Όνειρο στο κύμα (ΜΕΡΟΣ Β’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«… Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν.
Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου.
Τότε και τώρα, πάντοτε η αυτή. Τότε δια της βίας, τώρα δια του δόλου… και δια της βίας. Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δ’ ούτως τους λεγόμενους πολιτικούς ). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των…»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”




Ραγιάδες (ΜΕΡΟΣ Β’)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-


Σ' ευχαριστώ Θεούλη μου/ που μ' άφησες να ζήσω
άλλη μια μέρα τον αγά/ να τον υπηρετήσω
Να 'ναι καλά ο κύρης μου/ τον πόλεμο να παίρνει
κι ας μπαίνει στο κονάκι μου/ τα βράδια και με δέρνει
Να 'χει το γιαταγάνι του/ γερό κι ακονισμένο
κι ας πάρει το κεφάλι μου/ το χιλιοκολασμένο
(Άκης Πάνου, Προσευχή του καλού ραγιά )




 
Παρατηρείται λοιπόν ότι το ελληνικόν έθνος δεν απώλεσε ούτε στιγμή τις αδήριτες ανάγκες του για εξεύρεσιν χρημάτων και μάλιστα, αυτό είναι και το σπουδαιότερον,για τους ίδιου λόγους, όπως και τότε που πρωτοεμφανίστηκε. Αυτό και αν είναι πρόοδος! Η δημοσιονομική πολιτική, η ανάγκη οργανώσεως οικονομικών υπηρεσιών δια τον προσπορισμόν εσόδων τω 1821 λοιπόν ήταν: α) οι εκούσιες εισφορές, β) έσοδα από λείες γ)εσωτερικά δάνεια, δ)φορολογία ε) εισφορές από εράνους του εξωτερικού και στ)τα εξωτερικά δάνεια, έξι δηλαδή πηγές χρημάτων επι των οποίων εβασίσθη η συγκομιδή κάποιου πλούτου.


Απ’ αυτά αν εξαιρέση κανείς τα έσοδα από τις λείες, που κι αυτό υφίσταται παραπλησίως από τις επιδρομές του κράτους, την επιβολήν παντοειδών προστίμων, που απετέλεσαν άμεση, αλλά ευκαιριακή και όχι τακτική ενίσχυσις ου κράτους, άπαντα τα υπόλοιπα αποτελούν και σήμερα –ιδίως η φορολογία και τα εξωτερικά δάνεια- τα μοναδικά όπλα του κρατικού μηχανισμού δια την συγκέντρωσιν εσόδων.
Ωστόσο θα δειχθή ότι όσα συνέβαιναν τότε, τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν και σήμερα, στον τρόπο που αυτά εφαρμόζονται, αν και η Ελλάς δεν κατοικείται από φουστανελοφόρους πλέον κι ούτε βγαίνει από μακροχρόνια δουλεία, όπως εκείνην του οθωμανικού ζυγού τότε.


ΕΚΟΥΣΙΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ


Ένα μέρος απ’ τις δαπάνες για την πολεμικήν προσπάθεια του έθνους εκαλύφθη από εκούσιες εισφορές ιδιαίτερα στην αρχή αλλά και αργότερα σε κρίσιμες στιγμές. Ο G. Maurer στο έργον του «ο Έλλην λαός» σ.σ 354-355 γράφει: «Είναι μα την αλήθεια συγκινητικό όταν διαβάζη κανείς με πόσην προθυμίαν βοήθησαν οι άνθρωποι αυτοί τον τόπο τους. Μόνον τα αδέρφια Κουντουριώτη… έδωσαν ενάμισυ εκατομμύριο φράγκα…και άλλοι πολλοί διάφορα ποσά. Αλλά κι όσοι δεν είχαν μετρητά σε είδος. Οι νησιώτες  λόγου χάριν έδωσαν τα πλοία τους, οι ρουμελιώτες ό,τι πολύτιμο είχαν μέσ’ το σπίτι των, κι άλλοι ολόκληρη την περιουσίαν των. Δεν ήσαν όμως μοναχά οι Έλληνες μα κι ολόκληρος ο χριστιανικός κόσμος ένιωσε την ανάγκη να συντρέξη τον ιερόν αγώνα των Ελλήνων. Παντού σχηματίζονταν επιτροπές… Σκοπός των ήταν να συγκεντρώσουν χρήματα κι ό,τι άλλο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για τους ήρωες της μικρής Ελλάδος, ακόμη και να βοηθήσουν την ελληνικήν νεολαία στις σπουδές της στο εξωτερικό».

Στις 30/04/2010 διαβάζει κανείς (εφημερίς «ορθόδοξος τύπος», αρ. φυλ. 1829, σελ. 8) «Η ιερα σύναξις των κληρικών της ιεράς μητροπόλεως Νέας Σμύρνης συγκληθείσα υπό του οικείου μητροπολίτου κ. Συμεών απεφάσισε να ενισχύση την πρωτοβουλίαν του προέδρου της βουλής κ. Φιλίππου Πετσαλνίκου δια την σύστασιν και λειτουργίαν του λογαριασμού δια την απόσβεσιν του δημοσίου χρέους». Ο ίδιος ο μητροπολίτης αναφέρει: «Έτσι εν ονόματι της αγάπης μας προς την πατρίδα και της ευθύνης που έχουμε ως πνευματικοί ποιμένες, απεφασίσαμεν να προσφέρουμε άλλοι ολόκληρον τον μισθόν του μηνός Απριλίου κι άλλοι, όσοι δυσκολεύονται λόγω μεγάλων οικογενειακών βαρών ένα μέρος του». Στην ίδια εφημερίδα διαβάζει κανείς ότι «η ιερά σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απέστειλεν εγκύκλιον προς όλα τα μέλη της ιεράς συνόδου δια της οποίας υποδεικνύει την συμβολήν όλων των μελών εις την ενίσχυσιν του ταμείου αλληλεγγύης, το οποίον ίδρυσεν ο πρόεδρος της βουλής δια την σωτηρίαν του κράτους».

Φρίττει κανείς! Μήπως είμεθα εις πόλεμον και δεν το έχομεν νοήσει; Μήπως η Ελλάς βγαίνει από τα ερείπια πολέμου και επιζητά την συνδρομήν μας; Τον Ιούνιον του 1826 στο Ναύπλιον ο Γ. Γεννάδιος, δάσκαλος στην πλατεία του Πλατάνου μίλησε με λόγια συγκινητικά για την ανάγκην του αγώνα και προσέφερεν πρώτος τις μικρές του οικονομίες. Τότε ήταν που προσήλθε και προσέφερεν τον οβολόν της επευφημουμένη από το πλήθος μια γνωστή ζητιάνα από τις Κυδωνίες, η παροιμιακή Ψωροκώσταινα. Αλήθεια εις τοιούτο είδος δεινήν κατάστασιν περιήλθεν η χώρα, ώστε επιζητείται από τον καθένα η μικρά συμβολή του; Γιατί; Για να ελευθερωθούμε εμείς οι ραγιάδες από τον ζυγόν τίνων; Των ξένων εκμεταλλευτών; Και ποιοι μας παρέδωκαν σ’ αυτούς; Ποιοι εν όσω είχαμεν ειρήνην, μας λένε ότι νυν διεξάγεται πόλεμος και όλοι πρέπει να προσφέρωμεν; Γιατί η ίδια η βουλή των Ελλήνων ίδρυσεν «ταμείον αλληλεγγύης» και προσδοκά την συνδρομήν μας; -(τωρά έχοντας περάσει χρόνος από την συγγραφή τούτου του άρθρου, δικαιούται κανείς να μάθη και τι ύψος συνδρομής και εισφορών συγκεντρώθηκε και που πήγε αυτό το ποσό)-. Από ποιόν ζυγόν επεθύμησεν να μας ελευθερώση;


(συνεχίζεται)




Ραγιάδες (ΜΕΡΟΣ Α’)



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Ραγιάς:Αραβικής προέλευσης λέξη (ράγι=κοπάδι) που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για τους μη μουσουλμάνους κατοίκους της Τουρκίας. Η σημασία της λέξης ήταν περιφρονητική και είχε την έννοια του σκλάβου. Η πλειοψηφία των ρ. ήταν Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και Φράγκοι. Είχαν ελάχιστα δικαιώματα, τους απαγορευόταν να έχουν τις συνήθειες των Τούρκων σ` ό,τι αφορά το ντύσιμο, την κατοικία κ.λ.π. και ήταν υποχρεωμένοι να προσκυνούν τους Τούρκους και να καταβάλλουν κεφαλικό φόρο, το λεγόμενο "χαράτσι". Μέχρι το 1632 οι ρ. υπόκεινταν και στο φοβερό "φόρο αίματος", το παιδομάζωμα.


