Η Γοητεία του Θουκυδίδη.


της Ιωάννας Φάφκα
- Φιλολόγου


Στο άκουσμα του ονόματος του Θουκυδίδη οι περισσότεροι προβαίνουν ασυνείδητα στο συσχετισμό του με την ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο Θουκυδίδης δεν έγραψε ούτε «ιστορία» ούτε τα γεγονότα, τα οποία κατέγραψε, κατονόμασε ως «πελοποννησιακό πόλεμο». Η ιστορία, όπως εμείς σήμερα την γνωρίζουμε, δεν είχε καθιερωθεί και το ρήμα ιστορώ για τους σύγχρονους του Θουκυδίδη είχε τη σημασία της έρευνας. Ο ίδιος προσδιορίζει την «ξυγγραφήν» του ως συλλογή και καταγραφή γεγονότων, για τα οποία ο ίδιος είχε προβεί σε εξονυχιστικό έλεγχο, αλλά και έκθεση λόγων, στους οποίους προσπάθησε να αποδώσει αυτό, που θα ταίριαζε να έχει ειπωθεί για κάθε περίσταση, παραμένοντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στο γενικό νόημα των αληθώς λεχθέντων. Από την άλλη, προσεγγίζει τα γεγονότα αυτής της περιόδου, που καταγράφει όχι ως πελοποννησιακό πόλεμο, χαρακτηρισμός που υποδεικνύει οπτική της Αθήνας, αλλά ως τον πλέον αξιομνημόνευτο πόλεμο μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων. Αμέσως αμέσως, έχουμε αναφερθεί στην αμεροληψία του, στη διάκριση έργων και λόγων αλλά και στη διττή διάσταση των τελευταίων μεταξύ καταλληλότητας και αλήθειας.


Όταν προσπαθώ αλλά αποτυγχάνω, μήπως τελικά έχω επιτύχει; Μια προσέγγιση του Στωικισμού.


της ΙΩΑΝΝΑΣ ΦΑΦΚΑ
- Φιλολόγου


Χρύσιππος ο Σολεύς
Έστω ότι είσαι στην παραλία και ένα παιδί ζητά βοήθεια κινδυνεύοντας να πνιγεί. Σπεύδεις να βοηθήσεις, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το παιδί πνίγεται. Θλίβεσαι και στενοχωριέσαι; Ο Στωικός θα σου απαντούσε κατηγορηματικά: όχι. Προσπάθησες αλλά δεν τα κατάφερες, ο σκοπός και η πρόθεσή σου ήταν να σώσεις το παιδί, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ίσως το σύμπαν, η ειμαρμένη (η καθολική Φύση) είχε ορίσει έτσι τα πράγματα, ώστε από το γεγονός αυτό να αποφευχθούν άλλα χειρότερα, γιατί το μέλλον είναι κάτι «αδιάφορο» για το Στωικό, εφόσον εκ των πραγμάτων λόγω της περιορισμένης μας γνώσης δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι επρόκειτο να συμβεί σε βάθος χρόνου, αν το παιδί επιβίωνε. Και εξάλλου, θα σου έλεγε ο Στωικός, ο θάνατος δεν είναι εξ ορισμού κάτι κακό, είναι απλώς ένα «μη προτιμητέο αδιάφορο».


Ντ. Χριστιανόπουλου: "Δοκίμια". Παρουσίαση και Κριτική Προσέγγιση.


της Ιωάννας Φάφκα
- φιλολόγου

Ο Χριστιανόπουλος φωτογραφημένος από το Σπύρο Στάβερη (2011, ΜΦΘ)


