Για μιαν πνευματικήν επανάσταση

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ο λαός άμα κατάλαβε πως ήτανε πεσμένος, ταπεινωμένος, δυστυχισμένος εζήτησε αλλαγή. Τα ένστικτο της αυτοσυντήρης τον σπρώχνει. Πρέπει να γίνη κάποια αλλαγή. Αλλαγή του τρόπου με τον οποίον τον ανέθρεψαν και τον εδίκασαν και τον εκυβέρνησαν και τον εφορολόγησαν και τον ωργάνωσαν ως τώρα. Και επειδή το προχειρότερο και φανερώτερο και πιο χειροπιαστό στοιχείο του τρόπου αυτού, είναι τα πρόσωπα που τα τελευταία τούτα χρίνια τον εδιοίκησαν, εχτύπησεν ο λαός αυτούς, εναντίον τους εξέσπασεν ο δίκαιος θυμός του και επίμονα εζήτησε την αλλαγή τους. Εζήτησεν, επόθησεν, επικαλέσθηκε νέους ανθρώπους, νέους άντρες, νέους οδηγούς και κυβερνήτες και επαραδόθηκε σε εκείνους που εφανερώθησαν με πίστη κι αφοσίωση απεριόριστη.
Εις τα νεα πρόσωπα επαρέδωκε την τύχη του. Τους είπε: πάρτε τα πάντα, είμαι δικός σας. Δώστε μου νέους νόμους, νέα διοίκηση, νέα φορολογία, νέα δικαιοσύνη, νέα οργάνωση. Δώστε μου νέα ζωή.
Αρνήθηκε λοιπόν ο λαός ωρισμένα πρόσωπα, που για αυτόν αντιπροσωπεύουν έναν τρόπον ζωής και ίσως εις το βάθος, αρνήθηκε περισσότερο τα πρόσωπα παρά την ζωή εκείνη. Και επόθησε νέα πρόσωπα και μαζί μ’ αυτά αόριστα κάπως νέα ζωή και ίσως περισσότερο τα νέα πρόσωπα παρά αληθινα τη νέα ζωή. Γιατί, αποτέλεσμα κι αυτό της ανατροφής και της μόρφωσης που του έδωκεν ως τώρα η τάξη που τον εκυβερνούσε και τον ωδηγούσε, εν ώ ο λαός επαναστάτησε και ζήτησε ανόρθωση και αλλαγή, δεν ήξερε, δεν είναι σε θέση να ζητήσει ωρισμένο περιεχόμενο για την νέα του ζωή. Η επανάσταση του είναι περισσότερο αρνητική παρά θετική. Το μέλλον το βλέπει πάντα αόριστα και θολά μέσα από την σκέπη μόνο πόθων και ταπεινωμένων φιλοδοξιών
Το τι συμφέρει το λαο, το τι θα πραγματοποιήσει, τον πόθο της νέας ζωής δεν το ξέρει. Επερίμενε και περιμένει να του το δώσουν οι νέοι άντρες, που θα φέρουν τους νέους νόμους. Θα εξαρτιέται λοιπόν το μέλλον του λαού και πάλι από ωρισμένα πρόσωπα, όχι από τάξη νέα ανθρώπων αλλα από ένα πνεύμα, μία θέληση ένα χαρακτήρα.
Μα εδώ φαίνεται και πάλι πόσο κρίσιμο είναι το σημείο αυτό της αλλαγής. Μεγάλη θα είναι η ευτυχία του ελληνικού λαού, αν το νέο ή τα νέα πρόσωπα κοντά στον χαρακτήρα, στη θέληση, στη δύναμη του νού, μπορέσουν να του δώκουν και το περιεχόμενο της νέας ζωής. Το περιεχόμενο το ηθικό και πνευματικό.
Αλλά κι ο πιο σιδερένιος χαρακτήρας κι η πιο αγνή θέληση μπορεί να υποχωρήσει ή να συντριφτεί, όταν έχει να παλαίψει με ένα περιβάλλον μολυσμένο από την πρόληψη, με έναν βούρκο από λογής λογής προσωπικά συμφέροντα στηριγμένα απάνω στις πλάνες του λαού.
Βέβαια άνθρωποι νέοι θα είναι εκείνοι που θα πραγματοποιήσουν τη νέα ζωή. Μα το σπουδαίο είναι να καταλάβει ο λαός, πως οι νέοι ανθρωποι, οι δυνατοί χαρακτήρες, τα δυνατά μυαλά, τα στιβαρά τα χέρια έχουν μεγάλη και σωτήρια επίδραση, όταν υπηρετούν τις ιδέες εκείνες που βγαίνουν από το συμφέρον του λαού. Τα ίδια αυτά μυαλά, οι ίδιοι χαρακτήρες, τα ίδια χέρια, αν υπηρετούν ιδέες που δεν ανταποκρίνονται προς το συμφέρον του λαού ή δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν αληθινά την νέα ζωή ή μπορει να είναι ανώφελα και βλαβερά.
Απ αυτό καταλαβαίνει κανείς πως είναι μεν ευτύχημα σημαντικό να κυβερνιέται ένας λαός από ανθρώπους με σιδερένιο χαρακτήρα και δυνατό νού, αλλά ότι το σημαντικότερο μέρος της αλλαγής και της ανόρθωσης δεν είναι στην αλλαγή των προσώπων αλλα κάπου αλλού.
Πρέπει λοιπόν ο λαός πάυοντας να προδοκάει παθητικά τη σωτηρία του από άλλους να γνωρίσει και να λατρέψει τις ιδέες εκείνες που βγαίνουν από μέσα από το αληθινό συμφέρον του λαού και του έθνους όλου.
Τότε μόνο θα είναι ο λαός πραγματικός κυρίαρχος και κυβερνήτης της τύχης του, άμα ξέρει τι τον συμφέρει και ζητάει επίμονα την εφαρμογή του. Από τα σπλάχνα του φωτισμένου λαού πρέπει να βγεί η αληθινή επανάσταση. Επανάσταση πνευματική, που χωρίς τουφέκια και σπαθιά η δύναμή της θα είναι τρίσμέγιστη και ακατανίκητη. Επανάσταση που θα τη οδηγούν ιδέες, ιδέες βγαλμένες από τον σημερινό ελληνισμό, από την κοινωνική εθνική και φυλετική μας πραγματικότητα, από το αληθινό συμφέρον του ελληνικού λαού κι όλης της φυλής.

