ΑΙ ΑΡΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΞΗΡΑΝΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑΝ ΕΛΛΑΔΑ



του
Ε. Γανώση



᾽Απὸ τρισχιλίων ἐτῶν αἱ ἀρδεύσεις ἦσαν γνωσταὶ εἰς τὸν τόπον μας. Πάντως ὅμως δὲν γνωρίζομεν ποῖος ἐδίδαξε τὴν ἄρδευσιν εἰς τοὺς προγόνους μας, οὔτε ἡ ῾Ελληνικὴ μυθολογία μᾶς παρέδωκε κανένα μῦθον, ἀνάλογον μὲ τὸν μῦθον τοῦ Τριπτολέμου, τοῦ διδάξαντος εἰς τοὺς ῞Ελληνας τὴν σπορὰν τοῦ σίτου. ᾽Αλλ’ ἐὰν λάβῃ τὶς ὑπ’ ὄψιν ὅτι οὗτοι εὑρίσκοντο εἰς συχνὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς λαοὺς τῆς ᾽Ανατολῆς καὶ τῆς Αἰγύπτου, ὑπὸ τῶν ὁποίων ἡ ἄρδευσις διενηργεῖτο ἀπὸ παναρχαίων χρόνων, δὲν δυσκολεύεται νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ ῾Ομήρου ἀκόμη ἦτο γνωστὴ ἐν ῾Ελλάδι ἡ ὠφέλεια τῶν ἀρδεύσεων.
῾Ο ῾Ηρόδοτος διηγεῖται ὅτι εἰς τὴν Αἴγυπτον τόσον σύνηθες πρᾶγμα ἦσαν αἱ ἀρδεύσεις ὥστε, ὅταν ἔλεγέ τις ὅτι ἡ ῾Ελλὰς δὲν ἀρδεύεται ὑπὸ ποταμῶν καὶ ὅτι οἱ ἀγρόται περιμένουν τὴν βροχὴν διὰ νὰ ποτίσῃ τοὺς ἀγρούς των, ἠπόρουν πῶς οἱ ῞Ελληνες, ἄνθρωποι τόσον εὐφυεῖς, ἐπερίμεναν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ ἀπαραίτητον τοῦτο διὰ τὴν γεωργίαν στοιχεῖον καὶ πῶς δὲν ὑπέφεραν συχνὰ ἀπὸ σιτοδείαν!
Εὐτυχῶς διὰ τὴν ῾Ελλάδα, ἀνέκαθεν ἤκμαζε τὸ ἐμπόριον. Δὲν ἦσαν μακρὰν οἱ σιτοβολῶνες τοῦ Εὐξείνου Πόντου καὶ τῆς Αἰγύπτου, εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ διατρέχουν τὸν κίνδυνον σιτοδείας.
Εἰς τὸν ῾Ηρόδοτον ἔκαμεν ἐπίσης ἐντύπωσιν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν ἀποδόσεων εἰς σῖτον, τὴν ὁποίαν παρουσίαζον οἱ ἀγροὶ τῆς Αἰγύπτου ἐν συγκρίσει πρὸς τοὺς ἀγροὺς τῆς ῾Ελλάδος, ὡς καὶ τὸ ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ἐν Αἰγύπτῳ ἀνάγκη νὰ καταπονῶνται ἀροτριῶντες τὴν γῆν, ἀλλὰ σπείρουν ὅταν τὰ ὕδατα τοῦ ποταμοῦ σκεπάζουν τοὺς ἀγροὺς καὶ θερίζουν ἅμα ταῦτα ἀποσυρθοῦν. Διὰ τοῦτο δικαίως ἀποκαλεῖ τὴν Αἴγυπτον δῶρον τοῦ Νείλου, διότι ὁ Νεῖλος εἶναι ὁ ποταμός, ὅστις τὴν ἐγέννησε διὰ τῶν προσχώσεών του καὶ δὲν τὴν ἐγκατέλειψε κατόπιν, ἀλλ’ ἐξακολουθεῖ νὰ τὴν ζωογονῇ διὰ τῶν ναμάτων του.
Ἀκόμη περισσότερον ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους οἱ Ασσύριοι καὶ οἱ Βαβυλώνιοι ἐπροχώρησαν μέχρι τοῦ νὰ κατασκευάζουν καὶ τεχνητοὺς ὀχετοὺς πρὸς διοχέτευσιν τῶν ὑδάτων τῶν ποταμῶν. ῾Ο Ξενοφῶν εἰς τὴν « Ἀνάβασίν » του διηγεῖται ποίας δυσκολίας συνήντησαν οἱ μύριοι κατὰ τὴν πορείαν των, λόγῳ τοῦ πλήθους τῶν αὐλάκων τούτων. Τόσην δὲ σημασίαν εἶχον τὰ ἔργα αὐτὰ εἰς τὰς χώρας ἐκείνας, ὥστε οἱ ἱστορικοὶ ἀποδίδουν τὴν παρακμήν των εἰς τὴν καταστροφὴν τῶν ἀρδευτικῶν ἔργων ὑπὸ τῶυ ἐπιδρομέων βαρβάρων.
Ἡ ἀνάγκη τοῦ ὕδατος εἰς τὴν ῾Ελλάδα δὲυ ἦτο ἐν τούτοις μικροτέρα τῆς τῶν χωρῶν ἐκείνων καὶ τῆς σημερινῆς ἐποχῆς.
Τὸ ὕδωρ ἦτο πάντοτε ἐλλιπὲς εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος. Τὸ πεδίον τοῦ ῎Αργους ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ ῾Ομήρου ἦτο ἀκόμη « πολυδίψιον », οἱ δὲ χείμαρροι ἐπίσης συχνοί, ὡς καὶ σήμερον.
Λιβάδια διὰ βοσκὴν ζῴων ὑπῆρχον μόνον εἰς ὅσας πεδιάδας ὑπάρχουν καὶ σήμερον ( Ἀκαρνανίαν, Ἄργος, Ἠλείαν, Φθίαν ), οἱ δὲ ἀπὸ θαλερὰς φυτείας καλυπτόμενοι τόποι, ὅσους μᾶς διηγεῖται ὁ Ὅμηρος, εἶναι ὅλοι κῆποι ἀρδευόμενοι ὑπὀ πηγῶν, ὡς λ.χ. εἰς τὴν νῆσον τῆς Καλυψοῦς.
᾽Εὰν ἔλθωμεν εἰς τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους, βλέπομεν ἐπίσης πλείστας ἐνδείξεις τῆς ἀνάγκης τοῦ ὕδατος.
Ὁ ᾽Αριστοφάνης, περιφρονήσας ὅλους τοὺς τότε λατρευομένους θεούς, θεωρεῖ ὡς μόνας ἀληθινὰς θεότητας τὰς νεφέλας. Ὁ Παυσανίας περιγράφει ἄγαλμα ἐν τῇ Ἀκροπόλει, προκαλοῦν τὸν Δία « ὕειν ». Ὁ Ξενοφῶν μᾶς γνωρίζει ὅτι ἐποτίζετο ὁ κέγχρος εἰς τὴν ῾Ελλάδα, καθ’ ὃν τρόπον ἐπότιζον τοὺς ἀγρούς των οἱ Βαβυλώνιοι. Τέλος ὁ Θεόφραστας μᾶς γνωρίζει τὰ ἑξῆς:
« Πολυυδρία συμφέρειν τοῖς δένδροις κἀκεῖθεν φανερόν· ἐν γὰρ ταῖς ἐπομβρίαις ἅπαν ὡς εἰπεῖν εὐσθενεῖ μᾶλλον ὅπου δὲ ἀεὶ μάλιστα μαλακὸς ἀήρ, ἐνταῦθ’ ἡ βλάστησις καὶ εὐκαρπία γίνεται τῶν δένδρων ὥσπερ ἐν Αἰγύπτῳ ».
Αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐλέχθη μετὰ δισχίλια ἔτη, ὅτι δηλ. ἡ βλάστησις εἶναι συνάρτησις τῆς θερμότητος καὶ τῆς ὑγρασίας.
Δὲν γεννᾶται ἑπομένως καμμία ἀμφιβολία ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες εἶχον σαφῆ ἐπίγνωσιν, ἴσως δὲ σαφεστέραν ἀπὸ τοὺς νεωτέρους, τῆς σημασίας τῶν ἀρδεύσεων εἰς τὴν ῾Ελληνικὴν γεωργίαν.
Παρ’ ὅλα ταῦτα ἡ χρησιμοποίησις τῶν ρεόντων ὑδάτων ἐν ῾Ελλάδι δὲν ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀτομικῆς ὑφ’ ἑνὸς ἑκάστου χρησιμοποιήσεως τούτων. Τὰ μεγάλα ἀρδευτικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα τόσον μέγαν ρόλον ἔπαιξαν εἰς ἄλλους ἀρχαιοτέρους λαούς, ἦσαν ἄγνωστα ἐν ῞Ελλάδι. Διότι ἡ ἐκτέλεσις τούτων προϋποθέτει συνεργασίαν πολλῶν ἐνδιαφερομένων καὶ ὀργάνωσιν μὲ νόμους καὶ κανονισμούς, εἰς δὲ τὴν ῾Ελλάδα, ὑποδιῃρημένην εἰς πολλὰ ἄστεα, μὲ πληθυσμὸν καὶ τοῦτον μηδέποτε ὁμονοήσαντα, ἡ τοιαύτη συνεργασία ἀπεβαινεν ἀδύνατος.
Εἰς τὰς ὑπὸ ὅμοιον κλῖμα χώρας, εὑρισκομένας εἰς τὴν ἀμέσως πλησιεστέραν γεωγραφικὴν ζώνην, ὁ πολιτισμὸς συνέπεσε πάντοτε μὲ τὴν ἀκμὴν τῆς γεωργίας. ῾Η ἀκμὴ δὲ αὕτη ἐπετεύχθη μὲ τὴν ἐκτέλεσιν ἀρδευτικῶν ἔργων διὰ τῶν ὁποίων ἐχρησιμοποιήθησαν τὰ ὕδατα τῶν ποταμῶν Νείλου, Εὐφράτου, Τίγρητος, ᾽Ινδοῦ κλπ. ᾽Εκ τούτων εὐκόλως κατανοεῖ κανεὶς διατί ἡ γεωργία οὐδέποτε ἤκμασεν εἰς τὴν χώραν μας καὶ διατί ὁ ῾Ελληνικὸ; πολιτισμός, πλὴν μικρῶν ἐξαιρέσεων ( εἰς τὴν Βοιωτίαν, ὅπου ἐχρησιμοποιοῦντο τὰ ρέοντα ὕδατα ἢ ὑπῆρχεν ἀρκετὴ ὑγρασία εἰς τὸ ἔδαφος ) δὲν ὀφείλει τὴν ἀκμήν του εἰς τὴν γεωργίαν, ἀλλ’ εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς ναυτιλίας. ᾽Εντεῦθεν δὲ ἐξηγεῖται διατί ἐλάχιστοι μόνον συγγραφεῖς, φιλόσοφοι ἢ πολιτικοί, ἐνδιεφέρθησαν διὰ τὴν γεωργίαν, ἥτις ὀλίγιστα ἀπέδιδε, καὶ δἰατί ὁ ἱστορικὸς ῾Ηρακλείδης ἔλεγεν ὅτι « αἰσχρόν ἐστι περὶ τὴν γεωργίαν διατρίβειν ».
᾽Εξαίρεσις εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο γίνεται μόνον μὲ τὸν ῞Ομηρον, ὅστις ὄχι μόνον ἀρέσκεται περιγράφων γεωργικὰς ποιητικὰς εἰκόνας, ἀλλὰ καὶ μᾶς καταπλήττει διὰ τὴν εὐρύτητα τῶν περὶ γεωργίας γνώσεών του καὶ εἰς τὰς λεπτομερείας της ἀκόμη. Αὐτὸ συμβαίνει, διότι κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, πρὸ τῆς δωρικῆς εἰσβολῆς, ὁ πληθυσμὸς τῆς ῞Ελλάδος ἦτο ἀραιότερος καὶ ἡ γεωργία ἐπήρκει διὰ τὰς ἀνάγκας τῶν κατοίκων τῆς χώρας. ῞Ενεκα δὲ τοῦ λόγου τούτου ἤκμαζε καὶ ἡ κτηνοτροφία, ἥτις συνετήρει καὶ τὴν γονιμότητα τῆς γῆς καὶ ἡ ὁποία μετὰ τὴν πύκνωσιν τοῦ πληθυσμοῦ της μόνον διὰ τῆς ἐκτελέσεως ἀρδευτικῶν ἔργων ἠδύνατο πλέον νὰ ἀναπτυχθῇ.
Εἶναι γνωστὸν ποίαν θέσιν κατεῖχεν ὁ κτηνοτροφικὸς πλοῦτος εἰς τὰς πατριαρχικὰς οἰκογενείας τοῦ Νέστορος, Πηλέως, Λαέρτου, Πελοπος κλπ. τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, κατὰ τὴν ὁποίαν μόνον μὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν κτηνῶν ἐμετρεῖτο ὁ πλοῦτος ἑκάστου.
᾽Εὰν τώρα ἔλθωμεν εἰς τὸ κεφάλαιον τῶν ἀποξηράνσεων, παρατηροῦμεν ἐπίσης, ὅτι ἡ ῾Ελλὰς ἀνέκαθεν ὑπέφερεν ἐκ τῶν λιμναζόντων ὑδάτων. Δὲν ἀνατρέχομεν εἰς τὴν Μυθολογίαν διὰ νὰ ἐξηγήσωμεν τὸν μῦθον τῆς Λερναίας ῞Υδρας ὡς ἀπόπειραν ἀποξηράνσεως τῆς ὁμωνύμου λίμνης. Γνωρίζομεν ὅμως, ὅτι ὁ ῞Ομηρος δὲν ἀγνοεῖ τὸ ἐπιβλαβὲς τῶν λιμναζόντων ὑδάτων. Οἱ ἀποστραγγιστικοὶ χάνδακες δὲν φαίνεται νὰ ἦσαν γνωστοὶ ἢ τουλάχιστον εἰς μεγάλην χρῆσιν.
Πέντε ἢ ἓξ αἰῶνας βραδύτερον βλέπομεν ὅτι ὁ Ξενοφῶν, ὅστις δὲν ἀπηξίου νὰ συνδυάζῃ τὴν φιλοσοφίαν μετὰ τῆς καλλιεργείας τῆς γῆς, ἀφοῦ μᾶς γνωρίζει ὅτι « δι’ ὑγρότητα γῆς κίνδυνός ἐστι σήπεσθαι τὰ φυτά », ἐπάγεται ὅτι, « ὡς πάντες γιγνώσκουσι, τὸ ὕδωρ ἐξάγεται τάφροις », πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δηλοῖ ὅτι ἐπὶ τῶν χρόνων του ἦτο πασίγνωστος ἡ μέθοδος ἀποξηράνσεως τῶν ὑγρῶν ἐδαφῶν διὰ τάφρων.
᾽Εκτὸς ὅμως τῶν μικρῶν ἐκτάσεων, ὑπῆρχον εἰς τὴν ῾Ελλάδα καὶ μεγάλαι ἐκτάσεις σκεπασμέναι ἀπὸ ὕδατα, ἰδίως εἰς τὰ κλειστὰ λεκανοπέδια, ὅπου, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχεν ἐπικοινωνία μὲ τὴν θάλασσαν, τὰ ὕδατα συνηθροίζοντο εἰς τὰ χαμηλὰ σημεῖα καὶ ἐσχημάτιζον λίμνας καὶ ἕλη. Τοιαῦται λίμναι ὑπάρχουν καὶ σήμερον πολλαὶ εἰς τὰ ὑψίπεδα τῆς ᾽Αρκαδίας, εἰς τὴν Εὔβοιαν, τὴν Στερεὰν ῾Ελλάδα, τὴν Μακεδονίαν καὶ ἀλλαχοῦ. Αἱ λίμναι αὗται εὑρίσκονται συχνὰ εἰς ἐπικοινωνίαν μὲ ρωγμὰς τοῦ ἐδάφους, τὰς λεγομένας καταβόθρας*, συχνὰς εἰς τοὺς ἀσβεστολιθικοὺς ὄγκους τῆς ῾Ελλάδος καὶ εἰς τὴν γεωλογίαν, ἀποτελούσας χαρακτηριστικὰ καρστικὰ φαινόμενα.
Λόγῳ τῆς ὑπάρξεως τῶν καταβοθρῶν αὐτῶν, αἱ ὁποῖαι πολλάκις ἐγέμιζαν ἀπὸ διάφορα ὑλικὰ καὶ ἕκλειαν τὴν ἔξοδον τῶν ὑδάτων, συνέβαιναν πολλαὶ αὐξομειώσεις τῆς στάθμης τῶν λιμνῶν. Οὕτως ὁ Στράβων ἀναφέρει ὅτι πόλεις τινὲς εἶχον καταστραφῆ πέριξ τῆς Κωπαΐδος, ἐκ τῆς ἀνυψώσεως τῶν ὑδάτων της, τὸ αὐτὸ δὲ διηγεῖται καὶ ὁ Παυσανίας διὰ τὴν λίμνην Φενεόν.
