ΤΟ «ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ» ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ


Της
 ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ*



Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος δεν κρίθηκε μονάχα στα πεδία των μαχών αλλά και στην προσπάθεια προσεταιρισμού της ελληνικής κοινωνίας, επακόλουθο της οποίας υπήρξαν οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, που αποτέλεσαν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του εμφυλίου πολέμου9. Οι μετατοπίσεις αυτές επηρέασαν σημαντικά την ελληνική ύπαιθρο και μακροπρόθεσμα είχαν σημαντικές οικονομικές και δημογραφικές επιπτώσεις. Στο πλαίσιο αυτών των μετακινήσεων, ο πόλεμος στις αρχές του 1948 μεταφέρθηκε σ’ ένα καινούριο πεδίο αναμέτρησης, αυτό της μεταγωγής σημαντικού αριθμού παιδιών. Η ελληνική κυβέρνηση, στις 27 Φεβρουαρίου 1948, υπέβαλε αγωγή στην Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια, με την οποία κατήγγελλε

 «ότι Ελληνόπουλα μετακινούνται διά της βίας από τους αντάρτες πέρα από τα σύνορα, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και κρατούνται στις χώρες αυτές. Πράκτορες του ‘‘Στρατηγού’’ Μάρκου έχουν αρχίσει απογραφή παιδιών, ηλικίας 3 έως 14 ετών, στη Βόρεια Ελλάδα».

Ο στόχος αυτών των ενεργειών ήταν:
(α) να τρομοκρατήσουν τις ελληνικές οικογένειες ώστε να βοηθήσουν τους αντάρτες,
(β) να εκπαιδεύσουν τα παιδιά με την κομμουνιστική ιδεολογία,
(γ) να καταστρέψουν την ελληνική φυλή αποξενώνοντας τα Ελληνόπουλα και
(δ) να αποδιοργανώσουν τη γεωργική παραγωγή, εξαναγκάζοντας τις οικογένειες να φύγουν από την ύπαιθρο προς τις πόλεις για να προστατεύσουν τα παιδιά τους.
Όπως τονιζόταν στο τέλος της αγωγής, σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση το σχέδιο και η εκτέλεσή του συνιστούσαν το έγκλημα της γενοκτονίας.
Η είδηση της αγωγής που υπέβαλε η ελληνική κυβέρνηση στην Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια, αναπαράχθηκε αμέσως στις αθηναϊκές εφημερίδες και στις 29 Φεβρουαρίου, που συμπτωματικά έτυχε να είναι η Διεθνής μέρα υπέρ του παιδιού, η Καθημερινή δημοσίευσε ότι οι συμμορίτες απάγουν τα παιδιά ηλικίας 3-14 ετών στην περιφέρεια Καστοριάς, με σκοπό να τα οδηγήσουν στη Ρωσία για να καταστούν καλοί κομμουνιστές. Η χρονική στιγμή δημοσίευσης της είδησης επέδρασε καταλυτικά στον τρόπο αντιμετώπισης του μέτρου των ανταρτών από τον Τύπο, την κυβέρνηση και γενικότερα τους πολίτες, καθώς ο ΟΗΕ εγκαινίαζε την ίδια μέρα παγκόσμιο έρανο για τη σωτηρία των παιδιών, καλώντας όλα τα έθνη σε παγκόσμια σταυροφορία. Η βασίλισσα Φρειδερίκη κηρύττοντας την έναρξη του εράνου, απηύθυνε έκκληση από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών να συνδράμουν όλοι στο δύσκολο εγχείρημα των Ηνωμένων Εθνών.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» και ο αντάρτικος Τύπος δεν άργησαν να επιβεβαιώσουν την είδηση. Στις 3 Μαρτίου από το ραδιόφωνο ανακοινώθηκε η μετακίνηση παιδιών στην περιοχή της Καστοριάς, ενώ την ίδια μέρα το Δελτίο Ειδήσεων του Δημοκρατικού Στρατού δημοσίευσε την απόφαση των λαϊκών συμβουλίων της Ελεύθερης Ελλάδας, μετά από διαβουλεύσεις με τους γονείς, να αποστείλουν τα ελληνόπουλα στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Οι χώρες που θα φιλοξενούσαν τα παιδιά ήταν η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία, ενώ ήδη, από 59 χωριά δύο επαρχιών – χωρίς να διευκρινίζεται ποιων – είχαν σταλεί 4784 παιδιά ηλικίας 3-13 ετών. Αναφερόταν ακόμη, ότι για κάθε 25 παιδιά αντιστοιχούσε μια δασκάλα-παιδαγωγός που εκλεγόταν σε συνέλευση των γονέων. Πέρα από την επιβεβαίωση της είδησης, η ανακοίνωση παρείχε και μια άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία, ότι στόχος ήταν μεν η διάσωση των παιδιών από τις στερήσεις και τις κακουχίες, αλλά με το μέτρο αυτό οι γονείς μπορούσαν απερίσπαστα και απρόσκοπτα να συμμετάσχουν «στην πολεμική προσπάθεια για τη συντριβή του μοναρχοφασισμού»16. Αυτό θα αποτελούσε αργότερα ένα από τα επιχειρήματα της δεξιάς, ότι δηλαδή οι κομμουνιστές ανάγκασαν τους γονείς των εκπατρισμένων παιδιών να ταυτίσουν την τύχη τους με το ΔΣΕ και να αγωνιστούν μαζί του για να τα σώσουν.
Στις 8 Μαρτίου, το ίδιο έντυπο, δημοσίευσε μια εκτενή ανακοίνωση του Υπουργείου Εσωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1948 και τίτλο «Για να σωθούν από τη λύσσα των μοναρχοφασιστών τα παιδάκια». Η ΠΔΚ ανακοίνωνε ότι φιλανθρωπικές οργανώσεις των λαϊκοδημοκρατικών χωρών αποδέχτηκαν τις εκκλήσεις χιλιάδων γονιών και κηδεμόνων για να περιθάλψουν και να προστατεύσουν την ελληνική παιδική νεολαία από τον υποσιτισμό και τη βαρβαρότητα του μοναρχοφασισμού.

«Λαϊκές και άλλες οργανώσεις πρόνοιας και προστασίας του παιδιού της Ελεύθερης Ελλάδας, καθώς και χιλιάδες γονείς και κηδεμόνες, απευθύνθηκαν προ καιρού με εκκλήσεις στις φιλανθρωπικές οργανώσεις των Λαϊκοδημοκρατικών χωρών και ζήτησαν απ’ αυτές να περιθάλψουν και να προστατέψουν την ελληνική παιδική νεολαία που κινδύνευε από τον υποσιτισμό και τη βαρβαρότητα του μοναρχοφασισμού.
Οι φιλανθρωπικές και οργανώσεις προστασίας της παιδικής ηλικίας, καθώς και διάφορες οργανώσεις της νεολαίας των χωρών αυτών, με εξαιρετική χαρά και ευχαρίστηση αποδέχτηκαν τις εκκλήσεις αυτές και ανέλαβαν να περιθάλψουν τα ελληνόπουλα, για όσο διάστημα θα χρειαστεί.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, βλέποντας πως με την καταστροφική πολιτική που από το 1945 εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από ξένους και ντόπιους εκμεταλλευτές, με τις συνεχείς καταστροφές και λεηλασίες που συστηματικά εφάρμοζε και εφαρμόζει ο μοναρχοφασισμός, σε βάρος του λαού και της περιουσίας του, ελαττώθηκαν οι δυνατότητες ανάλογης διατροφής που έχει ανάγκη η παιδική ηλικία. Με το εγκληματικό πέταμα στους δρόμους των πόλεων 150.000 και πάνω παιδιών όπου καθημερινά δεκάδες απ’ αυτά πεθαίνουν. Με την τελευταία διαταγή της Φρειδερίκης που διέταξε τους υποτακτικούς της, να συγκεντρώσουν όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά στα κέντρα, για να τα μετατρέψουν σε γενίτσαρους και να τα βάλουν αναγκαστικά, στις αγαπητές της χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας. Ακόμα δε και με τους άνανδρους βομβαρδισμούς των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων, από τους οποίους τον τελευταίο καιρό σκοτώθηκαν 120 παιδάκια, αποφάσισε να κάνει αποδεκτές τις αιτήσεις των λαϊκών οργανώσεων και των γονιών και να εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών, μέχρις ότου οι συνθήκες στη χώρα μας θα επιτρέψουν την επιστροφή τους.
Η ψευτοκυβέρνηση της Αθήνας και οι πάτρωνές της, σηκώνουν καπνούς συκοφαντίας, για να σκεπάσουν τις συνεχείς ήττες και διαλύσεις μονάδων του στρατού τους, που υφίσταται από τις επιχειρήσεις του Δ.Σ.Ε., ιδίως τις τελευταίες μέρες στην Πελοπόννησο, Θεσσαλία και Ήπειρο. Απάντηση στις συκοφαντίες της δίνουν τα ευχαριστήρια τηλεγραφήματα που κατά εκατοντάδες κατακλύζουν τη Δημοκρατική κυβέρνηση, απ’ όλες τις γωνιές της Ελλάδας, ελεύθερης και σκλαβωμένης».

