«Ἡτοιμάσθην ν’ ἀναχωρήσω σήμερον, κύριε καθηγητά. Ποῦ μὲ συμβουλεύετε νὰ πάγω;» ἠρώτησα τὸν ἰατρόν, ὕστερον ἀφοῦ κατέγραψεν εἰς τὸ σημειωματάριόν του τὸ εὐχάριστον συμπέρασμα τῆς στηθοσκοπήσεώς μου.
«Ποῦ ἀλλοῦ παρὰ ἐπὶ τοῦ Hartz! Δὲν μεταβάλλω γνώμην. ‘‘ Ὁ τρόοζας ἰάζεταϊ’’», εἶπεν ὁ γέρων, καὶ τὸ εἶπεν, ὡς ἐὰν συνδιεσκέπτετο ἐν πνεύματι μετά τινος Ὁμηρικοῦ Ἀσκληπιάδου. Ἔπειτα στραφεὶς πρὸς ἐμέ: «Τὰ ὄρη τοῦ Χάρτς δὲν ἀπέχουν πολὺ ἀπ’ ἐδῶ, καὶ αὐτὸς εἶναι», εἶπε, «κυρίως ὁ λόγος τοῦ καλοῦ κλίματος καὶ τῶν ὡραίων περιχώρων, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τῶν δριμυτάτων ἐνίοτε καὶ βλαβερῶν εἰς τοὺς ξένους χειμώνων μας. Διὰ τοῦτο λέγω ‘‘ὁ τρόοζας ἰάζεταϊ’’».
«Ἀλλὰ μὲ τὸν νοῦν σου, νεανία μου!» ἐπρόσθεσεν ἔπειτα, σείσας τὸν λιχανόν. «Μὲ τὸν νοῦν σου! Σ’ ἐπιτρέπω ν’ ἀναβῇς ὅσον ὑψηλὰ δύνασαι εἰς τὸν αἰγλήεντα Παρνασσόν, ὄχι ὅμως καὶ εἰς τὰς νεφελοσκεπεῖς κορυφὰς τοῦ ἡμετέρου Χάρτς. Ἐπ’ αὐτῶν ἰοστεφεῖς Μούσας καὶ ἀκτινοβόλον Ἀπόλλωνα δὲν θὰ εὕρῃς. Ἀλλὰ Στρίγγλας μόνον καὶ Καλλικαντζάρους καὶ ὅλα τὰ μεσαιωνικὰ δαιμόνια, τὰ ἐμπνεύσαντα εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν κλασσικόν, τὸν ὁμηρικώτατον ἡμῶν Goethe, τὸ ψυχρὸν καὶ σκοτεινὸν ἐκεῖνο μέρος τοῦ Faust, τὸ ὁποῖον κάλλιον νὰ μὴ τὸ ἔγραφεν!»