Ἡ Κόλασις τοῦ Δάντη (inferno)





DANTE ALIGHIERI (Φλωρεντία 1265 – Ραβέννα 1321). Ιταλός ποιητής, φιλόλογος και πολιτικός στοχαστής. Σπούδασε θεολογία, νομικά και φιλολογία και μελέτησε τους κλασικούς (Έλληνες και Λατίνους) ποιητές και φιλοσόφους. Αναμίχθηκε στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του, με αποτέλεσμα να εξοριστεί από τη Φλωρεντία (1302). Από τότε μέχρι τον θάνατό του περιπλανήθηκε σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Έγραψε φιλοσοφικές και πολιτικές πραγματείες, κυρίως όμως ασχολήθηκε με την ποίηση. Σπουδαίο λυρικό έργο της νεότητάς του υπήρξε η συλλογή Νέα Ζωή (1292-93). Με τη Θεία Κωμωδία (1307-21) διαμόρφωσε τη γλώσσα της Τοσκάνης σε υψηλό εκφραστικό όργανο και συνέβαλε στο να επιβληθεί ως κοινή ιταλική γλώσσα.
 


 
***

Η «Κόλαση» είναι το πρώτο από τα τρία μέρη της Θείας Κωμωδίας του Ντάντε — τα άλλα δύο είναι το «Καθαρτήριο» και ο «Παράδεισος». Το κάθε μέρος αποτελείται από τριάντα τρία άσματα, αναλογία με βάση τριαδική (ο αριθμός τρία θεωρείται ιερός). Μαζί με το προοιμιακό άσμα το όλο έργο αποτελείται από εκατό άσματα, αριθμό πολλαπλάσιο του δέκα, το οποίο είναι σύμβολο της τελειότητας. Ονομάστηκε Κωμωδία όχι γιατί έχει κάποια σχέση με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, αλλά επειδή, ενώ αρχίζει με την περιγραφή θλιβερών πραγμάτων, οδηγείται σε χαρμόσυνο τέλος (το επίθετο Θεία προστέθηκε στον τίτλο του από τους μεταγενέστερους). Το έργο, που αποτελεί την υψηλότερη έκφραση των πνευματικών αναζητήσεων του χριστιανικού ουμανισμού του τέλους του Μεσαίωνα, είναι η ποιητική περιγραφή μιας περιπλάνησης της ανθρώπινης ψυχής από το κακό και την αμαρτία στον εξαγνισμό, ο οποίος θα την οδηγήσει στη λυτρωτική άνοδο και την ηθική τελειοποίηση. Ο περιηγούμενος είναι ο ίδιος ο ποιητής με οδηγό τον μεγάλο ηθικό ποιητή του λατινικού κόσμου, τον Βιργίλιο.
Στον δαντικό κόσμο το κακό είναι η στέρηση του καλού, που συμβολίζεται με τη σκοτεινή άβυσσο της οδύνης και της απελπισίας, όπου καταβαραθρώνεται ο άνθρωπος, όταν απαρνείται την τελειότητα, την οποία περιέχει ως εκ της φύσεώς του. Η άβυσσος αυτή, που ονομάζεται Κόλαση, είναι μια περιοχή που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης και εκτείνεται, με τη μορφή αντεστραμμένου κώνου, ως το κέντρο της, που είναι το πλέον απομακρυσμένο σημείο από τον Θεό, ο οποίος βρίσκεται στην κορυφή του φωτός. Η αρχή του τρίτου άσματος της «Κόλασης» περιγράφει την είσοδο σ’ αυτή την περιοχή, η οποία συμβολίζει τη θεία δικαιοσύνη (το Καθαρτήριο, περιοχή ενδιάμεση που οδηγεί στον Παράδεισο, συμβολίζει τη θεία ευσπλαχνία).
Οι πρώτες ψυχές τις οποίες συναντούν ο Ντάντε και ο Βιργίλιος αμέσως μετά την είσοδο στην Κόλαση είναι οι ψυχές των δειλών: εκείνων που όσο ήταν ζωντανοί απέφυγαν να συμμετάσχουν στα γεγονότα της εποχής τους, ιδιαίτερα σ’ εκείνα που απαιτούσαν μια συγκεκριμένη επιλογή. Ανάμεσα σ’ αυτούς —οι οποίοι ήταν σαν να μην είχαν ζήσει (στ. 64) και στους οποίους συγκαταλέγονται και όσοι άγγελοι είχαν κρατήσει ουδέτερη στάση στη σύγκρουση του Θεού με τον Εωσφόρο, τον αρχηγό των αποστατών αγγέλων—, ο Ντάντε αναγνωρίζει εκείνον «που για δειλία/από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη» (στ. 59-60), δηλαδή τον σύγχρονο του Πάπα Κελεστίνο Ε΄, τον μοναδικό Πάπα στην ιστορία που δεν αποδέχτηκε την εκλογή του. Το αμάρτημά του δεν ήταν μόνο ότι αρνήθηκε (το 1294) το μέγα αξίωμα, αλλά και ότι επέτρεψε, με την άρνηση του, να τον διαδεχθεί ο Βονιφάτιος Η΄, ο Πάπας τον οποίο ο Ντάντε θεωρούσε υπεύθυνο για την ηθική παρακμή της εποχής του. Με αυτό το πλήθος των καταδικασμένων ο ποιητής θέτει το θέμα της τιμωρίας. Ως προς αυτό το αμάρτημα ο Ντάντε υιοθετεί την ποινή του βιβλικού νόμου (οφθαλμόν αντί οφθαλμού), την οποία κατά τον Μεσαίωνα εννοούσαν κατ’ αναλογίαν ή διά του αντιθέτου του αμαρτήματος που είχε διαπραχθεί: οι δειλοί έζησαν στη γη σε μια κατάσταση απραξίας· τώρα οι ψυχές τους είναι καταδικασμένες να περιφέρονται αιωνίως στον προθάλαμο της Κόλασης, γιατί «ουδ’ ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει» (στ. 41), με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς ανάπαυλα (στ. 52-57).
Το θέαμα της τιμωρίας των δειλών είναι τόσο αποκρουστικό, που κάνει τον Ντάντε να στρέψει αλλού το βλέμμα. Και βλέπει το πλήθος όλων των άλλων αμαρτωλών που πέθαναν στερημένοι από τη θεία Χάρη, γιατί αμαρτάνοντας έδειξαν ότι δεν φοβόντουσαν τον Θεό. Όλοι αυτοί, που συγκεντρώνονται απ’ όλα τα μέρη της γης σ’ ένα σημείο του Αχέροντα για να μεταφερθούν στην απέναντι όχθη του, απ’ όπου αρχίζουν τα ενδότερα της Κόλασης, νιώθουν μια παράλογη επιθυμία να βρεθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται στον τόπο της αιώνιας τιμωρίας τους (στ. 121-126).

