Εσχάτη προδοσία

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1922
Ο εισαγγελέας λέγει:''η επανάστασις θεωρεί ως εχθρούς της πατρίδος,όλους ανεξαιρέτως τους πρωτοστατήσαντας παράγοντας εις τους οποίους οφείλεται η διάρρηξις των συμμαχιών,η μεγάλη τραγωδία του γένους.Θεωρεί επιβεβλημένην την παραδειγματικήν ποινικήν τιμωρίαν των εχθρών της πατρίδος αυτών,εις τους οποίους οφείλεται η κατάργησις του Μικρασιατικού μετώπου καθώς και τον οριστικόν,ηθικόν και πολιτικόν θάνατον των πρωτουργών της καταστροφής''.
Εις τα μέσα Νοεμβρίου βγήκε το εξής ανακοινωθέν:''Την 11 και 30 π.μ της σήμερον εις τον παρα το Γουδί χώρον εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει,η θανατική εκτέλεσις των έξ καταδικασθέντων υπο του εκτάκτου επαναστατικού στρατοδικείου υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής.Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν ταις φυλακαίς Αβέρωφ.Οι νεκροί μεταφερθέντες πάραυτα εις το Α' νεκροταφείον παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν.Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι,ερωτηθέντες περι της υστάτης θελήσεως των,ουδέν είπον.''Ήταν ακόμα τότε εποχή,που η Ελλάς θεωρούσε,οτι για κάθε τραγωδία,κάποιος ήταν υπέυθυνος.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1940.ΠΙΝΔΟΣ
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτη πυκνό.Οι εικόνες απο μόνες τους,του ήρθαν στο νού.Είδε την μάνα του,τότε που κινούσε για το μέτωπο,γριά πια,να του φοράη έναν σταυρό στο λαιμό,και την γυναίκα του πιο κει να κλαίη σιωπηλά κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά και το δυο χρονών αγοράκι τους απ'το ένα χέρι.Είχε δαγκωθεί τότε και για να τους ενθαρρύνη τους είχε υποσχεθεί οτι θα επιστρέψη,χαμογελώντας.Δεν θα κρατούσε την υποσχεσί του.Ο πόνος στο στήθος,απ το βόλι του έκοβε την ανάσα.Εκεί ανάσκελα χτυπημένος,άκουγε πιο ψηλά,στην κορυφή του λόφου τους δικούς του που τρέχανε φωνάζοντας.Ο λοχίας Καραδήμας του ρθε κι αυτος σαν εικόνα.Το προηγούμενο βράδυ του 'χε δώσει το κύπελο με τον ζωμό που άχνιζε και λίγο ξερό ψωμί λεγοντάς του ''Στηλώσου Στέφανε.Το πρωί θα τους πάρουμε φαλάγγι και θέλει αντοχές.Θα ναι ωραία πάλι'' και γέλαγε.Δεν άντεχε άλλο.Το χιόνι του 'καβε το πρόσωπο.Ήταν άτυχος.Δεν θα ζούσε να δή την δόξα και τα παιδιά του,που θα καμάρωναν γι'αυτόν.Ο πατέρας τους πέθανε για την λευτεριά δεν θα'λεγαν τώρα;Έπαψε ν'ανασαίνη και το χιόνι τον σκέπαζε σιγα σιγά,ώσπου τον έκρυψεν όλον.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1989.Σ'ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ
Ο μπαρμπα Μανώλης,γέρος πλέον 75 ετών,προχωρούσε πάντα με δυο μαγγούρες.Τα πόδια του είχαν πάθει απο τότε στην Αλβανία και δεν τον βαστάγαν πια.Φορούσε δε χειμώνα καλοκαίρι εκείνη την πλεχτή,κίτρινη,μάλλινη φανέλα κατάσαρκα.Μια μέρα που ο ήλιος χτύπαγε τις άσπρες πέτρες απ'άσβέστη του σπιτιού,ο δεκαετής εγγονός του τον ρώτησε:''παππού δεν σκάς;Γιατί φοράς μάλλινο;''Κι εκείνος δια μιας αφ'ού σοβάρεψε του είπε:''για να προφυλαχθώ παιδί μου,απ'το κρύο της Αλβανίας''.
ΕΛΛΑΣ 2011
Η μητρα πατρίς,ως άλλη μάνα,δεν πονά για τα παιδιά της που αναγκάζονται να φέυγουν στα ξένα για να βρούν δουλειά και να ζήσουνε.Οι βουλευτές,εθνοπατέρες αυτης φροντίζουν να βάζουν κεφαλικούς φόρους στα παιδιά της,μια έννοια απαίσια,που έρχεται απο μακρυά,απο εποχές που αυτή στέναζε κάτω απ'τους οθωμανούς τούρκους.Άνθρωποι,Έλληνες,απόγονοι ηρώων δεν αναπνέουν ελέυθεροι πια.Το άγχος για τον επιούσιο είναι όλη τους η σκέψι.Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας παραχωρήθηκαν σε ξένους.Τα πάντα πουλήθηκαν σ'αυτούς.Άνδρες ξημεροβραδυάζονται άπραγοι δίχως να μπορούν να προσφέρουν.Και δίπλα ο βούρκος και ο ζόφος αρκετών που ζουν,ως άλλοι δωσίλογοι,πλούσια.Για την προδοσία αυτην κανείς δεν είναι ένοχος.Αλλοίμονο!!! 


Το παιδαγωγικόν στοιχείον της προσευχής



Άρθρον του

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-








(απάντησις στην επερώτησιν βουλευτού)

Κύριε βουλευτά της αριστεράς,

πριν απαντήσω εις την ερώτησιν σας, σχετικώς με το εάν είναι παιδαγωγικόν στοιχείον η πρωινή προσευχή εις τα σχολεία, επιτρέψατε μου να κάμνω κάποιας παρατηρήσεις. Η ''επερώτησις'' ως έννοια και πράξις, υποδηλοί σαφώς μιαν άγνοια ήτις επιζητά απάντησιν. Ωστόσον η φράσις σας ''η πρωινή προσευχή είναι αντιπαιδαγωγική'' αποτελεί θέσιν, ληφθείσα και προερχομένη ως τοιάυτη εκ γνώσεως τινός. Πρώτο σημάδι ατόπου και συγχύσεως δηλαδη, φανερώνει απο την μια μεν άνθρωπο να ρωτά ινα μάθη και απο την άλλη ως ήδη γνωρίζοντα, με θέσιν και άποψιν. Αγνοώ βεβαίως την επαγγελματικήν υμών ιδιότητα, αλλά γνωρίζοντας κάθε παιδαγωγός, εις του οποίου τον τομέα παρεισφρήσατε, οτι αυτή η θέσις σας είναι λανθασμένη, όπως και θα δειχθή, αδιαψέυστως οδηγείται εις την άποψιν, οτι η χώρα ωδηγήθη εις το τέλμα, διότι οι εντολοδόχοι οδηγοί της απλά διακατέχονται απο πλάνες και αγνοία αν μη τι άλλο.


Οι γονείς του τρόμου στον δυτικό κόσμο

 άρθρο του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-



''Άνθρωπος παιδείας μεν ορθής και φύσεως
ευτυχούς τυχών θειότατον,ημερώτατον γε των
ζώων φιλεί γίγνεσθαι,
μη ικανώς δε ή μη καλώς τραφέν
αγριώτατο των ζώων οπόσα φύει η γή''
(ΠΛΑΤΩΝ)

Μαθαίνουμε ολοένα και πιο συχνά,είτε οτι κάποιος έφηβος αφου εισήλθε στο προάυλιον του σχολείου του άνοιξε πυρ κατα βούληση εναντίον πάντων,είτε οτι κάποιος άλλος επι μήνες σχεδιάζει δολοφονίες και εισαγάγει στο διαδικτυον ιδέες και μανιφέστα μίσους,ειτε οτι νεοι με αγγελικά πρόσωπα ευγγελίζονται φυλετικήν κάθαρση στην ευρώπη και αυτοονομάζονται,ζηλώσαντες το κλέος αυτων,ιππότες.Κοντά σ αυτούς τώρα και διδάσκαλοι να βγάζουν ο,τι απεχθέστερον πάθος επαυτων των παιδιων, ομοιάζοντα τα τέρατα εμπροσθέν των άγγελοι.Δεν μπορεί παρα να μας έρθη στο νου,η ιστορία του κλέφτη,απο τους μύθους του Αισώπου,ο οποίος,όταν συνελήφθη και κατεδικάσθη εισ δι' απαγχονισμού θάνατον,εζήτησεν,ως τελευταίαν του επιθυμία,ν'ασπασθή την μητέρα του.Σαν εκείνη τον πλησίασε κι εν ώ ήδη ήταν εκείνος με τον βρόγχο της θηλιάς στον λαιμό,την εδάγκωσε και της έκοψε το αυτί,κατηγορώντας την δια το τέλος του,αφ ού δεν θα γινόταν ποτε εγκληματίας,αν απο παιδί του είχε μάθει το σωστό.Ο Σωκράτης εξάλλου ουδέποτε έπαψε να φωνάζη ότι ''ουδείς εκών κακός'',δηλαδή ότι κανείς δεν γίνεται κακός με την θέλησή του,αλλ από άγνοια του αγαθού.Είναι εμφανές,ότι κάποιοι ευθύνονται, που έχομεν μίαν τοιάυτην εγκληματογέννεση στην Δύση,κάποιοι που γαλουχούν τα παιδι με γάλα ιδεών πικρό,φαρμάκι,γάλα μίσους,ή που δεν δίδουν σημασία καθόλου δια τις ιδέες που αυτά προσλαμβάνουν και που όμως δεν έχουν καμία συνέπεια αυτών των ενεργειών και παραλείψεων τους.
Και ποιος γαλουχεί με ιδέες πρώτος το παιδί,αν όχι η εκ φύσεως μητέρα του ή οι γονείς αυτού γενικότερα;Επιθυμεί άρα γε καμιά μάνα να μεγαλώση έναν εγκληματίαν,αδίστακτο φονιά,βιαστή,κλέφτη,προαγωγό,μέθυσο,γενικώς άνθρωπον ανήκοντα στην λάσπην της κοινωνίας;Χωρις μφιβολία καμιά φυσιολογική μάνα,αλλ ωστόσο,ευθυς μόλις γεννήσει μαζι με την στοργή της και την συνδρομή και του άλλου γονέος ρίχνονται εις έναν αγώνα δρόμου δια να καταστήσουν το παιδί,αυτό που ο Νίτσε είπε στην θεωρία του ''υπεράνθρωπο΄΄.Του δίδουν τα πάντα,να μην του λείψη τίποτα,ώστε στο σώμα να γίνη οχι υγιής αλλα αθλητής-άθλησις,γυμναστήρια,ομάδες,πολεμικές τέχνες-και στο πνέυμα κινητή εγκυκλοπαίδεια-ξένες γλώσσες,φροντιστήρια,κολλέγια,πανεπιστήμια-και τελικά τω όντι να καθίσταται ο νέος ισχυρός,τόσο που να θεωρή τους αδυνάμους συνανθρώπους του εμπόδιο στην περαιτέρω ανέλιξη του.Τον εχουν μάθει ήδη πως να επιβιώνη εις βάρος των άλλων και να πατή επι πτωμάτων για να γίνη περισσότερο δυνατός απ' όλους.
Την εφηβείαν δε του εφήβου,εκεί που το παιδί στο διανοητικό και συναισθηματικόν του κόσμο δεν ικανοποιείται με την επιφανειακή ζωη και που θέλει όλα να τα εξηγήση,οι γονείς,αυτοι που τον έφεραν στον κόσμο ούτε καν την συνειδητοποίησαν.Εκεί που απαιτείτο να διδαχθή ο νέος δικαιοσύνη και ηθική,υψηλές αξίες,αρετή,αγάπη,αυτοι ως γονείς  παρουσιάζονταν ανήθικοι και άδικοι.Εκεί που ο νέος ήθελε μια συνεχή παροχή βοηθείας, ώστε να γίνη ικανός να προβαίνη σε ελέυθερες και σώφρονες επιλογές,σε ορθές αποφάσεις,σε επιτυχή σχέδια βίου,σε κατάλληλες προσαρμογές,εκείνοι νόμιζαν ότι του τα έδιδαν όλα,αλλά δεν του έδιδαν τίποτα.Εκείνοι έτρεχαν απ'το πρωί ως το βράδυ να εκπληρώσουν το όνειρον της υλικής ευμάρειας ή το χειρότερον ήταν πάντα ένας,γιατί η οικογένεια ήταν διαλυμένη και φυσικά αδυνατούσε να τα προλάβη όλα.
Και είναι εκείνη η παράλληλη στιγμή που στον προσωπικό πόνον του κάθε γονιού,ο οποίος υποφέρει και παραδέρνει και περιμένει κάποιον άλλον να δείξη κι αυτός τον δρόμον της σωτηρίας στο παιδί του και στον ίδιον ακόμα,που η πολιτεία και το εκπαιδευτικό της σύστημα επεισέρχεται να συμπληρώση το ήδη τελεσθέν,να διορθώση,να επανεκκινήση την στοχοθεσία του νέου.Οι διδάσκαλοι εκτελούν λειτούργημα που είναι κοινωνία,καθοδήγηση ψυχών.Και σε τι άρα γε πάνω στηριζόμενοι αυτοί καθοδηγούν τους νέους;Μα πάνω στην κοινωνικότητα και την προσήλωση στα εθνικά και πανανθρώπινα ιδεώδη.Καλούνται δηλαδή να περιορίσουν τα αντικοινωνικά στοιχεία των μαθητών τους,τα τυχόν αισθήματα αποστροφής προς τον συνάνθρωπο τους,την τάση να ζούν ως απόκοσμα όντα,την μη κατάφαση σ' όλες τις αξίες της ζωής,την απόπειρα να μην αγωνίζονται για κοινωνική δικαιοσύνη,την ανοχή προκαταλήψεων και διακρίσεων φυλής και χρώματος.
Γι'αυτό και η προσήλωση απο την μια στα εθνικά ιδεώδη ,προκειμένου να μην χαθή η εθνική ταυτότητα,αλλά και στα πανανθρώπινα πρέπει να είναι πλήρης,απόλυτη και δεδομένη.Για να διδαχθή ο νέος άνθρωπος αρετές αξεπέραστες,όπως το στενό δέσιμο των ατόμων με την οικογένεια,την πίστη στο δημοκατικό πολίτευμα,την λατρεία της ελευθερίας,την ολιγάρκεια σαν αντίβαρο του υλικού ευδαιμονισμού και τις παραδόσεις.Για να διδαχθή και τα της ανθρωπότητος,την αρμονική συνεργασία με άλλους λαος,τις αρετές των άλλων,τις πανανθρώπινες αρετές,γιατι με αυτούς όλους συνδέεται η ανθρώπινη μοίρα,την ανθρωπιά,την αγάπη που κατανοεί τον συνάνθρωπο,που σηκώνει κι αυτός στην ίδια με όλους πορεία τον σταυρό του μαρτυρίου του.
Κι όμως αυτοί που δεν εξετέλεσαν το χρέος των ως γονείς ή ως εκπαιδευτικοί ποιούν την νήσσαν με την εμφάνιση ενός τέρατος του τρόμου στην κοινωνία.Δεν προήλθε ομως το τέρας του τρόμου και της φρίκης απο παρθενογέννεση.Μέσα στους κόλπους της κοινωνίας αυτο ανδρώθηκε και γαλουχήθηκε.Ημείς όλοι είμαστε υπαίτιοι δια το κακό που μας βρίσκει καθε φορά και όσο κι αν το καταδικάζουμε με ξορκισμούς και ποινές,μάταια όλα θα αποβαίνουν ,εν όσω μεγεθύνεται και ενυπάρχει εντος του κόλπου μας η γενεσιουργός αιτία.Θα βγάλωμεν κι άλλους υπηρέτες του ολέθρου εαν δεν αλλάξωμε.Ας μας κηνυγά εως τότε η φωνή του Σωκράτους απ'τον τάφο ως εριννύα,εμάς τους ενόχους,''ουδείς εκών κακός''.