Α) ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ελληνικές ποιητικές φωνές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1931 στην Θεσσαλονίκη, όπου οι γονείς του κατέφτασαν ως ανταλλάξιμοι από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 1924 και τα πρώτα χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται από την ανάγκη του βιοπορισμού. Σε κατοπινές συνεντεύξεις του χαρακτηρίζει τη μητέρα του ως ουρμπανίστρια με αταβιστική έπαρση, αυστηρή και άκρως ηθικολόγο και τον πατέρα του ήπιο, «άπραγο» άνθρωπο, ο οποίος δυσκολευόταν να βρει εργασία και σπαταλούσε τα χρήματα που έβγαζε στις συνοικιακές ταβέρνες. Από την παιδική του ηλικία έρχεται σε επαφή με ποικίλους ανθρώπινους τύπους αλλά και συμπεριφορές, που μένουν χαραγμένα στη συνείδησή του: η μάνα και η κόρη «ελευθερίων ηθών», που έμεναν στο διπλανό τους δωμάτιο κατά τα έτη 1939-1940 και τραγουδούσαν «βαριά μάγκικα τραγούδια», η Πιπίτσα, κόρη της δεύτερης οικογένειας, που ζούσε στο ίδιο σπίτι μαζί τους, και ήταν η μοδίστρα, στην οποία τον έστελνε η μητέρα του να παίζει με κούκλες, όταν τον τιμωρούσε, ο Λάκης, ο πρώτος φοιτητής, τον οποίο γνώρισε και τον οποίο είχε ηρωοποιήσει είναι κάποια από αυτά.[1]Από το 1940 υπήρξε συνδεδεμένος με τη χριστιανική δράση και τα κατηχητικά, από τα οποία αποπέμφθηκε το 1952 εξαιτίας της β΄ έκδοσης της ποιητικής συλλογής Εποχή των ισχνών αγελάδων.[2]


Σχέση Πολιτικής-Κωμωδίας και Κριτική Ποίησης στην Πρώτη Γενιά Κωμωδιογράφων της Αρχαίας Κωμωδίας.


