Η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Ύμνος άπας ηττάται
συνεκτείνεσθαι σπεύδων
τω πλήθει των πολλών οικτιρμών σου.
ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς
αν προσφέρωμέν σοι, βασιλεύ άγιε,
ουδέν τελούμεν άξιον
ων δέδωκας τοις σοι βοώσιν,
αλληλούια»

Ο καθηγητής μου Αθανάσιος Κομίνης, της Βυζαντινής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιον της Αθήνας, είχε ειπεί το εξής: «θα έλεγα ότι αν απ’ ολόκληρην την υμνογραφία μας είχεν σωθή μόνον ο παραπάνω οίκος του Ακαθίστου Ύμνου, θα ήταν δυνατόν να εκτιμήσωμεν την λογοτεχνικήν δύναμιν της εκκλησιαστικής ποιήσεως και κατ’ ακολουθίαν, να επιβεβαιώσωμεν την αξίαν της και προσδιωρίσωμεν την σημασίαν της μέσ’ την παγκόσμιαν λογοτεχνία».
Η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου είναι μια ειδική ακολουθία της Εκκλησίας μας και η διαμόρφωσίς της δεν έγινε σε συγκεκριμένην εποχή, αλλά συνετελέσθη δια μέσου των αιώνων. Εις αυτήν κύρια ποιητικά κείμενα είναι δύο: α) ο Ακάθιστος Ύμνος και β) ο κανών του Ιωσήφ του Υμνογράφου, που συνετέθη ειδικώς για αυτήν την ακολουθίαν. Τα προβλήματα που παρουσιάζει ιδίως ο Ακάθιστος Ύμνος είναι πολλά. Συμβαίνει δηλαδή και εδώ, ό,τι και με τα μεγάλα, αμφισβητούμενα έργα, π.χ τα ομηρικά έπη: Ποίος είναι ο ποιητής; Πότε συνετέθη το έργον; Για ποιόν λόγο εγράφη και εψάλη; Το πασίγνωστο προοίμιον «τη υπερμάχω» φαίνεται να έχη κάποια σχέσι με την λύτρωσι της Κων/πόλεως τω 626 από την πολιορκία των Αβάρων, όμως ο Ακάθιστος αποκλείεται να συνετέθη τότε. Προϋπήρχεν αναμφισβήτητα και ψαλλόταν προς τιμήν της θεοτόκου σε συγκεκριμένη εορτήν «των πιστών ισταμένων ορθίων» «και μη καθημένων» γι’ αυτό και Ακάθιστος Ύμνος ωνομάσθη.
Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη
Ειπείν τη θεοτόκω το «χαίρε»
Και συν τη ασωμάτω φωνή
Σωματούμενόν σε θεωρών, κύριε,
Εξίστατο και ίστατο κραυγάζων προς αυτήν τοιαύτα:
Χαίρε, δι’ ής η χαρά εκλάμψει.
Ύμνος είναι το πρώτο ωλοκληρωμένον ποιητικόν σύστημα στο Βυζάντιον και Κανών το δεύτερον ποιητικόν εκκλησιαστικόν είδος, μεταγενέστερον από τον ύμνον και πιο σύνθετον απ’ αυτόν. Και τα δύο αυτά ποιητικά και μελικά ταυτοχρόνως είδη έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: α) είναι γραμμένα σε ρυθμοτονικά μέτρα β) έχουν επενδύσει τον ρυθμικόν λόγον με μουσικόν μέλος ούτως ώστε να αποτελούν ένα αδιάσπαστο αρμονικόν σύνολον.
Χαίρε, δι’ ής η αρά εκλείψει.
Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις.
Χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς
Χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς
Χαίρε, ότι υπάρχεις βασιλέως καθέδρα.
Πρέπει να σημειωθή μιλώντας δια τον Ακάθιστον Ύμνον και γενικά δια τους ύμνους, ότι έχομεν σχεδόν χάσει την μουσικήν των, κυρίως γιατί δεν μπορούμε να διαβάσωμεν τα παλαιά βυζαντινά μουσικά σύμβολα, με εξαίρεσιν τον Ακάθιστον. Κι ενώ κανείς ύμνος δεν σώζεται ολόκληρος –αφ’ ού από τον Ζ’ αι. και μετά άρχισε να παρακμάζη το είδος και να αντικαθίσταται από τον κανόνα- ο Ακάθιστος όχι μόνον σώθηκε αλλά και αγαπήθηκε από τους πιστούς όσο κανένα άλλο χριστιανικόν ποιητικόν κείμενον και ακούγεται κοντά 15 αιώνες τώρα και το σιγοψέλνουν εκατομμύρια επί εκατομμυρίων χείλη πιστών. Δεν ξέρομεν ούτε πότε εγράφη, ούτε πότε μπήκε στην λειτουργικήν πράξιν, ούτε σε ποια εορτή πρωτοχρησιμοποιήθηκε. Το πιθανότερον είναι να είναι ύμνος γραμμένος που να εψάλλετο την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που την παλαιάν εποχήν εωρτάζετο με τα Χριστούγεννα.
Χαίρε, ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα τα πάντα.
Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον.
Χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, δι’ ής νεουργείται η κτίσις.
Χαίρε, δι ής προσκυνείται ο πλάστης.
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε.
Από την άλλην ο Ιωσήφ ο υμνογράφος ζεί στον Θ’ αι και είναι ο πολυγραφώτερος απ’ όσους γνωρίζομεν. Ετίμησεν με την ποίησιν του όλους τους μέχρι της εποχής του αγίους και τις εορτές μς έναν ή περισσότερους κανόνες. Όμως Ο ίδιος δεν ήταν μελωδός, δεν είχε το χάρισμα της μουσικής εμπνεύσεως και γι’ αυτό εδανείζετο τα μέλη από τους μεγάλους μελωδούς των κανόνων. Ανάμεσα στις άλλες εορτές εποίησεν και κανόνα για να τιμήση την εορτήν κατά την οποίαν εψάλλετο ο Ακάθιστος Ύμνος.
Χριστού βίβλον έμψυχον εσφραγισμένην σε πνεύματι
Ο μέγας αρχάγγελος, αγνή, θεώμενος
Επεφώνει σοι. «Χαίρε, χαράς δοχείον,
Δι’ ής της προμήτορος αρά λυθήσεται».

