Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Α’)- Η λαιμαργία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Η εγκράτεια μας δίδει και υγείαν και ευτυχίαν,
ηδονάς η ακρασία, πλήν συγχρόνως ατιμίαν,
ασθενείας και πτωχείαν»




Υπήρχε κάποτε κάποιος Φαγόνδιος. Ήταν ένας αριστοκράτης της Βενετίας πολύ πλούσιος, αλλά και με πολλά ελαττώματα. Το κυριότερό του ελάττωμα ήταν η λαιμαργία, που, καθώς ήταν φυσικόν, του κατέστρεψε το στομάχι. Κι όχι μόνον αυτό έπαθε, μα έχασε και τον ύπνο του, γιατί δεν μπορεί να κοιμηθή βέβαια κανείς με στομάχι φορτωμένο. 

Δούλος όμως στο πάθος του, καθώς ήτο, όχι μόνον δεν έκοβε την πολυφαγία, μα και για να ικανοποιή την λαιμαργία του έτρωγε φαγητά κι έπινε ποτά, που του ερέθιζαν την όρεξι κι έτσι η καταστροφή προχωρούσε. Τα δόντια του σάπισαν, η κοιλιά του μεγάλωσε, όλο του το σώμα χόντρηνε πολύ, δεν μπορούσε να κινηθή εύκολα και στο τέλος τον έπιασαν τρομεροί πόνοι στα πόδια. Αφού του κάκου πάσκισαν να τον γιατρέψουν οι καλύτεροι γιατροί της Βενετίας, πήγε να βρή έναν περίφημο καθηγητή, σ’ άλλην πόλι.

«Μάλιστα» είπε αυτός, όταν τον άκουσε και τον εξέτασε. «Θα σε κάνω καλά, φτάνει να μείνης ένα μήνα στο σπίτι μου και να κάνης ό,τι σου ζητώ».Και η θεραπεία άρχισε αμέσως μ’ αυτόν τον ωραίον τρόπο. Ο καθηγητής είπε στον Φαγόνδιο να περάση για λίγην ώρα στο διπλανό δωμάτιο κι όταν μπήκε του ‘κλεισε την πόρτα απ’ έξω. Δεν υπήρχε μέσα εκεί τίποτ’ άλλο από τους τέσσερεις τοίχους. Κι ο κακομοίρης ο Φαγόνδιος, που δεν ήξερε παρά να τρώη και να ξαπλώνη, άρχισε να χτυπάη την πόρτα και να φωνάζη. Μα κανείς δεν του απαντούσε. Και καθώς τα πόδια του ήταν πρισμένα και δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν, ακούμπησε στον τοίχο. Μα πράγμα παράξενον!! Ο τοίχος ήτανε ζεστός κι όσο πήγαινε ζέσταινε πιο πολύ ακόμα. Κι από τα πόδια του ανέβαινε άλλη ζέστη.

Κάνει ν’ ακουμπήση στο πάτωμα και είδε πως ήταν ζεστό κι εκείνο. Με πολλή δυσκολίαν κινήθηκε να πάη παραπέρα. Μα του κάκου. Όπου κι αν στεκότανε η ίδια ζέστη τον έπαιρνε. Και το χειρότερο είναι που όσο πήγαινε  μεγάλωνε. Προσέχοντας καλύτερα τώρα, είδε πως  τοίχοι και πάτωμα ήσαν από σίδερο… Κι όσο περνούσε η ώρα, όλο και μεγάλωνε η ζέστη, όλα έκαιγαν εκεί μέσα…Ν’ ακουμπήση πουθενά δεν μπορούσε. Να σταθή στα δυό του πόδια ούτε…Με την ελπίδα ν’ ανακουφιστή, άλλαζε ολοένα θέσι και στεκότανε πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο…

Κι ήταν για τον ίδιο ακατανόητο, πως αυτός, που δεν μπορούσε να κάνη βήμα, τώρα έτρεχε με τόσην σβελτάδα σαν παλληκάρι είκοσι χρονών. Λαχανιάζοντας και καταϊδρωμένος παραπατούσε πότε από δώ, πότε από κεί, φωνάζοντας ολοένα: «Βοήθεια! Ψήνομαι!». Αφού έτσι ψήθηκε αρκετά, είδε επί τέλους ν’ ανοίγη η πόρτα και τον γιατρό να μπαίνη μ’ ένα κάθισμα.