Στα χρόνια της κλασικής Αθήνας, η αρχαία Κωμωδία αντλεί τη θεματολογία της από την καθημερινή πραγματικότητα. Δεν είναι λίγοι οι ερευνητές, που έχουν κατατάξει τους κωμωδιογράφους της εν λόγω περιόδου «στην αντιπολίτευση», στη μερίδα δηλαδή των πολιτών, που ασκούσαν ενστάσεις στον τρόπο με τον οποίο πραγματωνόταν το δημοκρατικό πολίτευμα. Οι κωμωδιογράφοι της κλασικής εποχής διακρίνονται σε δυο γενιές: στην πρώτη, που προηγείται του Πελοποννησιακού Πολέμου και στην οποία εντάσσεται ο Κράτης, ο Φερεκράτης, ο Καλλίας, ο Τηλεκλείδης και ο Κρατίνος, και στη δεύτερη, που είναι σύγχρονη του Πελοποννησιακού Πολέμου και στην οποία εντάσσονται ο Έρμιππος, ο Εύπολις, ο κωμικός Πλάτων, ο κωμικός Φρύνιχος και ο Αριστοφάνης.
Όσον αφορά την πρώτη γενιά, ο Κράτης και ο μαθητής του Φερεκράτης, δεν θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα, καθώς εντάσσονται στην μυθολογική κωμωδία. Με τον Καλλία και τον Τηλεκλείδη ξεκινά η πολιτική θεματολογία της Κωμωδίας, καθώς και οι δυο με τα έργα τους στρέφονται κατά του Περικλή. Για τον Καλλία πληροφορούμαστε από τη Σούδα ότι ήταν Αθηναίος κωμικός,  γιος του Λυσιμάχου, στον οποίο είχαν αποδώσει το ψευδώνυμο «Σχοινίον», επειδή ο πατέρας του ήταν «σχοινοπλόκος». Τα δράματα, που του αποδίδονται είναι τα εξής: Αιγύπτιος, Αταλάνται, Κύκλωπες, Πεδήται, Βάτραχοι, Σχολάζοντες. Από άλλες επιγραφές τού αποδίδονται δράματα με τους τίτλους: Βάτραχοι, Σάτυροι, Ύπερα τα Σίδηρα. Εξετάζοντας τα σωζόμενα αποσπάσματα από τα εν λόγω δράματα άξια σχολιασμού κρίνεται η κωμωδία Πεδήται, τίτλος που προέρχεται από το ουσιαστικό «πεδήτης», που σημαίνει δεσμώτης, φυλακισμένος. Οι ερευνητές τοποθετώντας την κωμωδία περίπου το 430 π.Χ. διερωτώνται αν ο τίτλος αυτός του Καλλία απευθύνεται στους Αθηναίους ως δεσμώτες μιας «τυραννίας» του Περικλή. Στο συγκεκριμένο έργο γίνεται αναφορά και στον Σωκράτη, η οποία πραγματοποιείται δια στόματος Ευριπίδη με τον τελευταίο να εμφανίζεται ως γυναίκα. Αν η χρονολόγηση του έργου είναι σωστή, ο Σωκράτης ήταν τότε 39 και ο Ευριπίδης 55 χρονών. Το απόσπασμα εκκινεί με την εξής ερώτηση: «τί δὴ σὺ σεμνὴ καὶ φρονεῖς οὕτω μέγα;», στην οποία δίνεται από τον Ευριπίδη η απάντηση : «ἔξεστι γάρ μοι∙ Σωκράτης γὰρ αἴτιος». Επιπρόσθετα, αξίζει να επισημανθεί ότι σε σχολιαστή του Πλάτωνα διαβάζουμε ότι στο συγκεκριμένο έργο ο Καλλίας παρουσιάζει τον Περικλή να διδάσκεται από την Ασπασία την τέχνη της δημόσιας ρητορικής. Τέλος, όσον αφορά τον Καλλία ο Αθήναιος γράφει στους Δειπνοσοφιστές ότι ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής επηρεάστηκαν για τα μέλη και τη διάθεση των έργων τους Μήδεια και Οιδίπους Τύραννος αντίστοιχα από το έργο του Καλλία Γραμματική Τραγωδία, έργο, ωστόσο, που τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Περνώντας στον Τηλεκλείδη πληροφορούμαστε από τη Σούδα ότι ήταν κωμικός Αθηναίος ποιητής, του οποίου έργα ήταν οι Αμφικτύονες, οι Πρυτάνεις και οι Στερροί. Από επιγραφές της εποχής στον ίδιο αποδίδονται και τα εξής έργα: Αψευδείς, Ευμενίδες, Ησίοδοι, Στρατιώται, Τίσις. Από τα συγκεκριμένα έργα κρίνεται σκόπιμο να γίνει αναφορά στο απόσπασμα, που διασώζεται από τους Ησιόδους από κάποιον σχολιαστή του Αριστοφάνη, στο