Του Γαβριήλ Μπομπέτση
Ήδη από τα πρωτο-αναγεννησιακά χρόνια κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ρολόγια. Θαρρώ πως όσο ο άνθρωπος πάσχισε να ελέγξει το χρόνο, τόσο εκείνος ξεγλιστρούσε. Στην ύπαιθρο του προηγούμενου μόλις αιώνα ξυπνητήρι ήταν το λάλημα του πετεινού. Κυνηγώντας διαρκώς το χρόνο, χάνουμε εντέλει το χρόνο μας. Κερδίζουμε σε άγχος και χάνουμε σε ήρεμες και απλές στιγμές. Στις φυλακές η μέρα ξεκινά με το λυκαυγές και η αυλαία πέφτει με το λυκόφως. Αυτή μου φαίνεται πως είναι η φυσική ροή των πραγμάτων - ή κάπως έτσι. Διερύναμε τις αναγκες, μετατρέψαμε τη νύχτα σε μέρα και αφήνουμε τη ζωή να φεύγει από μπροστά μας. Ίσως πάλι και όχι.
Πρώτο ζητούμενο προς πραγμάτευση θα είναι ο ψυχολογικός χρόνος, ο οποίος έχει απασχολήσει το χώρο της φιλοσοφίας. Ο χρόνος περνάει γρήγορα, όταν νιώθουμε ψυχική ευφορία, και βασανιστικά αργά, όταν βιώνουμε πόνο ή οδύνη. Στις στιγμές ανεπανάληπτης ευτυχίας (ας ανακαλέσει ο καθένας τις δικές του) εύχεσαι ενδόμυχα να πάγωνε ο χρόνος εκεί. Στις στιγμές όπου τα δάκρυα των ματιών ή της ψυχής κυλούν το ένα μετά το άλλο εύχεσαι λίγο να έρθει ο Μορφέας και να σε πάρει στην αγκαλιά του ή η ροδοδάκτυλος Αυγή να έρθει νωρίτερα. Το δίχως άλλο υπαρκτός ο ψυχολογικός χρόνος ή με άλλα λόγια ο προσωπικός χρόνος, ο υποκειμενικοποιημένος.
Στο φιλοσοφικό πεδίο έχει τεθεί ακόμη το ερώτημα αν υπάρχει άραγε το παρόν. Κάπου κάποτε είχα διαβάσει ότι το παρόν δεν είναι παρά το μέλλον του παρελθόντος ή κάπως έτσι. Το παρόν για τη φιλοσοφία δεν υφίσταται, γιατί όταν πας απλώς να σκεφτείς ότι είσαι στο παρόν, το παρόν έχει γίνει ήδη κατά ένα λεπτό παρελθόν και πάει λέγοντας. Μήπως, θα πουν οι φιλόσοφοι, ο χρόνος είναι μια εφεύρεση του ανθρώπου, που θέλει τοιουτοτρόπως να ρυθμίσει τη ζωή του;
Χρόνος έρχεται, χρόνος παρέρχεται. Η διαπίστωση αυτή, οδυνηρή για πολλούς, είναι πολύ παλιά. Ο Ο. Ελύτης περιγράφει το χρόνο σαν «γρήγορο ίσκιο πουλιών» (Προσανατολισμοί). Αναλογιστείτε πόσο τρέχει. Αν ο χρόνος τρέχει τόσο, το επόμενο λογικό ερώτημα είναι πώς τον αξιοποιούμε εμείς; Και πάλι έρχεται ο Τ. Λειβαδίτης (Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο) να αποτυπώσει μια πραγματικότητα:
«Βράδιαζε. Άνοιξα το
παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το
αιώνιο παράπονο του κόσμου.
Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία
χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που
άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε
πολύ….».
Πέρα από την παρατεταμένη παραμονή στο προσωπικό σκότος, σε μια θλίψη ή κατάθλιψη, ο Λειβαδίτης θέτει ακόμα εμμέσως το ζήτημα της αναβλητικότητας. Ο λαός ουχί ασόφως λέει: «μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα». Το αύριο συμβόλιζει την καλύτερη μέρα, όμως, το κάθε αύριο θα πρέπει να εκκινεί σήμερα, κάθε ώρα και στιγμή.
Η φιλοσοφία απ' αρχαιοτάτων χρόνων έχει δώσει έμφαση στην αξία της στιγμής και στη δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου. Ο Επικούρειοι, φέρ' ειπείν, διέδιδαν πως ο καθένας θα πρέπει να θεωρεί την κάθε μέρα ως ένα θαυμάσιο δώρο, που πρέπει να αξιοποιήσει. Την ιδέα αυτή αποτυπώνει με όμορφο τρόπο ο Λατίνος ποιητής, Οράτιος στις Επιστολές του (Οράτιος, Epistulae, 1.4.13-14), απηχώντας σαφώς επικούρειες αντιλήψεις: «omnem crede diem tibi diluxisse supremum,/grata superveniet, quae non sperabitur hora». «Πείσε τον εαυτό σου, λέει, πως κάθε μέρα που έφεξε είναι η τελευταία, [έτσι] ευχάριστη θα επακολουθεί η κάθε ανέλπιστη ώρα». Ο άνθρωπος πρέπει να αξιοποιεί προσηκόντως την κάθε στιγμή και να μην αναβάλλει τη χαρά, καθώς η ζωή είναι εφήμερη. «Γεγόναμεν ἅπαξ, δὶς δὲ οὔκ ἐστι γενέσθαι», «γεννηθήκαμε μια φορά, δεύτερη δεν είναι δυνατόν να γεννηθούμε», γράφει ο Επίκουρος (Ἐπικούρου προσφώνησις, 14). Την ίδια περίπου θέση για την αξία του τώρα διατυπώνουν και οι Στωικοί. Ο Ζήνωνας έλεγε πως: «βραχὺς γὰρ ὄντως ὁ βίος, ἡ δὲ τέχνη μακρή» (Στοβαίος, Ἐκλογαί, 4. 34. 68), εννοώντας την τέχνη της θεραπείας της ψυχής. Στο σύντομο αυτό βίο που αναλογεί στον καθένα, για να ζήσει κάνεις ευτυχισμένα, θα πρέπει κατά τους Στωικούς να αποδέχεται ό,τι η θεία πρόνοια τού στέλνει, ώστε τίποτα να μη συμβαίνει χωρίς τη θέληση του και όλα όσα συμβαίνουν να θέλει να συμβαίνουν.
«Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, έλεγε ο Καζαντζάκης, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό». Η αιωνιότητα αφορά το επέκεινα αλλά αφορά και το εδώ. Μήπως η ποιότητα που μοχθούμε να προσδώσουμε στη ζωή είναι ανώτερη απ' την ποσότητα; Μήπως η ποσότητα είναι αναγκαία, για να προφτάστουμε να προσδώσουμε ποιότητα στη ζωή μας; Αυτό που με κάποια βεβαιότητα μπορεί να πει κανείς ειναι πως η αιωνιότητα είναι κρυμμένη στην απλότητα, στον αγώνα, στις μικρές σταλαγματιές ευτυχίας, στην επιστροφή σε ένα φυσικό τρόπο ζωής, στη σμίκρυνση του εγώ. Η (εδώ) αιωνιότητα στην τελειοποιημένη μορφή και φύση της, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, θαρρώ πως είναι η ζωή που ακτινοβολεί, μα ωσότου να ακτινοβολήσει, χρειάζεται αγώνας, πολύς αγώνας.