Παθολογία πολιτευμάτων (ΜΕΡΟΣ Β’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

Δ. ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

Στις ελληνικές πόλεις επήλθε όλο το φάσμα των πολιτειακών μεταβολών. Σε μερικές  δε, επανεμφανίζεται μια μορφή πολιτεύματος από παλαιά και δεν είναι τότε δια αυτήν κάτι το νέο, π.χ η τυραννία των Συρακουσών. Η εξάπλωση των Ελλήνων σε όλες τις ακτές της Μεσογείου μετα την κάθοδον των Δωριέων (750-550 π.Χ) και η επαφή με τα βαρβαρικά δρώμενα είναι γεγονός. Οι Πέρσες στην Ασία και η Καρχηδόνιοι στην Δύση παρεμπόδισαν την περαιτέρω αυτήν ανάπτυξιν του αποικισμού. Ούτως οι Έλληνες εστράφησαν σε πολιτικές αλλαγές ή άλλως σε συγκρούσεις του πλήθους και των ολίγων.
Κάποιοι ευγενείς θα οδηγηθούν στην προσπάθεια να εύρουν έρεισμα στον δήμο. Θα τον οδηγήσουν κατά άλλων ευγενών –δημαγωγία τύπου Πεισιστράτου- αλλά και θα του δώσουν περισσότερα προνόμια, όπως ο Εφιάλτης και ο Περικλής. Ο Κλεισθένης θα προχωρήση και σε πολιτικές αναδιαρθρώσεις.
Η Ιωνική επανάστασις (499-493), η Αθήνα και η Ερέτρια που  βοηθούν αυτές τις 30 πόλεις τις Ιωνίας αλλά και οι Μηδικοί πόλεμοι είναι ότι συμβαίνει τις δυο πρώτες δεκαετίες του ε’ αι. Την ίδια περίοδον και αμέσως μετά η συμμαχία της Δήλου γίνεται πραγματικότητα, όπως και η «ισοτύραννος» αρχή των Αθήνων εν αυτή.
Τω 465 π.Χ γίνεται σεισμός στην Μεσσηνία, εν Ιθώμη και πραγματοποιείται επανάστασις των ειλώτων. Είναι την εποχή που εν Αθήναις αρχηγός είναι ο Κίμων, ο οποίος τελικώς και απομπεύεται, που οι είλωτες εγκαθίστανται εις Ναύπακτον, και γίνονται προσπάθειες να ελεγχθή το λιμάνι της Κορίνθου υπο της δηλιακής συμμαχίας.
Ο Άρειος πάγος εν τω μεταξύ πλήττεται υπο των Εφιάλτου και Περικλέους, επέρχεται η δολοφονία του πρώτου και ανατέλλει η χρυσή εποχή του δευτέρου. Ούτος ο Περικλής ήτο καθ’ όλα φιλόπολις, υπεράνω χρημάτων και εν γένει ήγεν παρά ήγετο. Τότε υπήρξεν πρώτου ανδρός αρχή. Ως φιλόσοφος ηγέτης πρέσβευε την δια βίου μάθησιν , διατελέσας μαθητής του Πρωταγόρου και σύζυγος της Ασπασίας. Ήταν υπερόπτης ως λέγουν μερικοί, καθώς μορφή του, ων ακόμη εν ζωή, υπήρχεν εν τω ωδείον όπως υπήρχεν και απεικόνισις του ως αμαζονομάχος; Έν είναι σίγουρον. Ο Περικλής επεδίωκεν σφόδρα την άνοδον των Αθηνών μετά του κάλλους και της αυστηρότητος εις την εξωτερικήν πολιτικήν. Η εκστρατεία εις την Αίγυπτον σαφώς υποκρύπτει ως τόλμημα τας προσωπικάς αυτού φιλοδοξίας αλλά και του τερματισμού επι της εποχής του της ισοδυναμίας των πόλεων-δυνάμεων με επικράτησιν της μεγίστης αυτών, των Αθηνών.

Ε. Η ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΘΟΚΥΔΙΔΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Ο Θουκυδίδης ξυνέγγραψεν τον πόλεμον ευθύς εξαρχής, διατυπώνοντας και τις προφάσεις αλλά και τας κυρίας αιτίας της συγκρούσεως των δυο κόσμων, ήτοι της δημοκρατίας απ’ την μια και της αριστοκρατίας, τυραννίας και ολιγαρχίας απ’ την άλλη. Ο έπαινος ως ούτος απορρέει εκ του λόγου των Κορινθίων δια τας Αθήνας δεικνύει πως οι Αθηναίοι, πολυπράγμονες όντες επεθύμουν να λάβουν άπασαν την αρχήν της Ελλάδος. Η τακτική των ήτο η εύρεσις συμμάχων και υποτελών. Ο φόβος των μάλλον προήρχετο από τον κίνδυνον αποστασίας των συμμάχων των παρά απ την Λακεδαίμονα.
Τω 428 επισυμβαίνει η αποστασία των Μυτιληναίων. Η δημοκρατία εμφανίζεται μόνον εντός της πόλεως των Αθηνών, εν ώ έξω ως τυραννία. Χίλιοι Μηθυμναίοι σφάζονται εν ώ η νήσος βιαίως επανέρχεται υπο της αθηναϊκής αρχής.
Η ατομική ουδετερότης εν εκείνη τη εποχή καθίσταται ανέφικτη. Ο θεσμός των εταιρειών που ιδρύονται καθώς και η αντιστροφή των όρων και των αξιών είναι το ίδιον της εποχής του μεγαλυτέρου εμφυλίου της αρχαιότητος. Η παράλογη τόλμη θεωρείται ανδρεία  φιλικώς προσκείμενη εις την εταιρείαν, η  καθυστέρησις μετα προνοήσεως, δειλία κεκοσμημένη, η σωφροσύνη σχήμα ανάνδρου, η σκέψις  προκειμένου να παραχθή τι το συνετόν, αργοπορία ύποπτος, η φιλονικία αν και τρομερόν, ως τιθέμενον εκ φύσεως, η σκέψις μετ’ ασφαλείας τέλος, πρόφασις δια αποτροπήν.
Ομοίως και η πολιτική ουδετερότης καθίσταται κι αυτή ανέφικτος. Παράδειγμα οι Μήλιοι. Τα δίκαια και η παράδοσις ουδόλως έχουν να κάνουν με την λογικήν των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων. Η λογική της εποχής της πυγμής απαιτεί συμμόρφωσιν προς τον έχοντα την δύναμην ιδίως αν δεν υπάρχουν τα εχέγγυα της δύναμης δια αντίταξιν.
Αι δυνάμεις της πόλεως απαιτείται προς κάπου να διοχετευθούν. Η εκστρατεία της Σικελίας τούτο δηλοί δια την υπερδύναμην. Η εκγρήγορσις και η αποφυγή της οκνηρίας εμφανίζεται ενάντια της συνέσεως, της προνοητικότητος και της διατηρήσεως των δυνάμεων. Οι Αθηναίοι εζήτησαν εδραίωσιν της ηγεμονίας των, όχι ασταθείας και αποστασίας και εξάπλωσιν στην δύσην. Ο λόγος του Ευφήμου εν Καμαρίνα, αποδέχεται την ιμπεριαλιστικήν τακτικήν, καθώς τούτο εστί ωφέλιμον και δια τους συμμάχους, αφ’ ού η μεγάλη δύναμις προσφέρει ασφάλειαν.
Όμως οι σύμμαχοι και υποτελείς των Αθηναίων δεν υπήρξαν ποτέ νομοτύπως πολίται της αυτοκρατορίας, ως εν αντιθέσει ήσαν οι υποτελείς των Ρωμαίων υστερότερα.

(συνεχίζεται)




Όνειρο στο κύμα (ΜΕΡΟΣ Α’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
 όπου και να θολώνει ο νούς σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
(Οδυσσέας Ελύτης «Άξιον Εστί» ΨΑΛΜΟΣ ΙΑ΄)

 Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας εκ των δύο -ο άλλος είναι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας- κατ’ εξοχήν εργατών του ηθογραφικού διηγήματος. Είχε παρουσιαστεί από νωρίς (1879) με μυθιστορήματα ιστορικά και περιπετειώδη, πέρασε όμως κι αυτός υστερότερα στο ηθογραφικόν διήγημα, που το καλλιέργησε πια σχεδόν αποκλειστικά για μίαν ολόκληρην εικοσιπενταετία. 



Παθολογία πολιτευμάτων (ΜΕΡΟΣ Α’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο άνθρωπος δύναται να ζήση μόνος του ή εις κοινωνίαν. Με το πρώτον οδηγείται εις κατάστασιν θηριωδίας ή θεώσεως. Με το δεύτερον στοχοθετείται τι το ενδιάμεσον, ήτοι ένας καλλιεργημένος βίος. Η δομή της κοινωνίας δεν είναι μόνον η οικογένεια αλλά εις την ουσίαν η μεγαλυτέρα μονάδα που αποβλέπει εις το τέλειον και μη ελλείπον, την πόλιν. Δομήτωρ αυτής είναι η πολιτική η οποία έχει ένα όραμα και το θέτει εις τους πολίτες, οι οποίοι ακολουθούν ως ψήφοι ή αντιδρούν ως ενάντιοι. Τούτο καλείται και βουλή της πολιτικής και απήχησις εις το πλήθος.
Οι πολίτες ιεραρχούνται βάσει της αξίας των -το τίμιον-, της περιουσίας των κι ούτως επέρχεται η διάκρισις των ολίγων και των πολλών. Οι ολίγοι έχουσι «τίμιον» μεγαλύτερον όμως τούτο αντισταθμίζεται με το μικρόν αλλά πολυπληθές «τίμιον» των πολλών και υπάρχει ισοψηφία ή ισοσθένεια. Η ιστορία είναι πράξις δράσεως των δυο αυτών ομάδων, των πολλών και των ολίγων.
Η πολιτεία είναι φυσικόν τι τέλος. Πόλωσις δυο μερίδων ισοδυνάμων, ισοσθενών. Εις περιπτώσεις συγκρούσεων η ισοσθένεια δημιουργεί επιμήκυνση των συμφορών και των δεινών. Ωστόσο η ισοσθένεια μεταφράζεται με αρμονίαν εις την πολιτείαν εις περιόδους ειρήνης. Διότι σώζεται ως σώμα αφ ού υπάρχουν ισορροπημένες αντινομίες. Το πολιτειακόν σώμα είναι ιδανικόν όταν όλοι συστρατεύονται προς αυτήν την κατεύθυνσι και την αυτήν πορείαν. Χάσκει δε όταν δεν βαδίζουν όλοι επι της αυτής πορείας και υπάρχει ούτως απόκλισις και σύγκρουσις όταν εναντιώνονται. Διάλυσις τέλος υπάρχει όταν άπαντες βαδίζουν εις αντίθετην κατεύθυνσιν. Ουδέν πολιτειακόν σύστημα υπήρξεν ιδανικόν πάρεξ εις την θεωρίαν.