-Πως πέρασες; Του λέει αυτός ήσυχα. Κάτσε τώρα να ξεκουραστής.
Ο Φαγόνδιος άφησε το πελώριο κορμί του στην καρέκλα, που έτριξε κάτω από το βάρος του. Κί όταν συνήρθε, άρχισε να κάνη στον γιατρό πικρά παράπονα.
-Τι ήταν αυτό που μού ‘κανες γιατρέ;
-Η θεραπεία….
-Αρχίσαμε;
-Και πάμε περίφημα…
-Πεινάω! Τι θα μου δώσεις;
-Έξι πιάτα…


Σε λίγο πραγματικά ωδηγήσανε τον Φαγόνδιο στην τραπεζαρία. Μα ποια ήταν η απελπισία του, όταν ξεσκεπάζοντας τα έξι πιάτα, που του υποσχέθηκε ο γιατρός, είδε, αντί για τα εκλεκτά φαγητά που ωνειρευόταν, μισή πατάτα βραστή στο ένα, μισή ψητή στο άλλο, στο τρίτο λίγα χόρτα βραστά και στ’ άλλα δύο ένα κομματάκι ψωμί και μια φτερούγα πουλί. Υπήρχε ακόμη κι ένα έκτο πιάτο μ’ ένα μήλο ψητό.

-Δυστυχία μου; ξεφώνισε ο Φαγόνδιος, θα πεθάνω από την πείνα εδώ μέσα.

Μα πεινασμένος καθώς ήταν, τι να κάνη, έφαγε και το φτωχικό αυτό φαγητό του. Δεν έβλεπε την ώρα να πάη να ξαπλώση σ’ ένα κρεββάτι, μα ο γιατρός ήρθε και τον προσκάλεσε ευγενικά να πάη στον κήπο του.

Τι να κάνη ο Φαγόνδιος πήγε. Εκεί ο γιατρός άρχισε να καλλιεργή ο ίδιος, μα με την πρόφασιν πως θέλει πότε την μια βοήθεια, πότε την άλλη κρατούσε τον Φαγόνδιο σε αδιάκοπη κίνησιν. Τέλος ήρθε το βράδυ, η ώρα του ύπνου, μα και τότε ο καημένος ο άνθρωπος βρήκε καινούργιους λόγους να παραπονεθή. Αυτός που ήταν συνηθισμένος να κοιμάται σε στρώματα και μαξιλάρια πουπουλένια, είδε τον εαυτόν του υποχρεωμένον να ξαπλώση σ’ ένα κρεββάτι σκληρό.

-Δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ, είπε αναστενάζοντας.


Μα έγινε ίσα- ίσα το αντίθετον! Κουρασμένος καθώς ήτανε και με το στομάχι ελαφρύ, μπόρεσε να κοιμηθή, όπως ποτέ. Αυτή η ζωή κράτησε έναν μήνα. Στο τέλος ο γιατρός, αφού τούβγαλε και τα σάπια δόντια, τον έστειλε πίσω στην Βενετία, άλλον άνθρωπο.

-Κοίταξε μόνο, του είπε γελώντας, μην ξαναρχίσης τα ίδια! Αν μου ξανάρθης, θα σε βάλω στην σχάρα να σε ψήσω.

Αυτός έκτοτε δεν ξέχασε ποτέ όσα έπαθε και τον γιατρό που τον έσωσε κι έκανε μιαν συγκρατημένη ζωή.


ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ





Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’) (τελευταίον)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Συγκεντρώθησαν λοιπόν, με πρωτοβουλία κυρίως των δύο μεγάλων οικογενειών, ήτοι του Π. Μαυρομιχάλη και των Δεληγιανναίων, με αμοιβαίες συνεννοήσεις, πρόκριτοι και αρχιερείς, το τρίτο δεκαήμερον του Μαίου του 1821 στην μονή των Καλτετζών δια να συσκεφθούν δια τα κοινά της πατρίδος ζητήματα. Έτσι συστήσανε την Πελοπονησιακή Γερουσία. Οι φιλικοί, οι στρατιωτικοί και περισσότερο οι χωρικοί, στους οποίους έπεφτε το μεγαλύτερον βάρος της φορολογίας ησθάνθησαν δυσφορία και αγανάκτησιν. Οι στρατιωτικοί έτσι μαζί με τους φιλικούς περιστοίχισαν και ενίσχυσαν τον Δημ. Υψηλάντη στην διεκδίκησιν της εξουσίας που ήθελαν να αφαιρέσουν από τους προκρίτους, όταν αυτός ως εκπρόσωπος της Αρχής έφτασεν στην επαναστατημένην Ελλάδα στις 8 Ιουνίου 1821. Απειλήθησαν και επεισόδια, πρώτα στα Βέρβενα κι έπειτα στην Ζαράκοβα, όταν οργισμένοι στρατιώτες που εμπιστεύονταν τον Υψηλάντη, κινήθησαν να σκοτώσουν τους προκρίτους. Και τις δυό φορές καταπράυνε τα πνεύματα ο Κολοκοτρώνης που ασκούσε μεγάλην επιρροήν σ’ αυτούς.


