Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ρώμη




Της
Δέσποινας Λαμπαδά*
                 



1. Η Κωνσταντινούπολη ως Τύχη της Ρώμης

Σε ένα λατινικό κείμενο ανώνυμου συγγραφέα, πιθανότατα του 4ου αιώνα, αναφέρεται ότι «ο Κωνσταντίνος μετονόμασε την πόλη του Βυζαντίου σε Κωνσταντινούπολη σε ανάμνηση της επιφανούς νίκης του».1 Πράγματι, το 324, χρονιά που ο Κωνσταντίνος «ίδρυσε» την Κωνσταντινούπολη στη θέση όπου βρισκόταν το Βυζάντιο χαράσσοντας τα όρια της νέας πόλης, ήταν επίσης η χρονιά της νίκης του επί του Λικίνιου και επομένως η αρχή της μονοκρατορίας του. Αυτή η μονοκρατορία σήμαινε ταυτόχρονα και την αποφυγή ενός πιθανού διαμελισμού της Αυτοκρατορίας.


Είναι πολύ πιθανό ότι ήδη εξαρχής, δηλαδή επί Κωνσταντίνου, υπήρχε μια ρητορική περί Νέας Ρώμης σχετικά με τη νεοϊδρυθείσα Κωνσταντινούπολη. Ο ιστορικός Σωκράτης, που γράφει κατά το α’ μισό του 5ου αιώνα τη συνέχεια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσεβίου, μας πληροφορεί ότι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος κατοχύρωσε διά νόμου το όνομα «Νέα Ρώμη» για την πόλη του.2 Αν και η ακρίβεια αυτής της μαρτυρίας έχει αμφισβητηθεί, διάφορες ενδείξεις δείχνουν πως απηχεί έναν ρητορικό παραλληλισμό Ρώμης-Κωνσταντινούπολης που έχει κάνει την εμφάνισή του ήδη μεταξύ 324 και 330 (έτος εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης).3

Οπωσδήποτε το οικοδομικό πρόγραμμα του Κωνσταντίνου για την πόλη του σκόπευε να την καταστήσει αντίγραφο της Ρώμης. Ακόμα περισσότερο, η μεταφύτευση θεσμών χαρακτηριστικών της Ρώμης στην Κωνσταντινούπολη, όπως η Σύγκλητος και ο έπαρχος πόλεως, ενισχύουν την εντύπωση ότι ο Κωνσταντίνος επιδίωξε όντως τη δημιουργία μιας Νέας Ρώμης, μιας πρωτεύουσας για τη δυναστεία του, και όχι απλώς μιας πόλης με το όνομά του κατά το πρότυπο του Αλεξάνδρου, τον οποίο μιμήθηκαν πολλοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Έναν αιώνα αργότερα ο Σωζομενός, σχολιάζοντας την ονομασία «Νέα Ρώμη» που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει το πρωτείο του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως έναντι των άλλων επισκόπων πλην εκείνου της Ρώμης, θεωρεί ότι πρόκειται για μια παλαιά παράδοση και τονίζει την ύπαρξη χαρακτηριστικά ρωμαϊκών θεσμών στην Κωνσταντινούπολη για να δικαιολογήσει την εδραίωση της παράδοσης αυτής.4 Η μεταφορά θεσμών της πρωτεύουσας Ρώμης στην Κωνσταντινούπολη οπωσδήποτε διαφοροποίησε την περίπτωση της Κωνσταντινούπολης από εκείνην άλλων πόλεων της Ανατολής που είχαν γίνει κατά διαστήματα έδρες αυτοκρατόρων, όπως παραδείγματος χάριν η Νικομήδεια επί Διοκλητιανού. Ήδη από τον 3ο αιώνα η Ρώμη είχε πάψει να είναι η αποκλειστική έδρα του αυτοκράτορα, ποτέ όμως μέχρι τον Κωνσταντίνο δεν είχε μεταφερθεί σε άλλη πόλη της αυτοκρατορίας.

