του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου
![]() |
Το ρήμα «κυττάζω» |
Το ρήμα «κυττάζω» είναι μια παλαιότερη μορφή του ρήματος «κοιτάζω». Σημαίνει: Βλέπω, παρατηρώ κάτι ή κάποιον. Εξετάζω κάτι προσεκτικά. Στρέφω το βλέμμα μου προς μια κατεύθυνση. Είναι πιο συνηθισμένο σε παλαιότερα κείμενα ή σε ορισμένες διαλέκτους.
Οι κύριες διάλεκτοι στις οποίες συναντάται είναι:
- Κυπριακή διάλεκτος: Είναι ίσως η πιο γνωστή περίπτωση, όπου το «κυττάζω» χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή ομιλία.
- Κρητική διάλεκτος: Χρησιμοποιείται επίσης συχνά στην Κρήτη, μαζί με το «κοιτάζω».
- Διάλεκτοι των Δωδεκανήσων: Σε πολλά από τα νησιά των Δωδεκανήσων, όπως η Ρόδος, η Κάλυμνος και η Κάρπαθος, ο τύπος «κυττάζω» είναι αρκετά συνηθισμένος.
Η ετυμολογία του ρήματος «κυττάζω» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη: κύτος
Η αρχική σημασία της λέξης κύτος είναι «κοίλωμα», «δοχείο» ή «κύτταρο». Το ρήμα κυτάζω (που ήταν η αρχική μορφή) σήμαινε «βάζω μέσα σε κοίλωμα». Με την πάροδο του χρόνου, η σημασία του ρήματος εξελίχθηκε. Η έννοια του «βάζω μέσα» μετατοπίστηκε σε «αποτυπώνω με το βλέμμα», σαν να «αποθηκεύεις» την εικόνα μέσα στα μάτια σου. Έτσι, το «κυττάζω» απέκτησε τη σημερινή του σημασία, δηλαδή «κοιτάζω».
Η πιο σύγχρονη και συνηθισμένη μορφή του είναι το κοιτάζω, το οποίο προέκυψε από φωνητική εξέλιξη του «κυττάζω». Η φωνητική εξέλιξη από το «κυττάζω» στο «κοιτάζω» αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα της εξέλιξης της Νέας Ελληνικής γλώσσας. Οι κύριες αλλαγές που συνέβησαν είναι οι εξής:
1. Ίωση του φωνήεντος υ
Η πιο σημαντική αλλαγή είναι η μετατροπή του φωνήεντος «υ» σε «οι». Στην αρχαία ελληνική, το «υ» προφερόταν ως /y/ (όπως το γερμανικό ü), ενώ το «οι» ως /oi/. Με την πάροδο των αιώνων, και τα δύο φωνήεντα έπαψαν να διατηρούν τον αρχικό τους ήχο και απέκτησαν την ίδια προφορά με το «ι». Αυτή η φωνητική αλλαγή, γνωστή ως ιωτακισμός, οδήγησε στην εναλλαγή των δύο γραμμάτων στην ομιλία και τελικά στην επικράτηση της γραφής με «οι».
2. Απλοποίηση του διπλού συμφώνου -ττ-
Το διπλό σύμφωνο -ττ- στο «κυττάζω» (που είχε πιο εμφατική προφορά) απλοποιήθηκε σε ένα μόνο -τ- στο «κοιτάζω». Η απλοποίηση των διπλών συμφώνων είναι ένα συχνό φαινόμενο στη Νέα Ελληνική, καθώς η διάκριση μεταξύ τους έχει χαθεί σχεδόν τελείως.
Το ρήμα «κυττάζω» δεν απαντάται με τη σημερινή του σημασία στην κλασική αρχαία ελληνική γραμματεία, αλλά εμφανίζεται σε μεταγενέστερα κείμενα, ιδιαίτερα κατά τη βυζαντινή εποχή και στη δημοτική παράδοση. Ακολουθούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
1. Χρονικόν του Μορέως (14ος αιώνας)
Ένα από τα πιο σημαντικά μεσαιωνικά κείμενα, το «Χρονικόν του Μορέως», χρησιμοποιεί το ρήμα για να περιγράψει την προσεκτική παρατήρηση:
κυττάζω γαρ το κάστρο σου ποίος είναι ο φόρτος.
Μετάφραση: Γιατί κοιτάζω το κάστρο σου ποιος είναι ο φόρτος (ο εξοπλισμός).
2. Δημοτικό τραγούδι
Το ρήμα διατηρήθηκε ζωντανό στην προφορική παράδοση και τα δημοτικά τραγούδια, όπου απαντάται συχνά σε στίχους για να εκφράσει το κοίταγμα:
Ένα παιδί απ' τη Φλώρινα, κυττάζει την Αθήνα,και κλαίει και αναστενάζει κι η καρδιά του φτερουγίζει.
Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν πώς η λέξη χρησιμοποιήθηκε σταδιακά σε κείμενα και τραγούδια της περιόδου, πριν επικρατήσει ο τύπος «κοιτάζω» στη σύγχρονη κοινή γλώσσα.
Η βιβλιογραφία για το λήμμα «κυττάζω» και την ετυμολογική του σχέση με το «κοιτάζω» περιλαμβάνει κυρίως λεξικά και γραμματικές της Ελληνικής γλώσσας. Οι πιο αξιόπιστες πηγές είναι:
Μπαμπινιώτης, Γ. (2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αποτελεί την πιο σύγχρονη και έγκυρη πηγή για την ετυμολογία και τη σημασία των λέξεων της Νέας Ελληνικής. Παρέχει αναλυτικές πληροφορίες για την προέλευση του «κοιτάζω» από το «κύτος» μέσω του «κυττάζω».
Triantafyllidis, M. (1941). Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
Ένα θεμελιώδες λεξικό που καταγράφει την κοινή χρήση της γλώσσας και την ιστορία των λέξεων. Είναι χρήσιμο για την επιβεβαίωση της χρήσης του λήμματος σε παλαιότερα κείμενα.
Beekes, R. S. P. (2010). Etymological Dictionary of Greek. Leiden: Brill.
Ένα από τα πιο σύγχρονα και έγκυρα ετυμολογικά λεξικά της Ελληνικής γλώσσας, που παρέχει πληροφορίες για την προέλευση των λέξεων από την Πρωτοελληνική και την Ινδοευρωπαϊκή. Αν και το «κυττάζω» είναι μεσαιωνικό, η ρίζα του «κύτος» αναλύεται λεπτομερώς.
Χατζιδάκις, Γ. Ν. (1892). Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά.
Το έργο του Γεωργίου Χατζιδάκι, θεμελιωτή της επιστημονικής γλωσσολογίας στην Ελλάδα, περιλαμβάνει μελέτες για τη φωνητική και τη μορφολογία της ελληνικής γλώσσας. Είναι χρήσιμο για την κατανόηση της φωνητικής εξέλιξης του «υ» σε «οι» και της απλοποίησης των διπλών συμφώνων.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου