Μνήμη τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου




Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, 
τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, 
εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, 
καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.




29 Ιουνίου

† Μνήμη τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου.


῾Ο ᾿Απόστολος ΠΑΥΛΟΣ, ρωικότερη ἀποστολική μορφή τῆς πρώτης Χριστιανικῆς περιόδου, ὑπῆρξε ὁ κατ᾿ ἐξοχήν ᾿Απόστολος τῶν ᾿Εθνῶν, ὁ μοναδικός διδάσκαλος καί ὁ σπουδαιότερος παιδαγωγός τῆς Οἰκουμένης, ὁ ἐκκλησιαστικός ἀγωνιστής καί φυτουργός τῆς ᾿Εκκλησίας. Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας ἐκφράζονται μέ τό μεγαλύτερο θαυμασμό καί ἐξυμνοῦν μέ τά καλύτερα λόγια τήν προσωπικότητά του, τό καταπληκτικό ἱεραποστολικό ἔργο του καί τή μοναδική διδασκαλία του. Μάλιστα ὁ κυριότερος ἑρμηνευτής του, ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐκ τῶν κορυφαίων πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, εὔστοχα τόν χαρακτηρίζει ὡς «τόν πρῶτον μετά τόν ῞Ενα» καί συνιστᾶ «μή θαυμάζειν μόνον ἀλλά καί μιμεῖσθαι τό ἀρχέτυπον τοῦτο τῆς ἀρετῆς». ῎Αριστος γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί παιδείας, ἔφερε τό ἀληθινό φῶς τῆς θεογνωσίας, τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό τήν ᾿Ανατολή στή Δύση. 







῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ἐγεννήθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας336, μεταξύ τῶν ἐτῶν 5-15 μ.Χ., ἀπό ᾿Ιουδαίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμίν337, ὁποία μαζί μέ τή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα θεωροῦνται οἱ μόνες καθαρές φυλές. Κατεῖχε τή ρωμαϊκή ὑπηκοότητα ἀπό τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν Ρωμαῖος πολίτης, δικαίωμα τό ὁποῖο ἀπέκτησε καί ὁ ἴδιος338 καί ἀπό τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι ὁ κάτοχός του καταγόταν ἀπό τά ἀνώτερα στρώματα τῆς κοινωνίας τῆς Κιλικίας. Στό ἑβραϊκό του ἀρχικό ὄνομα Σαούλ ἤ Σαῦλος339, κατά τή γνωστή τότε συνήθεια τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς διασπορᾶς νά χρησιμοποιοῦν διπλή ὀνομασία, προστέθηκε ἀργότερα δεύτερο ὄνομα καί ὡς Ρωμαῖος πιά πολίτης τό χρησιμοποιούμενο στίς Πράξεις340 ἑλληνικό ἤ ρωμαϊκό ὄνομα Παῦλος, ὁμόηχο τοῦ ἰουδαϊκοῦ Σαῦλος (Σαῦλος-Παῦλος). ῾Η δεύτερη ὀνομασία δέν ἦταν ἀσυνήθης ἐνέργεια στίς εὐκατάστατες καί ὁπωσδήποτε σημαντικές ρωμαϊκές οἰκογένειες341.


῾Ο ῞Αγιος ῾Ιερώνυμος, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του κάποια ἀρχαία παράδοση342 ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος καταγόταν ἀπό τά Γίσχαλα ἤ Κίσχαλα (ὒἂὖὴ῍ὰ῝ὰ) τῆς Γαλιλαίας τῆς Παλαιστίνης, πράγμα πού σημαίνει ὅτι κάποιος, ἐνδεχομένως, ἀπό τούς προγόνους του καταγόταν ἀπό τά Κίσχαλα.
Κατά τήν ὄγδοη μέρα ἀπό τῆς γεννήσεώς του ὁ Παῦλος περιτμήθηκε, γεγονός πού ἀποδεικνύει ὅτι οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καί νομοταγεῖς, ἄν καί ἦταν ἑλληνιστές, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἦταν ἑλληνιστής τῆς διασπορᾶς.





Στήν Ταρσό, ὅπου ἐπέρασε τά παιδικά του χρόνια, οἱ γονεῖς του ἐφρόντισαν νά ἀποκτήσει τήν καλύτερη καί ἀρτιότερη ἑλληνική μόρφωση, ὅπως ἄλλωστε αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἀπό τίς ᾿Επιστολές του. ᾿Εκεῖ ἔμαθε τήν ἑλληνική γλώσσα καί ἐδιδάχθηκε γενικότερα τήν ἑλληνική σκέψη καί τόν τρόπο ζωῆς.


Στήν πόλη αὐτή ᾿Ιουδαϊκή παροικία διατηροῦσε τά ἤθη καί ἔθιμά της καί τήν κοινωνική ζωή της γύρω ἀπό τή Συναγωγή πού ἦταν τό πνευματικό κέντρο. ῾Η Συναγωγή ἀποτελοῦσε, ἐπίσης, τό κέντρο τῆς λατρείας τῆς θρησκείας, τῆς προσευχῆς καί τῆς διδαχῆς τοῦ λόγου καί τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Γαλουχημένος ὁ Παῦλος μέσα σ᾿ αὐτό τό περιβάλλον εὐσεβείας ἄκουσε γιά τό σεβασμό στούς Πατριάρχες καί τούς Προφῆτες καί ἐδιδάχθηκε γιά τήν τήρηση τοῦ Νόμου μέ ζῆλο. Μεγαλωμένος σ᾿ ἕνα τέτοιο αὐστηρό θρησκευτικό ἰουδαϊκό περιβάλλον ὁ Παῦλος ἀπέκτησε βαθιά συνείδηση τῆς μεγάλης σημασίας πού εἶχε τήρηση τοῦ Νόμου γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ λαοῦ τοῦ ᾿Ισραήλ, ἀλλά καί τήν ἐλπίδα ἀπελευθερώσεώς του ἀπό τούς Ρωμαίους. ῎Ετσι ἔμαθε τή μητρική του γλώσσα καί τά ἑλληνικά γράμματα πιό πολύ σέ ἰουδαϊκό παρά σέ ἑλληνικό περιβάλλον καί παίδευσή του καί ὅλη ἀνατροφή του ἦταν αὐστηρά ραββινική καί ἑβραϊκή. ῎Αλλωστε ἑβραϊκή-ἀραμαϊκή γλώσσα θά πρέπει νά ὁμιλεῖτο καί στό σπίτι του, γιατί ἔτσι ἐξηγεῖται καί εὐχέρειά του νά προσφωνήσει ἀργότερα τούς συγκεντρωμένους στά ῾Ιεροσόλυμα «τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ»343.
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος δέν ἀρκέσθηκε στήν παραπάνω ἑλληνική μόρφωση πού ἀπέκτησε στή γενέτειρά του Ταρσό, ἀλλά ἐπῆγε στά ῾Ιεροσόλυμα, γιά νά τή συμπληρώσει μέ σπουδές τοῦ Νόμου κοντά σέ σοφούς ραββίνους τῆς ῾Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσας τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ. ῾Η ἀπόφασή του νά μεταβεῖ στά ῾Ιεροσόλυμα δείχνει ἀφ᾿ ἑνός τή συντηρητικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ περιβάλλοντος ἀπό τό ὁποῖο προερχόταν καί ἀκόμη τήν πρόθεσή του νά γνωρίσει πληρέστερα καί καλύτερα τό Νόμο, ὡς καταγόμενος ἀπό τόν ᾿Ιουδαϊσμό τῆς διασπορᾶς καί ἀφ᾿ ἑτέρου τήν οἰκονομική δυνατότητα τῆς οἰκογένειάς του. Μάλιστα στίς Πράξεις344 ἀναφέρεται ὅτι στά ῾Ιεροσόλυμα ὑπῆρχε ἀνιψιός τοῦ Παύλου, υἱός τῆς ἀδελφῆς του. Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε ἔγγαμη ἀδελφή ἐγκατεστημένη στά ῾Ιεροσόλυμα, στήν οἰκία τῆς ὁποίας ἴσως διέμεινε ὁ ἴδιος κατά τό διάστημα τῶν ἐκεῖ σπουδῶν του. Καί αὐτός, ἐνδεχομένως, νά ὑπῆρξε καί ἕνας ἀκόμη λόγος ἤ ὁ κύριος λόγος νά μεταβεῖ στά ῾Ιεροσόλυμα γιά συμπληρωματικές σπουδές.
Στά ῾Ιεροσόλυμα ὁ Παῦλος σπούδασε παρά τούς πόδας τοῦ συνετοῦ φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιήλ (πρεσβύτερου ἐγγονοῦ τοῦ Χιλλέλ), ὁ ὁποῖος ἦταν «τίμιος παντί τῷ λαῷ» καί, κατά τό Ταλμούδ, ἦταν γνώστης τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας καί ἐνεθάρρυνε τίς ἑλληνικές σπουδές. ᾿Από αὐτόν τό φαρισαῖο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ὁ Παῦλος ἐδιδάχθηκε, ὅσο λίγοι, τήν ἰουδαϊκή θεολογία καί ἔτσι τό ὕφος του, θεολογική μέθοδος καί χρήση τῆς Γραφῆς τόν ἐμφανίζουν ραββίνο τῆς πιό αὐστηρῆς καί καθαρῆς μορφῆς· ἐνωρίς ἐντάχθηκε στήν τάξη τῶν Φαρισαίων, ἄν βέβαια δέν ἀνῆκε σ᾿ αὐτήν ἀπό τούς γονεῖς του, καί ἔγινε ζηλωτής καί βαθύς γνώστης ὄχι μόνο θεωρητικά ἀλλά καί πρακτικά τῶν πιό σπουδαίων καί σημαντικῶν ζητημάτων τοῦ Νόμου. ῎Ετσι διέθετε ὅλα τά ἀπαραίτητα ἐφόδια ἑνός ἄριστα καταρτισμένου νομοδιδασκάλου καί ἐπιδέξιου χειριστοῦ τῆς ραββινικῆς διαλεκτικῆς. Στά ῾Ιεροσόλυμα ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω σπουδές του ἔμαθε καί τήν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ πού τόν ἐβοήθησε ἀργότερα, ἀσκώντας την, νά συντηρεῖται καί νά μήν ἐπιβαρύνει τούς πιστούς τῶν ᾿Εκκλησιῶν στίς ὁποῖες ἐκήρυττε· «καί διά τό ὁμότεχνον εἶναι ἔμενε παρ᾿ αὐτοῖς καί ἠργάζετο»345. ῾Η ἐκμάθηση τέχνης ἀποτελοῦσε συνήθεια τῶν ᾿Ιουδαίων λογίων καί μάλιστα τῶν ραββίνων ἀλλά καί ὑποχρέωσή τους γιά νά ἐξασφαλίζουν τή συντήρησή τους.




