Ἡ Κύπρος κατά τόν μεταπολεμικόν κόσμον (ΜΕΡΟΣ Α')






ἕως τήν ἐποχήν τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς
ἡ Ἀγγλοκρατία - ὁ κυπριακός ἀγών



του
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΑΦΝΗ



Τὸ Κυπριακὸν θέμα ἐβάρυνεν ἐπὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ἐσωτερικῶν ἐξελίξεων, καθ’ ὅλην τὴν περίοδον 1954- 1959. Παρ’ ὀλίγον δὲ νὰ ὁδηγήσῃ εἰς νέους ἐξωτερικοὺς προσανατολισμούς. Πέριξ αὐτοῦ διεγράφη ἡ πολιτικὴ ζωὴ κατὰ τὴν πενταετίαν.

 
Ἡ Κύπρος εὑρέθη ὑπὸ βρεταννικὴν κυριαρχίαν ἀπὸ 4ης Ἰουνίου 1878, ὅταν ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἐμίσθωσε τὴν νῆσον εἰς τὴν Μ. Βρεταννίαν ἀντί ἐτησίου μισθώματος 92.721 χρυσῶν λιρῶν Ἀγγλίας. Ἡ τελευταία ἀνελάμβανεν, εἰς ἀντάλλαγμα, τὴν ὑποχρέωσιν νὰ βοηθήσῃ τὴν Ὀθωμ. Αὐτοκρατορίαν εἰς περίπτωσιν καθ’ ἥν θὰ ὑφίστατο ρωσικὴν ἐπίθεσιν εἰς τὰ ἀσιατικὰ ἐδάφη της. Τὸ 1914, ὅταν τὰ δύο κράτη εὑρέθησαν εἰς ἐμπόλεμον κατάστασιν, ἡ Μ. Βρεταννία προσήρτησε τὴν Κύπρον. Τὴν προσάρτησιν ἀνεγνώρισεν ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία διὰ τῆς συνθήκης τῶν Σεβρῶν καὶ ἡ κεμαλικὴ Τουρκία, παραιτηθεῖσα παντὸς ἐπὶ τῆς νήσου δικαιώματός της, διὰ τῆς συνθήκης τῆς Λωζάννης. Τὸ 1925, ἡ Κύπρος ἀνεκηρύχθη ἀποικία τοῦ βρεταννικοῦ στέμματος.
Ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς τῆς νήσου ὑπεδέχθη τοὺς Βρεταννοὺς ὡς ἐλευθερωτὰς καὶ ἀνέμενεν ὅτι οὗτοι θὰ μετεβίβαζον τὴν Κύπρον εἰς τὴν ῾Ελλάδα. Μέχρι τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου δὲν ἐξεδηλώθη τοιαύτη βρεταννικὴ πρόθεσις. Τὸ 1915 ὅμως ἡ βρεταννικὴ κυβέρνησις, ὡς ἀντάλλαγμα τῆς ἐξόδου τῆς ῾Ελλάδος εἰς τὸν πόλεμον, μᾶς προσέφερε τὴν Κύπρον. Ἡ προσφορὰ ἀνεκλήθη, πρὶν ἀκόμη δοθῇ κατηγορηματικὴ ἑλληνικὴ ἀπάντησις.
Μετὰ τὸν πόλεμον, οἱ Κύπριοι ἐξηκολούθουν νὰ ἐλπίζουν. Ἔπαυσαν νὰ τρέφουν αὐταπάτας, ὅταν καὶ τὸ Ἐργατικὸν Κόμμα, ἀνελθὸν εἰς τὴν ἐξουσίαν διὰ δευτέραν φορὰν τὸ 1929, ἠρνήθη νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸ περὶ ἐνώσεως μὲ τὴν Ἑλλάδα αἴτημά των. Ἀντελήφθησαν ὅτι ἐχρειάζετο ἀγὼν διὰ νὰ κερδίσουν τὴν ὑπόθεσίν των. Τὸν Μάϊον τοῦ 1931, ἐπιτροπὴ Κυπρίων ἐζήτησεν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν νὰ ὑιοθετήσῃ τὸ περὶ ἑνώσεως αἴτημά των. Ὁ πρωθυπουργὸς ᾽Ελ. Βενιζέλος, πεπεισμένος ὅτι ἡ ἱκανοποίησις τοῦ ἐθνικοῦ πόθου τῶν Κυπρίων δέν ἦτο δυνατὴ παρὰ μόνον διὰ συνεννοήσεως μὲ τὴν Μ. Βρεταννίαν, προέβαλεν ἄρνησιν. Ὑπέδειξε δὲ εἰς τοὺς Κυπρίους νὰ δεχθοῦν τὸ ὑπὸ τῆς ἐργατικῆς κυβερνήσεως προσφερόμενον πλέον φιλελεύθερον καθεστώς. Δὲν εἰσηκούσθη.
