Έξι(6) κείμενα για τον Γιώργο Ιωάννου



 
1.   ΚΕΙΜΕΝΟ 1


Το 1964 εκδόθηκε το Για ένα φιλότιμο. Ένας μάλλον μικρός τόμος με 22 σύντομα «πεζογραφήματα»[1], ανάμεσα στα οποία ήταν κι αυτά που είχαν δημοσιευτεί στη Διαγώνιο. Το βιβλίο κρίθηκε και συζητήθηκε ευνοϊκά. Θεωρήθηκε μάλιστα ως ένα από τα καλύτερα πεζογραφικά βιβλία της χώρας. […] Το 1971 —κι αφού στο μεταξύ ο συγγραφέας είχε βγάλει Τα δημοτικά μας τραγούδια, τα Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού, την Ιφιγένεια την εν Ταύροις του Ευριπίδη, σε δική του μετάφραση, και τις Παραλογές— εκδόθηκε Η Σαρκοφάγος. Η δεύτερη συλλογή πεζών του Ιωάννου, με 29 κείμενα παρόμοια μ’ εκείνα του Για ένα φιλότιμο. Ακολούθησαν τρεις τόμοι Καραγκιόζη, ένας τόμος με Παραμύθια του λαού μας, και το 1974 κυκλοφόρησε Η μόνη κληρονομιά. Το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο του συγγραφέα με 17 κείμενα κάπως εκτενέστερα από τα προηγούμενα του Για ένα φιλότιμο και της Σαρκοφάγου. Κατά τη γνώμη μου αυτά τα τρία βιβλία σημαδεύουν την καλύτερη περίοδο της σταδιοδρομίας του Ιωάννου ως λογοτέχνη πεζογράφου. Γιατί αποτελούνται από κείμενα όχι μονάχα αμιγώς λογοτεχνικά αλλά και σχεδόν στο σύνολό τους εξαιρετικής ποιότητας. Κάτι που δε βλέπουμε να συμβαίνει στον ίδιο βαθμό με τα μεταγενέστερα βιβλία του.
Γιώργος Αράγης, «Το λογοτεχνικό πεζογραφικό έργο του Γ. Ιωάννου». Για τον Γιώργο Ιωάννου, Ίνδικτος, Αθήνα 2007, 38-39.





2.    ΚΕΙΜΕΝΟ 2

Στο Για ένα φιλότιμο (1964) οι χρονικοί άξονες στους οποίους κινείται ο αφηγητής ξεκινούν από την προκατοχική και κατοχική περίοδο, διαπερνούν τον Εμφύλιο και φτάνουν μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’60. Διασώζονται και εδώ, όπως στα ποιήματά του, οι παιδικές και εφηβικές εικόνες από τη γενέθλια πόλη, αναπαριστώνται όμως και οι καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων, οι χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς, ο συμβιβασμός που καθημερινά τους αγκάλιαζε, οι ψίθυροι και οι κραυγές μιας εποχής που τον επηρέασε όσο τίποτε άλλο στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Κοντά σ’ αυτά, έντονη θρησκευτικότητα, παραδοσιακές αξίες, θρύλοι, παγιωμένες συμπεριφορές, στοιχεία δηλαδή που δεν μπορεί να διασώσει κανένα ιστορικό έγγραφο ποτέ.
Τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά τα βρίσκουμε και στα επόμενα βιβλία του, Η σαρκοφάγος (1971), Η μόνη κληρονομιά (1974). Εδώ όμως έχουμε ένα αναρίθμητο εκφραστικό ωρίμασμα. Υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί για την πολιτική κατάσταση της εποχής εκείνης, ενώ αποδίδονται θαυμάσια πολλές όψεις της νεοελληνικής πραγματικότητας. Ο Ιωάννου αποστρέφεται τη σύγχρονη κοινωνία, γι’ αυτό και της ασκεί έντονη κριτική. Συχνά μας παρουσιάζει εικόνες της μεγαλούπολης, στην οποία κυριαρχούν η μοναξιά, η αδιαφορία και η υποκρισία. Η ιδιοτυπία της αφηγηματικής φωνής του συνίσταται στην υποβλητικότητα, που θυμίζει την καθημερινή ομιλία, καθώς η διεξοδική αφήγηση με την ποιητική συναίρεση πραγμάτων συνδέονται αρμονικά. Παράλληλα με τα εξωτερικά συμβάντα καταθέτει και τα όσα συμβαίνουν στη συνείδησή του ως εσωτερικές αντιδράσεις και διαχέονται μέσα από την ατμόσφαιρα της πόλης. Η περιπλάνηση μέσα στην πόλη αποτελεί πολλές φορές ένα μέσο αυτοεξομολόγησης και αυτογνωσίας.
Λέων Α. Ναρ, «Επιτρέψτε μου να θυμηθώ…». Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2006, 156-157.





