Ὑπάγεται τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀνέκαθεν στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο;





1.   Ἐπιστολή κ. Δημητρίου Θ. Κύρου, Θεολόγου – Φιλολόγου


Γιά δύο ἀπό τά θέματα, πού ἀπασχόλησαν τά φύλλα 2069 («Μετά
τήν ἐπίσκεψιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς τήν Μακεδονίαν. «Ἔκπτωτοι» ἐκηρύχθησαν οἱ Σεβ. Μητροπολῖται Σερρῶν καί Ἱερισσοῦ;», σσ. 1 καί 6) καί 2070 («Ὁ Σεβ. Μητρ. Φθιώτιδος καί τό φρόνημα τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος», σ. 8) για τόν Κανονικό Ἐπίσκοπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί γιά τήν προσφώνηση «Ἱερώτατε» ἀντί «Σεβασμιώτατε» πρός τούς Μητροπολίτες ἀντίστοιχα, θέλω νά καταθέσω τά παρακάτω ἐνημερωτικά:


Τό Ἅγιον Ὄρος ὑπάγεται ἀνέκαθεν ἐκκλησιαστικῶς καί πνευματικῶς στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί μνημονεύεται τό ὄνομα τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχη. Οἱ λέξεις «Ἁγίου Ὄρους» ἀναγράφονται στόν τίτλο τῆς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ (Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου) γιά ἱστορικούς καί μόνο λόγους, τους ἑξῆς: Κατά τή Βυζαντινή ἐποχή (ἴσως ἀπό τόν 12ο αἰ.) στόν τότε Ἐπίσκοπο Ἱερισσοῦ ἀνατέθηκε ἡ πνευματική ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί πῆρε τόν τίτλο «Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους». Ἡ δικαιοδοσία ὅμως αὐτή ὑπῆρξε αἰτία διενέξεων μεταξύ τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν Ἁγιορειτῶν, διότι συχνά ὁ Ἐπίσκοπος ἐπενέβαινε ἀπρόσκλητος στίς ὑποθέσεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παραγκωνίζοντας τόν Πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καί παρέτεινε τήν παραμονή του ἐκεῖ γιά πολύν καιρό. Γιά τή διευθέτηση τῶν συχνῶν διενέξεων ἐκδόθηκαν ἀπό βυζαντινούς αὐτοκράτορες καί οἰκουμενικούς πατριάρχες χρυσόβουλα καί σιγίλλια μέ σκοπό τή διασφάλιση τῆς διοικητικῆς αὐτοτέλειας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τον καθορισμό τῶν δικαιοδοσιῶν τοῦ Πρώτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τοῦ Ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ, ὅπως π.χ. σιγίλλιο τοῦ Πατριάρχη Ἀντωνίου το 1392. Εἰδικά τό 1622 ἐκδόθηκε σιγίλλιο ἀπό τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη, μέ τό ὁποῖο ἀπαγορευόταν στόν Ἐπίσκοπο Ἱερισσοῦ «θεωρεῖν τό Ἅγιον Ὄρος ὡς ἰδίαν αὐτοῦ Ἐπαρχίαν» καί ὁριζόταν οἱ Μονές να ἐξαρτῶνται ἀπευθείας ἀπό το Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί μόνο νά μνημονεύεται τό ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ κατά τίς Ἱερές Ἀκολουθίες (βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου, Μητρόπολις, στή Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 6ος, σσ. 788 καί 789, μέ παραπομπή στήν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Βυζαντινῶν Σπουδῶν Δ΄, σ. 215, και ΣΤ΄, σσ.243, 249 καί 274-275, και στά «ΕΛΛΗΝΙΚΑ», τόμος Γ΄, σ. 51).

Ἀργότερα ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους ἔπαυσε νά ἔχει δικαιοδοσίες στό Ἅγιον Ὄρος καί παρέμεινε ὅμως μέσα στόν τίτλο καί τῆς Ἐπισκοπῆς Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους (ἕως τό 1924) καί τῆς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους (μέχρι τό 1940) καί τῆς (μετά τή συγχώνευση μέ τή Μητρόπολη Ἀρδαμερίου καί Γαλατίστης) Μητρόπολης Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους και Ἀρδαμερίου (μέχρι σήμερα) μόνο γιά ἱστορικούς λόγους. Ὅμως ἡ παραμονή αὐτή δυστυχῶς δημιουργεῖ σύγχυση καί προβλήματα (π.χ. γεγονότα καί ἐκδηλώσεις, πού συμβαίνουν στή Μητρόπολη Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου, οἱ ἐφημερίδες καί οἱ τηλεοπτικοί σταθμοί τά καταγράφουν ὡς συμβαίνοντα στο Ἅγιον Ὄρος, ὅπως γίνεται καί μέ τά ὀνομαζόμενα Μεταλλεῖα Κασσάνδρας, πού οἱ δημοσιογράφοι ψάχνουν νά τά βροῦν στή χερσόνησο τῆς Κασσάνδρας (1ο πόδι τῆς Χαλκιδικῆς), ἐνῷ αὐτά βρίσκονται στη ΒΑ Χαλκιδική (κοντά στό 3ο πόδι της).