Παρ’ όλ’ αυτά ο Κωνσταντίνος δεν επιδίωκε τον ανταγωνισμό με τη Ρώμη σε κανέναν τομέα, διοικητικό, πολιτικό ή ιδεολογικό. Έχοντας έρθει σε ρήξη με την πολιτική ιδεολογία της Τετραρχίας και έχοντας επιστρέψει σε εκείνην του Αυγούστου, μια ιδεολογία ρωμαϊκής αιωνιότητας και οικουμενικής κυριαρχίας που δεν κινδύνευε από κατακερματισμό, ο Κωνσταντίνος πρόβαλλε εαυτόν ως εκφραστή της αυθεντικής ρωμαϊκής ιδεολογίας, που αποκαθιστά την ενότητα του imperium και θέτει ως προτεραιότητα της πολιτικής του την αναστήλωση του ρωμαϊκού μεγαλείου.5 Εξάλλου η πίστη στην αιωνιότητα της Ρώμης και της κυριαρχίας της κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με το αίτημα για ενότητα σε όλα τα επίπεδα, πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό.6 Στην ίδια ιδεολογική γραμμή η Κωνσταντινούπολη αφιερώνεται, μεταξύ άλλων, στην Τύχη της Ρώμης, στο μυστικό όνομα της οποίας –Flora (Ανθούσα)– οφείλεται και η εικονογραφία της Κωνσταντινούπολης με έμβλημα το κέρας της Αμάλθειας. Από την άποψη αυτή η Κωνσταντινούπολη γίνεται η πόλη του διαρκούς θριάμβου της Ρώμης, που τον εκπληρώνει ο Κωνσταντίνος με τη νίκη του επί του Λικίνιου.7 Η Ρώμη όμως παραμένει η μόνη «βασιλίς» πόλη, όσο κι αν η Κωνσταντινούπολη μπορεί να είναι η πόλη του αυτοκράτορα.8

2. Η Νέα Ρώμη των διαδόχων του Κωνσταντίνου

Σε έναν από τους λόγους του προς τον Κωστάντιο, που εκφωνήθηκε μάλιστα στη Ρώμη (357), ο ρήτορας Θεμίστιος λέει για την Κωνσταντινούπολη ότι «συμμετέχει στο όνομα και στο πεπρωμένο της Ρώμης». Ωστόσο ήδη έχει μετακινηθεί ελαφρά από τη σχετική φιλολογία της εποχής του Κωνσταντίνου: τώρα η Κωνσταντινούπολη είναι, όπως και η Ρώμη, βασιλεύουσα πόλη, και από κοινού συνοψίζουν τον ρωμαϊκό κόσμο.9 Οπωσδήποτε υφίσταται ακόμη η πρωτοκαθεδρία της Ρώμης, που είναι βασίλισσα όλων των πόλεων, έναντι της Κωνσταντινούπολης, που είναι η δεύτερη πρωτεύουσα με τη θέληση του αυτοκράτορα,10 όμως πρόκειται για μιαν ιεράρχηση που, χωρίς να αμφισβητεί τη διπλή όψη που έχει πάρει πλέον η «ρωμαϊκή πρωτεύουσα» μετά τον Κωνσταντίνο, οργανώνει απλώς τις σχέσεις στο εσωτερικό αυτής της διττότητας.

Αυτό εξάλλου είναι προφανές και στην επίσημη εικονογραφία της εποχής, όπως αυτή αποτυπώνεται στα νομίσματα. Στα χρόνια της βασιλείας του Κωστάντιου Β', πιθανότατα σε σόλιδο που κόπηκε το 343 ή το 344 για τον εορτασμό της εικοσαετηρίδας του και της δεκαετηρίδας του Κώνσταντα,11 εγκαινιάστηκε μια εικονογραφία που τοποθετούσε τις προσωποποιήσεις της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης σε συμμετρικές θέσεις πάνω στο ίδιο νόμισμα, ένθρονες, με ένα σκήπτρο η καθεμιά και από κοινού κρατώντας το μετάλλιο όπου αναγράφονταν τα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα. Η Ρώμη εικονιζόταν κατά μέτωπο και στα αριστερά του νομίσματος (δηλαδή στα δεξιά της Κωνσταντινούπολης, και άρα στην τιμητική θέση), ενώ η Κωνσταντινούπολη αποδιδόταν κατά κρόταφον, στραμμένη προς τη Ρώμη.