***

ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ
ΚΟΛΑΣΗ
Άσμα τρίτο


«Από εμένα περνούν στην πονεμένη χώρα,
από εμένα περνούν στη θλίψη την αιώνια,
από εμένα περνούν μέσ’ στον χαμένον κόσμο.




Δικαιοσύνη έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ’ εποίησε· η Δύναμη έστησέ με η θεία,
η ασύγκριτη Σοφία και η Αγάπη η πρώτη.


4

Πλάσμα πριν απ’ εμέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ’ ελπίδα σεις που μέσα πάτε!»


7

Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα
είδα εγώ χαραγμένα στην κορφή μιας πύλης,
και «Δάσκαλ’», είπα ευθύς, «το νόημα με βαραίνει».


10

Κι αυτός με λογισμούς ανθρώπου βαθυγνώμου·
«Να παραιτήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε δείλιασμα πρέπει εδώ να ’ναι σβησμένο.


13

Στον τόπο εφθάσαμε που εγώ σου ’χω προείπει,
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο».


16

Κι ως έβαλε το χέρι στο δικό μου χέρι,
μ’ όψη χαροποιά που εχάρισέ μου θάρρος
μ’ έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες.


19

Στεναγμοί μέσα εκεί και κλάματα και θρήνοι
ηχολογούσαν στον αέρα δίχως άστρα,
ώστ’ ευθύς στην αρχή μ’ εκάμαν να δακρύσω.


22

Πολυδιάφορες γλώσσες, φοβερές βλαστήμιες,
λόγια του πόνου, οργής κραυγές, αποσβησμένες
και μεγάλες φωνές, και χεριών χτύποι αντάμα,


25

μια χλαλοή σηκώναν π’ άκοπα γυρίζει
σ’ εκείνον τον αιώνια σκοτεινόν αέρα,
ωσάν τον άμμο ανεμοστρόφιλο αν φυσάει.


28

Κι εγώ που το κεφάλι μού ’ζωνεν η φρίκη,
έκραξα· «Δάσκαλέ μου, τι ’ναι αυτό που ακούω;
και τι κόσμος, που λες τον έσβησεν ο πόνος;»


31
Κι αυτός· «Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
των αχρείων εκείνων οι ψυχές, που δίχως
ατιμία και δίχως έπαινον εζήσαν.      34
Σμιχτές στέκουν μ’ εκείνη την κακή χορεία
των αγγέλων που μήτε εχθροί του Υψίστου εβγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν.          37
Τους διώχνουν οι Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν,
ουδ’ ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ’ αυτούς οι ένοχοι δε θα ’χαν».        40
Κι εγώ· «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει,
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν;»
«Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα», αποκρίθη.      43
Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν’ ζηλεύουν.    46
Φήμη ο κόσμος γι’ αυτούς δεν στέργει ν’ απομένει·
Έλεος, Δικαιοσύνη μ’ όμοια οργή τους διώχνουν.
Μη μιλούμε γι’ αυτούς, μόν’ κοίταξε και πέρνα».         49
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που ’λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.    52
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να ’χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει. 55
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκεινού που για δειλία
από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη. 58
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που ’ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.   61
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν.
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.           64
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπο τους μ’ αίμα
που μέσ’ στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.      67
Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα.
είδα σ’ ενός μεγάλου ποταμίου την άκρη
πλήθος πολύ και είπα· «Δάσκαλε, συ στέρξε        70
ποιοι είν’ αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ’ αδύνατο ξανοίγω».     73
Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ’ αποκρίθη,
«θα ’χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι».      76
Τότε μ’ εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος,
έμεινα σιωπηλός ώσπου ’ρθα στο ποτάμι. 79
Και ιδού βλέπω σ’ εμάς να ’ρχεται με καράβι
ένας γέροντας μ’ άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ’ εσάς, ψυχές αχρείες!          82
Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε.
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο.        85
Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης,
ξεμάκρυνε από τούτους που ’ναι πεθαμένοι».
Αλλ’ ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε,        88
είπεν· «Απ’ άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους
σε γιαλό θά ’ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις·
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει».       91
Κι ο αρχηγός μου σ’ αυτόν· «Μην αγριεύεις, Χάρε·
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο».          94
Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια
του Πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που ’χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες.      97
Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια.          100
Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο.       103
Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο. 106
Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει,
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει.          109
Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα
ένα κατόπι στ’ άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ’ αποφόρι,          112
με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος
ρίχνονταν απ’ τ’ ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη.   115
Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι.       118
«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο,   121
και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία.    124
Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε,
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα».        127
Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ’ ίδρωτα με βρέχει.        130
Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη,          133
κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει.        136

μτφρ. Γεώργιος Καλοσγούρος
(1849-1902)

στ. 4 Άφθαστος: Ο Θεός
στ. 12 Δάσκαλος: Ο Βιργίλιος
στ. 41 στέργω: δέχομαι, συμφωνώ με κάτι
στ. 78 Αχέροντας: ο γνωστός από τη μυθολογία ποταμός της Ηπείρου· από εκεί περνούσαν οι ψυχές των νεκρών για να μεταβούν στον Άδη. Ο Ντάντε τον τοποθετεί μέσα στην Κόλαση.
στ. 84 αλιά: αλίμονο
στ. 93 αλαφρύτερο ξύλο: ελαφρότερο πλοιάριο
στ. 95-96 Αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν/ημπορούν: εννοεί τον Θεό, το όνομα του οποίου, στους διαλόγους ανάμεσα στους δύο ποιητές και στους διαβόλους ή τους καταδικασμένους, δεν προφέρεται ποτέ.
στ. 98 πλωρίτης: οδηγός
στ. 109 αθράκια: κάρβουνα αναμμένα
στ. 111 οκνάω-ώ: (ή κυρίως οκνέω-ώ): τεμπελιάζω, αργοπορώ






ΜΕΤΡΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ




Α. ΛΑΖΑΡΟΥ - Δ. ΧΑΤΖΗ


 


1. ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ


Οἱ ἀριθμοί, τοὺς ὁποίους μεταχειριζόμεθα σήμερον, δηλαδὴ οἱ λεγόμενοι ἀραβικοί , ἤρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦνται εἰς τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τοῦ 5ου μ.Χ. αἰῶνος. Οἱ Ρωμαῖοι μετεχειρίζοντο ἕως τότε ἰδικούς των ἀριθμούς, ὅπως οἱ ῞Ελληνες, τοὺς ἑξῆς:
Ι=1, V=5, Χ=10, L=50, C=100, D=500, Μ=1000
Τοὺς διαμέσους ἀριθμοὺς ἐσχημάτιζον διὰ προσθέσεως καὶ ἀφαιρέσεως κατὰ τοὺς κατωτέρω πίνακας:


I=1
X=10
C=100
M=1.000
II=2
XI=11
CC=200
MM ἤ II=2.000
III=3
XII=12
CCCC ἤ CD=400
VM=5.000
V=5
XXX=30
DC=600




XXM ἤ XX=20.00



CM ἤ C=100.000
VI=6
XXXX ἤ XL=40
DCC=700
X=1000000
VII=7
L=50
DCCCC ἤ CM=900
L=5000000
VIII=8
LX=60


VIIII ἤ IX=9
XC=90

0=10000000

2. ΤΑ ΜΕΤΡΑ


α) Μήκους

Digitus (δάκτυλος)
1/4 ποδός=0,018 μ.
Palma (παλάμη)
1/4 ποδός =0,074 μ.
Pes (πούς, κυρία μονάς)
1/4 ποδός=0,296 μ.
Cubitus (1 πούς+2 παλάμαι)
1/4 ποδός=0,444 μ.
Passus (βῆμα=5 πόδες)
1/4 ποδός=1,481 μ.
Mille passus
1/4 ποδός=1,481,50 μ.
β) Ἐπιφανείας

Jugerum (πλέθρον)
=25,18 μ. ἤ 2.100 τ.πηχ.
γ) Χωρητικότητος

Congius
=3,30 λίτρας ὑγρῶν
Sextarius
=0,55 λίτρας ὑγρῶν
Hemina
=2,270 λίτρας στερεῶν
Semodius
=4,329 λίτρας στερεῶν
Modius
=8,640 λίτρας στερεῶν
δ) Βάρους

Libra ἤ Pondus
=327 γραμμάρια
Semis
=163,5 γραμμάρια
Uncia
=27,3 γραμμάρια
Scrupulum
=1,15 γραμμάρια


3. ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ


Οἱ Ρωμαῖοι μετεχειρίζοντο κατ’ ἀρχὰς διὰ τὰς συναλλαγάς των πρόβατα ἢ βόδια. Τὰ πρῶτα νομίσματα, τὰ ὁποῖα ἦσαν ὀρειχάλκινα, ἐφάνησαν κατὰ τὸν 4ον π.Χ. αἰῶνα. Τὸ νομισματικὸν σύστημά των ἦτο τότε τὸ ἑξῆς:


As
=0,25 φρ. περίπου
Semis (1/2 as)
=0,125 φρ. περίπου
Quadrans (1/4 as)
=0,062 φρ. περίπου
Uncia (1/10 as)
=0,025 φρ. περίπου


Τὸ 269 π.Χ., τέσσαρα δηλαδὴ ἔτη πρὸ τοῦ Α΄ Καρχηδονικοῦ πολέμου, ἐκυκλοφόρησαν τὰ πρῶτα ἀργυρᾶ νομίσματα:


Denarius
=0,88 φρ.
Sestertius
=0,225 φρ.


Ἀπὸ τοῦ Καίσαρος ἐξεδόθησαν τὰ πρῶτα χρυσᾶ νομίσματα, ὁ denarius aureus=26,95 φρ. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος βραδύτερον ἔκοψε χρυσοῦν νόμισμα, ὀνομαζόμενον solidus=15,66 φρ. Σήμερον εἶναι σχεδὸν ἀδύνατον νὰ καθορίσωμεν μὲ ἀκρίβειαν τὴν ἀξίαν τῶν ρωμαϊκῶν νομισμάτων ἐν σχέσει πρὸς τὰ ἰδικά μας.


4. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ


Οἱ Ρωμαῖοι ἀπὸ τοῦ Καίσαρος μετεχειρίζοντο τὸ ᾽Ιουλιανὸν ἡμερολόγιον, κατὰ τὸ ὁποῖον τὸ ἔτος εἶχε 365 ἡμέρας καὶ ἀνὰ πᾶσαν τριετίαν 366 (δίσεκτον). Τὸ ἔτος διηρεῖτο εἰς 12 μῆνας περιλαμβάνοντας 31,30 καὶ 28 ἡμέρας. Καλένδαι (Calendae) ἐλέγετο ἡ 1η ἑκάστου μηνός. Εἰδοὶ (Idus) ἄλλοτε ἡ 13η καὶ ἄλλοτε ἡ 15η καὶ Νόναι (Nonae) ἐννέα ἡμέραι πρὸ τῶν Εἰδῶν, ἄλλοτε ἡ 5η καὶ ἄλλοτε ἡ 7η τοῦ μηνός. Οἱ Ρωμαῖοι ὑπελόγιζον τὰς ἡμέρας ἐν σχέσει πρὸς τὰς Καλένδας, τὰς Νόνας καὶ τὰς Εἰδούς. Αἱ ἡμέραι λοιπὸν τῶν διαφόρων μηνῶν δὲν ἠριθμοῦντο κατ’ ἀριθμητικὴν τάξιν, 1, 2, 3, κλπ., ἀλλὰ κατὰ τὸν ἑπόμενον πίνακα: 


