ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ



Της
Ελένης Καραμανώλη*




Ο «Πρωταγόρας», όπως τονίζει ο Taylor, είναι ίσως το κορυφαίο αριστούργημα του Πλάτωνα. Στο διάλογο αυτό διατυπώνεται κατά τον τρόπο αριστοτεχνικό η σωκρατική ηθική, βασική αρχή της οποίας είναι ότι η αρετή είναι γνώση και συνάμα περιγράφεται με ακρίβεια ο σκοπός της σοφιστικής παιδείας.
Ένα από τα σημεία στα οποία στρέφεται καταρχάς η φιλοσοφική συζήτηση είναι κατά πόσο ο σοφιστής μπορεί να αναλάβει το έργο της φιλοσοφικής διάπλασης, της μόρφωσης των νέων, μόρφωσης που ταιριάζει στον ελεύθερο άνθρωπο. Επειδή το διακύβευμα είναι μεγάλο, θα πρέπει πρώτα πρώτα να αποσαφηνιστεί «τι είναι σοφιστής» και ποιο είναι το περιεχόμενο της διδασκαλίας του. Έτσι το ερώτημα του Σωκράτη προς τον Πρωταγόρα είναι ποιο όφελος μπορεί να περιμένει κανείς από τη μαθητεία κοντά του.
O Schiller σε άρθρο του διατύπωσε τη δική άποψη για το σκοπό που έγραψε ο Πλάτωνας αυτόν τον διάλογο: δηλαδή ο Πλάτων χρησιμοποίησε αυτόν τον διάλογο ως πρόσχημα στην εκστρατεία του εναντίον των δικών του επαγγελματικών αντιπάλων, των Σοφιστών. Ο «Πρωταγόρας» είναι μεστός σε φιλοσοφικές ιδέες. Ο διάλογος λαμβάνει χώρα πριν ξεσπάσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος, γύρω στο 433 π.Χ.
Δύο είναι τα κύρια σημεία του διαλόγου: α) Οι διαφορετικές μέθοδοι του Σωκράτη και του Πλάτωνα: η μέθοδος του Πρωταγόρα είναι η ρητορική, ενώ η μέθοδος του Σωκράτη είναι η διαλεκτική και στοχεύει σε μία συστηματική σύνδεση των ηθικών ιδεών, β) η θέση του καθενός απέναντι στην ηθική.
Η συνήθης ερμηνεία του Πρωταγόρα είναι ότι ο Πλάτωνας βασικά παρουσιάζει έναν αγώνα ανάμεσα στο Σωκράτη και στον Πρωταγόρα με σκοπό να φανεί η υπεροχή του πρώτου5. Υπάρχουν διαφωνίες για το αν η βασική ερώτηση που συζητείται είναι η μέθοδος, η εκπαίδευση , η ηθική, η επιστημολογία αλλά όλοι συμφωνούν στο ότι ο πλατωνικός αυτός διάλογος βασικά είναι μία επίθεση στον Πρωταγόρα και στους σοφιστές.
Κατά τον Gagarin ο Πλάτων επιχειρεί στον «Πρωταγόρα» να δείξει ότι ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας συμφωνούν σε ορισμένα σημαντικά θέματα, όπως είναι η αρετή και η παιδεία, και να αποκαταστήσει με τον τρόπο αυτό ένα είδος συνέχειας ανάμεσα στη φιλοσοφική σκέψη του
Πρωταγόρα και του Σωκράτη.
Στην αρχή του διαλόγου ένας νέος μαθητής, ο Ιπποκράτης, προσέρχεται στον Πρωταγόρα, ο οποίος του εξηγεί τι σκοπεύει να τον διδάξει, δηλαδή σύνεση στα οικιακά θέματα, η οποία θα τον κάνει ικανό να διευθύνει άριστα το σπίτι του, και σοφία στα δημόσια πράγματα που θα τον κάνει ικανότατο να μιλάει και να ενεργεί στις υποθέσεις της πόλης»

(318e5-319α2):
«τὸ δὲ μάθημά ἐστιν εὐβουλία περὶ τῶν οἰκείων, ὅπως
ἂν ἄριστα τὴν αὑτοῦ οἰκίαν διοικοῖ, καὶ περὶ τῶν τῆς πόλεως, ὅπως τὰ
τῆς πόλεως δυνατώτατος ἂν εἴη καὶ πράττειν καὶ λέγειν».
«Και αυτό που θα μάθει είναι η σύνεση για τις ιδιωτικές του υποθέσεις,
πώς θα διοικεί άριστα το σπίτι του, και για τις υποθέσεις της πόλης, πώς θα γίνει
ικανότατος σε ό,τι κάνει και λέει για τα ζητήματα της πόλης.»

Στο ερώτημα του Σωκράτη αν αυτό που προσφέρεται να διδάξει ο Πρωταγόρας είναι η πολιτική τέχνη και αν ο Πρωταγόρας στοχεύει στο να κάνει τους ανθρώπους καλούς πολίτες, εκείνος απαντά καταφατικά (319α).11 Ο Σωκράτης εκφράζει τις αμφιβολίες του σχετικά με το αν η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί και φέρνει τα εξής επιχειρήματα: α) σε θέματα που τα διδάσκει κανείς ή τα μαθαίνει, όπως π.χ η αρχιτεκτονική και η ναυπηγική, οι Αθηναίοι δέχονται τη συμβουλή μόνο των ειδικών, αλλά για την πολιτική θεωρούν ότι όλοι οι πολίτες είναι ικανοί να δίνουν συμβουλές· β) οι σοφότεροι και οι καλύτεροι πολιτικοί αποδεικνύονται ανίκανοι να μεταδώσουν την πολιτική τους αρετή σε άλλους, ακόμα και στους ίδιους τους υιούς τους.
Ο σκεπτικισμός του Σωκράτη φέρνει σε αμηχανία τον Πρωταγόρα: αν παραδεχθεί ότι η αρετή δεν είναι διδακτή, τότε το επάγγελμά του δεν έχει καμία αξία· αν πάλι παραδεχθεί ότι είναι διδακτή, τότε υποσκάπτεται η αρχή της αθηναϊκής δημοκρατίας, «ότι δηλαδή τα ζητήματα της πολιτικής δεν είναι καθόλου τεχνικά θέματα, ώστε η συμβουλή του σιδηρουργού ή του υποδηματοποιού μπορεί να είναι εξίσου καλή με οποιουδήποτε άλλου, πράγμα που υποδηλώνει ότι οι αρετές είναι έμφυτες σε όλους τους ανθρώπους και όχι κάτι που μεταδίδεται με τη
διδασκαλία».
Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι η αποστολή του είναι η παιδεία και ότι όποιος μαθήτευσε σ’ αυτόν θα βελτιώνεται καθημερινά (318α).
Συνδέει, όπως βλέπουμε, ο Πρωταγόρας τη μόρφωση των ανθρώπων με τη διδασκαλία της αρετής και στοχεύει στο να κάνει τους ανθρώπους καλούς και ενεργούς πολίτες, πράγμα ακριβώς που έθελγε τους Αθηναίους που είχαν τη φιλοδοξία να εμπλακούν στη δημόσια ζωή. (312 a-b).
Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται δηλαδή ότι μπορεί να διδάξει την πολιτική αρετή. Έτσι τίθεται το ερώτημα για τον Πρωταγόρα με ποιον τρόπο μπορεί να διδάξει την αρετή, δεδομένου μάλιστα ότι οι πολλοί φρονούν ότι η αρετή δε διδάσκεται. Κατά τον Adkins η αρετή, την οποία ο Σωκράτης αρνείται να διδάξει είναι ταυτόσημη με την πολιτική τέχνη του
Πρωταγόρα: και τα δύο είναι δεξιότητες.
Ο όρος αρετή σήμαινε γενικότερα την υπεροχή σε μία ικανότητα ή τέχνη. Ένας δρομέας στην Ιλιάδα του Ομήρου έχει την αρετή των ποδιών του (δηλαδή την ταχύτητα) ή έχει μία υπεροχή στη μάχη. Ο Πλάτων τη χρησιμοποιεί για συγκεκριμένες επιδεξιότητες, όπως είναι «η αρετή της τέχνης του ξυλουργού ή οποιασδήποτε άλλης τέχνης» (Πρωταγόρας 322d) και φυσικά η «πολιτική αρετή». Αυτές τις δεξιότητες τις έδινε η φύση, αλλά τις ανέπτυσσε ο νέος, καθώς μεγάλωνε ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγαλυτέρων.
Ένας κοινός τόπος στις συζητήσεις της εποχής (5ος αιώνας) ήταν αν η αρετή είναι ζήτημα έμφυτου ταλέντου ή μπορεί να διδαχθεί και να βελτιωθεί με εκμάθηση. Ο Πρωταγόρας οφείλει να αιτιολογήσει στο Σωκράτη τον ισχυρισμό του ότι η πολιτική μπορεί να διδαχθεί, όπως διδάσκεται η γεωμετρία και η ιατρική. Ο Πρωταγόρας αρχίζει το λόγο του με ένα μύθο16(322d), το μύθο του Προμηθέα, σύμφωνα με τον οποίο ο Προμηθέας έκλεψε από τον ουρανό τη φωτιά και τη γνώση των κατασκευαστικών τεχνών και τα δώρισε στον άνθρωπο για να επιβιώσει με την ευφυΐα του, δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι κατώτερος των ζώων στο επίπεδο των ενστίκτων. Αλλά η ευφυΐα και η κατοχή της φωτιάς δεν
επαρκούσε στο στάδιο αυτό της φυσικής κατάστασης, γι’ αυτό και χρειάστηκε να οργανωθεί σε πόλεις για να αντιμετωπίσει έτσι τους πολλαπλούς κινδύνους από το φυσικό περιβάλλον.
Ο _ίας από φόβο μήπως εξαφανισθεί εντελώς το ανθρώπινο γένος έστειλε στους ανθρώπους τον Ερμή για να τους εφοδιάσει με δύο ηθικές αρετές, που ήταν η «αιδώς» και η «δίκη». Η «δίκη» είναι η αίσθηση της δικαιοσύνης, ενώ η «αιδώς» είναι μαζί το αίσθημα της ντροπής, της σεμνότητας και του σεβασμού προς τους άλλους. Ο Ερμής είχε εντολή να
μοιράσει τα δώρα αυτά σ’ όλους τους ανθρώπους , διότι σε διαφορετική περίπτωση η πολιτική και κοινωνική συνύπαρξη θα ήταν αδύνατη (322d).
Αυτές τις αρετές τις είχαν όλοι, διότι «ποτέ δε θα μπορούσαν να υπάρξουν πόλεις, αν αυτές τις αρετές τις είχαν μόνο λίγοι, όπως συμβαίνει με τις τέχνες».
Από την άλλη μεριά, ούτε και ο Δίας δε μπορούσε να εξασφαλίσει την καθολική ισχύ τους, διότι δεν αποτελούσαν μέρος της αρχικής φύσης του ανθρώπου. Γι’ αυτό και όποιος αποδειχθεί ανίκανος να τις αποκτήσει πρέπει να θανατώνεται. Συνεπώς οι αρετές αυτές δεν είναι φύσει, ούτε αποκτώνται αυτόματα, αλλά με διδασκαλία και εξάσκηση (323c-324d1).
Η ύπαρξη του ποινικού δικαίου αποδεικνύει ότι η αρετή είναι διδακτή. Οι άνθρωποι δεν τιμωρούν τους άλλους για τα ελαττώματα που οφείλονται στη φύση, στην τύχη, αλλά σίγουρα τους τιμωρούν, όταν είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως και όχι για λόγους εκδίκησης. Όταν τιμωρεί κανείς τους κακοποιούς, δε σκέπτεται ότι κάποιος έσφαλε στο παρελθόν, ούτε τον τιμωρεί, διότι έχει προηγούμενα μαζί του, εκτός αν εξωθείται σ’ αυτό από τυφλή εκδίκηση, όπως ένα άγριο θηρίο. Ο λογικός άνθρωπος δεν επιβάλλει την ποινή για το έγκλημα που έχει διαπραχθεί (σε τελευταία ανάλυση κανείς δε μπορεί να επανορθώσει κάτι που έγινε στο παρελθόν), αλλά το κάνει έχοντας στο νου του το μέλλον, για να αποτρέψει είτε τον ίδιο τον άνθρωπο, είτε κάποιον άλλο που θα προέβλεπε την τιμωρία του, αν διέπραττε το ίδιο έγκλημα. Αυτή όμως η άποψη ισοδυναμεί με την πίστη ότι η αρετή μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία· οπωσδήποτε η τιμωρία επιβάλλεται ως μέσο αποτροπής (324 α-e). Υπάρχουν τρεις θέσεις, κατά τον Schiappa, στο λόγο του «Πρωταγόρα» που είναι αυθεντικές :
1. Η πρώτη θέση αφορά στο διδακτό της αρετής. Η θέση αυτή είναι
κρίσιμη για το επάγγελμα του Σοφιστή.
2. Η δεύτερη θέση στο λόγο του «Πρωταγόρα» αφορά στη θεωρία
των ποινών, που εκτίθεται στο χωρίο 324a6-d1:

«οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ
τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως
τιμωρεῖται: ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ
παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται—οὐ γὰρ ἂν τό γε
πραχθὲν ἀγένητον θείη—ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις
ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα. καὶ
τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν:
ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει. ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν
ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. τιμωροῦνται δὲ καὶ
κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ
ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται: ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ
Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν
ἀρετήν. ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως
καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ
παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, Σώκρατες,
ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται.»
«Γιατί κανείς δεν τιμωρεί τους ανθρώπους που κάνουν αδικίες έχοντας αυτό στο
νου και για το λόγο αυτό, επειδή δηλαδή αδίκησαν˙ τουλάχιστον όποιος δεν
αδικείται σα ζώο, ασυλλόγιστα. Όποιος, όμως, έρχεται να τιμωρήσει με
περίσκεψη, δεν επιβάλλει τιμωρία για το αδίκημα που έγινε – γιατί δεν μπορεί,
εκείνο που έγινε να κάνει ώστε να μην έχει γίνει-αλλά χάρη του μέλλοντος, για
να μην αδικήσει ξανά ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε να τον τιμωρούν. Κι
όταν σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο, θεωρεί ότι η αρετή διδάσκεται. Τιμωρεί,
λοιπόν, με σκοπό να αποτρέψει από το κακό. Αυτή λοιπόν τη σκέψη κάνουν όλοι
όσοι επιβάλλουν τιμωρίες, και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή. Τιμωρούν,
βέβαια, και επιβάλλουν ποινές σ’ όσους κατά την γνώμη τους κάνουν αδικίες, και
οι άλλοι άνθρωποι, και μάλιστα οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου. Ώστε, σύμφωνα
με τούτο το συλλογισμό, και οι Αθηναίοι είναι από εκείνους που πιστεύουν ότι η
αρετή διδάσκεται και μαθαίνεται. Ότι, λοιπόν, δικαιολογημένα οι συμπολίτες σου
δέχονται και το σιδηρουργό και το σκυτοτόμο να τους συμβουλεύει για θέματα
πολιτικής αρετής, και ότι πιστεύουν πως η αρετή διδάσκεται και μαθαίνεται, στο
έχω αποδείξει ικανοποιητικά, Σωκράτη, όπως μου φαίνεται.»

Κατά τον Πρωταγόρα η ποινή μπορεί να αναμορφώσει τον άνθρωπο˙ είχε επομένως εκπαιδευτικό χαρακτήρα και απηχεί την αναλογική χρήση της ιατρικής ορολογίας και τη διάκριση μεταξύ κρείττονος και ήσσονος λόγου στον «Πρωταγόρα».
3. Η Τρίτη θέση αφορά στο ρόλο του λόγου στην πόλη (322e3-323a3) :

«ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολιτικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ δικαιοσύνης
πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης, εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται, ὡς
παντὶ προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς ἢ μὴ εἶναι πόλεις.»

«Όταν, όμως, έρχονται να ζητήσουν γνώμη σε θέμα που αφορά την πολιτική
ικανότητα, γνώμη που ολόκληρη πρέπει να περνά από τη δικαιοσύνη και τη
σωφροσύνη, τότε σωστά ακούν τη γνώμη κάθε άνδρα, γιατί σ’ όλους ταιριάζει να
έχουν μέρος στην ικανότητα αυτή˙ διαφορετικά δεν θα υπάρχουν πόλεις.»

Διάφοροι μελετητές υποστηρίζουν ότι εδώ για πρώτη φορά στην ιστορία τίθενται οι θεωρητικές βάσεις για τη συμμετοχική δημοκρατία. Όπως παρατηρεί στο σημείο αυτό ο Guthrie, «η άποψη του Πρωταγόρα για τις έννοιες «αρετή», «δίκη» και «νόμος» προϋποθέτει ότι η ανθρώπινη φύση, πριν επηρεαστεί από την εκπαίδευση είχε μέσα της τη δυνατότητα για ηθική πρόοδο, αν και η πραγματικότητα αυτής της προόδου είναι θέμα πείρας και αγωγής».
Αυτό ακριβώς στη συνέχεια του διαλόγου επιχειρεί να δείξει ο Πρωταγόρας εγκαταλείποντας το μύθο και προχωρώντας σ’ ένα βαρυσήμαντο λόγο όπου «εξετάζονται τρία κύρια σημεία: (1) πώς όλοι οι
άνθρωποι μετέχουν στη αρετή αν όχι εκ φύσεως (2) γιατί οι καλοί άνθρωποι κατά την κοινή αντίληψη δε διδάσκουν στους γιους τους την αρετή και (3) γιατί οι γιοι επιφανών ανδρών συχνότατα δεν εμφανίζουν την αρετή των γονιών τους; »
Κατά τον Πρωταγόρα η αρετή είναι η βάση όλων των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και διδάσκεται από τους γονείς, τις τροφούς και τους δασκάλους. Αρχικά οι γονείς και οι τροφοί μαθαίνουν στο παιδί τι είναι ορθό και τι είναι λάθος. Αργότερα οι δάσκαλοι τους μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση και προσπαθούν να ενσταλάξουν στον έφηβο προπαντώς ευψυχία και ανδροπρεπή χαρακτήρα, τα σπουδαιότερα δηλαδή προσόντα ενός μελλοντικού στρατιώτη.
Όταν ο έφηβος ανδρώνεται, η πόλη του δίνει με τους νόμους τον κανόνα που πρέπει να διέπει τη συμπεριφορά του στη ζωή και τον τιμωρεί αν δε μάθει από τον κανόνα αυτό να «διοικεί και να διοικείται». Από τη σκοπιά αυτή ο βίος του πολίτη αποτελεί συνεχή προοδευτική διεργασία εκμάθησης της αρετής (325c-326e).
Ο Πρωταγόρας λοιπόν υποστηρίζει ότι τόσο ο λόγος, όσο και ο μύθος δείχνουν ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί και εξηγεί τη διαφορά στην αρετή ανάμεσα στους γιους και τους πατέρες (328c). Ο μύθος και ο λόγος του Πρωταγόρα εκφράζουν, όπως παρατηρεί ο Kerferd, «το ίδιο πράγμα: Η παροχή της αιδούς και της δίκης είναι η παιδεία που όλοι οι άνθρωποι λαμβάνουν μέσα στην κοινότητα».
Κατά το Morgan ο μύθος, οι μυθολογικοί χαρακτήρες και οι καταστάσεις χρησιμοποιούνται ως ηθικά πρότυπα μέσα από τα οποία οι σοφιστές διαφημίζουν τον ηθικό χαρακτήρα και τα οφέλη της διδασκαλίας τους, ενώ παράλληλα επιδεικνύουν και τη ρητορική τους δεινότητα.
Η επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα, αν την εξετάσουμε προσεκτικά, βασίζεται, όπως παρατηρεί ο Taylor23,στην απλή ταύτιση της αρετής με τις παραδόσεις μιας υπαρκτής πολιτισμένης πολιτείας και δε φαίνεται να απαντά στο σκεπτικισμό του Σωκράτη. Η θέση του ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή κατανοείται μόνο αν τη συνδέσουμε με τη βασική παραδοχή του ότι η ηθική είναι τελείως σχετική, που σημαίνει ότι το ηθικό κριτήριο ορίζεται στο πλαίσιο της εκάστοτε κοινωνίας, στην οποία είναι ενσωματωμένα τα διάφορα «ήθη» ή ένα σύστημα συμβατικών κανόνων και παραδόσεων. Οι νόμοι συνεπώς και τα ήθη που προέρχονται
από την ανθρώπινη φύση και είναι καλά, εφόσον βοηθούν τους ανθρώπους στην κοινωνική ζωή τους. Ο Πρωταγόρας πρεσβεύει ότι ο άνθρωπος δεν είναι φύσει προκαθορισμένος, αλλά μπορεί να αλλάξει˙ έχει δηλαδή μια δυναμική και όχι μια στατική αντίληψη για την κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή η αρετή είναι κατά τον Πρωταγόρα διδακτή25(316b7-c2).
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι η θέση του Σωκράτη είναι διαμετρικά αντίθετη μ’ εκείνη του Πρωταγόρα. Ο Σωκράτης ταυτίζοντας την ηθική (αρετή) με τη γνώση θεωρεί ότι δεν είναι σχετική και ότι δεν είναι ζήτημα αφομοίωσης των παραδόσεων, όπως νομίζει ο Πρωταγόρας,
αλλά ζήτημα κατανόησης και αρχών.
Από τη σκοπιά αυτή η ηθική (αρετή) είναι γνώση και συνεπώς διδακτή. Η αρετή δεν είναι τεχνική επιδεξιότητα, όπως νομίζει ο Πρωταγόρας. Έτσι ο σχετικισμός του Πρωταγόρα έρχεται σε αντίθεση με τη θέση του ότι η αρετή είναι διδακτή και ότι χρειάζεται τον επαγγελματία σοφιστή για να τη διδάξει στους νέους. Ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας εκκινούν από μία διαφορετική έννοια της αρετής, γι’ αυτό η διαφωνία τους είναι αγεφύρωτη. _στόσο και ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας, όπως επισημαίνει ο Kerferd και ο Crombie «πιστεύουν ότι η παιδεία αποτελεί το κλειδί για όλα τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα26. Διαφέρουν ριζικά ως προς το περιεχόμενό της, αλλά αυτό είναι όλο κι όλο. Πιστεύουν ότι αρκεί να μπορούσαν να εξαναγκαστούν οι άνθρωποι να καταλάβουν το λάθος των πράξεών τους και δε θα τις έκαναν. Ούτε ο Σωκράτης, ούτε ο Πρωταγόρας είναι διατεθειμένοι να δεχθούν το δόγμα -σαφώς οικείο και τότε όπως και σήμερα- ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από τους ανθρώπους να πάνε κόντρα στις παρορμήσεις τους.
Για τον Πρωταγόρα, όπως είδαμε, η αρετή καθεαυτή δεν ήταν αρχικά μέρος της φύσης. Οι διάφορες αρετές που αποτέλεσαν προϋπόθεση της κοινωνικής συνύπαρξης, αποκτήθηκαν βαθμιαία και ύστερα από μακρόχρονη εμπειρία -γι’ αυτό και όλοι έχουν ορισμένα στοιχεία αρετής-
και με τη διδασκαλία από τα πρώτα παιδικά χρόνια.
Ο σκοπός του φιλοσόφου είναι θεωρητικός και στοχεύει στην αντικειμενική γνώση του κόσμου. Οι σοφιστές επιδιώκουν να μεταδώσουν στους μαθητές τους τις γνώσεις εκείνες που χρειάζονται για τον ατομικό και κοινωνικό βίο. Ο σκοπός τους δηλαδή είναι καθαρά πρακτικός, η υποκειμενική γνώση. Ο Πρωταγόρας συνδέει εδώ το διδακτό της αρετής με τη φυσική ικανότητα, η οποία επιτρέπει ή εμποδίζει την εκμάθηση της αρετής. Έτσι, αποσυνδέει ο Σοφιστής την έννοια της αρετής από τη φιλοσοφική διερεύνηση της θεμελίωσής της στην ιδέα του αγαθού και μεταθέτει το όλο πρόβλημα της διδασκαλίας της αρετής στο επίπεδο της διαχείρισης των πολιτικών πραγμάτων. Για τη διαχείριση καταλληλότερος είναι ο σοφιστής-ρήτορας όχι ο φιλόσοφος. Ο Πλάτων δια στόματος του Σωκράτη αμύνεται ενάντια στην αναγωγή της φιλοσοφίας στη ρητορική ˙ με το επιχείρημα ότι μόνο ο φιλόσοφος που γνωρίζει το αγαθό – με τη δεσμευτικότητα που αυτό συνεπάγεται – μπορεί να αναλάβει το έργο της διαπαιδαγώγησης των νέων και όχι ο σοφιστής, ο ρήτορας. Ο Πλάτωνας εκφράζει τον έντονο σκεπτικισμό του σε ό,τι αφορά τον εκπαιδευτικό ρόλο των Σοφιστών στην Πολιτεία:

«Εκαστος τῶν μισθαρνούντων ἰδιωτῶν,
οὓς δὴ οὗτοι σοφιστὰς καλοῦσι καὶ ἀντιτέχνους ἡγοῦνται, μὴ ἄλλα
παιδεύειν ἢ ταῦτα τὰ τῶν πολλῶν δόγματα, ἃ δοξάζουσιν ὅταν
ἁθροισθῶσιν, καὶ σοφίαν ταύτην καλεῖν· οἷόνπερ ἂν εἰ θρέμματος
μεγάλου καὶ ἰσχυροῦ τρεφομένου τὰς ὀργάς τις καὶ [b.] ἐπιθυμίας
κατεμάνθανεν, ὅπῃ τε προσελθεῖν χρὴ καὶ ὅπῃ ἅψασθαι αὐτοῦ, καὶ
ὁπότε χαλεπώτατον ἢ πρᾳότατον καὶ ἐκ τίνων γίγνεται, καὶ φωνὰς δὴ
ἐφ’ οἷς ἑκάστας εἴωθεν φθέγγεσθαι, καὶ οἵας αὖ ἄλλου φθεγγομένου
ἡμεροῦταί τε καὶ ἀγριαίνει, καταμαθὼν δὲ ταῦτα πάντα συνουσίᾳ τε
καὶ χρόνου τριβῇ σοφίαν τε καλέσειεν καὶ ὡς τέχνην συστησάμενος
ἐπὶ διδασκαλίαν τρέποιτο, μηδὲν εἰδὼς τῇ ἀληθείᾳ τούτων τῶν
δογμάτων τε καὶ ἐπιθυμιῶν ὅτι καλὸν ἢ αἰσχρὸν [c.] ἢ ἀγαθὸν ἢ κακὸν
ἢ δίκαιον ἢ ἄδικον, ὀνομάζοι δὲ πάντα ταῦτα ἐπὶ ταῖς τοῦ μεγάλου
ζῴου δόξαις, οἷς μὲν χαίροι ἐκεῖνο ἀγαθὰ καλῶν, οἷς δὲ ἄχθοιτο κακά,
ἄλλον δὲ μηδένα ἔχοι λόγον περὶ αὐτῶν, ἀλλὰ τἀναγκαῖα δίκαια
καλοῖ καὶ καλά, τὴν δὲ τοῦ ἀναγκαίου καὶ ἀγαθοῦ φύσιν, ὅσον
διαφέρει τῷ ὄντι, μήτε ἑωρακὼς εἴη μήτε ἄλλῳ δυνατὸς δεῖξαι.
τοιοῦτος δὴ ὢν πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής;»
«Όλοι αυτοί οι ιδιωτικοί με μισθό δάσκαλοι, που τους ονομάζει ο λαός
σοφιστές και αντιτέχνους του, δεν κάνουν άλλο παρά να διδάσκουν τα ίδια
δόγματα που ακολουθά και ο όχλος στις συγκεντρώσεις του κι αυτό είναι που το
λένε σοφία˙ το ίδιο δηλαδή πράγμα, όπως ένας άνθρωπος να σπούδαζε
προσεκτικά τα ένστικτα και τις ορέξεις ενός μεγάλου και δυνατού και
καλοτρεφούμενου ζώου και να ξερε πότε και πώς να το πλησιάζει, πότε κι από τι
αγριεύει ή μερώνει, ποιες φωνές συνηθίζει να βγάζει σε τούτη ή στην άλλη
περίσταση, και αφού τα μάθει όλα αυτά με τον καιρό και τη συνήθεια, να το
ονομάσει αυτό σοφία και να συστηματοποιήσει σαν τέχνη που ν’ αρχίσει να τη
διδάσκει, χωρίς να γνωρίζει αληθινά ποιο από αυτά τα δόγματα και τις επιθυμίες
είναι ωραίο ή άσχημο, καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο, αλλά όλα αυτά να τα
ονομάζει σύμφωνα με τις αντιλήψεις του μεγάλου ζώου, καλά όσα το
ευχαριστούν, κακά όσα το εξαγριώνουν και δίκαια όσα ικανοποιούν τις φυσικές
του ανάγκες χωρίς καμίαν άλλη διάκριση, γιατί ούτε ο ίδιος έχει ποτέ καταλάβει
ούτε σε άλλον είναι σε θέση να δείξει ποια πραγματική διαφορά υπάρχει ανάμεσα
στη φυσική ανάγκη και στο αγαθό. Ένας τέτοιος λοιπόν διδάσκαλος, πες μου να
ζεις, δε θα σου φαινόταν αλλόκοτος;»


Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το εξής: είναι η μαρτυρία του Πλάτων αξιόπιστη; Με άλλα λόγια, μας δίνει η πλατωνική μαρτυρία μία αληθοφανή εικόνα της φιλοσοφίας του Πρωταγόρα σχετικά με τα προβλήματα που θίγονται στο διάλογο που φέρει το όνομά του;
Ο Πρωταγόρας, όπως παρουσιάζεται στο διάλογο του Πλάτωνα φαίνεται ότι πρεβεύει το διδακτό της αρετής. Πρεσβεύει ότι η φυσική δεξιότητα και η διδασκαλία είναι συμπληρωματικά στοιχεία, διότι η φύση του ανθρώπου δεν είναι αμετάκλητα καθορισμένη. Ο άνθρωπος επιδέχεται βελτίωση με τη διδασκαλία, η οποία διαμορφώνει τη φύση του. Κατά τον
Guthrie, οι μαρτυρίες του Πλάτωνα στο σημείο αυτό ανταποκρίνεται στα
πράγματα, καθότι αυτές «συμφωνούν με τα ελάχιστα σωζόμενα παραθέματα από τον ίδιο τον Πρωταγόρα που έχουν σχέση με το θέμα».


*
Απόσπασμα από την
μεταπτυχιακή της διατριβή «Ο Πλάτων και οι Σοφιστές»
[GRI-2011-6446] Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης






DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him