Ἡ Κοινωνία τῆς μεσοβυζαντινῆς Κωνσταντινούπολης




του Cheynet Jean-Claude
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη







ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μετά τον τελευταίο λοιμό του 747, η Κωνσταντινούπολη σταδιακά κατοικείται εκ νέου, για να ξαναγίνει μια δραστήρια μεγαλούπολη το 10ο με 12ο αιώνα. Συνιστά το επίκεντρο της ανώτερης διοίκησης μιας ολοένα και περισσότερο συγκεντρωτικής αυτοκρατορίας. Πλήθος τεχνιτών και εμπόρων κατοικούν εκεί και καλύπτουν τις ανάγκες του αυτοκράτορα, της οικογένειάς του και της αυλής, καθώς και του τεράστιου πληθυσμού της πρωτεύουσας. Η πρωτεύουσα γίνεται πόλος έλξης για πλήθος ξένων, εμπόρων, προσκυνητών, στρατιωτών, που αρχικά έρχονταν από τον Καύκασο και στη συνέχεια από τη λατινική Δύση. Ο πλούτος της διέγειρε τη λαχτάρα και οδήγησε στην άλωσή της από τους Λατίνους το 1204.




1. Εισαγωγή


Μετά την απώλεια των ανατολικών επαρχιών, η Κωνσταντινούπολη απέμεινε η μόνη «μεγαλούπολη» της Αυτοκρατορίας, γεγονός που της προσέδωσε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφενός λόγω του όγκου της απαιτούμενης προμήθειας τροφών και αφετέρου εξαιτίας της συγκέντρωσης του πλούτου που αποκόμιζε χάρη στους φόρους. Ο πλούτος αυτός συσσωρευόταν, προκαλώντας το θαυμασμό και ενίοτε το φθόνο των ξένων που διέμεναν σε αυτήν. Η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης δε βγήκε αλώβητη από την κρίση που βίωσε κατά την παραμονή των εχθρικών στρατευμάτων μπροστά από τα τείχη σε τρεις επιθέσεις ανάμεσα στα έτη 626[1] και 718[2], καθώς ο πληθυσμός μειώθηκε κατά δραματικό τρόπο μέσα σε δύο αιώνες. Οι πιο φτωχοί, εκείνοι που δε διέθεταν προμήθειες σε τρόφιμα, έπρεπε να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα. Φαίνεται ωστόσο (αν και οι σχετικές πηγές είναι λίγες) πως η παλιά συγκλητική[3] αριστοκρατία, ενδυναμωμένη από όσους έρχονταν από τις επαρχίες αναζητώντας καταφύγιο, διατηρήθηκε. Ενδεικτική επ’ αυτού είναι μια αναφορά που βρίσκουμε στο Θεοφάνη: ο χρονογράφος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Φιλιππικός, ύστερα από μια εντυπωσιακή πομπή μέσα στην πρωτεύουσα, ήθελε να καλέσει σε γεύμα τους πολίτες των παλαιών οικογενειών, φράση που δεν μπορεί παρά να υποδεικνύει την παραδοσιακή αριστοκρατία[4].1

Μετά το τέλος της επιδημίας της πανώλης, το 747, η πόλη ανέκτησε τη δημογραφική ευρωστία της. Ο πληθυσμός της παρουσίαζε ποικίλη κοινωνική διαστρωμάτωση, διότι η πρωτεύουσα προσέλκυσε τόσο τους αριστοκράτες των επαρχιών όσο και τους πιο φτωχούς που ήλπιζαν να ζήσουν υπό την προστασία των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων[5]. Περί το 750 η πρωτεύουσα αριθμούσε λιγότερους από 100.000 κατοίκους ή ίσως και λιγότερους από 50.000, ενώ επί Κομνηνών[6] ο πληθυσμός της υπολογιζόταν σε χιλιάδες, ίσως και 400.000, εάν πιστέψουμε το Βιλεαρδουίνο, το Λατίνο χρονικογράφο της Δ΄ Σταυροφορίας.2

Ο πληθυσμός αποτελούνταν από ποικίλα κοινωνικά στρώματα: ο κόσμος του Παλατιού, ο κύκλος των τεχνιτών και των εμπόρων, οι ξένοι, ο αριθμός των οποίων ολοένα αυξανόταν, και τέλος το πλήθος του λαού.

2. Ο κόσμος του Παλατιού


Μέσα σε μια αυτοκρατορία τόσο συγκεντρωτική όσο το Βυζάντιο, η κυβέρνηση συσσώρευε στην πρωτεύουσα τα πλούτη που αντλούνταν από τη φορολογία των επαρχιών και περιβαλλόταν από μια διοίκηση που αυξανόταν συνεχώς αριθμητικά, τουλάχιστον για τα δεδομένα ενός μεσαιωνικού κράτους.

Στις υπηρεσίες και τα σεκρέτα του κρατικού μηχανισμού στην Κωνσταντινούπολη απασχολούνταν πολλοί αξιωματούχοι, συχνά με εξαιρετική μόρφωση και δεινότητα στην τέχνη της γραφής και στη ρητορική, κατάρτιση την οποία αποκτούσαν στις σχολές της πρωτεύουσας. Μόνο μια μειονότητα είχε πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση και η ελίτ αυτή έμπαινε στην υπηρεσία των αυτοκρατόρων. Οι πιο τεχνικές γνώσεις, όπως αυτές των αξιωματούχων στο δημόσιο ταμείο, αποκτιόνταν με την εμπειρία. Ο τρόπος που στελεχώνονταν οι υπηρεσίες, που προσεγγίζει σε αυτό που θα αποκαλούσαμε νεποτισμό, διευκόλυνε την απόκτηση αυτών των γνώσεων: όταν κάποιος εξέχων εκπρόσωπος μιας οικογένειας καταλάμβανε κάποια σημαντική θέση, ευνοούσε την επιλογή και την προώθηση νεοτέρων μελών της οικογένειας και τους μετέδιδε την εμπειρία του.

Από τον 11ο αιώνα οι οικογένειες με παράδοση σε αξιώματα της κρατικής διοίκησης εμφανίζονται πλέον και καταλαμβάνουν κορυφαίες θέσεις στην εκκλησιαστική ιεραρχία.3 Το πιο τρανό παράδειγμα είναι εκείνο της οικογένειας των Χρυσοβεργών, που κατείχαν ταυτόχρονα υψηλά πολιτικά αξιώματα και σημαίνουσες θέσεις στην Εκκλησία, εκ των οποίων αρκετοί διατέλεσαν πατριάρχες, αλλά μπορούμε επίσης να προσθέσουμε τους Καματηρούς, που κατόρθωσαν να εδραιώσουν ένα δίκτυο συγγενειών που μεταφράζονταν σε πολιτική ισχύ, μέσω επιγαμιών με τους Κομνηνούς, τους Καταφλώρους, τους Σερβλίους κ.ά.

