Η διδασκαλία της λογοτεχνίας



Τα λογοτεχνικά κείμενα που διδάσκονται στη μέση εκπαίδευση δίνουν την ευκαιρία στους μαθητές να έρθουν σ' επαφή με την πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
Το κέρδος απ' αυτή την προσέγγιση είναι ότι τροφοδοτείται ο προβληματισμός των νέων γύρω από διαχρονικές αξίες και θέματα που ψηλαφίζει ο καθένας λογοτέχνης. Με τη συστηματική μελέτη δίνεται η δυνατότητα προσέγγισης ενός κειμένου από πολλές οπτικές γωνίες και έκφρασης της προσωπικής θέσης σε ζητήματα που αφορούν κατά βάση στην κοινωνία.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν πεζά και στίχους τόσο θα αποδεικνύεται η υγιής σκέψη της ανθρωπότητας.
Η λογοτεχνία δεν καταγράφει και μεταδίδει απλά προσωπικές και ιστορικές γνώσεις αλλά απαιτεί τη συγκινησιακή και βιωματική συμμετοχή του αναγνώστη, δηλαδή να έχει σε ετοιμότητα τις συναισθηματικές και διανοητικές του δυνάμεις.

 
Ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι ικανό από μόνο του να συνεπαίρνει τον αναγνώστη και να τον μεταφέρει σ' άλλους κόσμους. Ο στόχος του λογοτέχνη, όπως δηλώνει ο σύγχρονος συγγραφέας Κρίστοφερ Χόουπ "δεν είναι ν' αλλάξει τον κόσμο αλλά να τον υπονομεύσει". Αυτή η δήλωση - ομολογία είναι πραγματικά χαρακτηριστική για το ποιος είναι ο στόχος της λογοτεχνίας και η θέση της στη ζωή του ανθρώπου: να τον κάνει να σκεφτεί διαφορετικά, να του υπενθυμίσει και να τον μυήσει στις μεγάλες αλήθειες της ζωής που ίσως να βρίσκονται βαθιά καταχωνιασμένες στο υποσυνείδητό του.
Η ομορφιά της λογοτεχνίας είναι ακριβώς αυτή: ν' ανακαλύψεις πίσω από ωραίες εκφράσεις και λόγια τη σκληρή αλήθεια που έχει χαθεί μεταξύ κενών ρητορισμών απ' όσους διαθέτουν δημόσιο λόγο και εικονικής πραγματικότητας των μέσων ενημέρωσης. Ο κουρνιαχτός που σηκώνει ο θόρυβος των μεγαλοστομιών και των υπερβολών εμποδίζει τον άνθρωπο να δει τα αυτονόητα και να κάνει ενδοσκόπηση του εσωτερικού του εαυτού.
Η λογοτεχνία βοηθά στο να διαμορφώσει ο άνθρωπος το δικό του αξιακό σύστημα, τη δική του κοσμοθεωρία, το προσωπικό "σενάριο" ζωής.
Η ανάγνωση και ανάλυση της λογοτεχνίας όμως, δεν είναι εύκολη. Η δυσκολία κατανόησης ενός λογοτεχνικού έργου έχει πολλές παραμέτρους και αφορά τόσο τον διδάσκοντα όσο και τον διδασκόμενο.
Ο διδάσκων φιλόλογος βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα για το πως πρέπει να διδάξει ένα λογοτεχνικό έργο παίζοντας ουσιαστικά το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη - μαθητή.
Η εξέταση και η αξιολόγηση του μαθήματος στο σχολείο επιβάλλει την εκμάθηση κάποιων τεχνικών μάθησης και συγκεκριμένων στρατηγικών προσέγγισης που θα οδηγήσουν στην όσο το δυνατόν υψηλότερη βαθμολογία.
Έτσι, όμως εξαιτίας αυτής της σκοπιμότητας μπορεί να "σκοτωθεί" η ουσία της λογοτεχνίας. Γιατί αν το μάθημα μπαίνοντας στην "Προκρούστεια κλίνη" των εξετάσεων, γίνει αυτοσκοπός μόνο για την αποκόμιση υψηλού βαθμού τότε η διδασκαλία όχι μόνο χάνει το νόημά της αλλά και αμφισβητείται η ίδια και οι στόχοι που θέτει.
Τότε το μάθημα γίνεται ακατανόητο και ανιαρό, όπως έλεγε και ο Οδυσσέας Ελύτης: "Παιδάκι θυμάμαι δεν μου πολυμιλούσε η ποίηση. Από τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα είχα μείνει με την αόριστη εντύπωση ότι δεν πρόκειται παρά για ένα ανιαρό και φλύαρο ρυθμοκόπημα. Τα ποιήματα χρησίμευαν για να μιλάνε τα βουνά ή τα ποτάμια και να λεν κοινοτοπίες".
Η άλλη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο διδάσκων είναι το ζήτημα της υποκειμενικότητας της ερμηνείας της λογοτεχνίας. Υπάρχει μόνο μια ερμηνευτική άποψη ή πολλές; Ποιος κρίνει ποια είναι η περισσότερο σωστή;
Είναι όλες οι απόψεις σωστές εφόσον τεκμηριωθούν σωστά;
Όλα αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα ανάγονται στο κύριο ερώτημα για το αν η λογοτεχνία μπορεί να διδαχθεί. Αυτό το "υπαρξιακό" ερώτημα μπορεί να απαντηθεί αν λάβουμε υπόψη ότι ένα λογοτεχνικό έργο γράφεται για ν' αναγνωσθεί από τους αναγνώστες και να εκτεθεί στη δημόσια κριτική. Επομένως, θα υπάρξει μια επικοινωνία του πομπού - συγγραφέα και του δέκτη - αναγνώστη και ποικίλες ερμηνείες, δηλαδή θα έχει διαμορφωθεί το κατάλληλο περιβάλλον για την ανάλυση του κύριου και των επιμέρους νοημάτων του κειμένου.
Από την άλλη πλευρά η λογοτεχνία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μάθημα που οδηγεί στη γνώση με την τεχνοκρατική έννοια του όρου. Η λογοτεχνία δεν συνιστά συγκεκριμένη, έτοιμη και μετρήσιμη γνώση που μεταδίδεται και αξιολογείται στο τέλος. Αντίθετα, προάγει τη γενική γνώση "εκμαιεύοντας" από τον αναγνώστη τις αντιλήψεις και τα συναισθήματά του, τον οδηγεί στο σκοτεινό "λαβύρινθο" της ύπαρξής του ρίχνοντας κάποιες αχτίδες φωτός.
Η αντιμετώπιση των παραπάνω δυσκολιών προϋποθέτει την ενεργητική συμμετοχή του μαθητή - αναγνώστη με την κατάλληλη καθοδήγηση του διδάσκοντα - διαμεσολαβητή.
Και οι δύο είναι απαραίτητο να έχουν στο μυαλό τους τούτο: ότι το τυπωμένο κείμενο δεν εκπέμπει από μόνο του κανένα μήνυμα αλλά χρειάζεται σωστή εκφορά και προφορά που θα οδηγήσει κατευθείαν στην ουσιαστική πρόσληψη του νοήματός του. Νωρίτερα πρέπει κανείς να έχει μπει για τα καλά στο "πετσί" του κειμένου, να έχει κατανοήσει και συγκινηθεί από το περιεχόμενο και τη μορφή του.
Πόσο επιτυχημένη όμως, μπορεί να είναι η διδασκαλία ενός λογοτεχνικού κειμένου όταν προκαλεί συγκίνηση στον αναγνώστη που ζει μέσα σ' έναν κόσμο που στο σύνολό του παραμένει ασυγκίνητος και παραδομένος στη μαγεία της εικόνας;
Εξαρτάται από το αν η ίδια η τέχνη της λογοτεχνίας "αφουγκράζεται" τις κοινωνικές διεργασίες και τα κοινωνικά προβλήματα και τα μετουσιώνει σε λόγο. Αυτό δε σημαίνει ότι η λογοτεχνία αναπαράγει την πραγματικότητα αλλά αποτελεί έναν "αυτόνομο κόσμο" με άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο κοινωνικό περιβάλλον.
Η διδασκαλία της λογοτεχνίας θα αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο αν κατανοηθεί ότι η λογοτεχνία δεν εξυπηρετεί άλλους σκοπούς παρά μόνο τη "μύηση" διδάσκοντα και διδασκόμενου σ' έναν κόσμο μακριά αλλά όχι ξένο προς την πραγματικότητα.

του Ευθυμίου Κουφογιάννη
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him