Τὴν 21ην ᾽Οκτωβρίου 1931 ἐσημειώθη εἰς Κύπρον ἐπαναστατικὴ ἐξέγερσις, ἡ ὁποία εὐχερῶς κατεστάλη. Ὁ Ἐλ. Βενιζέλος καὶ πάλιν ἠρνήθη νὰ μεταβάλῃ γραμμήν, ἐπισήμως. Διὰ παρασκηνιακῶν ἐπαφῶν ὅμως ἐπεζήτησε νὰ ἐξακριβώσῃ τὰς ἀγγικὰς διαθέσεις. Διεπίστωσεν ὅτι ἡ κατάστασις δέν ἦτο ὥριμος διὰ διαπραγματεύσεις.
Τὸ θέμα τῆς ἑνώσεως τῆς Κύπρου μὲ τὴν Ἑλλάδα ἐπανετέθη ἐπισήμως τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1941. Ὁ πρωθυπουργὸς Ἀλεξ. Κορυζῆς ἠθέλησε νὰ πληροφορηθῇ ἀπὸ τὸν ἐλθόντα τὸτε εἰς Ἀθήνας Ἄγγλον ὑπουργὸν τῶν ᾽Εξωτερικῶν Ἄντονυ Ἦντεν, πῶς ἡ ἀγγλικὴ κυβέρνησις τὸ ἀντεμετώπιζεν. Ὁ Ἦντεν ἀνεφέρθη εἰς τὴν κυβέρνησίν του, ἡ ὁποία τὸν ἐξουσιοδότησε νὰ δηλώσῃ εἰς τὸν ῞Ελληνα Βασιλέα καὶ τὸν πρωθυπουργὸν ὅτι τὸ ζήτημα τῆς Κύπρου θὰ συζητηθῆ μεταξὺ Μ. Βρεταννίας καὶ Ἑλλάδος μετὰ τὴν λῆξιν τοῦ πολέμου.
Μετὰ τὴν γερμανικὴν ἐπίθεσιν καὶ τὴν δυσμενῆ ἐξέλιξιν τῶν πολεμικῶν γεγονότων, ὁ Κορυζῆς ἐζήτησε νὰ ἐκχωρηθῇ εἰς τὴν Ἑλλάδα, κατὰ πλήρη κυριαρχίαν, τμῆμα τῆς Κύπρου, διὰ νὰ ἐγκατασταθῇ εἰς αὐτὸ ὁ Βασιλεὺς, ἡ κυβέρνησις καὶ ὅση δύναμις ἑλληνικοῦ στρατοῦ θὰ ἠδύνατο νὰ μεταφερθῇ. Ἡ βρεταννικὴ κυβέρνησης ἐδέχθη τὴν εἰς Κύπρον ἐγκατάστασιν τοῦ Βασιλέως, τῆς κυβερνήσεως καὶ τῶν στρατιωτικῶν μονάδων, μὲ δικαίωμα ἑτεροδικίας, ἀλλ’ ἠρνήθη νὰ συγκατατεθῇ εἰς τὴν ἐκχώρησιν τμήματος τῆς νήσου.
Διαρκοῦντος τοῦ πολέμου πολλοὶ Ἕλληνες τῆς Κύπρου κατετάγησαν ἐθελονταὶ εἰς τὸν βρεταννικὸν στρατὸν, ἐνῷ ἄλλοι προσέφερον τὰς ὑπηρεσίας των εἰς τὴν διοίκησιν τῆς νήσου.
Τὸν Νοέμβριον 1947, ἡ Μ. Βρεταννία συνεκάλεσε συμβουλευτικὴν συνέλευσιν, τῆς ὁποῖας ἔργον θὰ ἦτο ἡ ὑποβολὴ ὑποδείξεων πρὸς κατάρτισιν Συντάγματος. Παρέστη εἰς αὐτὴν μόνον τὸ Κ.Κ. τῆς Κύπρου, τὸ ὁποῖον ἐζήτησεν αὐτοκυβέρνησιν. Τὸ ὑπουργεῖον Ἀποικιῶν τὴν ἠρνήθη καὶ ἡ συνέλευσις διελύθη. Τὸν Ἰούλιον 1948, ὁ Βασιλεὺς Παῦλος ἐδήλωσεν εἰς τὴν ἐφημερίδα «Τάϊμς τῆς Ν. Ὑόρκης», ὅτι «ἡ ῾Ελλὰς ἐπιθυμεῖ καὶ θὰ συνεχίσῃ ἐπιθυμοῦσα τὴν ἕνωσιν τῆς Κύπρου».