Μετά την αποτυχία των μεγάλων στάσεων εναντίον του Βασίλειου Β΄[7], οι κυριότερες οικογένειες[8] των επαρχιών, όπως οι Σκληροί[9], οι Κομνηνοί, οι Δαλασσηνοί[10], άρχισαν να εγκαθίστανται στην αυλή, η οποία γίνεται πλέον το κέντρο από το οποίο αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους. Η βάση τους ήταν η Κωνσταντινούπολη, αλλά μετέβαιναν στην επαρχία για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, τουλάχιστον στην αρχή της σταδιοδρομίας τους. Είναι η εποχή της απόλυτης ισχύος των κριτών, οι οποίοι προέρχονταν από τις οικογένειες που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου έκαναν τις σπουδές τους. Κατά τις επισκέψεις τους στις διάφορες επαρχίες νοσταλγούσαν τις ανέσεις της πρωτεύουσας. Γνωρίζουμε τη σταδιοδρομία ορισμένων από αυτούς, όπως, για παράδειγμα, του Πέτρου του Γυμνού, που ήταν κριτής Λυκάνδου, Μελιτήνης, Ποδάνδου, Ταρσού, Σελεύκειας, Θρακησίων.4

Κατά την περίοδο αυτή της οικονομικής ευμάρειας, τα δημοσιονομικά αξιώματα, τα οποία οι κρατικοί αξιωματούχοι μονοπωλούσαν, πρόσφεραν τη δυνατότητα πλουτισμού σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε οικογένειες με παράδοση σε στρατιωτικά αξιώματα στρέφονταν πλέον προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο, ο κίνδυνος της αποτυχίας δεν εξέλιπε ποτέ: ορισμένοι φοροεισπράκτορες καταστράφηκαν, καθώς απέτυχαν να συγκεντρώσουν τα ποσά που αντιστοιχούσαν στο φόρο που είχαν δεσμευτεί να εισπράξουν. Εντούτοις, οι οικογένειες που συνδέονταν με τους αυτοκρατορικούς κύκλους εξασφάλιζαν τον πλούτο που τους επέτρεπε να ζουν μέσα στην πολυτέλεια. Αυτές οι οικογένειες διεξήγαν το εμπόριο ειδών πολυτελείας, επενδύοντας σε πολύτιμα αντικείμενα και ακριβά υφάσματα. Οι πιο επιφανείς αριστοκράτες διέθεταν, σε μικρότερη κλίμακα, αυλή παρόμοια με αυτήν του αυτοκράτορα και, όπως εκείνος, εμπιστεύονταν τη φύλαξη του ιδιωτικού χώρου τους σε ευνούχους.

Ο κόσμος του Παλατιού αποτελούσε μια πόλη μέσα στην Πόλη. Χιλιάδες υπηρέτες φρόντιζαν μια αυλή πολυάριθμη, απαιτητική και εκλεπτυσμένη. Αυτό που έκανε περισσότερη εντύπωση στους ξένους, ιδιαίτερα σε όσους έρχονταν από τη Δύση, ήταν ο ρόλος των ευνούχων. Δεν υπήρξαν ποτέ πολλοί, αλλά οι νέοι άνδρες που ευνουχίζονταν συχνά ζούσαν με την ελπίδα να βρεθούν στην υπηρεσία των αυτοκρατόρων όπου, ζώντας στα ιδιαίτερα του παλατιού, τους εξασφαλιζόταν πρόσβαση στην αυτοκρατορική οικογένεια και η δυνατότητα να ασκούν μεγάλη επιρροή. Ευνούχους συναντάμε ακόμα και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια. Ο ευνούχος Βασίλειος[11], παρακοιμώμενος και νόθος γιος του Ρωμανού Λεκαπηνού[12], διέθετε μια οικία 3.000 ατόμων, ήταν ένας εξαίρετος μαικήνας και ουσιαστικά διοίκησε την αυτοκρατορία από το 976 έως το 985.5

Το Μέγα Παλάτιον αποτελούνταν από ένα συγκρότημα κτηρίων, εκ των οποίων τα παλαιότερα ανάγονται στην εποχή του Κωνσταντίνου Α΄[13]. Ορισμένα κτήρια στέγαζαν διάφορες κρατικές υπηρεσίες, άλλα χρησίμευαν κατά περίπτωση ως αίθουσες υποδοχής και τέλος κάποια αποτελούσαν κατοικίες. Σε ένα σύνολο εκκλησιών και παρεκκλησίων που κατασκευάστηκαν στο διάβα των αιώνων ιερουργούσαν κληρικοί του Παλατιού, που διακρίνονταν για τα υψηλά εισοδήματά τους. Οι κληρικοί φρόντιζαν για τον εκκλησιασμό της αυτοκρατορικής οικογένειας και των υπηρετών στο παλάτι, εκτός από τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές που συγκέντρωναν όλο αυτόν τον κόσμο στην Αγία Σοφία[14]. Η εκκλησία του Πατριαρχείου[15] είχε στην υπηρεσία της έναν υπεράφθονο κλήρο, για την επιλογή του οποίου απαιτούνταν συστάσεις. Οι τιτουλάριοι κληρικοί είχαν πολύ καλό βιοτικό επίπεδο και στην πλειονότητά τους ζούσαν με την ελπίδα να λάβουν κάποιο αξίωμα. Εκτός από αυτόν τον κλήρο που λειτουργούσε τις εκκλησίες, οι αυτοκράτορες επέλεγαν πνευματικούς συμβούλους που είχαν αναδειχτεί για την αγιοσύνη τους στους τόπους όπου μόναζαν. Η ίδια η Κωνσταντινούπολη περιλάμβανε πολυάριθμα μοναστήρια. Στα πλέον δημοφιλή συγκαταλέγεται η μονή Στουδίου[16], της οποίας οι μοναχοί προέρχονταν κυρίως από τους κόλπους της αριστοκρατίας. Συναντούσε κανείς παντός είδους μοναχούς στην Κωνσταντινούπολη, συμπεριλαμβανομένων στυλιτών, αλλά οι μοναχοί που επιδίδονταν σε επιδεικτική άσκηση και ζούσαν από ελεημοσύνη κατακρίνονταν από την Εκκλησία την εποχή των Κομνηνών[17].