οποίο κάποια γυναίκα –οι ερευνητές θεωρούν ότι ίσως είναι προσωποποίηση της ίδιας της ποίησης- κατηγορεί τον Φιλοκλέα, που ήταν τραγικός ποιητής και ανιψιός του Αισχύλου, για το αισχρό του φρόνημα, το οποίο σύμφωνα με το απόσπασμα πήρε από τον θείο του. Το σωζόμενο χωρίο είναι το εξής: «ἀλλ’ ἡ τάλαινα Φιλοκλέα βδελύττομαι/ εἰ γ’ ἐστιν αἰσχρὸς Αἰσχύλου φρόνημ’ ἔχων». Για το ίδιο έργο ο σχολιαστής του Αριστοφάνη σημειώνει ότι ο Τηλεκλείδης αναφέρεται στον δημαγωγό Ανδροκλή –τον εχθρό του Αλκιβιάδη- με τον χαρακτηρισμό «βαλλαντιοτόμος», που σημαίνει κλέφτης ασκών με χρήματα. Όσον αφορά τους Πρυτάνεις βαρύνουσας σημασία για την πολιτική θεματολογία της τηλεκλείδιας κωμωδίας κρίνεται η μαρτυρία, που σώζεται από τον Αθήναιο, σύμφωνα με την οποία, στο συγκεκριμένο έργο ο Τηλεκλείδης μνημονεύει τη ζωή στα χρόνια του Θεμιστοκλή ως λαμπρή. Αντίστοιχα, στους  Αμφικτύονες εξυμνούσε την «χρυσή εποχή» σε αντιδιαστολή με την διαφθορά της σύγχρονής του εποχής. Ανάμεσα στα υπό αμφισβήτηση και μη ταξινομημένα αποσπάσματα, που αποδίδονται στον Τηλεκλείδη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προξενούν χωρία αναφερόμενα στο ευριπίδειο έργο Φρύγες, τα οποία διασώζονται από τον Διογένη Λαέρτιο. Τα χωρία έχουν ως εξής: «Φρύγες ἐστὶ καινὸν δρᾶμα τοῦτ’ Εὐριπίδου,/ ᾧ καὶ τὰ φρύγαν’ ὑποτίθησι Σωκράτης/ καὶ Μνησίλοχος ἐκείνος» και «Εὐριπίδας τε Σωκρατογόμφους». Ο Διογένης Λαέρτιος παραπέμπει στα αποσπάσματα αυτά, όταν στον Βίο του Ευριπίδη και στον Βίο του Σωκράτη αναφέρει ότι ο τελευταίος συνεργάστηκε με τον Μνησίλοχο, τον γιο του Ευριπίδη, που ήταν ηθοποιός, για το νέο δράμα του Ευριπίδη με τον τίτλο Φρύγες. Άλλο ένα μη ταξινομημένο απόσπασμα, που αποδίδεται στον Τηλεκλείδη εμπεριέχεται στον πλουτάρχειο Βίο του Περικλή, στο σημείο, που ο βιογράφος αναφέρει ότι οι σύγχρονοι του Περικλή κωμικοί ποιητές παρουσίαζαν με άσχημο τρόπο τη δύναμή του, αποκαλούσαν τους εταίρους του «Πεισιστράτιδες» και παρακαλούσαν τον ίδιο να δώσει όρκο ότι δεν θα γίνει τύραννος, επειδή, όπως αναφέρει ο βιογράφος, είχε μια υπεροχή ασύμβατη με τα δημοκρατικά πλαίσια. Το χωρίο, που εντάσσει σε αυτά τα συμφραζόμενα ο Πλούταρχος αποδίδοντάς το στον Τηλεκλείδη, έχει ως εξής:  «παρεδώκατε τούτῳ/ πόλεων τε φόρους αὐτάς τε πόλεις τὰς μὲν δεῖν τὰς δ’ ἀναλύειν/λάϊνα τείχη τὰ μὲν οἰκοδομεῖν τὰ δὲ πάντα πάλιν καταβάλλειν,/ σπονδάς, δύναμιν, κράτος, εἰρήνην, πλοῦτόν τ’ εὐδαιμονίαν τε». Στο ίδιο έργο του ο Πλούταρχος διασώζει άλλο ένα χωρίο αναφερόμενο στον Περικλή, το οποίο αποδίδει στον Τηλεκλείδη. Το χωρίο έχει ως εξής: «ὑπὸ τῶν πραγμάτων/ ἀπορῶν κάθητ’ ἐν τῇ πόλει καρηβαρῶν./ . . . ./μόνος ἐκ κεφαλῆς ἑνδεκακλίνου θόρυβον πολὺν ἐξανατέλλει.» και ο Πλούταρχος σχολιάζει για τον Τηλεκλείδη ότι παρουσίαζε τον Περικλή τη μια στιγμή να βρίσκεται στην πόλη με πονοκέφαλο από τις πολλές έγνοιες, που είχε στο νου του, και την άλλη να στέκεται μόνος του και να δημιουργεί προβλήματα.