Τὴν 5ην ᾽Ιανουαρίου 1950, διενηργήθη δημοψήφισμα τὸ ὁποῖον ἀπέδωσεν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὁμόφωνον ἐπιθυμίαν τῶν ῾Ελληνοκυπρίων διὰ τὴν ἕνωσιν. Οἱ τόμοι, οἱ περιέχοντες τὰς ὑπογραφὰς τῶν 215.108 ἐπὶ συνόλου 224.749 ἐκδηλωθέντων ὑπὲρ τῆς Ἑνώσεως, (τὸ δημοψήφισμα διενηργήθη ὑπὸ τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς Κύπρου, διὰ τῆς ὑπογραφῆς ὑπὸ τῶν ῾Ελληνοκυπρίων κειμένου δηλώσεως ἐκφραζούσης τοὺς πόθους των) κατετέθησαν εἰς τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη καὶ τὴν ἑλληνικὴν Βουλὴν. Ἀλλ’ αἱ κυβερνήσεις Σοφ. Βενιζέλου καὶ Ν. Πλαστήρα ἠρνήθησαν νὰ υἱοθετήσουν πρότασιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου καὶ Ἐθνάρχου Μακαρίου Γ΄, ὁ ὁποῖος ἐξελέγη τὴν 20ὴν ᾽Οκτωβρίου 1950 εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ θανόντος τὸν Ἰούνιον 1950 Μακαρίου Β΄, περὶ προσφυγῆς εἰς τὸν Ο.Η.Ε. ᾽Επίσης καὶ ἡ κυβέρνησις Ἀλεξ. Παπάγου ἠκολούθησε τὴν αὐτὴν πολιτικὴν. Ὅταν δὲ ὁ Ἐθνάρχης ἐζήτησε, δι’ ἐπιστολῆς του πρὸς τὸν Γενικὸν Γραμματέα τοῦ Ο.Η.Ε., ὅπως τὸ κυπριακὸν ἀχθῆ πρὸς συζήτησιν εἰς τὴν Γενικὴν Συνέλευσιν, ὁ Ἕλλην ἀντιπρόσωπος δήλωσεν ὅτι ἡ κυπριακὴ αἴτησις ἐνδιαφέρει τὴν ῾Ελλάδα. Πρὶν ὅμως τὴν ὑιοθετήσῃ θὰ ἤθελε νὰ ἐξασφαλίσῃ κάθε δυνατότητα ἐπιλύσεως τοῦ κυπριακοῦ, δι’ ἀπ’ εὐθείας συνομιλιῶν μὲ τὴν Μεγ. Βρεταννίαν.
Δυστυχῶς, ἡ ὑπὸ τὸν σὲρ Οὐΐνστων Τσῶρτσιλ βρεταννικὴ κυβέρνησις (τὸ συντηρητικὸν κόμμα εἶχεν ἐπανέλθει εἰς τὴν ἐξουσίαν τὸν Ὀκτώβριον 1951) ἐτήρησε σαφῶς ἀρνητικὴν στάσιν. Κατόπιν τούτου, τὸν Μάϊον 1954, ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνησις ἐδήλωσεν ὅτι θὰ προσέφευγεν εἰς τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη. Ἡ προσφυγὴ κατετέθη τὴν 16ην Αὐγούστου, παρὰ τὴν ὑπόδειξιν τῆς ἀμερικανικῆς κυβερνήσεως, ὅπως ἀναβληθῇ ἡ τοιαύτη ἐνέργεια, καὶ συνεζητήθη τὴν 14ην Δεκεμβρίου. Μετὰ δύο ἡμέρας, ἡ Πολιτικὴ Ἐπιτροπὴ τῶν Ἡνωμ. ᾽Εθνῶν ἀπεφαίνετο ὅτι «πρὸς τὸ παρὸν» δέν ἐθεωρεῖτο σκόπιμος ἡ λῆψις ἀποφάσεως ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς Κύπρου. Ἡ ἀπόφασις αὐτή, ἐγκριθεῖσα ὑπὸ τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως, ἦτο σημαντικὴ. Ἀνεγνώριζε τὴν ὕπαρξιν τοῦ θέματος καὶ ἀρμοδιότητα εἰς τὸν Ο.Η.Ε, ὅπως ἐπιληφθῆ τῆς ἐξετάσεώς του, ἀπορρίψασα τὰς ἀντιθέτους βρρεταννικὰς ἀπόψεις. Ἀνέβαλεν, ἀπλῶς, τὴν συζήτησιν.
