Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Δ’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





«Οι Έλληνες εξεγειρόμενοι μαζικά εναντίον του καταπιεστή τους –του σουλτάνου- θα ήταν δυνατόν να συγκριθούν με τους καρβονάρους, με τους Ιταλούς συνωμότες, που ο τσάρος Αλέξανδρος μισούσε το «ιακωβίνικο» τους πνεύμα και ζητούσε την συντριβή τους στις συνεδριάσεις του Λάυμπαχ; Κανένας δεσμός δεν είχε υπάρξει ποτέ μεταξύ των τριών χερσονήσων της Μεσογείου. Οι Έλληνες δεν είχαν κανέναν πράκτορα στην Ιταλία, ούτε στην Ισπανία. Το δημοκρατικόν πνεύμα δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτούς. Αν αποκτούσαν την ελευθερία, θα ζητούσαν πιθανόν από την Ευρώπη έναν βασιλιά. Σ’ αυτούς το θρησκευτικό και εθνικόν ζήτημα είχεν την πρώτη θέσιν»
(Ιω. Καποδίστριας)


Η ιδέα της απελευθερώσεως

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-


Οι πρόγονοί μας και κατά τους πλέον σκοτεινούς χρόνους της δουλείας ποτέ δεν έστερξαν την τύχην των ούτε και επίστευσαν ότι η σκλαβιά των θα είναι παντοτινή. Αντιθέτως ευθύς μετά την πτώσιν της Βασιλευούσης, η ιστορική μνήμη του έθνους, που είχεν διαποτισθή δια της συνεχούς παραδόσεως 3.000 ετών –αφ’ ού ενισχύθη και από τους σχετικούς με την Άλωσιν θρύλους- εγέννησεν την ελπίδαν της Αναστάσεως, όπως πολύ ζωηρώς την εκφράζει ο λαϊκός θρηνωδός με την πασίγνωστον δέησιν του:
«Σώπασε, Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζης.
Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι»
Οι υπόδουλοι είχον σαφή συνείδησιν περί της κοινής των καταγωγής, θρησκείας και γλώσσης, αλλά και περί της ιδεαλιστικής υπεροχής της Ορθοδοξίας απέναντι του Ισλάμ. Αυταί αι παραδόσεις από γενεάς εις γενεάν εσφυρηλάτησαν ενιαίον το εθνικόν φρόνημα και εγαλβάνισαν την ψυχήν του Γένους με τον πόθον της ώρας του Λυτρωμού.
Και ήτο τόσον δυνατός ο πόθος εκείνος και τόσον άσβεστον το μίσος εναντίον του κατακτητού, ώστε και όταν απετύγχανον αι κατά καιρούς εξεγέρσεις, όχι μόνον δεν κατελάμβανε τους υποδούλους προγόνους ημών απογοήτευσις, αλλά η πίστις της ελευθερώσεως εστάλαζεν εις την τραυματισμένην ψυχήν των γλυκύ το βάλσαμον της προσδοκίας και της υπομονής.
Ο θάνατος του τελευταίου αυτοκράτορος έμεινε ζωντανή παράδοσις εις το στόμα του λαού μας. Ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς», ο οποίος δεν απέθανεν, αλλά εκοιμάτο, θα εξύπνα την ημέραν της αναστάσεως του Έθνους και «με το σπαθί στο χέρι» θα εξεδίωκεν τους μισητούς τυράννους έως τα βάθη της Ασίας, την Κόκκινην Μηλιάν.
Έτσι το Γένος κατά τους ζοφερούς αιώνας της δουλείας εγαλουχείτο με την «Μεγάλην Ιδέαν», ότι δηλαδή η πτώσις της Κων/λεως δεν ήτο το τέλος της Ιστορίας του, αλλά η απαρχή νέων αγώνων προς επανίδρυσιν της Ελληνικής Αυτοκρατορίας εις όλην της την δόξαν.


Η ανάμνησις της θυσίας του Αβραάμ

(Τη Κυριακή της Δ’ Εβδομάδος των Νηστειών)
Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
  
«Ξύπνα και γροίκησε, Αβραάμ, εκείνο
Όπου θέλει, Αφέντης οπού προσκυνού
Και τρέμουν οι αγγέλλοι. Θυσίαν άξαι
Και καλήν την σήμερον ημέρα.
Θέλει ο θεός και πεθυμά εκ τη δική σου
Χέρα. Δεν θέλει πλιό θυσίες αρνιώ ουδέ
Πράματα σφαγμένα, μα μια θυσία
Πεθυμά μεγάλην από σένα»
(Βιτσέντζου Κορνάρου, η θυσία του Αβραάμ, 5-10)

«Λάβε τον θιόν σου τον αγαπητόν, όν ηγάπησας, τον Ισαάκ και ανένεγκέ μοι αυτόν εις ολοκάρπωσιν εφ’ έν των ορέων, ών αν σοι είπω…Και λαβών ο Αβραάμ τον Ισαάκ απήει». Η υπόθεσις είναι γνωστή εκ της Γενέσεως και εκ του κρητικού θεατρικού έργου του Κορνάρου, το οποίον και αποκαλούμεν ημείς οι φιλόλογοι «μυστήριον». Μεταξύ όμως της Γραφής και του Κρητός ποιητού του ιζ αι. παρεμβάλλεται ο κατά τον στ’ αι. γραφείς ύμνος του Ρωμανού του μελωδού και συν αυτώ εμμέσως μια ολόκληρη αυτοκρατορία με βαθιά ποτισμένον εντός της του αισθήματος της πίστεως. Ο Αβραάμ πριν ανέλθη εις το όρος αλλά και κατά την ώραν της θυσίας, ζεί ένα δράμα.
Έν αρχή ο Αβραάμ βασανίζεται με την ανθρώπινην αδυναμίαν της υστεριφημίας που θα αφήση φονέως και ουχί πατρός, ανισορρόπου ανδρός, εκστάντος των φρενών, λόγω γήρατος. Κατόπιν τον παίρνει το παράπονον πως θα σκοτώση το παιδί που εσπαργάνωσεν, την ελπίδα των γηρατείων του, αυτόν που θα του έκλεινε κατά τον θάνατον τα βλέφαρα. Και μέσα σ’ όλα αυτά έρχεται και ο φόβος της αντιδράσεως της συζύγου. Ποια μάνα θ’ αφήση το παιδί της να σφαγιασθή; Ο Αβραάμ φέρεται συγκινούμενος και σχηματίζων εν εαυτώ τας αντιρρήσεις της Σάρρας, τας οποίας εν τούτοις δεν αφίει να κάμψουν την ευσεβήν καρδιάν του. Στην Γένεσιν ουδείς ρόλος ανετέθη εις την μητέρα Σάρρα. Αλλά ήτο δυνατόν ένας ποιητής σαν τον Ρωμανό να μην συμβιβάση την πιστότητα της ιεράς παραδόσεως με την ανθρώπινην ψυχολογίαν και να μην αποδώση το δράμα μιας μητέρας; Το μοιρολόι και το ξέσπασμα της Σάρρας δια τον Ισαάκ εις τον ύμνον του Ρωμανού, φανταστικώς ούτως όπως ο Αβραάμ εφαντάσθη τας αντιρρήσεις της είναι από τα πλέον συγκινητικά της εξάρσεως των μητρικών αισθημάτων του ανθρωπίνου πόνου.
