Ἐκεῖνα πού μας χωρίζουν εἶναι πάρα πολλά



ΤΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Χ. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν






 «Δεν είμεθα θεολόγοι, αλλά αυτά που μας διδάξανε τα μάθαμε και μείναμε στερεοί εις την πίστιν μας. Τώρα έρχονται «δικοί» μας κι μας λένε ότι αυτά που μας χώριζαν είναι ελάσσονος σημασίας!!! Αλήθεια; Τι απ’ όσες κακοδοξίες μας μάθανε απ’ τα παιδικά μας χρόνια οι πατέρες μας δύνανται να θεωρηθούν μικρά και αμελητέα και άρα και αποδεκτά και από μας τους ίδιους; Διαβάστε και πείτε μας εσείς που αγαπάτε όλον τον κόσμον και τους αιρετικούς άρα, ενώ ημείς είμεθα οι κακοί, του πονηρού οπαδοί, ποια από τα κατωτέρω είναι μικρής σημασίας; Και αν αυτά τα αλλοιωμένα είναι αγαθά, βγήτε και προτρέψατέ μας να τα εφαρμόσουμε. Και αύριο αν ιδώμε και τίποτα το καλό απ’ τον βουδισμό, ας το ακολουθήσωμε και τούτο, υιοθετώντας το. Έλεος…»

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

 

ΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ «ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ» ΔΟΓΜΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑΙ

*
ΣΗΜΕΡΟΝ, μας λένε ὑπάρχουν πολλαὶ χριστιανικαὶ «Ἐκκλησίαι» αἱ ὁποῖαι όμως ζοῦν βίον και δροῦν κεχωρισμένως από την μίαν και αγίαν  καθολικήν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ,καὶ διαφέρουν ἀναμεταξύ των ὄχι μόνον κατὰ τὴν τυπικὴν λατρείαν καὶ κατὰ τὰ ἔθιμά των, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν δογματικήν των διδασκαλίαν. Μεταξὺ τῶν πολλῶν τούτων «Ἐκκλησιῶν» αἱ σπουδαιότεραι εἶναι ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ ἡ Προτεσταντική .
Αἱ διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν τούτων εἶναι πολλαί, ἀλλ’ ἐνταῦθα θὰ ἀναφέρωμεν τὰς βασικωτέρας μόνον ἐξ αὐτῶν.
Πρὸ τοῦ Θ’ αἰῶνος ὑπῆρχε μία, ἐνιαία καὶ ἀδιαίρετος χριστιανικὴ Ἐκκλησία εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ δὲν ὑπῆρχον σημαντικαὶ διαφοραὶ μεταξὺ τῶν ἐν τῇ Ἀνατολῇ καὶ Δύσει Ἐκκλησιῶν. Ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ Θ’ αἰῶνος καὶ μετὰ ταῦτα αἱ διαφοραὶ αὗται ἐπολλαπλασιάσθησαν καὶ ἀνεφέροντο εἰς σπουδαῖα σημεῖα τῆς πίστεως διὰ τοῦτο ἐπέφερον αὗται πρῶτον μὲν τὸ σχίσμα μεταξὺ τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Θ’ αἰῶνα, ἔπειτα δὲ προεκάλεσαν τὴν δημιουργίαν κατὰ ον ΙϚ’ αἱῶνα τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν.
Η Ὀρθόδοξος Μήτηρ ἡμῶν Ἐκκλησία, διετὴρησε την διαδασκαλίαν αυτής γνησίαν καὶ ἀνόθευτον διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὅπως παρέλαβεν αὐτὴν ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων. Εἰς τὰς ἑπομένας παραγράφους θὰ ἐκθέσωμεν διδασκαλίας τινὰς βασικὰς τῆς πίστεως, εἰς τὰς ὁποίας διαφέρουν ἀναμεταξύ των αἱ άλλαι «Ἐκκλησίαι» με την Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.

α) Αἱ πηγαὶ τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας.
 
- Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερα Παράδοσις, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι αἱ πηγαὶ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐπέβαλεν εἰς ὅλους τοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς αὐτήν, τὸ λατινικὸν κείμενον τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπαγορεύουσα τὴν μετάφρασιν αὐτῆς εἰς τὴν ἐθνικὴν γλῶσσαν ἐκάστου λαοῦ καὶ τὴν χρησιμοποίησιν τῆς μεταφράσεως ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις τῶν Ἐκκλησιῶν των. Εὑρέθησαν μάλιστα Πάπαι, οἱ ὁποῖοι ἀπηγόρευσαν εἰς τὸν λαὸν καὶ αὐτὴν τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐπὶ τῷ λόγῳ δῆθεν ὅτι ὁ λαὸς δὲν δύναται νὰ ἐννοῇ ταύτην. Τὸ τοιοῦτον ἀντίκειται πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπὸ τῶν πρώτων ἀκόμη αἰώνων ἐπέτρεψε τὰς μεταφράσεις εἰς τὴν γλῶσσαν ἐκάστου λαοῦ, διὰ νὰ δύναται οὗτος νὰ ἀναγινώσκῃ τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Ἐὰν συναντᾷ δυσερμήνευτα καὶ δυσνόητα μέρη ἐν αὐτῇ ἕχει ὁ λαὸς τοὺς ποιμένας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας του, διὰ νὰ βοηθήσουν αὐτὸν εἰς τὴν κατανόησιν τῶν ἀναγινωσκομένων.
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀφοῦ ἀπέρριψαν τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, ἀποδέχονται τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ὡς τὴν μόνην πηγὴν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ἑρμηνεύουν ὅμως ταύτην ἕκαστος κατὰ τὴν γνώμην του˙ διὰ τοῦτο κατέληξαν εἰς πολλὰς παρερμηνείας αὐτῆς, αἱ ὁποῖαι συνετέλεσαν εἰς τὴν δημιουργίαν πλήθους μικρῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν. Τὴν μετάφρασιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιτρέπουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι ὁ ἴδιος ὁ Λούθηρος μάλιστα μετέφρασε ταύτην καὶ ἡ μετάφρασίς του ἀποτελεῖ τὸ ἐπίσημον κείμενον τῆς Ἁγίας Γραφῆς διὰ τὰς Γερμανικὰς Προτεσταντικὰς Ἐκκλησίας.
Τὴν δευτέραν πηγὴν τῆς πίστεως, τὴν ῾Ἱερὰν Παράδοσιν, ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία διηύρυνε καὶ διέστρεψεν, ἄλλοτε μέν ἐκ πλάνης καὶ παρεξηγήσεως τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἅλλοτε δἑ ἐσκεμμένως, ἐπὶ τῷ σκοπῷ νὰ δικαιολογήσῃ πολλὰς καινοτομίας της, ὅπως θὰ ἴδωμεν εἰς τὰς ἐπομένας παραγράφους. Ἐξ ἀντιδράσεως πρὸς τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπον πολλὰς πλάνας αὐτῆς οἱ Προτεστάνται ἀπέρριψαν, ὡς εἴπομεν, πλείως τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι ἀπαραίτητον συμπλὴρωμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἰσόκυρος πρὸς αὐτήν, ἀπαραίτητος δέ ὁδηγὸς καὶ διὰ τὴν ὀρθὴν έρμηνείαν της.

β) Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου .

Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται διά τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς ἐλευθέρας θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἄνευ τῆς συνεργασίας τῶν δύο τούτων παραγόντων δὲν δύναται νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος. Πρὸς τὴν διδασκαλίαν ταύτην συμφωνεῖ γενικῶς καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία.
Ἀντιθέτως οἱ Προτεστάνται, ἐπειδὴ δέχονται τὴν πεπλανημένην θεωρίαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν ἁμαρτίαν διεφθάρη τελείως καὶ ἀπώλεσε τὴν ἐν ἑαυτῷ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ κατέστη διὰ τοῦτο ἀνίκανος πρὸς πᾶν ἀγαθόν, ἀρνοῦνται πᾶσαν συνεργασίαν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ ἕργον τῆς σωτηρίας του. Οὗτοι διδάσκουν ὅτι δικαιοῦταί τις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ σώζεται μόνον διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Χριστόν, τὰ δέ καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπακολουθήσουν τὴν πίστιν, οὐδὲν προσθέτουν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ πιστεύσαντος, οὔτε λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἐν τῇ μελλούσῃ σωτηρίᾳ μας εἰς τὴν αἰωνίαν ζωήν. Ἡ πίστις εἶναι ἡ ἀρχὴ ἅμα καὶ τὸ μόνον μέσον τῆς σωτηρίας, τὰ δἑ καλὰ ἔργα οὐδεμίαν ἐπίδρασιν ἀσκοῦν ὡς πρὸς αὐτήν. Ἡ τοιαύτη διδασκαλία ἀντίκειται πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, αἱ ὁποῖαι πολλάκις διδάσκουν τὴν σπουδαιότητα τῶν καλῶν, ἔργων διὰ τὴν σωτηρίαν μας καὶ ὅτι ἡ πίστις ἄνευ καλῶν ἔργων δέν ὠφελεῖ: 

« Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, λέγει ὁ Ἰάκωβος, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ, μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν;... ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν »
( Ἰακ. Β’ 14 - 16).

Καὶ ὁ Κύριος τὴν ἀναγκαιότητα τῶν καλῶν ἔργων ἐτόνιζεν εἰς πᾶσαν περίστασιν διὰ τῶν λόγων του: 

« Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς »
( Ματθ. Ζ’ 21).

Αἱ περισσότεραι τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπορρίπτουν ὡς ἀνωφελῆ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου τήν νηστείαν καὶ τὸν μοναχικὸν βίον.

γ) Ἡ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καινοτομία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας . 

- Μία σπουδαία καινοτομία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διδασκαλία αὐτῆς περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ . Ἡ διδασκαλία αὕτη περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδαχθεῖσα τὸ πρῶτον κατὰ τὸν Ϛ’ αἰῶνα παρά τινων εἰς τὴν Δύσιν καὶ καταπολεμηθεῖσα ὑπὸ Παπῶν τινων, ὃπως ὑπὸ Λέοντος τοῦ Γ’ καὶ Ἰωάννου τοῦ Η’, ἀνεγνωρίσθη ἐπισήμως ὡς δόγμα ὑπὸ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου τοῦ Η’, τὸ 1014, καὶ ἔκτοτε ἀναφέρεται ὑπὸ τῶν Δυτικῶν καὶ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως.
Ἡ πλάνη αὕτη τῶν Δυτικῶν ὀφείλεται πιθανὸν εἰς τὴν προσπάθειάν των, ὅπως ἀποκρούσουν τἡν αἵρεσιν τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐδίδασκον, ὡς γνωστόν, ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός. Διὰ τῆς διδασκαλίας ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐνόμιζον οἱ Δυτικοὶ ὅτι ἐξησφάλιζον τὸ ὁμοούσιον τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα.
Ἀλλ’ ἡ προσθήκη τοῦ filioque( καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) ἀντίκειται καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ πρὸς τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν. Ἡ μὲν Ἁγία Γραφὴ ρητῶς λέγει: 

« Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὅν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται.... »
( Ἰωάν. ΙΕ’ 26).