Ἀλλ’ ἡ ἀναβολὴ δέν ἠδύνατο νὰ ἐπηρεάσῃ τὸν ἀγῶνα τῶν Κυπρίων. Τὴν 1ην Ἀπριλίου 1955 ἤρχισεν ἡ δρᾶσις τῆς ᾽Εθνικῆς Ὀργανώσεως Κυπρίων Ἀγωνιστῶν (ΕΟΚΑ), ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ συνταγματάρχου Γ. Γρίβα, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὸ ψευδώνυμον Διγενὴς, ἐναντίον τῶν εἰς Κύπρον Βρεταννῶν. Ἡ δρᾶσις τῆς ΕΟΚΑ, διαρκέσασα μίαν ὁλόκληρον τετραετίαν, θὰ ὑποχρεώσῃ τὴν Μ. Βρεταννίαν νὰ ἀναθεωρήση τὴν στάσιν της καὶ τελικῶς νὰ ὑποχωρήσῃ.
Τὴν 1ην ᾽Ιουλίου, ἡ βρεταννικὴ κυβέρνησις, τελοῦσα ἀπὸ τοῦ Ἀπριλίου ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ σέρ Ἄντονυ Ἦντεν, ὁ ὁποῖος ὡς ὑπουργὸς ᾽Εξωτερικῶν τῆς κυβερνήσεως Τσῶρτσιλ ἐχαρακτήρισε τὸ κυπριακὸν «ὡς ἐσαεὶ ζήτημα κλειστόν, ἐσωτερικόν, διὰ τὴν Μ. Βρεταννίαν», ἀπηύθυνε πρόσκλησιν πρὸς τὰς κυβερνήσεις Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας, ὅπως μετάσχουν τριμεροῦς διασκέψεως πρὸς «ἐξέτασιν πολιτικῶν καὶ ἀμυντικῶν ζητημάτων σχετιζομένων μὲ τὴν Ἀνατολικὴν Μεσόγειον, εἰς τὰ ὁποῖα περιλαμβάνεται καὶ τὸ Κυπριακὸν». Διὰ τῆς προσκλήσεως ἡ Μ. Βρεταννία ἔπαυσε νὰ βλέπη τὸ θέμα ὡς ἐσωτερικόν, ἀλλ’ ἐπιχειρεὶ νὰ ἐμφανίσῃ καὶ τὴν Τουρκίαν ὡς ἐνδιαφερομένην δύναμιν. Ἡ ῾Ελλάς, διαπιστώσασα τὸν βρεταννικὸν ἐλιγμὸν, ἐδίστασε νὰ μετάσχῃ. Τελικῶς ἀπεδέχθη τὴν πρόσκλησιν, παρὰ τὴν ἀντίθετον γνώμην τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Ἡ διάσκεψις, συνελθοῦσα τὴν 29ην Αὐγούστου καὶ διαρκέσασα ἐπὶ δεκαήμερον, οὐδέν ἀπέδωσε, λόγῳ τῆς ἀρνήσεως τῆς Τουρκίας νὰ δεχθῇ ὄχι μόνον αὐτοδιάθεσιν ἀλλὰ καὶ αὐτοκυβέρνησιν τῆς νήσου. Πρὸς ὑπογράμμισιν δὲ τῆς ἐχθρικῆς στάσεώς της, ἡ ὑπὸ τὸν Ἀντνάν Μεντερὲς τουρκικὴ κυβέρνησις ὡργάνωσε ἐπιθέσεις τοῦ ὄχλου ἐναντίον τῶν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ Σμύρνην ῾Ελλήνων. Κατοικίαι, καταστήματα, ἐκκλησίαι ἐλεηλατήθησαν καὶ ἐπυρπολήθησαν ἐνῷ πλεῖστα μέλη τῆς ἑλληνικῆς μειονότητος ἐκακοποιήθησαν. Ὑπεχρεώθησαν βεβαίως οἱ Τοῦρκοι, κατόπιν ἐπεμβάσεως καὶ τῆς ἀμερικανικῆς κυβερνήσεως, νὰ παράσχουν πλήρη ἡθικὴν ἱκανοποίησιν πρὸς τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ ἀποζημιώσουν τοὺς ὑποστάντας ζημίαν Ἕλληνας. Αἱ ἑλληνοτουρκικαὶ ὅμως σχέσεις ὑπέστησαν βαρύτατον πλῆγμα.

