Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Δ’)-Η οργή


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

«Μήνιν άειδε, θεά, ουλομένην
Αχιλήος Πηληιάδεω,
η έθηκε Αχαιοίς μυρία άλγεα
προίαψεν δε Άϊδι πολλάς ιφθίμους
ψυχάς ηρώων,
αυτούς δε τεύχε ελώρια
κύνεσσιν οιωνοίσί τε πάσι,
βουλή δε Διός ετελείετο»
(Ιλιάς, προοίμιον)

Ο ποιητής παρακαλεί την θεά Μούσα να ψάλη εκείνην την οργή του Αχιλλέα που εστάθη αφορμή δια πολλάς συμφοράς στους Αχαιούς. Η οργή αυτή ήταν η αιτία να σκοτωθούν πολλά γενναία παλληκάρια και να γίνουν λεία των σκυλιών και των όρνεων, πράγμα βέβαια που το θέλησε ο Δίας να γίνη. Η λέξις «μήνις» προτάσσεται με εμφαντικό τρόπον. Αυτή εξαγγέλλει το κεντρικόν θέμα χτυπητά. Πέρα απ’ αυτό δηλώνει το συναισθηματικόν χαρακτήρα του έργου. Πράγματι όλη η Ιλιάδα δεν είναι παρά η εξέλιξις της οργής του Αχιλλέα, ήτις και παρουσιάζει την εξής κλιμάκωσιν: στο Α’ εκδηλώνεται, στο Β’ σταθεροποιείται, στο Ι’ διατηρείται παρά την πρεσβεία που στέλνεται σ’ αυτόν, στο Λ’ αρχίζει να κάμπτεται, στο Π η κάμψις εκδηλώνεται με την αποστολήν του Πατρόκλου στο πεδίον της μάχης, στο Σ’  ο Αχιλλέας συνειδητοποιεί τις ολέθριες συνέπειες του θυμού του, ύστερα αισθάνεται την ανάγκη να καταστείλη αυτόν και στο Τ’ απαλλάσσεται απ’ αυτόν.

Ψάλλε, θεά, την ολέθρια οργή
Του Αχιλλέα, γιού του Πηλέα,
Που προξένησε στου Αχαιούς
Αμέτρητες δοκιμασίες
Και πριν της ώρας έστειλε στον Άδη
Πολλές γενναίες ψυχές ηρώων,
Ενώ κι αυτούς τους ίδιους ετοίμασε
Για λεία στα σκυλιά και στα όρνια
Κάθε είδους,
Ωστόσο θέληση του Δία εκπληρωνόταν