Αδάμ επανόρθωσις, χαίρε, παρθένε θεόνυμφε,
Του άδου η νέκρωσις, χαίρε, πανάμωμε,
Το παλάτιον του πάντων βασιλέως.
Χαίρε, θρόνε πύρινε του παντοκράτορος.
Ο Ιωσήφ έκανε μιαν νέαν ποιητικήν δημιουργίαν, ισάξια του Ύμνου, που σήμερα μας επιβάλλεται πιο πολύ με την ποικιλίαν της μελωδίας της. Διότι εν ώ ο Ακάθιστος απώλεσεν την μελωδίαν και σήμερον μόνον ραψωδείται υπό των ιερέων, αυτός αν και δανεισθείς το μέλος υμνεί και ψάλλει με απερίγραπτον τρόπον και κάλλος τους χαιρετισμούς και τον ενθουσιασμόν που αποπνέει ο Ακάθιστος Ύμνος.
Ρόδον το αμάραντον, χαίρε, η μόνη βλαστήσασα.
Το μήλον το εύοσμον, χαίρε, η τέξασα.
Το οσφράδιον του μόνου βασιλέως.
Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα.

Αγνείας θησαύρισμα, χαίρε, δι’ ής εκ του πτώματος
Ημών εξανέστημεν. Χαίρε, ηδύπνοον
Κρίνον, δέσποινα, πιστούς ευωδιάζον,
Θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον.




Στα παλάτια του Πρωτέα


ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



-το παρόν αφιερούται εις όλους εκείνους
τους αυτόχειρες της πατρίδας μας, που
απονενοημένοι, προτίμησαν να
αναλάβουν το κόστος της αμαρτίας αυτής,
λόγω του ότι δεν αντέξαν να βλέπουν τον
αργό θάνατό τους, που κάποιοι τους
επιδαψιλεύσαν στανικώς.

Σαν βούτηξε εκεί στα καθαρά νερά
με μια πέτρα στο λαιμό του,
έκλεισε επώδυνα τα μάτια του
κι άρχισε να ζή το όνειρό του.

Νεράιδες της θάλασσας πολλές
αμέσως γλυκά τον εσηκώσαν
και τραγουδιστά, ονειρικά
μ’ ένα μαγικό φιλί τον εσώσαν.

Κι όλες μαζί μεσ’ τα μπουγάζια
άρχίσαν να τον οδηγουν στον Πρωτέα,
στα παλάτια του εκεί στα βάθη,
στων ωκεανών των, τον αρχιερέα.

Κολώνες αρχαίων ολυμπίων ρυθμών
και γυμνόστηθες σειρήνες,
με χαμόγελα εσώτερα τον σπρώχναν,
στου παλατιού των τους πυρήνες.

Ο Πρωτέας σαν εκείνον είδε,
τον έβαλε να καθίση δίπλα του,
φωνάζοντας πλάσματα του βυθού
να υπακούν σε κάθε ρήτρα του.

Και καθότανε και χαιρότανε εκεί
δίχως έγνοια του τον ανύπαρκτο χρόνο
σαν άλλοτε ο βασιλιάς Δυσσέας
στου Φαίακ’ Αλκινόου το θρόνο.

Και μέσ’ την απέραντη παραζάλη
και τα ονειρικά τοπία του βυθού
ένοιωθε πως εκεί του ήρμοζε
να ζή κάλλιο από γεννησιμιού

Το τραγούδι:



Παθολογία πολιτευμάτων (ΜΕΡΟΣ Ε’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

Ι. ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ

Εις το Ε΄ βιβλίον των «πολιτικών» του ο Αριστοτέλης ομιλεί δια τας πολιτειακάς αλλαγάς, από ποία πολιτεύματα δηλαδή εκπηδούμε εις άλλα ή το ζήτημα του αιτήματος δια ισότητα, η φυσική εντολή, η τάσις δια διάκρισιν, η πολιτική διακήρυξις της ισότητος, το ίσον κατέχειν και ποίες οι αναλογίες αυτού. Η πόλις είναι διαρκώς εις πόλωσιν και ούτως υπάρχουν πάντοτε οι ζητούντες την ισότηταν και οι εναντίοι αυτών. Στην Σπάρτην υπήρχαν ως «όμοιοι» αλλά υπήρχεν και ομοιοκρατία;
Εις τηνουσίαν υπάρχουν οι γνώριμοι και οι αγνώτες, αυτοί που διακρίνονται, οι γνωστοί και οι άσημοι. Όπως εις τα άτομα υπάρχουν και οι δυο τύποι ανθρώπων απ’ αυτούς έτσι και εις τας πολιτείας. Υπάρχουν οι ίσοι αλλά και οι περισσότερο ίσοι μεταξύ των πολιτών. Εάν έλθη σύγκρουσις και υπάρχει το όντι ισοσθένεια τότε η πόλις θα καταστραφή. Όμως είτε οι ολίγοι νικήσουν και καταστή ολιγαρχία είτε οι πολλοί  και γίνει δημοκρατία η ισορροπία θραύει και η concordia ordinum παυεί να υφίσταται. Ωστόσο μια μορφή πολιτεύματος και εις τοιαύτην περίπτωσιν, ως μορφή παρεμβάσεως θα υφίσταται και τότε.
Η αταξία , ήτοι η αταξική κοινωνία είναι τι το αδιανόητον. Οι σοσιαλιστές δεν ανεγνώρισαν τον πρώτον εξ αυτών τον Πλάτωνα ως πρόγονό των. Με τον Αριστοτέλη έχομεν πραγματισμόν ως απομυθοποίησιν του μύθου. Η ιστορία διδάσκει ότι κάθε εποχή αναγνωρίζει διαφορετικόν «τίμιον», καθ’ ό υπερέχουν οι εκάστοτε γνώριμοι, άλλοτε δηλαδή έχομεν τον πλούτον, άλλοτε και σπανίως την αρετή. «Τίμιον» είναι ότι ο Νούς ένειμεν ως πλέον πολύτιμον δια μιαν συγκεκριμένην εποχή και άρα τούτο , αφ’ ού ο νούς τίει, εκτιμά, το τίμιον καθιερώνεται, αποδίδεται υπό των εκάστοτε αρχόντων.
Εις την πολιτείαν συνήθως οι έχοντες κάπως αρετήν δεν επιθυμούν την αρχήν. Εν τέλει δυνάμεθα να έχομεν 36 δυνατάς μεταβάσεις από τα 6 βασικά πολιτεύματα. Οι περιπτώσεις αυξάνονται διότι εκτός των βασικών πολιτειακών μορφών υπάρχουν και οι παραλλαγές. Θα έφταναν αυτές τελικώς τας 158, όσες περιγραφές πολιτευμάτων έγραψεν και ο Αριστοτέλης; Άγνωστον. Η παθολογία του Αριστοτέλους ομοιάζει με ένα ισοσκελές τρίγωνον ένθα η «Πολιτεία» είναι ένα τραπέζιον εν τω μέσω αυτού. Προς τα άνω έχομεν μορφάς ολιγαρχίας εν ώ προς τα κάτω δημοκρατίας.
Προκειμένου λοιπόν να μην έλθωμεν εις ημαρτημένας μορφάς δέον να λαμβάνωμεν υπόψη την αριθμητικήν ισότητα, την αρχήν της πλειοψηφίας αλλά και την αξία των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είναι άνισοι μεταξύ των και απαιτείται υποχώρησις των υπερεχόντων και ανύψωσις των υποδεεστέρων. Αύτη είναι η εκ των μέσων συγκείμενη «Πολιτεία». Παραδείγματα της κατά μόριον αλλαγής των πολιτευμάτων δυνάμεθα να αναλογισθώμεν την Σπάρτην πως ήτο επί εποχής ένθα εβασίλευεν ο Παυσανίας και πως επί εποχής Λυσσάνδρου ή την ύπαρξιν βουλής εις την Επίδαμνον κάτι ως μέσον μεταξύ ενός άρχοντος και του πλήθους.