Ἡ Κυβέρνησις Καραμανλῆ

Τὴν 4ην Ὀκτωβρίου 1955, κατόπιν μακρᾶς ἀσθενείας, ἀπέθανεν ὁ Ἀλεξ. Παπάγος. Τὴν μεθεπομένην ἐσχημάτιζε κυβέρνησιν ὁ μέχρι τότε ὑπουργὸς Δημοσίων Ἔργων καὶ Συγκοινωνιῶν Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, μὲ ὑπουργὸν ᾽Εξωτερικῶν τὸν Σπυρ. Θεοτόκην. (῾Η ὑπὸ τοῦ Βασιλέως ἐπιλογὴ τοῦ Κ. Καραμανλῆ καὶ ὄχι ἑνὸς ἐκ τῶν δύο ἀντιπροέδρων τῆς κυβερνήσεως Παπάγου Στ. Στεφανοπούλου καὶ Π. Κανελλοπούλου, προεκάλεσεν ἀντίδρασιν. Ἀλλ’ ἡ μεγίστη μερίς, πλὴν μικρᾶς ὁμάδος ὑπὸ τὸν Στεφανόπουλον, τῶν βουλευτῶν τοῦ Ε.Σ. ἐψήφισε τὴν νέαν κυβέρνησιν).
Ὁ Καραμανλῆς ἀπεφάσισε νὰ συνεχισθοῦν αἱ συνομιλίαι μέ τὴν Μ. Βρεταννίαν, πρὸ πάσης νέας συζητήσεως τοῦ Κυπριακοῦ εἰς τὰ Ἡνωμ. Ἔθνη. Αἰ συνομιλίαι θά διεξήγοντο μεταξὺ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου καὶ τοῦ ἀπὸ τοῦ Ὀκτωβρίου νέου διοικητοῦ τῆς Κύπρου στρατάρχου σέρ Τζὼν Χάρντινγκ. Οὗτος ἐνετάλη νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Μακάριον αὐτοκυβέρνησιν τῆς νήσου, μὴ ἀποκλείουσαν διὰ τὸ μέλλον τὸ δικαίωμα τῆς αὐτοδιαθέσεως, δηλαδὴ τῆς ἑνώσεως. ῾Η πρότασις Χάρντιγκ ἀπέκλειεν, ἐξ ἄλλου, τὴν συμμετοχὴν τῶν Τούρκων εἰς τὴν διοίκησιν τῆς νήσου μὲ ἀποφασιστικὴν γνώμην (βέτο).
Ὁ Καραμανλῆς, αἰσθανόμενος τὴν ἀνάγκην νὰ στηριχθῇ ἐπί ἰδικῆς του κοινοβουλευτικῆς βάσεως, διέλυσε, τὸν Ἰανουάριον 1956, τὴν Βουλὴν καὶ προεκήρυξε νέας ἐκλογὰς διὰ τὴν 19ην Φεβρουαρίου. Οἱ ἀντίπαλοί του, προφασιζόμενοι ὅτι ὁ ψηφισθεὶς, τὸν Δεκέμβριον 1955, ἐκλογικὸς νόμος, ὁ ὁποῖος προέβλεπε τὴν ἐφαρμογὴν μικτοῦ ἐκλογικοῦ συστήματος (πλειονοψηφικὸν εἰς τὰς μικρὰς περιφερείας, ἀναλογικὴ ἐκπροσώπησις εἰς τὰς μεγάλας) ἦτο δυσμενὴς δι’ ἕνα ἕκαστον ἐξ αὐτῶν κεχωρισμένως, συνέπηξαν συνασπισμόν, εἰς τὸν ὁποῖον περιέλαβον καὶ τὴν ΕΔΑ, ἡ ὁποία μέχρι τότε εὑρίσκετο εἰς ἠθικὴν καὶ πολιτικὴν ἀπομόνωσιν. Οὕτω ὁ συνασπισμὸς μετεβλήθη εἰς λαϊκὸν μέτωπον, δηλαδὴ εἰς τὴν μορφὴν συνεργασίας τὴν ὁποίαν ἐπεδίωκον οἱ Κομμουνισταὶ διὰ νὰ νομιμοποιηθοῦν καί, διὰ τῆς νομιμοποιήσεως, νὰ ἐπιτύχουν διάβρωσιν τοῦ κρατοῦντος καθεστῶτος.