Ο δόλος του μνημονίου

του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
φιλολόγου

Ο νόμος είναι σαφής.Εφόσον η έννοια του δόλου,όπως γίνεται δεκτή στο πεδίον του αστικού κώδικος(ΑΚ),συμπίπτει μ' εκείνην του αρθρ.27 παρ.1 του ποινικού κώδικος(ΠΚ) που ορίζει
οτι ''με δόλον και πρόθεσιν πράττει όποιος θέλει την παραγωγήν περιστατικών που κατα τον νόμον απαρτίζουν την έννοια αξιόποινης πράξεως τινός'' και ότι ''όστις γνωρίζει οτι εκ της πράξεώς του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται'' τότε έχομεν δόλον ή 
Εφόσον άμεσος δόλος υπάρχει ''όταν ο υπαίτιος επιδιώκει την επέλευσιν του ζημιογόνου αποτελέσματος,καθως κι όταν δεν επιδιώκει το ζημιογόνον αποτέλεσμα,προβλέπει όμως τούτο,ως αναγκαία συνεπεία της συμπεριφοράς του και πρα ταύτα δεν αφίσταται αυτής''
ή
Εφόσον η ύπαρξις ενδεχομένου δόλου ''προυποθέτει ότι ο δράστης προέβλεψε το αποτέλεσμα ως δυνατή συνεπεία της πράξεώς του και εν συνεχεία το απεδέχθη και η αποδοχή εκφράζει το βουλητικόν στοιχείον του δόλου και υποδηλώνει την συγκατάθεσίν του δράστου στην επέλευσιν αποτελέσματος,χωρίς να ασκεί επιρροήν το αν το αποτέλεσμα που προέβλεψε πιθανόν του ήτο επιθυμητό ή όχι,το δε βουλητικόν στοιχείον αναζητείται στην εκ μέρους στάθμισιν των αιτιών που τον ώθησαν και του σκοπού που επεδίωξε,προκειμένου να κριθή αν αυτά συνιστούν λόγον ικανόν να δικαιολογήση την αποδοχήν του''
ή
Εφόσον ''η υποχρέωσις να μην ζημιώση κάποιος άλλον με πράξιν ή παράλειψιν οφειλομένης ενεργείας μπορεί να υπάρχη και απο ειδικήν διάταξιν του νόμου,όπως επίσης απο καλήν πίστην,όπως αυτή διαμορφώνεται εκ της κρατούσης κοινωνικής αντιλήψεως (ΑΠ 921/2009)''
ή
Εφόσον   ''απο την παράνομη και υπαιτία πράξιν προκλήθηκε ζημία σε λλον,ο υπαίτιος ευθύνεται εις αποζημίωσιν''
ή τέλος
Εφόσον ''αν η παράνομη και υπαιτία πράξις προκλήθηκε απο κοινή πράξιν περισσοτέρων,ευθύνονται όλοι στο σύνολον,κοινής οριζομένης πράξεως αυτής όταν συμμετείχαν ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς στην τέλεσιν αυτής,είτε ως συναυτουργο είτε ως άμεσοι ή απλοσυνεργοί,μην έχοντας σημασίαν αν ωρισμένοι εξ αυτών ενήργησαν με δόλον και άλλοι εξ αμελείας, ή αν η συμμετοχή των περισσοτέρων συνέβαλεν στην εκτέλεσιν της κυρίας πράξεως ή άλλης που συνοδέυει αυτήν και έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο της κυρίας πράξεως χρόνον και η μεταγενεστέρα πράξις δεν συνοδέυεται μεν αμέσως αιτιωδώς με την πρόκλησιν ζημίας,που προξενήθηκε εκ της προγενέστερης κύριας πράξεως,χει όμως ω αποτέλεσμα συνδεόμενο αντικειμενικώς με την κύριαν πράξιν,την επάυξησιν ή την διατήρησιν αυτής της ζημίας (ολΑΠ 1888/2007)''
τότε ,ποιός είναι αυτος που δεν πιστέυει ακόμα ότι δεν παρήχθη δόλος με πρόθεσιν δια την παραγωγήν περιστατικών που απαρτίζουν την αξιόποινην πράξιν της παραδόσεως της χώρας σε ξένα κέντρα και την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας;
Ποιός πιστέυει ακόμα,ότι οι τελευταίες κυβερνήσεις,μαζι και η τωρινή,δεν έχουν άμεσον δόλον,όταν δεν αφίστανται ακόμα και την ύστατην στιγμήν απο τις πράξεις υποτελείας;Ποιός είναι αυτός που ακόμα δεν έχει κατανοήσει,ότι ο σκοπός της υποτελείας στα ξένα συμφέροντα δεν είναι άλλος απο την αναγκαστική πλέον αφαίμαξιν του εθνικού πλούτου και ότι αυτοί που μας παρέδωσαν είχαν την βούλησιν,ως μίσθαρνα,να το κάνουν;
Και όμως,η μοναδικ οφειλομένη ενέργεια μιας κυβερνήσεως,ή μιας νομοθετικής εξουσίας είναι η απορρέουσα απο το Σύνταγμα,να διαφυλλάττουν τον εθνικν πλούτον και την ανεξαρτησίαν.
Ποια είναι άρα γε,η αποζημίωσις που οφείλουν στον ελληνικόν λαόν,αν μπορεί να υπάρξη ποτέ τέτοια;Και απ' όλους τους εθνοπατέρες που κοινώς συνέπραξαν σ' αυτήν την πράξιν υποτελείας και ζημιογόνου πράξεως κατα του λαού που τους εξέλεξε τί μπορούμε να πούμε,παρα να παραιτηθούν σύσσωμα;Αλλά ίσως οι νόμοι είναι μόνον για τους Έλληνες πολίτες και ίσως εκείνοι έχουν απωλέσει προ πολλού την ιδιότητα αυτή. 
 