ΙΑ. ΕΚ ΤΙΝΩΝ ΑΙ ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΑΙ

Εναντίωσις εις τι το νόμιμον αποτελεί στάσιν. Απαιτείται η ψυχική προετοιμασία, η έφεσις δια να προχωρήση τις εις τι τοιούτον. Στασιάζουν οι εφιέμενοι, επειδή νομίζουν ότι έχουν λιγότερα απ’ άλλους αλλά και εκείνοι οι οποίοι νομίζουν τους εαυτούς των υπέρτερους και όμως είναι ίσοι ή έλαττοι  των άλλων.
Σύγκρουσις επέρχεται τότε βάσει του «πλεονεκτείν» πέραν του νομίμου, τι όπερ δίδει υπεροχήν και εξούσιαν ανηθίκως. Οι πλέον αδικαιολόγητοι είναι οι δεύτεροι εκτός κι αν διακρίνονται τω όντι εξ αρετής. Εις τας συγκρούσεις αι επιδιώξεις είναι το κέρδος, η τιμή και τα αντίθετα αι συνέπειαι δια τους ηττημένους, ήτοι η ατιμία και η ζημία. Άπαντα συμπτύσσονται εις τον όρον «τίμιον». Εις τούτο ως όρον συγκλίνουν το κέρδος, η τιμή, η ύβρις, ο φόβος, η υπεροχή, η καταφρόνησις και η αύξησις παρά το ανάλογον (παράλογον κέρδος). Το «τίμιον» είναι το ηθικόν, το πνευματικόν, το οικονομικόν, το πολιτικόν ενάρετον μέγεθος.

ΙΒ. ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΩΝ ΑΙΤΙΩΝ

Αι στάσεις απορρέουν εκ του υβρισμού των αρχόντων, των αρχών και των πλεονεκτούντων, εκ της κλοπής εκ των κοινών. Εκ της διογκώσεως της δυνάμεως κάποιου πάνω απ’ τα όρια τα ανεκτά της πόλεως, διότι ασφαλώς εκάστη πόλις και πολιτεία επιτρέπει μέχρις ενός ορίου την «τιμήν» των πολιτών της. Η υπεροχή τινών επιτρέπει την ανάπτυξιν της μοναρχίας ή της δυναστείας. Δια τούτο και μερικοί συνηθίζουν να «οστρακίζουν», όπως η Αθήνα και το Άργος. Καλύτερον όμως κατά τον Αριστοτέλην του οστρακισμού ει΄ναι η εποπτεία και η πρόβλεψις ώστε αν υπάρξη υπεροχή κάπου να επέλθη ταχέως η ίασις.
Έχομεν από την μια κάποτε τους αδικηκότας και από την άλλην τους φοβουμένους να μην αδικηθούν οι οποίοι και στασιάζουν βουλόμενοι να προφθάσουν την αδικίαν και να μην αδικηθούν εν τέλει. Η τόλμη τελικώς νικά τον φόβον και επισωρρεύεται εις άλλους…

(συνεχίζεται)


Ὁ «ἀφορισμὸς» τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη


«Οι αρχιερείς και η επανάστασις του 1821»