Τὸ ἐκλογικὸν ἀποτέλεσμα ἔδωσεν 165 ἕδρας εἰς τὸν Καραμανλῆν, ὁ ὁποῖος κατῆλθεν εἰς τὰς ἐκλογὰς ἐπὶ κεφαλῆς νέου κόμματος, τῆς ᾽Εθνικῆς Ριζοσπαστικῆς Ἑνώσεως (ΕΡΕ). Οἱ ἀντίπαλοί του ἔλαβον 135 ἕδρας, ἐκ τῶν ὁποίων αἱ 18 ἀνῆκον εἰς τὴν ΕΔΑ. Τὸ μόνον κόμμα, τὸ ὁποῖον δὲν μετέσχε τοῦ Λαϊκοῦ Μετώπου, τῶν Προοδευτικῶν ὑπὸ τὸν Σπυρ. Μαρκεζίνην, οὐδεμίαν ἕδραν ἐκέρδισεν. (Ὁ Σπ. Μαρκεζίνης, κατόπιν διαφωνίας πρὸς τὸν Παπάγον, εἶχε παραιτηθῇ τὴν 1ην Ἀπριλίου 1954. Τὰς ἀρχὰς 1955, ἵδρυσε τὸ κόμμα τῶν Προδευτικῶν, εἰς τὸ ὁποῖον προσεχώρησαν 30 βουλευταὶ τοῦ Ε.Σ.). Εἰς τὰς ἐκλογὰς τῆς 19ης Φεβρουαρίου 1956 ἐψήφισαν, διὰ πρώτην φοράν, αἱ γυναῖκες. Εἰς τὴν μετεκλογικὴν δὲ κυβέρνησιν τοῦ Κ. Καραμανλῆ, ἡ ὁποία ἐσχηματίσθη τὴν 29ην Φεβρουαρίου, μετείχε, διὰ πρώτην ἐπίσης φοράν, καὶ γυναῖκα, ἡ Λίνα χήρα Παναγῆ Τσαλδάρη ὡς ὑπουργὸς Κοινωνικῆς Προνοίας.
᾽Εν τῶ μεταξὺ κατὰ τὴν προεκλογικὴν περίοδον ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, ὑπὸ τὴν πίεσιν ἀδιαλλάκτων στοιχείων, προέβαλε νέας ἀξιώσεις, τὰς ὁποίας δὲν ἀπεδέχθησαν οἱ Βρεταννοί. ᾽Εματαιώθη οὕτω ἡ μόνη συμβιβαστικὴ λύσις, ἡ ὁποία, διὰ τῆς αὐτοκυβερνήσεως, θὰ ἔφερεν ἐντὸς 10 - 15 ἐτῶν εἰς τὴν αὐτοδιάθεσιν. Ἐξοργισθέντες οἱ Βρεταννοὶ ἐκ τῆς ἀδιαλλαξίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου διέπραξαν βαρύτατον σφάλμα. Προέβησαν τὴν 9ην Μαρτίον 1956 εἰς τὴν σύλληψίν του, ὡς καὶ τοῦ Μητροπολίτου Κηρυνείας Κυπριανοῦ, καὶ τὴν ἐν συνεχείᾳ ἐκτόπισίν των, ὁμοῦ μετὰ τοῦ δημοσιογράφου Πολυκάρπου Ἰωαννίδη, εἰς μίαν ἐκ τῶν Σεϋχελλῶν νήσων τοῦ Ἰνδικοῦ ᾽Ωκεανοῦ. Ἡ ἀγγλικὴ ἐνέργεια εἶχεν ὡς ἄμεσον συνέπειαν τὴν ἀνάκλησιν τοῦ ἐν Λονδίνω Ἕλληνος πρεσβευτοῦ καὶ τὴν κατάθεσιν νέας προσφυγῆς εἰς τὰ Ἡνωμ. Ἔθνη.