Προσωπικά θά προτιμοῦσα, προς ἀποφυγή συγχύσεων, προβλημάτων καί διενέξεων (χωρίς καμμιά, μέχρι τώρα, ἀνάμειξη τοῦ ἑκάστοτε Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μέ τά προβλήματα τῆς Μητροπόλεώς του καί δέν διεκδικεῖ δικαιώματα στό Ἅγιο Ὄρος, τό ὁποῖο ἐπισκέπτεται κατά διαστήματα, κυρίως γιά συμμετοχή σέ πανηγύρεις Μονῶν, καί γίνεται με εὐχαρίστηση καί χαρά δεκτός) ἡ Μητρόπολη Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους και Ἀρδαμερίου, μέ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τή σύμφωνη «διαγνώμη» τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, νά μετονομασθεῖ «Ἱερισσοῦ, Ἀρδαμερίου καί Ἀρναίας». (Σημ.: Ἡ Ἀρναία, πρ. Λιαρίγκοβη, εἶναι ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς - Μητροπόλεως ἀπό τά μέσα σχεδόν τοῦ 19ου αἰ.).

Ἡ προσφώνηση «Ἱερώτατε» (πρός τόν Μητροπολίτη) δέν εἶναι νέα οὔτε ὑποτιμητική καί ταπεινωτική. Τήν προσφώνηση αὐτή χρησιμοποιεῖ ἀνέκαθεν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀπευθυνόμενος σέ Μητροπολίτες καί Ἐπισκόπους. Ἔχω στό Ἀρχεῖο μου σέ φωτοτυπία Γράμματα τοῦ Πατριάρχη πρός τούς Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης καί Κασσανδρείας καί πρός τούς Ἐπισκόπους Ἱερισσοῦ καί Ἁγίου Ὄρους και Ἀρδαμερίου καί Γαλατίστης τοῦ 19ου αἰ., ὅπου ἀναγράφεται ἡ προσ φώνηση αὐτή. Πιστεύω ὅτι αὐτή δεν εἶναι ταπεινωτική, ἀλλά ταπεινή σε σχέση μέ τήν προσφώνηση «Σεβασμιώτατε», ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στον ὑπερθετικό (ἀλαζονικό) βαθμό (χωρίς νά ἐκφράζει πολλές φορές την πραγματικότητα) τό σεβάσμιο ὕφος καί ἦθος τοῦ Ἐπισκόπου, καί δεν ἀντικαθιστᾷ τήν «καθιερωμένη» προσφώνηση, ἀλλά ἀκολουθεῖ τον ἀπό αἰῶνες τρόπο προσφώνησης ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη.

2.   Ἀπάντησις «Ορθοδόξου Τύπου.»

Ἀξιότιμε κ. Δημ. Κύρου, σᾶς εὐχαριστοῦμε πολὺ διὰ τὴν ἐπιστολήν σας. Ἡ ἐπιστολὴ σας εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντική, διότι καταδεικνύει τὸ πρόβλημα τῆς συγχύσεως τῶν δικαιοδοσιῶν, τὸ ὁποῖον δημιουργοῦν οἱ τίτλοι. Αὐτὸ ἐτονίσθη καὶ εἰς τὸ ἄρθρον «Ἔκπτωτοι» ἐκηρύχθησαν οἱ Σεβ. Μητροπολῖται Σερρῶν καὶ Ἱερισσοῦ;», ὅταν μεταξὺ ἄλλων ἐγράφη ὅτι ὑφίσταται καὶ σήμερα τὸ πρόβλημα τῶν ἀλληλοεπικαλυπτομένων τίτλων τῶν «Ὑπερτίμων καὶ Ἐξάρχων», διὰ τὸ ὁποῖον οἱ περὶ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖον κωφεύουν, ἀλλὰ καὶ ἐσεῖς οὐδόλως ἐθίξατε.