Εἰς δέ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν βλέπομεν ὅτι οὐδεὶς ἐκκλησιαστικὸς Πατήρ, διδάσκων περὶ ἁγίου Πνεύματος, περιέλαβε καὶ τὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ δὲ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διετύπωσε τὸ δόγμα ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἑκπορεύεται μόνον ἐκ τοῦ Πατρός. Τὸ filioque παρέλαβον ἐκ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ οἱ ἀποσπασθέντες ἐξ αὐτῶν Προτεστάνται. 

δ) Ἡ Ἐκκλησία . 

- Εἰς τὸ σπουδαῖον τοῦτο ζήτημα, τὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχουν μεγάλαι διαφοραὶ μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν «Ἐκκλησιῶν». Ἐν πρώτοις οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἐμπνεόμενοι ὑπὸ ἀπολυταρχικοῦ πνεύματος, διδάσκουν ὅτι ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι ὁφείλουν νὰ ἀναγνωρίζουν τὸν Πάπαν ὡς κεφαλήν καὶ ἀρχηγὸν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐδημιούργησαν τοιουτοτρόπως τὸ περίφημον Πρωτεῖον τοῦ Πάπα, περὶ τοῦ ὁποίου, πῶς ἀνεκινήθη καὶ διὰ ποίων ἐπιχειρημάτων ὑπεστηρίχθη, γίνεται λὁγος ἐκτενὴς εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν. Συναφὴς εἶναι καὶ ἡ ἅλλη πλάνη τῶν Δυτικῶν, τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, τὸ ὁποῖον ὡρίσθη κατὰ τὴν Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ τὸ 1870 ἐν Ρώμῃ καὶ ἐπὶ Πάπα Πίου τοῦ Θ’. Κατὰ τὸ δόγμα τοῦτο, τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καθοδηγεῖται ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, ἀποδίδεται εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος τάσσεται τοιουτοτρόπως ὑπεράνω καὶ αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἡ μόνη ἀλαθήτως ἀποφαινομένη. Ἀρχὴ εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν.
Οι Διαμαρτυρόμενοι ἐξ ἄλλου ἔχουν ἀπολέσει πᾶσαν ἰδέαν περὶ Ἐκκλησίας καὶ περὶ ἱερατείου, διδάσκοντες ότι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀνάγκην ἰδιαιτέρων ὀργάνων, τὰ ὁποῖα νὰ λαμβάνουν διὰ τῆς χειροτονίας τὴν ἐξουσίαν νὰ διοικοῦν, νὰ διδάσκουν καὶ νὰ τελοῦν τὰ ἱερὰ Μυστήρια. Τὴν ἱερωσύνην δὲν δέχονται οὗτοι ὡς ἱερὸν Μυστήριον καὶ ἀποκρούουν τὴν ἰδέαν τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, διδάσκοντες ὅτι πᾶς Χριστιανός, ἔχων τὴν προσήκουσαν θεολογικὴν μόρφωσιν καὶ ἐνάρετον βίον, δύναται νὰ τύχῃ οἱουδήποτε ἐκκλησιαστικοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος. Διὰ τοῦτο οἱ Διαμαρτυρόμενοι δὲν ἔχουν μίαν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ εἶναι διῃρημένοι εἰς ἀναριθμήτους ἀνεξαρτήτους Ἐκκλησίας, ἐκάστη ἀπὸ τὰς ὁποίας ἔχει ἰδίαν δογματικὴν διδασκαλίαν καὶ ἰδίους τρόπους λατρείας. Ἡ διοίκησις δὲ τῆς Ἐκκλησίας διεξάγεται παρ’ αὐτοῖς ποικιλοτρόπως παρ’ ἐπιτροπῶν, ἐκ λαϊκῶν καὶ κληρικῶν, αἱ ὁποῖαι εἰς μέν τὰς Λουθηρανικὰς Ἐκκλησίας διορίζονται ὑπὸ τῶν ἡγεμόνων καὶ τῆς Πολιτικῆς Ἀρχῆς, εἰς δὲ τὰς Καλβινικὰς ἐκλέγονται ὑπὸ τῶν κοινοτήτων. Παρὰ τῇ Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησίᾳ τὴν διοίκησιν ἀσκοῦν οἱ ἐπίσκοποι, διοριζόμενοι ὑπὸ τοῦ βασιλέως. Πολλοὶ τῶν Διαμαρτυρομένων ταυτίζουν Ἐκκλησίαν καὶ Κράτος, ὑποτάσσοντες τὴν Ἐκκλησίαν εἰς αὐτό, ἐνῷ ἡ μὲν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὑπὲρ τῆς συνεργασίας Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς τὸ Κράτος τὴν ἐπέμβασιν εἰς τὰ καθαρῶς ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ἡ δὲ Δυτικὴ Ἐκκλησία διδάσκει καὶ ἀπαιτεῖ τὴν ὑποταγὴν τοῦ Κράτους εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐξουσίαν.

ε) Τὰ Μυστήρια. 

- Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία παραδέχεται, ὡς καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἑπτὰ Μυστήρια, ἀλλὰ δίδει περισσοτέραν σημασίαν διὰ τὸ κῦρος τοῦ Μυστηρίου εἰς τὴν τυπικὴν τέλεσίν του παρὰ εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν εὐσεβῆ διάθεσιν τοῦ πιστοῦ. Ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων οἱ πλεῖστοι οὐδεμίαν σημασίαν ἀποδίδουν εἰς τὴν ἱεροτελεστίαν τοῦ Μυστηρίου, φρονοῦντες ὅτι ἡ θεία χάρις μεταδίδεται διὰ μόνου τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι σώζεταί τις μόνον διὰ τῆς πίστεως. Ἀπὸ τὰ ἑπτὰ Μυστήρια οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέχονται μόνον τὰ δύο, τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν, τὰ λοιπὰ δὲ πέντε ἤ ἀπορρίπτουν τελείως ἤ, ὅπως οἱ Ἀγγλικανοί, δέχονται αὐτὰ ὡς ἁπλᾶς ἐκκλησιαστικὰς τελετὰς καὶ ὡς Μυστήρια δευτέρας τάξεως. Μερικαὶ παραφυάδες τῶν Διαμαρτυρομένων οὐδὲν Μυστήριον ἕχουν, δεχόμεναι μόνον τὸ κὴρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ως πρὸς ἔκαστον Μυστήριον ὑπάρχουν αἱ ἀκόλουθοι διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν.

α) Τὸ Βάπτισμα. - Καὶ οἱ Δυτικοὶ καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι, πλὴν μερικῶν παραφυάδων τούτων, συμφωνοῦντες εἰς τοῦτο πρὸς ἡμᾶς, ἀναγνωρίζουν τὸ Βάπτισμα ὡς ἀναγκαιότατον Μυστήριον εἰς πάντα Χριστιανόν, διὰ νὰ γίνῃ μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματα τοῦ Βαπτίσματος, καὶ καθ’ ἡμᾶς καὶ κατὰ τοὺς Δυτικοὺς ἐξαλείφεται δι’ αὐτοῦ ἡ οὐσία τοῦ προπατορικοῦ καὶ τῶν προαιρετικῶν ἁμαρτημάτων, παραμενούσης μιᾶς ἁπλῆς κλίσεως πρὸς τὸ κακὸν ἐν τῷ Χριστιανῷ, ἡ ὁποία δὲν λογίζεται ὡς αμαρτία. Κατὰ τοὺς Διαμαρτυρομένους αἲρεται μὲν ἡ ἐνοχὴ διὰ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, παραμένει ὅμως ἡ ρίζα αὐτοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μὲν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ μετὰ τὸ Βάπτισμα δὲν λογίζεται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τοιαύτη.
Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς καὶ τοῖς Διαμαρτυρομένοις δὲν τελεῖται τὸ Βάπτισμα διὰ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως, ὅπως παρ᾽ ἡμῖν, αλλὰ διὰ ραντισμοῦ ἦ δι’ ἐπιχύσεως. Τὸ παρ’ ἡμῖν « Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... » οὶ Δυτικοὶ μετέτρεψαν εἰς ἐνεργητικόν: « Βαπτίζω σέ.... », διὰ νὰ προσδώσουν μεγαλυτέραν σημασίαν καὶ δύναμιν εἰς τὸν τελοῦντα τὸ μυστήριον κληρικόν. 

β) Τὸ Χρῖσμα . - Καὶ οἱ Δυτικοὶ καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι δὲν τελοῦν τὸ Χρῖσμα, ὅπως ἡμεῖς, ἀμέσως μετὰ τὸ Βάπτισμα, ἀλλ’ ἐχώρισαν αὐτά, τελοῦντες τὸ Χρῖσμα εἰς μὲν τὰ ἄρρενα τὰ 14ον ἔτος τῆς ἡλικίας των, εἰς δὲ τὰ θήλεα τὸ 12ον ἔτος. Ὡς λόγον τῆς τοιαύτης ἀναβολῆς τοῦ Χρίσματος φέρουν ότι πρέπει ὁ Χριστιανός, πρὶν δεχθῇ τοῦτο, νὰ διδαχθῇ προηγουμένως τὰς χριστιανικὰς ἀληθείας, διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μὲ πλὴρη ἐπίγνωσιν τῶν ὑποχρεώσεών του. Ἐν τοιαύτῃ ὅμως περιπτώσει καὶ τὸ Βάπτισμα ἔπρεπε νὰ ἀναβληθῇ, ἕως ὅτου φθάσῃ ὁ πιστὸς εἰς ὥριμον ἡλικίαν. Παρ’ ἡμῖν, οἱ ἀνάδοχοι ἀναλαμβάνουν τὴν ὑποχρέωσιν νὰ διδάξουν βραδύτερον τὰς χριστιανικὰς ἀληθείας εἰς τὸν ἐν μικρᾷ ἡλικίᾳ βαπτισθέντα καὶ χρισθέντα. Ἔπειτα ὁ χωρισμὸς τοῦ Χρίσματος ἀπὸ τοῦ Βαπτίσματος εἶναι άδικαιολόγητος, διότι, ὡς γνωρίζομεν, ἀμέσως μετὰ τὸ Βάπτισμα κατῆλθε τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς εἰς τὸν Κύριον. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ὡς εἴπομεν, δὲν θεωροῦν τὸ Χρῖσμα ὡς Μυστήριον.
Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς τὸ ἅγιον μύρον δὲν ἀποτελεῖται, ὅπως παρ’ ἡμῖν, ἀπὸ ἔλαιον καὶ ἀπὸ πολλὰς εὐώδεις οὐσίας, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ ἔλαιον καὶ βάλσαμον. Ἐν τῆ Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ Χρῖσμα τελεῖται ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως καὶ παρὰ τοῖς Δυτικοῖς, παρὰ τοῖς ὁποίοις εἶναι δυνατὸν νὰ τελεσθῇ καὶ παρὰ πρεσβυτέρου, κατόπιν εἰδικῆς ἐπισκοπικῆς ἀδείας.