Η εικονογραφία δείχνει επίσης πώς σταδιακά η απεικόνιση της «Νέας Ρώμης» καταλήγει να είναι αρκετή για να δηλώσει στο ακέραιο τη ρωμαϊκή πρωτεύουσα, χωρίς τη συνοδεία της ίδιας της Ρώμης. Ήδη πριν από το 350 η Κωνσταντινούπολη και η Ρώμη απεικονίζονται σε μετάλλια με την ίδια ακριβώς στάση και την ίδια ενδυμασία, ενώ η Κωνσταντινούπολη κρατά το έμβλημα της Ρώμης, μια Νίκη πάνω σε σφαίρα. Επιπλέον η Κωνσταντινούπολη κάθεται σε θρόνο με ψηλό ερεισίνωτο, ενώ η Ρώμη σε μια ρωμαϊκή sella curulis. Το εικονογραφικό θέμα του θρόνου στην τέχνη της Ύστερης Αρχαιότητας έχει γίνει πρόσφατα αντικείμενο μελέτης και οι ερευνητές έχουν δεχτεί ότι σε γενικές γραμμές ο θρόνος με το ψηλό ερεισίνωτο προέρχεται από την εικονογραφία ένθρονων αρχαίων θεών, ενώ ο τυπικός ρωμαϊκός αυτοκρατορικός θρόνος, και κατά συνέπεια ο θρόνος της αυτοκρατορικής εικονογραφίας, είναι ένα κάθισμα χωρίς πλάτη. Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να δώσουμε υπερβολική σημασία στο γεγονός ότι, ενώ για τη Ρώμη χρησιμοποιείται ο θρόνος της ρωμαϊκής βασιλείας, για την Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιείται το εικονογραφικό στοιχείο του θεϊκού θρόνου, γιατί ούτε η διάκριση ανάμεσα στα δύο εικονογραφικά στοιχεία είναι πάντοτε απόλυτη ούτε και είναι σπάνιο στις απεικονίσεις προσωποποιήσεων πόλεων να χρησιμοποιείται ο θρόνος με ερεισίνωτο. Παρ’ όλ’ αυτά δίνεται η εντύπωση της μεγαλύτερης έμφασης στην Κωνσταντινούπολη, που ενισχύεται από τη διαφορά ύψους των σκήπτρων, με το σκήπτρο της Ρώμης να είναι ενίοτε χαμηλότερο. Η εικονογραφική αυτή έμφαση στην Κωνσταντινούπολη προχωρεί σύντομα ένα βήμα παραπέρα: στην πίσω όψη μεταλλίων από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα η Κωνσταντινούπολη εικονίζεται πλέον μόνη, με τη χαρακτηριστική της πλώρη καραβιού ως υποπόδιο και με το έμβλημα της ρωμαϊκής κυριαρχίας, τη Νίκη πάνω σε σφαίρα.12

Πράγματι, στο τέλος του 4ου αιώνα υπάρχει πλέον ένας ρητός ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες: σε ένα από τα ποιήματα του Ρωμαίου αυλικού ποιητή Κλαύδιου Κλαυδιανού (396), μια έμμετρη επίθεση εναντίον του Ρουφίνου, επάρχου του πραιτωρίου και αξιωματούχου επί Θεοδοσίου Α' και Αρκαδίου, ο ποιητής μέμφεται την Κωνσταντινούπολη, που θεωρείται η αντίζηλος της μεγάλης Ρώμης.13 Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι η αναφορά του ονόματος Νέα Ρώμη στον τρίτο κανόνα της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381), με τον οποίο ορίζεται, μεταξύ άλλων, η τιμητική πρωτοκαθεδρία του επισκόπου της Κωνσταντινούπολης μετά τον επίσκοπο της Ρώμης, με το αιτιολογικό ακριβώς ότι η Κωνσταντινούπολη είναι η Νέα Ρώμη. Αν μέχρι τώρα το όνομα αυτό ήταν κυρίως ένας ρητορικός τύπος, στο τέλος του 4ου αιώνα έχει θεσμοθετηθεί και μπορεί να στηρίξει τη διεκδίκηση προνομίων για την Κωνσταντινούπολη. Κάτι παραπάνω: είναι τώρα πια επίσημο όνομα της Κωνσταντινούπολης και πλέον ο επίσκοπος –και αργότερα πατριάρχης– της Κωνσταντινούπολης έχει τον τίτλο του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης.