Όσον αφορά τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της πρώτης γενιάς της Αρχαίας Κωμωδίας, τον Κρατίνο, τα σωζόμενα αποσπάσματα είναι περισσότερα.  Σύμφωνα με το Λεξικό της Σούδας ήταν Αθηναίος κωμωδιογράφος με λαμπρό ποιητικό τρόπο. Πατέρας του ήταν ο Καλλιμίδης, αγαπούσε το ποτό και είχε ανήθικες ερωτικές τάσεις.Ανήκει στην Αρχαία Κωμωδία, έγραψε 21 έργα και νίκησε σε ποιητικούς αγώνες 9 φορές. Σήμερα σώζονται οι τίτλοι από 28 έργα του και περίπου 510 αποσπάσματα. Θεωρείται ότι εναντιώθηκε με τα έργα του στον εκμαυλισμό των ηθών αλλά και σε νεωτερισμούς τόσο θρησκευτικούς (εισαγωγή θρακικής θεότητας Βενδίδος) όσο και φιλοσοφικούς, ποιητικούς και μουσικούς, ενώ παρέμεινε τιμητής του Περικλή.Τα έργα, που του αποδίδονται, είναι τα εξής: Αρχίλοχοι, Βουκόλοι, Βουσείρις, Διδασκαλίαι, Διονυσαλέξανδρος, Διόνυσοι, Δραπέτιδες, Εμπιπράμενοι, Εύνειδαι, Θράτται, Κλεοβουλίναι, Λάκωνες, Μαλθακοί, Νέμεσις, Νόμοι, Οδυσσείς, Πανόπται, Πλούτοι, Πυλαία, Πυτίνη, Σάτυροι, Σερίφιοι,Τροφώνιος,Χειμαζόμενοι, Χείρωνες, Ώραι.  Όσον αφορά τους Αρχιλόχους αξιοσημείωτη είναι η αναφορά, που γίνεται στον πλουτάρχειο Βίο του Κίμωνα, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από τον κωμωδιογράφο «θείος», «φιλοξενώτατος» και «παντ’ ἄριστος», χαρακτηρισμοί , που από τους ερευνητές αποδίδονται από τον κωμωδιογράφο στον πολιτικό χάρη στις ενέργειες τις σχετικές με το θέατρο, στις οποίες ο τελευταίος είχε προβεί. Στο ίδιο έργο σύμφωνα με τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα και τον Διογένη Λαέρτιο (Βίοι Φιλοσόφων) ο Κρατίνος αποκαλεί τους ποιητές σοφιστές. Ο Κλήμης ο Αλεξανδεύς παραθέτει και αυτούσιο χωρίο, το οποίο έχει ως εξής: «ὅσον σοφιστῶν σμῆνος ἀνεδιφήσατε» , πριν από το οποίο αναφέρει ότι υπήρχε ένας μακροσκελής κατάλογος με ονόματα ποιητών. Επίσης, από σχολιαστή του Λουκιανού πληροφορούμαστε ότι στο συγκεκριμένο έργο ο Κρατίνος διακωμωδεί τον Καλλία, αδερφό του Κίμωνα και παππού του Καλλία, που εμφανίζεται στον πλατωνικό Πρωταγόρα. Ο Διονυσαλέξανδρος αποτελεί έργο κατεξοχήν αναφερόμενο στον Περικλή. Ο τελευταίος κρύβεται πίσω από τον μεταμορφωμένο σε Πάρη Διόνυσο και σατιρίζεται για την ανάμιξη των Αθηναίων στον πόλεμο. Στις Δραπέτιδες ο Περικλής σατιρίζεται και πάλι από τον Κρατίνο. Χαρακτηριστικό είναι το απ. 56, όπου ο Θησέας, πίσω από τον οποίο κρύβεται η απόδοση του Περικλή, εμφανίζεται να γνωρίζει τόσο την Αθήνα, όσο και την πολιτική της. Το απόσπασμα έχει ως εξής: Χορός: «Πανδιονίδα πόλεως βασιλεῦ/ τῆς ἐριβώλακος, οἶσθ’ ἣν λέγομεν;» Θησεύς: «Καὶ κύνα καὶ πόλιν ἣν παίζουσιν». Για την κωμωδία Ευμενίδες πληροφορούμαστε από τον Πορφύριο ότι μεταξύ άλλων ο Κρατίνος διακωμωδεί τον Όμηρο για τον πλεονασμό, στον οποίο καταφεύγει χρησιμοποιώντας τους όρους «προσέφη» και «ἀπαμειβόμενος» στην ίδια φράση (απ.68a). Στο έργο Θράτται βρίσκεται και πάλι στο στόχαστρο ο Περικλής. Σύμφωνα με τον πλουτάρχειο Βίο του Περικλή στο απόσπασμα «ὁ σχινοκέφαλος Ζεὺς ὅδε/ προσέρχεται τᾠδεῖον ἐπὶ τοῦ κρανίου/ ἔχων, ἐπειδὴ τοὔστρακον παροίχεται»,που προέρχεται από το εν λόγω έργο, ο Κρατίνος κοροϊδεύει τον Περικλή για την ανέγερση του Ωδείου. Μάλιστα, οι ερευνητές συγκλίνουν ότι ο τελευταίος στίχος αναφέρεται στην αποτυχημένη προσπάθεια οστρακισμού του Περικλή το 443π.Χ.,καθώς ο οστρακισμός έπαψε να τίθεται σε ισχύ από το έτος εκείνο έως το 417π.