᾽Εκτὸς τῶν ζημιῶν αὐτῶν, θὰ εἶχον βεβαίως καὶ τὰς καταστροφὰς τῶν ἐσοδειῶν των ἐκ τῆς κατακλύσεως τῶυ ὑδάτων, καὶ ἴσως καὶ ἑλώδεις πυρετούς.
Ἕνεκα κυρίως του λογου της διαιρέσεως τῆς χώρας εἰς πολλὰ κρατίδια, ἴσως δὲ καὶ διὰ τὴν ἔλλειψιν εἰδικῶν μηχανικῶν, δὲν βλέπομεν νὰ γίνεται ἐνωρὶς προσπάθειά τις πρὸς ἀποξήρανσιν τῶν ἐκτάσεων τούτων. ῎Ισως καὶ ἡ ἔλλειψις πρακτικοῦ πνεύματος νὰ ἦτο ἡ αἰτία τῆς ἀδιαφορίας τῶν ἀρχαίων προγόνων μας διὰ τήν κατασκευὴν κοινωφελῶν ἔργων, διότι εἶναι γνωστὸν ὅτι οὗτοι προετίμων νὰ ἐξοδεύουν τὰ χρήματά των εἰς τὴν κατασκευὴν ὡραίων ναῶν καὶ ἀγαλμάτων.
Ἀργότερον ὅμως, ἐπὶ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἔχομεν δύο κλασσικὰ παραδείγματα προσπαθείας ἀποξηράνσεως λιμνῶν, τὸ τῆς Κωπαΐδος καὶ τὸ τῆς λίμνης τῶν Πτέχων. Διὰ τὴν ἀποξήρανσιν τῆς λίμνης Κωπαΐδος ἐκλήθη, ὡς μᾶς ἀναφέρει ὁ Στράβων, ὁ Χαλκιδεὺς Κράτης, ἀνὴρ μεταλλευτής, διὰ νὰ ἠποξηράνῃ τὴν λίμνην, τῆς ὁποίας τὰς ἐξόδους ἔφραξαν σεισμοὶ καὶ « συνέβη αὔξεσθαι τὴν λίμνην μέχρι τῶν οἰκουμένων τόπων ». ῾Επομένως ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τοὺς ἔκαμε νὰ σκεφθοῦν τὴν ἀποξήρανσιν τῶν ὑδάτων τῆς λίμνης. Καὶ εἰς ἀρχαιοτέρους χρόνους ἐγένετο ἀπόπειρα ἀποξηράνσεως τῆς λίμνης, ἐὰν κρίνῃ κανεὶς ἀπὸ τὸν ρυθμὸν τῆς τοιχοποιΐας, ἥτις κατεσκευάσθη πρὸς ὑποστήριξιν τῶν πρανῶν τῶν ἀναχωμάτων.
῾Η ἀποξήρανσις λοιπὸν ἐπεχειρήθη :
1 ) Διὰ κυρίων καὶ δευτερευόντων χανδάκων, ἀναχωρούντων ἐκ τοῦ κέντρου τῆς λίμνης.
2 ) Διὰ δύο περιφερειακῶν τάφρων μὲ μεγάλα ἀναχώματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης ἐδέχετο τὰ νερὰ τοῦ εἰς τὴν λίμνην χυνομένου ποταμοῦ Κηφισοῦ καἵ τὰ ὡδήγει εἰς μίαν κοινὴν κοίτην μετὰ τοῦ Μέλανος ποταμοῦ. ῾Η δὲ ἑτέρα τῆς δεξιᾶς ὄχθης ἐδέχετο τὰ νερὰ ἄλλων ποταμῶν ( Κοραλίου, Λόφη κλπ. ) καὶ ἡνοῦτο μὲ τὴν ἅλλην, εἰς τρόπον ὥστε ἐσχηματίζετο ἕνα περιφερειακὸν ἀνάχωμα, ὅπερ ἠμπόδιζε τὰ γῦρο νερὰ νὰ χυθοῦν εἰς τὴν λίμνην καὶ τὰ ἔφερεν εἰς τὴν μεγάλην λεγομένην καταβόθραν. Ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι, ὁσάκις τὰ ἀναχώματα αὐτὰ συνήντων καθ’ ὁδὸν καταβόθρας, κατεσκευάζοντο δευτερεύοντες κλάδοι, διὰ τῶν ὁποίων μέρος τῶν ὑδάτων ἐκενοῦτο καθ’ ὁδὸν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλαττοῦτο τὸ ποσὸν τοῦ ὕδατος ποὺ θὰ ἐδέχετο ἡ μεγάλη καταβόθρα, ἀπεφεύγοντο οἱ κίνδυνοι ἀνεπαρκείας ταύτης καὶ ἠλαττοῦντο καὶ αἱ διαστάσεις τῶν ἔργων.