 
Του 
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου



Τὸ δεύτερο βιβλίο τοῦ Πέτρου Γεωργαντζῆ φέρει τὸν τίτλο Ὁ“ἀφορισμὸς” τοῦ ἈλεξάνδρουὙψηλάντη, (σελίδες 310), καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸν «ἀφορισμὸ», ποὺ ἐξέδωσε τὸ Πατριαρχεῖο, γιὰ τὸν ὁποῖον ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο Ε´. Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ βιβλίο διαιρεῖται σὲ δύο μέρη. Τὸ πρῶτο ἔχει τίτλο: «ἱστορικὴ διερεύνηση τοῦ “ἀφορισμοῦ” τοῦ Μαρτίου 1821», καὶ τὸ δεύτερο μέρος τιτλοφορεῖται «ἐκκλησιαστικὸκανονικὴ διερεύνηση τοῦ “ἀφορισμοῦ”». Στὰ δύο αὐτὰ μέρη τοῦ βιβλίου ὑπάρχουν διάφορα κεφάλαια, τὰ ὁποῖα δίνουν πολλὲς πληροφορίες καὶ προσφέρουν πολύτιμο ὑλικὸ γιὰ τὴν κατανόηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ παρατηρηθῆ εἶναι ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ ἀξιόλογου αὐτοῦ βιβλίου θέτει πάντοτε τὴν λέξη «ἀφορισμὸς» μέσα σὲ εἰσαγωγικά, γιατί δὲν ἀποδέχεται ὅτι τὸ κείμενο ποὺ ἐξεδόθη ἦταν ἀφοριστικό, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ θὰ ἐκτεθοῦν ἐν συντομία. Στὸ βιβλίο αὐτὸ δίνονται πάρα πολλὰ στοιχεῖα γύρω ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα, τὰ ὁποῖα ὁδήγησαν στὴν ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ «ἀφορισμοῦ». 
 


Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Ε’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Από το Πατριαρχείο άρχισε, η αργή αλλά σταθερή οργάνωσις του ελληνισμού. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί, στη συνοικία Φανάρι της Κων/πόλεως, όπου ευρίσκετο το Πατριαρχείο, πολλοί από τους παλαιούς βυζαντινούς άρχοντες, που δεν είχαν φύγει στην Δύση και εκεί πρωτοσχηματίσθηκε η κοινωνική ομάδα των αρχόντων, που είναι γνωστοί με το όνομα «Φαναριώτες». Μέσα από το Πατριαρχείο, που είχε και δικαστικές αρμοδιότητες, για ωρισμένες από τις διαφορές των Ελλήνων, εκπορεύτηκαν οι πρώτες ελληνικές ελπίδες για προστασία απέναντι στην αυθαιρεσία των Τούρκων, για να σταματήση το παιδομάζωμα, για να προστατευθή το δικαίωμα των υποδούλων να ζήσουν. Μέσα από την κοινωνικήν ομάδα των φαναριωτών πρωτοεξεπήδησαν κάποιες εμπορικές δραστηριότητες, η παιδεία και κυρίως η πρόσβασις στον τουρκικόν κρατικόν μηχανισμόν.


Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΩΝ

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Κάποιο σκυλί μακρυά μεσ’ το σκότος
Με πόνο και παράπον’ αλυχτούσε.
Ο αγέρας δυνατός, αγέρωχος
Ψυχρός κι αδυσώπητος λυσσομανούσε.

Σε κάθε δένδρο ψηλό και αεικοίμητο
Μια ψυχή χανότανε πικρά.
Γέμισαν οι συνοικίες κ’ η πολιτεία
Όλη, κορμιά κρεμασμένα οικτρά.

Ο θάνατος ως ήχος αηδιαστικός σφύριζε
Μέσα απ’ τα ντουβάρια των σπιτιών.
Το δρεπάνι του Χάρου θέριζε φοβερά
Κεφάλια αθώα, αθώων πολιτών.

Και καθώς ο αποκρουστικός αγέρας
Συνέχιζε να γδέρνει αιματοβαμμένες καρδιές
Οι κρεμασμένοι πηγαινοέρχονταν
Απάνω στις ξεφτισμένες απ’ όνειρα θηλιές.


Το τραγούδι:



Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Δ’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





«Οι Έλληνες εξεγειρόμενοι μαζικά εναντίον του καταπιεστή τους –του σουλτάνου- θα ήταν δυνατόν να συγκριθούν με τους καρβονάρους, με τους Ιταλούς συνωμότες, που ο τσάρος Αλέξανδρος μισούσε το «ιακωβίνικο» τους πνεύμα και ζητούσε την συντριβή τους στις συνεδριάσεις του Λάυμπαχ; Κανένας δεσμός δεν είχε υπάρξει ποτέ μεταξύ των τριών χερσονήσων της Μεσογείου. Οι Έλληνες δεν είχαν κανέναν πράκτορα στην Ιταλία, ούτε στην Ισπανία. Το δημοκρατικόν πνεύμα δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτούς. Αν αποκτούσαν την ελευθερία, θα ζητούσαν πιθανόν από την Ευρώπη έναν βασιλιά. Σ’ αυτούς το θρησκευτικό και εθνικόν ζήτημα είχεν την πρώτη θέσιν»
(Ιω. Καποδίστριας)