Στην Ιλιάδα ζούμε σε μιαν εποχή ηρωϊκή, όπου ο ήρωας, ο βασιλεύς, επηρεάζει την τύχη των απλών ανθρώπων. Η ψυχική διάθεσις αυτού επηρεάζει την ζωή των στρατιωτών του. Η οργή του Αχιλλέα, του βασιλέως των Μυρμιδόνων, προκαλεί τον θάνατον αμέτρητων ανευθύνων ηθικώς ανθρώπων από τους Αχαιούς όλους. Η παρουσία των ανθρώπων αυτών παρουσιάζεται τω όντι τραγική, αφ’ ού δεν μπορούν να κάνουν κάποιαν προσπάθεια, δια να αλλάξουν την μοίρα τους. Εξάλλου ήταν θέλησι του θεού να γίνη έτσι. Η βούλησις του Δία ήταν η υπόσχεσις που έδωσε στην Θέτιδα, να τιμήση τον Αχιλλέα δίδοντας την νίκην στους Τρώες εν όσω αυτός ήτο οργισμένος.
Ο κόσμος δεν μοιάζει ειρηνικός. Παντού διεξάγεται ένα είδος πολέμου, και στους ανθρώπους που ο καθένας ξεχωριστά πλέον αλλά και σαν μέλη μιας ομάδος συγχρόνως, της κοινωνίας εις την οποίαν ανήκουν, προσπαθούν να φτιάξουν την ζωή των, φαίνεται πως ακόμα ο «αρχηγός» και η όποια προσωπικότητα αυτού διαδραματίζει ακόμα κύριον λόγον στην ζωή τους. Ο καθένας χωριστά να νικήση δεν μπορεί. Κανείς δεν φαίνεται να φέρει την ευθύνη των πράξεών του, να πληρώση για τις ανοησίες του. Όλοι μαζί ή θα πληρώσουν τις ανοησίες του αρχηγού τους ή όλοι μαζί θα νικήσουν αν αυτός τύχει να διαθέτει ηθικήν ακεραιότητα. Αυτή η ηθική ακεραιότητα φαντάζει ως ο μόνος τρόπος που θα εξασφαλίση την σωτηρίαν, ήτοι την ζωή, την ευτυχία εντός μίας ειρηνικής κοινωνίας. Οι άνθρωποι λοιπόν δεν μπορούν να αλλάξουν τα γεγονότα που δείχνουν να βαραίνουν απάνω στην μοίρα των. Το μόνο που μπορούν είναι να πληρώσουν γι’ αυτά.
Αυτή είναι και η μοίρα αυτών που λόγω οργής, από θυμό –στην ουσία από παντελή έλλειψη ηθικής ακεραιότητας ως ειπώθηκε ανωτέρω- αγνόησαν αυτούς που βρίσκονται κοντά τους. Στο τέλος χάνουν όσους αγαπουν, χάνουν τους πάντες από δίπλα τους, διότι ποτέ δεν αναλογίστηκαν ότι οι πράξεις των αργούν να φέρουν τον αντίκτυπο στους ίδιους, αλλά πρώτα χτυπούν τους αθώους, που δεν φταίνε σε τίποτα και έχουν την μοίρα να εξαρτώνται από την προσωπικότητά των. Εάν δεν νοιαζόντουσαν γι’ αυτούς, αλλά τους άφηναν να χάνονται άδικα τόσον καιρό, να τους τρώνε τα σκυλιά και τα όρνια –ιδού η ηθική εξαχρείωση αυτών- σίγουρα θα έρθη η στιγμή που θα τους νοιάξη, διότι το αμάρτημά των θα έχη φέρει τον όλεθρον και σ’ αυτούς.
Ο Αχιλλέας σαν μαθαίνη τον θάνατο του Πατρόκλου, απλά δεν βρίσκει τρόπο να απαλλαγή από τον αβάστακτον τον πόνο:

Είπε κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος
Και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει
Πα στο κεφάλι, και την όψη του μολεύει την πανώρια.
Κι η στάχτη απά στο μοσκομύριστο του κάθουνταν χιτώνα
Κι αυτός μακρύς φαρδύς ξαπλώθηκε και κοίτουνταν στην σκόνη,
 και με τα χέρια του ανασκάλευε μαδώντας τα μαλλιά του.
(Σ, 22 κ.ε)
Θα ειπή κανείς η μετανοία είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Συνήθως τοιούτοι ανήθικοι και μη ακέραιοι χαρακτήρες είναι και αμετανόητοι, και στο ένα αμάρτημά των ενώ φαίνονται πως μετανοούν και θρηνούν δια τα λάθη των, συσσωρεύουν κι άλλα δεινά και άλλους πόνους για αυτούς που διαφεντεύουν. Ο Αχιλλέας δεν θα αργήση να πάρη εκδίκηση δια τον χαμό του συντρόφου του, παραδίδοντας στον θάνατο και στον όλεθρο στο τέλος και την ίδια την αθάνατη ψυχή του και την ημιαθάνατη ζωή του. Οι σύγχρονοι πολιτικοί με μη ηθικήν ακεραιότητα, πόσους αθώους ακόμα θα πάρουν στον λαιμό τους, από τα  δικά τους αμαρτήματα;




Όσα νοεί κι ένας χωρικός



άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



«κλεπτίστατος άνθρωπος…
μη γένοιτο κατ’ αγρόν τοιούτον θηρίον…
πάντα υφαιρούμενος τάνδον φρουδά μοι
τα κατ’ αγρόν απεργάσεται»