3 ) ᾽Εκτὸς τούτων, διακρίνονται ἐπίσης καὶ ἴχνη 16 φρεάτων εἰς ἀποστασεις 100 - 200 μέτρων, τὰ ὁποῖα θὰ ἐχρησίμευον διὰ τὴν κατασκευὴν ὑπονόμου 2400 μέτρων, 8 μέτρα κάτωθεν τῆς μέσης στάθμης τῆς λίμνης.
Τὸ δεύτερον παράδειγμα ἐκτελέσεως ἀποξηραντικῶν ἔργων εἰς ῾Ελλάδα εἶναι τὸ τῆς λίμνης τῶν Πτέχων, δήμου ᾽Ερετρίας. Ποῦ εὑρίσκονται αἱ Πτέχαι δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸν ἀκόμη. Πάντως ἐκ τοῦ τρόπου καθ’ ὃν προβλέπεται ἡ ἀττοξήρανσις τῆς λίμνης ( δι’ ὑπονόμου ) φαίνεται ὅτι πρόκειται περὶ μιᾶς ἐκ τῶν συνήθων ἐγκιβωτισμένων λιμνῶν ἐκ τῶν συναντωμένων συχνὰ εἰς ῾Ελλάδα. Εἰς εὑρεθεῖσαν δὲ στήλην εἰς Χαλκίδα κατὰ τὸ 1860 περιγράφεται ἓν συμβόλαιον, συναφθὲν μεταξὺ τῶν ᾽Ερετριέων καὶ ἑνὸς μηχανικοῦ - ἐργολάβου Χαιρεφάνους ὀνόματι, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ τελευταῖος οὖτος ὑπόσχεται « ἐξάγειν καὶ ξηρὰν ποιεῖν τὴν λίμνην τὴν ἐν Πτέχαις ». Εἰς τὸ συμβόλαιον τοῦτο περιγράφεται καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀποξηράνσεως τῆς λίμνης, ὡς ἑξῆς:
Χάνδακες ἀγόμενοι ἐκ τῶν ἀγόνων, εἰ δυνατόν, τόπων διὰ νὰ μὴ χάνεται καλλιεργήσιμος γῆ, θὰ ἔφερναν τὰ ὕδατα εἰς δεξαμενὴν οὐχὶ μείζονα τῶν δύο σταδίων, ἐκ τῆς ὁποίας ταῦτα θὰ ἔπιπτον εἰς ὑπόνομον. Ἡ ὑπόνομος αὕτη προβλέπεται ὅτι θὰ δύναται νὰ κλείεται διὰ θύρας.
Βλέπομεν ἑπομένως ὅτι προβλέπεται ὁ συνδυασμὸς τῆς ἀρδεύσεως καὶ ἀποξηράνσεως. ῾Η ἀποξήρανσις αὕτη μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ἀποξήρανσιν τῆς λίμνης Fucino ( Φουτσῖνο ) τῆς ᾽Ιταλίας, νοτίως τῆς Ρώμης. ῎Επὶ τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου ἐπεχειρήθη ἡ ἀποξήρανσις αὐτῆς δι’ ὑπονόμου καὶ ἐπέτυχεν, ἀλλ’ ἐπιχωσθείσης τῆς ὑπονόμου, ἡ πεδιὰς κατεκλύθη πάλιν.
Δὲν γνωρίζομεν ἄν τὸ σχέδιον τοῦ Χαιρεφάνους ἐφηρμόσθη εἰς τὴν σιτοξήρανσιν τῆς λίμνης τῶν Πτέχων. ῾Οπωσδήποτε ὅμως δὲν ἔχομεν παρὰ νὰ θαυμάσωμεν τὰς βάσεις ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐστήριξε τὴν ἀποξήρανσιν τῆς λίμνης τῶν Πτέχων καὶ αἱ ὁποῖαι δεικνύουν μαζὶ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς Κωπαΐδος, ὅτι ἡ τέχνη τῆς ἀποξηράνσεως τῶν ἑλωδῶν ἐκτάσεων ἦτο πολὺ προχωρημένη ἀπὸ δισχιλίων ἥδη ἐτῶν.

DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him