Δήμου κατάλυσις


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Άξιον θαυμάζειν
ότι οίεσθε μεν δημοκρατίαν είναι,
γίγνεται δε ότι αν ούτοι βούλωνται»
(Λυσίου, Δήμου καταλύσεως απολογία, 32-34)

Καθώς η διεξαγωγή των εκλογών λαμβάνει συνεχώς αναβολή και η κήρυξίς των τίθεται εν αορίστω χρόνω, αφορμή δίδεται εις τον καθένα πολίτην της χώρας ταύτης, να αναλογισθή δια το κατάντημα της δημοκρατίας στον τόπο που την γέννησε και να προβληματισθή και ούτως να ετοιμασθή εσωτερικώς και να πράξη αναλόγως, όταν έλθη η στιγμή, καθ’ ήν ως υποχρεούται και εκ του καταστατικού χάρτου, θα κληθή να υπερασπίση το μέλλον. Ο Λυσίας σε μιαν ανάλογην περίπτωσιν μετά την πτώσιν των τριάκοντα τυράννων τω 403 π.Χ, βλέποντας το κατάντημα της β’ αθηναϊκής δημοκρατίας με την επικράτησιν των συκοφαντών και της λογικής του προσωπικού συμφέροντος, αντί της προκρίσεως του δικαίου και του καλού της πατρίδος, αγανακτήσας εξαπέλυε γραπτούς μύδρους.
«Φαντάζεσθε» κραυγάζει «και ζείτε με την αυταπάτην ότι έχετε δημοκρατίαν, αλλά δεν γίνεται τίποτ’ άλλο απ’ ό,τι θέλουν εκείνοι, αυτοί που σας απομυζούν, οι μη επιθυμούνες το καλόν της πατρίδος. Και αν και έκαναν πολλά, αν και την πρόδωσαν και την παρέδοσαν ιταμή και υπόδουλη εις ξένα κέντρα δεν δίδουν δίκην, δεν σύρονται να πληρώσουν δια το έγκλημά των αυτό. Αλλά ξέρετε ποιοί την πληρώνουν; Όχι βέβαια αυτοί που σας αδίκησαν, εσάς τους πολλούς, αν και αυτοί λίγοι, αλλά απεναντίας όσοι αρνούνται να δώσουν σ΄αυτούς και ό,τι τους έχει απομείνει ακόμα». Αυτά τα ολίγα, τα απαραίτητα για να ζήσουν; Αυτήν την ελάχιστη τιμή και αξιοπρέπεια; Πείτε ό,τι και όπως σας αρέσει αυτό. Αλλά αυτή η δίψα των δια αίμα, να λάβωσι ακόμη έως εσχάτων και ό,τι έχει απομείνει και να το κυνηγούν με λύσσα διεκδικώντας το νομιμοφανώς, έχοντας ως άλλοθι την επίπλαστην εξουσίαν που τους παρεδόθη, πως άλλως μπορεί να ειπωθή από θρασύτητα και αδίστακτη τάσις σκυλεύσεως νεκρών άρα ιεροσυλία; Διότι ο έχων έστω και λίγην ευσυνειδησίαν ανθρώπου, ανθρωπιά μέσα του, φόβον θεού, πόνον δια τον αδελφόν του, δεν επιθυμεί έως τον θάνατον του να τον απομυζά, να το κάνη τούτο δίχως οίκτο έως ότου αφήση την τελευταίαν του πνοήν. Τούτο το κάμνουν τα σαρκοφάγα ζώα και όχι οι άνθρωποι.
 Και λέγει ο Λυσίας, τόσους αιώνες πρίν πράγματα κορυφαία, ισχύοντα τώρα στο έπακρον, δια να παοδειχθή ούτως ότι ανθέλληνες, κακόβουλοι της πατρίδος των υπήρχον πάντοτε, απάνθρωποι και αδίστακτοι φονείς του έθνους των αενάως. Και τούτο ίσως είναι το δυστύχημα, ότι ως έθνος ουδέποτε κατορθώσαμε τις βδέλες αυτές να τις αποσυγκολλήσωμε πανωθέν μας και να τις ρίψωμεν εις τον βούρκον εξ ού προέρχονται. Λέγει λοιπόν ο αγαθός ρήτωρ : «Αυτοί οι παλιάνθρωποι θα δεχόντουσαν να καταστή η πατρίδα των μικρά και ασήμαντος πολύ περισσότερον παρά δια μέσου άλλων γνησίων πατριωτών μεγάλη και ελευθέρα… δια τούτο αν φαίνεται κάτι ωφέλιμον σε εσάς από άλλους, αυτοί αποβλέποντας στο δικό τους προδοτικό προς την πατρίδα συμφέρον, όλοι τους –και έχει μεγάλη σημασία αυτό το όλοι τους- είναι εμπόδιον».
Το σπουδαιότερον όλων αυτών; Το κατάληγμα του ρήτορος, το οποίο πρέπει να μας ρίψη πιο πολύ εις σκέψιν; Όσα λέγει. «Όλα αυτά δεν είναι δύσκολα να τα ιδή και κατανοήση όποιος θέλει!!! Γιατί και οι ίδιοι δεν επιθυμούν να κρύπτονται αλλά ντρέπονται εάν δεν φαίνονται ότι είναι πονηροί και εσέις άλλα τα βλέπετε οι ίδιοι και άλλα τα ακούτε από πολλούς άλλους που μόνοι των έμειναν να σας τα φωνάζουν». Δεν θέλουμε να τα κατανοήσωμεν όλα αυτά. Δεν επιθυμούμε να διώξωμεν τους ξεδιάντροπους που στα φανερά μας προδώσαν, μας ξεπούλησαν και μας παρέδοσαν σκλάβους στα δεσμά μας σε άλλους. Διότι αν είχαμε την θέλησιν να τα δούμε, εάν δεν είμασταν τόσο διαβρωμένοι, θα ήταν εύκολον να έχουμε πράξει άλλως. Είναι λοιπόν της μοίρας μας να σβήσωμε; Σύντομα θα το μάθωμεν


Η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Ύμνος άπας ηττάται
συνεκτείνεσθαι σπεύδων
τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου.
ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς
αν προσφέρωμέν σοι, βασιλεύ άγιε,
ουδέν τελούμεν άξιον
ων δέδωκας τοις σοι βοώσιν,
αλληλούια»

Ο καθηγητής μου Αθανάσιος Κομίνης, της Βυζαντινής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιον της Αθήνας, είχε ειπεί το εξής: «θα έλεγα ότι αν απ’ ολόκληρην την υμνογραφία μας είχεν σωθή μόνον ο παραπάνω οίκος του Ακαθίστου Ύμνου, θα ήταν δυνατόν να εκτιμήσωμεν την λογοτεχνικήν δύναμιν της εκκλησιαστικής ποιήσεως και κατ’ ακολουθίαν, να επιβεβαιώσωμεν την αξίαν της και προσδιωρίσωμεν την σημασίαν της μέσ’ την παγκόσμιαν λογοτεχνία».
Η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου είναι μια ειδική ακολουθία της Εκκλησίας μας και η διαμόρφωσίς της δεν έγινε σε συγκεκριμένην εποχή, αλλά συνετελέσθη δια μέσου των αιώνων. Εις αυτήν κύρια ποιητικά κείμενα είναι δύο: α) ο Ακάθιστος Ύμνος και β) ο κανών του Ιωσήφ του Υμνογράφου, που συνετέθη ειδικώς για αυτήν την ακολουθίαν. Τα προβλήματα που παρουσιάζει ιδίως ο Ακάθιστος Ύμνος είναι πολλά. Συμβαίνει δηλαδή και εδώ, ό,τι και με τα μεγάλα, αμφισβητούμενα έργα, π.χ τα ομηρικά έπη: Ποίος είναι ο ποιητής; Πότε συνετέθη το έργον; Για ποιόν λόγο εγράφη και εψάλη; Το πασίγνωστο προοίμιον «τη υπερμάχω» φαίνεται να έχη κάποια σχέσι με την λύτρωσι της Κων/πόλεως τω 626 από την πολιορκία των Αβάρων, όμως ο Ακάθιστος αποκλείεται να συνετέθη τότε. Προϋπήρχεν αναμφισβήτητα και ψαλλόταν προς τιμήν της θεοτόκου σε συγκεκριμένη εορτήν «των πιστών ισταμένων ορθίων» «και μη καθημένων» γι’ αυτό και Ακάθιστος Ύμνος ωνομάσθη.
Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη
Ειπείν τη θεοτόκω το «χαίρε»
Και συν τη ασωμάτω φωνή
Σωματούμενόν σε θεωρών, κύριε,
Εξίστατο και ίστατο κραυγάζων προς αυτήν τοιαύτα:
Χαίρε, δι’ ής η χαρά εκλάμψει.
Ύμνος είναι το πρώτο ωλοκληρωμένον ποιητικόν σύστημα στο Βυζάντιον και Κανών το δεύτερον ποιητικόν εκκλησιαστικόν είδος, μεταγενέστερον από τον ύμνον και πιο σύνθετον απ’ αυτόν. Και τα δύο αυτά ποιητικά και μελικά ταυτοχρόνως είδη έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: α) είναι γραμμένα σε ρυθμοτονικά μέτρα β) έχουν επενδύσει τον ρυθμικόν λόγον με μουσικόν μέλος ούτως ώστε να αποτελούν ένα αδιάσπαστο αρμονικόν σύνολον.
Χαίρε, δι’ ής η αρά εκλείψει.
Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις.
Χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς
Χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς
Χαίρε, ότι υπάρχεις βασιλέως καθέδρα.
Πρέπει να σημειωθή μιλώντας δια τον Ακάθιστον Ύμνον και γενικά δια τους ύμνους, ότι έχομεν σχεδόν χάσει την μουσικήν των, κυρίως γιατί δεν μπορούμε να διαβάσωμεν τα παλαιά βυζαντινά μουσικά σύμβολα, με εξαίρεσιν τον Ακάθιστον. Κι ενώ κανείς ύμνος δεν σώζεται ολόκληρος –αφ’ ού από τον Ζ’ αι. και μετά άρχισε να παρακμάζη το είδος και να αντικαθίσταται από τον κανόνα- ο Ακάθιστος όχι μόνον σώθηκε αλλά και αγαπήθηκε από τους πιστούς όσο κανένα άλλο χριστιανικόν ποιητικόν κείμενον και ακούγεται κοντά 15 αιώνες τώρα και το σιγοψέλνουν εκατομμύρια επί εκατομμυρίων χείλη πιστών. Δεν ξέρομεν ούτε πότε εγράφη, ούτε πότε μπήκε στην λειτουργικήν πράξιν, ούτε σε ποια εορτή πρωτοχρησιμοποιήθηκε. Το πιθανότερον είναι να είναι ύμνος γραμμένος που να εψάλλετο την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που την παλαιάν εποχήν εωρτάζετο με τα Χριστούγεννα.
Χαίρε, ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα τα πάντα.
Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον.
Χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, δι’ ής νεουργείται η κτίσις.
Χαίρε, δι ής προσκυνείται ο πλάστης.
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε.
Από την άλλην ο Ιωσήφ ο υμνογράφος ζεί στον Θ’ αι και είναι ο πολυγραφώτερος απ’ όσους γνωρίζομεν. Ετίμησεν με την ποίησιν του όλους τους μέχρι της εποχής του αγίους και τις εορτές μς έναν ή περισσότερους κανόνες. Όμως Ο ίδιος δεν ήταν μελωδός, δεν είχε το χάρισμα της μουσικής εμπνεύσεως και γι’ αυτό εδανείζετο τα μέλη από τους μεγάλους μελωδούς των κανόνων. Ανάμεσα στις άλλες εορτές εποίησεν και κανόνα για να τιμήση την εορτήν κατά την οποίαν εψάλλετο ο Ακάθιστος Ύμνος.
Χριστού βίβλον έμψυχον εσφραγισμένην σε πνεύματι
Ο μέγας αρχάγγελος, αγνή, θεώμενος
Επεφώνει σοι. «Χαίρε, χαράς δοχείον,
Δι’ ής της προμήτορος αρά λυθήσεται».