γ) Ἡ Θεία Εὐχαριστία .- Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καὶ ἡ Δυτικὴ δέχονται ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι Μυστήριον καὶ θυσία καὶ ὅτι διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταβάλλονται πραγματικῶς εἰς αὐτὸ τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀποδέχονται ταύτην μόνον ὡς Μυστὴριον καὶ οὐχὶ ὡς θυσίαν καὶ ὅτι ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἶνου εἰς σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι πραγματική, ἀλλὰ μυστηριακὴ, ἤ ὅτι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ἁπλῶς συμβολίζουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου.
Καὶ ὡς πρὸς τὰ συστατικὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν κοινωνίαν τούτων ὑπάρχουν διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Τοιουτοτρόπως ἡ μέν ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἀκολουθοῦσα τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, μεταχειρίζεται ἐνζυμον ἅρτον, ἐνῷ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι μεταχειρίζονται ἅζυμον. Ὡς πρὸς τὸν οἶνον οἱ Δυτικοὶ καὶ ἡμεῖς μεταχειριζόμεθα οἶνον μεμειγμένον μὲ ὔδωρ, οἱ δὲ Διαμαρτυρόμενοι οἶνον ἄκρατον. Ὡς πρὸς τὴν μετάληψιν τῶν τιμίων Δώρων οἱ μέν Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι μεταλαμβὰνουν πάντες καὶ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἐνῷ παρὰ τοῖς Δυτικοῖς μόνον τοῦ ἄρτου μεταλαμβάνουν πάντες, παρὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρὶου « Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες » τοῦ οἵνου κοινωνοῦν παρὰ τοῖς Δυτικοῖς μόνον οἱ λειτουργοῦντες κληρικοί. Παρ’ ἡμῖν μεταλαμβάνουν τῆ θείας Κοινωνίας καὶ τὰ βρέφη, ἑν ᾧ παρὰ τοῖς Δυτικοῖς καὶ Διαμαρτυρομένοις παρέχεται ἡ θεία Κοινωνωνία εἰς τὰ παιδιὰ μόνον μετὰ τὸ Χρῖσμά των. Γενικῶς ἑκ τῶν Διαμαρτυρομένων οἱ Ἀγγλικανοὶ προσεγγίζουν πολὺ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς πρὸς τὴν διδασκαλίαν των περὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. 

δ) Ἡ Μετάνοια . - Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, τὰ ἐπιτίμια, ἦτοι αἱ ποιναί, αἱ ὁποῖαι ἐπιβάλλονται ὑπὸ τοῦ ἱερέως εἰς τὸν μετανοοῦντα πιστὸν μετὰ τὴν τέλεσιν τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας, ἀποβλέπουν μόνον εἰς τὴν ἠθικὴν ἄσκησιν καὶ ψυχικὴν βελτίωσιν τοῦ μετανοήσαντος, ὥστε νὰ μὴ ἐπαναλάβη οὖτος τὸν αὐτὸν ἁμαρτωλὸν βίον. Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς ἀντιθέτως τά ἑπιτίμια θεωροῦνται ὡς ἀποβλέποντα εἰς τὴν ἱκανοποίησιν τῆς θείας δικαιοσύνης. Συναφεῖς πρὸς τὴν τοιαύτην ἀντίληψιν τῶν Δυτικῶν εἶναι καὶ αἱ πεπλανημέναι δογματικαί των διδασκαλίαι περὶ τοῦ θησαυροῦ τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων, περὶ ἀφέσεων καὶ συγχωροχαρτίων καὶ περὶ καθαρτηρίου πυρός, περὶ τῶν ὁποίων θὰ κάμωμεν λόγον κατωτέρω.
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν δέχονται τὴν Μετάνοιαν ὡς Μυστήριον, θεωροῦντες ταύτην ὡς ὠφέλιμον μόνον διὰ τὴν ἠθικὴν ἐνίσχυσιν καὶ παρηγορίαν τῶν Χριστιανῶν.

ε) Ἡ Ἱερωσύνη. - Οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων οἱ Ἀγγλικανοὶ ἔχουν τρεῖς βαθμοὺς τῆς Ἱερωσύνης, οἱ δὲ λοιποὶ Διαμαρτυρόμενοι ἔχουν μόνον τοὺς βαθμοὺς τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ διακόνου. Παρὰ τοῖς Ὀρθοδόξοις ἐπιτρέπεται ὁ γάμος εἰς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς διακόνους, ἀλλ’ οὐχὶ μετὰ τὴν χειροτονίαν, οἱ δὲ ἐπίσκοποι ἀπὸ τοῦ Δ’ αἰῶνος εἶναι πάντοτε, ἄγαμοι, ἐνῷ κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας ἐπετρέπετο νὰ χειροτονῶνται ἐπίσκοποι καὶ ἔγγαμοι κληρικοί. Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς ὅλοι οἱ κληρικοὶ εἶναι ἄγαμοι, παρὰ δὲ τοῖς Διαμαρτυρομένοις ὁ γάμος ἐπιτρέπεται εἰς τοὺς κληρικοὺς ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ πρὸ καὶ μετὰ τὴν χειροτονὶαν των, διότι ἡ χειροτονία δὲν θεωρεῖται παρ’ αὐτῶν ὡς Μυστήριον.
Ὡς πρὸς τὸ ἔγκυρον τῆς χειροτονίας τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν κρατεῖ παρὰ τῇ ἡμετέρα Ἐκκλησίᾳ ἡ γνώμη νὰ ἀναγνωρίζωνται ὡς ἔγκυροι αἱ χειροτονίαι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν τὴν Ἱερωσύνην ὡς Μυστήριον, ὑπὸ τὸν ὅρον ὅμως οἱ τοιοῦτοι κληρικοὶ νὰ λάβουν νέαν χειροθεσίαν καὶ νὰ ἐπιδώσουν ἔγγραφον ἀποδοκιμασίαν τῶν καινοδοξιῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποίας προέρχονται.

ς) Ο Γάμος. - Οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν τὸν γάμον ὡς Μυστηρὶον, οἱ δὲ Διαμαρτυρόμενοι οὐχί, μολονότι ἀναγνωρίζουν τὸν γάμον ὡς θεῖον θεσμόν.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιτρέπει κατὰ συγκατάβασιν καὶ δεύτερον καὶ τρίτον γάμον, ἡ δὲ Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ αἱ τῶν Διαμαρτυρομένων ἐπιτρέπουν καὶ τέταρτον γάμον. Ὡς πρὸς τὴν διάλυσιν τοῦ γάμου οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιτρέπουν τὸ διαζύγιον μόνον διὰ λόγους συζυγικῆς ἀπιστίας, τελευταίως ὅμως ἤρχισε νὰ ἐπιτρέπηται τὸ διαζύγιον καὶ διὰ λόγους, οἱ ὁποῖοι καθιστοῦν ἀδύνατον τήν συμβίωσιν τῶν συζύγων. Παρὰ τοἷς Διαμαρτυρομένοις ἐπιτρέπεται τὸ διαζύγιον καὶ διὰ τὴν ἐλαχίστην αἰτίαν καὶ διὰ τοῦτο τὰ διαζύγια παρ’ αὐτοῖς εῖναι συνήθη καὶ ὁ οἰκογενειακὸς βίος ἔχει κλονισθῆ πολύ. Ὡς πρὸς τὰ κωλύματα τοῦ γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀναγνωρίζουν μόνον τὰ προερχόμενα ἐκ τῆς συγγενείας ἐξ αἴματος. Οἱ Δυτικοὶ δέν ἐπιτρέπουν ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει τὸ διαζύγιον, μολονότι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐπέτρεψε τοῦτο διὰ λόγους ἀπιστίας καὶ μολονότι τοιαύτη ἀπόλυτος ἀπαγόρευσις ἔχει κάκιστον ἀντίκτυπον καὶ ὁλεθρίας συνεπείας εἰς τὸν βίον τῶν πιστῶν.

ζ) Τὸ Εὐχέλαιον . - Ἡ Δυτικὴ «Ἐκκλησία», παρὰ τὴν κρατήσασαν παράδοσιν τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας μέχρι τοῦ ΙΒ’ αἰῶνος, ὥρισεν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης, ὅπως τὸ Μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου τελῆται κατὰ τὰς τελευταίας στιγμὰς τοῦ Χριστιανοῦ, ὡς τελευταῖόν του ἐφόδιον διὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωήν του. Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ὡς τελευταῖον ἐφόδιον εἰς τοὺς ἑτοιμοθανάτους, ὥρισε τὴν ἐξομολόγησιν καὶ τὴν μετάληψιν τῆς θείας Κοινωνίας. Οἱ Δυτικοὶ ἐκαινοτόμησαν καὶ εἰς ἄλλα πράγματα ὡς πρὸς τὸ Μυστήριον τοῦτο.
Οὕτως, ἐπειδὴ θεωροῦν τὸ Εὐχέλαιον ὡς τὸ τελευταῖον ἐφόδιον, δέν ἐπιτρέπουν τὴν ἐπανάληψίν του, ἄν ὁ ἀσθενὴς θεραπευθῇ μετὰ τὴν τέλεσιν τοῦ Εὐχελαίου. Ἐπίσης ἐθέσπισαν ὅτι μόνον οἱ ἐπίσκοποι πρέπει νὰ τελοῦν τοῦτο. Ταῦτα πάντα ἀντίκεινται πρὸς τοὺς λόγους τοῦ Ἰακώβου ἐν Ε’ 14 - 16 καὶ πρὸς τὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν δέχονται τὸ Εὐχέλαιον ὡς Μυστήριον.Ἀντὶ τούτου συνιστοῦν νὰ μεταβαίνῃ ὁ ἱερεὺς παρὰ τὴν κλίνην τοῦ ἐτοιμοθανάτου καὶ νὰ ἀναγινώσκῃ πλησίον του διαφόρους εὐχὰς καὶ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν, ἐνισχύων αὐτὸν καὶ διὰ λόγων.

ς) Αἱ ἔσχαται ἡμέραι.
 