Συγκεκριμένως ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ Μητροπολίτου Ἁγίου
Ὄρους. Ἐγράψατε ὅτι «Τὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπάγεται ἀνέκαθεν ἐκκλησιαστικῶς καὶ πνευματικῶς στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο». Αὐτὸ δὲν ἰσχύει. Ἐκκλησιαστικῶς-διοικητικῶς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἦτο ἀνέκαθεν αὐτόνομο. Πνευματικῶς, ἰσχύει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖο διετυπώσατε, δηλ. ὅτι πάντοτε δικαιώματα εἶχε ὁ Μητροπολίτης Ἱερισσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους, ὄχι ὅμως καὶ ὁ Πατριάρχης, ὅπως θὰ καταδείξωμεν ἀκολούθως. Εἰς τὴν ἐπίσημον ἱστοσελίδα τῆς Ἱ. Μ. Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καὶ Ἀρδαμερίου ἀναγινώσκομεν:

«Εἰς τίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐπεσκέφθη τήν περιοχήν διά τήν ἀναζήτησιν τοποθεσίας, ὅπου θά ἔκτιζε τήν Νέαν Ρώμην, καί συνήντησε τόν ᾿Επίσκοπον ῾Ιερισσοῦ Μακάριον, ὁ ὁποῖος τόν ἀπέτρεψε εἰς τά σχέδια του, ἐν ὄψει τῆς ἱδρύσεως τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. Πρῶτος Ἐπίσκοπος ἀναφέρεται ὁ ῞Αγιος Μακάριος ᾿Επίσκοπος «῾Ερισσοῦ» κτίτωρ τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους.

Κατά τήν μακράν αὐτήν περίοδον μέχρι σήμερον ἔχομεν ἑξῆντα μόνον γνωστούς Ἀρχιερεῖς. Μετά τήν δημιουργίαν τῆς ῾Αγιορειτικῆς Μοναχικῆς Πολιτείας, ὁπότε ὁ ῎Αθως ὀνομάζεται ῞Αγιον ῎Ορος, ὁ τίτλος τῆς ᾿Επισκοπῆς γίνεται «῾Ιερισσοῦ καί ῾Αγίου ῎Ορους», διότι ἡ Χερσόνησος τοῦ ῎Αθω ὑπήγετο εἰς τήν ᾿Επισκοπήν ῾Ιερισσοῦ. ῾Η ᾿Επισκοπή ὑπήγετο ὑπό τον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης και ἀναφέρεται εἰς τό «Τακτικόν» τοῦ Λέοντος Στ’ τοῦ Σοφοῦ. Εἰς τό τέλος τοῦ 13ου αἰῶνος ἀνεβιβάσθη εἰς Μητρόπολιν καί ὁ Μητροπολίτης ἀπέκτησε τόν τίτλον τοῦ ὑπερτίμου.

Τό 1313 ἔχομεν τήν ἀποκοπήν τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους ἀπό τήν ᾿Επισκοπήν, ὁπότε καί περιορίζεται εἰς την βορειοανατολικήν περιοχήν τῆς Χαλκιδικῆς. Τό δέ ῞Αγιον ῎Ορος ὑπήχθη ὑπό τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην». Τὸ Ἅγιον Ὄρος χίλια τριακόσια χρόνια ὑπήγετο εἰς τὴν μόνην κανονικὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Μητροπολίτου Ἱερισσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους, ὡς ἐπιχωρίου, μέχρις ὅτου εἰσήχθη ἡ παράλληλη πνευματικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου. Πῶς ὅμως συνέβη αὐτό;