᾽Ιανουάριος, ᾽Απρίλιος, ᾽Ιούνιος, Αὔγουστος, Σεπτέμβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος.
Μάρτιος, Μάιος, Ἰούλιος, Φεβρουάριος
1. Calendae
1.Calendae
2. IV ante Novas
2. VI ante Novas
3. III ante Novas
3. V ante Novas
4. Pridie Novas
4. IV ante Novas
5. Nonae
5. III ante Novas
6. VIII ante Idus
6. Pridie Nonas
7. VII ante Idus
7. Nonae
8. VI ante Idus
8. VIII ante Idus
9. V ante Idus
9. VII ante Idus
10. IV ante Idus
10. VI ante Idus
11. III ante Idus
11. V ante Idus
12. Pridie Idus
12. IV ante Idus
13. Idus
13. III ante Idus
᾽ 

Ἰανουάριος, Αὔγουστος, Δεκέμβριος.
Ἀπρίλιος, Ἰούνιος, Σεπτέμβριος, Νοέμβριος.
Μάρτιος, Μάιος, Ἰούλιος, Ὀκτώβριος.
14. XIX ante Cal ἐπ. μην.
XVIII ante Cal ἐπ. μην.
Pridie Idus
15. XVIII ante Cal ἐπ. μην.
XVII ante Cal ἐπ. μην.
Idus
16. XVII ante Cal ἐπ. μην.
XVI ante Cal ἐπ. μην.
XVII ante Cal ἐπ. μην.
17. XVI ante Cal ἐπ. μην.
XV ante Cal ἐπ. μην.
XVI ante Cal ἐπ. μην.
18. XV ante Cal ἐπ. μην.
XIV ante Cal ἑπ. μην.
XV ante Cal ἐπ. μην.
19. XIV ante Cal ἐπ. μην.
XIII ante Cal ἑπ. μην.
XIV ante Cal ἑπ. μην.
20. XIII ante Cal ἐπ. μην.
XII ante Cal ἑπ. μην.
XIII ante Cal ἑπ. μην.
21. XII ante Cal ἑπ. μην.
XI ante Cal ἑπ. μην.
XII ante Cal ἑπ. μην.
22. XI ante Cal ἑπ. μην.
X ante Cal ἑπ. μην.
XI ante Cal ἑπ. μην.
23. X ante Cal ἑπ. μην.
IX ante Cal ἑπ. μην.
X ante Cal ἑπ. μην.
24. IX ante Cal ἑπ. μην.
VIII ante Cal ἑπ. μην.
IX ante Cal ἑπ. μην.
25. VIII ante Cal ἑπ. μην.
VII ante Cal ἑπ. μην.
VIII ante Cal ἑπ. μην.
26. VII ante Cal ἑπ. μην.
VI ante Cal ἑπ. μην.
VII ante Cal ἑπ. μην.
27. VI ante Cal ἑπ. μην.
V ante Cal ἑπ. μην.
VI ante Cal ἑπ. μην.
28. V ante Cal ἑπ. μην.
IV ante Cal ἑπ. μην.
V ante Cal ἑπ. μην.
29. IV ante Cal ἑπ. μην.
III ante Cal ἑπ. μην.
IV ante Cal ἑπ. μην.
30. III ante Cal ἑπ. μην.
Pridie Calendas
III ante Cal ἑπ. μην.
31. Pridie Calendas

Pridie Calendas


Ὁ Φεβρουάριος μέχρι τῆς 13 ὁμοιάζει πρὸς τὸν ᾽Ιανουάριον. Κατόπιν ἡ ἀρίθμησις γίνεται ὡς ἑξῆς: 


14. XVI
ante Calendas Martias
15. XV
» » »
16. XIV
» » »
17. XIII
» » »
18. XII
» » »
19. XI
» » »
20. X
» » »
21. IX
» » »
22. VIII
» » »
23. VIII
» » »
24. VI
» » »
25. V
» » »
26. IV
» » »
27. III
» » »
28. Pridie Calendas Martias






Αἱρέσεις καί σχίσματα ἐν τῷ Χριστιανισμῷ




ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




ΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ


Οἰκουμενικαὶ σύνοδοι ὀνομάζονται αἱ σύνοδοι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι ἀντεπροσώπευον τὴν ὅλην ᾽Εκκλησίαν, ἡ ὁποία ἦτο διεσπαρμένη εἰς τὴν τότε γνωστὴν οἰκουμένην. Αἱ σύνοδοι αὗται ἐκαλοῦντο ὁσάκις παρουσιάζοντο εἰς τὴν ᾽Εκκλησίαν πρὸς λύσιν αἱρέσεις ἤ διάφορα ζητήματα καὶ τὰ ὁποῖα δὲν ἠμποροῦσαν τὰ λύσουν τοπικαὶ ἤ ἐπαρχιακαὶ σύνοδοι.


Τὰς Οἰκουμενικὰς συνόδους ἐκάλουν τῇ ὑποδείξει τῆς ᾽Εκκλησίας οἱ αὐτοκράτορες, οἱ ὁποῖοι πρὸς τήρησιν τῆς τάξεως παρευρίσκοντο μόνοι των ἢ ἔστελλον ἀντιπροσώπους των.
Πρόεδροι τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων ἐξελέγοντο οἱ ἑπισημότεροι ἐπίσκοποι.


Αἱ Οἱκουμενικαὶ σύνοδοι ἦσαν ἡ ἀνωτάτη ἐξουσία τῆς ᾽Εκκλησίας καὶ αἱ δογματικαί των ἀποφάσεις ἐθεωροῦντο ἀλάνθαστοι, δι’ αὐτὸ δὲ ἦσαν ὑποχρεωτικαὶ δι’ ὅλους τοὺς χριστιανούς.
Αἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων, ἄν ἀνεφὲροντο εἰς τὴν πίστιν, ἔπρεπε νὰ λαμβάνωνται ὁμοφώνως. ᾽Εκεῖνοι, ποὺ εἶχον ἀντίθετον γνώμην, ἐκηρύσσοντο ὡς αἰρετικοὶ καὶ ἀπεκλείοντο (ἀφωρίζοντο) ἀπὸ τὴν ᾽Εκκλησίαν. ῍Αν ὅμως αἱ ἀποφάσεις ἀνεφὲροντο εἰς τὴν διοίκησιν, εἰς τὴν λατρείαν καὶ τὴν τάξιν τῆς ᾽Εκκλησίας, τότε ἐλαμβάνοντο κατὰ πλειοψηφίαν.


Αἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων, ἂν ἀνεφέροντο εἰς τὴν πίστιν, ἐλέγοντο δόγματα, σύμβολα, ὅροι. ῍Αν ἀνεφέροντο εἰς τὴν διοίκησιν, λατρείαν καὶ τάξιν, τότε ἐλέγοντο κανόνες . Τὰς ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἐπεκύρωνον οἱ αὐτοκράτορες καὶ ἦσαν τότε νόμοι τοῦ κράτους. 


Αἱ Οἰκουμενικαὶ σύνοδοι εἶναι ἑπτὰ καὶ ἔγιναν ὄλαι, ὅταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἦτο μία δι’ ὅλους τοὺς χριστιανούς


῾Η αἵρεσις τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ ἡ τετάρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος 


᾽Αντίθετον διδασκαλίαν πρὸς τὸν Νεστόριον εἶχεν ὁ Εὐτυχής. Οὗτος ἐδίδασκεν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μόνον μίαν φύσιν, τὴν θείαν, διότι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἀπερροφὴθη ὑπὸ τῆς θείας.


῞Ωστε ὁ Χριστὸς ἦτο πραγματικὰ μόνον Θεὸς καὶ φαινομενικὰ ἄνθρωπος. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Εὐτυχοῦς ὠνομάσθησαν μονοφυσῖται.
Τὴν αἵρεσιν τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τῶν ὁπαδῶν του μονοφυσιτῶν κατεδίκασεν ἡ τετάρτη Οἰκουμενικὴ σύνοδος, ἡ ὁποία ἔγινε τὸ 451 εἰς τὴν Χαλκηδόνα ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Μαρκιανοῦ καὶ τῆς Πουλχερίας. ῾Η σύνοδος διεκήρυξεν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος ἄνθρωπος.