Αδάμ επανόρθωσις, χαίρε, παρθένε θεόνυμφε,
Του άδου η νέκρωσις, χαίρε, πανάμωμε,
Το παλάτιον του πάντων βασιλέως.
Χαίρε, θρόνε πύρινε του παντοκράτορος.
Ο Ιωσήφ έκανε μιαν νέαν ποιητικήν δημιουργίαν, ισάξια του Ύμνου, που σήμερα μας επιβάλλεται πιο πολύ με την ποικιλίαν της μελωδίας της. Διότι εν ώ ο Ακάθιστος απώλεσεν την μελωδίαν και σήμερον μόνον ραψωδείται υπό των ιερέων, αυτός αν και δανεισθείς το μέλος υμνεί και ψάλλει με απερίγραπτον τρόπον και κάλλος τους χαιρετισμούς και τον ενθουσιασμόν που αποπνέει ο Ακάθιστος Ύμνος.
Ρόδον το αμάραντον, χαίρε, η μόνη βλαστήσασα.
Το μήλον το εύοσμον, χαίρε, η τέξασα.
Το οσφράδιον του μόνου βασιλέως.
Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα.

Αγνείας θησαύρισμα, χαίρε, δι’ ής εκ του πτώματος
Ημών εξανέστημεν. Χαίρε, ηδύπνοον
Κρίνον, δέσποινα, πιστούς ευωδιάζον,
Θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον.




Στα παλάτια του Πρωτέα


ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



-το παρόν αφιερούται εις όλους εκείνους
τους αυτόχειρες της πατρίδας μας, που
απονενοημένοι, προτίμησαν να
αναλάβουν το κόστος της αμαρτίας αυτής,
λόγω του ότι δεν αντέξαν να βλέπουν τον
αργό θάνατό τους, που κάποιοι τους
επιδαψιλεύσαν στανικώς.

Σαν βούτηξε εκεί στα καθαρά νερά
με μια πέτρα στο λαιμό του,
έκλεισε επώδυνα τα μάτια του
κι άρχισε να ζή το όνειρό του.

Νεράιδες της θάλασσας πολλές
αμέσως γλυκά τον εσηκώσαν
και τραγουδιστά, ονειρικά
μ’ ένα μαγικό φιλί τον εσώσαν.

Κι όλες μαζί μεσ’ τα μπουγάζια
άρχίσαν να τον οδηγουν στον Πρωτέα,
στα παλάτια του εκεί στα βάθη,
στων ωκεανών των, τον αρχιερέα.

Κολώνες αρχαίων ολυμπίων ρυθμών
και γυμνόστηθες σειρήνες,
με χαμόγελα εσώτερα τον σπρώχναν,
στου παλατιού των τους πυρήνες.

Ο Πρωτέας σαν εκείνον είδε,
τον έβαλε να καθίση δίπλα του,
φωνάζοντας πλάσματα του βυθού
να υπακούν σε κάθε ρήτρα του.

Και καθότανε και χαιρότανε εκεί
δίχως έγνοια του τον ανύπαρκτο χρόνο
σαν άλλοτε ο βασιλιάς Δυσσέας
στου Φαίακ’ Αλκινόου το θρόνο.

Και μέσ’ την απέραντη παραζάλη
και τα ονειρικά τοπία του βυθού
ένοιωθε πως εκεί του ήρμοζε
να ζή κάλλιο από γεννησιμιού

Το τραγούδι:



Παθολογία πολιτευμάτων (ΜΕΡΟΣ Ε’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