Ιδού τι φαντάζεται ο γέρος Αβραάμ να του λέγη, ικετεύουσα να σφάξη αυτήν πρώτα και ύστερα το παιδί των: «Μη λείπη με και λύπη κτείνη με, σου αιτώμαι. Ροπήν εμού απόστηθι! Τούτον αγκάλαις λαμβάνω εγώ, πόνον γαστρός μου, κορεσθήναι γαρ ζητώ. Ει χρήζει θυσιών ο καλέσας σε, λάβη πρόβατον. Οίμοι τέκνον Ισαάκ, ει κατίδω σου επί γής αίμα εκχυνόμενον. Μη γένοιτο. Φονεύση με πρώτον, είθ’ ούτως σε φονεύσει. Πρό σου την τεκούσαν, μετ’ αυτήν σε τον τόκον».
Μήπως όμως το παιδί ηταν μόνον ιδικόν της; Ήτο και του Αβραάμ, αλλά ο θεός είναι ο ισχυρότερος των όλων. Τα υπόλοιπα μας τα παρουσιάζει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εναργέστερα. «Και έθηκεν τα ξύλα επί τους ώμους του Ισαάκ και λαβών πύρ και μαχαίραν ανέβη επί το όρος…ο σοφός πρεσβύτης ποιεί βαστάζειν το θύμα τα ξύλα, ίνα το τύπον έχη του τον σταυρόν βασταζόντος Σωτήρος». Όπως ο Ισαάκ εφορτώθη τα ξύλα και εβάδισεν προς την θυσίαν εν γνώσει του πατρός Αβραάμ, ούτως και ο Σωτήρ Ιησούς Χριστός έλαβεν τον σταυρόν του κατ’ εντολήν του Πατρός Αυτού. Και ιδού όλον το νόημα έμπροσθεν των οφθαλμών ημών. Όλοι, και οι πατέρες της εκκλησίας και οι υμνογράφοι και οι νεώτεροι ποιηταί εβάλθησαν να δείξουν τον ανθρώπινον πόνον, την βαρείαν ψυχικήν καταρράκωσιν των γονέων που τους εδόθη εντολή να σφαγιάσουν οι ίδιοι τον μονάκριβον υιόν των. Και τω όντι πονά κανείς αντικρύζων τον πόνον του Αβραάμ και της Σάρρας. Ας συλλόγισθή όμως κανείς τον πόνον του ιδίου του Πατρός και Θεού ημών να θυσιάση τον μονάκριβόν υιόν του, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν δια την σωτηρίαν μας. Ας ιδή τον πόνον του Αβραάμ και ας αναλογισθή την θυσίαν του ιδίου του θεού, πόσον απέραντος και άνευ ανθρωπίνου λογικής είναι εν συγκρίσει μεταξύ των. Διότι και ο Αβραάμ εν τέλει δεν επροχώρησεν εις την θυσίαν του, διότι ο Θεός φιλεύσπλαχνος ών δεν τον άφησεν αλλά ο ίδιος εθυσίασεν τον υιόν Του στον σταυρόν αν και μπορούσε απείρως να μην το πράξη ποτέ. Τοσούτως μας ηγάπησεν.Ταύτην την ευαγγελίαν τυγχάνει να εορτάζωμεν την σήμερον ομού, την αναγγελίαν ότι ο Θεός συγκατατέθη να γίνη άνθρωπος, και την άπειρον αγάπη του Πατρός και Θεού να άρη τας αμαρτίας του κόσμου ημών.