3.    ΚΕΙΜΕΝΟ 3

[…] στο αφηγηματικό έργο του Ιωάννου ο λόγος αρθρώνεται κατά το πρότυπο της χαμηλόφωνης ομιλίας. Κι αυτό σημαίνει πως έχει ένταση φωνής χαμηλή. Επίσης, στην πλειονότητα τουλάχιστο, τα πεζογραφήματά του αποτελούν λόγο «εις εαυτόν». Λόγο που δεν στήνει απέναντί του κάποιο ακροατήριο για να απευθύνεται σ’ αυτό. Ενδεικτικό από την άποψη είναι ότι πολλά κείμενα του συγγραφέα έχουν υφή μονολόγου. Ας σημειωθεί πως αυτός ο χαμηλόφωνος και εσωστρεφής λόγος αρθρώνεται ανεξάρτητα από την τεχνική των κειμένων. Ανεξάρτητα π.χ. από το γραμματικό πρόσωπο, τον τύπο του αφηγητή τους, τον θεματικό ή συνειρμικό τρόπο της συγκρότησής τους, κ.λπ.
Γιώργος Αράγης, «Δυο ποιοτικά γνωρίσματα του αφηγηματικού λόγου του Γ. Ιωάννου». Για τον Γιώργο Ιωάννου, Ίνδικτος, Αθήνα 2007, 81.
4.    ΚΕΙΜΕΝΟ 4

Όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο, ο Ιωάννου είναι ένας ποιητής που έγραφε σε πρόζα. Μια πρόζα βέβαια εντελώς διαφορετική από εκείνη των ποιητικιζόντων πεζογράφων. Το νέο πεζογραφικό ύφος που δημιούργησε, το οποίο γονιμοποίησε τη γραφή πολλών νεότερων ομοτέχνων του, προσγείωσε τη λυρικών διαθέσεων πεζογραφία μας σε ποιητικά εδάφη ρεαλιστικότερα, αποπεζοποιώντας ταυτόχρονα και τη ρεαλιστική μας πεζογραφία. Ο Ιωάννου διαμόρφωσε έναν νέο, σύγχρονο πεζογραφικό λυρισμό, διαφορετικό από τον εξωστρεφή λυρισμό της έως τις μέρες του πεζογραφίας μας· μια ποιητικότητα εσωτερικής καύσεως, που δεν χρειάζεται λυρικές λέξεις για να αρθρωθεί και που παράγει τη θέρμη της —μια δροσερή θέρμη— χάρη σε ένα νέο για τη λογοτεχνία μας είδος υποβολής, που αναδύεται, καθοδηγούμενο από μια πραγματιστική ματιά, μέσα από μια δεξιοτεχνική συναίρεση ποικίλων —συχνά ετερόκλητων— στοιχείων: η εκφραστική λιτότητα που, παρά την αμεσότητά της, παράγει χάρη στις λανθάνουσες συνδηλώσεις της μιαν υποδόρια ένταση· η διαφορετική από τις συνήθεις μορφές της συνειρμικότητα· η αιφνίδια ανατροπή της χρονικής ακολουθίας και οι ευφυείς παρεκβάσεις· το χιούμορ και η —αυτοαναφορική— ειρωνεία· η επικέντρωση της προσοχής σε ελάχιστα ορατές, ωστόσο καθοριστικές, πτυχές της πραγματικότητας, συνεκβάλλουν σε μιαν ανεπιτήδευτη και φυσική, όμως συγχρόνως και βαθιά, γλώσσα, σε ένα είδος ποιητικού ρεαλισμού που για πρώτη φορά εμφανίζεται στην πεζογραφία μας.
Νάσος Βαγενάς, «Πρόλογος». Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2006, 11-12.