Η Ηρωική Αντίληψις Της Ζωής

Η ηρωική αντίληψις της Ζωής αναχωρεί από την αρχήν, ότι η Ζωή είν' ένας διαρκής αγών, μία αδιάκοπος, χωρίς τέρμα και χωρίς σταμάτημα, μάχη εναντίον της φύσεως, εναντίον των άλλων ανθρώπων, εναντίον του εαυτού μας. Επομένως και ο άνθρωπος, κάθε γενεάς, αποτελεί μίαν συνεχή  μ ε τ ά β α σ ι ν  προς κάτι άλλο, προς κάτι ανώτερον. Όχι προς ένα διαφορετικόν είδος οργανικού όντος (τον υπεράνθρωπον π.χ. του Nietzsche), αλλά προς το να γίνη φορεύς μιας ανωτέρας, δηλαδή εντονωτέρας και πλουσιωτέρας μορφής της Ζωής. Έτσι κάθε άνθρωπος αξιόλο­γος είν' ένας  πρόδρομος,  που αντλεί το νόημα της υπάρ­ξεώς του όχι από το παρελθόν ούτ' από το παρόν, αλλ' από το μέλλον και μόνον. Το παρελθόν ως παρελθόν το αγνοεί, προς το παρόν ευρίσκεται εις πόλεμον συνεχή. Όχι μόνον προς εκείνο το παρόν, το οποίον δεν είν' εις την ουσίαν του παρά επιβίωσις του παρελθόντος, ή μάλλον διατήρησις του σώματος αυτού οφειλομέν' εις την δειλίαν ή την νωθρότητα των συγχρόνων ανθ­ρώπων· ο ηρωικός άνθρωπος μάχεται και προς το γνήσιον πα­ρόν, το παρόν που ζη γύρω του και ζη μέσα του.
     Και εδώ ακριβώς κείται η  τ ρ α γ ι κ ό τ η ς  του ηρωικού ανθρώπου. Ριζωμένος είναι βαθύτατα εις το παρελθόν, τού οποίου είναι το εκλεκτότερον κάρπισμα· μέσα του συμπυκνώνει εις μοναδικόν βαθμόν εντάσεως το παρόν - και όμως αρνείται το παρόν και το μάχετ' εν ονόματι του μέλλοντος, το οποίον ζη ο ίδιος προληπτικώς μόνον ως πραγματικότητα μέσα του. Και το μάχεται με τα όπλα και την ρώμην της ψυχής του, που είναι του παρόντος όπλα και ρώμη, το οποίον κατ' αυτόν τον τρόπον χρη­σιμοποιεί ταυτοχρόνως και καταπολεμεί. Έτσι τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτόν του, εκλέγων ούτως ειπείν το επικινδυνότερον σημείον, μέσα εις την ορμήν και την οργήν παντοδαπών συγ­κρούσεων. Συγκρούσεων προς τούς συγχρόνους του, οι οποίοι τον μισούν, διότι μισούν το μέλλον εις το πρόσωπόν του. Συγ­κρούσεων προς τον ίδιον τον εαυτόν του, μιας πάλης μεταξύ της πραγματικότητάς του, που ανήκει εις το παρόν, και των δυ­νατοτήτων του, που ανήκουν εις το μέλλον, που ε ί ν α ι το μέλλον, που θα τας πολεμήση και πάλιν εν ονόματι άλλων δυνα­τοτήτων από την στιγμήν που θα γίνουν πραγματικότης.
     Κατ' αυτόν τον τρόπον ζη  τ α υ τ ο χ ρ ό ν ω ς  ο ηρωικός άνθρωπος τον μεγαλύτερόν του πόνον και την μεγαλυτέραν του ελπίδα. Ζη την συντριβήν και τον πόνον του, αλλά ζη μαζί και την ηθικήν αναγκαιότητα του πόνου και του χαμού του. Κάτι περισ­σότερον: Ερωτεύεται την συντριβήν του, την χαίρετ' εκ των προτέρων, αντλεί την ιλαρωτέραν του ακριβώς παρηγορίαν από την συντριβήν του.
     Αισθάνεται πως είναι διαλεγμένος από την Μοίραν ως αγωνιστής και ως μάρτυς - περισσότερον ως μάρτυς, αφού την επιτυχίαν δεν την μετρεί με αποτελέσματ' άμεσα, με αριθμούς και μεγέθη, δεν την μετρεί καν διόλου. Είναι το αλεξικέραυνον, που θα συγκεντρώση επάνω του (θα προσελκύση μάλλον εθε­λουσίως) όλας τας καταιγίδας και όλα τ' άστροπελέκια, διά να προστατευθούν τα κατοικητήρια των ειρηνικών ανθρώπων. Αλ­λά θα το κάνη όχι από πνεύμ' αλτρουισμού και εθελοθυσίας υπέρ των άλλων. Εις την ετοιμότητα του κινδύνου τον σύρει με ακαταμάχητον έλξιν η  α ι σ θ η τ ι κ ή,  θα έλεγα, γοητεία του κινδύνου, η συναίσθησις ότ' είναι  π ρ ο ν ό μ ι ο ν  των εκλε­κτών (όχι καθήκον ή πράξις φιλανθρωπίας) να συντρίβωνται  υ π έ ρ  των άλλων,  υ π ό  των άλλων - το πολυτιμότερον προνό­μιον! Ο ηρωικός άνθρωπος δεν είναι το άνθος, δεν είν' ο καρπός - αυτά αντιπροσωπεύουν το παρόν και του παρόντος την ανεπιφύλακτον χαράν. Είναι ο σπόρος που θα ταφή και θα σαπίση, διά ν' αναφανή το άνθισμα και το κάρπισμα. Είν' εκείνος που θάπτεται διά να εορτασθή η  α ν ά σ τ α σ ι ς,  και ανάστασις χωρίς ταφήν δεν υπάρχει.
     Αλλ' ο ηρωικός άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα έστω προς συντριβήν. Ειδε­μή, η ηρωική αντίληψις θα ήτο ιδεώδες θανάτου μόνον όχι μορφή ζωής -και τι ζωής! Ο ηρωικός άνθρωπος και μόνος αυ­τός ζη  έ ν τ ο να  και  π λ ο ύ σ ι α  ολόκληρον την ζωήν. Αλ­λά το να ζήση έντονα δεν σημαίνει δι' αυτόν ό,τι συνήθως νοού­μεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής.
     Δεν τας αγνοεί βέβαια τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι κατά βά­θος παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας τού χαρίζουν την ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμο­νής. Έπειτα, τας απολαύσεις αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρη από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της δώση - και σε πλουτίζει όχι το να παίρνης αλλά το να  δ ί δ η ς.
     Η έντονος αυτή ζωή είναι κατ' ανάγκην  π ο λ υ μ ε ­ρ ή ς,  τόσον πολυμερής, ώστε να την ευρίσκουν πολυπράγμονα όσοι μετρούν τον πλούτον των εκλεκτών φύσεων με την πενίαν της ιδικής των, όσους δεν αφήνει ο φθόνος ν' αναγνωρίσουν εις ένα σύγχρονόν των τον όλβον των αγαθών, που δεν έχουν εκεί­νοι. Ο ηρωικός άνθρωπος χαίρεται πολλάς μορφάς ζωής συγ­χρόνως, και τας χαίρεται όχι εξωτερικώς, σαν αισθητικόν θέαμα ή διά να ικανοποιήση την περιέργειάν του.  Μ έ σ α  τ ο υ  ζη όλας αυτάς τας μορφάς της Ζωής, τας αφομοιώνει μέσα του και τας αποδίδει με τον  προσωπικόν  του τρόπον. Η ψυχή του ομοιάζει μ' ένα έδαφος λιπαρόν και βαθύ, εις το οποίον κάθε σπόρος άνετα θ' ανθοβολήση και θα καρπίση. Έτσι μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνη τον εαυτόν του. Ζη ταυτοχρόνως με πολλούς, όπως ο τραγικός ποιητής ο μεγαλοφυής, που ζη μέσ' απ' όλα του τα πρόσωπα, και όμως παραμένει ο ίδιος και ως ύπαρξις και ως διάνοια. Και δεν ζη μόνον πολλάς μορφάς Ζωής· συγκλονισμούς συγκλονίζεται πολλούς, συντριμμούς συντρίβε­ται πολλούς, μυρίους θανάτους αποθνήσκει.
     Αλλ' η πολυμέρεια αυτή δεν σημαίνει και  δ ι ά σ π α σ ι ν,  απώλειαν έρματος ατομικού, διάχυσιν και θόλωμα του πυρήνας της προσωπικότητας - αυτό συμβαίνει στους πολλούς, όταν ποτέ θελήσουν να είναι πολυμερείς. Διά τον ηρωικόν άνθρωπον η πολυμέρεια δεν αίρει τη συγκέντρωση· τη καθιστά ισχυρο­τέρα, την  α π ο δ ε ι κ ν ύ ε ι  ισχυροτέραν. Δεν θα ήτον ηρωικός άνθρωπος, αν δεν ήτο μία δυνατή προσωπικότης, και δυνατή προσωπικότης σημαίνει ισχυρόν κεντρικόν εγώ, που να συγκρατή τας ψυχικάς περιπετείας και τα εξωτερικά περι­στατικά, τα πετάγματα και τα ενδιαφέροντα εις μίαν σφικτο­δεμένην ενότητα όχι μόνον χρονικής διαδοχής, αλλά συνο­χής λογικής, αναγκαιότητος ηθικής.
     Η πολυμέρεια του ηρωικού ανθρώπου παρέχει πολλάκις την εντύπωσιν  αντιφατικότητος.  Είναι τόσον πλουσία η προσωπικότης του, ώστε το καθένα της μέρος, η καθεμία της πλευρά, θα ημπορούσε ν' αποτελή (και αποτελεί διά τους πολ­λούς) έναν αυτόνομον κόσμον, διαφορετικόν από τον κόσμον που θα ημπορούσε ν' αποδώση μία άλλη πλευρά του. Είναι λοι­πόν ν' άπορής πώς οι πολλοί τας ευρίσκουν ασυμβιβάστους; Αλλ' ο ηρωικός άνθρωπος δεν ομοιάζει με τους καλούς και φρονίμους αμαξάδες, οι οποίοι οδηγούν το αμαξάκι των «βραδέως αλλ' ασφαλώς» από τους δρόμους τους στρωτούς και τους ήσύχους προς το τέρμα, που άλλοι καθώρισαν. Με τον ηνίοχον ομοιάζει, που κυβερνά τέσσαρα, οκτώ ίσως θυμοειδή άλογα - και το καθένα των σπεύδει ασυγκράτητον προς αυτοβούλους κατευθύνσεις. Τα κυβερνά με δυνατό χέρι, χωρίς όμως και να εξουδετερώνη εκείνων την ορμητικότητα και την επαναστατι­κότητα. Ειδεμή, τί θέλγητρον θα είχε δι' αυτόν η ηνιοχεία; Το «βραδέως αλλ' ασφαλώς» δεν το ξέρει· λογαριάζει και τας πτώ­σεις, διότι μόνον όπου υπάρχουν πτώσεις δίδετ' ευκαιρία και ανυψώσεων.
     Πράγματι ο  π ό λ ε μ ο ς  κι ο  κ ί ν δ υ ν ο ς  είναι το στοιχείον του, η απαραίτητος τροφή του. Ο πόλεμος λέγω και η νίκη, όχ' η  ε π ι τ υ χ ί α.  Η επιτυχία δεν είναι πάντοτε νίκη· είναι νίκη εξωτερική, εξωτερικός πλουτισμός εις επιτεύγματα και κέρδη - να σαν τα ρεκόρ συγχρόνου αθλητού, που μετρούνται με δευτερόλεπτα και υφεκατοστόμετρα. Αλλ' ο ηρωικός ζητεί την νίκην εκείνου που χαίρεται το ότι επολέμησε, το ότι εκινδύνευσε, το ότι αντέστη την νίκην ως ευκαιρίαν μόνον να ζήση έντόνους και αγωνιώδεις στιγμάς. Και παρομοία νίκη συνυπάρχει κάλλιστα με την αποτυχίαν εις τους αντικειμενικούς σκοπούς, καθώς η αποτυχία των τριακοσίων εις τας Θερμοπύλας...
     'Αλλωστε γενικώς η επιτυχία είναι διά τον ηρωικόν άνθρω­πον μία λέξις, μία πραγματικότης ίσως -όχι  α ξ ί α.  Δεν την ξέρει, ούτε τον ξέρει εκείνη. Αν επίστευεν ολιγώτερον εις τον εαυτόν του, θα ήτο δι' αυτό απογοητευμένος. Αν επίστευεν ολι­γώτερον εις της Μοίρας την σοφίαν, θα ήτο απαισιόδοξος. Αλλ' επιτυχία σημαίνει πραγματοποίησις σκοπού, που ευρίσκετ' έξω μας, κι εκείνος έχει  μ έ σ α  τ ο υ  τον σκοπόν και το νόημα της υπάρξεώς του. Απέναντι αυτού τίποτε δεν μετρεί, ούτ' ή ζωή του ούτ' η ευτυχία του. Και τί μεγαλύτερον θα ημπορούσεν η επιτυχία να τού προσφέρη;
     Έπειτα η επιτυχία σημαίνει φρόνησιν, και η φρόνησις είναι προσαρμογή της ψυχής προς τα πράγματα,  κ α τ α β ι­ β α σ μ ό ς  δηλαδή και ολιγάρκειά της, διά να συμμορφωθή προς την καθημερινότητα του εξωτερικού κόσμου. Ενώ η σοφία και η αποστολή του ηρωικού είναι ν'  α ν α β ι β ά σ η  τα πράγματα προς την ψυχήν του, να τα γεμίση με νόημα τόσον, ώστε να γίνουν αντάξιά του. Δι' αυτό παρέχει την εντύπωσιν άφρονος κι  ε ί ν α ι  άφρων. Έχει την αφροσύνην του παιδιού, που στερείται την πολυύμνητον αυτήν πείραν της πραγματικότητας, η οποία είναι κατά βάθος όκνος και ολιγοπιστία. Ενώ το παιδί είναι παιδί, ακριβώς διότι πιστεύει, διότ' ημπορεί ακόμη να πιστεύη, ανεπιφύλακτα. Ο ηρωικός άνθρω­πος είν' ο αιωνίως νέος - τι να την κάνη την φρόνησιν; Είναι διά τους πεζούς και τους νοικοκυραίους, που βαδίζουν ήσυ­χα και ομαλά τον δρόμον της ζωής των. Εκείνος όμως δεν βα­δίζει· χορεύει.
     Αυτός είν' ο λόγος που θεωρείται και είναι άνθρωπος  α β ο ή θ η τ ο ς  εις την συνήθη πρακτικήν ζωήν. Και ένας άλλος λόγος: δεν έχει τη φρόνησιν να  δ υ σ π ι σ τ ή  προς τους γύ­ρω του. Να δυσπιστή προς τί; Διά ν' αποφύγη κινδύνους; Μα αυτούς είναι ακριβώς, που αναζητεί η ψυχή του. Τούς αναλαμβάνει όχι από επαγγελματικήν συνήθειαν η από βιοπορι­στικόν καταναγκασμόν -οι ακροβάται και οι θηριοδαμασταί θα ήσαν τότε οι ηρωικώτεροι των ανθρώπων- αλλ' ως εσωτερικήν προσταγήν της μοίρας του, ως το ιερώτερον δικαίωμα που τού δημιουργεί η υπεροχή του. Οι πολλοί καμαρώνουν δι' όσους κινδύνους απέφυγαν, όχι δι' όσους υπεβλήθησαν· περιγράφουν τας επιτυχίας, που επραγματοποίησαν, και υπερηφανεύονται διά την εξυπνάδα των. Αλλά διά τον ηρωικόν άνθρωπον, το εί­δαμεν: η επιτυχία δεν αποτελεί ούτε κριτήριον ούτε ιδεώδες· ιδεώδες του και κριτήριον: να ζήση δυνατός και ωραίος. Και είναι γενναιότερον και ωραιότερον ν' αδικηθής παρά ν' αδικήσης, να εξαπατηθής παρά να εξαπατήσης.
     'Αλλωστε προς τί να εξαπατήση; Εξαπατούν οι ετεροκεν­τρικοί, αυτοί που ασχολούνται διαρκώς με τους άλλους, διά να τούς αντιγράφουν ή να τούς φθονούν ή και τα δύο μαζί. Απασχολούνται κατ' ανάγκην, αφού δεν είναι τόσον πλούσιον το εγώ των, ώστε να τούς απασχολή εκείνο έντονα και ικανοποιητι­κά. Ο ηρωικός όμως αποτελεί ο ίδιος  κ έ ν τ ρ ο ν  τ ο υ  ε α υ ­τ ο ύ  τ ο υ,  ελεύθερος εις την απομόνωσίν του, αριστοκρατικός με την απόστασιν εις την οποίαν κρατεί τούς άλλους, απτόητος με το θάρρος της προσωπικής του γνώμης και της προσωπικής του ευθύνης, υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μο­ναξιάς του. Δι' αυτό δεν καταδέχεται να φθονή, μήτε να παρα­βγαίνη με τούς άλλους· δεν χρειάζεται να βεβαιώνη εις τον εαυτόν του μ' αυτό το μέσον, με την εξωτερικήν αναγνώρισίν του δηλαδή, την υπεροχήν του.
     Πουθενά δεν φαίνεται περισσότερον η  υ π ε ρ η φ ά ν ­ε ι α  του ηρωικού ανθρώπου, παρά εις τον τρόπον που δι­εξάγει τους λεγομένους αγώνας ιδεών. Δεν αποβλέπει ποτέ εις το να νικήση. Τι θα ειπή να νικήση; Να δεχθούν τας απόψεις του; Συμφορά! Ο ίδιος ξέρει τι τού εστοίχισεν ως που να κατα­λήξη εις αυτάς, τι  τ ό λ μ η  εχρειάσθη - sapere aude, λέγει ο αρχαίος ποιητής - τι εσωτερικήν  ω ρ ί μ α ν σ ι ν  προϋποθέτει. Έτσι, ανησυχεί μάλλον παρά ποθεί εκείνον, που θα τας δεχθή κατ' επιταγήν ή ως προϊόν μιας συντόμου συζητήσεως.
     Διά ν' αποκτήση μήπως  ο π α δ ο ύ ς;  Είν' αληθές, ότι πολλοί αισθάνονται την ανάγκην να κάνουν προπαγάνδαν διά τας ιδέας των, σαν να φοβούνται, ότι δεν θα είναι ορθαί, αν δεν τας ανεγνώριζαν και άλλοι, κατά το δυνατόν πολυαριθμότεροι. Αλλ' εκείνος γνωρίζει, ότι σημασίαν δεν έχει το περιεχόμε­νον των ιδεών ενός ανθρώπου, αλλ' η ψυχική δύναμις με την οποίαν τας κατέκτησε και τας κατέχει. Όχι το  τ ι  πιστεύεις, αλλά το  π ώ ς  πιστεύεις ό,τι πιστεύεις. Ότι τας θεμελιώδεις, τας ζωτικάς πεποιθήσεις σού ρυθμίζει κατά βάθος η μοίρα σου, όχι τανάπαλιν. Και η μοίρα σου είναι κάτι απολύτως προσωπι­κόν· δεν ημπορείς μήτε να το δανεισθής, μήτε να το δανείσης. Έπειτα τι σημαίνει διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο αριθμός; Εκείνος θέλει, και ως πνευματικός άνθρωπος ακόμη, να εργάζεται, όχι να συνεργάζεται· είναι ανδρικώτερον...
     Έτσι κι όταν υπερασπίζη τας απόψεις του, δεν το κάνει διά να τας επιβάλη· αλλά διά να μείνη οποίος είναι. Και ακρι­βώς το να είναι οποίος είναι, αποτελεί εις τα μάτια των άλλων πολλάκις, αυτό και μόνον, πολεμικήν. Η ύπαρξίς του και μόνη εξεγείρει το μίσος· αρκεί να περιγράφη απλώς πώς είναι, και προκαλεί αντιπάθειαν· τόσον μεγάλον μέρος από το μέλλον αντιπροσωπεύει! Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν, και είν' ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι, οι πολλοί το φοβούνται, και ο φόβος των παίρνει πολλάκις την μορφήν αντιπαθείας.
     Κι όμως σπείρει άφθονα τα γεννήματα του νου του. Τα σπείρει, διότι δεν ημπορεί να κάνη διαφορετικά· όπως το δέν­τρον που τινάζει τούς καρπούς του σαν ωριμάσουν, είτ' ευρί­σκοντ' αποκάτω είτε όχι αυτοί που θα τούς είναι χρήσιμοι. Έ­τσι κι ο ηρωικός άνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος από την πίστιν του· ομιλεί περί αυτής, υποκύπτων εις την εσωτερικήν ορμήν ν' ανακοινώση -όχι ν' ανακοινώση·  ν α  τ ρ α γ ο υ δ ή σ η  μάλλον, την χαράν του και τους θησαυρούς του- να φωνάξη την αγάπην του, και διαβεβαιώνει κάθε φοράν το αγαπημένον του πρόσωπον πόσον τ' αγαπά, όχι διά να το πείση ούτε διότι φαν­τάζεται πως αμφιβάλλει, αλλά μόνον διότι ευχαριστείται ο ίδιος κάθε φοράν να τ' ακούη. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: είτε προφορικώς αναπτύσσει προς ένα κοινόν, είτε γράφει, κατά βάθος είν' ο ίδιος ακροατής και αναγνώστης του εαυτού του. Ομιλεί ενώπιον των άλλων, διά ν' ακούση ο ίδιος την φωνήν του δυνατώτερα, διαυγέστερα, συνειδητότερα.
     Υπερήφανος είναι, όχι εγωιστής. Δι' αυτό σπαταλά τον εαυτόν του. Η ευτυχία του είναι  ν α   δ α π α ν ά,  ακριβέστε­ρον ακόμη:  ν α   δ α π α ν ά τ α ι.  Ανεξάντλητος όπως είναι, δεν ξέρει αριθμητικήν. Είναι τόσον πλούσιος, ώστε θ' αναπλη­ρώση εύκολα (το ξέρει) κάθε ζημίαν· προς τι λοιπόν να την υπο­λογίζη; Υπολογίζει ο πτωχός· ο πλούσιος κλείνει τα μάτια, απλώνει το χέρι, και σκορπά... Όσα και να σκορπίση, πάντοτ' εκ του περισσεύματος θα είναι.
     Εκ του περισσεύματος αντλεί κι η μεγαλοδωρία του ηρωικού ανθρώπου. Αφρόντιστα και αδίστακτα σπαταλά τα πλούτη του, την δραστηριότητά του, την υγείαν του, την ρωμαλεότητα της ψυχής και του νου του. Σκορπά την αγάπην του χωρίς ανταλλάγματα, έτοιμος να πληρώση εκείνους που θα θελήσουν να την δεχθούν. Σκορπά τας συγκινήσεις, τους ενθουσιασμούς και την φλόγα, τα κάλλη και τα ρίγη της ψυχής του και είναι τόσον πολλά τα πολύτιμ' αυτά πετράδια, ώστε ο πτωχός και ο κακός υποπτεύουν πως θα πρέπει κίβδηλα να είναι· ειδεμή, θα τα εμοίραζεν έτσι, τόσον αμέριμνα, τόσον αλύπητα; Σκορπά του νου του τα γεννήματα, που είναι δι' αυτόν βιώματα ψυχής, χωρίς να κατοχυρώνη συγγραφικώς την πατρότητά των, να έτσι σαν τον ήλιον που ακτινοβολεί παντού το φως του. Κι ο ήλιος δεν έχει μετρητήν του φωτός· έχουν αι ηλεκτρικαί εταιρείαι μόνον.
     Και είν' η χαρά του να σκορπά: όλα τ' αγαθά της γης τα εκτιμά όχι ως  κ τ ή μ α τ α,  αλλ' ως  χ ρ ή μ α τ α  (με την αρχαίαν σημασίαν της λέξεως εκ του χρώμαι), ως δαπανήματα δηλαδή. Ή μάλλον πιστεύει πως αγαθά δεν είναι·  γ ί ν ο ν τ α ι  αγαθά, αφ' ης στιγμής και εφ' όσον δαπανώνται.
     Εις την εργασίαν καθυποβάλλεται με ανεπιφύλακτον προ­θυμίαν. Την δέχεται αυτονόητα και χαρωπά, αφού είναι κάτι βαρύ και δύσκολον, αφού ζωή σημαίνει δι' αυτόν δράσις και κά­ματος. Εργάζεται από την επιθυμίαν να χρησιμοποιή τας δυνά­μεις του σώματος και της ψυχής εις έργα δύσκολα, εργάζετ' αισθητικώς, καθώς ένας αθλητής.
     Το ίδιον και εις την πνευματικήν του εργασίαν: Δεν μελετά διά να γράψη ένα βιβλίον - η σκέψις είναι δι' αυτόν κάτι που το ζη, όχι κάτι που το γράφει - ή διά να επιτύχη εν αξίωμα. Μέσα του θέλει να πλουτίση, να πλουτίση ακόμη με την χαράν που δί­δει ένα δύσκολον ζήτημα. Προχείρως έτσι σκορπά ένα πλήθος προσωπικών στοχασμών (προσωπικών και όταν έχη απ' άλλους λάβει την αφετηρίαν της σκέψεως), που ένας άλλος θα επροφύ­λασσε ζηλοτύπως. Μα ο ηρωικός άνθρωπος αγνοεί την ζηλοτυ­πίαν.
     Κι είναι φυσικόν· αφού διατηρεί ζωντανά και καθαρά τα χαρίσματα του γνησίου αριστοκράτου: την μοναξιά του, το αίσθημα της ανεπιμειξίας, το θάρρος και την ικανότητα προς πε­ριφρόνησιν, τας μακροχρονίους αφοσιώσεις, την αρχοντικήν μεγαλοδωρίαν. Προ παντός το αίσθημα της προσωπικής τιμής, ενώπιον της οποίας όλα τ' άλλα, πλούτος και μόρφωσις, εξουσία και υγεία, είν' ένα μηδέν.
     Η ζωή ενός ανθρώπου, καθώς αυτού που περιέγραψα, δεν ημπορεί παρά να είναι  σύντομος. Σύντομος όχι πάντοτε με την κοινήν σημασίαν· ημπορεί κάποτε να ζήση και πολλά χρό­νια, αλλά πάντα θα είν' ολίγα, σχετικώς με την πλησμονήν της ζωτικότητός του. Άλλωστ' η ηλικία είναι κάτι σχετικόν· δεν μετρείται πάντως με την διάρκειαν, με το περιεχόμενόν της μετρείται. Είν' έννοια ηθική, όχι αστρονομική.
     Συνήθως όμως είναι σύντομος και υπό την συνήθη χρήσιν της λέξεως. Σύντομος, διότι ο ηρωικός άνθρωπος περνά ολόκληρον την ζωήν του εις το πολυκίνδυνον μέτωπον του πολέμου. Σύντομος διότι πάντοτε είναι, από την μοίραν του και μόνην οδηγούμενος, ε ρ α σ ι θ ά ν α τ ο ς.
     Βαδίζει προς τον θάνατον όχι διά ν' αναπαυθή, όχι διότι εβαρέθηκε την ζωήν, όχι διότι εδειλίασεν ενώπιον αυτής, όχι από μαρασμόν και εξάντλησιν των δυνάμεών του. Ο ηρωικός άνθρωπος δεν  υ φ ί σ τ α τ α ι  τον θάνατον. Δι' αυτόν και ο θάνατος ακόμη δεν είναι  π ά σ χ ε ι ν,  είναι  π ρ ά τ τ ε ι ν.  Είναι η τελευταία πράξις, με την οποίαν επισφραγίζει όλας του τας άλλας πράξεις. Τούς δίδει αυτή το νόημα· διότι και η Ζωή όλη είναι μία διαρκής αρχή, και η αρχή το νόημά της αντλεί από το τέλος, του οποίου είν' η αρχή. Και είναι το τέλος ο θάνατος, αλλά και η τελείωσις.
     Αλλ' ο πληθωρισμός της ζωής είναι τόσος μέσα του, ώστε και ο θάνατός του δεν είν' εκμηδένισις πλέον. Μεστώνει από περιεχόμενον, από ηθικήν αναγκαιότητα, πλημμυρίζει από την χαράν και την ωραιότητα μιας τελευταίας νίκης - παρόμοια με τον ήλιον, ο οποίος, κλίνων προς την δύσιν, ενδύεται την πορ­φυράν του μεγαλοπρέπειαν.
     Αν θα είν' εκούσιος ο θάνατος ή ακούσιος, δεν έχει σημα­σίαν. Διά τον ηρωικόν άνθρωπον ο θάνατος είναι πάντοτ'  ε ­κ ο ύ σ ι ο ς,  αφού ο δρόμος, που συνειδητά εδιάλεξε και βαδί­ζει, μοιραίως και αναγκαίως οδηγεί προς τα εκεί. Άλλωστε δια­λέγει συνήθως ο ίδιος τον θάνατόν του και την ώραν του, με την εσώψυχον πίστιν ότι δικαίωμά του απόλυτον είναι: Αν θέλης να γεννηθής και πότε θέλεις να γεννηθής, δεν εξαρτάτ' από την συγκατάθεσίν σου· το να φύγης όμως από την Ζωήν και πότε να φύγης, αυτό αφήκεν ο Θεός εις την ιδικήν σου, την υπεύθυνον διαγνώμην. Και είναι βαρεία και δύσκολος αυτή η ευθύνη - διά τούτο και η ορμή προς αυτοσυντηρησίαν είναι τόσον ισχυρά.
     Αλλ' εκούσιος ή ακούσιος ο θάνατος του ήρωος, είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι εξαφνικά σπα το δο­χείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει - και τρομάζουν οι δειλοί και ταπεινοί και φθονεροί. Οργή Κυρίου...


ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΥΚΟΥΤΡΗ


Τί είναι αυτό που θα μας σώση

Άρθρο του φιλολόγου
Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη



Εις όλας τας φάσεις της εξελίξεως των κοινωνιών, τα φαινόμενα της πραγματικότητος παρουσιάζονται ως  απρόβλεπτα, ποικιλόμορφα και απατήλα. Μερικα κοινωνικά συστήματα ειναι εις θέσιν εις περιόδους κρίσεως και πολέμου,να κινητοποιήσωσι αποτελεσματικώς και ταχυρρύθμως τους ανθρωπίνους και υλικούς αυτών πόρους και να εκδιώξωσι δια παράδειγμα έναν εξωτερικόν εισβολέαν, εν ώ άλλα καταρρέουσι εις σύντομον χρονικόν διάστημα.Ιστορικον παράδειγμα η πτώσις της Γαλλίας εις ολίγα εικοσιτετράωρα εις τους ναζί και απο την άλλη η αντίστασις των Ελλήνων εναντίον δυο υπερδυνάμεων εις τα όρη της Πίνδου και το Ρούπελ κατα τα έτη 1940-1941 .Πως εξηγείται όμως η διαφορετική αντιμετώπισις του μη προβλεψίμου του βίου εκ των εκάστοτε κοινωνιών;
Σαφώς εις την διαφορετικήν αντίληψιν ην έχουσι δια την ζωήν και εις τας πνευματικάς και ηθικάς των υποδομάς. Ο άνθρωπος είναι σάρξ και πνέυμα.Δεν είναι δυνατόν η μία φύσις εξ αυτών των δυο να ζήση εις βάρος της άλλης.Φαίνεται δε ωστόσο,ότι κατα καιρόν κάθε κοινωνία επενδύει εις την ανάπτυξιν μιας εξ αυτών,παραμελώντας την άλλην. Ετσι αγνοώντας φερ ειπείν το πνέυμα και δίδοντας έμφασιν εις την ευμάρειαν,την ικανοποίησιν της σαρκός και της ύλης,είναι ίσως εμφανές,ότι θα υπάρξη διαταραχή της ισορροπίας τι,όπερ θα έχη αντικτυπον.
Λεγει στιγμην τινά ο Ιησους ''δεν πρεπει το ενδιαφέρον υμών ολόκληρον να το στρέφητε μετα ζήλου εις το να αποκτήσητε την υλικήν τροφήν,αλλά την πνευματικήν ήτις μένει άφθαρτος και παράγει ως αποτέλεσμα την αιώνιον ζωήν''(Ιωαν.Στ,27). Και η πνευματική τροφή είναι με δυο λογια η πνευματική καλλιέργεια και η τελειοποίησις του ήθους κατα το δυνατόν.Ταύτα και τα δυο ομού,επετέυχθησαν εν τω βίω του ελληνικού έθνους μέσω του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους.Αυτό μεσουράνησε επι βυζαντίου και ως εκ θαύματος ωδήγησεν το έθνος ύστερα απο τετρακόσια έτη σκλαβιάς εις την αναγέννησιν,εν ώ εις την σύγχρονην ιστορίαν έδωκεν νέας δάφνας εις τον ελληνοιταλικόν πόλεμον.Αυτές αι δυο παραδοσιακαί αξίαι του ελληνισμού,οι πυλώνες οίτινες τον διετήρησαν ζωντανον δια μέσου της λαίλαπος και του αφανισμού των σκληρών καταστάσεων του ρού της ιστορίας,η πίστις εις τας αρετάς των προγόνων και εις το ήθος το χριστιανικόν,υπήρξαν αι αιτίαι της σωτηρίας.
Την σήμερον καλείται το ελληνικόν έθνος να θυσιάση ό,τι πολυτιμότερον έχει,αυτάς τας ιδέας του περι ελευθερίας,δημοκρατίας και δικαιοσύνης και ισονομίας αλλα και την πίστιν του και τας αρχάς του εις την αγαθοσύνην,πραότητα και προ πάντων αυτάρκειαν,και εγκρατείαν προκειμένου να μην απωλέση την όποια δόσιν υλικής ευμαρείας του επιδαψίλευσαν τα κέντρα της αλλοδαπής΄΄μια ευμάρεια ήτις δοσμένη τεχνηέντως και βαθμιαίως απο το παρελθόν παρέλυσεν όποιαν πνευματικήν και ηθικήν αντίστασιν είχε και προσανατολισμόν. Απώλεσε η σύγχρονη Ελλάς τον προσανατολισμόν της και τίς είναι άρα γε υπέυθυνος να της τον επαναπροσφέρη πάρεξ απο τους πνευματικούς ταγούς αυτης, αν φυσικως απέμεινεν εν αυτοίς ολίγη συνείδησις και θέλησις και δεν έχουσι κι αυτοί αλλοιωθεί εντος της καθολικής παρακμής.