Δημητρίου Γληνού
«επανάσταση και ανόρθωση» (1910)



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Ε’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η φανέρωσις του θείου
στον άνθρωπο
«Κάθε ομορφιά να στολιστή και τον θυμό ν’ αφήση. Δεν είναι πνοή στον ουρανό, στην θάλασσα, φυσώντας. Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας. Όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κι εχάρη, εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι»[(20)6-10]. Επικρατεί μια κατανυκτική ατμόσφαιρα. Η ψυχή του ποιητού επιτάσσει τέτοιες ώρες να εγκαταλείψη κάθε τι ανόσιον π.χ θυμόν, διότι το κάλλος, η ομορφιά θα συναντήση το υπέρτατον αγαθόν. Ακόμη και η κορασιά, η αγαπημένη φαίνεται να ξυπνάη απ’ τον λήθαργον της για λίγο, νοιώθει την ευτυχία, τον σφίγγει στην αγκαλιά της και κατόπιν λιγοθυμά ή ξεψυχά, χωρίς να το αντιληφθή ο αγαπημένος της. Στην νυχτιά εκείνη, ούτε αύρα δεν λαφροφυσά και το αργυρό φεγγάρι κάνει να λαμποκοπά στο τρεμοφώς του ο πόντος, η θάλασσα.



Η κάμψη της υπερηφάνειας

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

 «Εμείς πάμε να βγάλουμ' έν' αφέντη κι άλλος μας φυτρώνει»