5.    ΚΕΙΜΕΝΟ 5

Η ελληνική πεζογραφία υπήρξε κατά κύριο λόγο εξωστρεφής. Της έλειψε η εσωτερική ματιά, με κάποιες εξαιρέσεις (Αξιώτη, Ξεφλούδας, Πεντζίκης). Στον Ιωάννου η εσωτερική εστίαση επιβάλλεται κατ’ ανάγκην. Δεν μετατρέπεται όμως η αφήγησή του σε σελίδες ημερολογίου αδιάφορες για τους άλλους ούτε μεταβάλλεται σε ξερή θεματογραφική άσκηση.
Διαβάζοντας Ιωάννου ο αναγνώστης αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στους άλλους. Κι αυτοί οι άλλοι είναι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, παιδιά που παίζουν μπάλα στις γειτονιές, εργάτες που σχολάνε από τη δουλειά, φαντάροι που συχνάζουν στα λαϊκά σινεμά, κάτοικοι των προσφυγικών συνοικισμών με τη «ζεστή προφορά» και τα καθαρά χαρακτηριστικά της ράτσας τους στο πρόσωπό τους, Καυκάσιοι, Κωνσταντινουπολίτες, Θρακιώτες, κι άλλοι, από την Πέργαμο, την Πάνορμο, τη Ραιδεστό, τη Ρωμυλία, όλοι εκείνοι που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα των προσφύγων, από «στριμώγματα της μοίρας» και της έδωσαν τη δική της, θαμπή γοητεία.
Η πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου αποτελεί σήμερα μια πρόκληση. Η μικρο-αφήγηση την οποία καθιερώνει δεν συνιστά μια διαφορετική οντότητα, αντίθετη του μυθιστορήματος, αλλά μία μορφική δυνατότητα της ίδιας της τέχνης της πεζογραφίας. Το «πεζογράφημα» του Ιωάννου είναι ένα μικρό σχήμα μυθιστορήματος, εκείνο που εκφράζει ένα αφηγηματικό εγώ χωρίς προσωπείο, χωρίς διαμεσολαβητή και χωρίς να διακινδυνεύει να κατηγορηθεί για έλλειψη φαντασίας. […]
Νένα Ι. Κοκκινάκη, «“Ωραίες εικόνες του θανάτου…” Σημειώσεις για την “εξομολογητική πεζογραφία” του Γιώργου Ιωάννου». Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2006, 146-147.
  


6.    ΚΕΙΜΕΝΟ 6

Δύο […] είναι τα βιβλία τα αφιερωμένα στη Θεσσαλονίκη: Το δικό μας αίμα και Η πρωτεύουσα των προσφύγων, αλλά σε όλα τα βιβλία του είναι έντονη η παρουσία της.
Σε συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιορκία (τχ. 26 του 1985) είπε τα εξής για τη Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της: «Σε ένα μεγάλο ποσοστό το τριγύρισμά μου στα τοπία και τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης οφείλεται στο ότι εννοώ να μιλάω και να τοποθετώ αυτά που σκέφτομαι, φαντάζομαι, δημιουργώ στη λογοτεχνία μου, σε χώρους που γνωρίζω. Έτσι μπορώ να πλάθω με ευχέρεια τις υποθέσεις μου και τις κινήσεις των προσώπων. Ένας λόγος που προτιμώ τη Θεσσαλονίκη είναι ότι την ξέρω καλά και την αγαπώ πολύ. Αυτό είναι μια βασική αρχή για μένα, να μιλώ για πράγματα εξωτερικά ή εσωτερικά μου, για τα οποία έχω εμπειρίες».
[…]
Η Θεσσαλονίκη την περίοδο του μεσοπολέμου και τη μεταπολεμική μέχρι το 1950 περίοδο είναι κέντρο γεγονότων σημαντικών: από την άφιξη των προσφύγων μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο τα γεγονότα επιδρούν πάνω στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα στα παιδιά και τους νέους. Είναι η εποχή που ο Ιωάννου ζει την παιδική και εφηβική του ηλικία. Οι μνήμες από αυτά τα γεγονότα είναι κατάσπαρτες στο έργο του. […]
Άρης Α. Δρουκόπουλος, Γιώργος Ιωάννου. Ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του, Εκδόσεις «Ειρμός», Αθήνα 1992, 54-55.





