επιμελεία
του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
«Η εγκράτεια μας δίδει και υγείαν και ευτυχίαν,
ηδονάς η ακρασία, πλήν συγχρόνως ατιμίαν,
ασθενείας και πτωχείαν»
Υπήρχε
κάποτε κάποιος Φαγόνδιος. Ήταν ένας αριστοκράτης της Βενετίας πολύ πλούσιος,
αλλά και με πολλά ελαττώματα. Το κυριότερό του ελάττωμα ήταν η λαιμαργία, που,
καθώς ήταν φυσικόν, του κατέστρεψε το στομάχι. Κι όχι μόνον αυτό έπαθε, μα έχασε
και τον ύπνο του, γιατί δεν μπορεί να κοιμηθή βέβαια κανείς με στομάχι φορτωμένο.
Δούλος
όμως στο πάθος του, καθώς ήτο, όχι μόνον δεν έκοβε την πολυφαγία, μα και για να
ικανοποιή την λαιμαργία του έτρωγε φαγητά κι έπινε ποτά, που του ερέθιζαν την όρεξι
κι έτσι η καταστροφή προχωρούσε. Τα δόντια του σάπισαν, η κοιλιά του μεγάλωσε, όλο
του το σώμα χόντρηνε πολύ, δεν μπορούσε να κινηθή εύκολα και στο τέλος τον έπιασαν
τρομεροί πόνοι στα πόδια. Αφού του κάκου πάσκισαν να τον γιατρέψουν οι καλύτεροι
γιατροί της Βενετίας, πήγε να βρή έναν περίφημο καθηγητή, σ’ άλλην πόλι.
«Μάλιστα»
είπε αυτός, όταν τον άκουσε και τον εξέτασε. «Θα σε κάνω καλά, φτάνει να μείνης
ένα μήνα στο σπίτι μου και να κάνης ό,τι σου ζητώ».Και η θεραπεία άρχισε αμέσως
μ’ αυτόν τον ωραίον τρόπο. Ο καθηγητής είπε στον Φαγόνδιο να περάση για λίγην ώρα
στο διπλανό δωμάτιο κι όταν μπήκε του ‘κλεισε την πόρτα απ’ έξω. Δεν υπήρχε μέσα
εκεί τίποτ’ άλλο από τους τέσσερεις τοίχους. Κι ο κακομοίρης ο Φαγόνδιος, που
δεν ήξερε παρά να τρώη και να ξαπλώνη, άρχισε να χτυπάη την πόρτα και να φωνάζη.
Μα κανείς δεν του απαντούσε. Και καθώς τα πόδια του ήταν πρισμένα και δεν μπορούσαν
να τον κρατήσουν, ακούμπησε στον τοίχο. Μα πράγμα παράξενον!! Ο τοίχος ήτανε
ζεστός κι όσο πήγαινε ζέσταινε πιο πολύ ακόμα. Κι από τα πόδια του ανέβαινε άλλη
ζέστη.
Κάνει
ν’ ακουμπήση στο πάτωμα και είδε πως ήταν ζεστό κι εκείνο. Με πολλή δυσκολίαν
κινήθηκε να πάη παραπέρα. Μα του κάκου. Όπου κι αν στεκότανε η ίδια ζέστη τον έπαιρνε.
Και το χειρότερο είναι που όσο πήγαινε μεγάλωνε. Προσέχοντας καλύτερα τώρα, είδε
πως τοίχοι και πάτωμα ήσαν από σίδερο…
Κι όσο περνούσε η ώρα, όλο και μεγάλωνε η ζέστη, όλα έκαιγαν εκεί μέσα…Ν’
ακουμπήση πουθενά δεν μπορούσε. Να σταθή στα δυό του πόδια ούτε…Με την ελπίδα ν’
ανακουφιστή, άλλαζε ολοένα θέσι και στεκότανε πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο…
Κι
ήταν για τον ίδιο ακατανόητο, πως αυτός, που δεν μπορούσε να κάνη βήμα, τώρα έτρεχε
με τόσην σβελτάδα σαν παλληκάρι είκοσι χρονών. Λαχανιάζοντας και καταϊδρωμένος
παραπατούσε πότε από δώ, πότε από κεί, φωνάζοντας ολοένα: «Βοήθεια! Ψήνομαι!».