«Ο Ντεμίς Αγάς δεν κατοικούσε πλέον στο χωριό... Σπανίως, όμως, για να δοκιμάζει τις διαθέσεις των Νυχτερεμιωτών και να επιβλέπει τις αποθήκες και το Κονάκι, όπου είχε αποθηκεύσει πολύ αραποσίτι, έφτανε έως το Νυχτερέμι, πάντοτε με συνοδεία... Όταν φανερωνόταν μπροστά τους, ασυνείδητα, σαν να κινούνταν από κανένα εσωτερικό ελατήριο, σηκώνονταν και του έκαναν βαθιά υπόκλιση. Αλλά όταν έλειπε από τα μάτια τους, ευθύς θύμωναν συναμεταξύ των, για τον πρόστυχο αυτό φόρο της δουλείας τους. Ορκίζονταν, όταν άλλη φορά ξαναφανεί, κανείς να μην τον προσκυνήσει, ούτε να του προσηκωθεί. Τι τάχα ήταν αυτός; Και τι τον είχαν εκείνοι; Δεν ήταν πλέον δούλοι του και αυτός δεν ήταν αφέντης. Αλλά μόλις ο Ντεμίς Αγάς πρόβαλλε στα σύνορα του χωριού, πάλι η κρυμμένη μέσα τους από αιώνες δουλοσύνη έκανε να λησμονούν τους όρκους και την ανεξαρτησία τους. Το ίδιο συνέβη και τώρα.
Ο αγάς, παχύς, κοιλαράς, με την ανατολίτικη αδράνεια ζωγραφισμένη στο πλαδαρό και ροδοκόκκινο πρόσωπο, τη νυσταγμένη και αναλλοίωτη έκφραση στο βλέμμα, με την ασήκωτη αγερωχία, κατέβηκε αργοκίνητος στη σκάλα του Κονακιού... Ολόγυρά του τρεις φουστανελοφόροι Αρβανίτες, ντυμένοι στ' άρματα και τα τσαπράζια, στο δεξί χέρι κρατώντας βούνευρο λυγιστό, κοίταζαν στο γιαπί με μάτια θυμωμένα. Και οι χωριάτες άρχισαν αθέλητα να αισθάνονται τον προπατορικό τρόμο μέσα τους ανυπόταχτο. Η ελάχιστη εκείνη συνοδεία φαινόταν στα μάτια τους συνοδεία κάποιου μεγάλου και φοβερού πασά των περασμένων χρόνων, απ' εκείνους που τρόμαζαν τους πάππους και προπάππους τους και άφησαν φριχτή παράδοση στη γενιά τους.
Και από την επίδραση της παραδόσεως αυτής και από τα φοβισμένα σπέρματα των προγόνων, που έφερναν απαράλλαχτα στο αίμα τους οι Καραγκούνηδες, άρχισαν να αισθάνονται τον αέρα περίγυρα γεμάτο από φρίκη και απειλή. Φόνοι και δαρμοί και βάσανα και πυρκαγιές, όλα τα κακά, όσα υπέφεραν από τους Τούρκους δεσπότες οι πρόγονοί τους, ζωγραφίζονταν τώρα εμπρός στα μάτια τους, βούιζαν τα παράπονα και οι στεναγμοί στ' αυτιά τους και τους έσπρωχναν νεκρούς από το φόβο, στο δουλικό και απαραίτητο προσκύνημα. Οι χωριάτες εσηκώθηκαν ολόρθοι... κι άρχισαν μονόγνωμοι τον τεμενά. Και, όταν ο αγάς, τριποδίζοντας το άλογο, επέρασε από κοντά τους κι εχάθηκε μακριά μέσα σε σύννεφο σκόνης, μελαγχολικοί και αμίλητοι κάθισαν πάλι στο γιαπί και για πολλή ώρα δεν τολμούσαν ο ένας να αντικρύσει τον άλλον».
(απόσπασμα από τον «Ζητιάνο» του Α. Καρκαβίτσα)
Αναρωτιούνται λοιπόν πολλοί πού βρίσκει ο νεοέλληνας την ψυχική ηρεμία και δεν αντιδρά, δεν εξεγείρεται ενάντια στη δουλεία, που εισάγουν οι σύγχρονοι δεσπότες του. Πολλοί είναι και εκείνοι που πιστεύουν ότι, εάν η σύγχρονη Ελλάδα ξεσηκωθεί, τίποτα δεν θα μείνει όρθιο από την τυραννία. Τίποτα, όμως, δεν θα γίνει από αυτά, καθώς έχει πάψει να ενυπάρχει στην ψυχή του σύγχρονου Έλληνα το αδούλωτο φρόνημα. Εάν εξαιρέσει κανείς τα χρόνια του μεγάλου πολέμου και την ψυχική προπαρασκευή για την αντιμετώπισή του βεβαίως, δεν έχει μείνει τίποτα από το υπερήφανο εντός του. Η παράδοση της δουλοφροσύνης καλλιεργήθηκε πολύ καλά από τους νέους αφέντες. Καλά να πάθουμε... «Μας ηύραν όλους ζωντόβολα και μας μάδησαν».