α) Ὁ θησαυρὸς τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἀγιῶν. Ἡ Δυτικὴ «Ἐκκλησία» διδάσκει ὅτι, διὰ νὰ σωθῇ ὁ Χριστιανός, ἀπαιτεῖται ὡρισμένον ποσὸν !!! ἀγαθῶν ἔργων. Οἱ ἅγιοι ὅμως ὑπερβαίνουν τὰ ἐπιβεβλημένα εἱς αὐτοὺς καθήκοντα καὶ πράττουν περισσότερα ἀγαθὰ ἔργα παρὰ ὅσα χρειάζονται διὰ τὴν σωτηρίαν των. Τὰ τοιαῦτα περισσεύοντα ἀγαθὰ ἔργα ἀποταμιεύονται καὶ ἀποτελοῦν τὸν θησαυρὸν τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων. Εἰς τὸν θησαυρὸν τοῦτου τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων προστίθεται καὶ ἡ μεγάλη ἀξιομισθία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Ἐν συνεχείᾳ διδάσκουν οἰ Δυτικοὶ ὅτι οἱ Πάπαι δύνανται νὰ διαθέτουν μερικὰ ἀγαθὰ ἔργα ἐκ τοῦ θησαυροῦ τούτου τῶν ἀγαθῶν ἔργων τῶν ἁγίων ὑπὲρ ἄλλων Χριστιανῶν πρὸς ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν των. Τοιουτοτρόπως ἐδημιουργήθη τὸ ζήτημα τῆς πωλήσεως ἀφέσεων ἢ συγχωροχαρτίων ὑπὸ τοῦ Πάπα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον προεκάλεσε τόσον σάλον καὶ τόσας καταχρήσεις εἰς τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν. Τὰ περιλάλητα αὐτὰ συγχωροχάρτια( indulgentia), δηλαδὴ ἡ γραπτὴ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν, ὑπῆρξαν σκάνδαλον καὶ ἐξήγειραν ὅλους τοὺς γνησίους Χριστιανούς. Ὁ Πάπας Λέων ὁ Ι’ μάλιστα ἔφθασεν εἰς τὸ σημεῖον νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς τὸν ἀρχιεπίσκοπον τῆς Γερμανικῆς πόλεως Μαγεντίας τὴν πώλησιν συγχωροχαρτίων ἐπὶ 8 ἔτη, ὑπὸ τὸν ὅρον νά μοιρασθοῦν τὰ κέρδη. Τοῦτο ἐξήγειρε τὸν γνωστὸν θρησκευτικὸν μεταρρυθμιστὴν τῆς Δύσεως Μαρτῖνον Λούθηρου.
Αἱ τοιαῦται διδασκαλίαι τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τελείως ἀντίθετοι πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, οὐδεὶς δύναται νὰ πράττῃ περισσότερα ἀγαθὰ ἕργα παρὰ ὅσα χρειάζεται διὰ τὴν σωτηρίαν του. Καὶ ὁ μέγιστος τῶν ἀγίων ἔχει ἀνάγκην τοῦ ἐλέους καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ σωθῇ, καὶ δέν πρέπει νὰ λησμονῶμεν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου: 

« ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι δ ὁφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν »
(Λουκ. ΙΖ’ 10)

Ἡ περὶ συγχωροχαρτίων διδασκαλία δύναται νὰ διαστρέψῃ εὐκόλως τὴν ἠθικότητα τῶν Χριστιανῶν, διότι, ὅταν οὗτοι πιστεύουν ὅτι δύνιανται μὲ χρὴματα νὰ ἐξαγοράζουν τὴν ἄφεσιν τῶν ἀμαρτιῶν των, τότε οὐδεὶς λόγος ὑπάρχει νὰ κοπιάζουν καὶ νὰ ἀγωνίζωνται ἠθικῶς ὑπέρ τῆς σωτηρίας των.
β) Τὸ καθαρτήριον πῦρ . Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ διακρίνωμεν 1) Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ περιέπεσαν εἰς ἁμαρτὴματα, μετενόησαν καὶ ἐξωμολογὴθησαν, ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἐκτελέσουν τὸν κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπεβλὴθη εἰς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ Πνευματικοῦ, ἤ εἶχον τὴν διάθεσιν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν, ἀλλά, λόγῳ αἰφνιδίου θανάτου ἤ ἄλλων κωλυμάτων, δέν ἐπρόφθασαν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ τύχουν τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν 2) Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν κατὰ πάντα ἀγαθοί, καὶ τούτων αἱ ψυχαὶ μεταβαίνουν κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸν παράδεισον καὶ 3) τοὺς κακοὺς Χριστιανούς, τῶν ὁποίων αἱ ψυχαὶ μετὰ θάνατον μεταβαίνουν κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὴν κόλασιν. Μόνον αἵ ψυχαὶ τῆς πρώτης κατηγορίας μεταβαίνουν εἰς μέσην κατάστασιν, εἰς τὸ καθαρτήριον πῦρ , διὰ τοῦ ὁποίου αὗται καθαρίζονται ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας των, ἄλλαι βραδύτερον καὶ ἄλλαι ἐνωρίτερον, ἀναλόγως τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ἔργων των. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία περαιτέρω διδάσκει ὅτι διὰ τῶν δεήσεων τῶν λειτουργῶν της, καὶ μάλιστα διὰ τῶν ἀφέσεων, δύναται νὰ ἀπαλλάξῃ τοὺς ἀνωτέρω Χριστιανοὺς ἀπὁ τὸ καθαρτήριον πῦρ καὶ νὰ συντελέσῃ, ὤστε νὰ μεταβοῦν καὶ τούτων αἱ ψυχαὶ εἰς τὸν παράδεισον.
Ἡ περὶ καθαρτηρίου πυρὸς διδασκαλία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, διατυπωθεῖσα ὑπὸ τῶν Συνόδων Φλωρεντίας(1439) καὶΤριδέντου ( 1545), ἀντίκειται ἀπολύτως καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, διότι γίνεται μὲν λόγος ἐν τῇ Ἁγ. Γραφῇ καὶ παρὰ τοῖς Πατράσι τῆς Ἐκκλησίας περὶ πυρὸς πρὸς καθαρισμόν, ἀλλ’ οὐχὶ κατὰ τὴν ἀνωτέρω διδασκαλίαν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας περὶ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ περὶ τοῦ τρόπου τῆς ἀπαλλαγῆς ἐξ αὐτοῦ.
Καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καὶ «αἱ» τῶν Διαμαρτυρομένων ἀπέκρουσαν καὶ ἐπολέμησαν σφοδρῶς τὰς ἀστηρίκτους καὶ ἐσφαλμένας ἰδέας τῶν Παπικῶν περὶ θησαυροῦ τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων καὶ περὶ καθαρτηρίου πυρός. Δὲν ἔχουν δέ οὐδεμίαν σχέσιν αἱ ἰδέαι των αὗται πρὸς τὰ μνημόσυνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, περὶ τῶν ὁποίων εἰς τὸ οἱκεῖον κεφάλαιον ἔγινε λόγος προηγουμένως.

ζ) Ἡ λατρεία. 

- Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἰσήγαγε πολλὰς καινοτομίας καὶ εἰς τὴν θείαν λατρείαν. Ὁ λαὸς ἐξ ἀμαθείας ἀπέδιδε μαγικὴν δύναμιν εἰς τὰς τελετὰς τῆς θείας λατρείας καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ὑπέθαλψε τὴν τοιαύτην πίστιν τοῦ λαοῦ, ἀποδίδουσα εἰς τὰς εἰκόνας, εἰς τὰ λείψανα τῶν ἁγίων καὶ εἰς πολλὰς τελετὰς δύναμιν, τὴν ὁποίαν δέν ἕχουν κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ κατὰ τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ μάλιστα τῆς Ζ’, ἡ ὁποία ἀπεφάνθη περὶ τῶν εἰκόνων. Ὁ ἀμαθὴς καθολικὸς Χριστιανὸς ἐπίστευεν ὅτι ἀρκεῖ ἡ θαυματουργὸς δύναμις τῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἱερῶν λειψάνων, διὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ἐκδήλωσιν τῶν τοιούτων ἐσφαλμένων ἰδεῶν καὶ τάσεων τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν καὶ αἱ κατὰ τὸν ΙΔ’ αἰῶνα καὶ ἐπὶ Πάπα Βονιφατίου τοῦ Η’ τὸ πρῶτον καθιερωθεῖσαι ἱεραὶ ἀποδημίαι εἰς Ρώμην. Οἱ λαμβάνοντες μέρος εἰς τὰς ἱερὰς ταύτας ἀποδημίας εἰς τὴν Ρώμην ἐλάμβανον, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, πλήρη ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν των. Γενικῶς ἡ θεία λατρεία ἔχει προσλάβει παρὰ τοῖς Δυτικοῖς πολὺ θεατρικὸν καὶ ἐπιδεικτικὸν χαρακτῆρα καὶ ἔχει καταντὴσει εἱς λατρείαν ἐξωτερικῶν τύπων, ἐνῷ ὁ Κύριος ἀπῄτησε πρὸ παντὸς πνευματικὴν λατρείαν τοῦ θεοῦ, εἰπὼν εἰς τὴν Σαμαρείτιδα: 

« πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν »
(Ἰωάν. Δ’ 24)

Οἱ Προτεστάνται ἐξ ἀντιδράσεως καὶ ἀντιθέσεως πρὸς τὴν παπικὴν Ἐκκλησίαν περιέπεσαν εἰς ἄλλας ἀκρότητας καὶ τελείως ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, διότι οὗτοι κατήργησαν ὅλας τὰς ἐορτάς, πλὴν τῶν ἀναφερομένων εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, ἀπεγύμνωσαν τοὺς ναούς των σχεδὸν παντὸς διακόσμου καὶ τῶν εἰκόνων, ἀπέρριψαν τὴν διδασκαλίαν περὶ μεσιτείας τῶν Ἁγίων παρὰ τῷ Θεῷ καὶ τὴν τιμητικὴν προσκύνησιν αὐτῶν καὶ περιώρισαν τὴν θείαν λατρείαν εἰς ὕμνους τινάς, εἰς τὴν ἀνάγνωσιν περικοπῶν ἐκ τῆς Ἀγίας Γραφῆς καὶ εἰς τὸ κήρυγμα, εἰς τὸ ὀποῖον βεβαίως πολὺ ὀρθῶς ἀποδίδουν μεγίστην σημασίαν διὰ τὴν θρησκευτικὴν ἀναγέννησιν τῶν πιστῶν. Τοιουτοτρόπως καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν ἠκολούΘει ἡ ἀρχαία καὶ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὁυσίαν μόνον ἡ ἡμετέρα Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ πιστῶς ἀπ’ ἀρχῆς.



Ἡ θεωρία τοῦ Πλαγίου Λόγου τῆς Λατινικῆς





τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου τῆς κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
 



Πλάγιος λόγος είναι η εξάρτησις ευθέος λόγου από ρήμα (υπάρχον ή υπονοούμενον) λεκτικόν, αισθητικόν, γνωστικόν, διξαστικόν με μεταβολήν του ρηματικού προσώπου και της εγκλίσεως (εφ’ όσον το ρήμα δεν είναι εις την υποτακτικήν.