Χ. Διακωμώδηση του Περικλή απαντάται και στο έργο Νέμεσις , από το οποίο ο Πλούταρχος παραθέτει απόσπασμα αναφερόμενο στο μεγάλο κεφάλι του Περικλή, το οποίο στο έργο γίνεται με το προσωπείο του Δία αντί για τον ίδιο τον πολιτικό. Το χωρίο έχει ως εξής: «μόλ, ὦ Ζεῦ ξένιε καὶ καραϊέ». Όσον αφορά τους Νόμους του Κρατίνου σώζεται στο Λεξικό της Σούδας ένα σημαντικό για το προς εξέταση ζήτημα χωρίο από του Νόμους του Κρατίνου, στο οποίο παρωδείται ο Σόλων (10.5): «ὑμῶν εἶς μὲν ἕκαστος ἀλώπηξ δωροδοκεῖται». Για την Κωμωδία Πανόπται κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί η αναφορά στον Ίππωνα, μαθητή του Εμπεδοκλή, τον οποίο ο Κρατίνος, σύμφωνα με σχολιαστή του Κλήμη Αλεξανδρέως, κατηγορεί για ασέβεια (απ.155). Προχωρώντας στην Πυτίνη, έργο το οποίο κέρδισε στα Διονύσια τη χρονιά, που διδάχτηκε η πρώτη –χαμένη σήμερα- εκδοχή των Νεφελών, αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι στο έργο αυτό ο Κρατίνος αυτοσατιρίζεται, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος στο Συμπόσιο. Ακόμη, από σχολιαστή του Αριστοφάνη πληροφορούμαστε ότι διακωμωδείται ο Κλεισθένης ως έχων γυναικεία φωνή «ληρεῖς ἔχων∙ γράφ’ αὐτὸν/  ἐν ἐπεισοδίῳ∙ γελοῖος ἔσται Κλεισθένης κυβεύων/ ἐν τῇδε τῇ κάλλους ἀκμῇ», ο Υπέρβολος ως λυχνοπώλης «Ὑπέρβολον δ’ ἀποσβέσας ἐν τοῖς λύχνοισι γράψον» και κατηγορείται ο Αριστοφάνης ότι πήρε αυτούσιους στίχους του από τον Εύπολη, πιθανώς για το έργο του Ιππείς (απ.200). Επιπρόσθετα, σχολιαστής του Πλάτωνα παραπέμπει στην Πυτίνη για τον χαρακτηρισμό του Χαιρεφώντα ως φτωχού κουρελιάρη και του Λύκονα (ενός εκ των κατηγόρων του Σωκράτη), πατέρα του Αυτόλυκου ως φτωχού. Αντίστοιχα, για τους Σερίφιους σχολιαστής του Λουκιανού μας πληροφορεί ότι γινόταν αναφορά στον Κλέωνα, ο οποίος παρουσιαζόταν αποκρουστικός εξωτερικά με τα μεγαλύτερη έμφαση να δίνεται στα φρύδια του (απ.217a). Στο έργο Τροφώνιος ο Κρατίνος, σύμφωνα με απόσπασμα που παραθέτει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές, διατυπώνει ρήση πυθαγόρειας προέλευσης, η οποία έχει ως εξής: «οὐδ’ Αἰξωνίδ’ ἐρυθρόχρων ἐσθίειν ἔτι τρίγλην/ οὐδὲ τρυγόνος οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου». Για τους Χείρωνες, ένα έργο που πιθανότατα είχε ως θέμα του την εκπαίδευση (απ.235-6, 248), επιθέσεις στην πολυτέλεια (238-9), τον Περικλή και την Ασπασία (240-1) και στο οποίο ο Σόλων εμφανίζεται πιθανόν ως εκπρόσωπος των παλαιότερων πιο απλών καιρών, πληροφορούμαστε από τους Βίους Φιλοσόφων του Διογένη Λαέρτιου, ο οποίος αναφερόμενος στον θάνατο του Σόλωνα, παραθέτει το εξής χωρίο από την κωμωδία «οἰκῶ δὲ νῆσον, ὡς μὲν ἀνθρώπων λόγος,/ ἐσπαρμένος κατὰ πᾶσαν Αἴαντος πόλιν», το οποίο εκφωνείται από το φάντασμα του Σόλωνα, ως δεικτικό της εντολής, που είχε δώσει ο πολιτικός να μεταφέρουν τα οστά του στη Σαλαμίνα και, αφού τον αποτεφρώσουν, να διασκορπίσουν τις στάχτες του σε όλη την περιοχή. Στο ίδιο έργο παραπέμπει σχολιαστής του Πλάτωνα παραθέτοντας το απόσπασμα «οἷς ἦν μέγιστος ὅρκος/ ἅπαντι λόγῳ κύων, ἔπειτα χήν, θεοὺς δ’ εσίγων», το οποίο αποτελεί, όπως μας πληροφορεί, τον όρκο του Ροδαμάνθυος. Ο Αίλιος Αριστείδης σε έναν από τους λόγους του αναφέρει ότι ο Κρατίνος μετά την παράσταση του συγκεκριμένου έργου προσυπογράφει με έντονη περηφάνια ισχυριζόμενος ότι αυτό, που ο ίδιος κατάφερε σε δυο χρόνια, οι υπόλοιποι δεν θα το κατορθώσουν σε ολόκληρη ζωή με το χωρίο, που παραθέτει, να είναι το εξής: «ταῦτα δυοῖν ἐτέοιν ἡμῖν μόλις ἐξεπονήθη,/ τοῖς δ’ ἄλλοις ἐν ἅπαντι βίῳ προτίθησι ποιηταῖς/ μιμεῖσθαι». Αντίστοιχη δήλωση απαντάται και σε ένα από τα μη ταξινομημένα αποσπάσματα, που αποδίδονται στον Κρατίνο και προέρχεται από την ίδια πηγή, το οποίο έχει ως εξής: ἀφυπνίζεσθαι . . . χρὴ πάντα θεατήν,/ ἀπὸ μὲν βλεφάρων αὐθημερινῶν ποιητῶν λῆρον ἀφέντα».