Η συμφορά που επέφερε σιγή

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«λίγους μπορούσες να δείς κι αυτούς
να κυκλοφορούν σκυθρωποί 
και με σκυμμένο το κεφάλι»
 
Στη μάχη των Λεύκτρων, στις 6 Ιουλίου του 371 π.Χ, ο στρατός των Βοιωτών, υπο την ηγεσία των θηβαίων στρατηγών Επαμεινώνδα και Πελοπίδα συνέτριψε τον στρατό των Λακεδαιμονίων με αρχηγό τον δεύτερο βασιλέα της Σπάρτης Κλεόμβροτο. Στο πεδίο της συγκρούσεως έπεσαν επτακόσιοι Σπαρτιάτες κι αναμεσά των ο Κλεόμβροτος καθώς επίσης άλλοι εξακόσιοι Λακεδαιμόνιοι διαφόρων κατηγοριών.
Πρίν από εννέα μέρες, αφ’ ού γίνη η μάχη, είχε αρχίσει στη Σπάρτη, η εορτή των γυμνοπαιδιών. Ήταν αυτή μια από τις μεγαλύτερες εορτές της πόλης κι ετελείτο προς τιμήν του Απόλλωνος και του Διονύσου. Περιείχε κυρίως γυμναστικές επιδείξεις και χορόν που εκτελούσαν γυμνά παιδιά στην αγορά της πόλεως και επίσης χορόν που εκτελούσαν τέλειοι άνδρες, την τελευταίαν ημέρα, στο θέατρον της πόλεως.
Αυτήν την τελευταίαν ημέρα της εορτής, έφθασε και στην πόλη το οδυνηρό άγγελμα της συμφοράς. Οι έφοροι της Σπάρτης δεν διέκοψαν την διεξαγωγή των επιδείξεων, ούτε ανήγγειλαν δημοσίως τι είχε συμβεί. Περιορίστηκαν απλώς να ανακοινώσουν τα ονόματα των σκοτωμένων στους οικείους τους, με την σύσταση προς τις γυναίκες να υποφέρουν την θλίψη των σιωπηρώς.
«Την επομένην ημέρα μπορούσε κανείς να βλέπει εκείνους των οποίων σκοτώθηκαν οι συγγενείς, να περπατούν και να συνομιλούν στα φανερά με φωτεινά και χαρούμενα πρόσωπα, εκείνους όμως των οποίων οι συγγενείς είχαν αναγγελθεί ότι επέζησαν, λίγους μπορούσες να δείς κι αυτούς να κυκλοφορούν σκυθρωποί και με σκυμμένο το κεφάλι.»(Ξενοφ., Ελληνικά,6,4,16)
Στην Ελλάδα του σήμερα, η μία συμφορά διαδέχεται την άλλη. Ο λαός δεν διέκοψε τίποτα από τις συνήθειές του, πάρεξ εκείνων ασφαλώς που δεν προσιδιάζουν στην οικονομική στένωση στην οποία αίφνης εισήλθε. Με υπερήφανον ακόμα εσώβαθο, ούτε κραυγές έβαλε, ούτε στους θρήνους εβάλθη. Ωστόσο δεν υπάρχει Έλλην που να κυκλοφορή με φωτεινό και χαρούμενο πρόσωπο. Απεναντίας αυτοί οι λίγοι που κυκλοφορούν τω όντι φαίνονται σκυθρωποί, ολιγομίλητοι, βυθισμένοι στις σκέψεις των και πάντοτε με σκυμμένο το κεφάλι.
Ο λόγος απλός μα από κανέναν αντιληπτός, ιδίως εξ εκείνων των ευρισκομένων στην εξουσίαν. Οι σύγχρονοι Έλληνες κυκλοφορούν σκυθρωποί, γιατί από την συμφορά που τους βρήκε, οι «βασιλείς» τους επέστρεψαν σώοι κι αβλαβείς. Κανείς από αυτούς δεν πέθανε στην μάχη, κανείς από εκείνους δεν έδωσαν την μάχη καν. Όλοι τους επέζησαν και γύρισαν στους πολίτες και με περίσσια υποκρισία τους ζήτησαν να υποφέρουν την συμφορά. Αλλά πώς να το κάνουν αυτό εκείνοι; Με τι υπερηφάνεια; Οι δικοί τους απεσταλμένοι δεν πολέμησαν για την πατρίδα των, την πρόοσαν και λάκισαν μπροστά στον κίνδυνο. Δεν πάλεψαν για τα ιδανικά τους, τα πιστεύω τους, μόνο άφησαν τον εχθρό να κερδίση μιαν εύκολη μάχη.
Γι’ αυτό κανείς δεν κυκλοφορεί πια με σηκωμένο το κεφάλι. Όλοι ντρεπόμαστε, γιατί την πιο κρίσιμη ώρα, εμείς δεν είχαμε έναν Κλεόμβροτο ή κάποιον από τους χιλίους τριακοσίους να υψώσουν τα στήθη των και να πέσουν σαν ήρωες, σαν Έλληνες. Τα φωτεινά και χαρούμενα πρόσωπά μας τα έκλεψαν δια παντός.


Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Β’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Πάρε λοχία την οικογένειά σου κι έλα στον Τσεσμέ να βρής εμένα ή τον ταγματάρχη Τσάκαλο. Βιάσου μόνο γιατί η φρεγάτα θ’ αποπλεύση πρίν τη δύση του ήλιου.»
«Σας είπα κε συνταγματάρχα και πιο πρίν, ότι δεν έχω το κουράγιο ν’ αφήσω τη γή των δικών μου και να λακίσω σαν αλεπού που την κυνηγούν οι σκύλοι. Εδώ είναι οι ρίζες μου, εδώ τα χωράφια μου και το μέλλον μου. Εδώ θα παραμείνω.»
«Μη λές κουταμάρες λοχία. Ξέρεις πόσο άγριοι είναι οι άπιστοι. Θα σας κάνουν απίστευτα πράγματα. Άστα όλα και βιάσου.»
«Η απόφασή μου είναι οριστική κε συνταγματάρχα. Ευχαριστώ..»
«Τι να πώ; Ο θεός μαζί σας»
Αυτή ήταν η συνομιλία, που είχε στο φρουραρχείο της Σμύρνης, ο λοχίας του διαλυμένου πλέον ελληνικού στρατού Ζωλόγλου με τον ανώτερό του και πρώην γείτονά του συνταγματάρχη Αραίο. Τώρα περπατώντας στους δρόμους της πόλης και σκοντάφτοντας σε πολλούς από το πλήθος που έτρεχαν προς την προκυμαίαν σκεφτόταν αν είχε πράξει καλά. Οι αλαλαγμοί απ τους ανθρώπους και ο τρόμος στις παραμορφωμένες όψεις τους, τον τρόμαζε. Μα το μυαλό του πάλι σκεφτόταν, όπως είχε μάθει πάντα να κάνη, με την λογική. Σκυλιά ήταν. Ναι. Μα δεν θα έσφαζαν κι ολόκληρη την πόλη. Κάποτε η οργή τους θα ξεφούσκωνε. Εξάλλου ήταν και οι σύμμαχοι στην μέση. Δεν ζούσαν τον περασμένο αιώνα, που ο σουλτάνος στυγνά εγκληματούσε. Τώρα οι νεότουρκοι επιθυμούσαν ένα κοσμικό, πολιτισμένον κράτος γι’ αυτούς.
Έφτασε κοντά στο σπίτι τους. Άνοιξε την πορτούλα του κήπου και κατήυθυνε τα βήματά του προς τα ενδότερα. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και η γυναίκα του η Μαρία πετάχτηκε με αγωνία έξω να τον προυπαντήση. Τον αγκάλιασε τρέχοντας με αγάπη και αγωνία μαζί
«Τι έγινε Ευγένιε; Θα μας πάρουν;» ήταν τα πρώτα της λόγια «θα φύγουμε με το πολεμικό;»
Η κακόμοίρα. Μικρή ήταν σαν ο Ευγένης την γνώρισε κάπου κοντά στο Ζάππειο, όταν ήταν αυτός ένας απλός φοιτητής της φιλολογίας. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα εξ αρχής, ευθύς μόλις την αντίκρυσε. Όταν πήρε το πτυχίο, παρουσιάστηκε στους γέροντες παππούδες της, γιατί η Μαρία έχασε τους δικούς της από μιάν επιδημία, την ζήτησε κι εκείνοι τους έδωσαν την ευχή τους. Πρότεινε τότε να πάρουν μαζί τους και τους γέροντες στην Σμύρνη, αλλά εκείνοι είχαν ζητήσει να μείνουν εκεί, κοντά στον τάφο των παιδιών τους, που βρίσκονταν στο νεκροταφείο των Ηλυσίων. Κάπως έτσι πήρε κι έφερε την νέαν τότε Μαρία, κορίτσι ήταν ακόμα, άγγιζε τα δεκαεπτά, στους δικούς του, όπου κι ετέλεσε το μυστήριο του γάμου.