Εἰς τὸν δεύτερον τόμον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Καθ. Βλ. Φειδᾶ, εἰς τὴν ἰδιαιτέραν ἑνότητα περὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀναγράφεται εὐκρινῶς ὅτι ἡ πρώτη ἀπόπειρα ἀποσπάσεως τῆς δικαιοδοσίας καὶ προσαρτήσεως αὐτῆς εἰς τὸν Οἰκ. Πατριάρχην, ἦτο -πολιτικὴ- πρᾶξις ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α΄ Κομνηνὸ (1081-1118). Παρὰ τὴν ἐπέμβασιν αὐτή, μέχρι καὶ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνος τοῦ Β΄ (1311-1315), δηλαδὴ σὲ διάστημα 36 Πατριαρχῶν, ἦτο ἀποδεκτὴ ἡ πνευματικὴ δικαιοδοσία τοῦ Μητροπολίτου Ἁγίου Ὄρους, ἐνῶ τότε μόλις εἰσήχθη παραλλήλως ἡ ἀποστολὴ τοῦ «Πρώτου» (Πρωτεπιστάτου) ἀπὸ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο τὸ 1312. Αἱ ἐπεμβάσεις τῶν αὐτοκρατόρων ἦσαν δικαιολογημέναι, καθὼς ἡ ἵδρυσις καὶ ἡ ἀνάπτυξις τῶν περισσοτέρων Ἱ. Μονῶν ὠφείλετο εἰς τοὺς αὐτοκράτορας, εἰς τοὺς ὁποίους ἀπηυθύνοντο αἱ Ἱ. Μοναὶ, διὰ νὰ μεριμνήσουν διὰ ὅλα τὰ ἀνακύπτοντα προβλήματα.

Ὡστόσο, ἀκόμα καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ χρυσόβουλο, ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος ὁ Κόκκινος (1354-1376) ἀνεγνώρισε τὰ δικαιώματα τοῦ Μητροπολίτου Ἱερισσοῦ. Εἰς τὴν ἱστορικὴν μελέτην τοῦ διακόνου Κοσμᾶ Βλάχου Ἁγιορείτου «Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω» (σ. 70) γράφονται τὰ ἑξῆς: « ὁ ἐπίσκοπος Ἐρισσοῦ ἐκτήσατο δίκαιά τινα ἐν τῷ Ἁγίω Ὄρει, χειροτονῶν τοὺς ἐκεῖ ἱερεῖς καὶ διακόνους καὶ ἔχων ἴδιον κάθισμα ἐν Καρυαῖς, ἐνῶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐμνημονεύετο ἐν τῷ Ὄρει πρὸ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πρώτου κατὰ τὰς ἱεροτελεστίας. Ὁ Ἐρισσοῦ ἀπετάθη εἰς τὸν Πατριάρχην Φιλόθεον, ὅστις ἐκηρύχθη ὑπὲρ τῶν δικαίων τοῦ ἐπισκόπου τούτου_ ἐπέτρεψεν αὐτῷ νὰ εἰσέρχηται ἐν τῷ Ὄρει ἀκωλύτως, νὰ ποιῆ ὡς πρόσθεν χειροτονίας, νὰ μνημονεύεται πρῶτον τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ νὰ κρατῆ ράβδον καὶ ἐν αὐταῖς ταῖς Καρυαῖς».

Ἀκόμη καὶ εἰς τὸ χρυσόβουλον τοῦ Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγου τὸ 1394, ὅπου ὁ «Πρῶτος» ἀποκτᾶ τὴν μεγαλυτέραν ὡς τότε ἐξουσία, τὸ ἀποκλειστικὸν μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου περιορίζεται μόνον εἰς τὰ σταυροπήγια, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης δὲν δύναται νὰ πέμψη οὔτε Ἔξαρχον ἄνευ τῆς ἀδείας τοῦ «Πρώτου» (Πρωτεπιστάτου). Ἀλλὰ φαίνεται πὼς αὐτὸ τὸ χρυσόβουλον, καθὼς κατέρρεε ἡ αὐτοκρατορία, ἐπέρασε ἀμέσως εἰς ἀχρησίαν. Εἰς δὲ τὸ νέον τυπικόν τοῦ 1575, τὸ ὁποῖον ἐπεκύρωσεν ὁ Πατρ. Ἰερεμίας Β΄, ἔλαβαν μέρος ὁ Πατρ. Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος, ὁ «Πρῶτος», ἡ Σύναξις τῶν καθηγουμένων καὶ ὁ Μητρ. Ἐρισσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους.

