Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«-Ακούς εκεί η πόρνη να πηδιέται με τους αλήτες του λιμανιού!»
«-Ηρέμησε ρε συ Ευγένη. Δεν είναι όπως τα λές»
Ο δραπέτης Περικλής Καραμαλέγκος, προσπαθούσε να συνεφέρη τον φίλο του Ευγένη, καθώς αυτός μόλις είχε μάθει ότι η γυναίκα του είχε περιπέσει στις τάξεις των ιεροδούλων και ήταν έξαλλος. Ο διάλογος γινόταν σε μιαν ελεεινήν ταβέρνα, της οποίας η βρώμα απ’ το κρασί και την τσίκνα ήταν υποφερτή μόνο στα αλάνια, τους κουρελήδες και τους μεθύσους του λιμανιού της Σμύρνης.
«-Και τι να πώ ρε Περικλή; Ύστερα απ’ όλα αυτά που ζήσαμε και πάθαμε, αυτή να καταντήση μια ελεεινή; Μια τσούλα; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Εγώ σάπιζα στη φυλακή κι αυτή…
«-Αλλάζουν τα πράγματα αδερφέ. Κοίτα πως αλλάξαμε εμείς! Δεν ήμασταν κάποτε νοικοκυραίοι, μορφωμένοι, κάποιοι μέσα στην κοινωνία; Κοίτα φίλε πως καταντήσαμε! Εγώ κουρελής κυνηγημένος κι εσύ βρωμιάρης να ‘χης να πλυθής τρίς μήνες φοβούμενοι κι οι δυό και την σκιά μας. Δραπέτες. Το τελευταίο έσκυψε να του το ψιθυρίση στ’ αυτί. Εκείνη η παντέρμη τι ήθελες να κάμη ε; Μόνη μέσα στους απίστους, δίχως άντρα σαν σε πήρανε οι χωροφυλάκοι;»
«-Παράτα με μωρέ. Εμείς μπήκαμε φυλακή. Εκείνη όμως; Εγω σου λέω πως της αρέσει. Μετά από τότε…»
«-Σώπα δύστυχε και δεν ξέρεις τι λές. Αναγκεμένη είναι η γυναίκα. Και άμα τη βρής και της μιλήσης θα το δής».
«-Σίγουρα θα την βρώ. Μα απ’ εκείνο το γιόμα αυτής της αρέση. Εγώ στο λέω ο Ευγένης…»
Συνέχισαν να πίνουν και να ελεεινολογούν, εν ώ η μέρα μόλις άρχιζε να φωτίζη τα πλοιάρια και τις βάρκες που ταν δεμένες στην προβλήτα της ωραίας Σμύρνης.

(συνεχίζεται)
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him