Η κριτική της σύγχρονης πολυτέλειας και η αναπώληση του παρελθόντος θα μπορούσε να συνοψιστεί στο απ.289 : «μακάριος ἦν ὁ πρὸ τοῦ βίος βροτοῖσιν/ πρὸς τὰ νῦν ὅν ἦγον ἅνδρες/ ἀγανόφρονες ἡδυλόγῳ σοφίᾳ βροτέων περισσοκαλλεῖ». Αντίστοιχα, η επίθεσή του στον Περικλή και την Ασπασία εντοπίζεται στα απ. 240-1. Στο απόσπασμα 241, που διασώζεται από τον πλουτάρχειο Βίο του Περικλή, ο πολιτικός χαρακτηρίζεται «τύραννος» και προσδιορίζεται με την προσωνυμία «κεφαληγερέτης», κατ’ αντιστοιχία του ομηρικού προσωνυμίου του Δία (νεφεληγερέτης): «Στάσις δὲ καὶ πρεσβυγένης Κρόνος ἁλλήλοις μιγέντε/ μέγιστον τίκτετον τύραννον/ ὅν δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι». Στο απόσπασμα 243, που διασώζεται από την ίδια πηγή, η Ασπασία αποκαλείται «Ήρα» και «παλλακή κυνώπις», όπου το κυνώπις αποτελεί λέξη συνήθη στους κωμωδιογράφους αντί της κυανώπιδος. Το σχετικό χωρίο έχει ως εξής: «Ἥραν τέ οἱ Ἀσπασίαν τίκτει Καταπυγοσύνη/ παλλακὴν κυνώπιδα». Επίσης, από σχολιαστή του Πλάτωνα πληροφορούμαστε ότι στο συγκεκριμένο έργο ο Κρατίνος την αποκαλεί «Ὀμφάλην τύραννον», την ονομάζει, δηλαδή, με το όνομα της βασίλισσας της Λυδίας, στην οποία ο Ηρακλής πουλήθηκε ως δούλος. Τέλος, όσον αφορά την κωμωδία Ώραι πληροφορούμαστε από σχολιαστή του Λουκιανού ότι ο Κρατίνος παρουσίαζε τον Υπέρβολο ως πρωτοεμφανισθέντα στο βήμα σε πολύ μικρή ηλικία (απ.262). Ενδιαφέροντα προς το εξέταση ζήτημα αποσπάσματα συγκαταλέγονται και μεταξύ των μη ταξινομημένων. Στο απόσπασμα 274, που διασώζεται, ο Κρατίνος αναφέρει «πρὸς τοὺς Σόλωνος καὶ Δράκοντος οἷσι νῦν/ φρύγουσιν ἤδη τὰς κάχρυς τοῖς κύρβεσιν», φράση με την οποία υπογραμμίζει την «αχρηστία», στην οποία είχαν περιπέσει. Αντίστοιχα, από τον πλουτάρχειο βίο του Περικλή μας σώζεται το χωρίο «πάλαι γὰρ αὐτὸ/ λόγοισι προάγει Περικλέης ἔργοισι δ’ οὐδὲ κινεῖ», για το οποίο ο βιογράφος αναφέρει ότι αποτελεί διακωμώδηση του Περικλή από τον Κρατίνο με αφορμή την ανέγερση των Μακρών Τειχών με αργούς ρυθμούς. Επίσης, σχολιαστής του Πλάτωνα διασώζει απόσπασμα, στο οποίο ο Κρατίνος διακωμωδεί τον Αριστοφάνη, επειδή, ενώ ο τελευταίος διακωμωδούσε τον Ευριπίδη, κατά τη γνώμη του ταυτόχρονα τον μιμούταν: «’τίς δὲ σύ;΄ κομψὸς τις ἔροιτο θεατὴς,/ ΄ὑπολεπτολόγος, γνωμοδιώκτης, εὐρπιδιαριστοφανίζων’». Από σχολιαστή της Ειρήνης του Αριστοφάνη πληροφορούμαστε ότι ο Κρατίνος σε κάποιο από τα έργα του εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του για τη συνεχή αναπαραγωγή συγκεκριμένης θεματολογίας από τους ομοτέχνους του, όπως π.χ. του πεινασμένου Ηρακλή, του δειλού Διονύσου και του μοιχού Δία με το σχετικό χωρίο να έχει ως εξής: «ὑπὸ δ’Ἡρακλέους πεινῶντος ἀεὶ/ καὶ τοῦ σκώπτοντος ἀεὶ τούτου/ ταὔτ’ οὐχὶ βιωτὸν ἔτ’ ἐστί».