Β. ΚΑΤΑ ΗΣΙΟΔΟΝ

Ενθάδε αναφέρονται οι τάσεις του πολιτισμού, οι οποίες είναι και πολιτειακές τάσεις. Η τάσις είναι καθοδική για τον Ησίοδον. Πρώτα υπήρχεν το χρυσόν, μετά το αργυρόν, και ακολούθησαν το χάλκινο, το ηρωϊκον και το σιδηρούν γένος των ανθρώπων. Όμως υπάρχει ελπίς παλινδρομήσεως. Διότι εις πάν θρησκευτικόν αίσθημα υπάρχει η ελπίς της επανόδου εις τον παράεισον. Άρα η πολιτειολογία είναι ένα όραμα προς την επανόρθωσιν των αμαρτημάτων (πρβλ και την βουλή των πολιτικών άνωθεν). Αν και κάθε πολιτειακόν κατασκεύασμα είναι εφήμερον υπάρχει η ελπίς, κάτι που πηγάζει εκ του θυμικού και του λογικού, δια την έλευσιν της ουρανίου πολιτείας. Την δυνατότητα παλινδρομήσεως προς την ουράνιον αυτήν πολιτείαν εξάλλου την υπονοεί η ύπαρξις του ηρωϊκού γένους μεταξύ των καταπεπτοκότων ολόεν γενών

Γ. ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ

Το αν οδηγούμεθα από το καλύτερο στο χειρότερο απήσχόλησε και τον Ηρόδοτον. Και αυτό απεδείχθη με τους λόγους του Οτάνη, Μεγαβύζου και Δαρείου. Το κακόν της  δημοκρατίας οδηγεί εις την βασιλείαν. Το κακόν της ολιγαρχίας πάλι οδηγεί εις την μοναρχίαν. Άρα κατά τον Ηρόδοτον αφ’ ού εις την εποχήν του η Ελλάς από την βασιλεία που απόλλυται φθάνει εις την ολιγαρχίαν, π.χ στην Σπάρτη και την δημοκρατίαν, π.χ στην Αθήνα, αυτή κακοπαθεί.
Ο ανήρ βασιλεύς με την γνώσιν του γίγνεται επίτροπος του πλήθους και δύναται να κρατήση τα μυστικά του κράτους κατά των εναντίων. Υπουν δε η φιλαρχία καθ’ ενός εκάστου από τους ολίγους και ο φατριασμός των πολλών, εως ότου κάποιος του επιβληθεί. Η μοναρχία του Δαρείου επεβλήθη δια αγώνος, εν ώ εδύνατο και δια της εκλογής. Ούτος απέβη μέγας ως βασιλεύς κατά τον Ηρόδοτον.

(συνεχίζεται)


Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Δ’) (τελευταίον)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

(Γ’ ΦΑΣΙΣ)
(ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙ.)

Γύρω στα 1900 οι λόγιοι της γενιάς του 1880 ήταν πια ώριμοι άντρες και είχαν αναλάβει θέσεις υπεύθυνες στην πνευματική ζωή. Η δημοτική είχε επικρατήσει στην ποίησιν και άρχιζε να κατακτά και την πεζογραφία και δοκίμαζε να εισχωρήση σε πιο απόκρυφες περιοχές (ιδέ 1901 «Ευαγγελικά»).
Οι άνθρωποι αυτοί είχαν επιτελέσει ήδη μιαν αλλαγή και το πνεύμα τους ήτο ανοικτό στην πρόοδον και την ανανέωσιν και ο πόλεμος του 1897 εστάθη ένα ισχυρό κτύπημα, που άφησε σημάδια στην πνευματική και πολιτική ζωή. Οι παλιές ιδέες, η άγονη προγονοπληξία, η καθαρεύουσα ηυρέθησαν ως υπεύθυναι δια την εθνικήν παρακμήν, εν ώ υπήρξεν εν τω άμα έφεσις δια το καινούργιο, μια έφεσις που ολοένα δυνάμωνε μ’ ένα αίσθημα ευθύνης, συνδυασμένον με σοβαρότητα στο αντίκρυσμα των προβλημάτων. Η προοδευτική αυτή έφεσις δια αλλαγήν αγκάλιασεν και τον νευραλγικόν τομέαν της παιδείας, όπου η κυριαρχία της καθαρευούσης και δη εν τω δημοτικώ σχολείω ήτο ιδιαιτέρως βλαβερή.
Τω 1902 ο ιατρός της Πόλης Φώτης Φωτιάδης με το βιβλίον του «το γλωσσικόν ζήτημα και η εκπαιδευτική μας αναγέννησις» άνοιξε πρώτος τον δρόμο. Την ίδιαν εποχή σπουδάζουν στην Γερμανίαν τρείς άνθρωποι, οι Δ. Γληνός, Α. Δελμούζος και Μ. Τριανταφυλλίδης, που επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα γίνουν στελέχη του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», του ιστορικού σωματείου, ιδρυθέντος αυτού τω 1910, το οποίο ηγωνίσθη δια την προπαρασκευήν και εφαρμογήν της εκπαιδευτικής μεταρρυθμίσεως.
Ο Δ. Γληνός έχοντας βαθύν φιλοσοφικόν στοχασμόν και καθαράν σκέψιν ήρθε αργότερα τω 1926 εις διάστασιν με τους υπολοίπους του Ομίλου καθώς εζήτα την λύσιν του προβλήματος εις την αριστεράν ιδεολογίαν και την πολιτικήν. Ο Α. Δελμούζος κατ’ εξοχήν εκπαιδευτικός, διαθέτοντας φωτισμένην σκέψιν και ενθουσιαμόν θα ζητήση να θεμελιώση την εκπαιδευτικήν προσπάθεια όχι μόνον στον δημοτικισμόν αλλά εις μίαν βαθυτέραν συνείδησιν νεοελληνικήν. Τας ιδέας του εφήρμοσε στο ανώτερον δημοτικόν παρθναγωγείον του Βόλου (1908-1911), στο Μαράσλειο Διδασκαλείον Αθηνών (1923-1925) και στο Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης. Αι αντιδραστικαί δυνάμεις ανέκοπταν κάθε φορά την προσπάθειά του.
Ο Μ. Τριανταφυλλίδης επιστήμονας γλωσσολόγος, σπούδασε γλωσσολογία και βυζαντινή φιλολογία στην Γερμανία. Την εκπαιδευτικήν του και επιστημονικήν του κατάρτισιν την έστρεψεν στην εξυπηρέτησιν του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Είναι αυτός που έβαλεν τάξι και σύστημα στην γραφομένη δημοτική και στην διδασκαλία της στο σχολείον. Μετά τον Ψυχάρη είναι εκείνος που πρωτοστάτησεν στο κίνημα του δημοτικισμού στην Ελλάδα. Κατήρτισεν ένα σχολικόν γλωσσικόν πρόγραμμα και παρηκολούθησε από κοντά την εφαρμογή του στο δημοτικόν σχολείο, όπου εισήλθε η δημοτική ως γλώσσα των αναγνωστικών και ως όργανον διδασκαλίας για πρώτη φορά τω 1917.
Η επαναστατική κυβέρνησις Βενιζέλου κάνει τω 1917 το αποφασιστικόν βήμα και εφαρμόζει «εκπαιδευτικήν μεταρρύθμισιν». Η δημοτική (μητρική) γλώσσα εισάγεται και διδάσκεται στις τρείς πρώτες τάξεις του δημοτικού και νέα ζωντανά αναγνωστικά έρχονται ν’ αντικαταστήσουν τα άθλια παλαιότερα. Το πρόγραμμα προέβλεπεν σταδιακή εισαγωγή της μητρικής γλώσσης και στις ανώτερες τάξεις του δημοτικού σχολείου, αλλά η μεταπολίτευσις του 1920 κατήργησεν την μεταρρύθμισιν κι ανέκοψεν για πολλές δεκαετίες την ολοκλήρωσίν της.

ΤΕΛΟΣ


Ένας πανηγυρικός των εικόνων

(ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)
(η ανάγκη της αναστηλώσεως των εικόνων)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-



  «Quam multas imagines
fortissimorum virorum
nobis reliquerunt
scriptores,
non solum ad intuendum,
verum etiam ad imitandum»
(Κικέρων)