3. Η ρωμαϊκή ιδεολογία των Βυζαντινών

Από τον 5ο και τον 6ο αιώνα ήδη, οι συγγραφείς που καταγράφουν την ιστορία της Κωνσταντινούπολης τείνουν να την εκρωμαΐζουν. Αγνοούν συστηματικά την ιστορία του Βυζαντίου πριν από τη μετονομασία του σε Κωνσταντινούπολη, με εξαίρεση την περίοδο του Σεπτίμιου Σεβήρου και του διαδόχου του Καρακάλλα, όταν η πόλη του Βυζαντίου φαίνεται να αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη Ρώμη. Ο πρώτος αρχικά κατέστρεψε την πόλη ως αντίποινα για τη στάση που είχε κρατήσει στον εμφύλιο με τον Πεσκέννιο Νίγρο (193-194 μ.Χ.), και λίγο αργότερα, εκτιμώντας τη γεωπολιτική της σημασία, άρχισε ένα εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα στο εσωτερικό της. Ο δεύτερος σκεφτόταν να καταστήσει το Βυζάντιο προκεχωρημένο φυλάκιο της Ρώμης σε μια πιθανή διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική. Εκτός αυτού, μια σειρά ανεκδοτολογικών ιστοριών και σύντομων αφηγήσεων χτίζονται πάνω στο πρότυπο της μυθικής ιστορίας της Ρώμης, όπως μπορούμε να δούμε στο σωζόμενο έκτο βιβλίο της ιστορίας του εθνικού ιστορικού Ησύχιου, τα «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως», που συμπεριλήφθηκε στο ομώνυμο συμπίλημα του 10ου αιώνα. Η Ρώμη γίνεται η αδιαμφισβήτητη και πραγματική μητρόπολη της Κωνσταντινούπολης.14

Επιπλέον, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Κωνσταντίνο εμφανίζεται ως πράξη ανανέωσης της Ρώμης, που συνεπάγεται τη διαδοχή της παλαιάς Ρώμης από τη Νέα. Η μακρά εξέλιξη που έφερε την Κωνσταντινούπολη στη θέση της πρώτης πρωτεύουσας συνοψίζεται πλέον στην πράξη ίδρυσης της πόλης από τον Κωνσταντίνο. Ταυτόχρονα επιστρατεύονται θρύλοι που θα εμποδίσουν τη διαδοχή της μιας πρωτεύουσας από την άλλη να θεωρηθεί αυθαίρετη. Έτσι παρουσιάζεται ο Κωνσταντίνος να μεταφέρει από τη Ρώμη το μυθικό της Παλλάδιο, το οποίο υποτίθεται ότι είχε φέρει από την Τροία ο Αινείας, και να το τοποθετεί στο θεμέλιο της στήλης από πορφυρίτη που είχε τοποθετήσει στο φόρουμ του (όπως διατείνονται ο Ιωάννης Μαλάλας αλλά και το Πασχάλιο χρονικό).15