3. Ο κύκλος των τεχνιτών και των εμπόρων


Η παρουσία της αυλής πρόσφερε μια αγορά ασύγκριτου μεγέθους για τα προϊόντα πολυτελείας, ενώ το μέγεθος του πληθυσμού[18] δημιουργούσε τεράστιες ανάγκες σε τρόφιμα[19] και είδη άμεσης ανάγκης. Οι περισσότεροι από τους τεχνίτες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες[20] που εποπτεύονταν από τον έπαρχο της πόλης, ο οποίος συγκέντρωνε όλη την εξουσία στην πρωτεύουσα, ενώ οι εκπρόσωποί του επέβλεπαν τις συναλλαγές, την ακρίβεια των μέτρων και των σταθμών, καθώς και το περιθώριο κέρδους των ξένων. Το Επαρχικό Βιβλίο[21], που συντάχθηκε με πρωτοβουλία του Λέοντος ΣΤ΄ παρέχει μια περιγραφή πλήθους επαγγελμάτων, ιδιαίτερα όσων σχετίζονταν με τα είδη πολυτελείας. Οι τεχνίτες του μεταξιού, για παράδειγμα, ήταν χωρισμένοι σε ειδικότητες με σαφή προσδιορισμό: εκείνοι που αγόραζαν το ακατέργαστο μετάξι, όσοι το έγνεθαν, το ύφαιναν, οι ράφτες κ.λπ. Ορισμένα μεταξωτά υφάσματα από πορφύρα που φυλάσσονταν για τον αυτοκράτορα υφαίνονταν στα εργαστήρια μέσα στο Παλάτι και απαγορευόταν η πώλησή τους, αλλά μέρος της παραγωγής πολυτελών ειδών εξαγόταν, και αυτό αποτελούσε πραγματική ευκαιρία για τους μεγαλέμπορους της Κωνσταντινούπολης[22], η πλειονότητα των οποίων δε χρειαζόταν να ναυλώσει καράβι και να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους ενός θαλάσσιου ταξιδιού. Ναύκληροι είχαν αναπτύξει δραστηριότητα ήδη από τον 9ο αιώνα, καθώς ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ είχε καταφέρει να τους επιβάλει υποχρεωτικά να δανειστούν μεγάλα ποσά.6 Οι ξένοι, ιδιαίτερα οι Ιταλοί, έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη με τα πλοία τους αναζητώντας προϊόντα πολυτελείας της Πόλης, τα οποία μοσχοπουλούσαν σε πολύ υψηλές τιμές πίσω στα μέρη τους. Κοντά στους τεχνίτες πολυτελείας υπήρχε πλήθος επαγγελμάτων σχετιζόμενων με τη διατροφή: αρτοποιοί, παντοπώλες, κρεοπώλες, ιχθυοπώλες κ.ά. Τα έσοδα από τις δραστηριότητες αυτές ήταν σημαντικά. Το μέσο εισόδημα ενός επαγγελματία στον τομέα της διατροφής (π.χ. ένας αρτοπώλης μπορούσε να κερδίζει ίσως και 24 χρυσά νομίσματα το χρόνο) ξεπερνούσε εκείνο των μεσαίων αξιωματούχων της αυλής. Γνωρίζουμε τις περιπτώσεις ενός κηρουλάριου και ενός πρωτοψάλτη που είχαν κατορθώσει να αποθησαυρίσουν δεκάδες λίβρες χρυσού. Αυτός ο τελευταίος, ο Κτενάς, ονειρευόταν να πληρώσει για να αγοράσει τον τίτλο του πρωτοσπαθάριου.7

Από τον 11ο αιώνα, έγινε ασαφής ο διαχωρισμός ανάμεσα στους κρατικούς αξιωματούχους μέσης κοινωνικής τάξης και στους πλούσιους εμπόρους που μπόρεσαν να εξαγοράσουν από φτωχούς αυτοκράτορες υψηλά αξιώματα, τα οποία τους άνοιγαν την πόρτα της συγκλήτου. Βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται οι σφραγίδες κρατικών αξιωματούχων με ονόματα άγνωστα παλαιότερα, γεγονός που αποδεικνύει ότι είχε διευρυνθεί το πεδίο επιλογών που ανοιγόταν σε παιδιά της εύπορης αστικής τάξης με καλή εκπαίδευση· επιβεβαιώνει επιπλέον την εντύπωση που μεταφέρουν, συχνά με αρνητικά σχόλια, χρονικογράφοι της εποχής όπως ο Μιχαήλ Ψελλός για το κοινωνικό άνοιγμα. Αλλά αυτοί οι νεοφερμένοι δε φτάνουν μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας, εξαιτίας ενός πιο πιεστικού κοινωνικού ελέγχου επί Κομνηνών. Από την άλλη δε θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά του Αλεξίου Κομνηνού, που ζήτησε από τους συγκλητικούς εμπόρους, σε περίπτωση δικαστικής αγωγής, να μην επωφεληθούν από τα προνόμια των συγκλητικών, ως μια εχθρική προς την τάξη των εμπόρων κίνηση, αλλά μάλλον ως μέριμνα για την εξασφάλιση της αμεροληψίας μεταξύ αντιδίκων. Οι Κομνηνοί, που οπωσδήποτε κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να θωρακίσουν την κοινωνική θέση της υψηλής αριστοκρατίας, φρόντιζαν ώστε ο πληθυσμός της πρωτεύουσας να συμμετέχει σε εορτασμούς θριάμβων που υπενθύμιζαν τις επιτυχίες της δυναστείας.

Οι τεχνίτες και οι έμποροι απασχολούσαν πλήθος βοηθών. Οι πλέον ταπεινοί αρκούνταν στο ανθρώπινο δυναμικό της οικογένειας. Η θέση των γυναικών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά γνωρίζουμε ότι στη γιορτή της αγίας Αγάθης, οι γυναίκες που απασχολούνταν σε εργαστήρια γνεσίματος και υφαντουργίας πραγματοποιούσαν πομπή στην πόλη.8 Άλλοι τεχνίτες πλήρωναν ελεύθερους ανθρώπους, η αμοιβή των οποίων ήταν της τάξης του ενός κερατίου την ημέρα (1/24ο του νομίσματος), οι οποίοι έτσι κέρδιζαν τα προς το ζην της οικογένειάς τους· άλλοι είχαν επιπλέον σκλάβους, τους οποίους μπορούσαν ακόμα και να τοποθετήσουν επικεφαλής ενός καταστήματος, εκτός από ορισμένα επαγγέλματα, όπως εκείνο του τραπεζίτη. Οι δούλοι κάποιες φορές διέθεταν πάρα πολλά προσόντα, εφόσον στις αγορές της πρωτεύουσας, που ιδιαίτερα το 10ο αιώνα τροφοδοτούνταν συστηματικά, αγόραζε κανείς ιατρούς ή νοταρίους.9

4. Μια κοσμοπολίτικη πόλη


Η παρουσία ξένων στην Πόλη ήταν μόνιμη, αλλά ο αριθμός τους διαφοροποιούνταν ανάλογα με την οικονομική δραστηριότητά τους, διότι στην πλειονότητά τους επρόκειτο για εμπόρους, ακόμα και όταν οι μισθοφόροι και προσκυνητές αυξήθηκαν δραματικά, μετά το έτος 1000. Ο ποιητής Ιωάννης Τζέτζης, σύγχρονος του Μανουήλ Κομνηνού, άκουγε να ομιλούνται όλες οι γλώσσες στην Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, σημαντική παρουσία στην πόλη είχαν οι φυλές του Καυκάσου: αναφέρεται για παράδειγμα κάποια αντιδικία που έφερε αντιμέτωπους τους ναύτες του στόλου με τους Aρμένιους στρατιώτες του Νικηφόρου Β΄ Φωκά[23].10 Επίσης, από τον 11ο αιώνα ολοένα και περισσότεροι Λατίνοι διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη. Έλκονταν εξάλλου και από την εκεί παρουσία μοναδικών ιερών κειμηλίων[24], μεταξύ των οποίων ο Τίμιος Σταυρός, που φυλασσόταν στο Παλάτιο, αλλά και από τη φήμη της ομορφιάς και του πλούτου της πόλης. Ορισμένοι ευγενείς, δευτερότοκοι που έφευγαν για να αναζητήσουν την τύχη τους, ή τυχοδιώκτες μισθοφόροι στρατιώτες κατατάσσονταν για κάποιο χρονικό διάστημα στα αυτοκρατορικά τάγματα[25] όπου τέτοιοι αριστοκράτες ιππότες έχαιραν εκτίμησης. Οι ξένοι έμποροι είχαν τα δικά τους πανδοχεία, ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους: υπάρχουν αναφορές για ένα πανδοχείο για Ρώσους και ένα άλλο για Σύριους. Οι Ιταλοί έμποροι ήταν τόσο πολυάριθμοι ώστε είχαν παροικίες διαπιστευμένων αντιπροσώπων. Οι Αμαφλινοί έμποροι, οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη, ακολουθήθηκαν από τους Βενετούς[26] και έπειτα από τους Πιζάνους και τους Γενουάτες[27]. Εγκαταστάθηκαν σε περιοχές που τους παραχωρήθηκαν κατά μήκος της ακτής του Κεράτιου κόλπου, που έγινε η πλέον δραστήρια ζώνη απ’ όλα τα λιμάνια της Προποντίδας. Επωφελούμενοι από προνόμια, κατέληξαν να ενοχλούν μια μερίδα του ντόπιου πληθυσμού, ο οποίος το 1182 ξέσπασε σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες και σφαγή εναντίον τους.11

5. Οι «επικίνδυνες τάξεις»


Ο λαός της Κωνσταντινούπολης κατέληξε να αναπτύξει ένα είδος ξενοφοβίας, διότι είχε την εντύπωση ότι οι ξένοι απολάμβαναν προνόμια τα οποία οι ίδιοι στερούνταν. Στην πραγματικότητα, η απαλλαγή από το κομμέρκιον είχε παραχωρηθεί στους Βενετούς σε αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθειά τους και έπειτα δόθηκε σε άλλους Ιταλούς, όμως οι Έλληνες έμποροι δεν επωφελούνταν από αυτό.

Επίσης πλήθος πενήτων και ανέργων κατοικούσαν στην πρωτεύουσα. Εκεί έβρισκαν πολυάριθμα φιλανθρωπικά ιδρύματα, ξενώνες, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, συχνά συνδεδεμένα με μοναστήρια που ιδρύθηκαν από τους αυτοκράτορες και την υψηλή αριστοκρατία.12 Αυτά τα θρησκευτικά ιδρύματα μοίραζαν τροφή και ενίοτε παρείχαν στέγη. Είλκυαν πλήθος χωρικών που είχαν πτωχεύσει και δεν έβρισκαν κάτι ανάλογο κοντά στο σπίτι τους στην επαρχία. Η έλευση των Τούρκων στη Μικρά Ασία[28] προκάλεσε κύμα προσφύγων προς την πρωτεύουσα. Η φτώχεια οδήγησε σε εκτεταμένη πορνεία και ορισμένοι αυτοκράτορες επιχείρησαν να μετατρέψουν τα πορνεία σε μοναστήρια, για να περιορίσουν το φαινόμενο. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι εκφράζουν την περιφρόνησή τους για αυτές τις ομάδες, τις οποίες κατηγορούν ότι επωφελούνται από τις δυσκολίες για να πλιατσικολογήσουν.

6. Ποικίλες θρησκευτικές πεποιθήσεις


Στην πόλη κατοικούσαν ποικίλες θρησκευτικές μειονότητες. Οι χριστιανοί μονοφυσίτες, Αρμένιοι ή Σύριοι, μπορούσαν να ασκήσουν τη δική τους λατρεία, εκτός από τις περιόδους έντασης, είτε ήταν ξένοι είτε υπήκοοι της Αυτοκρατορίας. Οι Εβραίοι, που είχαν εγκατασταθεί στην Αυτοκρατορία προ αιώνων, απολάμβαναν ένα καθεστώς προστασίας, αλλά εξαναγκάστηκαν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο να εγκαταλείψουν την πόλη και να εγκατασταθούν στο Πέρα, στην απέναντι ακτή του Κεράτιου κόλπου, όπου ζούσαν ανασυγκροτημένοι σε μια συνοικία οχυρωμένη με τείχη.13 Δεν ήταν όμως οι μοναδικοί μη χριστιανοί κάτοικοι, καθώς και οι Άραβες[29] είχαν αποκτήσει το δικαίωμα να λειτουργούν τζαμί.14 Κοινότητες αιρετικών λίγο έως πολύ ανεκτές, όπως οι δυϊστές μανιχαίοι ή οι βογόμιλοι, ζούσαν επίσης στην πρωτεύουσα.

Η εικόνα ενός άκαμπτου Βυζαντίου είναι λοιπόν παραπλανητική. Η κωνσταντινουπολίτικη κοινωνία ασταμάτητα προσαρμοζόταν στις καινούριες οικονομικές καταστάσεις και οι αυτοκράτορες έμαθαν να εξευμενίζουν τον πληθυσμό της πρωτεύουσάς τους, τον οποίο ευνοούσαν, καθώς η παραμονή τους στην εξουσία εξαρτιόταν κατά πολύ από αυτόν.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:


1. Theophanis Chronographia 1, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883), σελ. 383.


2. Jacoby, D., “La population de Constantinople à l’époque byzantine: un problème de démographie urbaine”, Byzantion 31 (1961), σελ. 81-109, ανατ. στο Jacoby, D., Société et démographie à Byzance et en Romanie latine (Variorum Reprints, Londres 1975), αρ. I.


3. Tiftixoglu, V., “Gruppenbildungen innerhalb des konstantinopolitischen Klerus während der Komnenzeit”, BZ 62 (1969), σελ. 25-72.

4. Σχετικές παραπομπές βλ. Wassiliou, A.K. – Seibt, W., Die byzantinischen Bleisiegel in Österreich 2: Zentral-und Provincialverwaltung (Vienne 2004), αρ. 205.


5. Kazhdan, A. – Cutler, A., “Basil the Nothos”, The Oxford Dictionary of Byzantium 1, Kazhdan, A.P. (επιμ.), (Oxford – New York 1991), σελ. 270.


6. Theophanis Chronographia 1, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883), σελ. 487.


7. Constantine Porphyrogenetus, De administrando imperio, Moravcsik, G. (επιμ.), αγγλ. μετάφραση από τον Jenkins R.J.H. (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1, Washington 1967), σελ. 244.


8. Laiou, A., “The festival of 'Agathe': Comments on the Life of Constantinopolitan Women”, στο Laiou, A. (επιμ.), Gender, Society and Economic Life in Byzantium (Hampshire 1992), αρ. III.


9. Για τους σκλάβους στο Βυζάντιο βλ. Rotman, Y., Les esclaves et l’esclavage. De la Méditerranée antique à la Méditerranée médiévale, VIe-XIe siècles (Paris 2004).


10. Leonis Diaconi Caloënsis historiae libri decem, Hase, C.B. (επιμ.), (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1828), σελ. 64-65.


11. Για τη θέση των εμπόρων, ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Lilie R.-J., Handel und Politik zwischen dem byzantinischen Reich und den italianischen Kommunen Venedig, Pisa und Genua in der Epoche der Komnenen und der Angeloi, 1081-1204 (Amsterdam 1984).


12. Βλ. Thomas, J.P., Private Religious Foundations in the Byzantine Empire (Washington 1987).


13. Jacoby, D., “The Jews of Constantinople and their demographic hinterland”, Mango, C. – Dagron, G. (eds), Constantinople and its Hinterland. Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies (Aldershot 1995), σελ. 221-232.


14. Reinert, S.W., “The Muslim presence in Constantinople, 9th-15th centuries: some preliminary observations”, στο Ahrweiler, H. – Laiou, A. (επιμ.), Studies on the Internal Diaspora (Washington 1998), σελ. 125-150.





[1] Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους, 626. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους το 626 αποτέλεσε την κορύφωση των βυζαντινοαβαρικών πολέμων του 6ου-7ου αι. Η επίθεση έλαβε χώρα σε μία εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για το Βυζάντιο, όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος διεξήγαγε στο ανατολικό μέτωπο μεγάλης κλίμακας εκστρατείες εναντίον των Περσών, με αποτέλεσμα να μη λάβει μέρος στην υπεράσπιση της Βασιλεύουσας. Η ετερογενής σύνθεση των επιδρομέων (Αβάροι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Γεπίδες), η λανθασμένη τακτική στη θάλασσα και το γεγονός ότι επρόκειτο για ιδιαίτερα φιλόδοξη ενέργεια οδήγησαν την επιχείρηση σε αποτυχία, ενώ οι Πέρσες οι οποίοι εμφανίσθηκαν στη μικρασιατική ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη δεν συμμετείχαν ενεργά στην πολιορκία. Συνέπεια της αποτυχίας της πολιορκίας του 626 ήταν η διάλυση της συμμαχίας των αβαρικών φύλων.

[2] Δύο πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (674-678, 717/718)

[3] Σύγκλητος στην Κωνσταντινούπολη  :  Η Σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄ και ενσωμάτωσε τα ανώτερα στρώματα του διοικητικού μηχανισμού της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο ρόλος του σώματος αρχικά υπήρξε σημαντικός, ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτικής αστάθειας. Μετά το τέλος του 6ου αιώνα είναι αβέβαιο αν συνέχισε η ανεξάρτητη λειτουργία της Συγκλήτου ως πολιτικού οργάνου. Ωστόσο η συγκλητική τάξη παρέμεινε μια σαφώς διακριτή ομάδα μέχρι και τον 11ο αιώνα και εν πολλοίς ταυτίζεται με την άρχουσα τάξη της αυτοκρατορίας.

[4] Αριστοκρατία της Βυζαντινής Κωνσταντινούπολης  :  Η αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του Βυζαντίου το ανώτερο στρώμα της κοινωνίας της πρωτεύουσας, καθώς και της βυζαντινής αριστοκρατίας. Η εξάρτησή της από τον αυτοκράτορα έκανε την αριστοκρατία να συνδεθεί στενά με την αυτοκρατορική αυλή στην πρωτεύουσα και μόνο στα τέλη ίσως του 12ου αιώνα η κατάσταση αυτή άλλαξε.

[5] Φιλανθρωπία στην Κωνσταντινούπολη  :  Η οργανωμένη φιλανθρωπική κίνηση στην ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης εκτείνεται χρονικά από το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους. Βασικές πτυχές της κίνησης αυτής είναι η εκπαίδευση των άπορων παιδιών, η οργάνωση των νοσοκομείων κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η μέριμνα για τα έκθετα παιδιά και η παροχή εργασίας στους φτωχούς. Οι πρακτικές αυτές σηματοδοτούν αλλαγή των αντιλήψεων για τη φτώχεια στο πλαίσιο της απόπειρας εκδυτικισμού των δομών της οθωμανικής κοινωνίας και της ανάδυσης των βαλκανικών εθνικισμών.

[6] Κωνσταντινούπολη την εποχή των Κομνηνών  :  Οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών επιδίωξαν την εδραίωση της οικογένειάς τους όχι μόνο στο θρόνο, αλλά και στα υψηλότερα αξιώματα της αυλής, τα οποία απονέμονταν πλέον αποκλειστικά σε συγγενείς του αυτοκράτορα. Η οικοδομική δραστηριότητά τους στην Κωνσταντινούπολη, που αποτελούσε έκφραση της αυτοκρατορικής και δυναστικής ιδεολογίας τους, περιλάμβανε σημαντικά έργα στην παλαιά Ακρόπολη, «ιδιωτικά» μοναστικά καθιδρύματα και πλούσια δραστηριότητα στην περιοχή των Βλαχερνών, που έμελλε να εξελιχθεί σταδιακά σε κύριο κέντρο της αυτοκρατορικής εξουσίας.

[7] Μακεδονική δυναστεία (867-1056)  :  Η περίοδος διακυβέρνησης της λεγόμενης Μακεδονικής δυναστείας (867-1056) ήταν εποχή ακμής για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξαν, μεταξύ άλλων, η παλινόρθωση της βυζαντινής εξουσίας στα Βαλκάνια και στα ανατολικά της Μικράς Ασίας, η μάχη των αυτοκρατόρων εναντίον των «δυνατών» και η εξέλιξη της αυτοκρατορικής ιδεολογίας.

[8] Αριστοκρατία στη Μικρά Ασία (Βυζάντιο)  :  Τα χαρακτηριστικά της αριστοκρατίας της Μικράς Ασίας κατά τη Μεσαιωνική περίοδο διαμορφώθηκαν μέσα από τις μάχες εναντίον των Αράβων. Οι πιο επιφανείς οικογένειες είχαν πρόγονό τους κάποιον αξιωματούχο που διακρίθηκε σε αυτές τις μάχες. Κατά τον 11ο αιώνα, η αριστοκρατία μονοπώλησε τα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα, γεγονός που εξηγεί την αύξηση του πλούτου της κατά τη διάρκεια της επέκτασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς και τις φιλοδοξίες των αριστοκρατών για κατάληψη του αυτοκρατορικού θρόνου. Οι αποτυχημένες εξεγέρσεις και οι τουρκικές επιδρομές οδήγησαν την αριστοκρατία να χάσει την εδαφική της βάση. Στα χρόνια των Κομνηνών, δίπλα στους ισχυρούς γαιοκτήμονες που συνδέονται με την αυτοκρατορική οικογένεια εμφανίζεται και μια τοπική αριστοκρατία, λιγότερο επιφανής, της οποίας όμως η υποστήριξη ήταν ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των Τούρκων.

[9] Σκληροί  :  Η αριστοκρατική οικογένεια των Σκληρών, πιθανότατα αρμενικής καταγωγής, εμφανίστηκε στο προσκήνιο στις αρχές του 9ου αιώνα και έκτοτε διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα το β΄ μισό του 10ου αιώνα και τις στάσεις του Βάρδα Σκληρού εναντίον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄. Έως και τα τέλη του 11ου αιώνα οι Σκληροί παρέμειναν ενεργά στο προσκήνιο, ενώ από το 12ο αιώνα η πολιτική δύναμη και η σημασία της οικογένειας μειώθηκαν δραματικά. Τα αξιολογότερα μέλη της διακρίθηκαν κατά κύριο λόγο σε υψηλόβαθμα στρατιωτικά αξιώματα, ενώ έλαβαν και σημαντικούς τιμητικούς τίτλους.

[10] Δαλασσηνοί  :  Επιφανής αριστοκρατική στρατιωτική οικογένεια η οποία εμφανίζεται στα τέλη του 10ου αιώνα. Τα μέλη της κατείχαν εξέχουσα θέση στη βυζαντινή στρατιωτική ιεραρχία, ενώ ήδη στη δεύτερη γενιά των Δαλασσηνών δόθηκε η δυνατότητα να καταλάβουν την ανώτατη εξουσία. Η παρακολούθηση των πληροφοριών που την αφορούν είναι δυνατή μέχρι τα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα, όμως μετά το 1204 η οικογένεια χάνει τη θέση της στα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας.

[11] Βασίλειος Λεκαπηνός  :  Ο Βασίλειος Λακαπηνός ή Λεκαπηνός ήταν νόθος γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Α'. Τιμήθηκε με τους τίτλους του πατρικίου και του προέδρου και διακρίθηκε σε υψηλόβαθμα πολιτικά αξιώματα, με κυριότερο εκείνο του παρακοιμωμένου, στο οποίο σταδιοδρόμησε επί μακρόν. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου ιδιαίτερα μετά την ανάρρηση του Νικηφόρου Β' Φωκά στο θρόνο, με απόγειο την περίοδο 976-985, οπότε και υπήρξε ο ουσιαστικός διαχειριστής των κρατικών υποθέσεων στο πλευρό του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄.

[12] Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (Λακαπηνός)  :  Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (920-944) ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο πρωτίστως χάρη στην επιδεξιότητά του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (25 χρόνια περίπου) είχε να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις, εξωτερικές και εσωτερικές, οι οποίες συγκλόνιζαν την εποχή εκείνη την αυτοκρατορία. Παρά την επιδέξια πολιτική του, ο Ρωμανός Α΄ έπεσε θύμα της απληστίας και της δίψας των γιων του για εξουσία.

[13] Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας  :  Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος, από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ιστορίας, υπήρξε σίγουρα σπουδαίος θεμελιωτής. Θεμελίωσε τη νέα πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, μια νέα δυναστεία, αλλά και μια νέα θρησκεία, που έμελλε να μονοπωλήσει το λατρευτικό στερέωμα της Ύστερης Αρχαιότητας. Αν και στα πρώιμα στάδια της καριέρας του και της ζωής του ενεπλάκη σε εμφύλιους πολέμους και ενδοοικογενειακές διαμάχες που κατέληξαν σε λουτρά αίματος, στη συνέχεια μεταμελήθηκε και αγιοποιήθηκε από τη χριστιανική Εκκλησία, την οποία φαίνεται ότι προστάτεψε ενεργά, βγάζοντάς την από την παρανομία. Ο βιογράφος του, ο Ευσέβιος της Καισαρείας, φρόντισε να απαλύνει τα ζοφερά σημεία και να τονίσει τα λαμπερά στοιχεία της προσωπικότητάς του και η Ιστορία, που αγαπά τις εκρηκτικές προσωπικότητες, του χάρισε το επίθετο Μέγας.

[14] Αγία Σοφία (Ayasofya Müzesi)   :  Ο ναός της Αγίας Σοφίας, το σύμβολο της ιουστινιάνειας αρχιτεκτονικής και ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της βυζαντινής ναοδομίας, ήταν το μεγαλύτερο κτήριο στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Παρότι τα επιμέρους στοιχεία του ήταν κοινά κατά τον 6ο αιώνα, ο σχεδιασμός του ήταν πρωτότυπος και μοναδικός και επρόκειτο να γίνει το πρότυπο για οθωμανικά τεμένη του 16ου αιώνα. Θρυλικός ναός και σύμβολο της πρωτεύουσας τόσο κατά τη Βυζαντινή όσο και κατά την Οθωμανική περίοδο (οπότε μετατράπηκε σε τζαμί), υπέστη πολλαπλές επισκευές και επεμβάσεις ανά τους αιώνες. Σήμερα είναι μουσειακός χώρος (Ayasofya Müzesi), ενώ διατηρεί ορισμένα εξαιρετικά δείγματα βυζαντινής μνημειακής ζωγραφικής στην Κωνσταντινούπολη.

[15] Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στη βυζαντινή περίοδο  :  Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διαμορφώθηκε σε άμεση σχέση με την ανάπτυξη της ίδιας της πόλης. Έτσι, ο επίσκοπος της Νέας Ρώμης σταδιακά εξελίχθηκε σε οικουμενικό πατριάρχη. Θεωρητικά, ο πατριάρχης συνεργαζόταν με τον αυτοκράτορα υπό την αρχή της συμφωνίας, της στενής και ειρηνικής συνεργασίας. Αν και μεμονωμένοι πατριάρχες βρέθηκαν ορισμένες φορές να είναι εντελώς παραγκωνισμένοι από ισχυρούς αυτοκράτορες ή να εμπλέκονται σε έντονη αντιπαράθεση με την αυτοκρατορική βούληση, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του το Πατριαρχείο συνεργάστηκε στενά με την αυτοκρατορική κυβέρνηση και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αυτοκρατορική διοίκηση, τόσο μέσα στην αυτοκρατορία όσο και συμβάλλοντας στις σχέσεις με ξένες Εκκλησίες, δυνάμεις και λαούς.

[16] Μονή Στουδίου (Ιμραχόρ Τζαμί)  :  Η μονή Στουδίου ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα από τον ύπατο Στούδιο, στη συνοικία Ψαμαθιά στην Κωνσταντινούπολη. Από το μοναστικό συγκρότημα σώζονται μόνο ορισμένα χαρακτηριστικά τμήματα της αρχικής τρίκλιτης βασιλικής. Η συμβολή της μονής στη θρησκευτική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της Κωνσταντινούπολης ήταν σημαντική.

[17] Κομνηνών Δυναστεία (1081-1185)  :  Η οικογένεια των Κομνηνών βρέθηκε στο ιστορικό προσκήνιο επί Βασιλείου Β΄ (976-1025). Πιθανότατα η οικογένεια δεν είχε παλαιά καταγωγή όπως ορισμένες άλλες βυζαντινές οικογένειες. Η βαθμιαία άνοδος των μελών της συντελέστηκε στη διάρκεια του 11ου αιώνα. Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, ο οποίος ανήκε στην τρίτη γενιά της οικογένειας, έγινε αυτοκράτορας το 1081, ιδρύοντας τη δυναστεία που κυβέρνησε την αυτοκρατορία επί έναν αιώνα, μέχρι το 1185. Μολονότι ο θείος του Αλεξίου Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός ήταν αυτοκράτορας από το 1057 έως το 1059, η διακυβέρνησή του υπήρξε μόνο ένα επεισόδιο χωρίς άμεση συνέχεια. Στη μετέπειτα άνοδο των Κομνηνών συνέβαλε ιδιαίτερα η Άννα Δαλασσηνή, χήρα του Ιωάννη Κομνηνού και μητέρα του Αλεξίου Α΄. Η αξιολόγηση της δυναστείας των Κομνηνών στη σύγχρονη έρευνα περιλαμβάνει από έντονη αμφισβήτηση έως μεγαλοποίηση.

[18] Λαός της Κωνσταντινούπολης  :  Ο λαός της Κωνσταντινούπολης ήταν η μεγαλύτερη, αλλά και φτωχότερη πληθυσμιακή ομάδα της πρωτεύουσας, αποτελώντας ωστόσο έναν παράγοντα που συχνά επιδρούσε καταλυτικά στο δημόσιο βίο και μπορούσε ακόμα και να ενθρονίσει ή να καθαιρέσει αυτοκράτορες. Η ανάγκη του για πολιτική έκφραση έβρισκε διέξοδο κυρίως μέσω των δήμων, των συντεχνιών και των λαϊκών συνελεύσεων.

[19] Προμήθεια τροφών στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη  :  Η προμήθεια μιας πόλης με τα αναγκαία τρόφιμα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση των κατοίκων της και για την ομαλή λειτουργία των θεσμών. Η επιτυχία ή αποτυχία τροφοδότησης μιας πόλης με τα απαραίτητα αγαθά επηρεάζει κάθε μορφή κοινωνικής ζωής. Στην περίπτωση της Κωνσταντινούπολης, η τακτική προμήθεια του πληθυσμού με τρόφιμα ήταν ζήτημα τεράστιας σημασίας, καθώς εξασφάλιζε την ομαλή λειτουργία ολόκληρης της αυτοκρατορίας.

[20] Συντεχνίες στην Κωνσταντινούπολη  :  Οι συντεχνίες ήταν ενώσεις, ή σωματεία, εργαζομένων στις πόλεις, που τελούσαν υπό την εποπτεία του κράτους και απέβλεπαν στην προστασία των συμφερόντων των μελών τους και στη μετάδοση τεχνογνωσίας (διά της μαθητείας), ενώ ασκούσαν και πολιτική επιρροή. Οι συντεχνίες της πρωτεύουσας τελούσαν υπό τον άμεσο έλεγχο του επάρχου της Πόλεως (praefectus Urbi). Καθώς στην πράξη η εξάρτησή τους από το κράτος ήταν περιορισμένη, αποτελούσαν έναν από τους πόλους εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Από τις αρχές του 13ου αιώνα, το σύστημα των συντεχνιών φαίνεται να παρακμάζει.

[21] Το Επαρχικό Βιβλίο αποτελεί μιαν από τις σημαντικότερες πηγές για την οικονομική και τη διοικητική ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τον 10ο αιώνα. Πρόκειται για ένα μοναδικό στο είδος του κείμνο, ένα είδος γενικού εγχειριδίου για τις συνεχνίες της Κωνσταντινούπολης, που μας παρέχει πληροφορίες για την οργάνωση των εργαστηρίων και της εμπορικής δραστηριότητας στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Έργο ευ΄φυούς συγγραφές, θεωρείται ότι γράφτηκε περί το 911/912. Το κείμενο έχει ανατυπωθεί πολλάκις κι έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, στα αγγλικά (δις), στα βουλγάρικα, στα ρωσικά, στα γερμανικά και στα νέα ελληνικά.

[22] Κωνσταντινούπολη ως κέντρο εμπορίου  :  Η Κωνσταντινούπολη ήταν κέντρο τοπικού, περιφερειακού και διαπεριφερειακού εμπορίου, δεσπόζοντας στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο του βυζαντινού κράτους για το μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής του. Από το 13ο αιώνα όμως ο έλεγχος της εμπορικής κίνησης της βυζαντινής πρωτεύουσας πέρασε σταδιακά στα χέρια των Δυτικών εμπόρων και ιδιαίτερα των Ιταλών.

[23] Νικηφόρος Β΄ Φωκάς  :  Ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς ήταν από τους πιο σημαντικούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες· πολεμιστής και ένδοξος στρατηγός που ανακατέλαβε την Κρήτη από τους Άραβες, ήταν επίσης μέλος μιας από τις πιο επιφανείς οικογένειες ευγενών της Μικράς Ασίας (Καππαδοκία). Η βασιλεία του σημάδεψε την ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τόσο λόγω της έντονης δράσης του όσο και λόγω της δολοφονίας του από τον συνεργάτη του και μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή. Ο Νικηφόρος Β' Φωκάς ήταν επίσης γνωστός για τον ασκητικό τρόπο ζωής του.

[24] Η πρωτεύουσα του Βυζαντίου φιλοξενούσε πιθανότατα το μεγαλύτερο αριθμό και τα πιο σημαντικά θρησκευτικά κειμήλια της Χριστιανοσύνης. Στο πέρασμα των αιώνων οι αυτοκράτορες κατέβαλλαν προσπάθειες να συγκεντρώσουν αυτά τα ιερά κειμήλια στις πολυάριθμες εκκλησίες της Πόλης και να εξασφαλίσουν τη λατρεία τους. Τα αντικείμενα της τεράστιας συλλογής της Κωνσταντινούπολης είχαν ποικίλες τύχες: άλλα κειμήλια εκλάπησαν, άλλα καταστράφηκαν, δωρήθηκαν ή πωλήθηκαν.

[25] Στρατιωτικά σώματα και οργάνωση της άμυνας στην Κωνσταντινούπολη  :  Οι στρατιωτικές δυνάμεις που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη αποτελούνταν κυρίως από τους άνδρες της αυτοκρατορικής φρουράς, οι μονάδες της οποίας κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο ονομάζονταν σχολαί, ενώ κατά τη Μέση τάγματα. Τη φύλαξη των τειχών σε περίπτωση πολιορκίας την αναλάμβαναν μονάδες του τακτικού στρατού που στρατοπέδευε στη Θράκη και τη Βιθυνία, ενώ σημαντικό ρόλο στην άμυνα της Βασιλεύουσας έπαιζαν και οι πολίτες, κυρίως τα μέλη των συντεχνιών και των δήμων.

[26] Βενετοί στην Κωνσταντινούπολη  :  Η παρουσία των Βενετών στην Κωνσταντινούπολη μαρτυρείται για περίπου χίλια χρόνια – από τις αρχές του 9ου αιώνα μέχρι τον 18ο. Παρά την αλλαγή της εξουσίας –το βυζαντινό κράτος αρχικά, το οθωμανικό στη συνέχεια– η ενετική συνοικία στην Κωνσταντινούπολη ήταν το κέντρο των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ανατολής και Δύσης, στην ανάπτυξη του οποίου συνέβαλαν κυρίως οι Ενετοί έμποροι. Ο Βενετός βάιλος ήταν ο εκπρόσωπος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, που προστάτευε τα συμφέροντα των πολιτών της, και ο πρώτος μόνιμος πρεσβευτής στην ιστορία.

[27] Γενουάτες στην Κωνσταντινούπολη  :  Στους Γενουάτες, ακριβώς όπως στους εμπόρους από τη Βενετία και την Πίζα, παραχωρήθηκε το προνόμιο να έχουν τη δική τους παροικία στην Κωνσταντινούπολη το 12ο αιώνα. Επί Κομνηνών, η παροικία βρισκόταν στη νότια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Από το 1267 έως το 1682 άνθησε η γενουατική συνοικία στη βόρεια ακτή του κόλπου – στο Πέρα. Ήταν το επίκεντρο του εμπορίου με τις πολιτείες της Μαύρης θάλασσας. Τα οχυρωματικά τείχη, οι πύργοι και τα κτήρια των Μέσων Χρόνων σώζονται μέχρι τις μέρες μας.

[28] Μικρά Ασία (Βυζάντιο)  :  Από τον 7ο αιώνα, με τους Αβάρους και τους Σλάβους να έχουν ήδη κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων και τους Άραβες να έχουν αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής, η Μικρά Ασία έγινε η καρδιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τα μέσα του 8ου αιώνα, η περιοχή αυτή, που εξασφάλιζε στρατιώτες για το θεματικό στρατό και σπουδαίους αξιωματικούς, προστατευόταν όλο και πιο αποτελεσματικά από τις αραβικές επιδρομές και σταδιακά ξανάρχιζε να σημειώνει άνθηση, χάρη στην ειρήνη και την αύξηση του πληθυσμού. Η σελτζουκική εισβολή είχε αποτέλεσμα την απώλεια των δύο τρίτων της Μικράς Ασίας, όμως στις επαρχίες που διατηρήθηκαν η οικονομική ευημερία συνεχίστηκε επί Κομνηνών και Λασκάρεων. Οι Παλαιολόγοι στάθηκαν ανίκανοι να προστατέψουν την κληρονομιά αυτή από τους Τούρκους εμίρηδες.

[29] Μουσουλμάνοι στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη  :  Η μουσουλμανική παρουσία ήταν δεδομένη στην Κωνσταντινούπολη για μεγάλα διαστήματα της βυζαντινής φάσης της ιστορίας της πόλης, ήδη από τους πρώτους αιώνες από την εμφάνιση της ισλαμικής θρησκείας έως και την Άλωση του 1453, αν και η απουσία ή/και αποσπασματικότητα των σχετικών ιστορικών μαρτυριών δεν επιτρέπουν μια συνολική προσέγγιση του ζητήματος παρά μόνο στο επίπεδο των εκτιμήσεων.




DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him