Αφού έτσι ψήθηκε αρκετά, είδε επί τέλους ν’ ανοίγη η πόρτα και τον γιατρό να
μπαίνη μ’ ένα κάθισμα.
-Πως
πέρασες; Του λέει αυτός ήσυχα. Κάτσε τώρα να ξεκουραστής.
Ο
Φαγόνδιος άφησε το πελώριο κορμί του στην καρέκλα, που έτριξε κάτω από το βάρος
του. Κί όταν συνήρθε, άρχισε να κάνη στον γιατρό πικρά παράπονα.
-Τι
ήταν αυτό που μού ‘κανες γιατρέ;
-Η
θεραπεία….
-Αρχίσαμε;
-Και
πάμε περίφημα…
-Πεινάω!
Τι θα μου δώσεις;
-Έξι
πιάτα…
Σε
λίγο πραγματικά ωδηγήσανε τον Φαγόνδιο στην τραπεζαρία. Μα ποια ήταν η απελπισία
του, όταν ξεσκεπάζοντας τα έξι πιάτα, που του υποσχέθηκε ο γιατρός, είδε, αντί
για τα εκλεκτά φαγητά που ωνειρευόταν, μισή πατάτα βραστή στο ένα, μισή ψητή
στο άλλο, στο τρίτο λίγα χόρτα βραστά και στ’ άλλα δύο ένα κομματάκι ψωμί και
μια φτερούγα πουλί. Υπήρχε ακόμη κι ένα έκτο πιάτο μ’ ένα μήλο ψητό.
-Δυστυχία
μου; ξεφώνισε ο Φαγόνδιος, θα πεθάνω από την πείνα εδώ μέσα.
Μα
πεινασμένος καθώς ήταν, τι να κάνη, έφαγε και το φτωχικό αυτό φαγητό του. Δεν έβλεπε
την ώρα να πάη να ξαπλώση σ’ ένα κρεββάτι, μα ο γιατρός ήρθε και τον προσκάλεσε
ευγενικά να πάη στον κήπο του.
Τι
να κάνη ο Φαγόνδιος πήγε. Εκεί ο γιατρός άρχισε να καλλιεργή ο ίδιος, μα με την
πρόφασιν πως θέλει πότε την μια βοήθεια, πότε την άλλη κρατούσε τον Φαγόνδιο σε
αδιάκοπη κίνησιν. Τέλος ήρθε το βράδυ, η ώρα του ύπνου, μα και τότε ο καημένος
ο άνθρωπος βρήκε καινούργιους λόγους να παραπονεθή. Αυτός που ήταν συνηθισμένος
να κοιμάται σε στρώματα και μαξιλάρια πουπουλένια, είδε τον εαυτόν του υποχρεωμένον
να ξαπλώση σ’ ένα κρεββάτι σκληρό.
-Δεν
θα μπορέσω να κοιμηθώ, είπε αναστενάζοντας.
Μα
έγινε ίσα- ίσα το αντίθετον! Κουρασμένος καθώς ήτανε και με το στομάχι ελαφρύ,
μπόρεσε να κοιμηθή, όπως ποτέ. Αυτή η ζωή κράτησε έναν μήνα. Στο τέλος ο γιατρός,
αφού τούβγαλε και τα σάπια δόντια, τον έστειλε πίσω στην Βενετία, άλλον άνθρωπο.
-Κοίταξε
μόνο, του είπε γελώντας, μην ξαναρχίσης τα ίδια! Αν μου ξανάρθης, θα σε βάλω
στην σχάρα να σε ψήσω.
Αυτός
έκτοτε δεν ξέχασε ποτέ όσα έπαθε και τον γιατρό που τον έσωσε κι έκανε μιαν
συγκρατημένη ζωή.
ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