Η αναφορά στο λείψανο αυτό έχει ξεχωριστή σημασία: η σχέση της Ρώμης με την Τροία είχε γίνει από την εποχή του Αυγούστου αναπόσπαστο μέρος της ιδέας περί αιώνιας διατήρησης και επικράτησης της Ρώμης, ως πόλης και ως αυτοκρατορίας, μέσα από δίκαια κερδισμένες νίκες.16 Η μεταφορά του ιερού αντικειμένου που σφράγιζε αυτήν τη σχέση εκφράζει με μυθικό τρόπο την πεποίθηση των Βυζαντινών από τον 6ο αιώνα και εξής ότι η Ρώμη παρέδωσε τα σκήπτρα της γιατί η ίδια είχε παρακμάσει. Ταυτόχρονα όμως το Παλλάδιο δεν μπορούσε να μεταφερθεί σε μια τυχαία πόλη-επίδοξη πρωτεύουσα, παρά μόνο στη Νέα Ρώμη: έτσι εξασφαλίζεται και νομιμοποιείται η αδιάσπαστη συνέχεια του ρωμαϊκού πεπρωμένου.17 Μια σειρά ονόματα της Κωνσταντινούπολης, όλα με δεύτερο συστατικό το όνομα της Ρώμης (Δεύτερη Ρώμη, Άλμα Ρώμα, Βυζαντιάς Ρώμη18) δείχνουν σε ποιο βαθμό η Ρώμη αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας της Κωνσταντινούπολης ως πόλης στη συνείδηση των Βυζαντινών. Η οστρογοτθική κυριαρχία στην ιταλική χερσόνησο ευνοούσε την ανάπτυξη μιας τέτοιας ιδεολογίας, ενώ και οι προσπάθειες ανακατάληψης της Ιταλίας (535-553) από τον Ιουστινιανό Α', όσο κι αν έχουν στόχο την αποκατάσταση της ενότητας της αυτοκρατορίας, δεν παύουν να είναι μια κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, από την ακμαία Νέα Ρώμη προς την παρηκμασμένη παλαιά, της οποίας η απώλεια και η ανακατάληψη είναι απλώς θέμα γοήτρου.

Το θέμα του εκχριστιανισμού της αυτοκρατορίας συνδέεται επίσης άρρηκτα με την ιδέα της Νέας Ρώμης. Η παρακμή της παλαιάς Ρώμης γίνεται συνώνυμο του παγανισμού της και η ανανέωση έρχεται με την ίδρυση της χριστιανικής Νέας Ρώμης. Και πάλι η πράξη αποδίδεται στον Κωνσταντίνο και θεωρείται ότι έχει συντελεστεί ολοκληρωτικά ήδη με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο ο θρύλος της μεταφοράς του Παλλαδίου εξακολουθεί να επιβιώνει: τον αναφέρει ο Ζωναράς19 το 12ο αιώνα. Πάντως η Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ρώμη αποτελεί βαθιά ριζωμένο κοινό τόπο στην αντίληψη του παρελθόντος όπως τη βλέπουμε στα βυζαντινά χρονικά: ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του θριάμβου του χριστιανισμού, που σφραγίστηκε με το βάπτισμα του Κωνσταντίνου, η μεταφορά της έδρας της αυτοκρατορίας στη Νέα Ρώμη θεωρείται ότι εγκαινιάζει την τελευταία περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Η οικουμενικότητα της Νέας Ρώμης σημαίνει την υποχρέωσή της να διαδώσει το χριστιανικό μήνυμα στα πέρατα του κόσμου και να εξαλείψει τις αιρέσεις πριν από τη Δευτέρα Παρουσία, η οποία στη βυζαντινή σκέψη δεν τοποθετούνταν σε ένα μακρινό μέλλον.20

4. Νέα Ρώμη και αυτοκρατορική ιδεολογία

Σε κάθε περίπτωση, το όνομα που δίνεται τον 4ο αιώνα για να συνδέσει τη νεοϊδρυθείσα πόλη του Κωνσταντίνου με την πρωτεύουσα Ρώμη και να της δώσει έτσι προβάδισμα σε σχέση με άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας περίπου από τον 6ο αιώνα και εξής περικλείει όλο το συμβολικό βάρος της Ρώμης ως φορέα αιώνιας και αναλλοίωτης εξουσίας, η οποία μπορεί να ανατεθεί, μαζί με το όνομα, σε μιαν άλλη πόλη πλην της ίδιας της Ρώμης χωρίς αυτό να συνιστά τομή ή ματαίωση του ρωμαϊκού πεπρωμένου αιώνιας κυριαρχίας. Αντίθετα: η απόδοση του ονόματος σε μιαν άλλη πόλη, την Κωνσταντινούπολη, εξασφαλίζει την αδιάκοπη συνέχεια, αφού το πεπρωμένο της Αιώνιας Πόλης ακολουθεί το όνομά της εγκαταλείποντας την ίδια. Η «Νέα Ρώμη» στη συνείδηση των Βυζαντινών δεν είναι ένα ρητορικό σχήμα, ούτε ακόμα ένα απλό όνομα, αλλά μια κιβωτός που παραλαμβάνει η Κωνσταντινούπολη την ημέρα της ίδρυσής της και η οποία της αναθέτει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο.