Edmonds J.M., The Fragments of Attic Comedy, Brill, Leiden 1957.
Montanari F.,  Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, επιμ. Ιακώβ Δ.- Ρεγκάκος Α., University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010.
Nesselrath H.-G., Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τ. α', εκδ. Παπαδήμα,
επιμ. Ιακώβ Δ. - Ρεγκάκος Α., Αθήνα 2010.


Η πλατωνική προσέγγιση της ποίησης: Πολιτεία ΙΙ, ΙΙΙ και Χ.


 
της Ιωάννας Φάφκα
- φιλολόγου



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


ΠΟΛΙΤΕΙΑ Η’ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ

Στην Πολιτεία ή Περί Δικαίου ο πλατωνικός Σωκράτης και οι συνομιλητές του επιχειρούν να απαντήσουν στο ερώτημα «περὶ τοῦ ὅντινα τρόπον χρὴ ζεῖν» (352d) προσεγγίζοντας την έννοια της δικαιοσύνης. Κατά τη διάρκεια του διαλόγου και με την θεωρητική οικοδόμηση από μέρους τους μιας νέας πολιτείας εκ του μηδενός, αναφέρονται σε μια πληθώρα θεμάτων, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται μεταξύ άλλων και η εκπαίδευση, η οποία με τη σειρά της φέρνει στην επιφάνεια την θέση της ποιητικής τέχνης στα πλαίσιά της. Τα βιβλία στα οποία οι συνομιλητές πραγματεύονται άμεσα το θέμα της ποίησης είναι το δεύτερο, το τρίτο και το δέκατο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι αναφορές σε ποιητές περιορίζονται μόνο σε αυτά. Στην ανάλυση, που ακολουθεί, γίνεται μια προσέγγιση του εν λόγω ζητήματος στα συγκεκριμένα βιβλία, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα, τα οποία θα μας επιτρέψουν να διαμορφώσουμε μια εναργέστερη εικόνα για τις πλατωνικές αντιλήψεις σχετικά με το θέμα αυτό.


ΙΩΝ Η ΠΕΡΙ ΙΛΙΑΔΟΣ


της Ιωάννας Φάφκα
φιλολόγου


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Ο Ίων ή Περί Ιλιάδος αποτελεί ένα από τα έργα της λεγόμενης πρώιμης συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα. Σε γενικές γραμμές, στο διάλογο υποστηρίζεται ότι η ποιητική απαγγελία από τους ραψωδούς δεν αποτελεί εξειδικευμένη τέχνη, που συνεπάγεται κάποιο είδος γνώσης, αλλά συνιστά απότοκο θεϊκής έμπνευσης και κατάληψης. Πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Σωκράτης και ο Ίωνας, ένας Εφέσιος ραψωδός. Ο δραματικός χρόνος του διαλόγου είναι περίπου το 413 π.Χ., ενώ η γνησιότητα του, αν και αμφισβητήθηκε από σημαντικούς λογίους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Goethe και ο Schleiemacher, σήμερα θεωρείται αναμφισβήτητη.[1]