Σκέψεις ενός ληστού

1
αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπω. Και όντως εντός της κοινωνίας εάν ήμην και τον αυχένα θα έκλινον εις τους νόμους και θα εμισούμην προς τούτοις. Εντός Δε της φυλακής των πόλεων εγκεκλεισμένος, και τας σωματικάς και διανοητικας δυνάμεις μου θα έβλεπον καταβαλλομένας, και τας ασθενείας, τον όχληρόν τούτον ξένον, συχνά επισκεπτoμένας την σάρκα μου. Επί τέλους Δε θα απέθνησκον επί κλίνης μετά ασθένειαν οδυνηραν περιστοιχιζόμενος από ανθρώπους αναμένοντας ανυπομόνως την τελευταίαν μου αναπνοήν ίνα δαμελισθώσι τα ιμάτιά μου, εάν ήμων πλούσιος, θλιβομένους Δε διότι αποθνήσκει ο κοπιάζων και τρέφων αυτούς, εάν ήμην πτωχός. Ήδη Δε πτηνόν δεν φοβούμαι ασθενείας, τα Δε μίση των ανθρώπων δεν φθάνουσι μέχρις εμού.
Τι είναι κοινωνία; σωρός κακοηθείας και ραδιουργείας , άθροισμα φθόνου και μίσους εκμαγείον δαιμόνων. Εάν Δε τις εξετάση καλώς και απαθές βλέμμα την κοινωνίαν και τα άτομα αυτή, θέλει ιδεί ότι εις μεν την κοινωνίαν σύμπασαν δεν υπάρχει αρετή, εις Δε το άτομον δύναταί τις ενίοτε να εύρη τοίαυτην και διατί τούτο; διότι το μίσος , ο φθόνος, η κακία, η ραδιουργία και τα τοιαύτα, εις το άτομον απολύτως θεωρούμενον δεν δύνανται να αναπτυχθώσι, αλλ’ εις την κοινωνίαν και δια της κοινωνίας αναπτύσσονται.
Αλλ’ είμαι ληστής λέγουσιν οι έννομοι, είμαι κακούργος. Πόσοι εντός της κοινωνίας βασανίζουσι τους ανθρώπους, εκδύωσιν αυτούς, υποσκελίζουσι τους αγαθούς, κακοί αυτοί, και στερούσι πολλών οικογενειών τον άρτον! Και εν τούτοις ζώσιν εντός της κοινωνίας κολακευόμενοι, τιμώνενοι, θαυμαζόμενοι.
Όστις κακός ων προσπαθεί να φαίνηται ενάρετος μάλλον κακουργεί ή ο διαρρήδην παραβαίνων τους νόμους.
Ο άνθρωπος, ο κοινωνικός και εξευγενισμένος καλούμενος άνθρωπος, θεωρείται, υπό των τοιώντων όμως πάλιν, πολύ ανώτερος των ζώων και εν τούτοις ζώα του αυτού είδους χωρίς να σχηματίζωσι κοινωνίαν, χωρίς να έχωσι συνθήκας, χωρίς να έχωσιν ηθικούς νόμους, προστατεύονται πολλάκις, και σπανίως σπανιώτατα σφάζουσιν άλληλα.
Νομίζουσιν ημάς δυστυχείς πόσον απατώνται και πόσον αυτοί είναι δυστυχείς! Υγιείαν έχομεν και ζώμεν καλώς, ίσως Δε και τύψιν συνειδήσεως ολιγωτέραν από τους εν τη κοινωνία ανθρώπους ο Δε χρόνος δεν φέρει εφ’’ημών την πνοήν του τοσούτον ταχέως ως εφ’ύμας. Σεις Δε; σεις μεν οι πλούσιοι οι κατακεκκλιμένοι εντός μαλακων στρωμνών, οι ηδύνοντες τον λάρυγκα υμών με γαλλικούς οίνους, οι περιστοιχιζόμενοι από υπηρέτας αφαιρούντας αφ’ ύμων την σωματικής ενέργειαν, εν ω η μαλθακότης αφαιρεί την διανοητικήν, είσθε ευτυχείς; Ουχί διότι φοβείσθε ημάς τους οποίους εις μάτην κατατρέχετε, διότι γίνεσθε πλεονέκται, διότι τρέμετε τον θάνατον είσθε ενάρετοι; πολλού γε και δει τα χρήματα ταύτα, αι οικίαι,οι κήποι, οι άμπελοι,οι αδαάμαντες τις οίδε τίνι τρόπω απκτήθησαν, ο ενάρετος δεν γίνεται πλούσιος, αλλά δύναται να κληρονομήση τα με ιδρώτα πολλών οικογενειών αποκτηθέντα χρήματα ταύτα, πλήν προς τι τούτο αφού αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα;
Σεις Δε οι πτωχοί είσθε ευτυχείς; καταπατείσθε από τους πλούσίους και γίνεσθε όργανα των ορέξεων αυτών χωρίς καν να το αισθάνησθε δεν έχετε ούτε θέλησιν, ούτε όρεξιν, ούτε ελευθερίαν εάν και πάλι νομίζητε εαυτούς ευτυχείς, κυλίεσθε εν τη ευτυχία σαν και μη φοβείσθε να σας ταράξη τις ποτέ.
Ληστής κακούργος! Οι πλούσιοι τους τρέμουσιν οι πτωχοι τους τιμώσι τις του καταφρονέι; ο νόμος; όχι διότι δεν τους ετιμώρει.
Καθήκον μέγα επεβλήθη εφ’ ημάς να τιμωρώμεν τους πλουσίους τους δαφεύγοντας το βλέμμα του νόμου να χύνωμεν το αίμα αυτών ομείως, διότι το ερρόφησαν απ΄άλλων. Διατί προσπαθούσι να μας εξολοθρεύωσιν; Άρχοντες των ορέων επιβάλομεν φόρον εις τους διερχομένους εκείθε, καθώς και σες οι εν τη κοινωνία επιβάλλετε χίλιους φόρους διατί μας υβρίζετε;
Ο νόμος δεν έπρεπε να προσπαθή να κατατετρέχη ημάς πριν φέρει τα βλέμματα αυτού τόσον μακράν έπρεπε πρώτον να παρατηρήση τους πέριξ αυτού αληθώς κακούργους. Πλην διατί δεν το κάμνει; διότι ημείς φονεύομεν αναφανδόν, εκείνη Δε λάθρα, διότι εμείς εις μίαν στιγμήν απαλλάττομεν τον άνθρωπον του βαρέως της ζωής φορτίου εκείνοι βραδέως και απαθώς ροφώσιν το αίμα των θυμάτων των διότι ημείς καλλούμεθα λησταί, εκείνη ευγένει, πεπολιτισμένοι, αγαθοί , και ενάρετοι ανθρώποι.
Η Δε κοινωνία πριν καταρασθή ημάς, έπρεπε πρώτον φέρουσα τα βλέμματά της ει τους κόπους αυτής να ίδη τα’ αποτελέσματα π’ αυτή παρήγαγε και παράγει.
Η κοινωνία μας αποσκορακίζει πλην όμως νομίζεται ότι ημείς έχομεν ανάγκη αυτής;
Η κοινωνία εσχηματίσθη διότι το άρρεν επεθύμει το θήλυ, διότι ο πατήρ ήθελε το τέκνο πλησίον του ίνα τον υπηρετεί και ίνα οπλήσει, η κοινωνία εσχηματίσθη διότι ο ασθενής επεθυμεί βοηθείας και προστάτου διότι ο τρυφηλός επεθυμεί τρυφάς, αδύνατον να επιτύχη άνευ της συνεγείας των άλλων. Ιδού διατί εσχήματίσθη η κοινωνία.
Αλλά, λέγουσι, τα λαμπρά τότε προτερήματα τα οποία έλαβεν ο άνθρωπος παρά του πλάστου, πως ηδύναντο ν’ αναπτυχθώσι και να ωφελήσωσιν αυτόν; Η ιατρική, η χημεία η φιλοσοφία, αίτινες σήμερον υπάρχουσι τότε τι ηθελον γένει; η ιατρική είναι άχρηστος εις ανθρώπους μη κοιμωμένους εντός στρωμνών εκ πτίλων, εντος αιθούσης θερμαιόμενης το χείμωνα, η ιατρική είναι αχρήστος εις ανθρώπους μη βαρύνοντας το στόμαχον με πληθύν βρωμάτων τερπνών μεν εις το λάρύγκα , καταστεπτικών Δε εις τον οργανισμόν. Οι άγριοι δεν έχουσιν ανάγκη της ιατρικής, ουδέ έχουσις επιστήμονας ιατρούς και εν τούτοις δεν αποθνήσκουσι με τους κανόνας της ιατρικής από τας των ιατρών χείρας ως οι πεπολιτισμένοι. Η χημεία και η φυσική τι κατόρθωσε; η μεν ν’ ανακαλήψη εις τους ανθρώπους όπλα άγνωστα, άτινα μεταχειρίσθησαν κατ’ αλλήλων, η ίνα δεσμεύση την δαστηρίοτητα του ανθρώπου δια των ανακαλύψεών της, και καθιστώσα τον άνθρωπον επηρμενόν δια τας ανακαλύψεις του και να δίξη προφενέτερα την μηδαμινότητά του δια του θανάτου.
Η φιλοσοφία τι εχρησίμευσεν εις του ανθρώπους; εις το να βασσανίζει τον νουν των λατρευτων της, και σκοτεινή και δύσληπτος αυτή ούσα, να θαυμάζητε ως μεγάλη επιστήμη .Η αλήθεια είναι μία, φιλοσοφικά συστήματα εισίν άπειρα άρα πάντα εισί ψεύδη. Η αλήθεια είναι σαφής, είναι καθαρά , το ψεύδος είναι σκοτεινό, είναι ασαφές.
Θέλετε Δε να ιδήτε η θεολογία εις τι εχρησίμευσεν; απλούστατον, είς το να γίνωσι διακρίσεις μεταξύ ανθρώπων, εις το να γεννήση μίσος άσπονδον μεταζύ αυτών, εις το να εγείρει τους μεν κατά των Δε, και διδάσκουσα αυτή την αρετήν και την μετριποπάθειαν, να φέρη αντί της αγπάπης τη διχάνοιαν , αντί της μετριοπάθειάς τα μίση αντί της ειρήνης τον πόλεμον. Όλον το αίμα το χυθέν ένεκα λόγων άλλων και ουχί θρησκεύτικών έιναι ολιγώτερον του χυθέντος ένεκα θρησκευτικών έριδων και σχισμάτων εν γένει ουδέν έργον της ανθρώπινης διανοίας εγένετο πρόξενου καλού.
Αλλ’ ας επανελθώμεν εις την κοινωνίαν.
Αφού κατά μικρόν οι σφιγώντες, οι αισχοκερδείς,οι τρυφηλοί κ’ οι κοιλιόδουλοι συνήλθον επί το αυτό, ο ισχυρότερος εξ’ αυτών και πνευματωδέστερος ετέθη επί κεφαλή των, άλλοι επιθυμούντες να καθέξωσι την θέσιν ταύτην έρριψαν αυτόν και ήλθον αυτοί. Επί τέλους η λέξις ισότις ήρχισε να κυκλοφορή. Οι δείλαιοι ως είναι δυνατόν να υπήρξη ποτέ ισότις και η πολιτική Δε ισότης εάν κατορθωθή, είναι δυνατόν να καταστήσει τις τους ανθρώπους κατά το πνεύμα, κατά την παιδείαν, κατά την ρώμην; ιδού ανισότης μεγάλη, ήν η κοινωνία και οι σοφοί αυτής όσον και αν φιλοσοφήσωσι δεν θα λυσώσιν.
Οι νόμοι εσχηματίσθησαν δια να καταπιέζωσι τους πτώχους, τους άνευ προστάτων, τους αδύνάτους. Σπανίως ο νόμος προστατεύει τον ασθενή, αλλοι εντός της κοινωνίας τοιούτοι είναι πολλοί κι ισχυροί εκτός αυτής και κατοπατούσι των τους ηδίκασε.
Φθόνοι, μίση, ραδιουργίαι υπήρξαν πριν γίνη κοινωνία; ο Αδαμ δεν εγνώριζε τον φθόνον, ο Κάιν εφόνευσε τον Άβελ.
Δεν είμεθα ήμεις τιμιώτεροι υμών αφού διατηρούμεν τους νόμους ούς έχομεν; δεν είμεθα μυριάκις γενναιότεροι, μυριάκις ανώτεροι υμών αφού δεν έχομεν ανάγκην προστατών; Δεν είμεθα ημείς άνθρωποι τω όντι αφ’’ ου δεν είμεθα ουδενός δούλοι!
Ερπετά! Τολμάτε ν’ αποσκορακίζητε ημάς τους αετούς.
Μας θεωρούσι σκληρους, απανθρώπους, αγενείς, αλλ’ όχι η καρδιά ημών είναι ευγενεστέρα της καρδίας υμών, και ο έρως ου μας θεωρείτε αναξίους, υπάρχει εις ημάς γνήσιος , καθαρός, ουχί ως εις υμάς , μεμολυσμένος και υλικός. Ποσάκις περιφερόμενος την νύκτα ενώ νέφη βροχορόρα περιεπλάνωντο επί των απέραντων ανακτόρων του κόσμου, εζήτησα να ίδω χωρικήν ωραίαν ίνα τη προσφέρω εν άνθος και εν φίλημα, ποσάκις έκλαυσα συλλογιζόμενος ότι έμελε να ταφή εντός μια καλύβης σεσαθρωμένης!
Δεν είμεθα ημείς σκληροί, ως μας νομιζέτε, είς την φωνήν του δυστυχούς δακρύομεν, εις την φωνήν του πένητος ελεούμεν και βοηθούμεν τον αδύνατον. Ανοικτίρμονες είσθε σεις και κακούργοι.
Το έλεος και η συμπάθεια δεν καταβιβάζουσι την ανδρειάν του ανθρώπου, κ ως φρονούσι τινες, αλλ’ η έλλιψις αυτών είναι ένδειξις ψυχής διεφθαρμένης και χαμερπούς.
Είς την κοινωνίαν υπάρχουσι λησταί νόμιμοι λισταί- τοκογλύφοι, λησταί- εμπόροι, λισταί- χρυσοχόοι, λησταί- ενάρτοι, λησταί – ευσεβείς και πλήθος άλλων. Οι λησταί – τοκογλύφοι πρέπει να διχοτομήθωσι δια πίωνος, οι λησταί – εμπόροι να ανασκολοπισθώσιν, οι λισταί – χρυσοχόοι να εισβήθωσιν εντός λουτρού εκ μολυβδου αναλελυμένου, οι λησταί-ενάρετοι να κεμασθώσι, και οι λησταί- ευσεβείς να σταυρωθώσιν. Και εντούτοις, και αν όλα ταύτα συμβώσιν, είναι μικρά η τιμωρία των διότι εκείνοι ου μόνον εντός των πόλεων ληστεύουσιν, ου μόνον δύο έχουσιν ιδιότητας καλήν επιφάνειαν, άισχρόν κέντρον, αλλά το αυτό άτομον καθ’ εκάστην σχεδόν ληστέυουσι, ενώ ημείς και ειλικρινέις είμεθα και σπανίωνς δις φορολογούμεν τον αυτόν άνθρωπον. Αλλ’ όλοι αι ληστείαι εκείνου του είδους καθιερώθησαν υφ’ όλων των εθνών και ουδείς τολμά να εκφέρη κατ’ αυτών γνώμην διότι εκλαμβάνεται εχθρός της κοινωνίας.