Έτσι η Κωνσταντινούπολη γίνεται φορέας μιας ρωμαϊκής ιδεολογίας που θα γίνει αναπόσπαστο μέρος όχι μόνο της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας, αλλά και εκείνης του δυτικού Μεσαίωνα.21 Η λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1204 προκαλεί βαθιές αλλαγές στον ιδεολογικό προσανατολισμό της Ύστερης περιόδου του Βυζαντίου. Μέχρι τότε, όμως, ο τίτλος του «Βασιλέα των Ρωμαίων» αποτελεί σταθερά πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Δύση, καθώς ο Βυζαντινός αυτοκράτορας θεωρεί τον τίτλο δικαιωματικά και κατ’ αποκλειστικότητα δικό του και αρνείται πεισματικά να τον αναγνωρίσει σε οποιονδήποτε Δυτικό ηγεμόνα τον διεκδικεί, είτε πρόκειται για τον Καρλομάγνο είτε για τους βασιλείς της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.22 Πάντως το αυτοκρατορικό και θρησκευτικό περιεχόμενο της ρωμαϊκής ιδεολογίας της Κωνσταντινούπολης επιβίωσε της Άλωσης από τους Οθωμανούς, στην ιδεολογία των Ρώσων Τσάρων. Το όνομα «Τρίτη Ρώμη» συνδέθηκε με τη Ρωσία, που παρέμεινε το ισχυρότερο Ορθόδοξο κράτος μετά την πτώση του Βυζαντίου.

               

1. Anonymus Valensianus VI.30, Mommsen, Th. (ed.), Monumenta Germaniae Historica, auctores antiquissimi IX.1 (1892).

2. Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία Ι.16, Migne, J.P. (ed.), Patrologia Graeca, στήλ. 116C.

3. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451 (Αθήνα 2000), σελ. 51-52.

4. Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία VII.9.3, Migne, J.P. (ed.), Patrologia Graeca 67, στήλ. 1436C.

5. Curran, J., Pagan City and Christian Capital. Rome in the Fourth Century (Oxford 2000), σελ. 80, 114-115.

6. Pratt, K.J., “Rome as Eternal”, Journal of the History of Ideas 26:1 (1965), σελ. 27.

7. Με τον ίδιο τρόπο, ως εκπλήρωση του ρωμαϊκού πεπρωμένου μέσα από την προσπάθεια αποκατάστασης της χαμένης ενότητας, είχε προβληθεί και η νίκη του Κωνσταντίνου επί του Μαξεντίου, όπως αναπαριστάνεται στην αψίδα του Κωνσταντίνου στη Ρώμη· βλ. Elsner, J., “Perspectives in Art”, στο Lenski, N. (ed.), The Cambridge Companion to the Age of Constantine (New York 2006), σελ. 260. Για την Κωνσταντινούπολη ως Τύχη της Ρώμης βλ. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451 (Αθήνα 2000), σελ. 29-30, 48-49.

8. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451 (Αθήνα 2000), σελ. 60 και υποσημ. 20-23 για τις πηγές. Πρβ. Alföldi, A., “On the Foundation of Constantinople: a few notes”, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 12.

9. Θεμίστιος, Πρεσβευτικός υπέρ Κωνσταντινουπόλεως ρηθείς εν Ρώμη, 42 a-b, Downey, G. – Norman, A.F. (eds), Themistii Orationes I (Leipzig 1965), III, σελ. 58: « κοινωνοῦσα τῆς τύχης καὶ τοῦ ὀνόματος […] συνάδουσι μὲν αἱ βασιλίδες, ἐξάρχει δὲ κορυφαῖος, ἐπευφημεῖ δὲ ἅπασα γή τε καὶ θάλασσα».

10. Θεμίστιος, Πρεσβευτικός υπέρ Κωνσταντινουπόλεως ρηθείς εν Ρώμη, 41 c, Downey, G. – Norman, A.F. (eds), Themistii Orationes I (Leipzig 1965), III, σελ. 58.

11. Toynbee, J.M.C., “Roma and Constantinople in late-Antique art from 312 to 365”, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 138.