Ἀναφέρεσθε, ἐπίσης, εἰς τὸν πατριάρχην Κύριλλον Λούκαριν καὶ τὸ
σιγίλλιον τοῦ 1622. Καλῶς τονίζει ὁ Πατριάρχης ὅτι ὁ Μητρ. Ἱερισσοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ θεωρῆ «ὡς ἰδίαν αὐτοῦ Ἐπαρχίαν» τὸ Ἅγιον Ὄρος, καθὼς αὐτό, ὡς προείπαμε, ἦτο ἀνέκαθεν αὐτοδέσποτον. Τὴν αὐτονομίαν αὐτὴν τὴν ἐξασφάλιζαν οἱ αὐτοκράτορες, ἐνῶ τώρα ἐπὶ Τουρκοκρατίας τὸ ρόλον αὐτὸν ἀπεφάσισε νὰ διαδραματίση τὸ Πατριαρχεῖον, δι’ αὐτὸ ὁρίζει (ἂν καὶ μὲ ποῖον δικαίωμα;) νὰ ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτὸν αἱ Ἱ. Μοναί. Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι κατοχυρώνει εἰς τὸν Μητρ. Ἱερισσοῦ τὸ δικαίωμα νὰ μνημονεύεται τὸ ὄνομά του εἰς τὰς ἱεράς ἀκολουθίας, δὲν εἶναι ἀπόδειξις ὅτι ἡ πνευματικὴ δικαιοδοσία ἀνῆκε εἰς τὸν Μητρ. Ἱερισσοῦ; Ὁπωσδήποτε καὶ εἶναι, διότι αἱ μαρτυρίαι δεικνύουν, ὅτι μόλις μετὰ τὸ ἥμισυ τοῦ 18ου αἰῶνος ἀπώλεσε τὴν αἴγλην του εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Μητρ. Ἱερισσοῦ.

Παραθέτομεν τμῆμα, ποὺ κατοχυρώνει ὅσα γράφομεν, ἀπὸ τὸ προαναφερθὲν βιβλίον (σ. 95-96): «Ἀπὸ τοῦ χρόνου τῆς καταλύσεως τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πρώτου (1590-1600) καὶ ἐφεξῆς, ὁ ἐπίσκοπος Ἐρισσοῦ, προσλαμβάνει τὸν τίτλον: Ἱερισσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους καὶ λόγῳ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ τελουμένων χειροτονιῶν βιοῖ τὸ πλεῖστον ἐν Ἄθῳ οὐχὶ δὲ σπανίως καὶ προΐσταται τῆς Συνάξεως συνυπογράφων καὶ τὰς ἐπισήμους αὐτῆς πράξεις, ὁμολογητέον ὅμως ὅτι ἡ τιμὴ τοιαύτης συμπράξεως ἐχορηγεῖτο ὑπὸ τῆς Συνάξεως, ἐν σπουδαίαις ὑποθέσεσι, καὶ εἰς πάντα ἄλλον ἀρχιερέα περιοδεύοντα χάριν προσκυνήσεως εἰς τὰς Ἱεράς Μονάς. Ὁ ἐπίσκοπος Ἐρισσοῦ κατὰ τὸν ΙΖ΄ αἰῶνα ἵδρυσεν ἴδιον μονύδριον, ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῆς Ἀναλήψεως τιμηθέν, εἰς τὴν παραλίαν τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὅπερ τῷ 1676 ὁ Πατριάρχης Διονύσιος προήγαγεν εἰς σταυροπήγιον, ἀλλὰ τὰ ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ψιλὰ δίκαια αὐτοῦ, ἤτοι τὰ τῶν ἱεροτελεστιῶν καὶ χειροτονιῶν, ἀπώλεσε κατὰ τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος, καθ’ ὅν χρόνον Πατριάρχαι καὶ μητροπολῖται ἐξόριστοι διαμένοντες ἐν Ἄθῳ, πλείονες ἢ τὸ πρίν, προετιμῶντο ἐκείνου».

Ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἵδρυσιν τὸ 1749 μ.Χ. τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς (σ. 104) «ἡ Ἐκκλησία διέθεσεν ὑπὲρ τῆς Σχολῆς τὴν ἐκ τῶν δικαιωμάτων αὐτῆς ἀπόδειξιν τοῦ ἐπισκόπου Ἐρισσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους, συνισταμένη ἐξ 24,000 ἄσπρων ἢ 200 γροσίων».

Συμπεράσματα

Ἡ πρώτη χιλιετία καταδεικνύει ἐπαρκῶς ὅτι ὁ Πατριάρχης δέν εἶχε δικαιοδοσίαν εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, ὡς γράφεται καὶ πάλιν εἰς τὴν προειρημένην μελέτην (σελ. 47): «Ἐναργὴς ἀπόδειξις τῆς μὴ ἀναμίξεως τοῦ Πατριάρχου, εἶνε αὐτὰ τὰ συνταχθέντα τυπικά, ἐν οἷς οὐδαμῶς φαίνεται δρῶν οὗτος, οὐδ’ ἐν τοῖς χρυσοβούλοις τοῦ Βασιλείου Α΄, Λέοντος ΣΤ΄ καὶ Ρωμανοῦ Α΄» ἀλλὰ καὶ σχετικῶς μὲ ὅλας τάς ἀποφάσεις τῶν αὐτοκρατόρων πρὸ τοῦ Ἀνδρονίκου (σ. 70) «οἵτινες χάριν τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἁγιορειτῶν δὲν ἐπέτρεψαν τοῦτο, ἵνα μὴ δίκαιόν τι κτήσηται ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁ χειροτονῶν Πατριάρχης ἢ ὁ ἐπίσκοπος».