Άλλοτε οι λησταί δεν κατετρέχοντο τοσούτον όσον σήμερον, διότι οι εντός της κοινωνίας αρπαγές ήσαν ολίγοι, σήμερον Δε ότε η κακία υπερεπλέονασεν, ότε το κλέπτειν επιτηδείως τιμάται, μας κατατρέχουσιν! Ίλεως επ’ αυτούς!
Μολοντούτο πρέπει να ήμεθα δίκαιοι, ευλόγως μας κατατρέχει η κοινώνία, διότι κακή αυτή ούσα και διεθαρμένη και πονηρά, κυλιομένη Δε εις το βόρβορον των παθών των Τε ηθικών και σωματικών, υποβλέπει τους ενάρετους , τους ελεύθερους, τους όντως ανθρώπους.
Από κτίσεως του κόσμου μέχρι της σήμερον ο άνθρωπος φερόμενος πάντοτε προς το κακόν, και δια του πολιτισμού αποκρύπτων ακολούθως την αισχράν φύσιν του κατέστη ανυπόφορος. Πριν ο πολιτισμός, η νενομισμένη αυτή υποκρισία, εισδύση εις τους ανθρώπους ηδύνατο ευκολώτερόν πώς να διακρίνη τις τον κακόν, αλλά σήμερον ο πεπολιτισμένος κακούργος αδιόρατος γενομένος δια της λαμπρότητός του εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, διασκορπίζει μεν μέλι και γάλα δια της γλώσσης του, και των ποδών του και των χειρών και των χειλέων του, διασκορπίζει Δε άζωτον και δηλητήριον δια της καρδίας του, πως δύναταί τις να προφυλαχθή απ’ αυτών; πώς να διαφύγη τας δολοφόνους αυτών χείρας, αίτινες θοπεύουσι τας παρείας του θύματος ίνα εμπήξωσι το εγχειρίδιον βαθύτερον;
Αποκαλείτε ημάς κακούργους, αλλά τι είναι εκείνοι, οίτινες τα ιερώτερα του ανθρώπου αισθήματα εμπαίζουσι και εμπορεύονται; εκείνοι οίτινες υποκρινόμενοι τους ευσεβείς και θρήσκους ληστεύουσι τους ανθρώπους; είναι τέρατα της φύσεως, είναι αληθινοί κακούργοι, είναι εκτρώματα της εκτρωματικής κοινωνίας.
Πλην τα σκέψεις ταύτας δεν τα κάμνουσιν οι εντός της κοινωνίας, ευ ζην μόνον ποθούσι και αδιαφορούσι δια τα μέσα της αποκτήσεως…
Δι΄ημάς όμως είναι αδιάφορον, ας μας κατατρέχωσι, το μόνον Δε παράπονον είναι το εξής. Έπρεπεν η κοινωνία ήτις θεωρεί ημάς γαγραίνας αυτής, αντί ν’ αποκόψη αυτάς αφού σχηματισθώσι να προσπαθήση μάλλον να εμποδίση την γένεσίν των, εάν είμεθα γαγγραιναι της κοινωνίας δεν πταίομεν ημείς, πταίει αυτή ήτις εμποδίζει τους κακούς οίτινες μας σχημαατίζουσι.
2
Διατρέχομεν τον δέκατον έννατον αιώνα, ον άπαντες φρονούσι πεπολιτισμένον φέροντες ως απόδειξιν την πρόοδον των επιστημών και την περιστολήν των κακουργημάτων, ο άνθρωπος την σήμερον, λέγουσι, και ηθικώς ανεπτύχθη και υλικώς εκέρδισεν, η βάρβαρος εποχή παρήλθε καθ’ ην οι άνθρωποι εκυλίοντο είς τον βόρβορον της αμαθείας και της κακοηθείας.. σήμερον είναι σοφοί, χρηστοί και ενάρετοι!
Ημείς, οι λησταί, μη παραδεχόμενοι την κοινήν απάτην θα καταδείξωμεν την πλάνην των φρονούντων ταύτα, ουχί επιθυμούντες να κοινοτομήσωμεν, αλλά χαριζόμενοι εις την αλήθειαν.
Εάν ο πολιτισμός συνίσταται εις την εξωτερικήν επίδιξιν ευγενών τρόπων, εις την επίπλαστον γλυκύτητα του χαρακτήρος, εις την μαλθακήν των ανθρώπων ζωήν, εις το άσεμνον του βίου και το γελοίον της ενδυμασίας, τότε παρά πάντα άλλον ο αιών ούτος είναι πεπολιτισμένος. Αλλ’ εάν η εξευγένισις της ψυχής, η αγαθότης των φρονημάτων, η χρηστότης ηθών και εν γένει η αρετή συνίστησιν αυτόν, τότε ευρισκόμεθα πολύ μακράν του πολιτισμού.
Όθεν, επειδή υπάρχει ψευδής τις έννοια αυτού, νομίζουσι ότι ο νυν αιών είναι από κεφαλής μέχρι ποδών πεπολιτισμένος ενώ πραγματικώς ο αιών ούτος είναι χείρων του πρώτου μετά τον Αδάμ αιώνος.
Η πρόοδος των επιστημών την οποίαν επικαλούνται οι φίλοι του δεκάτου εννάτου αιώνος και του πολιτισμου είναι δείγμα Ηλίου φαεινότερον της ηθικής των ανθρώπων διαφθοράς, η Δε ελάττωσις των κακουργημάτων δεν είναι βεβαίως δείγμα ηθικής προόδου, διότι όταν υπαρχουσιν άπειρα μέσα προς περισολήν του κακουργήματος, ο μη περιπίτων εις τούτο δεν δύναται να κληθή ούτε ενάρετος ούτε αγαθός.
Πεπολιτισμένος αιών καλείται εκείνος, καθ’ όν ο άνθρωπος μόνος του θέλει δυνηθή να διαστείλη το αγαθόν του κακού, καθ’ ον άνευ εξωτερικής τινός επιρροής μετέρχεται το αγαθόν. Πεπολιτισμένος αιών καλείται εκείνος, καθ’όν οι δέκα δεν τρέφονται εκ των αγώνων χίλιων% καθ’ ον η ικανότης απολύτως εκτιμάται, καθ’ ον οι άνθρωποι πάντες από περάτων μέχρι περάτων της γης γενήσονται μία ποίμνη, και εις ποιμήν ο Θεός και τα άτομα. Και τοιούτος μεν ο πεπολιτισμένος αιών.
Ο Δε ημέτερος είναι Σκυθικός, Βανδαλικός , Ουνικός ή και χείρων εκείνων, διότι εκείνοι ήσαν αιμοβόροι ένεκα των εθίμων και νόμων των, ενώ ημείς είμεθα ηθικώς διεφθαρμένοι.
Η πρόοδος των τεχνών είναι δείγμα της διαφθοράς του αιώνος τούτου, διότι ίνα προάγωνται αι τέχναι απαιτέιται κατανάλωσις, η Δε κατανάλωσις υποθέτει ανάγκας. Ο ενάρετος , ο αληθώς πεπολιτισμένος άνθρωπος είναι ολιγαρκής, ο διεφθαρμένος έχει ανάγκας, επομένως η των τεχνών πρόοδος είναι δείγμα προφανέστατον της διαφθοράς του ανθρώπου.
Επίσης και η πρόοδος των επιστημών ηύξησαν αι ασθένειαι διότι ιατρική άνευ ασθενείων δεν δύναται να υπάρξη, ούτω και πρόοδος ιατρικής άνευ προόδου ασθενειών δεν δύναται να συμβή- ίνα λοιπόν προοδεύση η ιατρική ηύξησαν αι ασθένειαι, επείδή Δε μέγα μέρος των ασθενειών είναι άμεσον ή έμμεσον της διαφθοράς αποτέλεσμα, η τελειοποίησις της επιστήμης ταύτης δηλοί ηθικήν διαφθοράν μεγάλην.
Προοδεύει η νομική επιστήμη καθόσον ο άνθρωπος γίνεται μάλλον απαταιών και στρεψόδικος, και αντιστρόφως, καθ’ όσον η νομική επιστήμη προοδεύει ο άνθρωπος γίνεται μάλλον στρεψόδικος. Η θεολογία έκαμε γιγαντιαίας προόδους, διότι εις την Γαλλίαν κατά την παρελθούσαν εκατοντηρίδα άθεοι μόνον υπήρχον, διότι κθ’ εκάστην ευρίσκονται μωροί προσβάλλοντες τας γραφάς και αρνούμενοι τον θεόν.
Ιδου λοιπόν ότι η πρόοδος των επισστημών προϋποθέτει ηθικήν δαφθοράν.
3
καλούσιν ημάς εγωϊστάς και νομίζουσιν ότι μας υβρίζουσι.
Πολύ απέχουσι τούτου, και ιδού δατί.
Ο άνθρωπος άμα πεσών υπεδουλώθη- διότι από της εποχής εκείνης ανεπτύχθησαν ανάγκαι, τας οποίας ούτος αντί να προσπαθήση να κατανικήση απεναντίας ενεδυνώμωσε- τας ανάγκας ταύτας ηθέλησε να θεραπεύση δια της συνδρομής των λοιπών ανθρώπων υποδουλώσας ούτω εαυτόν εις εκείνους, καθώς και εκείνοι υπεδουλώθησαν εις αυτόν, ώστε ο άνθρωπος είναι κατά την ελευθερίαν κατώτερος των ζώων, διότι ταύτα μη έχοντα ανάγκας πολλάς ζώσι μόνα των και ανήκουσιν εις εαύτα, ενώ ο άνθρωπος τόσον μικρός εφάνη κατ’ αρχάς και τόσον μικρότερος κατήντησεν δια του πολιτισμού, ώστε εστερήθη σχεδόν της ατομικότητός του- ηδύνατο να μην την απολέση; βεβαίως άμα δεν εσχημάτιζε κοινωνίαν.
Αφού λοιπόν επλάσθη ελευθέρος ο άνθρωπος υπό της φύσεως, εκουσίως υπέπεσεν εις μυρίας δουλείας. Ας ηύξεσε και επλήθυνε δια του πολιτισμού και του συνδέσμου της κοινωνίας. Εν τω μέσω λοιπόν της γενικής ταύτης δουλείας της αυξανούσης γεωμετρικώς προς τον πολιτισμόν, μία μόνον τω έμεινε παρηγορία, ο εγωϊσμός.
Δια τούτου διευθύνονται πάσαι αι πράξεις του, και δια ταύτου υποβοηθείται η φύσις εις την ανύψωσιν του ανθρώπου, όστις άνευ του εγωϊσμού δεν ήθελε πλέον έχει ουδέν φρόνημα ελεύθερον, δεν ήθελε πράττει ουδεμίαν πράξιν μεγάλην, αλλ’ ήθελε ζη ζωήν οστράκου.
Ο εγωίσμός λοιπόν παρορμά τον άνθρωπον προς τας μεγάλας πράξεις, ων η αξία ουδόλως καταβιβάζεται δια τούτο, διότι δια πάσαν πράξιν ο άνθρωπος έχει ένα σκοπόν, του οποίου μη υπάρχοντος παύει η δραστηριότης και η ενέργεια αυτού. Ο σκοπός ούτος δύναται βεβαίως να υπηρετεί το γενικόν συμφέρον, αλλά δεν παύει του να υπηρετεί τον εγωϊσμόν. Υποτεθείσθω άνθρωπός τις σκοπεύων να μαρτυρήση υπέρ της θρησκείας- ο άνθρωπος ούτος, στηρίζων δια του αίματός του την χριστιανικήν θρήσκείαν, οφελεί μεν τους χριστιανούς, αλλά και αυτός οφελείται έτι πλέον, διότι πρόκειται να απολάυση την αιώνιον ευδαιμονίαν. Αλλ’ η ανταμειβή αυτή άνευ της οποίας ο άνθρωπος ίσως δεν ήθελε, και δικαίως , πράξει γενναίαν πράξιν, η ανταμειβή αύτη δεν ελαττόνει την αξίαν της πράξεως, διότι αφού ο Θεός έδωκε το παράδιγμα της ανταμειβής, ο αισχρός και πανούργος και κακοήθης άνθρωπος, φρονεί ότι καταβιβάζεται η αξία των πράξεων- ο Θεός εν τω ύψει του είναι τόσον αγαθός, ο Δε άνθρωπος εν τω βορβόρω του τόσον κακός, ώστε ο μεν βραβεύει τας μεγάλας πράξεις, ο Δε ζητεί να τας εξευτελίση ίνα έχη πρόφασιν τίνα εμμένει εν τη κακία του.
Αλλά, λέγουσιν τινές, ο άνθρωπος γνωρίζων την αξίαν της πράξέως, την πράττει διότι είναι εγωϊστής, διότι θα ανταμειφθή, ή διότι θα φανή ανώτερος των λοιπών ανθρώπων. Προς απόδειξιν του εναντίου διηγούμεθα το εξής. Ο Μωάμεθ πριν την Εγείρας εισέτι, καταδιωκόμενος υπό το Κορεϊσχιτών και μαθών ότι εμίσθωσαν δολοφόνους ίνα τον φονεύσωσιν, εταράχθη μεγάλως, ο Δε ανεψιός του ο Αλής, νέος εις την ηλικιάν, αλλά τολμηρός, παρώτρυνε τον Μωάμεθ να φύγη μετημφιεσμένος- αυτός Δε κατέστησε εαυτόν θύμα εις τα καταδιώξεις των Κορεϊσχιτών. Η νυξ ήδη επήλθε , και οι δολοφόνοι εισελθόντες εύρον του Αλή αντί του Μωάμεθ τον οποίον όμως, γενναίως φερόμενοι, δεν εφόνευσαν. Η πράξις αυτή του Αλή είτε υπό εγωϊσμού εκινήθη, είτε υπό άλλης αιτίας είναι γενναία, διότι εάν εν αγνοία του κινδύνου τον οποίον διέτρεχεν ετίθετο επί της κλίνης εάν εν αγνοία της αγαθής πράξεως ήν έπραττε συνέβαινεν αυτή, οποίαν ήθελεν έχει αξία.
Είθε ο άνθρωπος να είχε τοσούτον εγωϊσμόν όσον έπρεπε να εμπνέη αυτόν η προς τον Θεόν ομοίωσις, είθε υπό του εγωϊσμού τούτου ορμώμενος ν’ αποστραφή την ύλην και τα εγκόσμια και στέψαν το νούν του προς τον ύψιστον να ζητήσει εκεί την ευδαιμονίαν.
4