Και προχωρούσαν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ μόνοι προς τον τόπον του μαρτυρίου και λέγει ο παίς τω πατρί αυτού: «Πάτερ ιδού το πύρ και τα ξύλα. Πού εστι το πρόβατον το εις ολοκάρπωσιν;» δια να του απαντήση εκείνος «Ο Θεός όψεται εαυτώ πρόβατον». Λέγει δια τούτο ο ιερός Χρυσόστομος: «Φαντάσου τι έπαθεν εσωτερικώς ο Αβραάμ. Πως δεν του εκόπησαν τα γόνατα; Πώς δεν του διελύθησαν τα μέλη; Παρ’ όλα αυτά «έλαβεν την μάχαιραν τη δεξιά χερί, ίνα σφάξη τον υιόν αυτού».
Δεν υπάρχουν λόγια με τα οποία να μπορεί κανείς να ειπή τα γεγενημένα ταύτα. Πού βρήκε δύναμη αυτό το χέρι να υψωθή, πώς δεν έπεσε αυτόχρημα κάτω ως μη δυνάμενο να πράξη ουδέν, ή πώς δεν έπεσε κάτω το μαχαίρι; Πώς δεν συνετρίβη όλος και δεν κατέρρευσεν ο Αβραάμ; Πώς ηύρεν δύναμιν να ιδή τον Ισαάκ δεδεμένον σαν αρνί; Πώς δεν έπεσεν κάτω νεκρός αίφνης; Πώς τα νεύρα του τον υπηρέτησαν; Υπάρχει άρα γε κανείς να φαντασθή την σκηνήν και να εξηγήση που ηύρεν την δύναμιν αυτήν ο Αβραάμ ή να περιγράψη τα όσα εσωτερικώς εβίωνε; Ας φαντασθή λοιπόν κανείς και τον ίδιον τον Θεόν να βλέπη τον πολυαγαπημένον του υιόν και θεόν και αυτόν, να πάσχη επί του σταυρού χάριν της ανθρωπότητος. Ασύλληπτον το αισθάνεσθαι το πρώτον πόσον μάλλον το δεύτερον. Φρίττει ο νούς!
 Ο Αβραάμ κατώρθωσε και νέκρωσεν τον άνθρωπον μέσα του. Διεκαίγετο από θείον πύρ. Επεθύμησεν να είναι αρεστός εις τον θεόν με κάθε κόστος ως δούλος αυτού παρά να απολαύση την όποιαν πρόσκαιρην ανθρώπινη ευδαιμονίαν του κόσμου τούτου του πρόσκαιρου. Η πληρωμή του; «Ήλθεν άνωθεν φωνή ελέου και φιλανθρωπίας γεμούσα και επέχει τον πατριάρχην όλον εγκείμενον όντα και έτοιμον προς την σφαγήν και φησί : Αβραάμ, Αβραάμ μη επιβάλης την χείρα σου επί το παιδάριον». Η φωνή του θεού η γεμούσα θείου ελέους και φιλανθρωπίας.
Ο στίχος του ποιητού της κρητικής αναγεννήσεως Βιτσέντζου Κορνάρου εις την προμετωπίδα είναι καθ’ όλα αποκαλυπτικός. Δεν θέλει πλέον ο Θεός θυσίες αρνίων ούτε πράγματα εσφαγμένα, μα επιθυμεί θυσίες μεγάλες από εμάς. Και ποιες είναι αυτές; Το να απαρνηθώμεν τον πεπτωκότα άνθρωπον εντός μας. Εφ’ όσον τούτο δεν πραγματοποιείται δεν πρόκειται να έλθη και το θείον έλεος εφ’ ημάς. Δεν θυσιάζομεν τίποτα την σήμερον παρά μηδαμινά. Και νομίζομεν ούτως, ότι αξίζομεν τα καλύτερα δια να διάγη το ανθρώπινον σαρκίον μας ευτυχές. Είθε ο φιλεύσπλαχνος θεός να μην αξιώση, απαιτήση κατ’ εντολήν Του μεγάλην θυσίαν και είθε να μακροθυμήση σπλαχνισθείς την αδυναμίαν μας μέχρις ότου αναζητήσομεν αφ’ εαυτού ημείς το έλεος Του.


Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Γ’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





Η ΕΚΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ

«Δεκαοκτώ μήνες παρήλθον αφ’ ού η Ελλάς μάχεται κατά των εχθρών του χριστιανικού ονόματος. Όλαι αι δυνάμεις των μωαμεθανών κατηυθύνθησαν εναντίον της και η Ευρωπαϊκή Τουρκία, η Ασία και η Αφρική εξοπλίζονται αμιλλώμενοι προς αλλήλας δια να υποστηρίξωσι την σιδηράν χείραν την καταπιέσασαν τοσούτον χρόνον το ελληνικόν έθνος και τείνουσαν όλης εις το να το εξολοθρεύση. Αφ’ ής ήρχισεν ο πόλεμος, ύψωσεν την φωνήν η Ελλάς δια των νομίμων αντιπροσώπων της εξαιτουμένη την βοήθειαν, ή τουλάχιστον την ουδετερότητα των χριστιανικών δυνάμεων. Την σήμερον δε ότε συνέρχονται εις την ιταλικήν χερσόνησον οι δυνατοί δια να βάλωσιν εις τάξιν τα της Ευρώπης και συμβουλευθώσι πασιφανώς δια τα μεγάλα συμφέροντα της ανθρωπότητος και ότε όλα τα έθνη προσμένουσι απ’ αυτούς την διατήρησιν της ειρήνης, την εγγύησιν του δικαίου των εθνών και την διανομήν της δικαιοσύνης, η ελληνική κυβέρνησις ήθελε να παραβή το χρέος της, αν δεν εξέθετε και αύθις εις τους αυγούστους συμμάχους μονάρχας την κατάστασιν της Ελλάδος, τα δίκαιά της και τας νομίμους επιθυμίας της, καθώς και την σταθεράν απόφασιν όλων των πολιτών της του να τύχωσι δικαιοσύνης από τας ανθρωπίνους δυνάμεις, καθώς εύρον χάριν ενώπιον του ουρανίου βασιλέως του διέποντος τα βασίλεια του κόσμου ή να αποθάνωσιν όλοι χριστιανοί και ελεύθεροι… είναι πασίδηλον εις όλους τους έχοντας γνώσιν της Τουρκίας ότι οι Ελληνες δεν ημπορούσι ν’ αφήσωσι τα όπλα πριν κατακτήσωσι ή πριν απολαύσωσι τας εγγυήσεις υπάρξεως χωριστής, ανεξαρτήτου και εθνικής, εις την οποίαν και μόνην θα εύρωσιν την ασφαλείαν της λατρείας, της ζωής, της ιδιοκτησίας και της τιμής των… Αν δεν εγκαταλειφθώσι οι Έλληνες, όντες μεν αδύναμοι, θα ελπίσωσιν εις τον θεόν των δυνάμεων, αλλά καταρτιζόμενοι με την παντοδύναμον χείραν του δεν θέλουσι κλίνει τον αυχένα ενωπίον της τυραννίας, όντες χριστιανοί και καταδιωκόμενοι, διότι εμείναμεν πιστοί εις τον Σωτήρα μας και Βασιλέαν και Κύριόν μας. Θέλωμεν δε υπερασπίσει έως ενός την Εκκλησίαν του, τας εστίας μας και τους τάφους μας. Είναι δε ευτυχίαμας ή να καταβώμεν εις αυτούς ελεύθεροι και χριστιανοί ή να νικήσωμεν καθώς άχρι τούδε ενικήσαμεν δια μόνης της θείας δυνάμεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δια της θείας Του βοηθείας».


Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Β’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΥΜΠΑΧ

«Χρήσιμοι ή αναγκαίαι μεταβολαί εν τη νομοθεσία ή εν τη διοικήσει των επικρατειών πρέπον είναι να πηγάζωσιν εκ της ελευθέρας θελήσεως και της πλήρους πεποιθήσεως των θέοθεν την εξουσίαν εμπεπιστευμένων. Πάν ό,τι παρεκτρέπεται της αρχής ταύτης φέρει εξ ανάγκης τους λαούς εις αταξίαν, εις κλονισμούς και εις δεινά βαρύτερα παρ’ όσα προτίθεται να θεραπεύση. Οι άνακτες αισθανόμενοι βαθέως την αναλλοίωτον ταύτην αληθείαν, δεν εδίστασαν να κηρύξωσι παρρησία ότι σεβόμενοι τα δίκαια και την ανεξαρτησίαν όλων των νομίμων εξουσιών εθεώρησαν ως νομίμως μη υπάρχουσαν και ως μη συνάδουσαν προς τας αρχάς του δημοσίου δικαίου της Ευρώπης πάσαν λεγομένην μεταρρύθμισιν ενεργουμένην δι’ αποστασίας και δι’ όπλων. Ως τοιαύτης φύσεως εθεώρησαν όχι μόνον όσα συνέβησαν εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και Σαρδηνίας αλλά κι όσα –ήτοι τα της Ελλάδος- λαβόντα αρχήν εκ μηχανορραφίας επίσης εγκληματικής, αν και υπό πολλά διαφορετικάς περιστάσεις, κατέστησαν εσχάτως το ανατολικόν μέρος της Ευρώπης θέατρον απεράντων κακών».


Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού


Απεστάλη Άγγελος Γαβριήλ, ουρανόθεν εκ θεού, προς παρθένον
αμόλυντον, εις πόλιν της Γαλιλαίας Ναζαρέτ, ευαγγελίσασθαι
αυτή του ξένου τρόπου την σύλληψιν. Απεστάλη δούλος ασώματος,
προς έμψυχον πόλιν και πύλην νοεράν, μηνύσαι Δεσποτικής παρουσίας
την συγκατάβασιν. Απεστάλη στρατιώτης ουράνιος, προς το έμψυχον
της δόξης Παλάτιον, προετοιμάσαι τω Κτίστη κατοικίαν άληκτον, και
προσελθών προς αυτήν εκραύγαζε. Χαίρε θρόνε πυρίμορφε, των τε-
τραμόρφων υπερενδοξοτέρα, Χαίρε καθέδρα, Βασιλική ουράνιε, χαίρε
όρος αλατόμητον, δοχείον πανέντιμον. Εν σοί γαρ πάν το πλήρωμα
κατώκησε, της θεότητος σωματικώς, ευδοκία Πατρός αϊδίου, και συ-
νεργεία του Αγίου Πνεύματος, Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά
Σού.


Ο εθνικός χαρακτήρας της ελληνικής επαναστάσεως (ΜΕΡΟΣ Α’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




«Η ιστορία, ω Έλληνες, εις ημάς είναι ως η όρασις
εις τους οφθαλμούς… Η ιστορία είναι ένας καθρέπτης αψευδής
των ανθρωπίνων πραγμάτων, δι’ αυτής φωτίζεται ο αμαθής
και ο στοχαστικός, δι’ αυτής προβλέπει σχεδόν τα
μέλλοντα…Η ιστορία είναι ο πλέον σοφός δάσκαλος εις
τους ανθρώπους οπού αγαπώσι να μάθωσι την αληθείαν
και μάλιστα οι νύν Έλληνες οπού τοσαύτην έχουν
χρείαν…»

«Ελληνική Νόμαρχία» Ανωνύμου Έλληνος


Το συνέδριον της Βιέννης (Σεπ. 1814- Ιουν. 1815) συγκέντρωσε όλους τους ευρωπαίους ηγεμόνες νικητές του Ναπολέοντος. Αυτοί έπρεπε να οργανώσουν την νέαν ευρωπαϊκήν τάξιν, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την Γαλλικήν Επανάστασιν και τους πολέμους και την ήττα του Βοναπάρτη. Με εξαίρεσιν την Αγγλία, που ενδιαφερόταν δια την ενίσχυσιν της θέσεώς της εις το θαλάσσιον εμπόριον, οι ισχυροί του Συνεδρίου ήταν εκφραστές της αντεπανάστασης. Ο τσάρος της Ρωσίας, ο βασιλεύς της Πρωσίας και ο αυτοκράτορας της Αυστρίας.