Η Μαρία τώρα, έχοντας μπεί πια στα εικοσιδύο της χρόνια, ήταν μια πανέμορφη ύπαρξη και στην όψη και στην ψυχή. Τα στήθη της καμαρωτά, οι γοφοί της τονίζονταν στο περπατημά της και το δέρμα της κάτασπρο κι αγνό, θα έκανε κι έναν Όμηρο να αναφωνήση «ω καλλίσφυρα Αφροδίτα!». Τα μαλλιά της έφθαναν ως την μέση, συνήθως ριγμένα από την μια μεριά, αφήνοντας τον έναν ώμο πάντοτε ξέσκεπο ν΄αναδεικνύεται μέσα απ’ τα όμορφα φουστάνια που φορούσε. Παρ’ όλη τη δοκιμασία που είχε περάσει με τις δυο γέννες, έφερε στον κόσμο δυο χαριτωμένα κοριτσάκια, φαινόταν παντελώς αδόκιμη στις παρενέργειες της εγκυμοσύνης. Μα και στην νοικοκυροσύνη, η νεαρή Μαρία είχε καταφέρει να βάλη κάτω όλες τις Σμυρνιές της γειτονιάς αλλά και του μαχαλά ολόκληρου. Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο δεν μπορούσε παρά να συγκεντρώνη τα πυρά της ζηλοφθονίας πολλών άλλων ντόπιων κοριτσιών, οι οποίες δεν μπορούσαν να πλησιάσουν ούτε στο δακτυλάκι της αυτήν, ούτε στην ομορφιά, ούτε στην καπατσοσύνη και στην τύχη της βέβαια. Πως μπόρεσε αυτή μια ξένη, να παντρευτή έναν νέον όμορφο, σπουδαγμένο;
Φλεγόταν η δύστυχη από την επιθυμία της αναχώρησης. Νόμιζεν ότι ο άνδρας της θα αποφάσιζε την αναχώρηση, όπως όλος ο κόσμος, για τον φόβο των απίστων. Αλλά και εσωτερικώς καιγόταν διακαώς για να επιστρέψη εκεί στην Αθήνα να δή τους γέροντες παππούδες της, αν ζούσαν ακόμη και να φιλήση τις φωτογραφίες των νεκρών γονιών της.
«Όχι Μαρία. Εδώ θα μείνουμε. Δεν θα μας διώξουν από το σπίτι μας κάποιοι πεινασμένοι άπιστοι. Έχε πίστη στο θεό και μάζεψε τα παιδιά στο πάνω δώμα. Ο θεός όπως πάντα έτσι και τώρα θα μας φυλάξη.»
Τα λόγια του έπεσαν σαν κεραυνός μέσα σε ένα ηλιόλουστο απομεσήμερο στην καρδιά της Μαρίας. Ώστε δεν θα ‘φευγαν! Όμως γιατί; Εδώ κινδύνευαν πολύ. Όλος ο κόσμος πως έφευγε;…Δάγκωσε τα χείλη της, μα δεν είπε τίποτα. Υπάκουσε στον άνδρα της κι έτρεξε μέσα με μουδιασμένα τα γόνατα για να μαζέψη τα παιδιά. Εντός της καρδιάς της όμως άρχισε ένας τρελός χτύπος. Κάτι κακό τους περίμενε. Ένα συναίσθημα ζοφερό την συνεπήρε. Μα δεν είπε τίποτα.