Ἑπομένως, αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἴσχυε ἀνέκαθεν ἦτο τὸ λογικὸν καὶ κανονικόν: Ὁ Μητρ. Ἱερισσοῦ ὡς ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος εἶχε τὰ δικαιώματα μνημονεύσεως, ἱεροτελεστιῶν καὶ χειροτονιῶν, μετὰ πάντοτε ἀπὸ ὑπόδειξιν καὶ συμφωνίαν τῶν ἀνέκαθεν αὐτοδιοικήτων Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αἱ αὐτοκρατορικαὶ ἐπεμβάσεις, μὲ τὴν ἀποστολὴν τοῦ «Πρώτου» ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀπεσκόπουν εἰς τὸ νὰ διαφυλαχθῆ πᾶσα αὐθαιρεσία, καὶ ὄχι νὰ ἄρουν τὰ ὑπερχιλιετῆ πνευματικὰ δικαιώματα τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου, ἂν καὶ τελικῶς φαίνεται ὅτι περιέπλεξαν τὸ ζήτημα περισσότερον. Τὸ ὅτι μεταγενεστέρως προετιμῶντο οἱ ἐξόριστοι Πατριάρχαι ἢ Μητροπολῖται, προέρχεται ἀπό λόγους εὐγενείας καὶ σεβασμοῦ εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ διότι αἱ πλεῖσται τῶν ἐναπομεινασῶν Ἱ. Μονῶν ἦσαν Πατριαρχικά σταυροπήγια.

Τὰ ἱστορικὰ πνευματικὰ δικαιώματα τοῦ Μητρ. Ἱερισσοῦ δὲν συνεπάγονται εἰς καμίαν περίπτωσιν κατάργησιν τοῦ αὐτοδιοικήτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως κακοβούλως θὰ σκεφθῆ κανείς, ἀλλὰ ἀπεναντίας διακονίαν καὶ ἐξυπηρέτησιν τῶν ἀναγκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καθὼς μόνον αἱ Ἱ. Μοναὶ ἔδιδον ἐντολὴν διὰ τὰς χειροτονίας. Ἀφ᾽ ἑτέρου ἦτο καὶ διασφάλισις ἀπὸ ὁποιανδήποτε ὑπερορίαν ἀντικανονικὴν δρᾶσιν (αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ὑπάρχουν «Παπικὰ Βικαριάτα») διὰ τῆς ἐμμονῆς εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν, ὅπου τὸ ἐδαφικὸν κριτήριον ἦτο ἀνέκαθεν ἡ βάσις τῶν πνευματικῶν δικαιοδοσιῶν. Ὁ τίτλος ἑπομένως «Ἁγίου Ὄρους» δὲν εἶναι τιτουλαρίου, ἀπεναντίας ἐκφράζει τὴν κανονικὴ ἱστορικῶς τάξιν.

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν προσφώνησιν «Ἱερώτατε» διὰ τοὺς Μητροπολίτας, ἰσχύει ἡ καθολικὴ ἱστορικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι πρέπει ὑποχρεωτικῶς νὰ προσφωνῶνται, ὅπως ἀκριβῶς προσφωνοῦνται ὑπὸ τῆς οἰκείας ἐκκλησιαστικῆς τους ἀρχῆς, δηλ. εἰς τὴν Ἑλλάδα «Σεβασμιώτατοι». Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος εἶχε γράψει ὅτι: «Ὁ Ἀθηναγόρας κολακεύοντας τὸν Πάπα τοῦ εἶπε: Σὺ εἶσαι πρῶτος. Ἐνῷ ἔπρεπε νὰ τοῦ πεῖ: Σὺ εἶσαι πρῶτος στὴν ὑπερηφάνεια, διότι λέγεται ἀλάθητος, καὶ δεύτερος ἐγώ, ποὺ λέγομαι παναγιώτατος. Οὔτε σὺ εἶσαι ἀλάθητος, οὔτε ἐγὼ εἶμαι Παναγιώτατος».



ΠΗΓΗ /ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ


DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him