Ο Κικέρωνας τω 62 π.Χ υπερασπιζόμενος τον Αρχία τον ποιητή δημοσίως αναφωνεί με θαυμασμό, «πόσες πολλές εικόνες γενναιοτάτων ανδρών μας κληροδότησαν οι συγγραφείς, όχι μόνον δια να τις κοιτάζουμε αλλά και δια να τις μιμούμεθα»! Ιδού το νόημα της υπάρξεως των εικόνων εν συνόψει. Ο λόγος υπάρξεώς των, ο τελικός σκοπός τόσων και τόσων συγγραφέων δεν φαίνεται κανένας άλλος απ’ την αιώνια διδαχή των επομένων γενεών. Τόσες γενεές ανθρώπων μπήκαν σε τέτοιον αγώνα, ώστε να δημιουργήσουν και διατηρήσουν εικόνες γενναίων ως προς τον νού και την ψυχή ανθρώπων, για να μπορούμε εμείς που ήρθαμε μετά, όχι μόνον απλώς να τις κοιτάμε και να τις θαυμάζουμε ή να τις λατρεύουμε επιφανειακώς, αλλά και να προσπαθούμε με δέος να τις μιμούμαστε.
Ο Κικέρωνας συνεχίζει να λαλή μεσ’ την καρδιά μας: «Quas ego, cupidus bene gerendi et administrandi vitam, semper mihi proponebam». «Αυτάς εγώ», λέει «επιθυμώντας την καλήν διοίκησιν και διαχείρισιν της ζωής, πάντοτε έβαζα μπροστά μου, ως παράδειγμα». Τι κατάφερε; Τα σπουδαιότερα. «Colendo et cogitando hominess excellentes animum et mentem meam conformabat» ήτοι «Με το να λατρεύω και με το να σκέπτομαι τους εξόχους των ανθρώπων, διέπλαθα την ψυχήν και τον νού μου». Και αυτή η διάπλασις ψυχής τε και πνεύματος εις τι συνετέλεσεν; Ο ίδιος ο αγαθός ρήτωρ θα προλάβη να μας ειπή: «Sic enim ducendo esse parvi omnes cruciatus corporis et omnia pericula mortis» δηλαδή «με το να θεωρώ έτσι, ότι είναι μικρής αξίας όλα τα βάσανα του σώματος και όλοι οι κίνδυνοι του θανάτου», «potui obicere me in tot ac tantas dimicationes», «εδυνήθην να ριχθώ εις τόσους πολλούς και τόσο μεγάλου αγώνες».
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας δίδει σαν σε συνέχεια αυτήν την ευεργεσίαν της υπάρξεως των εικόνων των εξόχων ανθρώπων μέσα μας, των αγίων, των γενναίων, των σπουδαίων ενώπιον του θεού, με τα εξής λόγια: «Ό,τι και να μας συμβή», λέγει «είτε μας αρπάσουν την περιουσίαν μας, είτε μας συκοφαντήσουν και μας περιφρονήσουν, είτε μας φυλακίσουν, είτε μας μαστιγώσουν, είτε οτιδήποτε άλλο από τα δεινά μας κτυπήση, γρήγορα θα κατορθώσωμεν να συνέλθωμεν από την δοκιμασίαν και να ενισχυθώμεν. Το παράδειγμα των δικαίων ανδρών, οι οποίοι έπαθον τα ίδια και καρτερικώς υπέμειναν τας δοκιμασίας, θα είναι δια ημάς πηγή δυνάμεως… Τούτο θα συμβή, όχι μόνον διότι θα παρηγορούμεθα, ενθυμούμενοι, ότι κι άλλοι ενωρίτερα από ημάς έπαθον και υπέφεραν τα ίδια, αλλά και διότι θα σπουδάζωμεν και θα μανθάνωμεν τον τρόπον με τον οποίον θα απαλλαγώμεν από τα δεινά. Ακόμη θα μάθωμεν από τα άγια εκείνα παραδείγματα… ούτε εις ραθυμίαν και οκνηρίαν πνευματικήν να πίπτωμεν, ούτε να χάνωμεν το θάρρος μας και να φθάνωμεν εις απελπισίαν και απόγνωσιν»(περι μετανοίας και ευχής, ομιλία 4η, ii, 357).
Αυτά τα λόγια των δυο ανδρών από σήμερα, ας γίνουν οδηγοί μας. Αι εικόναι των εξόχων και αγίων μορφών του παρελθόντος, ας αποκτήσουν το νόημα υπάρξεως που αληθώς έχουν. Υπάρχουν εκεί δια να λατρεύουμε τα πρόσωπα που απεικονίζουν αλλά και πιο πολύ δια να σκεπτόμεθα αυτά και να διαπλάθωμεν την ψυχήν και τον νού μας κατά μίμησίν των. Και τούτο το έχομεν σήμερα ανάγκη, όσο ποτέ άλλοτε.
Ας επαναθέσωμεν μπροστά μας τις εικόνες ως παράδειγμα ζωής.




Η επέλαση της πλεονεξίας

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«πολλάκις δε και όλας
πόλεις
χρημάτων ένεκα
εξανδραποδίζονται»
(Ξενοφώντος, Συμπόσιον, iv, 34-36)

Μερικές φορές απορεί κανείς και θαυμάζει βλέποντας ανθρώπους πάμφτωχους, να ευχαριστούν τον θεό δια άπαντα τα ελέη που τους δίδει και να θεωρούν εαυτούς πλουσίους εν ώ δεν έχουν παρά μόνον τα απαραίτητα. Πώς αλήθεια μπορούν και υπερηφανεύονται εν ώ έχουν τόσα λίγα; Το ίδιο ζήτησε και ο Σωκράτης από τον Αντισθένη να του το εξηγήση. Και τότε ο μεγάλος κυνικός φιλόσοφος του είπε: «Υπερηφανεύομαι, γιατί νομίζω, φίλοι, ότι οι άνθρωποι τον πλούτο και την φτώχεια δεν τα έχουν στο σπίτι, αλλά στην ψυχή»!
Σπουδαία λόγια, ενός μεγάλου στην ψυχή ανδρός. Ό,τι τελικώς κάνει φτωχόν έναν άνθρωπο, μιαν οικογένεια, μιαν πόλιν, μια χώρα δεν είναι η έλλειψις υλικών πόρων, αλλά η άδεια των ψυχή. Πάει καιρός τώρα, που οι δύσμοιροι εμείς παραπονούμαστε, και δικαίως, διότι κάποιοι ανάλγητοι εμείωσαν το εισόδημά μας και τω όντι δεν έχουμε να θρέψωμε ούτε τους εαυτούς μας, ούτε τις οικογένειές μας. Αλλά απορίας άξιον είναι ότι ούτε ένας από εμάς δεν ηυρέθη να βγή, να διαμαρτυρηθή, να κραυγάση γιατί τόσα χρόνια κάποιοι μας αδειάζουν πάρεξ του κορβανά και την ψυχή μας.
Και ποιοι είναι οι άδειοι στην ψυχή; Πώς μας άδειασαν την ψυχή; Ας θαυμάσουμε τις πράξεις μας και τους εαυτούς μας. «Γιατί βλέπω πολλούς απλούς ανθρώπους, οι οποίοι εν ώ έχουν πάρα πολλά χρήματα, νομίζουν ότι είναι τόσο φτωχοί, ώστε υποβάλλονται σε κάθε κόπο και κάθε κίνδυνο με τον όρο να αποκτήσουν περισσότερα. Γνωρίζω δε και αδέρφια, που εν ώ έχουν κληρονομήσει τα ίδια, ο ένας απ’ αυτούς έχει όσα του αρκούν δια τις ανάγκες του και περισσότερα, εν ώ ο άλλος στερείται τα πάντα». Μας κάνανε ή γίναμε μοναχοί μας δυο τύποι ανθρώπων. Αυτοί που κάνουμε τα πάντα δια την ύλη κι αυτοί που εν ώ την βρήκαμε δεν την ευχαριστιόμαστε και ζούμε μες την μίζερη αθλιότητα.
Οι πρώτοι από εμάς δουλεύουμε ωςδούλοι μέρα και νύχτα στο κυνήγι αυτής, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την προσωπική σωματική και ψυχική υγεία μας ή και πηγαίνοντας ενάντια σε γραπτούς και αγράφους νόμους, στο όριον της παρανομίας απέναντι σε ανθρώπους και θεό δια να μπορούμε να απολαύσωμε όσο το δυνατόν περισσότερα. Οι άλλοι, κι αυτοί δυστυχισμένοι, αν και έχουν να συντηρηθούν, θεωρούν τον εαυτόν τους πάμφτωχο, ότι τίποτα δεν κατόρθωσαν κι εν ώ θα μπορούσαν να ζούν ευτυχισμένοι, το σαράκι της ψυχής των τους κατατρώγει και δεν τους αφίει να ηρεμήσουν, να ασχοληθούν με κάτι το ανώτερο, αλλά πεθαίνουν έτσι, σαρακοφαγωμένοι. Τι λείπει και στους δύο τύπους, κατηγορίες ανθρώπων από εμάς; Η γνώσις της υπάρξεως κάτι σπουδαιότερου της ύλης, κάτι περισσότερου θεϊκού, ανώτερου πνευματικού, στο οποίον αυτή μπροστά του είναι και μοιάζει με το τίποτα.
Η ύπαρξις του φωτός, του κόσμου των ιδεών.
Αυτό το φώς  δεν το κυνηγήσαμε όταν μπορούσαμε. Δεν μας έμαθαν τον τρόπο να το δούμε, να το ζητούμε, όταν ευκαιρήσαμε. Στοιχεία κυνικής φιλοσοφίας ούτε για δείγμα δεν μας δώσαν στα σχολεία μας και τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος του χριστιανισμού, του καταλληλοτέρου της διδαχής των εννοιών της εγκρατείας και ολιγαρκίας μας τον αλλοίωσαν. Γιατί η θέασις του φωτός, κατ’ ανάγκην προυποθέτει εν μέρει την επάρκεια και των ολίγων υλικών αγαθών, τα οποία τω όντι μοιάζουν απαραίτητα δια να αποσυγκολληθώμε από την μέριμνα της επιβιώσεως. Και αυτήν την προϋπόθεσιν μας την στερήσαν οι ηγεμονίσκοι, δια το ίδιο ακριβώς μικρόβιον της ψυχής που κύκλους κάνει σ’ όλους, κι έτσι μας απόκοψαν απ’ το φώς δια παντός. «Αυτοί οι τύραννοι, έχουν τέτοιαν δίψα δια τα χρήματα, ώστε κάνουν πολύ χειρότερα απ’ τους πιο φτωχούς. Από φτώχεια δηλαδή άλλοι κλέβουν, άλλοι λεηλατούν τάφους, άλλοι εμπορεύονται ανθρώπους. Αυτοί όμως οι τύραννοι εξοντώνουν ολόκληρες οικογένεις, σκοτώνουν ομάδες ανθρώπων και πολλές φορές υποδουλώνουν ολόκληρους λαούς με σκοπό τα χρήματα».
Και πιστεύουμε τώρα πια εμείς οι κλέπτες απ’ ανάγκη για να ζήσουμε, οι ιερόσυλοι, οι σωματέμπορες αλλά και οι τύραννοι που μας ηγεμονεύουν, που μας ξεπουλήσανε σταδιακώς, που σκοτώσανε τις οικογένειές μας, και πολλούς συνάνθρώπους μας  έριξαν στον δρόμο, ότι είναι δυνατόν να ζήσωμεν ανώτερα, να δούμε έστω κατ’ ολίγον το θείο φώς;


Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Γ’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

(Β’ ΦΑΣΙΣ)
(Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1880)