(συνεχίζεται)


Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Α’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-





Μέρες τώρα στον απέναντι λόφον δεν κινούταν ούτε σκιά. «Τι στον διάβολον. Δεν μπορεί. Εκεί είναι τα σκυλιά». Μα πάλι γιατί δεν κινόντουσαν; Ο ανθυπίλαρχος είχε διατάξει μέρες τώρα σιωπή, μα και επαγρύπνιση. Ναι! Το θυμόταν πολύ καλά. Αυτή ήταν η λέξη που είχε εκφωνήσει το πρωί στην αναφορά… «επαγρύπνισις κύριοι» … «κύριοι αι ημέραι αίτινες διανύομεν απαιτούσι εξ υμών απάντων, πλήρην αυτοπειθαρχίαν, πλήρην σιωπήν και επαγρύπνισιν. Επαγρύπνησις κύριοι…». Στο θαμπό μυαλό του ήρθε σαν σύννεφο εκείνος εκεί ο λόγος.



Η οδός μετά

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Πώς άρα γε επήλθεν η θανάτωσις του ιδεώδους του έθνους και ωδηγήθημεν εις την καταστροφή; Πώς έδρασαν οι ανόητοι της εξουσίας και ημείς δεν νοήσαμεν τίποτα; Ως οι κλέπτες μιας μάνδρας προβάτων. Ιδού: «Ο κλέπτης δεν έρχεται παρά δια να κλέψη και δια να σφάξη και δια να παραδώση εις την πλήρην καταστροφήν τα πρόβατα. Αυτό κάνουν οι αυθαιρέτως καταλαβόντες τα πρώτα αξιώματα εις την συναγωγήν του Ισραήλ»(Ιωανν.,Ι,10). Τούτο μάλλον το έχομεν συνειδητοποιήσει άπαντες, ότι δηλαδη την εξουσίαν την ενδιαφέρει η νόμη αυτής και ο πλουτισμός εξ αυτής. Αλήθεια είναι, ότι σπανίως αυτή ενδιαφέρθηκε δια τον λαό της. Σημασία έχει όμως ότι καταλαμβάνουν την εξουσίαν αυθαιρέτως. Πώς γίνεται τούτο εν δημοκρατία, θα αναρωτηθή κανείς αφ’ ού λαμβάνει την εντολήν εκ του λαού. Κι όμως γίνεται, διότι τούτο επιτυγχάνεται δια της εξαπατήσεως του λαού με ψεύτικας υποσχέσεις και με δήθεν ελπίδας δια διαφάνειαν, ισοτιμία, και ισομερή, δικαία διανομήν του πλούτου. Εύκολα ο λαός, ο μη παιδευθείς, καθίσταται έρμαιον των μυχίων επιβουλών των. Ως ένα κοπάδι αμνών ακολουθεί τον εκάστοτε πολλά υποσχόμενον κυβερνήτη, δίχως κρίσιν.
Ωστόσον τι έπρεπε δίχως φόβον να ακολουθώμεν ως πρόβατα; Μα τι άλλο, παρά τον Ιησού ή τα ιδανικά του ελληνικού πολιτισμού και το ήθος του χριστιανισμού. «Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός. Ο ποιμήν ο καλός παραδίδει την ζωήν του δια να απομακρύνη κάθε κίνδυνον από τα προβατά του και δια να υπερασπισθή την ζωήν αυτών». Αληθώς οποία αντίθεσις! Πώς εμφανίζεται η σωτηρία από την απώλεια, τόσο απλά. «Εις αυτόν ο θυρωρός, που φυλάττει την μάνδραν, ανοίγει την πόρταν, αλλά και τα πρόβατα ακούουν την φωνήν του και γνωρίζουν αυτήν. Τουναντίον, εκείνος που εμβαίνει εις την μάνδραν, όχι λαθραίως αλλά φανερά από την πόρταν είναι ποιμήν των προβάτων»(Ιωανν.,Ι,11 κε). Πώς θα γνωρίσωμεν, ότι ακολουθόμεν το σωστό και το ασφαλές; Μα όταν αφεθώμεν, όταν ανοίξωμεν αυτοβούλως την θύραν της συνειδήσεώς μας εις το ελληνοχριστιανικόν ιδεώδες.
