροντος. Ειδάλλως δεν υπάρχει δίκαιον αλλά αδικία, η οποία τότε καταδικάζει μιαν πολιτείαν ανθρώπων στην μαύρη δυστυχία.
Όλοι δε οι ανθρωποι δεν γεννηθήκαμε ίδιοι. Εκ φύσεως μας επιδαψιλεύθη εις τον καθένα κι ένα διαφορετικό χάρισμα, μια διαφορετική αρετή. Αυτήν την αρετήν που κρύβει ο καθένας μέσα του, έχει ιερόν χρέος να την χρησιμοποιήση με σκοπόν την γενικήν, καθολικήν ευημερίαν. Αν δεν το κάνη αυτό, αυτομάτως καθιστά εαυτόν άδικον και τότε ο Νόμος της πολιτείας έχει καθήκον να τον επαναφέρη στην τάξιν με βίαιον τρόπον. Την πιο μεγάλην ευθύνη και βάρος ασφαλώς έχουν, όσοι από την φύσι εξασφάλισαν μεγάλον μέρος αρετής, πολλά χαρίσματα, τουλάχιστον περισσότερα απ’ όσα εδόθησαν σε έναν μέσον άνθρωπον. Αυτόι με αυτά τα χαρίσματα, την πνευματικήν δύναμιν κυρίως, τον ορθόν νού, την δυνατή κρίσιν έχουν την δύναμην να ιδούν το αγαθό, να ανακαλύψουν το φώς, να λυτρωθούν από το σκότος, να το θαυμάσουν, να το εγκολπωθούν και ενστερνισθούν και να το επωφεληθούν και βασιζόμενοι σ’ αυτό να ζήσουν μιαν ευτυχισμένην ζωή.
Τι πρέπει ιδίως αυτοί να πράξουν; Να αδιαφορήσουν για το γύρω τους κακό, το σκοτάδι που πλήττει τους άλλους και να μην ενδιαφερθούν δια το γενικό καλό; Τότε ήθελεν είναι ανάξιοι που τους εδόθη η δύναμις ν’ αντικρύσουν το καλό, αλλά δεν κατενόησαν τις ιδιότητές του. Θα καταντούσαν, αν και γνωρίζοντες το αγαθόν άδικοι στους συμπολίτες τους, πράγμα αντιφατικόν, αφ’ ού το αγαθόν άπαξ και υιοθετηθή δεν μπορεί ποτέ να εκλύει άδικον.
Ο Νόμος ουδόλως νοιάζεται, αν αυτοί, αν και μπορούσαν να ζήσουν ευτυχισμένοι, είναι αναγκασμένοι να κάνουν άλλα. Δεν τον ενδιαφέρει η προκοπή ολίγων, αλλά διαρκώς προσπαθεί να καταστήση την ευτυχίαν συνολικήν υπόθεσιν της πολιτείας. Όσους δεν πείθει στην πράξιν να λειτουργήσουν σαν σύνολον αρμονικόν, τότε ως ελέχθη το κάνη με την βία. Διότι δεν θεωρεί, ότι αδικεί εκείνους, που σαν προικισμένοι από την φύσιν κατάφεραν να έχουν επίγνωσιν του αγαθού αλλά απεναντίας θεωρεί δικαιοσύνη, να τους αναγκάζει αυτήν την γνώσιν των, να την χρησιμοποιούν προς επιμέλειαν και φύλαξιν των υπολοίπων.
Είναι καιρός τώρα, που αυτή η ουσία του Νόμου δεν εφαρμόζεται. Από το αποτέλεσμα της ευημερίας των ολίγων και της δυστυχίας των πολλών, αποδεικνύεται, ότι ο Νόμος της πολιτείας έπαψε ν’ αναγκάζη τους καλύτερους να δαπανούν την αρετή των προς κοινήν ωφέλειαν. Η όσο το δυνατόν γρηγορότερη επαναφορά της ουσίας του Νόμου στην έμπρακτον εφαρμογήν είναι από τα πράγματα επιβεβλημένη, ούτως ώστε η ευτυχία της πολιτείας να μην χαθή οριστικώς. Μπορεί να φαίνεται τούτο ουτοπία, αλλά δεν είναι, είναι αληθές.