Η ανακοίνωση εξηγούσε διεξοδικά τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης αυτής, χωρίς να δίνονται πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο ή συγκεκριμένα περιστατικά. Είναι φανερό ότι η μετακίνηση παιδιών από το Δημοκρατικό Στρατό είχε αρχίσει καιρό πριν την καταγγελία της κυβέρνησης των Αθηνών, χωρίς όμως να αναφέρεται οτιδήποτε από τον αντάρτικο Τύπο και το ραδιόφωνο. Έτσι, η ακριβής χρονική στιγμή έναρξης της πρακτικής από τους κομμουνιστές παραμένει απροσδιόριστη. Τα μέσα ενημέρωσης των ανταρτών επιβεβαίωσαν το γεγονός όταν οι κατηγορίες της κυβέρνησης τα ανάγκασαν να το πράξουν. Σύμφωνα με έκθεση της UNSCOB οι μετακινήσεις είχαν αρχίσει ήδη από τον Ιανουάριο του 1948, αλλά εντατικοποιήθηκαν το Μάρτιο του ίδιου έτους. Σε ραδιογράφημα που στάλθηκε από το Βουνό στις 30 Ιανουαρίου προς τους εκπροσώπους της ΠΔΚ στο Βελιγράδι, δίνονταν οδηγίες στον «Σπύρο» (δηλαδή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του ΚΚΕ στη Γιουγκοσλαβία Πέτρο Ρούσσο) να υποβάλει το ερώτημα κατά πόσον η Γιουγκοσλαβία μπορούσε να βοηθήσει μικρά παιδιά που υπέφεραν από την πείνα και άλλες κακουχίες, ενώ λίγες μέρες αργότερα, με νέο ραδιογράφημα ο Μάρκος Βαφειάδης πληροφορούσε το «Διόνυσο» (Γιάννη Ιωαννίδη) ότι οι προετοιμασίες για την εκκένωση εξελίσσονταν ικανοποιητικά. Στις αρχές Φεβρουαρίου, κατά τη διάρκεια του 2ου συνεδρίου του Πατριωτικού Μετώπου στη Σόφια η ελληνική αντιπροσωπία είχε θέσει το ζήτημα αποστολής στη Βουλγαρία 1.000 παιδιών, αριθμός που μετά την άφιξη των πρώτων ομάδων ζητήθηκε ν’ αυξηθεί στα 3-4.000 παιδιά.
Η αναφορά στην ανακοίνωση της ΠΔΚ για την «τελευταία διαταγή της Φρειδερίκης» παρέπεμπε στη συνάντηση που είχε η βασίλισσα την προηγούμενη μέρα, στις 6 Μαρτίου, με τους υπουργούς Στρατιωτικών και Κοινωνικής Πρόνοιας και τον υφυπουργό Εσωτερικών. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης είχε αποφασιστεί η συγκέντρωση των απειλουμένων Ελληνοπαίδων από τις κυβερνητικές δυνάμεις και η άμεση μεταφορά τους από τις επισφαλείς περιοχές σε «Σταθμούς Ασφαλείας» αρχικά και αργότερα στις παιδοπόλεις.
Όπως άφηνε να εννοηθεί η ανακοίνωση, η πρωτοβουλία για τη μεταγωγή των παιδιών ανήκε στα λαϊκά συμβούλια και στους γονείς της Ελεύθερης Ελλάδας. Με τις μαρτυρίες που έχουμε σήμερα όμως συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πρωτοβουλία στην πραγματικότητα ανήκε στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, η οποία είχε έρθει από πριν σε συνεννοήσεις με τις λαϊκές δημοκρατίες που θα φιλοξενούσαν τα παιδιά. Στελέχη του ΚΚΕ συγκάλεσαν συνελεύσεις γονέων για να τους πείσουν ότι η απομάκρυνση των παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές ήταν ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας τους:

«Η συγκέντρωση και αποστολή των παιδιών στο εξωτερικό οργανώθηκε με τον εξής τρόπο: Τα όργανα της Αυτοδιοίκησης κατά περιοχή με την καθοδήγηση κυβερνητικών αντιπροσώπων της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (Π.Δ.Κ.) περιέρχονταν τα χωριά και εξηγούσαν στους κατοίκους την απόφαση και τις ενέργειες της Π.Δ.Κ. να στείλει τα παιδιά στις λαϊκές δημοκρατίες. Γύρω από το θέμα γινόταν συζήτηση ώστε οι γονείς ελεύθερα και αβίαστα να εκτιμήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και να αποφασίζουν αν θα στείλουν ή όχι τα παιδιά τους έξω. Φυσικά το πρόβλημα δεν ήταν εύκολο. Δεν ήταν εύκολο για τους ίδιους τους γονείς να πάρουν μια τέτοια απόφαση.  Χρειάστηκαν πολλές συζητήσεις, οικογενειακές διαβουλεύσεις και συνεννοήσεις. Άλλος απ’ την οικογένεια ήθελε, άλλος δεν ήθελε. Άλλος έλειπε και έπρεπε να του ζητήσουν τη γνώμη.
Πάνω απ’ όλες αυτές τις σκέψεις, τους δισταγμούς να αποχωριστούν οι άνθρωποι τα παιδιά τους, δέσποζε, αδυσώπητη και σκληρή η ανάγκη να σωθούν τα παιδιά από τη δυστυχία, το φόβο και την αβεβαιότητα, που τους πολιορκούσε».

Τα στελέχη του Κόμματος έπρεπε να δώσουν πρώτοι το καλό παράδειγμα. Ο Κώστας Πλίκας από το Ζιάκα, κομμουνιστής από το 1937 και μέλος του ΚΚΕ, περιγράφει:

 «…πήρε το Κόμμα απόφαση, από παραπάνω, κι εμείς εφαρμόσαμε. Εγώ το παιδί τριών χρονών είχε. Και με λέν’: ‘‘Αν δεν βάλεις το παιδί να φύγει το δικό σου, δεν πάνε και τ’ άλλα’’. [Να δώσω] το παράδειγμα. Τριών χρονών παιδί! Και λέω μπρος. Πρώτο το δικό μου. Τους στέλνω το παιδί, μικρό. Μετά δέχτηκαν κι οι άλλοι…».
Την ευθύνη για τη συγκέντρωση των παιδιών είχαν τα εκλεγμένα όργανα της λαϊκής εξουσίας στις ελεύθερες περιοχές. Λίγο αργότερα, το Μάιο του 1948, ιδρύθηκε η «Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί» (ΕΒΟΠ) η οποία ανέλαβε την επίβλεψη και το συντονισμό της όλης επιχείρησης. Η οργάνωση ήταν υπεύθυνη για τη συγκέντρωση, μεταφορά, εγκατάσταση και οργάνωση της ζωής των παιδιών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τον πλήρη έλεγχο της ΕΒΟΠ είχε η ηγεσία του ΚΚΕ.
Η επιβεβαίωση ήρθε και από τις ανατολικές χώρες. Το γιουγκοσλαβικό πρακτορείο ειδήσεων Tanjug ανήγγειλε ότι στο συνέδριο των κομμουνιστικών νεολαίων των βαλκανικών κρατών, που έλαβε χώρα στο Βελιγράδι στις αρχές Μαρτίου, μετά από εισήγηση του έλληνα αντιπροσώπου αποφασίστηκε όπως 12.000 Ελληνόπαιδες, που διέμεναν στις περιοχές που ελέγχονταν από το Δημοκρατικό Στρατό, να φιλοξενούνταν και να συνέχιζαν τις σπουδές τους σε διάφορα βαλκανικά κράτη μέχρι το πέρας των εχθροπραξιών στην Ελλάδα. Εφημερίδες του Βελιγραδίου, της Σόφιας και της Βουδαπέστης χαιρέτισαν το γεγονός, ενώ ο Ούγγρος υφυπουργός Εξωτερικών και Πληροφοριών παραδέχθηκε ότι η χώρα του προσέφερε άσυλο σε μικρό αριθμό Ελληνοπαίδων.
Τα ραδιόφωνα της Αλβανίας, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας μετέδιδαν πως η φιλοξενία των παιδιών ήταν ανθρωπιστική πράξη και στόχευε στη διάσωσή τους από τον πόλεμο και το λιμό. Το αλβανικά μέσα, ισχυρίζονταν ότι οι Ελληνόπαιδες εισήλθαν αυτοβούλως στο αλβανικό έδαφος για να αποφύγουν τη φασιστική τρομοκρατία της κυβέρνησης των Αθηνών, ενώ διατείνονταν ακόμη ότι ο θόρυβος δημιουργείτο εσκεμμένα από Έλληνες δημοσιογράφους, ως αντιπερισπασμό για την κάλυψη των ενεργειών των Ελληνικών Εθνικών Δυνάμεων εις βάρος της ακεραιότητας της Αλβανίας33. Λίγες μέρες αργότερα, από ραδιοσταθμό των Τιράνων, ανακοινώθηκε η ίδρυση δύο παιδικών εστιών για τη στέγαση 300 παιδιών ενώ αναμένονταν ακόμη 60. Μέχρι τις αρχές Απριλίου στη χώρα είχαν αφιχθεί 2000 παιδιά, ενώ τον ίδιο αριθμό αποφάσισε να δεχθεί στην Τσεχοσλοβακία ο ελληνοτσεχοσλοβακικός σύνδεσμος.
Η χρονική στιγμή που λήφθηκε η απόφαση για τη μετακίνηση παιδιών ενδεχομένως να μην ήταν τυχαία. Το 1948 υπήρξε η πιο κρίσιμη χρονιά στην εμφύλια αναμέτρηση, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο36. Ο εμφύλιος είχε μπει στην τελική του φάση και ανάμεσα στους στόχους του ΚΚΕ για το έτος ήταν ο διπλασιασμός της δύναμης του ΔΣΕ. Χρόνιο και βασικό πρόβλημα του Δημοκρατικού Στρατού ήταν η δημιουργία εφεδρειών, αφού η μη έγκαιρη συνειδητοποίηση του ρόλου και της αναγκαιότητας ύπαρξης τους αλλά και οι λανθασμένοι χειρισμοί που ακολούθησαν αποδείχτηκαν μοιραίοι για την έκβαση του πολέμου. Αν και η μεγάλη ευκαιρία του 1946 για δημιουργία στρατηγικών εφεδρειών των 40.000 περίπου μαχητών – πριν ακόμη ο κυβερνητικός στρατός ολοκληρώσει τη μεταφορά του ορεινού πληθυσμού – πήγε χαμένη, υπήρχαν ακόμη δυνατότητες για δημιουργία μικρότερων εφεδρειών. Στα πλαίσια αυτών των δυνατοτήτων εντασσόταν ο νόμος υπ’ αριθμό 7 που έλαβε ο Δημοκρατικός Στρατός στις 10 Φεβρουαρίου 1948 για την επιστράτευση γυναικών. Οι γυναίκες πιστευόταν ότι μπορούσαν να δώσουν μερική λύση στο πρόβλημα του έμψυχου δυναμικού. Ο συγκεκριμένος νόμος έδωσε την ευκαιρία στο εχθρικό στρατόπεδο να ομιλεί για βίαιη απαγωγή παιδιών με σκοπό την αποδέσμευση των γυναικών από οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση και την πλήρη αφοσίωσή τους στον ΔΣΕ. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν τελείως άστοχος: στην αντάρτικη εφημερίδα Εξόρμηση, στις 15 Μαρτίου, δημοσιευόταν η ανακοίνωση του υπουργείου Εσωτερικών για τη μεταφορά των παιδιών και στην ίδια σελίδα μια μάνα φαινόταν να δηλώνει:

 «έχω τέσσερα παιδιά. Θα τα στείλω όλα. Και θα πάω να πολεμήσω κι εγώ με το ΔΣΕ».

Η εφαρμογή πάντως του υπ’ αριθμό 7 νόμου υπήρξε αρκετά αποτελεσματική αφού μέσα στο 1948 η γυναίκα έγινε βασικό συστατικό στοιχείο του Δημοκρατικού Στρατού.
Λίγες μέρες αργότερα, η Εξόρμηση, στο φύλλο της 1ης Απριλίου, ανέφερε πως  

«ζώα και κάρρα γεμάτα παιδάκια, ολόκληρες φάλαγγες από μικρά παιδιά βαδίζουν προς διάφορες κατευθύνσεις.  Μερικά περπατούν. Άλλα είναι πάνω στα ζώα. Οι ίδιες οι μάνες συνόδεψαν τα παιδιά τους σε μεγάλη απόσταση. Τ’ αποχαιρέτισαν μ’ ένα δάκρυ μητρικού πόνου και μ’ ένα απέραντο μίσος ενάντια στους αγγλοαμερικανούς καταχτητές και τους μοναρχοφασίστες, που δεν τις άφησαν να χαρούν τα παιδιά τους».

Τα τότε μικρά παιδιά περιγράφουν αυτή την πορεία ως την πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής τους. Το πέρασμα στο Γράμμο ήταν πολύ δύσκολο: τα παιδιά, ξυπόλυτα, δε μπορούσαν να περπατήσουν στο ανώμαλο και δύσβατο έδαφος των βουνών και οι γυναίκες αναγκάζονταν να τα κουβαλούν. Τη μέρα οι ομάδες προσπαθούσαν να κρυφτούν σε δασωμένες περιοχές για να ξεκινήσουν και πάλι με τη δύση του ήλιου την πορεία τους. Άνθρωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και όποτε κρινόταν αναγκαίο και τμήματα του ΔΣΕ συνόδευαν τις φάλαγγες μέχρι τα σύνορα της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας. Το δύσκολο ταξίδι και το κρύο άφηναν εμφανή τα σημάδια τους: όταν έφταναν στις χώρες υποδοχής τα παιδιά έκλαιγαν, ήταν φοβισμένα, ακάθαρτα, με κουρελιασμένα ρούχα και οι γυναίκες ήταν γεμάτες μώλωπες, υπήρχαν όμως και παιδιά που δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους.
Η πλειοψηφία των παιδιών προερχόταν από τις βόρειες επαρχίες της χώρας, όπου οι πολεμικές συγκρούσεις είχαν πάρει μεγαλύτερη έκταση και ένταση αλλά και γιατί η μεταφορά στο εξωτερικό ήταν πιο εύκολη, καθώς οι περιοχές αυτές ήταν κοντά στα σύνορα τα οποία ελέγχονταν από το ΔΣΕ. Σε μικρότερη κλίμακα μετακινήθηκαν παιδιά από τη Νότια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη.
Ο αριθμός των παιδιών που μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες είναι ανέφικτο να οριστεί με ακρίβεια και ποικίλλει αναλόγως με την πηγή, ενώ η συνεχής κινητικότητα των παιδιών είχε ως αποτέλεσμα η ίδια πηγή να δίνει διαφορετικούς αριθμούς σε διαφορετικό χρόνο. Ο αριθμός γνώρισε μεγάλες διακυμάνσεις, ενδεικτικό της αβεβαιότητας, της σύγχυσης αλλά και της υπερβολής που επικράτησε τον πρώτο καιρό, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις χώρες του εξωτερικού. Αρχικά, οι εφημερίδες, με βάση πληροφορίες του ραδιοφωνικού σταθμού των ανταρτών, δημοσίευσαν ότι ο αριθμός των παιδιών που θα μετακινούνταν ανερχόταν στις 7.000, ενώ αργότερα η ίδια πηγή ανέβασε τον αριθμό στις 50.000, για να φτάσει τελικά στον αριθμό των 80.000 παιδιών. Ο Γεώργιος Μανούκας, πρώην Γενικός Επιθεωρητής του «παιδομαζώματος», υποστήριξε αργότερα ότι το σχέδιο προέβλεπε τη μεταγωγή 50.000 παιδιών.
Ο Ερυθρός Σταυρός, στα τέλη Νοεμβρίου, αποκάλυψε ότι περισσότερα από 28.000 παιδιά απεστάλησαν από τους κομμουνιστές στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Σύμφωνα με τη διεθνή οργάνωση 11.000 παιδιά βρίσκονταν στη Γιουγκοσλαβία, 6.600 στη Βουλγαρία, 3.800 στη Ρουμανία, 3.000 στην Ουγγαρία, 2.200 στην Τσεχοσλοβακία και 2.000 στην Αλβανία. Σύμφωνα με τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, ο ΔΣΕ «απήγαγε» 12.941 παιδιά χωρίς τους γονείς τους και 721 με τους γονείς τους, ενώ 12.248 διέσχισαν τα σύνορα με τις οικογένειές τους. Το Φθινόπωρο του 1950, σύμφωνα με το Βασίλη Μπαρτζιώτα, το σύνολο των παιδιών στις κομμουνιστικές χώρες – συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Γερμανίας – εκτός της Γιουγκοσλαβίας ανερχόταν στις 17.092.
Από την πλευρά του, το ΚΚΕ διαφωνεί με τον αριθμό των 28.000 και υποστηρίζει ότι τα παιδιά που μετατοπίστηκαν φτάνουν τις 25.000. Είναι πάντως γενικά αποδεκτό πως ο κύριος όγκος των παιδιών μετακινήθηκε στο διάστημα των εννέα μηνών και το «παιδομάζωμα» προς τα τέλη του 1948 περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό. Οι μεταγωγές συνεχίστηκαν αλλά σε πολύ μικρή κλίμακα μέχρι το τέλος της εμφύλιας αναμέτρησης.
Στο ερώτημα αν το «παιδομάζωμα» αποτελούσε μια απλή αρπαγή αθώων παιδιών ή μια καλά μελετημένη πολιτική επιχείρηση με προπαγανδιστική προεργασία και ευρεία προοπτική, η ελληνική κυβέρνηση συνηγορούσε σαφέστατα υπέρ του δεύτερου. Πεποίθηση της Αθήνας ήταν πως οι αντάρτες, με την απαγωγή και κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στόχευαν στην αλλοίωση των εθνικών χαρακτηριστικών της χώρας. Εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι το «παιδομάζωμα» διενεργείτο βάσει συστηματικού σχεδίου με σκοπό την εξόντωση της νεολαίας, όπως προέκυπτε από τις εκθέσεις των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της Μακεδονίας56. Εκτός όμως από τον παραλληλισμό με το γενιτσαρισμό της σουλτανικής Τουρκίας, το «παιδομάζωμα» παρομοιάστηκε και εξισώθηκε και με τα ναζιστικά εγκλήματα, των οποίων οι οδυνηρές συνέπειες ήταν ακόμη νωπές στις μνήμες των λαών. Η μέθοδος αυτή αποτελούσε «την χειροτέραν μορφήν της πολιτικής κτηνωδίας», αποκάλυπτε τον ηθικό θάνατο των συμμοριτών και γύριζε τη χώρα εκατοντάδες χρόνια πίσω.
Οι στόχοι των ελλήνων κομμουνιστών πολλοί, σύμφωνα με τους αντιπάλους. Καταρχάς το μέτρο αποσκοπούσε στο «φυλετικό και πολιτιστικό εξανδραποδισμό του ελληνικού λαού». Ο κίνδυνος αφελληνισμού των παιδιών και ο εκσλαβισμός τους, αποτέλεσε επαναλαμβανόμενο μοτίβο στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων. Το «παιδομάζωμα» παρουσιάστηκε ως επινόηση της σλαβικής ηγεσίας του διεθνούς κομμουνισμού, που επιτελέσθηκε με πρωτοφανή ευσυνειδησία των συμμοριτών του ΚΚΕ.
Η εξήγηση πως οι αντάρτες χρησιμοποίησαν τα παιδιά ως ένα είδος εχεγγύου προς άσκηση πιέσεως στους γονείς για να συνδράμουν στον αγώνα του ΔΣΕ φαίνεται να είναι πιο πειστική από την πρώτη κατηγορία. Ο Χρήστος Κυριαζόπουλος ή Κυριαζόφσκι, Σλαβομακεδόνας πολιτικός πρόσφυγας, υποστηρίζει ότι «η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΔΣΕ υπολόγιζε με την ‘‘εκκένωση’’ να λύσει ως ένα βαθμό το πιεστικό πρόβλημα των εφεδρειών του ΔΣΕ, επειδή η μεταγωγή των παιδιών αναμενόταν να  απελευθερώσει τους γονείς από τη φροντίδα των και να διευκολύνει την κατάταξή τους στις μονάδες του ΔΣΕ». Λύση στο πρόβλημα θα έδιναν και τα ίδια τα παιδιά, αφού η δεξιά ισχυριζόταν ότι το «παιδομάζωμα» απέβλεπε στη δημιουργία μάχιμων εφεδρικών ομάδων έτοιμων να ενταχθούν στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι κατηγορίες αυτές δεν ήταν αβάσιμες. Μαρτυρίες μαχητών του ΔΣΕ επιβεβαιώνουν ότι πράγματι συγκεντρώθηκαν παιδιά ηλικίας 14-16 ετών τα οποία εκπαιδεύτηκαν είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό και στη συνέχεια πήραν μέρος σε μάχες, γεγονός που καταγράφηκε και στην έκθεση της UNSCOB της 5ης Μαΐου 1949 στην οποία αναφερόταν ότι τα παιδιά μόλις φτάσουν την ηλικία των 16 ετών επιστρέφουν στην Ελλάδα από τις χώρες που φιλοξενούνται για να ενταχθούν στις τάξεις του ΔΣΕ. Υπήρχαν και οι περιπτώσεις, πάλι σύμφωνα με μαρτυρίες ανταρτών, που τα παιδιά δεν στάλθηκαν καθόλου στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά μετά τη συγκέντρωση τους έγινε διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτά που ήταν κατάλληλα για μάχιμη δράση και σε αυτά που θα στέλνονταν στις βόρειες χώρες.
Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η οπτική από την οποία εξετάζουν το ζήτημα της επιστράτευσης των παιδιών κάποια στελέχη του ΔΣΕ:

«Έτσι το πρόβλημα της αύξησης των μαχητικών δυνάμεων του στρατού μας παρέμενε οξύτατο. Όταν το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο, το Γενικό Αρχηγείο (ΓΑ) του ΔΣΕ αναγκάστηκε να βρει νέους μαχητές ανάμεσα στα παιδιά που είχαν βγει στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ήταν ένα αναγκαίο κακό. Το ‘‘δίκαιο’’ της επανάστασης δικαιώνει εκείνη την ενέργεια».

Οι παραδοχές αυτές δεν αφήνουν αμφιβολίες για τις ευθύνες της ΠΔΚ και σαφώς υπονομεύουν εν μέρει την αξιοπιστία του βασικού επιχειρήματος της, ότι δηλαδή απομάκρυνε τα παιδιά από την Ελλάδα για να τα σώσει από τον πόλεμο. Δεν πιστεύω ωστόσο ότι μπορούμε να υποθέσουμε πως αποκλειστικός στόχος της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν να δημιουργήσει ένα έμπιστο εφεδρικό δυναμικό ανάμεσα στα ελληνόπουλα που διαπαιδαγωγούνταν στις όμορες χώρες κάτω από τη δική της καθοδήγηση.
Ακόμη, η ελληνική κυβέρνηση κατηγορούσε την ΠΔΚ πως με την επιχείρηση απομακρύνσεως των παιδιών στόχευε στην αποδυνάμωση των ακριτικών περιοχών, στην εξάρθρωση των καλλιεργειών – στο βαθμό που αυτές εξαρτιόνταν από τα μικρά παιδιά – με απώτερη συνέπεια την οικονομική δυσπραγία αυτών των περιοχών, στην τρομοκράτηση των κατοίκων της υπαίθρου και στην κάμψη του ηθικού τους, αλλά και στην κατάδειξη της αδυναμίας του ελληνικού κράτους να προσφέρει τη στοιχειώδη προστασία στην παιδική ηλικία, σε αντίθεση με τη Ρωσία και τους δορυφόρους της, αίροντας έτσι την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην κυβέρνησή τους.
Στην αντίπερα όχθη, οι λόγοι που επέβαλαν την εφαρμογή του μέτρου σύμφωνα με την αριστερά, ήταν αρκετά διαφορετικοί. Πρώτα πρώτα τίθετο θέμα προστασίας των παιδιών των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ και των πολιτικών στελεχών του ΚΚΕ. Η ερήμωση της υπαίθρου και τα συνεπακόλουθα επισιτιστικά προβλήματα είχαν ως συνέπεια τα παιδιά να υποφέρουν από τις στερήσεις και την πείνα. Εκτός όμως από τη διατροφή, δύσκολη ήταν και η παροχή ειδικής περίθαλψης και φροντίδας που είχε ανάγκη η παιδική ηλικία. Η γενίκευση των βομβαρδισμών του εθνικού στρατού και η γειτνίαση με τις ζώνες επιχειρήσεων εμπεριείχαν πολλούς κινδύνους και τα παιδιά έπρεπε επειγόντως να μετακινηθούν από τις εκτεθειμένες στον εμφύλιο περιοχές. Τελευταίο επιχείρημα, αλλά όχι αμελητέο, ήταν η διαταγή της Φρειδερίκης να μεταφερθούν τα παιδιά των παραμεθόριων περιοχών στις παιδοπόλεις που ίδρυσε ο Έρανος Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος. Ως εκ τούτου, μόνη λύση για τη σωτηρία των απροστάτευτων από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της καμένης γης παιδιών ήταν η μεταγωγή τους εκτός ελληνικών συνόρων, η οποία χαρακτηρίστηκε ως μέτρο φιλανθρωπικής άμυνας.
Οι αντάρτες παρουσίασαν το «παιδομάζωμα» ως εκούσια χειρονομία του ελληνικού λαού, ο οποίος παρέδιδε οικειοθελώς τα παιδιά του για να τα προστατεύσει από τους διάφορους κινδύνους. Η μεταφορά των παιδιών δεν έγινε μόνο με τη συγκατάθεση αλλά και με την πρωτοβουλία των γονέων. Υποστήριζαν ότι μετακινούσαν «όλα τα παιδιά των ανταρτοκρατουμένων περιοχών, ανεξαρτήτως των πολιτικών πεποιθήσεων των οικογενειών τους», επιθυμώντας έτσι να δείξουν ότι μέριμνά τους ήταν η διάσωση όλων των παιδιών της Ελλάδας ανεξαρτήτως των φρονημάτων της οικογένειας τους, καταδεικνύοντας παράλληλα την αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να παρέχει προστασία ακόμη και στους υποστηρικτές της, παρόλο που στις μέρες μας διατυπώνεται η θέση πως οι γονείς των παιδιών αυτών στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού ή μέλη Δημοκρατικών Οργανώσεων.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως ακόμα και από συγγραφείς της αριστεράς είναι αποδεκτό ότι έγιναν και βίαιες μετακινήσεις παιδιών. Αυτές οι υπερβολές, οι αυστηρότητες και οι ακρότητες στην εφαρμογή του μέτρου «το έδειχναν ‘‘γενιτσαρικό’’, ενώ έπρεπε να είναι μόνο προαιρετικό» και παρείχαν στους αντιπάλους ισχυρά προπαγανδιστικά όπλα. Τα περιστατικά ακούσιας μεταφοράς παιδιών χαρακτηρίζονται ως εξαιρέσεις και δε μπορούν να κρίνουν την αναγκαιότητα και ορθότητα του μέτρου. Η κακή εφαρμογή της διαταγής σε κάποιες περιπτώσεις θεωρείται αναμενόμενη ή και φυσιολογική όταν πρόκειται για έναν αριθμό της τάξης των 25.000-28.000 παιδιών αλλά και γιατί οι μετακινήσεις πραγματοποιήθηκαν σε περίοδο εμφύλιου σπαραγμού και αποδίδεται κυρίως στην αδυναμία της ανώτατης διοίκησης του ΔΣΕ να ελέγξει το σύνολο των μαχητών του.

Απόσπασμα από την ομώνυμη
μεταπτυχιακή αυτής εργασίαν
στο ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Πάνδημος - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Παντείου Πανεπιστημίου 







DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him