Ι. ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ

Εις το Ε΄ βιβλίον των «πολιτικών» του ο Αριστοτέλης ομιλεί δια τας πολιτειακάς αλλαγάς, από ποία πολιτεύματα δηλαδή εκπηδούμε εις άλλα ή το ζήτημα του αιτήματος δια ισότητα, η φυσική εντολή, η τάσις δια διάκρισιν, η πολιτική διακήρυξις της ισότητος, το ίσον κατέχειν και ποίες οι αναλογίες αυτού. Η πόλις είναι διαρκώς εις πόλωσιν και ούτως υπάρχουν πάντοτε οι ζητούντες την ισότηταν και οι εναντίοι αυτών. Στην Σπάρτην υπήρχαν ως «όμοιοι» αλλά υπήρχεν και ομοιοκρατία;
Εις τηνουσίαν υπάρχουν οι γνώριμοι και οι αγνώτες, αυτοί που διακρίνονται, οι γνωστοί και οι άσημοι. Όπως εις τα άτομα υπάρχουν και οι δυο τύποι ανθρώπων απ’ αυτούς έτσι και εις τας πολιτείας. Υπάρχουν οι ίσοι αλλά και οι περισσότερο ίσοι μεταξύ των πολιτών. Εάν έλθη σύγκρουσις και υπάρχει το όντι ισοσθένεια τότε η πόλις θα καταστραφή. Όμως είτε οι ολίγοι νικήσουν και καταστή ολιγαρχία είτε οι πολλοί  και γίνει δημοκρατία η ισορροπία θραύει και η concordia ordinum παυεί να υφίσταται. Ωστόσο μια μορφή πολιτεύματος και εις τοιαύτην περίπτωσιν, ως μορφή παρεμβάσεως θα υφίσταται και τότε.
Η αταξία , ήτοι η αταξική κοινωνία είναι τι το αδιανόητον. Οι σοσιαλιστές δεν ανεγνώρισαν τον πρώτον εξ αυτών τον Πλάτωνα ως πρόγονό των. Με τον Αριστοτέλη έχομεν πραγματισμόν ως απομυθοποίησιν του μύθου. Η ιστορία διδάσκει ότι κάθε εποχή αναγνωρίζει διαφορετικόν «τίμιον», καθ’ ό υπερέχουν οι εκάστοτε γνώριμοι, άλλοτε δηλαδή έχομεν τον πλούτον, άλλοτε και σπανίως την αρετή. «Τίμιον» είναι ότι ο Νούς ένειμεν ως πλέον πολύτιμον δια μιαν συγκεκριμένην εποχή και άρα τούτο , αφ’ ού ο νούς τίει, εκτιμά, το τίμιον καθιερώνεται, αποδίδεται υπό των εκάστοτε αρχόντων.
Εις την πολιτείαν συνήθως οι έχοντες κάπως αρετήν δεν επιθυμούν την αρχήν. Εν τέλει δυνάμεθα να έχομεν 36 δυνατάς μεταβάσεις από τα 6 βασικά πολιτεύματα. Οι περιπτώσεις αυξάνονται διότι εκτός των βασικών πολιτειακών μορφών υπάρχουν και οι παραλλαγές. Θα έφταναν αυτές τελικώς τας 158, όσες περιγραφές πολιτευμάτων έγραψεν και ο Αριστοτέλης; Άγνωστον. Η παθολογία του Αριστοτέλους ομοιάζει με ένα ισοσκελές τρίγωνον ένθα η «Πολιτεία» είναι ένα τραπέζιον εν τω μέσω αυτού. Προς τα άνω έχομεν μορφάς ολιγαρχίας εν ώ προς τα κάτω δημοκρατίας.
Προκειμένου λοιπόν να μην έλθωμεν εις ημαρτημένας μορφάς δέον να λαμβάνωμεν υπόψη την αριθμητικήν ισότητα, την αρχήν της πλειοψηφίας αλλά και την αξία των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είναι άνισοι μεταξύ των και απαιτείται υποχώρησις των υπερεχόντων και ανύψωσις των υποδεεστέρων. Αύτη είναι η εκ των μέσων συγκείμενη «Πολιτεία». Παραδείγματα της κατά μόριον αλλαγής των πολιτευμάτων δυνάμεθα να αναλογισθώμεν την Σπάρτην πως ήτο επί εποχής ένθα εβασίλευεν ο Παυσανίας και πως επί εποχής Λυσσάνδρου ή την ύπαρξιν βουλής εις την Επίδαμνον κάτι ως μέσον μεταξύ ενός άρχοντος και του πλήθους.