Με την μεταβολή του 1880 η δημοτική είχε ολοκληρωτικά επικρατήσει στην ποίησι. Η πεζογραφία όμως εξακολουθούσε να γράφεται στην καθαρεύουσα.
Τω 1882 ο Κωνσταντίνος Κόντος εκδίδει το βιβλίον του «γλωσσικαί παρατηρήσεις», ως συγκεντρωτικόν άρθρων του και μελετών του περι της γλώσσης. Όντας φιλόλογος και μαθητής του ολλανδού Cobet και απ’ το 1868 εν τω πανεπιστημίω Αθηνών καθηγητής, είναι μία περίεργη αναβίωσις στον 19ον αι. των «αττικιστών» της ύστερης αρχαιότητος. Η γλωσσική του διδασκαλία αποτελεί το αποκορύφωμα της τάσεως του εξαρχαϊσμού της περιόδου 1830-1880.
Η απάντησις ήρθε απ’ έναν πανεπιστημιακόν φιλόλογον και πάλι αλλά και λογοτέχνη τον Δημ. Βερναρδάκη με το «ψευδαττικισμού έλεγχος». Ούτος εχτύπησεν τον «αττικισμόν» του Κόντου κι εζήτησεν την βαθμιαίαν επιστροφήν στην λαϊκήν γλώσσα. Στην συζήτησιν παρενέβη ο γλωσσολόγος Γ.Ν. Χατζιδάκις. Η θέσις αυτού στην αρχή ήτο διφορούμενη, εχτύπησεν τον Βερναρδάκη και υπεστήριξεν τον Κόντο αλλά και αναγνώρισεν και δίκαια της δημοτικής. Αργότερα ρητώς εκδηλώθηκε αντίπαλος του δημοτικιστικού κινήματος.
Η διαμάχη οξύνθηκε και από τις δυο πλευρές, ώσπου ενεφανίσθη ο Ψυχάρης με το «ταξίδι μου» (1888), αυτήν την επαναστατικήν του προκήρυξιν δια την δημοτικήν γλώσσα. Ο Ψυχάρης με απόλυτην αφοσίωσιν και εμμονήν εις τας ιδέας του, με αποφύγην οιουδήποτε συμβιβασμού, που έφθανε ως το πείσμα και τον φανατισμόν, λαμβάνει δια το γλωσσικόν στάσιν τολμηρά, αποφασιστικήν και με καθόλην έλλειψιν συμβιβασμού. Εκήρυττεν πως δεν εχρειάζετο να περιμένουμε και πως έπρεπε η δημοτική να γραφή αμέσως και παντού, στην ποίησιν, πεζογραφίαν αλλά και να γραφή με όλους τους κανόνες της, την γραμματικήν και το τυπικόν της, χωρίς καμμίαν υποχώρησιν στα καθιερωμένα. Με αυτήν την τολμηράν και αδιάλλακτην στάσιν του προχώρησεν αποφασιστικά το γλωσσικόν ζήτημα και εγένετο ο αρχηγός του «δημοτικισμού».
Τω 1888 έτος εκδόσεως του «ταξίδι μου», ο Αλέξ. Πάλλης ευρίσκεται με τον Αργ. Εφταλιώτη εν ώ εργαζόντουσαν στην Βομβάη. Ο Πάλλης γρήγορα το τάλαντό του το έστρεψε στις μεταφράσεις, όπου και μετέφρασεν Ευριπίδη, Θουκυδίδη και Σαίξπηρ και Κάντ, και τον τελευταίον δε για να δείξη τις ικανότητες της δημοτικής εις ένα τόσον δύσκολον έργον.
Τα δυο μεγάλα του επιτεύγματα όμως είναι η μετάφρασις των Ευαγγελίων, που ξεσήκωσεν ταραχές στην αντιδραστικήν Αθήνα  του 1901, τα περιβόητα «Ευαγγελικά» και προπάντων της Ιλιάδος, κάτι που εστάθη δια αυτόν έργον ζωής. Ξεκινώντας απ’ την αντίληψιν πως τα ομηρικά ποιήματα ήταν δημιουργίες λαϊκές, προχώρησεν με τόλμη να μεταπλάση το ομηρικόν έπος εις σύγχρονον δημοτικόν τραγούδι, αξιοποιώντας την γλώσσα και τα στοιχεία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Ο Παλαμάς είπεν ότι το έργον τούτο απετελείτο από «αψαγαδιάστους 15σύλλαβους». Η μετάφρασι αυτή του Πάλλη απετέλεσεν το σημαντικότερον επίτευγμα της γενιάς των πρώτων δημοτικιστών.

(συνεχίζεται)




Το κεντρί που πονάει πιο πολύ

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«έρως ποτ’ εν ρόδοισι
κοιμωμένη μέλιτταν
ουκ είδεν, αλλ’ ετρώθη
και ωλόλυξε»
(Ανακρεόντεια, 3ος π.Χ αι)

Ήταν κάποια στιγμή, όταν είχε παρέλθει το μεγαλείον της κλασσικής εποχής, όπου εβασίλευεν η παρακμή. Οι άνθρωποι αυτής της δυσώδους εποχής δεν είχαν στο νού τους τίποτα άλλο παρά τα συμπόσια, τα γλέντια και τα μεθύσια. Ένας παρατεταμένος καιρός μέσα στην παράλυσι, το όνειρο, την παραζάλη, την αμεριμνησιά και την έλλειψι κάθε είδους προβληματισμού. Σε μια τέτοια κατάστασι τέλματος, το πνεύμα ζεί μιμούμενο τις δάφνες των προγόνων και επαναπαύεται σ’ αυτές και αν και δεν δρά και δεν παράγη τίποτα, ζεί με την αυταπάτη, ότι τα θέλγητρα της ζωής ανήκουν αποκλειστικά σ’ αυτούς που έχουν προγονικούς θριάμβους να επιδείξουν. Η ζωή στην παρακμή είναι μια ζωή μέσα σε ροδοπέταλα. Αλλά εκεί τότε μέσα στα τριαντάφυλλα, συμβαίνει το απροσδόκητο.
«Ο Έρως κάποτε μέσα σε τριαντάφυλλα, μιαν μέλισσα που κοιμόταν δεν είδε και πληγώθηκε απ’ το κεντί της κι επειδή τρυπήθηκε στο δάκτυλο του χεριού, έβαλε τις φωνές». Αυτός ο μικρός, ο κατεργάρης, που ζούσε ωραία κι ένοιθε θεός, δεν είχε ξανανοιώσει τόσον δυνατό πόνο. Δεν γνώριζε, ότι η ζωή δεν έχει χαρές μόνον αλλά και δάκρυα. Ποιος του δίδαξε την θλίψι; Κάτι ασήμαντο, κάτι που ούτε τι ήταν δεν ήξερε. Το κεντρί μιας μικρής μέλισσας. Πέταξε ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο προς την μητέρα του την Αφροδίτη κι εκεί της είπε με δάκρυα στα μάτια: «Χάθηκα μητέρα. Χάθηκα και πεθαίνω. Φίδι με δάγκωσε μικρό φτερωτό, που το ονομάζουν μέλισσα οι γεωργοί».
Αυτό που τον δάγκωσε και δεν ήξερε τι είναι, θεώρησε ότι ήταν κάτι τρομερό, ένα φίδι που το δάγκωμά του θα του επέφερε τον θάνατον. Ο αμάθητος στους πόνους, στην πρώτη θλίψι, θεωρεί ότι αυτή είναι αξεπέραστη και ότι χάνεται, ότι ήρθε το τέλος του και αμέσως βαρυγκομά και δυσανασχετεί. Αυτός που μέχρι εκείνην την στιγμή ήταν ανέμελος και ωραίος θα έπρεπε τώρα να πεθάνη; Ήταν δυνατό να γίνη αυτό; Αλλά και πάλι δεν έφθανε η δύναμι του νού του να κατανοήση ότι το δάγκωμα δεν ήταν θανατηφόρο, ότι απλώς ήταν ένα ταρακούνημα δια να βγή απ’ τον λήθαργο της ξεγνοιασιάς. Ήρθε η μητέρα του, να του το διδάξη.
«Παιδί μου» του είπε «αν το κεντρί μιας μέλισσας σου προξενεί τόσον μεγάλον πόνο, φαντάσου πόσο πολύ πονάει το κεντρί που εσύ μπήγεις στους ανθρώπους». Οι άμυαλοι εμείς! Αλλά κι αυτοί που διαλέξαμε να μας κυβερνούν. Κοιτούσαμε τις χαρές μας και ο πόνος των διπλανών μας δεν μας ένοιαζε. Για μας η ζωή ήταν χαρά, αλλά τα δάκρυα των άλλων δεν τα βλέπαμε. Και οι ήγέτες μας δεν είχαν ιδέα για το ποια είναι η αληθινή ζωή. Για αυτά που λένε οι «γεωργοί» θα νοιαζόντουσαν; Την γλώσσα του λαού τους και δεν την γνώριζαν. Αυτοί είχαν μάθει σε μια ζωή στρωμένη με άνθη.
Τώρα όμως που κάτι μας κέντρισε, ήρθε η στιγμή κι εμείς να συναισθανθούμε, ότι πονάμε, όπως όλοι οι θνητοί, αλλά και οι δυνατοί, οι ηγεμόνες να αισθανθούν τι σημαίνει ο πόνος που τόσον καιρό έμπηγαν στους ανθρώπους, στον λαό τους, αυτόν που απαξιωτικά αποκαλούν «γεωργό», ταπεινό, όχλο, μάζα. Διότι και έμεις ξυπνήσαμε και είδαμε ποια είναι η αληθινή πλευρά της ζωής αλλά και οι υψηλά στάντες τώρα ζούν με τον φόβο, ότι θα εκδικηθούν εκείνοι, που τόσον  καιρό τώρα τους αδικούσαν.


Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Β’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
                 
(Α’ ΦΑΣΙΣ)
(ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ)

Οι θέσεις του Αδαμαντίου Κοραή δια την παιδείαν είναι μια σύνθεσις των παιδαγωγικών θεωριών όλων των στοχαστών της περιόδου, ήτοι του Μοισιόδακα, του Ψαλίδα, του Φιλιππίδη, του Κωνσταντά. Η ελληνική σκέψις κατ’ αυτόν πρέπει πρώτα να περάση μιαν διαδικασίαν μαθητείας προς αφομοίωσιν της σκέψης των άλλων λαών. Οι Έλληνες δεν είναι υποχρεωμένοι ν’ αρχίσουν απ’ το μηδέν, αφ’ ού μπορούν να χρησιμοποιήσουν την σοφίαν και τις ανακαλύψεις των άλλων. Δυο είναι λοιπόν οι πηγές της αναδιαπαιδαγώγησης των Ελλήνων: α) οι σύγχρονοι ευρωπαίοι λόγιοι, επιστήμονες και φιλόσοφοι και β) ο ελληνικός πολιτισμός.
Η φιλοσοφική του θεωρία δια την παιδείαν βασίζεται εις τον εξής συλλογισμόν:
α) μεγάλο κατόρθωμα αποτελεί η επίτευξις της ελευθερίας αλλά μεγαλύτερον ακόμα αποτελεί η διατήρησίς της
β) οι Έλληνες στοχαστές είναι ανίκανοι να διαμορφώσουν τους απαιτουμένους παιδαγωγικούς στόχους, αφ’ ού βρίσκονται εις σύγχυσιν όσον αφορά τας βασικάς αρχάς.
γ) μόνον η συνεπής επεξεργασία του νοήματος τεσσάρων βασικών αρχών της πολιτικής θεωρίας, η ευτυχία, η αρετή, η δικαιοσύνη και η ελευθερία, μπορούν να βγάζουν απ’ το αδιέξοδο κάθε φορά τους πίπτοντας εις αυτό. Δια να επιτευχθούν δε αυτές οι βασικές αρχές απαιτείται μετριοπάθεια. Η μετριοπάθεια εκδηλώνεται:
·       στην επιδίωξιν της ευχαρίστησης
·       στον σεβασμόν στην ισότητα
·       στο πνεύμα συνεργασίας.
Για την γλώσσα λοιπόν εμφορούμενος απ’ τα ανωτέρω, πιστεύει ούτε στην των βαρβάρων γλώσσα, ούτε εις την αρχαίαν, αλλά εις μίαν νέαν γλώσσαν ενός νέου έθνους, η οποία θα αποτελή και την κληρονόμο της πλουσίας προγόνου της. Αυτήν θα την καταλαβαίνη ο λαός αλλά δεν θα προκαλή και την αντίδρασιν των μορφωμένων τάξεων. Η μέση όδός, ένας συμβιβασμός, δεν κράτησε για πολύ.
Ειδικότερα στην γλωσσικήν διαμάχη ο Κοραής μπήκε τω 1805 στον πρόλογον ενός βιβλίου του. Στις δύο μερίδες, των «δημοτικιστών», «χυδαϊστών» και των αρχαϊστών αυτός προέβαλεν την «μέσην οδόν». Εκδίδει και υπομνηματίζει αρχαίου συγγραφείς, μελετά την νέαν γλώσσαν, την οποίαν και σωστά την βλέπει ως την τελευταίαν φάσιν μίας και της αυτής γλώσσης από την αρχαιότητα ως τις μέρες του.
Η κλασσική του παίδευσις, η πείρα της ζωής και αι φιλελεύθεραι, δημοκρατικαί του ιδέαι τον οδηγούν στην μεσότητα, η οποία και του δημιουργεί μιαν πνευματικήν ισορροπίαν. Η μέση όδός είναι λύσις δημοκρατική. Η απαμάκρυνσις εκ της «κοινής» είναι τυραννικόν αλλά και το χυδαίζειν δημαγωγικόν. Εν τω μέσω των «ολιγαρχικών» και «οχλοκρατικών», τάσσεται η καλώς νοουμένη δημοκρατία. Όλα τα μέλη του έθνους δέον να μετέχουν στην γλώσσα με δημοκρατικήν ισότητα.
Στην πράξιν, βάσις της γραφομένης γλώσσης είναι η ομιλουμένη, αλλά τα έθνη τότε μόνον μπορούν να ονομάζονται φωτισμένα «όταν φέρωσι την γλώσσαν αυτών εις τελειότηταν». Τούτο θα γίνη με τον καλλωπισμόν της ομιλουμένης. Εις το β’ μέρος του «Διαλόγου» του ο Σολωμός κι αυτός γι’ αυτήν την γλωσσικήν καλλιέργεια ομιλεί. Εκείνος όμως αποζητά ένα βάθος και πλάτος εσωτερικόν, εν ώ ο Κοραής, ως γραμματικός προκρίνει τον εξωτερικόν, γραμματικόν στολισμόν, αποκαταστάσεις λέξεων εις του αρχικούς, όσον γίνεται, τύπους.
Ηυρέθη περισσότερον κοντά εις την κοινήν γλώσσαν δια τούτο και επολεμήθη υπο των αρχαϊστών. Απάνω εις την κοραϊκήν γλώσσα εμορφώθη η «καθαρεύουσα» των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους. Αλλά κι αυτή δεν ήτο πραγματική λύσις. Είχεν βάσιν της μιαν τεχνητή γραμματικήν. Και οι λόγιοι του ελευθερωμένου κράτους εγκατέλειψαν σταδιακώς τις μετριοπαθείς αρχές του Κοραή και επέστρεψαν στον αρχαϊσμόν.

(συνεχίζεται)


Νέαι Θήβαι


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«χρέος των αρχηγών,
είναι να φροντίζωσι δια
την ζωήν των άλλων, κι ‘όχι
δια την ιδικήν των»
(Πελοπίδας)

Η Θήβα κάποτε ηυρέθη εις καθεστώς ανάλογον με το σύγχρονον τυραννικόν. Χάριν εις την προδοσίαν του Λεοντιάδου, οι Λακεδαιμόνιοι κατώρθωσαν να καταλάβουσι το φρούριον του Κάδμου, της ακροπόλεως των Θηβών, το οποίον και την υπεράσπιζεν και ούτως κατέλαβον την πόλιν, την οποίαν και εκράτησαν υπό την κατοχήν των. Έκριναν όμως, όπως πας ξένος κατακτητής, πως καλύτερα θα εκυβέρνουν τους υποδούλους Θηβαίους, αν εμεταχειρίζοντο δια τον σκοπόν τούτον, ωρισμένους εντόπιους προδότας, οι οποίοι και θα ήσαν πρόθυμοι να τους υπηρετούν. Ένας τέτοιος φυσικά, ήτο εκείνος που τους επρόδωσεν την πατρίδαν του, ο Λεοντιάδης.
Οι Λακεδαιμόνιοι δεν μπορούσαν να εύρουν καταλληλότερον άτομο απ’ αυτόν. Εις αυτόν λοιπόν και τους συνεργάτες του ανέθεσαν την εξουσίαν, κι αυτός χάριν της βοηθείας των ξένων δυνάμεων, εκυβέρνα με αυθαιρεσίαν και τρομοκρατίαν. Πολλοί τότε Θηβαίοι, που δεν ανέχονταν την Σπαρτιατική κατοχή, την τυραννία του Λεοντιάδου και το ξεπούλημα της πατρίδος των εις τους ξένους, υπέμενον τα δεινά με θλίψιν και πάντοτε ανέμενον τον ηγέτην εκείνον, ο οποίος θα τους ελύτρωνε απ’ τα δεινά.
Αυτός ο ηγέτης επρόκειτο να είναι ο Πελοπίδας. Νέος ακόμη όντας, ένα όνειρον είχε. Να ελευθερώση την πατρίδαν του από την ξένην κατοχή και τους συμπολίτες του απ’ την τυραννία. «Είναι αισχρόν» έλεγε «να αδιαφορή ο πολίτης δια την πατρίδαν του, όταν την ντροπιάζουνε οι ξένοι». Και ως εκ θαύματος, πρώτος είπεν εκείνο που πολλούς αιώνες μετά έμελλε να τραγουδήση ο Ρήγας με καημό: «προτιμώτερος ένας θάνατος δοξασμένος, από μιαν άτιμη ζωήν».
Η σύγχρονη αυθαιρεσία, έχοντας δίπλα της τις δυνάμεις της ξένης κατοχής, δεν έχει να φοβηθή από την ύπαρξιν τέτοιων ηγετών, με φλόγα να καίη ντός των πύρινη, ως αυτής της φλόγας της πατρίδος. Γενεές πλέον εγαλουχήθησαν στείρες και αποκομμένες πο κάθε τι το εθνικόν. Η τυραννία και αι ξένες δυνάμεις, η ντόπια δωσίλογη εξουσία με την ξένην τρομοκρατία, ωργάνωσαν καλά αυτήν την φορά την κατοχή των. Ήσαν προετοιμασμένοι από καιρό. Ποιος πλέον θεωρεί, ότι η ηρωική θυσία της ζωής για την πατρίδα είναι μια πράξις αξιοθαύμαστη ή ότι επι τέλους μια φορά κανείς πεθαίνει και η ζωή δεν είναι το μόνον αγαθό που έχει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο; Απεναντίας μας εμποτίσθη η ιδέα, κυκλοφορεί πλέον στο αίμα μας, πως το μόνο που έχουμε είναι ανάγκες και συμφέροντα και μπροστά σ’ αυτά, στην επιβίωσι δεν υπάρχουν, δεν χωρούν ιδεαλισμοί. Η ύλη επικράτησεν, ή μάλλον ο υλιστικός τρόπος σκέψης και ζωής επεβλήθη πρωτύτερα από τον σωματικο εξανδραποδισμό και τον προετοίμασε τόσο καλά, ώστε τώρα να φαντάζη φυσικόν γεγονός και επακόλουθο.
Ο Πελοπίδας ετοίμαζε την εξόρμησίν του δια την απελευθέρωσιν της πατρίδος του κι αυτός πολύν καιρόν. Αφ’ ού ωργάνωσεν την επιχείρησίν του πολύ καλά, έκανε την επίθεσίν που σχεδίαζε και στο τέλος κέρδισε διπλή νίκη. Και την ξένην κατοχήν έκδιωξε των Σπαρτιατών και την ελευθερίαν ξανάδωσε στους συμπολίτες του από την τυραννία του Λεοντιάδου. Έδειξεν τον δρόμον.
Αυτός είναι ο σωστός σχεδιασμός. Πρίν γίνη η επίθεσις του έθνους προς τους ξένους δυνάστες και της εσωτερικής αυτών κάστας των, απαιτείται οργάνωσις. Να επιβληθή σιγά σιγά η επιστροφή εις τας παραδοσιακάς αξίας του γένους, η διδαχή του ιδεαλιστικού πνεύματος και να ενστερνισθώμεν ιδανικά και αξίες κλασσικές και να απομακρυνθώμεν από την ύλη. Όποιος δε με υλιστικές απόψεις και τρόπον σκέψης συνεχίζει να τις κηρύττη και να τις εγκολπώνεται, να γίνεται αποσυνάγωγος, να απομακρύνεται ως επικίνδυνος, να τον κάνουν όλοι πέρα και να διαπομπέυεται. Έτσι σιγά σιγά και οι εντολοδόχοι των ξένων κέντρων θα φοβούνται την παρασιώπησιν των ιδεαλιστικών και αέναων αξιών. Και όλα ταύτα μέχρις ότου γαλουχηθεί η νέα γενιά, η ηρωική, η γενιά του Πελοπίδα.


