Εισαγωγη
Κατά τον 17ο αιώνα έπειτα από μία μακρόχρονη περίοδο κατά την οποία οι φιλοσοφικές αντιλήψεις στην δυτική Ευρώπη είχαν περιβληθεί τον μανδύα του δόγματος, η πρόοδος των επιστημών επέβαλε και την εξέλιξη της φιλοσοφίας. Η αποκήρυξη της αυθεντίας και των παραδεδομένων αληθειών της περιόδου του Σχολαστικισμού και η θαρραλέα απόφαση των στοχαστών να μεταχειριστούν τον δικό τους νου, είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της εποχής, της εποχής του διαφωτισμού[1].
Ακόμη το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πλέον για τους φιλοσόφους δεν ήταν η αναζήτηση της ουσίας του κόσμου, αλλά το φαινόμενο της γνώσεως[2]. Τα νέα ερωτήματα που τίθενται είναι, πώς θεμελιώνεται η γνώση; Πού στηρίζονται οι ιδέες; Οι νέοι διανοητές αντιλήφθηκαν ότι η γνώση δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε αναπόδεικτα αξιώματα, σε μεταφυσικές βάσεις. Γεννήθηκε η ανάγκη να θεμελιωθεί η γνώση σε κάτι περισσότερο απτό.
Κατά τον 17ο αιώνα έπειτα από μία μακρόχρονη περίοδο κατά την οποία οι φιλοσοφικές αντιλήψεις στην δυτική Ευρώπη είχαν περιβληθεί τον μανδύα του δόγματος, η πρόοδος των επιστημών επέβαλε και την εξέλιξη της φιλοσοφίας. Η αποκήρυξη της αυθεντίας και των παραδεδομένων αληθειών της περιόδου του Σχολαστικισμού και η θαρραλέα απόφαση των στοχαστών να μεταχειριστούν τον δικό τους νου, είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της εποχής, της εποχής του διαφωτισμού[1].
Ακόμη το επίκεντρο του ενδιαφέροντος πλέον για τους φιλοσόφους δεν ήταν η αναζήτηση της ουσίας του κόσμου, αλλά το φαινόμενο της γνώσεως[2]. Τα νέα ερωτήματα που τίθενται είναι, πώς θεμελιώνεται η γνώση; Πού στηρίζονται οι ιδέες; Οι νέοι διανοητές αντιλήφθηκαν ότι η γνώση δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε αναπόδεικτα αξιώματα, σε μεταφυσικές βάσεις. Γεννήθηκε η ανάγκη να θεμελιωθεί η γνώση σε κάτι περισσότερο απτό.