Όσον περισσότεραν σχέσιν έχει τις με την κοινωνίαν τοσούτον δυστυχέστερος είναι ο ευγενής , εάν υπάρχη τοιούτος, έιναι δυστυχέστερος του πτωχού του εν ταις πόλεσι ο πτωχός του χωρικού, ο χωρικός του ποιμένος, ο ποιμήν του ληστού. Ο Δε άνθρωπος εύρισκεν ευτυχίαν εις το οικογενειακόν βίον κατά τους χρόνους των απλών εκείνων ηθών, διότι ήτο στενώτερος ο κύκλος της κοινωνικότητάς του, αλλ’ επελθών δρομέως ο πολιτισμός και συνδέσας προς αλλήλους τους ανθρώπους και τα έθνη, εχαλάρωσε τους οικογενειακούς δεσμούς. Εις τούτο Δε συνετέλεσαν ουκ ολίγος και η της γυναικός χείραφέτησις, προϊόν του πολιτισμού.
Εις τας κοινωνίας των ευδαιμόνων εκείνων χρόνων ο άνθρωπος είχε δύω βίους- τον εξωτερικόν βίον και τον εσωτερικόν. Ο πρώτος ήτο ο εν τη κοινωνία ταραχώδης πάντοτε βίος, ο επιφέρων θλίψεις, πόνους και μύρια άλλα, ο δεύτερος, μεταξύ της οικογένειας, όστις ήρεμος ων τότε και ειλικρινής εξηφάνιζε τας θλίψεις του εξωτερικού βίου. Ήτον το φάρμακον της ασθενείας, φάρμακον όμως δραστήριον και ηδύ συνάμα, αποτελεσματικόν και ευάρεστον.
Η γυνή τότε κατώτερα ούσα του ανδρός, και υπακούοσα εις τούτον, δεν υψώνε την κεφαλήν και εν τη ταπεινώσει της ταύτη ήρχε της οικίας ηπίως και εναρέτως. Ο Δε ανήρ γνωρίζων την δύναμιν και επιρροήν του, δεν κατεχράτο αυτής αλλ’ απεναντίας την αδύναμίαν του ωραίου φύλου γνωρίζων επροστάτευε και ηγάπα αυτό.
Ήρχισεν ακολούθως ο πολιτισμός να φωτίζη το αγλαόν γένος των ανθρώπων νομισάντων πρώτον χρέος την χειραφέτησιν των γυνικων, αίτινες εγένοντο μέλη των συναναστροφών και των διασκεδάσεων αναπόφευκτα. Εντεύθεν η του κακού αρχή, εντεύθεν η παραμέλησις της ανατροφής των τέκνων, των μη σχηματισθέντων εισέτι, εντεύθεν η χαλάρωσις των οικογενειακών δεσμών, Διότι το τέκνον μη ανατρεφόμενον υπό της ιδίας αυτού μητρός, δεν ηδύνατο να χη την αγάπην ην είχε το υπ’αυτήν ανατραφέν, διότι ο ανήρ παραδιδόμενος εις τας συναναστροφάς παρημέλει την οικογενειάν του.
Η κατάστασις αυτή η οικτρά προεχώρει φυσικώ τω λόγω καθόσον ο πολιτισμός διεδίδετο, η Δε συναναστροφή και η ισότης αυτών προς τους άνδρας εξησθένησε τούτων τα μεγάλα φρονήματα, και εχλήρωσε την επιμέλειαν αυτών, και είδομεν πολλάκις άνδρας δευθυνομένους από γυναίκες…
Κτηνώδης ορμή λέγεται η των ζώων προς τα θήλεα ορμή, ένεκα της οποίας όμως δεν χάνουσι την ατομικότητά των, πως λέγεται λοιπόν η ορμή των όντων εκέινων άτινα καταστρέφουσι την ατομικότητά των χάριν εκείνης;
Οντάρια! Τολμάτε να υβρίζητε τα’ ανώτερα υμών ζώα!
Ημείς δεν είμεθα μικροί και ποταποί, δεν κύπτομεν τον αυηχένα υπό το γελοίον ζυγόν της γυναικός , αλλά γνωρίζοντες αυτήν αδύνατον της προστατεύομεν εν καιρώ ανάγκης, ουδ’ υπάρχει τις μεταξύ ημών όστις χάριν γυναικός έπραξε τι παρά το φρόνημά του.
5
μας νομίζουσιν αμαθείς οι όντως αμαθείς…
τι είναι παιδεία; ημείς αρνούμεθα πάντα ορισμόν, διότι δεν υπάρχει, αμέσως όμως κανείς φιλόσοφος, νομικός ή τις άλλος θ’ αρχίση να κρυγάζη δίδων έκαστος όσους ορισμούς θέλει, ας ακούσωμεν ένα εξ αυτών- η παιδεία είναι η γνώσις της ανθρωπότητας και της φύσεως. Η γνώσι της ανθρωπότητος είναι περιττή εις ημάς διότι μισούμεν και αποστρεφόμεθα και αποφεύγομεν την ανθρωπότητα- η της φύσεως είνι λίαν γνωστή εις ημάς.
Και όντως τις άλλος κάλλιον ημών γνωρίζει αυτήν; ημείς ζώμεν εν τω μέσω της, και εις ημας πρώτους επισκήπτει η αγαθή ή κακή διάθεσίς της.
Ο καθηγητής της φυσικής καθήμενος εντός του γραφείου του, εξετάζει το κεραυνόν, κ την βροντήν, τους ανέμους, την χάλαζαν και άλλα, ημείς όμως την εξετάζομεν επί των όρεων. Ο καθηγητής δεν δύναται να προσγνωρίση τον καιρόν με όλην του την παιδείαν ημείς όμως τον προγνωρίζομεν.
Οι πρώτοι ερυνήσαντες την φύσιν και την ανθρωπότητα επιθυμούντες να σχηματίσωσιν ιδίαν τάξιν πεπαδυμένων ίνα μη ο πολύς όχλος επαιδυθείς γνωρίση την αγυρτίαν των εσχημάτισαν επιστημονικούς όρους , πορίσματα, συλλογισμούς, διαβόλους και τριβόλους, οίτινες και αυτών τον σπουδαστών την κεφαλής να κατακερματίζουσιν. Όσον Δε στρυφνή και δυσληπτός είναι επιστήμη τοσούτον μεγάλη και λαμπρά θεωρείται.
Ερωτήσατε ένα πεπαιδευμένον περί λογική θα σας απαντήση αμέσως με πλάτος, βάθος εννοίας, με συμπεράσματα κτλ ενώ ημείς άνευ λογικής σκεπτόμεθα κάλλιον, υπάρχουσι μάλιστα και τίνες γράφοντες πέρι λογικής χωρίς να εννοώσι τη γράφουσι. Και δικαίως, διότι ο άνθρωπος έχει μεν βαθμόν τινα λόγου, αλλα δεν δύναται ες ουδεμίαν ηλικίαν να σκεφθή ορθώς, και μάλιστα ο πεπολιτισμένος και κοινωνικός άνθρωπος όστις ενόσω είναι μικρός δεν έπηξε λέγουσι ο εγκεφαλός του, αυξάνει, ηλικία παθών, γηράσκει, δις παίδες οι γέροντες, ιδού ο λογικός άνθρωπος.
Επιστήμαι επιστήμαι ! λέξις μεγάλη αλλά κενή εννοίας καθώς εκείνη η ανόητος , ισοππολιτεία!
Τι είναι επισστήμη; παν πράγμα χρειάζεται βάσιν στερεάν, και ορισμόν, ουχί ασαφή και βεβιασμένον ως δίδουσιν οι πεπαιδυμένοι, αλλ’ εύληπτον και καθαρόν- άμα ορισμός τιούτος δεν δίδεται λάσπη η δουλειά. Τι είναι θεολογία όταν η βάσις, η έρευνα του θείου τούτου όντος ου μόνον είναι αδύνατος αλλά και βλαβερά και εμποδισμένη; Τι είναι ιατρικκή όταν αυτή κατά πάσαν μοίραν αναγκάζεται να μεταβάλη θεωρίας και συμπεράσματα, όταν κατά πάσαν ηλικίαν, φύλον, κράσιν , νέας πράττει θεωρίας η τροποποιήσεις , είναι επιστήμη αυτή η μάλλον του ανέμου ευμέταβλητος;
Τι εστί δίκαιον όταν στηρίζεται επί του αδίκου, και τι εστί νόμιμον όταν σηρίζεται επί του ανόμου- τι εστί δίκαιον όταν η φύσις αυτή κραυγάζει το δίκαιον του ισχυροτέρου; διότι οι νόμοι αυτής υπό τους αξιώματος τούτου διέπονται- η έλξις, η ώσις, ο μαγνητισμός και άλλα υπερισχύουσιν αναλόγων της μάζης και του μεγέθους, λοιπόν όταν αυτοί οι νόμοι της φύσεως οι ύπό του θεού τεθέντες οι αιώνιοι και αμετάβλητοι μας διδάσκουσι το δίκαιον του ισχχυρότερου, διατί οι άνθρωποι το απωθούσι; Διατί τας μεν κατακτήσεις των εθνών νομίζομεν νομίμους, και την παραβίασιν των εξευτελιστικών συνθηκών άδικον, τας δεν ατομικάς δια του δικάιου του ισχυρότερου κτήσεις ανόμους;
Ιδού οι επισστήμαι παραχθείσαι υπό της φαντασίας ή τη δυστρροφπίας ή της διαφθοράς του ανθρώπου και καταδεικνύουσαι την σμικρότητα και μηδαμινότητα αυτού.
Η ιατρική δεικνύει την ασθένειαν και σμικρότητα του σώματος, η θεολογία την ασθένειαν και σμικρότητα της ψυχής, τα άπερια φιλοσοφικά συστήματα την ασθένειαν και σμικρότητα του νοός, και η λογική την σμικρότητα του λόγου.
6
μισούμεν και αποστρεφόμεθα την κοινωνίαν δίοτι αυτή είναι δίγμα την σμικρότητος του ανθρώπου, διότι εξαφανίζει την ατομικότητά του, το εγώ, διότι ο άνθρωπος δεν ζη ειμή δι’ αυτήν, μη έχων ούτε θέλησιν ούτε ελευθερίαν.
Όστις αποτελεί μέρος μιας κοινωνίας, ενός κράτους, είναι δούλος- διότι δεν ανήκει εις αυτόν, ανήκει εις το έθνος. Ώστε ενώ ο Αδάμ μόνος του εσχηματίζε οίκον, οι απόγονοι αυτού σχηματίσαντες κοινωνίαν όλοι ομού, εσχημάτισαν τον οίκον αποτελούντες έκαστος ελάχιστον μέρος, ο Αδάμ ήτο το εγώ, οι Δε απόγονοι του ήσαν τα στοιχεία του εγώ.
Τα τετράποδα ζώα είναι κατά τούτο ανώτερα του ανθρώπου- διότι ο μεν άνθρωπος εσχημάτισε κοινωνίαν ένεκα της σμικρότητος και αθλιότητός του, τα Δε ζώα έμειναν άνευ κοινωνιών γιγνώσκοντα την δύναμίν των. Ο άνρωπος είναι τρυφηλός και επιθυμεί την κοινωνίαν, το ζώον ίναι εγκρατές και δεν έχει ανάγκην αυτής- ο άνθρωπος καλείται βασίλεύς πάντων των κτίσμάτων και εν τούτοις είναι το χαμερπέστατον των όντων- ενώ ο λέων καλείται βασίλευς των ζώων και είναι ανώτερος του ανθρώπου. Εν συνόψει, Δε, το ον το τείνον προς το τέλειον διακρίνει το ελάχιστον των αναγκών κι έχει περισσοττέρας ανάγκας, ο άνθρωπος ή το ζώον; σιωπώμεν διότι θέλομεν ευρεθή εις την ανάγκην να είπωμεν πικροτάτην αλήθειαν.
Κοινωνίαν! Λέγουσιν οι εν αυτή και νομίζουσιν ότι λέγουσί τι μέγα, λαμπρόν- αλλά τι καλόν υπάρχχει εντός αυτής , είπετε εν, μόνον εν και κύπτω την κεφαλήν υπό την βαρείαν της κοινωνίας τυραννίαν.
Αλλ’ είσθε μικροί και ποταποί, αι δυνάμεις υμών κατεγστράφησαν, ο νους ημβλυνθή το πνεύμα κατέπεσε και η σαρξ ασθενής ανέκαθεν ήδη απέβη ασθενεστάτη- η κοινωνία; είανι αναγκαία δι’ υμάς. Κυλίεσθε, εντός αυτής, κυλίεσθε.
Χρυσός αιών! Λέγετε και λυπείσθε διότι δεν επανέρχεται πλέον- αλλά πως θέλετε να έλθη όταν αντί να ζητήστε την ευδιαμονίαν εν τω ατόμω, την ζητείτε εν τη κοινωνία. Ο χρυσούς αιών υπήρξε διότι οι κοινωνικοί δεσμοί ήσαν τότε χαλαροί, η Δε ατομικότης μάλλον ανεξάρτητος-διότι οι άνθρωποι ανήκον εις εαυτούς και ουχί εις την κοινωνίαν.
Ζητείτε δια των πολιτυμάτων να βελτιώσητε την τύχην υμών, Δείλαιοι! Ποίον έθνος ευημερεί ένεκα του πολιτεύματος του; η Αγγλία; αλλ’εις την Αγγλίαν το ήμισυ των κατοίκων της αποθνήσκει την πείνης, αποθνήσκει την πείνης άκουτε; κατά την στενήν στενωτάτην της λέξεως σημάσιαν, ουχί εν τω πολιτεύματι, αλλά εν τω ατόμω ζητητέα η ευδαιμονία όταν τα άτομα είναι ευτυχή και το έθνος είναι επίσης , ενώ το έθνος δύναται να ήναι ευτυχές πολλάκις άνευ της ευδαιμονίας των ατόμων.
7
Εν τω μέσω της αγρίας φύσεων εν η ζώμεν ημείς εν τω μέσω των ζώων και των φυτών ευρισκόμενοι, ηκούσαμεν πολλάκις την αρμονικήςν και μυστηρίωδη των πτηνών ομιλίαν, και την βαρείαν και μεγαλοπρεπή των ζώων. Και εσκέφθημεν- τα ζώα ταύτα ομιλούν βεβαίως, επειδή ο άνθρωπος το εντελέστερον των κτισμάτων δεν τα εννοεί, τα υβρίζει ως εστερημμένα λόγου. Πλην ω κοινωνικοί και πεπελιτισμένοι άνρθωποι, ω γεννάδια, τις γνώρίζει αν και τα ζώα μη εννοούντα την γλώσσαν υμών σας νομίζουν αλόγους.
Τα ζώα έχουσιν ως και ο άνθρωπος ψυχήν, διότι δεχόμενοι ότι η ψυχή έχει τεις δυνάμεις, δεχόμεθα αναγκαίως ό,τι όπου υπάρχει μία εν αυτών υπάρχουσι και αι λοιπαί,και επομένως η ψυχή- διότι αι δυνάμεις αυτής εισίν αδιαίρετοι, και η μια προϋποθέτει τας λοιπάς. Ερευνήσωμεν νυν επί των ζώων, η κάμηλος είναι εκδικητικόν ζώον, άρα έχι μνήμην, όθεν ψυχήν, ο κύων ονειρεύεται άρα έχει φαντασίαν, όθεν ψυχήν, και πλείστα άλλα ζώα έχουσι μίαν εκ των τριών της ψυχής δυνάμεων, επομένως ψυχήν.