Δὲν περιωρίσθησαν οἱ Βρεταννοὶ εἰς τὴν ἄστοχον αὐτήν πρᾶξιν. Προέβησαν καὶ εἰς τὴν δι’ ἀπαγχονισμοῦ, ἐκτέλεσιν Κυπρίων ἀγωνιστῶν - μελῶν τῆς ΕΟΚΑ. Οἱ ἐκτελεσθέντες ἦσαν νέοι ἡλικίας 18 - 20 ἐτῶν. Μὲ τὰ ὀνόματα τῶν δύο πρώτων τοῦ κυπριακοῦ ἀγῶνος, Καραολῆ καὶ Δημητρίου, ἐτιμήθη ἡ ὁδὸς τῶν Ἀθηνῶν, ἐπὶ τῆς ὁποίας εὑρίσκεται τὸ μέγαρον τῆς ἐν Ἀθήναις βρεταννικῆς πρεσβείας.
Ἡ ματαίωσις τῆς συμβιβαστικῆς λύσεως καὶ ἡ ἐκτράχυνσις τῆς εἰς Κύπρον καταστάσεως κατέστησαν δυσχερῆ τὴν θέσιν τοῦ ὑπουργοῦ τῶν ᾽Εξωτερικῶν Σπυρ. Θεοτόκη, ὁ ὁποῖος καὶ παρῃτήθη τὴν 28ην Μαΐου. Ἀντικατεστάθη ὑπὸ τοῦ μέχρι τότε ὑπουργοῦ τῆς Γεωργίας Εὐάγγ. Ἀβέρωφ - Τοσίτσα.
Κατὰ τὸ δεύτερον ἐξάμηνον τοῦ 1956 αἱ διεθνεῖς ἐξελίξεις κατέστησαν τὸ κυπριακὸν περίπλοκον θέμα. Τὰ τέλη ᾽Ιουλίου ὁ ἡγέτης τῆς Αἰγύπτου Νάσερ προέβη εἰς τὴν ἐθνικοποίησιν τῆς διώρυγος τοῦ Σουέζ. Οἱ Βρεταννοὶ καὶ οἱ Γάλλοι ἔχοντες τὴν πλειονοψηφίαν τῶν μετοχῶν τῆς ῾Εταιρείας ἡ ὁποία διεχειρίζετο τὴν διώρυγα, διεμαρτυρήθησαν ἐντόνως. Συνεκάλεσαν δὲ τὸν Αὔγουστον διάσκειψιν εἰς Λονδῖνον τῶν χωρῶν, αἱ ὁποῖαι διέθετον ἐμπορικὴν ναυτιλίαν καὶ ἐνδιαφέροντο ὅπως ἡ διὰ τῆς διώρυγος ναυσιπλοΐα εἶναι ἐλευθέρα. Ἡ Ἑλλὰς ἠρνήθη νὰ μετάσχῃ, ἐνῶ ὁ Χάρντιγκ, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ ΕΟΚΑ προσέφερε ἀνακωχὴν, ἠξίωσε τὴν ἄνευ ὄρων παράδοσίν της. Ἡ ἐξήγησις τῆς τοιαύτης στάσεώς του ἀνευρέθη εἰς τάς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις, εἰς τὰς ὁποίας ἀπεδύθησαν τὰς ἀρχάς Νοεμβρίου οἱ Βρεταννοὶ καὶ οἱ Γάλλοι, ἐν συνεργασίᾳ μὲ τὸ Ισραὴλ, διὰ νὰ καταλάβουν τὴν περιοχὴν τῆς διώρυγος. Ὡς βάσις ἐξορμήσεως ἐχρησιμοποιήθη ἡ Κύπρος. Ἠπειλήθη διεθνὴς σύρραξις, ἀποσοβηθεῖσα διὰ τῆς ἐπεμβάσεως τῶν Ἡνωμ. Πολιτειῶν. Οἱ Βρεταννοὶ καὶ οἱ Γάλλοι ἀπεσύρθησαν ἐκ τῆς περιοχῆς τῆς διώρυγος καὶ τὰ ἰσραηλινὰ στρατεύματα ἐκ τῆς περιοχῆς τῆς χερσονήσου Σινᾶ, τὴν ὁποίαν εἶχον καταλάβει. Τὸ θέμα τῆς ἐλευθέρας διά τῆς διώρυγος ναυσιπλοΐας ἐρρυθμίσθη διὰ μεταγενεστέρας συμφωνίας.
Λήγοντος τοῦ 1956 ὁ λόρδος Ράντκλιφ, Ἄγγλος νομομαθὴς, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ βρεταννικὴ κυβέρνησις ἀνέθεσε τὸ θέρος 1956 νὰ καταρτίσῃ σχέδιον συντάγματος διὰ τὴν Κύπρον, ἐτερμάτισε τὴν ἐργασίαν του. Τὰς ἀρχὰς Δεκεμβρίου ἦλθεν εἰς Ἀθήνας ὁ ὑπουργὸς τῶν Ἀποικιῶν Λέννοξ- Μπόϋντ καὶ ἔθεσεν ὑπ’ ὄψιν τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως τὸ καταρτισθὲν ὑπὸ τοῦ Ράντκλιφ σχέδιον.
Αὕτη τὸ ἀπέρριψε, διότι τοῦτο προέβλεπε τὴν συμμετοχὴν τῶν Τουρκοκυπρίων εἰς τὴν κυβέρνησιν καὶ τὴν διοίκησιν τῆς νήσου. Ἐξ ἄλλου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος ἠρνήθη νὰ συζητήση ἐπ’ αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον θὰ συνεχίζετο ἡ κράτησίς του.
Ἀρχομένου τοῦ 1957, ὁ σὲρ Ἄντονυ Ἦντεν παρῃτήθη καὶ τὸν διεδέχθη εἰς τὴν προεδρίαν τῆς ἀγγλικῆς κυβερνήσεως ὁ Χάρολντ Μακμίλλαν. Ὀλίγον ἀργότερον τὸν Φεβρουάριον ἡ Γενικὴ Συνέλευσις τῶν Ἡνωμ. ᾽Εθνῶν ἐξέδιδεν ἀπόφασιν ἐπὶ τῆς ἑλληνικῆς προσφυγῆς διὰ τῆς ὁποῖας συνίστα τὴν ἐξεύρεσιν «εἰρηνικῆς, δημοκρατικῆς καὶ δικαίας λύσεως» δι’ ἀπ’ εὐθείας συνεννοήσεων τῶν ἐνδιαφερομένων μερῶν. ῾Ως συνεννόησιν τῶν ἐνδιαφερομένων μερῶν ἡ ἑλληνικὴ πλευρὰ ἐθεώρει τὰς μεταξὺ Μ. Βρεταννίας καὶ Κυπρίων συνομιλίας, ἐνῷ τὸ Λονδῖνον καὶ ἡ Ἄγκυρα ὑπεστήριζον διαπραγματεύσεις μεταξὺ τῶν τριῶν κυβερνήσεων: ᾽Ενῷ συνεχίζοντο αἱ ἐπὶ τῆς ἐρμηνείας τῆς ἀποφάσεως συζητήσεις, ἡ βρεταννικὴ κυβέρνησις ἀπηλευθέρωσε τὸν Ἀπρίλιον τοὺς κρατουμένους εἰς τὰς νήσους Σεϋχέλλας. Δὲν τοὺς ἐπέτρεψεν ὅμως τὴν ἐπάνοδον εἰς Κύπρον. ᾽Εγκατεστάθησαν εἰς Ἀθήνας ἀπὸ 17ης Ἀπριλίου.
Κατὰ τὸ τελευταῖον τρίμηνον τοῦ 1957 ἐσημειώθησαν τρεῖς εὐνοϊκαὶ διὰ τὸ κυπριακὸν ἐξελίξεις. Τὸν Ὀκτώβριον ἡ ἀγγλικὴ κυβέρνησις ἀντικατέστησε τὸν στρατάρχην σέρ Τζὼν Χάρντιγκ διὰ τοῦ ἀνωτέρου ὑπαλλήλου σέρ Χιοὺ Φούτ, ἤδη λόρδου Κάραντον, τοῦ ὁποῖου ὁ ἀδελφὸς ἦτο βουλευτὴς τοῦ ᾽Εργατικοῦ Κόμματος. Τὸν ἴδιον μῆνα τὸ συνέδριον τοῦ ἐν λόγῳ κόμματος ἐψήφιζε πρότασιν περὶ ἐφαρμογῆς τῆς ἀρχῆς τῆς αὐτοδιαθέσεως εἰς Κύπρον. Τέλος τὸν Δεκέμβριον εἰς τὴν Γεν. Συνέλευσιν τῶν Ἡνωμ. Ἐθνῶν ἡ ἑλληνικὴ προσφυγὴ συνεκέντρωνε τὴν ἀπόλυτον πλειονοψηφίαν, ἀλλ’ ὄχι τὴν εἰδικὴν τῶν 2/3, ἡ ὁποία ἐχρειάζετο διὰ νὰ ὑπάρξη ἀπόφασις. Παρὰ ταῦτα, ἡ ψῆφος τῆς Γεν. Συνελεύσεως ἐπρόδινε σημαντικὴν πρόοδον τοῦ θέματος.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him