[1] [Το πεζογράφημα] συνίσταται σε ένα κείμενο με θεωρητική διάθεση, διανθιζόμενο όμως εδώ κι εκεί με ένα ποσοστό συμπυκνωμένων ιστοριών, εν σπέρματι, και εν ακαριαία αναπτύξει, οι οποίες φέρονται ως παραδείγματα ή ως αποδείξεις, από αυτόν που εκθέτει αφηρημένα κάπως, τις απόψεις του, δηλαδή τον συγγραφέα. Κάτι πολύ κοντά στην εξομολόγηση ενώπιον αμίλητου εξομολόγου.
Γιώργος Ιωάννου, «Για το ύφος του Παπαδιαμάντη». Ο της φύσεως έρως. Δοκίμια, Κέδρος, Αθήνα 1985, 45.


Η άποψη του Ιωάννου είναι σαφής: δημιούργημά του, ή, τουλάχιστο τρόπος γραφής «ολότελα δικός του», επινοημένος και διαμορφωμένος γύρω στα 1960, το πεζογράφημα είναι μια νέα σύνθετη και πολύπτυχη μορφή, κατάλληλη να συστεγάσει όχι μόνο διάφορα θεωρητικά και αφηγηματικά είδη (το δοκίμιο, το διήγημα, το χρονικό κλπ.), αλλά και ποικίλες εκφραστικές δεξιότητες ή ανάγκες (την εξομολογητική και ποιητική διάθεση, το σχόλιο, την παρατήρηση, την περιγραφή, τη μνήμη, τη φαντασία, τον συνειρμό). Αν υπάρχει κάτι αντίρροπο προς το πεζογράφημα, αυτό είναι το διήγημα. Τι είναι το διήγημα, κατά τον Ιωάννου; Ένα είδος που ρέει ομαλά «από επεισόδιο σε επεισόδιο» και που περιέχει «από την αρχή ως το τέλος» μια και μόνη ιστορία. Έτσι, αν μεταφράζω σωστά τη σκέψη του συγγραφέα μας, αυτή η διχοτομική διάκριση πεζογράφημα/διήγημα εκφράζει όχι μόνο τη διαφορά ανάμεσα στο σύνθετο και το απλό ή ανάμεσα στο πολυδιάστατο και το μονοδιάστατο, αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στο μοντέρνο και το παραδοσιακό. Με δυο λόγια: το κατά Ιωάννου πεζογράφημα πριμοδοτεί το υποκείμενο, ενώ σύμφωνα με το σχήμα του, το διήγημα διασφαλίζει το πρωτείο του αντικειμένου.
[…]
Να που βρίσκεται το πεζογράφημα του Ιωάννου: στην ανάμειξη των αφηγηματικών τρόπων, των χρόνων, των ειδών. Και κυρίως: στη δραστική παρουσία ενός υποκειμένου, δηλ. ενός συγγραφέα-αφηγητή-πρωταγωνιστή, ο οποίος, ενώ μας μιλάει για τα προσωπικά του προβλήματα, υπερβαίνει κατά πολύ τον εαυτό του, κατορθώνοντας να ενσωματώσει στον προβληματισμό του και τον αναγνώστη του.
Παν. Μουλλάς, «Γύρω στο Πεζογράφημα του Γ. Ιωάννου», περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ. 78 (Σεπτ.-Νοέμ. 1996) 5-6.
  

Σε αντιδιαστολή προς […] τις μετα-αφηγήσεις δημόσιας υφής και ιστορικο-αποκαλυπτικής πρόθεσης αναπτύσσεται, ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μια αντίρροπη τάση προς τη μικρο-αφήγηση. […] τα κείμενα […] αυτά οδηγούν στην καθιέρωση ενός νέου όρου γι’ αυτές τις μικροαφηγήσεις: πεζογράφημα. Αν δεν κάνω λάθος, ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Γ. Ιωάννου για τη συλλογή του Για ένα Φιλότιμο (1964) και έκτοτε επιβλήθηκε. Εκτός όμως από τον Ιωάννου, που με τον εξομολογητικό τόνο των πεζογραφημάτων του ανήκει στην ιδιωτική παρά στη δημόσια μεριά της διάκρισης που πρότεινα στην αρχή, στην ίδια κατηγορία ανήκουν και άλλοι μικρο-πεζογράφοι της ίδιας εποχής (Ε. Χ. Γονατάς, Ν. Καχτίτσης, Ηλ. Παπαδημητρακόπουλος, Γ. Χειμωνάς, Μ. Χάκκας) με ροπές προς το φανταστικό, το παράλογο ή το τυχαίο. Οι μικρο-αφηγήσεις τους, πέρα από την εξομολογητική τους διάθεση, δεν φιλοδοξούν να αποκαλύψουν καμιά αλήθεια. Μοιάζουν περισσότερο με καθημερινά στιγμιότυπα (ίσως επηρεασμένοι από το γαλλικό νέο μυθιστόρημα) ή άσκοπες αφηγήσεις που ενίοτε οδηγούν σε ερωτήματα του τύπου: «Τώρα εγώ γιατί κάθομαι και τα γράφω όλα αυτά; Τυχαία μπορώ να πω, χωρίς να έχω την παραμικρή πρόθεση να αποτολμήσω ένα χρονικό του επαρχιακού μας τύπου» [Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο Γενικός Αρχειοθέτης (1989)].
Δημήτρης Τζιόβας, «Μεταμοντερνισμός, μικρο-αφήγηση και το νόημα της ιστορίας». Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης. Από την αφηγηματολογία στη διαλογικότητα, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1993, 252.
  

[…] εδώ και δύο δεκαετίες περίπου, το σύντομο και πολύ σύντομο διήγημα τείνουν να γίνουν ο κανόνας της σύγχρονης πεζογραφικής λογοτεχνικής έκφρασης. Σ' αυτό συντελούν, κατά τη γνώμη μας, πρωτίστως δύο παράγοντες. Πρώτ' απ' όλα η ραγδαία παγκοσμιοποίηση και διάχυση των ποικίλων πολιτισμικών εμπειριών. Εάν η διάδοση του τύπου τον 19ο αιώνα (μια πρώτη μορφή παγκοσμιοποίησης) έκανε τόσο έντονα αισθητό ως λογοτεχνικό είδος το διήγημα, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς (και το βλέπει στην πράξη) πόσο πολλαπλασιαστικά δρα ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος τύπος, δηλαδή το Διαδίκτυο, στην παραγωγή και διάδοση αυτής της μικρής φόρμας! Είναι ο πρώτος κρίσιμος παράγων που ανοίγει διάπλατα τον δρόμο σ' ένα δεύτερο: στην εντονότερη ανάδυση σε παγκόσμιο επίπεδο της ελάσσονος λογοτεχνίας, της λογοτεχνίας εκείνης που ανέκαθεν παρακολουθούσε αντιστικτικά υψηλούς και κυρίαρχους πολιτισμούς της γραφής. Πρόκειται για μια λογοτεχνία που ταιριάζει εξαιρετικά στην πολιτισμική πολυείδεια των ημερών μας και η οποία προϋποθέτει γι' αυτόν που γράφει (αλλά και για τον αναγνώστη που εκφράζεται μέσω αυτής) το αίσθημα ότι δεν υπάρχει —εκπροσωπώντας τα— σε μια κυρίαρχη ομάδα, γλώσσα, κουλτούρα, λογοτεχνικό κανόνα, αγορά, αλλά μάλλον σε μια μειονότητα που δημιουργεί στο περιθώριο όλων αυτών, χαμένη μέσα στον απέραντο ωκεανό της επικοινωνίας. Δεν είναι διόλου τυχαίο για μια τέτοια κοινότητα το ότι βρήκε στο διήγημα, σ' αυτόν τον παρία των μεγάλων φιλολογικών γενών της κλασικής παράδοσης, το ιδανικό εργαλείο για την έκφραση των πιο γνήσιων αισθημάτων της.
Αλλά στο σημείο αυτό βρίσκεται και ο βαθύτερος πολιτικός χαρακτήρας ετούτης της μάλλον απολιτικής θεματολογικά τέχνης. Διότι στο γιγάντιο και ολιστικό συνεχές της παγκόσμιας επικοινωνίας, προϊόν σε μεγάλο βαθμό ενός ανεξέλεγκτου ομογενοποιητικού οικονομικού συστήματος, η εν λόγω εκφραστική, αντιπαρατάσσοντας στις καλύτερες στιγμές της την ενότητα του δικού της ψυχοπνευματικού κόσμου, συνιστά μια εμμένουσα ενδημική ασυνέχεια. Υπονομεύει τον μοντερνιστικό φετιχισμό της φέρουσας τεχνολογίας με την ανάκληση παμπάλαιων εκκρεμοτήτων της ψυχής. Και δημιουργεί τον χώρο για εκείνη την έστω και λιγοστή λυτρωτική καθισιά που επιτρέπει στο πνεύμα να επισκέπτεται ξανά και ξανά τη ζωή μας!
Γιάννης Πατίλης, «Ιστορίες Μπονζάι. Σκέψεις για το σύγχρονο διήγημα και τις ρίζες του», περ. Πλανόδιον, τχ. 51 (Δεκ. 2011) 619-620.


Το υπέρμικρο διήγημα, μια σύντομη πεζογραφική φόρμα που τα βασικά της ειδοποιητικά χαρακτηριστικά είναι η πλοκή και ο μικρός αριθμός λέξεων, εγκαινιάστηκε το 1992 από την ανθολογία των Τζέημς Τόμας, Ντένις Τόμας και Τομ Χαζούκα με τίτλο «Flash Fiction». Από τότε το πεζογραφικό αυτό υποείδος του διηγήματος έχει πραγματοποιήσει μια εκπληκτική διαδρομή σε πολλές χώρες και γλώσσες, θυμίζοντάς μας την ανάλογη πορεία του χάικου εκτός ιαπωνίας. […] Η συντομότερη μορφή, μια ιστορία έξι λέξεων υπονοούμενης πλοκής, αποδίδεται στον Χέμινγουαιη: «Για πούλημα: παιδικά παπούτσια, εντελώς αφόρετα».
Την προσπάθεια να ενσωματωθεί η φόρμα αυτή στις τοπικές γλώσσες και κουλτούρες προδίδει η μέριμνα να βρεθεί ένας όρος που να αποδίδει την διακριτότητα του είδους σε κάθε μία από αυτές. Έτσι, μεταξύ άλλων, εκτός από το «Flash Fiction», που τείνει να επικρατήσει στα αγγλικά, θα δούμε ακόμα τους παρακάτω όρους: Micro Fiction, Sudden Fiction, Nano Fiction, Short Short Story, Micro Story, Fast Fiction, Postcard Fiction, Snap Fiction (αγγλικά), Microfiction, Nanofiction, Fiction éclair (γαλλικά), Microficcion, Cuento muy corto (= Πολύ σύντομο διήγημα), Relato de taza de café (= Ιστορία του φλιτζανιού του καφέ), Relato de tarjeta postal (= Ιστορία της ταχυδρομικής κάρτας), Relato telefonico (= Τηλεφωνική ιστορία), Microrelato, Minificcion, Relato minimo (ισπανικά) […].
Απέναντι σε όλα αυτά, το «Πλανόδιον» εισηγείται και εγκαινιάζει τον όρο «Μπονζάι» […].
«Η ιστορία ενός "όρου". Από το ιστολόγιο Πλανόδιον – Ιστορίες Μπονζάι του περιοδικού». Αναδημοσιεύεται στο περ. Πλανόδιον, τχ. 51 (Δεκ. 2011) 616.





DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him