Αλλ’ ο άνθρωπος δεν θέλει να έχωσι τα ζώα ψυχήν, και ίνα παρηγορήση την σμικρότήτα του ην αυτός εις εαυτόν έδωκε, ζωήν λεγει μόνον έχουσι, και ουδέν άλλον.
Εκ των τριών δυνάμεων των της ψυχής πάσι ή δεν ενεργούσι φανερά, ή δεν είναι καταληπαί εις ημάς, εάν δεν ενεργουσι φανερά πάσαι, δεν δύναται τις να αρνηθή την ύπαρξιν της ψυχής- διότι και εις άνθρωπον αδυνάτου μνήμης ή κρίσεως ή φαντασίας, δεν δυνάμεθε ν’ αρνηθώμεν ψυχήν, εάν αι ψυχικαί δυνάμεις των ζώων δεν είναι καταληπταί εις ημάς, πταίει ο άνθρωπος όστις βασιλεύς παντών των επί της γης κτισμάτων, αγνόει τας γλώσσας των υπηκόων του.
Ακούσατε κύριοι, πεπολιτισμένοι, εις το στερέωμα υπάρχουσι κόσμοι τόσοι όση η άμμος της θαλάσσης, εις τους κόσςμους τούτους κατά το μάλλον και ήττον ευρίσκονται κάτοικοι πολύ ίσως δαφέροντες των της γης, νομίζετε λοιπόν κύριοι ότι τα όντα ταύτα επειδή δεν ομοιάζουσι με τον άνθρωπον, επειδή δεν έχουσι τους αυτούς χαρακτήρας και δεν εκφράζονται επίσης, δεν έχουσι ψυχήν; Τολμηρός τω όντι αφορισμός;
Τα ζώα δεν περιορίζονται υπό των νόμων ουδέ υπάρχει εις αυτά δια πάσαν πράξιν ην εκλαμβάνει κακήν, και εν τούτοις τις πράττει περισσότερα εγκλήματα ο άνθρωπος ή τα ζώα; είδετε λύκον να φονεύση λύκον τοσούτον συχνά ως άνθρωπος άνθρωπον;
8
διατί μας πέμετε εις την λαιμητόμον; τις σας έδωκε το δικαίωμα τούτο; ο νόμος; αλλ’ αν ο νόμος δίδει το δικαίωμα του παανομείν όστις τον παραβαίνει καλείται ενάρετος. Ημάς τιμωρείτε ως φονεύοντας φονεύοντες ημάς- και δεν είναι απίθανον αύριον να παρουσιασθή έτερος νόμος λέγων, ο μεν φονεύς τιμωρείται φονευόμενος , ο Δε κλέπτης κλεπτόμενος. Ιδού νόμοι!
Ο ληστής είναι εχθρός της κοινωνίας- μη καταδεχθείς να υποδουλώση την ατομικότητά του, και υποκύψη υπό την κοινωνίαν, ήρε την κεφαλήν του υπέρ τον βόρβορον και, ως υψιπετής αετός φέρει τα βήματά του εκεί όπου δεν μολύνεται η γη υπό της κοινωνίας. Είναι δακεκηρυγμένω πολέμω φόνοι εισί νόμιμοι, επομένως ουδέν πράττει ο ληστής υπερασπιζόμενος την ατομικότητά του. Είναι λοιπόν άξιος τιμωρίας;
Ο νόμος συλλαμβάνων αυτόν δεν τον τιμωρεί διότι έπταισε αλλά διότι εκηρύχθη εχθρός της ώστε ουχί χάριν του δικαίου, αλλ’ εκδικήσεως μάλλον χάριν τον πέμπει εις τας αιωνίους μονάς. Μη καυχάσθε λοιπόν δια τους νόμους υμών διότι οικτροί τη αληθεία.
Σεις υπερασπιζόμενοι την νομιζομένην ελευθερίαν υμών χύνετε τοσούτον αίμα και ημείς οίτινες είμεθα όντως ελεύθεροι πρέπει να γινώμεθα δούλοι προς χάριν σας; πρέπει να σταυρώσωμεν τας χείρας ημών ίνα γίνωμεν έρμαια της θελησεώς σας; Δεν πρέπει να πολεμήσωμεν, ν’ αντικρούσουμεν, και να φονεύσωμεν ή να φονευθώμεν; Μη τον ληστήν απατάσθε.
Ότι πράττει ο ληστής το πράττει εξ ανάγκης και τοσούτω μάλλον πρέπει να θαυμάζηται η γενναιοφροσύνη του, όσον περισσότερους έχει εχθρούς. Έχει Δε την κοινωνίαν πάσαν, τον κόσμον πάντα. Επί των αποτόμων όμως ορέων εις α κατοικεί συνήθως, καθίσταται ισχυρός, και αντί να σμικρύνηται, ως νομίζετε σεις, απομακρυνόμενος της κοινώνιας, μεγαλύνεται και κραταιούται- έχει σύμμαχον τον κεραυνόν , την βροντήν, τας βροχάς και τους βράχους, έχει σύμμαχον τον φόβον, την πλεονεξίαν και τους τοιούτους θεούς οίτινες εισδύοντες εις τας ψυχάς των κατατρεχόντων αυτούς τας εξασθενεί.
9
της κοινωνίας το βαρύν ζυγόν γνωρίσαντες και την αθλιότητα του κοινωνικού βίου φρονούντες, εφέραμεν τα βήματα ημών προς τα μέρη ένθα δεν απαντάται συχνά άνθρωπος. Έχει μόχθους η ζωή ημών και κινδύνους και θλίψεις αλλ’ έχει και τέρψεις και ηδονάς αγνάς και καθαράς, φέρει τον νου προς το τέλειον και ύψιστον ον, και διδάσκουσα την σμικρότητα του ανθρώπου, δικνύει συγχρόνως, ότιν ούτος έχη αξίαν τινά την έχει διότι εγένετο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του θεού.
Το απέραντον βιβλίον της φύσεως το περιέχον τοσαύτα και τηλικαύτα βασίλεια, είναι το αληθές βιβλίον, είναι η αληθής και μεγάλη επιστήμη διηνεκώς προσφερόμενη προς ημάς, η επιστήμη αυτή είναι υψηλή και τερπνή συνάμα, διδάσκει μεν αφ’ενός ενσπείρει δεν αφ’ ετέρου γενναία και υψηλά φρονήματα. Η επιστήμη αύτη δεν φθείρει την υγέιαν ουδέ τον νουν’ αλλ’ ενδυναμώνει αυτόν το βιβλίον τούτο εν και αμετάβλητον, άναρχον και ατελέυτητον- δεν μεταβάλεται αναλόγων των ιδιοτροπιών εκάστου επιστήμονος.
Η ποίησις η υψηλή αύτη επιστήμη η συγγγεννωμένη και μη αποκτωμένη είναι έμφυτος εις ημάς, διότι ζώμεν ήδη μεταξύ της ποιήσεως. Η φύσις την οποίαν περιγράφετε σεις, τα όρη, αι κοιλάδες, οι ζέφυροι, η καταιγίς, ο λαίλαψ είναι οι διηνεκές ημών σύντροφοι, το ύψος των ιδέων, η μεγαλοφροσύνη και τα τοιαύτα εμπνέονται εις ημάς υπό της φύσεως.
Μικροί και ποταποί αντιγραφείς του βιβλίου της φύσεως, υποκριταί, και απαταιώνες, από το βόρβορο, εν ω κυλίεσθε θέλετε να περιγράψητε την φύσιν, και να αναπτύξητε αρετήν και γενναιότητα τας του θεού ιδιότητος.
10
Μυστήριον είναι ο Θεός, μυστήριον είναι η πλάσις του κόσμου, η πλάσις του ανθρώπου, μυστήριον είναι ο άνθρωπος αυτός, εάν κατανοήσωμεν πάσας αυτού τας ιδιότητας, καταργούμεν μίαν των θεμελιωδών αυτού ιδιοτήτων, το άναρχον, το ατελεύτητον, διότι ταύτα δεν κατανοούνται ενόσω η ψυχή εν τω σώματι υπάρχει- εάν δ’ επίσης ο μυστηριώδης πέπλος της κτίσεως του κόσμου αποσύρθη, ο άνθρωπος θέλει παύσει ων άνθρωπος, ως γνωρίζων πράγματα υπεράνθρωπα. Ο άνθρωπος Δε αυτός εν τη γη διατελών είναι μυστήριον μέγα και ακατανόητον. Πως δια της κοινωνίας προσπαθήτε να καταστρέψητε το μυστηριώδες τούτο; πως δια της φιλοσοφίας και της ιατρικής εξηγείται, επινοούντες πράγματα τα οποία ούτε σεις οι ίδιοι εννοείτε.
Η φύσις του ανθρώπου ρέπει προς το ακοινώνητον- αγαπά ο ενάρετος (και ο τοιούτος διατηρεί εισέτι την ανθρωπείαν φύσιν) την μοναξίαν, την ησυχίαν και το ήρεμον και τακτικόν βίον, μισεί ο γέρων κορεσθείς των δασκεδάσεων και γνωρίσας την απάτην αυτών, μισεί λέγομεν τας συναναστροφάς και τον κόσμον- ο ευσεβής διατηρεί την γαληνιαίαν αυτού ζωήν εν τη αθωότητι απομακρυνόμενος της κοινωνίας- οι κακοί, οι αισχροί την αγαπώσιν^ αλλ’ αδιάφορον, οι κακοί δεν είναι άνθρωποι, είναι εκτρώματα της ανθρωπότητας, απέσβεσαν την εικόνα του Θεού και έμειναν ύλη, αι ορμαί των και επιθυμίαι των δεν έχουσιν ουδεμίαν βαρύτητα.
Ο άνθρωπος λοιπόν αγαπά την μόνωσιν και εις μάτην κραυγάζουσιν οι οπαδοί της κοινωνίας ότι είναι φύσει κοινωνικόν ζώον.
11
ημείς θέλομεν πάντοτε πολεμεί την κοινωνίαν διότι αυτή πάντοτε μισεί κι κατατρέχει την γενναιότητα. Τις μέγας ανήρ έμεινεν άγευστος κοινωνικώς πικριών; διατί; διότι είναι αισχρά η κοινωνία, διότι είναι χαμερπής ο κοινωνικός άνθρωπος και φθονεί τον υπέρ την γην υψούμενον.
Δεν καλείται, κύριοι, ενάρετος άνθρωπος ο ρυθμίζων τας πράξεις προς τους νόμους, αλλ’ ο ρυθμίζων αυτάς προς την συνείδησιν, ουδέ δύναται τις να κατηγορήση τον άνθρωπον εκείνον, όστις νομίζων ότι πράττει καλόν βλάπτει. Κακός Δε άνθρωπος και πανούρργος καλείται εκείνος όστις πράτει τι παρά την συνείδησίν του, ουδέ δύναται να ομομασθή καλός ο πράττων τι αγαθόν παρά την συνείδησίν του.
Η συνείδησις είναι το κριτήριον- τα αμαρτήματα και τα κακουργήματα δεν κανονίζονται δια νόμων και δεν πρέπει να γενικεύωνται. Καθώς ο παράφρων φονεύων δεν αμαρτάνει - διατί ο πρώτος δεν αμαρτάνει; διότι αγνοεί το έγκλημα- διατί ο δεύτερος , διότι επίσης το αγνοεί.
Πάσα παραβίασις της συνειδήσεως είναι αμάρτημα- οποιουδήποτε είδους παραβίασις και αν έναι- η Δε μετά της συνειδήσεως σύμπνια των πράξεων οποιαιαδήποτε και αν είναι δεν είναι αμάρτημα.
Εάν λοιπόν ο άνθρωπος συμβιβάση την συνείδησιν και τας πράξεις του προς τον θείον νόμον, τότε πλησιάζει προς το τέλειον, όσον ο άνθρωπος δύναται να πλησιάση.
Αλλά που τον θείον νόμον διεδέχθη ο ανθρώπινος, την επιείκιαν διεδέχθη η αυστηρότης, την συγγνώμην διεδέχθη ο θάνατος. Ο κύριος ημών επί του σταυρού ευρισκόμενος συγχωρεί τον ληστήν γνωρίζων ότι οι τελώναι και φαρισαίοι είναι χειρότεροι αυτού, ο Δε άνθρωπος τον αθώον φονεύει.
Αλλά τι δύνασθε να κάμητε σεις, ποίαν έχετε εξουσίαν; επί ολίγων ημερών της ζωής μας, όταν δυνηθήτε αφαιρέσατέ τας- τι είναι ρανίς ζωής, πέντε ή δέκα ετών, παραβολλομένη προς το πέλαγος της αιωνιότητος;
12
Που ζήτε σεις; μεταξύ των έργων των χειρών σας, μεταξύ των οίκων, των λεωφόρων, των πλατειών και των κτιρίων- που ζώμεν ημείς; μεταξύ των έργων του Θεού. των βράχων, των κοιλάδων, των φαράγγων, των δασών. Τις έχει καλλητέρους συντρόφους, ο έχων τα έργα των ανθρώπων ή τα έργα του Θεού; κρίνατε.
Τι είσθε σεις; άνθρωποι πεπολιτσιμένοι, δηλαδή άνθρωποι αποβαλόντες την φυσικήν υμών κατάστασιν, διαστρέψαντες την φύσιν ημών, καταπνίξαντες τα γενναία αισθήματα, πεικαλυφθέντες ψευδείς τρόπους, διαπλασθέντες ουχί ως εξήλθετε εκ των χειρών του Θεού, αλλ’ όπως σας εσύμφερε. Τι είμεθα ημείς; άνθρωποι ζώντες εν τω μέσω της φύσεως, δατηρούντες την παλαίγονον κατάστασιν ημών, μη αναπλάσαντες εαυτούς, αλλ’ εμμείναντες εις την φύσιν. Σεις είσθε νόθοι άνθρωποι, ημείς γνήσιοι , σεις ερμαφρόδιτοι, μεις άνδρες.
Τι είσθε σεις; άνθρωποι κακοήθεις και στρεψόδικοι, ψεύται και πανούργοι, απαταιώνες και ραδιούργοι, καταστρέψαντες δια του πολιτισμού πάσαν ψυχικήν ευγένειαν και ειλικρίνειαν. Τι Δε ημείς; άνθρωποι ειλικρινείς και σώζοντες την ψυχικήν ευγένειαν, καίτοι ευρισκόμενοι εις αένναον μετά της κοινωνίας πάλην, είμεθα χρηστοί και ενάρετοι και φιλαλήθεις.
Τι σεις; άνρθωποι του δέκατου εννάτου μ. χ αιώνος, τι δ’ ημείς; της πρώτης μετά την γένεσιν εκατοναετήριδος.

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος