της Ιωάννας Φάφκα
- φιλολόγου
Α) ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ελληνικές ποιητικές φωνές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1931 στην Θεσσαλονίκη, όπου οι γονείς του κατέφτασαν ως ανταλλάξιμοι από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 1924 και τα πρώτα χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται από την ανάγκη του βιοπορισμού. Σε κατοπινές συνεντεύξεις του χαρακτηρίζει τη μητέρα του ως ουρμπανίστρια με αταβιστική έπαρση, αυστηρή και άκρως ηθικολόγο και τον πατέρα του ήπιο, «άπραγο» άνθρωπο, ο οποίος δυσκολευόταν να βρει εργασία και σπαταλούσε τα χρήματα που έβγαζε στις συνοικιακές ταβέρνες. Από την παιδική του ηλικία έρχεται σε επαφή με ποικίλους ανθρώπινους τύπους αλλά και συμπεριφορές, που μένουν χαραγμένα στη συνείδησή του: η μάνα και η κόρη «ελευθερίων ηθών», που έμεναν στο διπλανό τους δωμάτιο κατά τα έτη 1939-1940 και τραγουδούσαν «βαριά μάγκικα τραγούδια», η Πιπίτσα, κόρη της δεύτερης οικογένειας, που ζούσε στο ίδιο σπίτι μαζί τους, και ήταν η μοδίστρα, στην οποία τον έστελνε η μητέρα του να παίζει με κούκλες, όταν τον τιμωρούσε, ο Λάκης, ο πρώτος φοιτητής, τον οποίο γνώρισε και τον οποίο είχε ηρωοποιήσει είναι κάποια από αυτά.[1]Από το 1940 υπήρξε συνδεδεμένος με τη χριστιανική δράση και τα κατηχητικά, από τα οποία αποπέμφθηκε το 1952 εξαιτίας της β΄ έκδοσης της ποιητικής συλλογής Εποχή των ισχνών αγελάδων.[2]
Ο Χριστιανόπουλος φωτογραφημένος από το Σπύρο Στάβερη (2011, ΜΦΘ) |
Α) ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ελληνικές ποιητικές φωνές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1931 στην Θεσσαλονίκη, όπου οι γονείς του κατέφτασαν ως ανταλλάξιμοι από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 1924 και τα πρώτα χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται από την ανάγκη του βιοπορισμού. Σε κατοπινές συνεντεύξεις του χαρακτηρίζει τη μητέρα του ως ουρμπανίστρια με αταβιστική έπαρση, αυστηρή και άκρως ηθικολόγο και τον πατέρα του ήπιο, «άπραγο» άνθρωπο, ο οποίος δυσκολευόταν να βρει εργασία και σπαταλούσε τα χρήματα που έβγαζε στις συνοικιακές ταβέρνες. Από την παιδική του ηλικία έρχεται σε επαφή με ποικίλους ανθρώπινους τύπους αλλά και συμπεριφορές, που μένουν χαραγμένα στη συνείδησή του: η μάνα και η κόρη «ελευθερίων ηθών», που έμεναν στο διπλανό τους δωμάτιο κατά τα έτη 1939-1940 και τραγουδούσαν «βαριά μάγκικα τραγούδια», η Πιπίτσα, κόρη της δεύτερης οικογένειας, που ζούσε στο ίδιο σπίτι μαζί τους, και ήταν η μοδίστρα, στην οποία τον έστελνε η μητέρα του να παίζει με κούκλες, όταν τον τιμωρούσε, ο Λάκης, ο πρώτος φοιτητής, τον οποίο γνώρισε και τον οποίο είχε ηρωοποιήσει είναι κάποια από αυτά.[1]Από το 1940 υπήρξε συνδεδεμένος με τη χριστιανική δράση και τα κατηχητικά, από τα οποία αποπέμφθηκε το 1952 εξαιτίας της β΄ έκδοσης της ποιητικής συλλογής Εποχή των ισχνών αγελάδων.[2]