Αλκίφρων


Ο Αλκίφρων έζησε προς τα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου μ.Χ αι. και φέρεται ως σοφιστής και ρήτορας. Συνέθεσε εκατόν είκοσι τρείς φανταστικές επιστολές, σταλμένες υποτίθεται από αγρότες, ψαράδες, ανθρώπους που ζούσαν παρασιτικά και από κοινές γυναίκες της Αθήνας του 4ου αι. π.Χ και αποτέλουν αυτές χαρακτηριστικούς πίνακες της καθημερινής ζωής του αρχαίου κόσμου. Βασικός σκοπός του ήταν να ψυχαγωγήση τους αναγνώστες του, με την έννοιαν όχι της διασκεδάσεως, αλλά της διαπαιδαγώγησης ομού και της ευχαρίστησης και της καθοδήγησης της ψυχής προς έναν ουσιωδέστερον βίον.


Η δίκη και η εκτέλεση των «έξι»

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

Η δίκη των «έξι», που στην πραγματικότητα ήσαν οκτώ, είχε σαν κύριαν κατηγορία την διάπραξιν του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας, που επισύρει την ποινήν του θανάτου. Η δίκη και η εκτέλεσις πέρασε από τας ακολούθους διαδικασίας:
α) Στις 5 Οκτωβρίου 1922 εκδίδεται διάγγελμα της επαναστατικής επιτροπής δια την παραπομπή των υπευθύνων της καταστροφής της Σμύρνης εις δίκην. Το διάγγελμα υπογράφουν οι Γονατάς, Πλαστήρας, Σακελλαρόπουλος, Χατζηκυριάκος, Φωκάς.
β) Συνίσταται ανακριτική επιτροπή, που παραπέμπει να δικαστούν ενώπιον εκτάκτου στρατοδικείου οι ακόλουθοι:
Δημ. Γούναρης, Νικ. Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης,
Γεώρ. Μπαλτατζής, Νικ. Θεοτόκης, Γεώρ. Χατζανέστης,
Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός.
Πρόεδρος του στρατοδικείου ήταν ο στρατηγός Αλέξ. Οθωναίος κι επαναστατικός επίτροπος ο συνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης.
γ) Η δίκη άρχισε στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής (Σταδίου) στις 31 Οκτωβρίου και κράτησε ως τα ξημερώματα της 15ης  Νοεμβρίου. Κατεδικάσθησαν άπαντες εις θάνατον, εκτός από τον Μιχ. Γούδα και τον Ξεν. Στρατηγό, που κατεδικάσθησαν σε ισόβια.
Η εκτέλεσις έγινε την ίδιαν ημέρα -15 Νοεμβρίου- στις 11:30 στο Γουδί, παρά τις αντιδράσεις των πρεσβευτών Γαλλίας και Αγγλίας και προσωπικά του ιδίου του Βενιζέλου.
δ) Για να κριθή η δίκη και πολύ περισσότερον η εκτέλεσις, δέον να ληφθούν υπόψη: από την μια το καθαρόν νομικόν μέρος και από την άλλη οι τότε ιστορικές συγκυρίες. Ως προς το νομικόν μέρος παρατηρούνται τα ακόλουθα:
   Ι. Το κατηγορητήριον περί εσχάτης προδοσίας, θα μπορούσε να θεωρηθή τυπικώς αβάσιμον, μια και το αδίκημα δεν συνετελέσθη επί ελληνικού εδάφους. Η Μικρασία δεν ήταν επισήμως ελληνική. Ωστόσον ήτο υπό ελληνικήν διοίκησιν.
  ΙΙ. Δεν απεδείχθη, κατά την ακροαματικήν διαδικασίαν, δόλος των κατηγορουμένων. Με άλλα λόγια δεν ενήργησαν ως συνειδητοί προδότες.
Ως προς τας ιστορικάς συγκυρίας, η δίκη και η εκτέλεσις ήτο αναπόφευκτος. Το δράμα και το μέγεθος της καταστροφής ήτο απροσμέτρητον. Στρατός και λαός ήσαν έτοιμοι να βάλουν «μαχαίρι». Εχρειάζοντο λοιπόν, μιαν δίκην, πολιτικής έστω σκοπιμότητος, με ωρισμένα εξιλαστήρια θύματα. Βέβαια τα λάθη των «έξι» ίσως και να ήσαν πολλά, αλλά σήμερα κανείς δεν είναι διατεθειμένος να τους χαρακτηρίση συνειδητούς προδότες. Εξάλλου ευθύνες είχεν και η βενιζελική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Το δυσάρεστον είναι πως η εκτέλεσις δεν έκλεισε μιαν πληγήν, αλλά απεναντίας ήνοιξεν άλλην, διότι ο αντιβενιζελικός κόσμος αργότερα θα ανταπέδιδεν τα ίσα, ανοίγοντας πάλι νέον κεφάλαιον διχασμού, που θα ωδήγει εις την δικτατορίαν του Μεταξά.

ΣΑΡΑΝΤΟΥ ΚΑΡΓΑΚΟΥ


Λημνιάδες



ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-κλασσικού φιλολόγου-





Στην ελληνική μυθολογία με το συλλογικό όνομα Λημνιάδες ήταν γνωστές οι γυναίκες της νήσου Λήμνου οι οποίες, σύμφωνα με την παράδοση, παραμέλησαν τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης. Η θεά τις εκδικήθηκε κάνοντάς τες να μυρίζουν τόσο άσχημα, ώστε οι σύζυγοί τους τις εγκατέλειψαν και πήραν παλλακίδες από τη Θράκη. Οι Λημνιάδες τότε τους εκδικήθηκαν με τη σειρά τους σκοτώνοντας όλους τους άνδρες της νήσου, ακόμα και τον βασιλιά, και έκαναν βασίλισσά τους την Υψιπύλη. Ως βασίλισσα, η Υψιπύλη επέτρεψε στις Λημνιάδες να αποκτήσουν παιδιά από τους Αργοναύτες, όταν καιρό αργότερα πέρασαν από εκεί κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους.



Η εποχή των τιμίων υπουργών

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

"Ζήσε τη ζωή σου με τον ίδιο τρόπο
 που θα ήθελες τα παιδιά σου να ζήσουν τη δική τους"

Εις άλλας εποχάς ετυφεκίσθησαν άλλοι περί εσχάτης προδοσίας –αν και δεν εστοιχειωθετήθη το κατηγορητήριον- εις το δημόσιον συμφέρον. Το παρόν γράφεται ως αντιδιαστολή εις τα όσα την σήμερον ακούγονται, περί υπουργού όστις σύρεται εις τα ποινικά δικαστήρια της χώρας. Πρόκειται περί τμήματος εκ της δίκης των έξι, και δια αληθή γεγονότα που εσυνέβησαν ούτως ή πως ούτως συμφώνως των πρακτικών της δίκης.
ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ : Ήτο η εποχή κατά την οποίαν ο στρατός είχεν όρυζαν, είχε ζυμαρικά, αλλά του έλειπον άλλα είδη τροφών. Και ο στρατός δεν ήθελεν ζυμαρικά. Ήτο η εποχή της πατάτας. Ήλθεν ο κύριος  και μου είπεν : έχομεν προσφοράς δια πατάτας και να αγοράσωμεν. –Να αγοράσωμεν αμέσως του λέγω. Διότι είχομεν τότε αφθονίαν χρημάτων. Ήτο ο Ιούνιος μην. Εις ποίαν τιμήν ήτο η προσφορά; 1,65, μου λέγει. Έχω την αντίληψιν, λέγω, ότι αι τιμαί είναι εφθηνότεραι. Καλώ αμέσως τηλεφωνικώς εκεί τον ιδιαίτερόν μου γραμματέαν και του λέγω να εύρη αμέσως τον Ρεφενέ, έναν συμπολίτην μου, αρχηγόν του δήμου Βίβλου, όπου καλλιεργούνται και αι πατάται και να του ειπή να έλθη εδώ. Έρχεται και τον ερωτώ:
-Ποί η τιμή της πατάτας εις την Νάξον; 1,15 μου λέγει, δια να τις φέρουν εις τον Πειραιά. Να πάνε απ’ ευθείας εις την Σμύρνην θα στοιχίση κάτι περισσότερον. Λέγω εις τον κον συνταγματάρχην αυτοστιγμή άνευ διατυπώσεων: Πόσας θέλετε; -Ενάμισυ εκατομμύριον οκάδες. –Αυτοστιγμεί και υπ’ ευθύνην μου να γίνη μια συμφωνία. Λέγω δε εις τον Ρεφενέν να τηλεγραφήση εις την Νάξον δια να αγορασθούν αι πατάται αμέσως, ώστε να είναι έτοιμες μόλις φθάασουν τα πλοία να τις παραλάβουν.

ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Εκδίδω λοιπόν διαταγήν επιτάξεως και μη εξαγωγής εκ της Νάξου των πατατών έως ότου κλείσωμεν την σύμβασιν και μας δώση ο Ρεφενές τις πατάτες. Εστείλαμεν τηλεγράφημα.
Μετά δύο ημέρας λαμβάνομεν ένα τηλεγράφημα του αστυνόμου Νάξου. Μας έλεγεν ότι επέτυχεν ένα ποσόν πατατών και ότι η τρέχουσα εμπορική τιμή είναι 95 λεπτά. Μου φαίνεται, λέγω στον υπουργόν, ότι εμπήκαμεν όλοι μέσα, διότι αυτά μας τηλεγραφεί ο αστυνόμος. Μου απαντά: Τι ήθελα εγώ να αναμειχθώ, διατί με επήρες στον λαιμό σου; Του λέγω: Όχι κ. υπουργέ, η τιμή της 1,25 που τις αγοράσαμε είναι καλή. Όχι μου λέγει, δεν ηξεύρω τίποτα.

ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Το άλλο πρωί όταν επήγα στο υπουργείον και ήλθε δι’ υπογραφάς ο κος συνταγματάρχης του λέγω: Τι έγινε με τις πατάτες; Μου λέγει: Ξεύρετε έκαμα ένα λάθος. Η προσφορά που σας είχα πή της 1,65 είναι 95 λεπτά…Τότε άφηκα την πέννα κάτω, είπον προς τον κον συνταγματάρχην να ακυρώση ότι έκαμα με τον συμπολίτην Ρεφενέ.
Αυτοί οι άνθρωποι εστάλησαν στο απόσπασμα, αν και ήσαν τίμιοι και δεν έστερξαν, εν όσω ακόμη το έθνος έχυνε ποταμούς αίμματος εις την Μ. Ασίαν, να ζημιώσωσι ούτε δραχμήν το κράτος που με νύχια και με δόντια πολεμούσε. Τι να πούμε δια το σήμερα; Τα λόγια περιττά.



Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Γ’)-Η αλαζονεία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

Μη καυχάσθω ο σοφός εν τη σοφία αυτού
και μη καυχάσθω ο ισχυρός εν τη ισχύι αυτού
και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού,
αλλ’ ή εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος συνίειν
 και γινώσκειν ότι εγώ ειμί Κύριος
ο ποιών έλεος και κρίμα και δικαιοσύνην επί της γης,
 ότι εν τούτοις το θέλημά μου, λέγει Κύριος
[Παλαιά Διαθήκη – Ιερεμίας  XE "Ιερεμίας προφήτης" θ’23-24]

«Κροίσος» ήταν το όνομα ενός βασιλέως της Λυδίας της Μ. Ασίας. Αμέτρητοι ήσαν οι θησαυροί του και τ’ αγαθά του κι άπαντες τον εθεώρουν δια τον πιο ευτυχισμένον άνθρωπον του κόσμου. Όλοι εκτός απ’ έναν. Τούτος ήτο ο Σόλων, ο σοφός νομοθέτης των Αθηναίων.
Ήτο μια φορά καλεσμένος του Κροίσου και αυτός ίνα τον καταπλήξη, του έδειξε όλους τους θησαυρούς του. Αφού λοιπίν του έκανε αυτήν την επίεδειξι, τον ερώτησε με ξιπασιά μεγάλη:
-Πές μου, Σόλων! Εγνώρισες άνθρωπον πιο ευτυχισμένον από μένα;
-Ναι απήντησε εκείνος ήρεμα! Εγνώρισα τον Αθηναίον Τέλλο, που ήτο άνθρωπος έυπορος. Μεγάλωσε τα παιδιά του καλά κι ύστερα πέθανε δοξασμένα δια την πατρίδα.
Δυσαρεστημένος ο Κροίσος, που ο Σόλων δεν μετρούσε την ευτυχία με τα πλούτη, τον ρώτησε αν εγνώρισε άλλον πιο ευτυχισμένον απ’ αυτόν μετά τον Τέλλο.
-Ναι απήντησε πάλι ο Σόλων. Δύο κιόλας! Τον Κλέοβι και τον Βίωνα, δυο αδέλφια από το Άργος. Ήσαν τόσο αγαπημένοι μεταξύ των και ηγάπουν την μητέρα των τόσο πολύ, που όλοι τους εθαύμαζαν δια τα ευγενικά των αισθήματα και απέθανον ήσυχα μέσα στον γενικόν σεβασμόν και την αγάπη των συμπολιτών των!
-Έτσι λοιπόν έ; Φώναξε ο Κροίσος ωργισμένος! Κι εμένα; Εμένα δεν με λογαριάζεις ανάμεσα στους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους;
-Εσύ, απήντησε ήσυχα ο Σόλων, δεν ετελείωσες ακόμη τις ημέρες σου και δεν ξαίρουμε ακόμα τι μπορεί να σου τύχη. Μην ξεχνάς πως ο βίος μοιάζει με τους αγώνες. Κι όπως δεν μπορούμε κανένα να τον ανακηρύξουμε νικητή πριν τελειώση ο αγώνας, έτσι και για τον άνθρωπον, δεν μπορούμε να πούμε πώς έζησ’ ευτυχισμένος, αν δεν ξαίρουμε πώς τελείωσε ευτυχισμένα την ζωή του. Ουδένα πρό του τέλους μακάριζε!
Ο βασιλεύς τοσούτως εθύμωσε με την απάντησιν αυτήν του σοφού Αθηναίου, ώστε τον έδιωξε απ’ την αυλή του. Μα ήρθε καιρός, που τον θυμήθηκε. Και ιδού πώς. Με την ξιππασιά που είχε, ήρθε σε πόλεμο με τον βασιλέαν των Περσών, τον Κύρο, πόλεμον που του εστοίχισεν το βασίλειό του, τους θησαυρούς του όλους και στο τέλος είδε εξ αιτίας αυτού και τον Χάρο με τα μάτια του. Γιατί ο Κύρος, που τον έπιασε αιχμάλωτο, πρόσταξε να τον κάψουν ζωντανόν μπροστά του. Την ύστερην αυτήν ώρα, όταν οι Πέρσες στρατιώτες άναβαν την φωτιά και ο παλιός πανίσχυρος και πλουσιώτατος Κροίσος πήγαινε δεμένος για τον θάνατον, θυμήθηκε τον Αθηναίον σοφό και αναστενάζοντας, φώναξε τ’ όνομά του τρείς φορές:
-Ω Σόλων! Σόλων! Σόλων!
Κατά τύχην αυτές οι φωνές της απελπισίας του τον έσωσαν. Γιατί ο Κύρος ενδιαφέρθηκε να μάθη ποίος ήτο αυτός, που φώναζε, κί όταν ο Κροίσος του διηγήθηκε την ιστορία, εκείνος την καλοσκέφθηκε, κι από φόβο μην καταντήση κι ο ίδιος καμμιά φορά σαν τον αντίπαλόν του, του εχάρισεν την ζωή. Ωστόσο ο Κροίσος τελείωσε τις μέρες του πτωχός και δυστυχισμένος.

ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ





ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