12. Toynbee, J.M.C., “Roma and Constantinople in late-Antique art from 312 to 365”, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 140-141 και πίν. xi, 5-9 και xii, 1-6. Για το εικονογραφικό θέμα του θρόνου βλ. ενδεικτικά Mathews, T., The clash of Gods. A reinterpretation of early Christian Art (Princeton 21999), σελ. 103-108, και Poilpré, A.O., Maiestas Domini. Une image de l’Église en Occident, Ve-IXe siècle (Paris 2005), σελ. 46-49.

13. Κλαυδιανός, In Rufinum II, στ. 54, Goold, G.P. (ed.), Claudian I (Loeb Classical Library 135, Cambridge Mass. – London 1922, ανατ. 1990), σελ. 60.

14. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της, 330-451 (Αθήνα 2000), σελ. 17-22· Ησύχιος, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Ι-XLII, Preger, Th. (ed.), Scriptores originum Constantinopolitanarum I (Lipsiae 1901, ανατ. New York 1975), σελ. 1-18.

15. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (ed.), Ioannis Malalae Chronographia (Bonn 1831), σελ. 320· Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.), Chronicon Paschale I (Bonn 1832), σελ. 528.

16. Η Αινειάδα του Βιργιλίου αποτελεί την κατεξοχήν αποκρυστάλλωση και έκφραση, με ποιητικό τρόπο, της ιδεολογίας αυτής· Harrison, S.J., “Survival and Supremacy of Rome: The Unity of the Shield of Aeneas”, Journal of Roman Studies 87 (1997), σελ. 70-71.

17. Alföldi, A., “On the Foundation of Constantinople: a few notes”, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 12. Πρβ. Kelly, C., “Bureaucracy and Governement”, στο Lenski, N. (ed.), The Cambridge Companion to the Age of Constantine (New York 2006), σελ. 192.

18. Georgakas, D.J., “The names of Constantinople”, Transactions and Proceedings of the American Philological Association 78 (1947), σελ. 354 και υποσημ. 51 για τις πηγές.

19. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών ΧΙΙΙ.3.28, Pinder, M. – Büttner-Wobst, Th., Ioannis Zonarae Epitomae historiarum libri xviii III (Bonn 1897), σελ. 18.

20. Mango, C., Βυζάντιο: Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (Αθήνα 1999), σελ. 235. Με τη θεώρηση αυτή συνδέεται και η Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ιερουσαλήμ. Αυτή η ταύτιση ανάγεται στα χρόνια του Ηρακλείου (610-641), όμως η παράδοση την απέδιδε και αυτήν στα χρόνια του Κωνσταντίνου ως άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μεταφορά του Τιμίου Σταυρού στην Κωνσταντινούπολη από την Ελένη· βλ. Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des “Patria” (Paris 1984), σελ. 303 κ.ε. Ο Sherrard, P., Constantinople: Iconography of a sacred City (London 1965), υποστηρίζει ότι οι ιδιότητες της Κωνσταντινούπολης ως Νέας Ρώμης και Νέας Ιερουσαλήμ υιοθετήθηκαν εξαρχής και σημαίνουν έναν σαφή αντιθετικό δυϊσμό, καθώς η πρώτη είχε αποκλειστικά κοσμικό και πολιτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, ενώ η δεύτερη θρησκευτικό και ιερατικό. Όπως όμως παρατηρεί ο C. Mango, “Review of Constantinople: Iconography... by P. Sherrard”, Journal of Hellenic Studies 86 (1966), σελ. 307, οι δύο ιδεολογίες δεν περιέχουν καμία αντίθεση μεταξύ τους· αντίθετα, η ιστορική προσέγγιση δείχνει ότι η Κωνσταντινούπολη έγινε η Νέα Ιερουσαλήμ ακριβώς επειδή ήταν η Νέα Ρώμη.

21. Hammer, W., “The concept of the New or Second Rome in the Middle Ages”, Speculum 19:1 (1944), σελ. 50-51.

22. Καραγιαννόπουλος, Ι., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 10-12. Πρβ. Patlagean, E., Un Moyen Âge grec. Byzance IXe – XVe siècle (Paris 2007), σελ. 288-291.

«Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ρώμη», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη

DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him