ΑΙΡΕΣΕΙΣ by ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ




*** Το κείμενον εκτός scribd είναι του Τέλη Πεκλάρη, ενώ το κείμενο εντός scribd είναι ερανισμένον εκ του διαδικτύου




Ἀφιέρωμα στον Φώτη Κόντογλου




ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




1.
του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ  ΚΩΝ. ΦΑΣΕΓΚΑ

Ὁ Φώτης Κόντογλου ἢ Φώτιος, ὅπως εἶναι κανονικὰ τὸ ὄνομά του, γεννήθηκε στὶς 8 Νοεμβρίου τοῦ 1895, στὸ Ἀϊβαλὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πατέρας του ἦταν ὁ Νικόλαος Ἀποστολέλης καὶ μητέρα του ἡ Δέσποινα Κόντογλου. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἦταν τὸ τέταρτο παιδὶ ποὺ γεννήθηκε στὴν οἰκογένειά του καὶ μόλις ἕνα χρόνο μετὰ τὴ γέννησή του, ὁ πατέρας του ἀπεβίωσε. Ὁ ἀδελφός τῆς μητέρας του, ποὺ ἦταν ὁ ἱερομόναχος πατήρ Στέφανος Κόντογλου, ἔγινε ὁ κηδεμόνας του στὴ θέση τοῦ πατέρα του.
Αὐτὴ ἡ κηδεμονία, καθὼς καὶ ἡ μεγάλη ἀγάπη ποὺ ὁ Φώτης Κόντογλου εἶχε πρὸς τὸν θεῖο του, τὸν ἔκαναν νὰ ἐπιλέξει ὡς ἐπίθετό του αὐτὸ τῆς μητέρας του καὶ τοῦ θείου του. Τὸ 1906, ἀφοῦ τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο, ὁ Φώτης Κόντογλου μετέβη, γιὰ νὰ φοιτήσει στὸ γυμνάσιο, ποὺ βρισκόταν στὸ Ἀϊβαλί. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ, ἔδωσε καὶ τὰ πρῶτα δείγματα γραφῆς του, ἀφοῦ ἄρχισε νὰ ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ «Μέλισσα», σὲ συνεργασία μὲ δυὸ συμμαθητές του, τὸν Στρατὴ Δούκα καὶ τὸν Πάνο Βαλσαμάκη.
Τὸ 1913, ὁ Φώτης Κόντογλου ἄρχισε τὶς ἀνώτατες σπουδὲς του, ὅταν ὁ θεῖος του τὸν ἐνέγραψε στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του ὅμως ἀντιμετώπισε πολὺ μεγάλες δυσκολίες. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ξέσπασε ὁ Α ́ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ ἡ οἰκογένειά του βρέθηκε στὴ δύσκολη θέση νὰ σταματήσει νὰ χρηματοδοτεῖ τὶς σπουδὲς τοῦ Κόντογλου διακόπτοντας ἕνα ἐπίδομα, ποὺ τοῦ ἔδινε γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό.
Ὁ Κόντογλου ὅμως δὲν ἔμεινε ἀδρανὴς καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὁλοκληρώσει τὶς σπουδές του. Ἔτσι, μαζὶ μὲ ἕνα συμμαθητή του, τὸν Σπύρο Παπαλουκᾶ, ἄρχισε νὰ ἐργάζεται σὲ φωτογραφεῖο, καθὼς ἐπίσης καὶ νὰ βάφει σκηνικὰ γιὰ τὸ θέατρο.
Τὶς σπουδὲς του ὅμως τελικῶς δὲν κατάφερε νὰ τὶς ὁλοκληρώσει, γιατί τὴν περίοδο 1914-1917, ποὺ καταστράφηκε τὸ Ἀϊβαλί, ὁ Φώτης Κόντογλου ἔχασε τὴ μητέρα του ἀλλὰ καὶ τὸ θεῖο του. Αὐτὸ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ διακόψει τὶς σπουδές του καὶ νὰ φύγει στὴν Εὐρώπη, ὅπου ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς ἀνθρακωρύχος. Γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα στὸ Παρίσι ἔκανε καὶ μία συνεργασία μὲ τὴ γαλλικὴ ἐφημερίδα Illustration.
Τὸ 1919 ἐπέστρεψε ἐκ νέου στὸ Ἀϊβαλὶ καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς καθηγητὴς στὸ τοπικὸ παρθεναγωγεῖο διδάσκοντας γαλλικά. Ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλὶ ἔφυγε τελικῶς μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τὸ 1922 καὶ πῆγε στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ ἄρχισε νὰ ζωγραφίζει καὶ πάλι καὶ μάλιστα ὀργάνωσε καὶ κάποιες ἐκθέσεις τῶν ἔργων του.
Τὸ 1927 ἦταν μία ἰδιαίτερη χρονιὰ γιὰ τὸν Κόντογλου, λόγω δύο γεγονότων ποὺ συνέβησαν σὲ αὐτή. Τὸ πρῶτο ἦταν ὅτι ὁ Κόντογλου παντρεύτηκε μία γυναίκα ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλί, τὴ Μαρία Χατζηκαμπούρη. Τὸ δεύτερο ἦταν ὅτι προσλήφθηκε ὡς ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ περιοδικοῦ Φιλικὴ Ἑταιρεία.
Τὸ 1929 εἶναι τὸ ἔτος τῆς γέννησης τῆς κόρης τοῦ Φώτη Κόντογλου, Δέσπως. Τὴν ἴδια χρονιὰ ξεκινᾶ καὶ ἡ συνεργασία του μὲ ἄλλα δυὸ περιοδικά, τὰ Ἑλληνικὰ Γράμματα καὶ τὴ Νέα Ἑστία. Παράλληλα ὅμως, ὁ Φώτης Κόντογλου συνέχισε νὰ ἐργάζεται καὶ σὲ μία δουλειὰ, ποὺ τὴ γνώριζε καλά, τὴν κατασκευὴ θεατρικῶν σκηνικῶν, ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως τὰ φιλοτεχνοῦσε ἐξ ὁλοκλήρου καὶ δὲν τὰ ἔβαφε ἁπλῶς.
Μία νέα ἐργασία γι’ αὐτὸν ἐμφανίζεται τὸ 1930. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν τὸν προσέλαβε, προκειμένου νὰ εἶναι ὁ τεχνικὸς ἐπόπτης τῶν συλλογῶν του. Ἡ ζωγραφικὴ ὅμως συνέχισε νὰ παραμένει μία ἀπὸ τὶς μεγάλες ἀγάπες τοῦ Φώτη Κόντογλου. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα αὐτῆς εἶναι τὸ ὅτι, ὅταν τὸ 1932 ἔκτισε τὸ σπίτι του, ἕνα ἀπὸ τὰ δωμάτιά του ζωγραφίστηκε μὲ νωπογραφίες ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Φώτη Κόντογλου, τὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο καὶ κάποιους μαθητὲς τοῦ Γιάννη Τσαρούχη.
Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ, ὁ Φώτης Κόντογλου πῆγε στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὸ Κοπτικὸ Μουσεῖο. Τὴν ἀμέσως ἑπόμενη, ἔκανε τὴν πρώτη του συμμετοχὴ σὲ «Biennale», καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴ 19η, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴ Βενετία. Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῆς Κατοχῆς στὴν Ἑλλάδα, ὁ Φώτης Κόντογλου βρέθηκε σὲ δεινὴ θέση καὶ ἀναγκάστηκε νὰ πουλήσει ἀκόμα καὶ τὸ ἴδιο τὸ σπίτι του μὲ ἀντίτιμο ἕνα σακὶ ἀλεύρι.
Τὴν περίοδο μετὰ τὴν Κατοχή, ἀπὸ τὸ 1944 δηλαδὴ μέχρι καὶ τὸ 1950, ὁ Κόντογλου ἐβίωσε μία πολὺ δημιουργικὴ ἐποχή. Ἄρχισε νὰ συμμετέχει σὲ διάφορες ὁμαδικὲς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς, ἐνῶ μία σειρὰ βιβλίων του ἄρχισε νὰ ἐκδίδεται. Ἡ περίοδος 1950-1960 σηματοδοτήθηκε ἀπὸ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὴν ἁγιογραφία καὶ μάλιστα θεωρήθηκε ἡ περίοδος τῆς ἀκμῆς του σὲ αὐτὸ τὸν τομέα.
Τὸ 1960, γιὰ τὸ συνολικὸ λογοτεχνικὸ καὶ καλλιτεχνικὸ ἔργο του, ὁ Φώτης Κόντογλου τιμήθηκε μὲ τὸ παράσημο τοῦ Ταξιάρχη τοῦ Βασιλικοῦ Τάγματος τοῦ Φοίνικος.
Αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ μόνη διάκριση ποὺ ἔλαβε, ἀφοῦ στὶς 24 Μαρτίου 1965 τιμήθηκε μὲ τὴν ἀνώτερη διάκριση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τὸ Ἀριστεῖο Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν.
Ὁ Φώτης Κόντογλου ἀπεβίωσε στὶς 13 Ἰουλίου 1965, νοσηλευόμενος στὸ νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμὸς, ὅπου βρισκόταν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ἰουνίου, μετὰ ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερα σοβαρὸ αὐτοκινητιστικὸ ἀτύχημα ποὺ εἶχε. Στὶς 14 Ἰουλίου ἔγινε ἡ κηδεία του στὸ Α ́ Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν καὶ ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τελέστηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομο. Οἱ ἐπικήδειοι λόγοι ἐκφωνήθηκαν τόσο ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων καὶ τοῦ πνεύματος, ὅπως ὁ Ἠλίας Βενέζης.
Ὅταν ἔγινε ἡ ἐκταφὴ τοῦ Φώτη Κόντογλου, τὰ ὀστᾶ του μεταφέρθηκαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴ Νέα Μάκρη.

Ἐργογραφία τοῦ Φώτη Κόντογλου

Ὁ Φώτης Κόντογλου ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορᾶ στὴ λογοτεχνία καὶ τὰ γράμματα τὸ 1919, μὲ τὸ βιβλίο Πέδρο Καζᾶς. Ἀκολούθησαν τὰ κάτωθι ἔργα σύμφωνα μὲ χρονολογικὴ σειρά:
•Βασάντα (1923)
•Ταξίδια (1928)
•Ὁ ἀστρολάβος (1934)
•Φημισμένοι ἄνδρες καὶ λησμονημένοι (1942)
•Ὁ Θεὸς Κόναμος καὶ τὸ Μοναστήρι του τὸ λεγόμενο Καταβύθιση (1943)
•Τὰ Δαιμόνια τῆς Φρυγίας, Ἐξ Ἀνατολῶν πνεύματα ὀργισμένα (1943)
•Ἕλληνες θαλασσινοὶ στὶς θάλασσες τῆς Νοτιᾶς, Ἡ Ἀφρικὴ καὶ οἱ θάλασσες τῆς Νοτιᾶς (1944)
•Ἱστορία ἐνὸς καραβιοῦ ποὺ χάθηκε ἀπάνου σὲ μιὰ ξέρα (1944)
•Ἱστορίες καὶ περιστατικὰ (1944)
•Οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς (1945)
•Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Βλασίου Πασκὰλ τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ (1947)
•Βίος καὶ ἄσκησις τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἠμῶν Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀναχωρητοῦ (1947)
•Ἄνθος ἤγουν λόγια ἀνθολογημένα ἀπὸ τοὺς πατέρας (1949)
•Πηγὴ ζωῆς (1951)
•Τὸ κατὰ Ματθαῖον Ἅγιον Εὐαγγέλιον ἐξηγημένον (1952)
•Τὸ θρηνητικὸ συναξάρι Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου (1953)
•Εἰκόνες τῆς Παναγίας (1953)
•Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Θεράποντος τοῦ Θαυματουργοῦ (1955)
•Ἡ ἁγιασμένη Ἑλλάδα (1957)
•Ὂρη ἅγια (1958)
•Οἱ Ἅγιοι Ραφαὴλ καὶ Νικόλαος καὶ ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὁποῦ εὑρέθη εἰς τὴν Καρυᾶν τῆς Θέρμης (1961)
•Ἡ ἀπελπισία τοῦ θανάτου εἰς τὴν θρησκευτικὴν ζωγραφικήν τῆς Δύσεως καὶ ἡ εἰρηνόχυτος καὶ πλήρης ἐλπίδος ὀρθόδοξος εἰκονογραφία (1961)
•Σημεῖον Μέγα (1961)
•Ἔργα Α’ Τὸ Ἀϊβαλὶ καὶ ἡ πατρίδα μου (1961)
•Ἔργα Β’ Ἀδάμαστες ψυχὲς (1961)
•Ἔκφρασις (1961)

Λόγια τοῦ ἴδιου το Κόντογλου

Ὅσα γράφω, λέει ὁ Φ. Κόντογλου, βγαίνουν ἀπὸ μέσα μου, ὅπως ὁ ἀγέρας ποὺ ἀνασαίνουμε. Πολλοὶ δὲν προσέχουν τί πράγμα γράφω, ἀλλὰ ψαρεύουν κανέναν ζωντανὸ καὶ ἐπιτυχημένο λόγο καὶ τὸν χαίρονται. Πρέπει νὰ δίνεται σημασία στὸ ὕφος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ξεχωριστὸ χάρισμα. Ὁ καθένας ἔχει τὸ δικό του ξεχωριστὸ ὕφος. Μερικοὶ τὸ χάνουν, γιατί μιμοῦνται ἄλλους. Τὸ πᾶν εἶναι νὰ εἶσαι εἰλικρινής. Ἡ προσποίηση εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας.
Τὸ νὰ εἶναι ὅμως κάποιος πρωτότυπος, πρέπει νὰ ἔχει ψυχὴ βαθειά. Οἱ ἀπροσποίητοι ἔχουν μία νοστιμάδα καὶ μία δροσεράδα στὸ γράψιμό τους. Σὲ ἁπλὰ γραψίματα βρίσκεις ἐξαίσια λόγια. Γίνεσαι ἀπὸ τὶς μυστηριώδεις κινήσεις τῆς ψυχῆς. Ἄλλωστε, τὰ ἁπλὰ μυρίζουν ζωὴ καὶ ἀθανασία.
Διαβάζουμε σὲ ἀθησαύριστο κείμενο τοῦ Φ. Κόντογλου (ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τῆς Δέσποινας Μαρτίνου).
Ἔλεγε:
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ καθίσει νὰ σκεφθεῖ τί ἀπέραντα κλωνάρια βλαστήσανε ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ζωῆς, θέλω νὰ πῶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιό του καὶ δεῖ μὲ τὴ φαντασία του τ’ ἀμέτρητα ποὺ τὸν ἀκολουθήσανε ἀκούγοντάς τον νὰ λέει: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω αυτὸν καί ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοι» ἄφησαν ἀξιώματα, γονεῖς, γυναίκα, παιδιὰ καὶ κάθε τί τοῦ κόσμου τούτου, θὰ δοξάσει τὸ Θεό.
Ἀπὸ τὸν ἴδιο:
«Ὅταν δημοσιευθεῖ κάτι γιὰ ἐμένα, αἰσθάνομαι θλίψη. Ἀνέκαθεν ἀπέφευγα τά δοξάρια». Τί ὄμορφο πράγμα νὰ ζεῖς ξεχασμένος! Ξεχασμένος ἀλλὰ χαρούμενος, ἀφοῦ «ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διανοίας καὶ ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς, ποὺ ἀξιώνονται, ὅσοι θέλουν νὰ μὴν τοὺς ξέρουν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός».
Ὅλα γίνονται ἀπ’ αὐτὸν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦταν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του. Ὅλα του εἶχαν ἕνα μυστήριο, αὐτὸ θέλουν νὰ ἐξαφανίσουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι. Μὰ δὲν ὑπάρχει Χριστιανισμὸς χωρὶς μυστήριο, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό.
Στὸ μυστήριο αὐτὸ ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ οἱ πειρασμοί, αὐτοὶ ἀγγίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὰ βλέφαρα τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Ὁ Θεὸς τὰ οἰκονόμησε ἔτσι γιὰ ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὸν φόβο τῶν λυπηρῶν, θυμᾶται ὁ ἄνθρωπος Ἐκεῖνον, τὸν σιμώνει μὲ τὴν προσευχή του. Ἁγιάζεται ἡ καρδιὰ του, καθὼς τὸν συλλογίζεται. Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ θὰ τὸν γλυτώσει. Δὲν πλάστηκε ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ λυπηρά. Μήποτε θαρρευόμενος στὴ θεότητα κληρονομήσει, ὅ,τι κληρονόμησε κεῖνος, ποὺ πρῶτα λεγόταν ἑωσφόρος κι ὕστερα γίνηκε Σατανᾶς.
Σκέψεις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ μας:
Ὅταν βλέπω τὴν νευρικὴ δραστηριότητα τῶν ἀνθρώπων, μου ἔρχονται τὰ λόγια τοῦτα στὸ μυαλό μου, τοῦ Δαυὶδ: «ἰδοὺ παλαιστάς ἔθου τάς ἡμέρας μου καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐδὲν ἐνώπιόν σου. Πλὴν τὰ σύμπαντα ματαιότης, πᾶς ἄνθρωπος ζῶν. Μέντοι γε, ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται».
Σὰν μανιακοὶ οἱ ἄνθρωποι τρέχουν ἀπὸ ‘δῶ κι ἀπὸ ‘κεῖ. Βιάζονται. Δοξάζω τὸ Θεὸ, ἅμα δῶ κάποιον νὰ πορεύεται ἥσυχα. Ποιὸς τὸν κυνηγᾶ μὲ μία βουκέντρα; Σκουντουφλᾶνε ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο στὰ χρηματιστήρια, στὶς τράπεζες, στὶς μποῦρσες, στὶς κοῦρσες, στὰ καζίνα. Βρίσκονται σὲ συνέδρια, σὲ σωματεῖα, σὲ συλλόγους, σὲ ἑταιρεῖες. Μαζεύονται σὰν τὰ μυρμήγκια, ἄλλοι τυπώνουν βιβλία, ἄλλοι βγάζουν λόγους.
Σὲ λίγα χρόνια ὅμως, θὰ καταντήσουν σὰν ξεφουσκωμένες καραμοῦζες, ἀφοῦ πέρασαν ἀπὸ θέατρα νιώθοντας τὸ ρίγος τῆς τέχνης. Οἱ περισσότεροι καταγίνονται μὲ ὅλα, ὅσα μποροῦν νὰ γίνουν σὲ τοῦτον τὸν ντουνιὰ, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ μὴν μείνουν μονάχοι καὶ δοῦνε τὴ γύμνια τους, τὴ μιζέρια τους, τὸ χάος ποὺ τοὺς ζώνει.
Κι ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνει, γιὰ νὰ ἡσυχάσει ὁ ἄνθρωπος, δὲν καταφέρνει τίποτα, «μάτην ταράσσεται», Θεέ μου! Πόσο δυστυχισμένος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ βρίσκεται μακριά σου! Ἐκεῖνος, ποὺ θέλει νὰ ἔχει τὴν λεγόμενη ἐλευθερία, στηρίζεται μόνο στὸν ἑαυτό του! «Ματαιότης πᾶς ἄνθρωπος ζῶν». Καλὰ τὰ λὲς, Δαυίδ, ποὺ πέρασες ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, ὥσπου νὰ ἀράξεις, ὥσπου βρῆκες τὸν πολύτιμον μαργαρίτην.
Κι ὁ γιὸς σου, ποὺ τὰ δοκίμασε ὅλα, νὰ τί λέγει. «Ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης. Τὶς περίσσεια τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθω αὐτοῦ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον. Γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται καὶ τί ἡ γῆ, εἰς τὸν αἰώνα έστηκε;
Βρῆτε, ἄνθρωποι, τὸν ἑαυτό σας καὶ μὴν εἶστε περισπασμένοι. Μὴν θησαυρίζετε, ὅπως λέει ὁ Χριστὸς, θησαυροὺς στὴ γῆ. Θησαυρίστε θησαυροὺς στὸν οὐρανὸ, ποὺ δὲν τοὺς τρῶνε τὰ κοράκια καὶ ἡ βρωτίδα. Μὴ μαζεύετε πράγματα, ποὺ δὲν θρέφουν τὸ πνεῦμα, δηλαδὴ τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό τους. Μὴ καταγίνεσθε μὲ πολλά, ἐνῶ ἕνα πράγμα μονάχα χρειάζεται «ἑνός ἐστι χρεία».
Ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας, γυρίστε νὰ δεῖτε τοὺς ἴσκιους, ποὺ περνᾶτε για αλήθειες τότε θὰ πετάξετε ἀπὸ μέσα σας καὶ ἀπὸ γύρω σας ὅλα τὰ περιττὰ, ποὺ σώρεψαν βιαστικὰ: «ἐκβάλλει ἐκ τοῦ ταμείου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ κενὰ καὶ παλαιά». Βάλτε μέσα σας τὸν ἀληθινὸ μαργαρίτη. Τότε, θὰ φωνάξετε: «Βρήκαμε τὴ δραχμὴ ποὺ χάσαμε», δηλαδὴ τὸν ἑαυτό μας. Θὰ βαδίζετε τότε μέσα στὸ φῶς. Τὸ εἶπε ὁ Σολομῶν: «Αί ὁδοὶ τῶν δικαίων ὁμοίως φωτὶ λάμπουσιν, προπορεύονται καὶ φωτίζουσιν ἕως κατορθώσει ἡ ἡμέρα. Αι δὲ ὁδοὶ τῶν ἀσεβῶν σκοτειναί».
Κρίμα, ποὺ οἱ ψευτιὲς φαίνονται σὰν ἀληθινὴ ζωὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι κολυμπᾶνε στὸ ἀπέραντο πέλαγος τῆς ζωῆς, ποὺ «μάτην ταράσσεται». Ἀκούγεται πάλι ἡ φωνὴ τοῦ Προφητάνακτος: «Υἱοὶ ἀνθρώπων,ίνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος»; Γίναμε ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, ἐγωιστές, ἀχάριστοι, ἀνυπάκουοι, ἄδικοι, ἀμετανόητοι καὶ ἀδιάλλακτοι. Κύριε, λυπήσου μας.

 2.



Οδυσσέας Γκιλής. Αγιογραφίες, εικόνες, κείμενα του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