Πανελλήνιες ἐξετάσεις 2013 - Τελική εὐθεία




της
Μαρίας Παπουτσάκη,
Δημοσιογράφου – Εκπαιδευτικής Συντάκτριας





Στην τελική ευθεία για τις πανελλαδικές εξετάσεις έχουν μπει χιλιάδες υποψήφιοι που προετοιμάζονται για τις δυσκολότερες πανελλαδικές εξετάσεις των τελευταίων ετών.
Το σχέδιο «Αθηνά» που επηρεάζει σημαντικά τις επιλογές των υποψηφίων, συντελεί ώστε να γίνει ακόμη πιο σκληρός ο ανταγωνισμός φέτος.
Η μείωση του αριθμού των εισακτέων από τη μία πλευρά, η συρρίκνωση των επιλογών και η συνεχιζόμενη τα τελευταία χρόνια ανασφάλεια όσον αφορά στην επαγγελματική αποκατάσταση από την άλλη, φορτίζουν περισσότερο το κλίμα και δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για πολλά παιδιά.
Η προετοιμασία κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες μεταβάλλεται σε σκληρή δοκιμασία ακόμη και για κείνους τους υποψήφιους που προετοιμάζονται σωστά και συστηματικά χρόνια τώρα.
Συγχρόνως, η συνεχής αλλαγή δεδομένων που συστηματικά εφαρμόζεται από το υπουργείο Παιδείας –ανεξαρτήτως κυβερνήσεων- θέτει τη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων μέσα σ΄ ένα θολό πεδίο. Σ΄ αυτό ψάχνουν οι έφηβοι, να βρουν και να συνδυάσουν επιλογές, επιθυμίες, όνειρα, προσδοκίες, ικανότητες και προσπάθειες.
Είναι τόσες οι αλλαγές, που καταλήγει σε παιγνίδι χωρίς όρους και κανόνες. Ως εκ τούτου οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας κάθε φορά, είναι υπεύθυνες για την παράδοση μαθημάτων τέτοιου είδους στους αυριανούς πολίτες. Μαθήματα δηλαδή χωρίς όρους και κανόνες.
Ειδικά φέτος, οι αλλαγές που θα αντιμετωπίσουν οι υποψήφιοι είναι πολλές και δυσμενείς : Νέο μηχανογραφικό δελτίο με λιγότερες σχολές και τμήματα, μείωση των εισακτέων τουλάχιστον κατά 7.000-10.000, άνοδος των βάσεων εισαγωγής σε ορισμένα επιστημονικά πεδία, κλπ.
Όμως ειδικά για το επίπεδο των βάσεων σημαντικό ρόλο παίζουν τα θέματα που επιλέγονται στις εξετάσεις και ο βαθμός δυσκολίας τους. Όσο και αν η γενική εντολή του υπουργείου θα είναι και φέτος για σαφή, κατανοητά και με διαβάθμιση δυσκολίας, θέματα, κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει τον αστάθμητο και απρόβλεπτο παράγοντα. Άλλωστε έχουμε ζήσει τόσα τα τελευταία χρόνια με λάθη και παραλείψεις των εξεταστών.
Όλα αυτά αποδεικνύουν την σκληρότητα των όρων συμμετοχής στη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων, στην οποία θα επενδύσουν για άλλη μια χρονιά, περισσότεροι από 100.000 νέοι και οι οικογένειες τους. Μια διαδικασία-δοκιμασία, κυρίως για τα παιδιά που προέρχονται από τις μεσαίες και κάτω ο οικονομικές τάξεις. Άλλωστε η άρχουσα τάξη της χώρας, έχει βρει εδώ και χρόνια τον τρόπο της. Έχει καταφέρει να παρακάμψει για τα βλαστάρια της, το σκόπελο και τη σκληρή εμπειρία των πανελλαδικών εξετάσεων, στέλνοντας τα στα φημισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Οι πανελλαδικές εξετάσεις παραμένουν υπόθεση των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων. Κι ο «πονοκέφαλος» είναι για τα παιδιά αυτών των οικογενειών που θα πρέπει να βρουν τρόπους να συνδυάσουν τις επιθυμίες, τις δυνατότητες, τις προσπάθειες και τις ελπίδες τους. Καλούνται να αποδείξουν τις ικανότητες τους σε εξετάσεις που είναι καθαρά ανταγωνιστικές, δεν αποτυπώνουν τις γνώσεις και τις δεξιότητες τους και η επιτυχία σε ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται στην τύχη και την ψυχραιμία τους.
Φέτος, το σχέδιο «Αθηνά» έχει μειώσει τις επιλογές, έχει μειώσει τους εισακτέους και έχει μεγαλώσει τις ανασφάλειες. Η επαγγελματική αποκατάσταση παραμένει βέβαια το μεγάλο ζητούμενο, καθώς η οικονομική κρίση επεκτείνεται και βαθαίνει.
Γι’ αυτό είναι περισσότερο σημαντικό να συνειδητοποιήσει ο κάθε υποψήφιος ότι τώρα περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά στο παρελθόν, το μεγαλύτερο βάρος της προσπάθειας του θα πρέπει να το ρίξει στην επιλογή των σπουδών του. Κι επειδή, η κρίση θερίζει όλα τα επαγγέλματα, ίσως τώρα περισσότερο από ποτέ, θα πρέπει να επιλέξει αυτό που επιθυμεί και όχι αυτό που προσδοκά να του δώσει γρήγορα δουλειά. Γιατί, σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται συνεχώς, δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τις προτεραιότητες της αγοράς σε πέντε ή έξι χρόνια που θα ολοκληρώσει τις σπουδές του. Επί πλέον δεν υπάρχει τομέας σπουδών-όσο κορεσμένος και αν φαίνεται – που δεν έχει επαγγελματικές διεξόδους και προοπτικές, διαφορετικές απ΄ αυτές που έχουμε συνηθίσει και έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα.
Όμως η ψυχολογική πίεση που υφίστανται τα παιδιά από τώρα και μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων τον Αύγουστο είναι αφόρητη. Και γι’ αυτό ίσως το πρώτο και κυριότερο καθήκον των μεγαλυτέρων -είτε πρόκειται για τους εκπαιδευτικούς είτε πρόκειται για την ίδια την οικογένεια των υποψηφίων- είναι να αποφορτίσουν την ατμόσφαιρα και να βοηθήσουν στην όσο το δυνατόν καλύτερη επιλογή σπουδών.
Σε κάθε περίπτωση η μέχρι τώρα προετοιμασία των υποψηφίων είναι το 80% ή ακόμη και το 90% της συνολικής προσπάθειας τους. Από δω και πέρα μετράει μόνο η ψυχραιμία και η ηρεμία.

Πηγή: ΟΕΦΕ





***

Κορυφώνεται η αγωνία των μαθητών, οι οποίοι από τις 17 Μαΐου θα μπουν στη μάχη των πανελλαδικών εξετάσεων 2013.
Φέτος οι θέσεις στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας θα είναι μειωμένες κατά 15% στα ΑΕΙ και 30% στα ΤΕΙ.
Ο πήχης ειδικά στο 1ο επιστημονικό πεδίο, αναμένεται να ανέβει πολύ ψηλά.
Από φέτος και με βάση το «σχέδιο Αθηνά» στις σχολές Ανθρωπιστικών, Νομικών και Κοινωνικών επιστημών οι εισακτέοι θα είναι σχεδόν 2.000 λιγότεροι. Έτσι ο ανταγωνισμός για μια θέση θα είναι μεγαλύτερος και για το λόγο αυτό θα αυξηθούν και οι βάσεις 2013.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ  ΕΔΩ  ΤΙΣ «Πρώτες εκτιμήσεις για τις βάσεις εισαγωγής»






Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΗΘΙΚΟΝ ΧΡΕΟΣ




των
Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
- Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ




1. Ἔννοια τῆς συνειδήσεως

Ὑπάρχει ἐντὸς ἡμῶν μία ἱκανότης, ἓν ἐσωτερικόν, ψυχικὸν κριτήριον, δυνάμει τοῦ ὁποίου ἐλέγχεται τὸ ποιὸν τῶν πράξεών μας. Τὸ ἐσωτερικὸν τοῦτο κριτήριον, ἡ ἱκανότης τοῦ ἐκτιμᾶν ὑπὸ ἠθικὴν ἔποψιν τὰς πράξεις ἡμῶν αὐτῶν καὶ τὴν ὅλην ἠθικὴν μας συμπεριφορὰν εἶναι ἡ συνείδησις .
Τὴν συνείδησιν ἐγνωρίσαμεν ὡς ὅρον ψυχολογικόν. Εἶναι τὸ σύνολον τῶν ψυχικῶν ἐκδηλώσεων εἰς μίαν δεδομένην στιγμὴν καὶ ἡ ἄμεσος ἐσωτερικὴ γνῶσις αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων ἢ γεγονότων. Ὑπὸ ἠθικὴν ἔποψιν ἡ συνείδησις εἶναι κάτι διάφορον. Ἡ ἠθικὴ συνείδησις εἶναι πάλιν μία ἄμεσος ἐσωτερικὴ ἐπίγνωσις. Ἀλλ’ ἀφορᾷ εἰς ὡρισμένην μόνον ποιότητα γεγονότων. Κρίνει τὴν ἠθικὴν ἀξίαν ἢ ἀπαξίαν μιᾶς πράξεως, διαπιστώνει τὴν ἠθικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ἢ τὴν ἀπουσίαν ἠθικότητος. Συνείδησις λοιπὸν εἶναι ἡ ἱκανότης πρὸς ἐκτίμησιν τῆς ἠθικῆς ἀξίας ἢ ἀπαξίας τῶν πράξεών μας . Ἐννοεῖται ὅτι, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ συμβαίνοντα ἐντὸς ἡμῶν, ἡ συνείδησις δύναται μὲ ἀμεροληψίαν νὰ κρίνῃ καὶ περὶ τῶν πράξεων τῶν ἄλλων.
Ἡ ἠθικὴ συνείδησις δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὰς πολλὰς ψυχικὰς λειτουργίας, διότι συνυφαίνεται πρὸς ὅλας. Εἶναι ἱκανότης γνωστική, διότι μανθάνομεν τὰς συνθήκας ὑπὸ τὰς ὀποίας τελεῖται μία πρᾶξις, ἐνθυμούμεθα ἀναλόγους περιστάσεις ἢ φανταζόμεθα τὴν πιθανὴν ἔκβασιν μιᾶς ἐνεργείας. Εἶναι ἱκανότης συναισθηματική, διότι τὴν πρᾶξιν συνοδεύει κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν χαρὰ ἢ λύπη, προηγεῖται αὐτῆς προσδοκία ἢ φόβος, ἕπεται ἱκανοποίησις ἢ συντριβή. Εἶναι τέλος ἐνέργεια βουλητικὴ, διότι τὸ ἄτομον θέλει τοῦτο ἢ ἀποστρέφεται ἐκεῖνο καὶ τὸ μὲν πράττει, τὸ δὲ ἀποφεύγει. Προεξάρχων χαρακτὴρ φαίνεται νὰ εἶναι ὁ συναισθηματικός. Μοῦ φέρει χαρὰν ἡ σκέψις ὅτι θὰ ἐνεργήσω οὕτως - θὰ εἶναι ἐντροπὴ νὰ πράξω ἄλλως. Καλὰ ἔκαμες, εὖγε - δὲν ἔκαμες καλά, ἐντροπή σου!
Πράγματι ἡ συνείδησις εἰς δύο περιστάσεις σημειώνει τὴν παρουσίαν της πρὸ τῆς πράξεως καὶ μετ’ αὐτήν. Ὡς ἡγουμένη τῆς πράξεως, ἤτοι ὡς προλαμβάνουσα , ἡ συνείδησις προτρέπει νὰ πράξωμεν κάτι ἢ ἀποτρέπει ἀπὸ αὐτό, εἶναι συνεπῶς προτρεπτικὴ ἢ ἀποτρεπτική . Ἡ δὲ ἑπομένη ἢ ἐπακολουθοῦσα συνείδησις, ἐμφανιζομένη μετὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς πράξεως, ἐπαινεῖ ἡμᾶς, ὅταν ἡ πρᾶξις κρίνεται σύμφωνος μὲ τὸν ἠθικὸν νόμον, ἤτοι ἀγαθή, ἐλέγχει δὲ καὶ κατακρίνει, ὁσάκις αὕτη εἶναι ἠθικῶς κακή. Ὑπὸ τὴν ἔποψιν αὐτὴν εἶναι ἐπιδοκιμαστικὴ ἢ ἀποδοκιμαστική . Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν κατακλυζόμεθα ἀπὸ μίαν ψυχικὴν εὐεξίαν καὶ γαλήνην. Δοκιμάζομεν μίαν ἱκανοποίησιν ὅτι ἐνηργήσαμεν κατὰ τρόπον ἠθικὸν καὶ θεάρεστον. Εἰς τὴν δευτέραν ἐπακολουθεῖ τὸ δυσάρεστον ἐκεῖνο συναίσθημα, ποὺ ἀποκαλοῦμεν τύψιν τῆς συνειδήσεως, ἤτοι «κτύπημα» καὶ ἔλεγχον τῆς ἠθικῶς ἀτόπου ἐνεργειας ἢ παραλείψεώς μας ἐκ μέρους τῆς συνειδήσεως. Εἶναι δὲ ἡ τύψις ἰσχυρότατον καὶ ὀδυνηρότατον συναίσθημα ὅπως ἐν γένει ἡ ἑπομένη συνείδησις εἶναι ἐντονωτέρα τῆς ἡγουμένης.
Κατὰ τὴν κατάστασιν τῆς ψυχικῆς γαλήνης μέσα μας βασιλεύει ἀδιατάρακτος ἠρεμία καὶ ἀταραξία, ποὺ ἀποτελεῖ διὰ τὸν ἄνθρωπον μίαν πραγματικὴν εὐδαιμονίαν. Τῆς τύχης δυσμένειαι καὶ συμφοραί, φθόνος καὶ ἐπιβουλὴ τῶν ἀνθρώπων, ταλαιπωρίαι καὶ ἀπογοητεύσεις, ὅλα τὰ πάσης φύσεως δεινὰ εἶναι ἀνίσχυρα νὰ ἐπισκιάσουν αὐτὴν τὴν εὐτυχίαν. Ἔχομεν τὴν ἤρεμον συναίσθησιν ὅτι ἐπράξαμεν τὸ καθῆκον, ὅτι ἠθικῶς ἱστάμεθα εἰς τὸ ὕψος ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν ἠμποροῦν νὰ φθάσουν οἱ ἐξωτερικοὶ καὶ ἐφήμεροι περισπασμοί. Καὶ ἀντιπετωπίζομεν μὲ θάρρος τὰς μεγίστας τῶν συμφορῶν καὶ αἰσθανόμεθα τὴν δύναμιν νὰ ἀναμετρηθῶμεν μὲ αὐτάς. Διότι, παρὰ τὸ ὄνομά της, τὸ ταὐτόσημον πρὸς τὴν ἀκινησίαν, ἡ γαλήνη τῆς ψυχῆς εἶναι δυνατὸν νὰ καταστῇ κίνητρον πρὸς νέας ἠθικὰς πράξεις καὶ εὐποιΐαν, νὰ παρακινήσῃ πρὸς ὁλονὲν ἀνωτέραν καὶ ὑψηλοτέραν ἠθικὴν δραστηριότητα. Ἀντιθέτως ἡ τύψις τῆς συνειδήσεως εἶναι δυνατὸν νὰ ἀμαυρώσῃ καὶ κατακαλύψῃ μὲ τὴν σκιάν της καὶ τὴν μεγίστην ἀκόμη εὐτυχίαν, νὰ ἀφανίσῃ κάθε ἀφορμὴν χαρᾶς, ν’ ἀποτελέσῃ τροχοπέδην εἰς τὴν δραστηριότητα τοῦ ἀτόμου. Διότι μᾶς παρακολουθεῖ πάντοτε ἡ συναίσθησις ὅτι ἐπεριφρονήσαμεν τὸν ἠθικὸν νόμον, ὅτι γενόμενοι αἴτιοι θλίψεως καὶ συμφορᾶς ἄλλων ἀνθρώπων ἐξεπέσαμεν ἀπὸ τὸν ἀνθρωπισμόν, ὅτι ἐδείχθημεν ἠθικῶς ὑποδεέστεροι. Τῆς συνειδήσεως ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ τύψις εἶναι διαρκὲς μαρτύριον.
Ἐν γένει ἡ συνείδησις εἶναι κάτι τὸ κυριαρχικὸν εἰς τὴν ψυχήν μας. Ὅταν ὁμιλῶμεν διὰ τὴν φωνὴν τῆς συνειδήσεως εἶναι ὡς νὰ ὁμιλῶμεν διὰ μίαν ἐξουσιαστικὴν καὶ μὴ δεχομένην ἀντιρρήσεις ἐπιταγήν. Αὐτὴ μᾶς συγκρατεῖ εἰς τὸν δρόμον τοῦ καθήκοντος καὶ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ἠθικὸν χρέος, τὸ ὁποῖον ἔχομεν κάθε φορὰν νὰ ἐξοφλήσωμεν. Τὰ παραγγέλματα αὐτῆς εἶναι ὡς αἱ ἀπαιτήσεις μιᾶς ἐντὸς ἡμῶν θείας φωνῆς αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ κυβερνῶντος τὸν κόσμον καὶ τὸν ἄνθρωπον.
Ποῖαι ὅμως πρέπει νὰ εἶναι αἱ ἰδιότητες τῆς συνειδήσεως;
«Βροτοῖς ἄπασιν ἡ συνείδησις θεὸς» (Μενάνδρου Ἀποσπ.). «Οὔτε χρυσίου πλῆθος οὔτε ἀξίωμα γένους οὔτε μέγεθος ἀρχῆς... εὐδίαν παρέχει βίῳ καὶ γαλήνην τοσαύτην, ὅσην ψυχή καθαρεύουσα βουλευμάτων πονηρῶν» (Πλουτ. π. Εὐθυμ. 477 α). 

2. Ἰδιότητες τῆς συνειδήσεως

Ἡ συνείδησις, διὰ νὰ εἶναι ὑγιὴς καὶ νὰ ἀποτελῇ ὁδηγητικὸν φάρον τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, πρέπει νὰ ἔχῃ τὰς ἀκολούθους ἰδιότητας.
Πρέπει πρῶτον νὰ εἶναι βεβαία , ἤτοι νὰ κρίνῃ μὲ ἀσφάλειαν τὴν συμφωνίαν τῶν πράξεών μας πρὸς τὸν ἠθικὸν νόμον. Πρὸς τοῦτο χρειάζεται συνεχὴς ἠθικὴ ἀγωγὴ καὶ θρησκευτικὴ διδασκαλία. Ἡ μακροχρόνιος ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὸν θεῖον νόμον καὶ τὰς θείας ἐντολάς, ἡ μονομερὴς καὶ λογοκοπικὴ ἠθικοθρησκευτικὴ διδασκαλία ἡ μὴ συνοδευομένη μὲ ἔμπρακτον ἄσκησιν ἠθικοῦ βίου, εἶναι μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα, τὰ αἴτια, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἡ κρἴσις τῆς συνειδήσεώς μας δὲν εἶναι πάντοτε ὀρθή, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἡ συνείδησίς μας εἶναι πεπλανημένη.
Πρέπει ἐπίσης ἡ συνείδησις νὰ εἶναι νηφαλία καὶ ἄγρυπνος . Ἡ ἀντίφασις μεταξὺ τῶν δύο τούτων ὅρων, ἐξ ὧν ὁ εἷς ἐκφράζει στάσιν καὶ ὁ ἄλλος κίνησιν, εἶναι φαινομενική. Ἡ συνείδησις πράγματι πρέπει νὰ εἶναι ἤρεμος, διατηροῦσα ὅλην αὐτῆς τῆς διαύγειαν, συγχρόνως ὅμως καὶ ἐν ἐγρηγόρσει διαρκεῖ, ἵνα ἀσκῇ συνεχῆ καὶ ἀμείλικτον ἔλεγχον τῶν πράξεών μας, ἀξιολογοῦσα αὐτὰς πρὶν τελεσθοῦν καὶ παρακολουθοῦσα κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν καὶ ἀποτιμῶσα μετ’ αὐτήν. Ἀποκτᾶται δὲ ἡ τοιαύτη ἱκανότης μὲ τὴν ἐπανάληψιν ἀγαθῶν πράξεων καὶ τὴν τακτικὴν διερεύνησιν τῆς ἠθικῆς διαγωγῆς μας ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἰδίους.
Τέλος ἡ συνείδησις διαρκῶς τελειοποιουμένη πρέπει ν’ ἀποβῇ ἀγαθή , καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος «ἐγὼ πάση συνειδήσει ἀγαθῆ πεπολίτευμαι» (Πράξ. κγ΄, 1), καὶ καθαρὰ (Α΄ Τιμ. γ΄, 9). Συνωνύμως πρὸς τὴν καθαρὰν συνείδησιν λέγομεν καὶ καθαρὰ καρδία.
Αἱ ἰδιότητες τῆς ὑγιοῦς συνειδήσεως θὰ φανοῦν καθαρώτερον, ὅταν ἐξετασθῇ ἡ νοσοῦσα ἠθικὴ συνείδησις. Εἴδη αὐτῆς εἶναι:
1. Ἡ εὐρεῖα συνείδησις ἐλέγχουσα τὰ κτυπητὰ καὶ τὰ μεγάλα ἀδικήματα, παραβλέπουσα δὲ πλῆθος ἄλλων, τὰ ὁποῖα κρίνει ὑποδεέστερα. Καὶ ὅμως ἄλλοι ἄνθρωποι θὰ ἐταλαντεύοντο ἐπὶ πολὺ ἐνώπιον τῶν μικροτέρων τούτων καθηκόντων. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἰσότιμα πρὸς πᾶν ἄλλο καθῆκον καὶ κάποτε κρίνουν κατὰ τρόπον ἀποφασιστικὸν τὴν ἠθικότητά μας.
2. Ἡ στενὴ συνείδησις. Βλέπουσα αὕτη παραβάσεις καὶ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχουν χάνεται εἰς ἀσημάντους λεπτομερείας καὶ χάνει ἀπὸ τὸ ὀπτικόν της πεδίον τὰς γενικὰς γραμμὰς καὶ τὰς ὑψίστας τῶν ὑποχρεώσεων. Αἱ μεγάλαι ἐντολαὶ ἔχουν δι’ αὐτὴν ἀποσυντεθῆ εἰς ἀπειρίαν μερικωτέρων παραγγελμάτων, καὶ εἰς αὐτὰ ἀκριβῶς στρέφει τὴν προσοχήν του ὁ ἔχων στενὴν συνείδησιν. Ἡ πρόθεσίς του δὲν εἶναι φαρισαϊκή, εἶναι ἁπλῶς λανθασμένη, λόγῳ ἐλαττωματικῆς ἠθικῆς ἀγωγῆς καὶ προσηλώσεως εἰς τὴν τυπολατρείαν.
Τῆς στενῆς μορφὴ εἶναι ἡ περιδεὴς συνείδησις. Ὁ ἔχων τοιαύτην συνείδησιν βασανίζεται ἀπὸ διαρκῆ ἀμφιβολίαν, ἂν καὶ πρόκειται διὰ ζητήματα μικρά. Καθὼς ὁ δειλὸς φοβεῖται τὴν σκιάν του, ὁ περιδεᾶ ἔχων συνείδησιν θορυβεῖται καὶ ἀγωνιᾷ ἐνώπιον καὶ τῆς πλέον ἀσημάντου ἐνεργείας.
3. Ἡ ἐλαστικὴ συνείδησις κρίνουσα ἄλλοτε ἄλλως. Ἀκολουθεῖ ἄλλα ἄλλοτε κριτήρια καὶ τώρα μὲν κρίνει αὐστηρῶς, ὕστερον δὲ ἐπιεικῶς, σήμερον ἐγκωμιάζει μίαν νόμιμον, ἀλλὰ τυπικὴν ἐνέργειαν καὶ αὔριον καυτηριάζει μίαν ἀσήμαντον ἠθικὴν παρεκτροπήν. Τοῦτο γίνεται πολλάκις ἀλογίστως. Ἐνίοτε ὅμως ὁ κρίνων ἀποβλέπει εἰς τὸ ἴδιον συμφέρον καὶ δὲν βαθμολογεῖ τὴν πρόθεσιν, ἀλλὰ τὸ ἀναμενόμενον ὠφέλιμον ἢ ἐπιβλαβὲς ἀποτέλεσμα. Ψεῦδος λεχθὲυν ἀπὸ ἄλλον τὸ ὀνειδίζει μὲ τὰς βαρυτέρας ἐκφράσεις. Ἀπὸ τὸν ἴδιον λεγόμενον τὸ δικαιολογεῖ ὡς πρᾶξιν ἑπιβαλλομένην καὶ ἐπαινετήν.
Τῆς ἐλαστικῆς συνειδήσεως εἶδος εἶναι ἡ φαρισαϊκή . Ὁ ἔχων αὐτὴν φέρεται καθὼς οἱ Φαρισαῖοι τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν ὁποίων τὴν ὑποκρισίαν καὶ τὴν οἴησιν ἐμαστίγωσεν, ὅπως ἤξιζεν, ὁ Ἰησοῦς καὶ κατὰ τῶν ὁποίων ἀπήγγειλε τὸ ἀμείλικτον ἐκεῖνο κατηγορητήριον (Ματθ. κγ΄). Εἶναι αὐστηροὶ κριταὶ τῶν ἀλλοτρίων πράξεων, ἀκόμη καὶ ὅταν αὗται δὲν συνιστοῦν σοβαρὸν ἀδίκημα. Εἶναι κήρυκες τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀρετῆς, ἂν καὶ οὐδὲν ἔπραξαν ἄξιον ἐπαίνου, καί, ὁσάκις τὸ πράττουν, τοῦτο γίνεται «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» . Εἶναι οἱ πολυπραγμονοῦντες περὶ τὰ μικρὰ καὶ ἀδιαφοροῦντες διὰ τὰ μεγάλα, «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες!» . Εἶναι οἱ ὑποκριταί, οἱ ὁμοιάζοντες «τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας» . Ἡ φαρισαϊκὴ συνείδησις ἀδιαφορεῖ δι’ ὅλα, ἐλαύνεται μόνον ἀπὸ τὸ ἀτομικὸν συμφέρον καὶ τὴν ἄκρατον ἐπιθυμίαν τῆς ἐπιβολῆς ἔναντι τῶν ἀσθενεστέρων καὶ ἀφελεστέρων.
Ὅταν ἡ διαστροφὴ τῆς συνειδήσεως συντελεσθῇ εἰς μέγιστον βαθμόν, φθάνομεν εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἀσυνειδησίας . Ὁ ἀσυνείδητος ἄνθρωπος εἶναι στοιχεῖον ἐπικίνδυνον διὰ τὴν κοινωνίαν, διότι οὐδένα φραγμὸν θέτει εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς πράξεις του, οὐδένα νόμον ἀναγνωρίζει, οὐδεμίαν ἄλλην βούλησιν σέβεται. Τὴν κατάστασιν τῆς ἀσυνειδησίας διακρίνουν συνήθως εἰς δύο μερικωτέρας, ποὺ εἶναι καὶ αἱ δύο βαρύτατα ἠθικὰ νοσήματα. Ἡ μία εἶναι ἡ ἠθικὴ ἀναλγησία, τὴν ὁποίαν ἐγνωρίσαμεν, καὶ ἡ ἄλλη ἡ ἠθικὴ σκλήρυνσις ἢ πώρωσις . Ὁ ἠθικῶς πεπωρωμένος δὲν εἶναι μόνον ἀναίσθητος καὶ ἀνάλγητος πρὸς τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν, εἴτε πρόκειται νὰ τὸ πράξῃ αὐτὸς εἴτε ἄλλους βλέπει νὰ τὸ πράττουν, δέν εἶναι μόνον ἠθικῶς ἀπαθὴς καὶ ἀδιάφορος, ἀλλὰ καὶ χαίρει, ὅταν πράττῃ τὸ κακόν. Κακὴ ἀνατροφή, ἀπουσία κάθε ἠθικῆς ἢ θρησκευτικῆς διδασκαλίας ἢ διδασκαλία διεστραμμένη καὶ σοφιστική, περιβάλλον μίσους καὶ κακότητος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου πιθανῶς τὸ ἄτομον ἔπεσεν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα τινὰ εἶναι ἴσως τὰ αἴτια τῆς τοιαύτης διαθέσεως, ἡ ὁποία εὐτυχῶς συναντᾶται εἰς σπανίας περιπτώσεις. Ἡ διόρθωσις τῆς πεπωρωμένης συνειδήσεως εἶναι τόσον δύσκολος, ὅσον καὶ ἡ διόρθωσις ἐκείνων, διὰ τοὺς ὁποίους ὁ Παῦλος εἶπεν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ΄, 10). Ἄλλοι ὅμως νομίζουν ὅτι ἡ νόσος αὕτη τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι βαρυτέρα ἀπὸ τὴν κατάστασιν τῆς ἠθικῆς ἀναλγησίας. 

3. Μαρτυρίαι περὶ τῆς συνειδήσεως

Ἡ ὕπαρξις συνειδήσεως εἶναι γεγονὸς αὐτοπόδεικτον καὶ ἠμπορεῖ νὰ βεβαιώσῃ περὶ αὐτῆς κάθε ἄνθρωπος. Ἀλλ’ ὑπάρχουν μερικαὶ χαρακτηριστικαὶ μαρτυρίαι ἀναφερόμεναι εἰς πρόσωπα ἐπιφανῆ ἢ δεδόμεναι ἀπὸ μεγάλους συγγραφεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἢ τῆς θύραθεν φιλολογίας. Εἰς τὰ παραδείγματα αὐτὰ θὰ δειχθῇ ὄχι μόνον ἡ παρουσία, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμις τῆς συνειδήσεως.
1. Οἱ ἀρχαῖοι τὰς ταραχὰς καὶ ἀγωνίας τῆς ψυχῆς διὰ τὰς ἐγκληματικὰς πράξεις ἀπέδιδον εἰς τὴν ἐπήρειαν φοβερῶν δαιμόνων, ποὺ εἶναι γνωσταὶ ὡς Ἐρινύες . Τὸ ὄνομά των ἐπροκάλει τόσην φρίκην, ὥστε ἐκρίθη ἀναγκαῖον νὰ ἀντικατασταθῇ κατ’ εὐφημισμὸν μὲ τὸ ὄνομα Εὐμενίδες, Εἶναι ἀπαίσιαι γυναικεῖαι μορφαί, ὀφιπλόκαμοι κατὰ τὴν κεφαλήν, αἱματώδεις κατὰ τὰ ὄμματα, μελανείμονες καὶ πτερωταί, ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν στυγεραὶ καὶ ἀποτρόπαιοι. Εἶναι ὁραταὶ μόνον ἀπὸ τὸν ἔνοχον, τὸν ὁποῖον καὶ διώκουν κατὰ πόδας, ἡμέραν καὶ νύκτα, εἰς τὴν ζωὴν καὶ μετὰ θάνατον. Τιμωροῦν τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἐπιορκίαν, τὴν μιαιφονίαν καὶ τὴν ἀσέβειαν, καὶ ἰδιαιτέρως κᾳτατρέχουν τοὺς ἐγκληματοῦντας κατὰ γονέων ἢ συγγενῶν ἢ καὶ κατὰ προσώπων, τὰ ὁποῖα εἶχον τὴν κακὴν τύχην νὰ καταφύγουν εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν των καὶ νὰ προδοθοῦν.
2. Εἰς τὸν Σωκράτη ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως φέρει τὸ ὄνομα δαιμόνιον . Ἀμφότεροι οἱ μεγάλοι μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ συγγραφεῖς κάμνουν λόγον διὰ τὴν ἑσωτερικὴν ἐκείνην φωνήν, ἡ ὁποία εἰς τὰς σπουδαίας περιστάσεις ἐχρησίμευεν ὡς ὁδηγὸς τῶν πράξεων τοῦ σοφοῦ ἐκείνου ἀνδρός. Εἶναι, λέγει ὁ ἴδιος, ἕν εἶδος φωνῆς, ποὺ ἀπὸ τὴν παιδικὴν ἡλικίαν ἤρχισε νὰ γεννᾶται μέσα μου, ἡ ὁποία, ὅταν ἐμφανισθῇ πάντοτε μὲ ἀποτρέπει ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ σκοπεύω νὰ κάμω οὐδέποτε ὅμως προτρέπει νὰ κάμω κάτι. Κατὰ τὸν Ξενοφῶντα, τὸ δαιμόνιον τοῦ Σωκράτους ἦτο καὶ προτρεπτικόν.
Οἱ Στωϊκοὶ ὄχι μόνον ἐδέχοντο τὴν συνείδησιν, ἀλλ’ αὐτοὶ εἶναι καὶ οἱ πρῶτοι ποὺ ἐχρησιμοποίησαν τὴν λέξιν, ὁ δὲ Κικέρων λέγει τὴν συνείδησιν δῶρον τῶν ἀθανάτων θεῶν, τὸ ὁποῖον οὐδεὶς δύναται νὰ μᾶς ἀφαιρέσῃ.
Διὰ τὸν Ἕλληνα φιλόσοφον Ἐπίκτητον (Ἀπ. 97), ὁ θεὸς μᾶς παραδίδει εἰς τὴν ἔμφυτον συνείδησιν, διὰ νὰ μᾶς φυλάττῃ, ὅπως μᾶς φυλάττει κατὰ τὴν παιδικὴν ἡλικίαν ὁ παιδαγωγός. Ὅστις καταφρονεῖ αὐτὸν τὸν φύλακα, γίνεται δυσάρεστος εἰς τὸν θεόν.
Καὶ διὰ νὰ μὴ σταθῶμεν εἰς τοὺς φιλοσόφους, ὁ ἔξοχος ἱστορικὸς Πολύβιος ὁ Μεγαλοπολίτης (Ἱστ. ιη΄, 26, 13) λέγει ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι τόσον ἐπίφοβος μάρτυς καὶ τόσον δεινὸς κατήγορος, ὅσον ἡ συνείδησις, ποὺ κατοικεῖ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ἑκάστου.
3. Καὶ κατὰ τὴν νεωτέραν ἐποχὴν οἱ μέγιστοι τῶν φιλοσόφων δέχονται τὴν ἔμφυτον ἠθικὴν συνείδησιν. Τὸν λαμπρότερον ὕμνον εἰς τὴν συνείδησιν συνέθεσεν ὁ Ρουσσώ. Εἶναι δι’ αὐτὸν ἡ συνείδησις ἀσφαλὴς ὁδηγὸς ἑνὸς ὄντος εὐφυοῦς μὲν καὶ ἐλευθέρου - οὕτως ἀποκαλεῖ τὸν ἄνθρωπον - ἀλλὰ γεμάτου ἄγνοιαν. Χωρὶς αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸ φοβερὸν προνόμιου ἔναντι τῶν λοιπῶν ζῴων νὰ πίπτῃ ἀπὸ πλάνης εἰς πλάνην μὲ τὴν βοήθειαν «μιᾶς διανοήσεως χωρὶς κανόνα».
Ἡ παγκόσμιος λογοτεχνία ἔχει πολλὰ ν’ ἀφηγηθῇ διὰ τὴν δύναμιν τῆς συνειδήσεως. Τὸν Ὀρέστην καταδιώκουν, κατὰ τὴν ἀρχαίαν τραγῳδίαν, αἱ Ἐρινύες, ἂν καὶ διέπραξε τὸν φόνον τῆς μητρὸς οὐχὶ ἄνευ τῆς γνώμης τοῦ Ἀπόλλωνος. Ὁ Μάκβεθ εἰς τὸ ὁμώνυμον δράμα τοῦ Σαίξπηρ δολοφονήσας τὸν φιλοξενούμενόν του βασιλέα ἔχει χάσει τὸν ὕπνον του. Εἰς τοὺς «Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ» τοῦ Ντοστογιέφσκι ἓν ἄτομον ὑψηλῆς κοινωνικῆς περιωπῆς, τοῦ ὁποίου τὸ ἔγκλημα ἔχει ἀπὸ ἐτῶν παραγραφῆ καὶ λησμονηθῆ - ἔχει πρὸ 14 ἐτῶν δολοφονήσει μίαν νεαρὰν γυναῖκα - παρουσιάζεται εἰς κάποιον καὶ αὐτοκαταγγέλλεται. Δὲν τὸν πιστεύει κανείς, οὔτε αὐτὸς ὁ ἀνακριτής, εἰς τὸν ὁποῖον προσῆλθεν, οὔτε αὐτὴ ἡ σύζυγός του. Τὸν νομίζουν παράφρονα, ἀλλ’ ἐκεῖνος ἐπιμένει. Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἡσυχάσῃ, εὑρίσκεται εἰς τὰ χέρια τοῦ «ζωντανοῦ Θεοῦ», καί, καθὼς ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. ι΄, 31). Ὄντως ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως εἶναι ἓν ἀτελείωτον βασανιστήριον.
Ἀλλ’ ἂς ἀντλήσωμεν τώρα ἀπὸ τὴν ἀκένωτον πηγὴν τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὁ Κάιν, ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ του, οὐδαμοῦ εὑρίσκει ἡσυχίαν, τὸ χυθὲν ἀδελφικὸν αἶμα βοᾷ καὶ τὸν καταδιώκει, ἀναγκάζεται νὰ φύγῃ εἰς ξένην χώραν. Ὁ Οὑγκὼ περιγράφει τὸ μαρτύριόν του εἰς ἓν ποίημά του, ποὺ ἔχει τὸν χαρακτηριστικὸν τίτλον «Συνείδησις».
Ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ μετὰ τὴν ἀχαρακτήριστον πρὸς τὸν Οὐρίαν διαγωγήν του ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως ᾐσθάνθη ἀπέραντον συντριβήν, ἡ ὁποία καὶ τὸν ὡδήγησεν εἰς τὴν σύνθεσιν τοῦ γνωστοῦ ὑπερόχου Ν΄ ψαλμοῦ του: «Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οὶκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου...» .
Αὐτὸς ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος εὖρε τὴν δύναμιν νὰ προδώσῃ τὸν Διδάσκαλον, ἐδοκίμασε τὸν φρικτὸν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεως: «Ἰδὼν ὅτι κατεκρίθη, ἀφηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια λέγων ἥμαρτον παραδοὺς αἶμα ἀθῷον, καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. κζ΄, 3 - 5). Τόση εἶναι ἡ δύναμις τῆς ἐπακολουθούσης συνειδήσεως, καὶ ἀλοίμονον εἰς ἐκείνους ποὺ δὲν τηροῦν ἐν ἐγρηγόρσει τὴν προλαμβάνουσαν!
Ἀναφέραμεν ἀλλαχοῦ τὸ χωρίον τῆς πρὸς Ρὠμαἴους ἐπιστολῆς, ὅπου ὁ θεῖος Ἀπόστολος κάμνει λόγον διὰ τὸν ἔμφυτον νόμον, τὸν γραπτὸν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ περὶ τοῦ ὁποίου συμμαρτυρεῖ ἡ συνείδησις. Εἰς τὴν ἰδίαν ἐπιστολὴν (θ΄, 1) ἐπικαλεῖται ὡς μάρτυρα τοῦ ὅτι λέγει τὴν ἀλήθειαν τὴν συνείδησιν, φωτιζομένην ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλαχοῦ κάμνει λόγον περὶ τῶν ἀπίστων, τῶν ὁποίων τόσον πολὺ «μεμίανται ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις» , ὥστε, ἐνῷ ὁμολογοῦν τάχα τὸν Θεόν, πράττουν πᾶσαν βδελυρὰν πρᾶξιν (Τίτ. α΄, 15). Ἡ ὕπαρξις τῆς συνειδήσεως δὲν ἀπαλλάσσει τοὺς ἀνθρώπους πάσης φροντίδος. Ἡ συνείδησις δὲν εἶναί τι τὸ ἀποτετελεσμένον καὶ ὁριστικόν, ὑπόκειται εἰς συνεχῆ βελτίωσιν καὶ καθαρισμόν. Τὸ αἶμα, λέγει ὁ Παῦλος (Ἑβρ. θ΄, 14), τοῦ Χριστοῦ, ὅστὶς διὰ τὴν ἀγάπην τῶν ἀνθρώπων ἀνῆλθεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἔχει τὴν σωτήριον δύναμιν νὰ καθαρίσῃ τὴν συνείδησιν καὶ νὰ τὴν στρέψῃ πρὸς τὴν ἐπίγνωσιν καὶ τὴν λατρείαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.




Τα SOS των Αρχαίων Ελληνικών (ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2013) (ΜΕΡΟΣ Β’)





 της
Βάσως Μάνιου

 



Στόχοι της ενότητας είναι οι μαθητές:
  1. να κατανοήσουν τον συμβολισμό του μύθου, τη σημασία της παιδείας στη θέαση του Αγαθού, στην τελείωση του ανθρώπου και την κύρια υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίσει την ευτυχία όλων των πολιτών·
  2. να εκτιμήσουν την κυρίαρχη άποψη ότι ο νόμος οφείλει να αποβλέπει στον φωτισμό –άρα και στην ευδαιμονία– όλων των πολιτών και να υποχρεώνει αυτούς που μπορούν, να βοηθήσουν τους απαίδευτους να γνωρίσουν το Αγαθό πραγματοποιώντας την ανάβαση προς τη θέαση του αγαθού, για να μπορέσουν να ασκήσουν συνειδητά την αρετή·
  3. να διερωτηθούν για την κοινωνική, οικονομική, πολιτική και παιδαγωγική λειτουργία του νόμου·
  4. να προβληματιστούν για τις υποχρεώσεις ηθικής τάξης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο που χαρακτηρίζουν τον πνευματικό άνθρωπο διαχρονικά.



Αἱ εὐθεῖαι ἐρωτήσεις τῆς Λατινικῆς εἰς τον Πλάγιον Λόγον





της
Μαρίας Αργυροπούλου




Ευθείες ερωτήσεις

Οι ευθείες ερωτήσεις, που εκφέρονται με οριστική, απορηματική ή δυνητική υποτακτική, στον πλάγιο λόγο τρέπονται σε πλάγιες ερωτήσεις με υποτακτική πάντα έγκλιση, διατηρώντας, με την εφαρμογή των κανόνων της ακολουθίας των χρόνων, την ίδια χρονική βαθμίδα (σύγχρονο, προτερόχρονο, υστερόχρονο) σε ευθύ και πλάγιο λόγο ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης.



Διαγωνίσματα προσομοιώσεως ἀρχαίων ἑλληνικῶν (θεωρητικῆς κατευθύνσεως / Γ' Λυκείου)





ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς
φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ) by ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