Ο ελεύθερος

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Πρωί, πρωί μιαν καθαρά Δευτέρα
Χιλιάδες αετοί σηκωθήκαν ψηλά
Μες τον αγέρα.
Ήταν πλούσιοι, φτιαχτοί, πολύχρωμοι,
Γεμάτοι θράσος, χλιδή
Και τόλμη.
Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν
Ό,τι θέλουν,
Καθώς άλλοι τους προστάζαν
Τι να κάνουν για να παίζουν.
Ήθελαν να φτάσουν τον ήλιο τον φωτεινό,
Μα κάτω τους τραβούσαν
Στης γής τον καημό.
Ένας σπάγκος τους τραβούσε κάτω,
Εκεί που κείτονταν αδύναμο
Ένα παιδί μονάχο.
……
Μια ηλιαχτίδα πέρασε φανταχερή,
Ζωηρή και ρώτησε τους πλουμιστούς,
Πώς βλέπουν την ζωή.
Είμαστε όμορφοι και πλούσιοι
Της είπαν,
Μα ότι ένας σπάγκος τους τραβούσε
Κάτω, αυτό της το κρύψαν.
Κι ανέβηκε πιο ψηλά της λευτεριάς
Η λιακτίδα
Σ’ έναν μονάχο αετό που δεν έδειχνε
Για τους άλλους ίχνος ζήλια.
Ήτανε φτωχός, μ’ ένα απλό χαρτί
Δίχως σκουλαρίκια και φρουφρούδια,
Μα και δίχως σπάγκο,
Να του περιορίζη την ζωή.
……
Ήρθε απόγευμα, ο άέρας κόπασε
Και για τους αφεντάδες των αετών
Η γιορτή τέλειωσε.
Τα’ αστέρια σαν πρόβαλλαν
Στον ουρανό,
Όλοι οι αετοί κείτονταν στο πατάρι
Το κλειστό.
Μόνο εκείνος ο αγέρωχος συνέχιζε
Να πετά,
Εκεί πέρα στ’ άστρα, μοναχικά
Μα κι ελεύθερα γεμάτος με χαρά.

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=wm9qxVmdJTM&feature=fvsr





Η θεώρηση των πραγμάτων

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Και δια το ανώμαλον της γής
Και την έποψιν της ναυμαχίας
Ανώμαλον ηναγκάζοντο έχειν»
(Θουκυδίδου, vii, 71)

413 π.Χ. Οι Αθηναίοι αποκλεισμένοι στο λιμάνι των Συρακουσών δίδουν την τελευταίαν των ναυμαχία, έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις των Αθηναίων στρατιωτών, που παρακολουθούν από την στεριά, είναι ανάλογα με την εικόνα που έχει ο καθένας απ’ την θέσι που βρίσκεται, για την μάχη και την εξέλιξίν της.
«Επειδή λοιπόν οι Αθηναίοι είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους στα πλοία και ο φόβος δια το μέλλον δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον του παρελθόντος», προσπαθούσαν, απ’ όποιο σημείο ευρίσκετο ο καθείς, να ιδή την έκβασιν της μάχης. Εξαιτίας της ανωμαλίας του εδάφους, αναγκάζονταν να έχουν απ’ την στεριά και διαφορετικήν εικόνα της ναυμαχίας, ο καθένας τους. «Το θέαμα ήταν πολύ κοντά και δεν κοίταζαν όλοι συγχρόνως στο ίδιο σημείο». Το γεγονός είναι αέναο. Όταν κανείς ζεί μέσα στην συμφορά που είναι εν εξελίξει, δεν δύναται ούτε εις το απειροελάχιστον να έχη πλήρην εικόνα του συνόλου των διαδραματιζομένων. Η πλήρης εικόνα είναι θολή. Μόνον ένα μέρος μπορεί ο καθένας να ενατενίση καθαρά και τούτο εξαρτάται από την τύχη, εκεί που τον ώρισε αυτή να βρίσκεται εκείνην την στιγμή. Διότι άλλον τον ώρισε να βρίσκεται δεξιά, άλλον αριστερά, άλλον ψηλά κι άλλον χαμηλά. Και τι γίνεται τότε; Απλώς, ό,τι θεωρείται από το όλον είναι και εντελώς διαφορετικόν δια τον καθένα.
«Αν κάποιοι έβλεπαν σε κάποιο σημείο τους δικούς τους να νικούν, έπαιρναν θάρρος και στρέφονταν στην επίκλησιν των θεών να μην τους στερήσουν την σωτηρίαν. Εκείνοι όμως που κοίταζαν στο τμήμα που νικιούνταν, αμέσως ξεσπούσαν σε θρήνους με κραυγές και από το θέαμα αυτών που συνέβαιναν έχαναν το ηθικό των  περισσότερο απ’ αυτούς που συμμετείχαν στην ναυμαχία. Υπάρχαν δε και μερικοί που κοίταζαν με προσοχή κάποιο σημείο, όπου η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη, επειδή ο αγώνας συνεχιζόταν ισόπαλος κι αυτοί ευρίσκοντο συνεχώς στην πιο απελπιστική κατάστασι και φοβισμένοι έκαναν κινήσεις με τα σωματά των, αντίστοιχες με την γνώμη των, για την έκβασιν εκείνης της στιγμής της ναυμαχίας».
Εναποθέσαμε και ημείς τις όποιες ελπίδες μας στα πλοία, σε κυβερνήσεις με ανθρώπους που δεν κυβέρνησαν ποτέ ούτε το σπιτικό των, με ανύπαρκτες πνευματικές δυνάμεις ή με κάτι πιο σιχαμερό, με την θέλησι να μην δώσουν καμίαν μάχη. Και μείναμε απ’ την στεριά της δυστυχίας μας να κοιτάμε την έκβασιν της εσχάτης μάχης. Και μέσ’ την συμφορά μας, άλλοι από μας κοιτάνε και νομίζουν, ότι σωζώμαστε και προσεύχονται να κρατηθή αυτό εώς το τέλος, εν ώ άλλοι ήδη θρηνούν και λένε ότι κατεστραφήκαμε και ότι η χώρα τελείωσε.
Υπάρχουν δε και οι πιο πολλοί και οι πιο δυστυχισμένοι, που ακόμα αγωνιούν κι εν ώ φοβούνται μήπως καταστραφώμεν ολοσχερώς, τρέφουν ενδομύχως και μίαν ελπίδα, μη και τα καταφέρωμεν εν τέλει και σωθώμεν, έστω και την τελευταίαν στιγμήν, αφ’ ού κατά τα λεγόμενα των δινόντων επιπλάστως την ναυμαχίαν, όλο και σε κάτι νικούν. Και αυτοί οι τελευταίοι ζούν το μεγαλύτερο δράμα απ’ όλους και η κατάστασί τους απελπιστική τω όντι, ολημερίς και ολονυχτίς ζούν και κρίνονται, αναποφάσιστοι ανάμεσα στο ότι ακόμα επιβιώνουν και δεν καταστρέφονται σαν τους άλλους, αλλά και στο ότι αύριο δεν ξέρουν αν κι αυτοί θα έχουν καταστραφεί.
Η αλήθεια δυστυχώς είναι μία. Η Σικελική εκστρατεία τερμάτισε με την συντριβή του αθηναϊκού ναυτικού, αν και εκείνοι πολέμησαν γενναία, αλλά και την απώλεια χιλιάδων μαχίμων Αθηναίων στα ορυχεία των Συρακουσών, στα οποία ωδηγήθησαν απ’ τους νικητές για καταναγκαστικά έργα και στα οποία οι περισσότεροι πέθαναν απ’ τις κακουχίες.


Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Α’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

(Α’ ΦΑΣΙΣ)
(ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΚΜΗΝ ΤΟΥ Ν.Ε. ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ) (1770-1820)

Ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ τω 1761 μεταφράζει το έργον ενός ιταλού φιλοσόφου και εμπράκτως αντιμετωπίζει το ζήτημα και μιλά δια έν «κοινόν ύφος», όπερ καταλλήλως καλλιεργημένον, είναι και το μόνον αρμόδιον δια κάθε ύλην. Αυτήν την περίοδον παρατηρείται αύξησις των πνευματικών ενδιαφερόντων, υπάρχει κίνησις ιδεών και μία ολοένα αυξανόμενη κίνησις βιβλίων, πράγματα που κάνουν επιτακτικήν κι επίκαιρον την λύσιν του γλωσσικού, ήτοι με ποίο γλωσσικόν όργανον θα επέλθη ο φωτισμός του γένους;
Ο Ευγένιος Βούλγαρης λέγει ρητώς πως το αρμόδιον όργανον είναι η αρχαία. Ο Μοισιόδαξ, ως είδομεν προέβαλλεν το «κοινόν ύφος». Τω 1789 στο Βουκουρέστι μέσω αλληλογραφίας τινός δυο εξεχόντων προσωπικοτήτων της περιοχής και της εποχής έχομεν την πρώτην διένεξιν. Πρόκειται δια την αλληλογραφίαν του Λάμπρου Φωτιάδη σχολάρχου της ακαδημίας της πόλης, όστις είναι αρχαιστής και του Δημητρίου Καταρτζή μεγάλου λογοθέτου, ανωτέρου δικαστικού, όστις είναι δημοτικιστής. Η διαμάχη για τρείς δεκαετίες (1790-1820) εφεξής θα οξυνθή.
Ο Καταρτζής λαμβάνει θέσεις ριζικές και σαφείς στο έργον του, και δή εις ένα με μακροσκελέστατον  τίτλον (Σχέδιον……), ένθα και λέγει ότι «η ρωμαίϊκια γλώσσα» είναι καλύτερη σε όλα απ’ όλες τις άλλες γλώσσες κι ότι η καλλιέργεια της και η συγγραφή βιβλίων σ’ αυτήν αποτελεί γενική και ολική αγωγή του έθνους. Δια τούτο έγραψεν μίαν γραμματικήν της αρχαίας εις τα νεοελληνικά, μίαν γραμματικήν, την πρώτην, της νέας ελληνικής και νεοελληνική στιχουργική. Έγραψεν εις λαικήν γλώσσα, όπως ωμιλείτο εις τους κύκλους της Πόλης, χωρίς κανέναν συμβιβασμόν προς την λόγιαν παράδοσιν, με ύφος ιδιότυπον και προσωπικόν αλλά και με σύστημα και με επιμονή. Ύστερα ηναγκάσθη εις μίαν γλώσσαν «αιρετήν» αντί για «φυσικήν», κατόπιν πιέσεων αν και δήλωσεν ότι τούτο δεν τον πείραζε, αφ’ ού σκοπός του ήτο να ωφελήση το γένος. Και τούτο μπορούσε να το κάνη με όποιον τρόπο ήτο δυνατόν. Τω 1791 εκδίδει μιαν γραμματικήν της απλής καθαρευούσης.
Εκ του κύκλου του Καταρτζή, ξεπηδούν ο Ρήγας και οι Δημητριείς, Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης. Ο πρώτος έχει το προοδευτικόν βλέμμα του δασκάλου  του Καταρτζή πάνω του, εν ώ οι δεύτεροι με το έργον των «Γεωγραφία Νεωτερική» κάνουν εμφανήν την επίδρασιν εκείνου πάνω τους και στην γλώσσα και στην ορθολογιστικήν και ρεαλιστικήν αντιμετώπισιν των προβλημάτων.
Τω 1805 κυκλοφορεί η «Γραμματική της Αιολοδωρικής» του Αθ. Χριστόπουλου, ο οποίος επηρεασθείς κι αυτός εκ του κύκλου του Καταρτζή τάσσεται με τους οπαδούς της δημοτικής. Η θεωρία του είναι ότι η νέα γλώσσα είναι απόγονος των διλέκτων της αρχαίας αιολικής και δωρικής και άρα έχει την ίδιαν ευγένειαν με την αττικήν, θεωρία σαφώς σφαλερή, αντιεπιστημονική, τονώνουσα ωστόσο τας τάξεις των «δημοτικιστών». Η νέα γλώσσα την εποχήν εκείνη δεν καλείται δημοτική αλλά αιολοδωρική, νεοελληνική, ρωμαίϊκια ή κοινόν ύφος. Τω 1811 κυκλοφορεί το «Όνειρον», μάλλον νόθον έργον του Χριστόπουλου, αλλά τυπωθέν υπο του κύκλου του, μαζί με τα λυρικά, έργον σατυρίζον πιο πολύ τας θεωρίας του Κοραή. Πρόκειται δια έναν διάλογον ανάμεσα στον συγγραφέα και δυό γυναίκες άσκημες και φτιασιδωμένες, που αντιπροσωπεύουν την μιξοβάρβαρην γλώσσαν και την ορθογραφίαν.
Την ίδιαν εποχήν έχουμε κι άλλα λογοτεχνικά, σατιρικά έργα εντασσόμενα στις οξείες γλωσσικές διαμάχες της προεπαναστατικής αυτής τριακονταετίας με τα πιο διάσημα αυτά του «Λογιότατου Ταξιδιώτη» του Βηλαρά και «Τα Κορακίστικα» (1813) του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού.
Δίπλα στους Χριστόπουλο και Βηλαρά εμφανίζεται ο λόγιος από τα Γιάννενα Αθ. Ψαλίδας. Σπουδάσας αυτός ιατρικήν, φιλοσοφίαν, μαθηματικά και πειραματικήν φυσικήν στην αλλοδαπήν, απ’ όπου και τω 1795 εν Βιέννη ευρισκόμενος εδημοσίευσεν τα «Καλοκινήματα», ίνα ελέγξη την «Λογικήν» του Βούλγαρη, τω 1796 γίνεται αρχιδιδάσκαλος στην σχολήν των Ιωαννίνων, ένθα απέκτησεν αφοσιωμένους μαθητάς και ακτινοβολία. Ο Βηλαράς είναι μεγάλος φίλος του και του αφιερώνει την «Ρωμαίϊκη Γλώσσα» του, εν ώ ο Ψαλίδας εφαρμόζει σε μερικά απ’ τα γραπτά του το ορθογραφικόν σύστημα του φίλου του. Αλληλογραφούν μαζί, ενώ ο Ψαλίδας συμμερίζεται τις ιδέες του Βηλαρά. Τω 1821 σχεδιάζουν να εκδώσουν μαζί ένα βιβλιαράκι με τις επιστολές τους, όπου μέσα αναπτύσσσουν τις ιδέες τους για το γλωσσικόν, ως συνέχεια της «ρωμαίϊκης γλώσσας».

(συνεχίζεται)


Η υπεροψία της σκληρότητος

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

“quae gignuntur statim
Vieta et mollia, non
Matura mox fiunt sed putria”

Ο Ρωμαίος τραγικός ποιητής Πακούβιος (220-130 π.Χ) απεσύρθη σε μεγάλη ηλικίαν στον Τάραντα. Εκεί τον επεσκέφθη ο κατά 50 χρόνια νεώτερός του ποιητής Άκκιος, ο νέος αστήρ της τραγικής ποιήσεως της εποχής του και του διάβασε την τραγωδίαν του «Ατρέας», πολύ φημισμένη στην αρχαιότητα. Στην παρατήρησι του γέρου Πακούβιου, ότι του φαινόταν «κάπως τραχιά και στυφά» τα λόγια του έργου, δηλαδή σκληρά και ξινά, ώστε να δημιουργούν αποστροφή κι όχι γλυκύτητα κι εσωτερική αγαλλίασι, εκείνος γεμάτος έπαρσι και αλαζονεία του απήντησε, ότι «τα φρούτα που είναι μαλακά απ’ την αρχή, αργότερα σαπίζουν».
Ita est” inquit Accius, “ut dicis”. «Έτσι είναι, είπε ο Άκκιος, όπως τα λές». “Neque id me sane paenitet”. «Ούτε γι’ αυτό βέβαια εγώ μετανοώ». Quae dura et acerba nascuntur, post fiunt mitia et iucunda”. «Αυτοί που γεννιούνται σκληροί και στυφοί, ύστερα γίνονται γλυκοί και ευχάριστοι». Ιδού η αιτία της όποιας ανθρώπινης σκληρότητος. Θεωρεί ο άνθρωπος, ότι δίχως ν’ αγαπά, με το να είναι αδίστακτος και αποτρόπαιος, σκληρόκαρδος και μισητός στους πάντες, κερδίζει. Λέγει ο ανόητος μέσα στην ψυχή του: «ας μείνω σκληρός, να μην πονέσω εγώ κι ας πονώ με την συμπεριφορά μου τους άλλους. Σημασία έχει, να χαλυβδώσω εμαυτόν ούτως, ώστε ουδέποτε να μην κλάψω, να μην δακρύσω». Για να το κατορθώση αυτό καθιστά τον εαυτόν του τέρας σκληράδας. Πρίν συμβή ο,τιδήποτε, έχει προνοήσει να συμβαίνη το κακό στους άλλους, ώστε αυτός να μένη αλώβητος.
Αυτό όμως δεν λέγεται ανθρώπινη φύσις. Ο άνθρωπος έχει και καρδιά, συναίσθημα. Δεν μπορεί αυτήν την καρδιά, να την αφήση να σκληρύνη τόσο, ώστε σαν πέτρα πια να μην χτυπά. Μ ε την σκέτη λογική και ορθοφροσύνη, δίχως ίχνος συναισθήματος δεν οδηγούμεθα πουθενά. Όταν ήταν φοιτητής ο Σολωμός στην Ιταλία, νεαρός και άπειρος, έδιδε έμφασιν στην επεξεργασία από την λογική ακόμη και των πιο συναισθηματικών στίχων του Δάντη. Τούτο ηνάγκασε τον γέρο δάσκαλό του Μόντι να ειπή εις τον εικοσάχρονον Ζακυθινόν σχεδόν οργισμένος: «Δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τόσον, πρέπει και να αισθάνεται, να αισθάνεται, ακούς;»
Η φωνή του εχάθη. Όλες οι παλιές φωνές, που μετέδιδαν την θέρμη της αγάπης, την φωτιά της γλυκύτητος, το μειδίαμα της ψυχής εχάθησαν. Η εποχή έγινε σκληρή, διότι σκλήρυναν οι άνθρωποι. Το σπουδαιότερον δε και σημαντικότερον και συνάμα απελπιστικόν, αυτό που αναίσχυντα λένε. «Ούτε βεβαίως μετανοιώνω γι’ αυτό».