ΙΑ. ΕΚ ΤΙΝΩΝ ΑΙ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΑΙ

Εναντίωσις εις τι το νόμιμον αποτελεί στάσιν. Απαιτείται η ψυχική προετοιμασία, η έφεσις δια να προχωρήση τις εις τι τοιούτον. Στασιάζουν οι εφιέμενοι, επειδή νομίζουν ότι έχουν λιγότερα απ’ άλλους αλλά και εκείνοι οι οποίοι νομίζουν τους εαυτούς των υπέρτερους και όμως είναι ίσοι ή έλαττοι  των άλλων.
Σύγκρουσις επέρχεται τότε βάσει του «πλεονεκτείν» πέραν του νομίμου, τι όπερ δίδει υπεροχήν και εξούσιαν ανηθίκως. Οι πλέον αδικαιολόγητοι είναι οι δεύτεροι εκτός κι αν διακρίνονται τω όντι εξ αρετής. Εις τας συγκρούσεις αι επιδιώξεις είναι το κέρδος, η τιμή και τα αντίθετα αι συνέπειαι δια τους ηττημένους, ήτοι η ατιμία και η ζημία. Άπαντα συμπτύσσονται εις τον όρον «τίμιον». Εις τούτο ως όρον συγκλίνουν το κέρδος, η τιμή, η ύβρις, ο φόβος, η υπεροχή, η καταφρόνησις και η αύξησις παρά το ανάλογον (παράλογον κέρδος). Το «τίμιον» είναι το ηθικόν, το πνευματικόν, το οικονομικόν, το πολιτικόν ενάρετον μέγεθος.

ΙΒ. ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΩΝ ΑΙΤΙΩΝ

Αι στάσεις απορρέουν εκ του υβρισμού των αρχόντων, των αρχών και των πλεονεκτούντων, εκ της κλοπής εκ των κοινών. Εκ της διογκώσεως της δυνάμεως κάποιου πάνω απ’ τα όρια τα ανεκτά της πόλεως, διότι ασφαλώς εκάστη πόλις και πολιτεία επιτρέπει μέχρις ενός ορίου την «τιμήν» των πολιτών της. Η υπεροχή τινών επιτρέπει την ανάπτυξιν της μοναρχίας ή της δυναστείας. Δια τούτο και μερικοί συνηθίζουν να «οστρακίζουν», όπως η Αθήνα και το Άργος. Καλύτερον όμως κατά τον Αριστοτέλην του οστρακισμού ει΄ναι η εποπτεία και η πρόβλεψις ώστε αν υπάρξη υπεροχή κάπου να επέλθη ταχέως η ίασις.
Έχομεν από την μια κάποτε τους αδικηκότας και από την άλλην τους φοβουμένους να μην αδικηθούν οι οποίοι και στασιάζουν βουλόμενοι να προφθάσουν την αδικίαν και να μην αδικηθούν εν τέλει. Η τόλμη τελικώς νικά τον φόβον και επισωρρεύεται εις άλλους…

(συνεχίζεται)


Ὁ «ἀφορισμὸς» τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη


«Οι αρχιερείς και η επανάστασις του 1821»

 
Του 
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου



Τὸ δεύτερο βιβλίο τοῦ Πέτρου Γεωργαντζῆ φέρει τὸν τίτλο Ὁ“ἀφορισμὸς” τοῦ ἈλεξάνδρουὙψηλάντη, (σελίδες 310), καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸν «ἀφορισμὸ», ποὺ ἐξέδωσε τὸ Πατριαρχεῖο, γιὰ τὸν ὁποῖον ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο Ε´. Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ βιβλίο διαιρεῖται σὲ δύο μέρη. Τὸ πρῶτο ἔχει τίτλο: «ἱστορικὴ διερεύνηση τοῦ “ἀφορισμοῦ” τοῦ Μαρτίου 1821», καὶ τὸ δεύτερο μέρος τιτλοφορεῖται «ἐκκλησιαστικὸκανονικὴ διερεύνηση τοῦ “ἀφορισμοῦ”». Στὰ δύο αὐτὰ μέρη τοῦ βιβλίου ὑπάρχουν διάφορα κεφάλαια, τὰ ὁποῖα δίνουν πολλὲς πληροφορίες καὶ προσφέρουν πολύτιμο ὑλικὸ γιὰ τὴν κατανόηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ παρατηρηθῆ εἶναι ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ ἀξιόλογου αὐτοῦ βιβλίου θέτει πάντοτε τὴν λέξη «ἀφορισμὸς» μέσα σὲ εἰσαγωγικά, γιατί δὲν ἀποδέχεται ὅτι τὸ κείμενο ποὺ ἐξεδόθη ἦταν ἀφοριστικό, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ θὰ ἐκτεθοῦν ἐν συντομία. Στὸ βιβλίο αὐτὸ δίνονται πάρα πολλὰ στοιχεῖα γύρω ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα, τὰ ὁποῖα ὁδήγησαν στὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ «ἀφορισμοῦ».