Τούτο δεν έρχεται κρυφίως να μας ξεγελάση. Υπάρχει εκεί, είναι παιδευτικόν αγαθόν δοκιμασμένον εκ της ιστορίας, το οποίον απλώς αναμένει την δικήν μας ελευθέραν επιλογήν και βούλησιν, ίνα το κατακτήσωμεν. Είναι δε γνωστόν εις ημάς το ιδεώδες, αλλά δεν ανοίγομεν την θύραν. Διατί; Προφανώς διότι ετυφλώθημεν και κάνομεν ότι αγνοούμε την ύπαρξίν του, τουτέστι αληθινή εθελοτυφλία. Τι λάθος πράττομεν απεναντίας; Βουτηγμένοι εις τας πρόσκαιρας ηδονάς και ευχαριστήσεις, θυσιάζομεν κάθε τι, ίνα μην απωλέσωμεν αυτάς, αν και απεδείχθη, ότι τούτο είναι λάθος.
«Κάποιος δε από τους αρχιερείς, ένας που εκαλείτο Καιάφας, ο οποίος ήτο αρχιερεύς του έτους εκείνου, είπεν εις αυτούς. Λόγω της ατολμίας και αβουλίας σας, δεν ηξεύρετε τίποτα απ’ εκείνα, που πρέπει να γίνουν. Ούτε σας περνά από τον νού, ότι μας συμφέρει να θανατωθή ένας άνθρωπος δια τον εκλεκτόν λαόν του θεού και να μην χαθή ολόκληρον το έθνος δια της υποδουλώσεως του εις τους Ρωμαίους» (Ιωανν.,ΙΑ,49-50). Λάθος κλέπται!! Αυτό το οποίον μας καλείται να θυσιάσωμεν είναι ίσα ίσα η σωτηρίαν μας. Μας καλείται να χάσωμεν το ιδεώδες μας, για να σώσωμεν την υλικήν ευμάρειαν; Μας καλείται να φονεύσωμεν το δοκιμασμένον, την δόξαν μας, την σωτηρίαν μας, την παιδείαν μας και το πνεύμα μας, δια να μην έλθουν οι Ρωμαίοι, δυτικοί φράγκοι και μας κατοχεύσουν; Αλλοίμονον!!! Τούτο που διαπράττετε είναι φόνος και υμείς κλέπται που λυμαίνεσθε την μάνδραν με τα πρόβατα και που λαθραίως ελάβατε την εξουσίαν επ’ αυτών. Μα λησμονείτε, ότι απλώς τυγχάνει να ευρίσκεστε στην νομήν της εξουσίας αυτόν τον καιρόν και ότι ο θεός απλώς ανέχεται τηνύπαρξίν σας. «Τούτο δε το είπεν ο Καιάφας όχι από τον εαυτόν του, αλλά επειδή ήτο αρχιερεύς του έτους εκείνου». Στην ουσίαν όμως τοιαύται ενέργειαι πού οδηγούν, τι προμηνύουν; Θαυμάστε: «επροφήτευσεν ούτως ότι ο Ιησούς ήτο προωρισμένον, σύμφωνα με το σχέδιον του θεού ν’ αποθάνη δια το καλόν και την σωτηρίαν του ιουδαικού έθνους. Και θ’ απέθνησκεν όχι μόνον δια το καλόν του ιουδαικού έθνους, αλλά και δια να συναθροίση εις ένα ποίμνιον και σώμα τους διασκορπισμένους είς όλον τον κόσμον καλοπροαιρέτους εθνικούς, οι οποίοι έμελλον δια της πίστεως να γίνουν τέκνα του θεού» (Ιωανν.,ΙΑ,51-52).
Μπορεί να μας καλούν, εκείνοι, οι οποίοι έτυχε να κυβερνούν την περίοδον αυτήν, να θυσιάσωμεν τα ιερά και τα όσια, την πίστιν μας, τα πιστεύω μας, τας ιδέας μας, προκειμένου να σώσωμεν την έτσι κι αλλοιώς κολοβήν ευμάρειαν, τα λίγα υλικά αγαθά, μπορεί κι ο καθένας μας να θυσιάζη την ψυχήν του, δια τας σωματικάς αυτού απολαβάς, ωστόσο δεν θα αργήση μέσα απ’ αυτό, όλα να εξαφανισθούν και να συναθροισθώμεν και πάλιν κάτω από την σκέπην του ιδεώδους, δια το οποίον κάθε καλοπροαίρετος έδωσε και την ζωήν του κι έτσι σωθώμεν δια παντός.