῾Ο Παῦλος διακρινόταν γιά τό ζῆλο στό ἔργο του, τήν ἀγαθότητα τῶν προθέσεών του καί τίς φυσικές ἱκανότητες, ἀλλά καί γιά τήν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος, τήν ἀνησυχία καί δυναμικότητά του, προσόντα τά ὁποῖα ἀνέμεναν τήν κατάλληλη στιγμή νά ἀξιοποιηθοῦν. Αὐτή ἐμπνευσμένη καί δυναμική προσωπικότητα ἔγινε τελικά τό ὄργανο τῆς θείας Χάριτος καί ἐχρησιμοποιήθηκε γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου. ῎Αλλωστε μέσα στό στάδιο τῆς θείας βουλῆς τόσο οἱ ἀνθρώπινες ἱκανότητες ὅσο καί γενικότερα ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στήν πορεία τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας καί καθοδηγοῦνται στήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. ῾Η Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἄφησε τήν ἱκανή αὐτή προσωπικότητα νά συνεχίσει νά στρέφεται ἐναντίον τῶν πιστῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Μαρτυρίες ὅτι ὁ Παῦλος ἐγνώρισε κατ᾿ ἄνθρωπον τόν Κύριο δέν ἔχουμε, ἐκτός ἀπό κάποιο ὑπαινιγμό τοῦ ἰδίου· «εἰ δέ καί ἐγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, ἀλλά νῦν οὐκέτι γινώσκομεν»346. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐπισκέφθηκε τά ῾Ιεροσόλυμα μετά τό 30 μ.Χ. 


Κατά τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου «νεανίας» ἀκόμη ἐφύλαγε τά ροῦχα πού ἀπέθεσαν στά πόδια του ἐκεῖνοι πού ἐλιθοβόλησαν τόν Πρωτομάρτυρα· «καί οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τά ἱμάτια αὐτῶν παρά τούς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου»347.
Μέ τό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, κατά ὑπερφυσικό καί μοναδικό τρόπο, ὁ Χριστός τόν ἐκάλεσε στό ἔργο τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου. ῾Η ἐμφάνιση ὅμως αὐτή δέν ἦταν μιά ὑποκειμενική ἀντίληψη τοῦ Παύλου, ἀλλά ἕνα γεγονός ἀντικειμενικό καί ἱστορικό, καθώς συνάγεται τοῦτο καί ἀπό τή σημασία πού τοῦ ἀποδίδει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος. Τό ξεχωρίζει ἀπό τίς ἄλλες ἀποκαλύψεις καί ὀπτασίες, πού κατά καιρούς εἶχαν γίνει σ᾿ αὐτόν ἀκόμη καί ἀπό τήν ἁρπαγή του μέχρι τοῦ τρίτου οὐρανοῦ γιά τήν ὁποία, ὅπως ὁμολογεῖ, δέν ἦταν βέβαιος ἄν ἦταν σωματική ἤ ὄχι348. ᾿Αντιθέτως, γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ ᾿Ιησοῦ στό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι ὑπῆρξε σωματική, καί μάλιστα τήν συναριθμεῖ μέ τίς λοιπές ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, πού ἔγιναν στούς ᾿Αποστόλους κατά τίς 40 μέρες πρίν ἀπό τήν ᾿Ανάληψή Του349 καί τήν προβάλλει, βεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι καί αὐτός εἶδε τόν Κύριο350. 


Συγκεκριμένα, στίς Πράξεις351 ἀναφέρεται ὅτι, ἐνῶ ὁ Παῦλος ἐπορεύετο ἀπό τήν ῾Ιερουσαλήμ στή Δαμασκό, γιά νά συλλάβει ἄνδρες καί γυναῖκες Χριστιανούς καί νά τούς ὁδηγήσει δεμένους στήν ῾Ιερουσαλήμ, ξαφνικά ἄστραψε ἕνα φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ Παῦλος ἔπεσε καταγῆς καί ἄκουσε μιά φωνή νά τοῦ λέγει· «Σαούλ, Σαούλ, γιατί μέ καταδιώκεις;». Καί ὁ Παῦλος ἐρώτησε· «Ποιός εἶσαι, Κύριε;». Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε· «᾿Εγώ εἶμαι ὁ ᾿Ιησοῦς, τόν ὁποῖο ἐσύ καταδιώκεις. ῞Ομως σήκω τώρα καί πήγαινε στήν πόλη, ὅπου ἐκεῖ θά σοῦ ποῦν τί πρέπει νά κάνεις». «Οἱ ἄνδρες πού τόν συνόδευαν ἔμειναν κατάπληκτοι, γιατί ἐνῶ ἄκουγαν τή φωνή δέν ἔβλεπαν κανένα». Μόνο ὁ Παῦλος εἶδε τόν Κύριο, ἐνῶ οἱ συνοδοί του ἀντελήφθηκαν ὅτι κάτι τό ἔκτακτο συνέβη. ῎Ετσι τό γεγονός τῆς θείας ἐμφανίσεως καί φωνῆς εἶναι καί ἀντικειμενικά μαρτυρημένο. Τελικά, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες, ὁδήγησαν τόν Παῦλο στή Δαμασκό καί ἐκεῖ γιά τρεῖς μέρες ἔμεινε τυφλός, χωρίς νά φάει καί νά πιεῖ τίποτε. Στή Δαμασκό τόν ἐπισκέφθηκε κάποιος μαθητής ὀνόματι ᾿Ανανίας, ὁ ὁποῖος παρά τίς ἐπιφυλάξεις πού εἶχε γιά τόν Παῦλο, λόγῳ τῆς φήμης του ὡς διώκτου τῶν Χριστιανῶν, καί ὑπακούοντας στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου· «Πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τό ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν... ἐγώ γάρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτόν ὑπέρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν»352, ἔθεσε τά χέρια του ἐπάνω στόν Σαῦλο καί τοῦ εἶπε· «᾿Αδελφέ, ὁ Κύριος πού σοῦ φανερώθηκε στό δρόμο, μέ ἔστειλε γιά νά ξαναβρεῖς τό φῶς σου καί νά φωτισθεῖς ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα». ᾿Αμέσως ἐκαθάρισαν τά μάτια του, ξαναβρῆκε τό φῶς, ἐσηκώθηκε, ἐβαπτίσθηκε καί, ἀφοῦ ἔφαγε, ἐνδυναμώθηκε. ᾿Εκεῖ ἐδέχθηκε τήν κατήχηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί ἀσφαλῶς ἀναθεώρησε καθ᾿ ὁλοκληρίαν τή φαρισαϊκή ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τήν ὅλη συγκρότησή του, σύμφωνα πλέον μέ τή νέα ἐντολή πού ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο. Στή συνέχεια μετέβη στήν ᾿Αραβική ἔρημο, στό βασίλειο τῶν Ναβαταίων, νότια τῆς Δαμασκοῦ, παρ᾿ ὅτι τοῦτο δέν ἀναφέρεται ρητῶς στίς Πράξεις, προκειμένου πιθανόν νά ἀποφύγει τούς διῶκτες του καί ἀργότερα ξαναγύρισε στή Δαμασκό, ὅπου ἄρχισε τό κηρυκτικό ἔργο του γιά μιά τριετία· «ἀλλ᾿ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν καί πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν»353. 


Στή Δαμασκό ἔμεινε μερικές μέρες μέ τούς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί ἐκήρυττε στίς Συναγωγές ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού προεκάλεσε τήν κατάπληξη σέ ὅλους ὅσοι τόν ἄκουαν καί ἀποροῦντες ἔλεγαν· «Αὐτός δέν εἶναι ἐκεῖνος πού κατεδίωκε στήν ῾Ιερουσαλήμ ὅσους πίστευαν στόν ᾿Ιησοῦ καί γι᾿ αὐτό τό σκοπό δέν ἔχει ἔλθει ἐδῶ γιά νά τούς συλλάβει καί νά τούς ὁδηγήσει δεμένους στούς ᾿Αρχιερεῖς;»354. 


᾿Αντίθετα ὁ Παῦλος ἐνισχυόταν πιό πολύ καί προκαλοῦσε σύγχυση στούς ᾿Ιουδαίους τῆς Δαμασκοῦ μέ τό κήρυγμά του, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. ῞Υστερα ἀπό μερικές μέρες οἱ ᾿Ιουδαῖοι κατέληξαν τελικά στήν ἀπόφαση νά τόν θανατώσουν καί γι᾿ αὐτό παραφύλαγαν τίς πύλες ἐξόδου μέρα καί νύκτα. ῾Η ἐχθρότητα καί ἀπόφαση αὐτή τῶν ᾿Ιουδαίων, τήν ὁποία ἐπληροφορήθηκε, ἀνάγκασαν τόν Παῦλο νά ἐγκαταλείψει τή Δαμασκό. 


᾿Εναντίον τοῦ Παύλου ὑποχρεώθηκε νά κινηθεῖ καί ὁ βασιλιάς τῶν Ναβαταίων355, ὕστερα ἀπό καταγγελίες τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς Δαμασκοῦ. Φεύγοντας ἀπό τή Δαμασκό ὁ Παῦλος κατέφυγε στήν ῾Ιερουσαλήμ (37-38 μ.Χ.), γιά νά γνωρίσει τούς ᾿Αποστόλους καί τόν Πέτρο, κοντά στούς ὁποίους παρέμεινε δεκαπέντε μέρες καί στό διάστημα αὐτό δέν εἶδε κανέναν ἄλλον ἀπό τούς ᾿Αποστόλους παρά μόνο τόν ᾿Ιάκωβο «τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος356, καί παρ᾿ ὅτι προσπαθοῦσε νά προσκολληθεῖ στούς Μαθητές, ἐκεῖνοι ἦσαν ἐπιφυλακτικοί μαζί του, ἐπειδή τόν ἐφοβοῦνταν ὡς διώκτη τους. Τελικά, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις, τόν παρέλαβε ὁ Βαρνάβας, ὁ ὁποῖος τόν ὁδήγησε στούς ἄλλους ᾿Αποστόλους καί διηγήθηκε τό θαῦμα τῆς μεταστροφῆς του, «πῶς ἐν τῇ ὁδῷ εἶδε τόν Κύριο»357, ὁ Κύριος ἐλάλησε σ᾿ αὐτόν καί πώς εἶχε τώρα τήν παρρησία νά κηρύττει τόν ᾿Ιησοῦ. ῎Ετσι ἔγινε δεκτός καί ἄρχισε νά συναναστρέφεται τούς Μαθητές καί νά κηρύττει μέ θάρρος τόν ᾿Ιησοῦ. Καί ἐδῶ ὅμως οἱ ἑλληνόφωνοι ῾Εβραῖοι-ἑλληνιστές ἐπεδίωξαν νά τόν θανατώσουν. ᾿Αλλά μόλις τό ἐπληροφορήθηκαν οἱ ἀδελφοί, τόν ὁδήγησαν στήν Καισάρεια καί ἀπό ἐκεῖ τόν ἐφυγάδευσαν στήν πατρίδα του τήν Ταρσό. Στίς Πράξεις ἀναφέρεται ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανισθείς «ἐν ἐκστάσει» τοῦ εἶπε· «Σπεῦσον καί ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ ῾Ιερουσαλήμ διότι οὐ παραδέξονταί σου τήν μαρτυρίαν περί ἐμοῦ»358. Προηγουμένως, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος, «ἦλθε στά μέρη τῆς Συρίας καί Κιλικίας»359 κηρύττοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτή ὅμως τήν κηρυκτική του δραστηριότητα στά μέρη αὐτά, πού πρέπει νά ἦταν σημαντική, δέν ἔχουμε κάποιες πληροφορίες οὔτε καί ἀπό τόν ἴδιο, ἐκτός ἀπό φῆμες πού εἶχαν οἱ ἄλλες ᾿Εκκλησίες, οἱ ὁποῖες καί ἐδόξασαν τόν Θεό γι᾿ αὐτό360. 


Στή γενέτειρά του Ταρσό τόν ἀνεζήτησε ἀργότερα ὁ Βαρνάβας καί τόν μετέφερε στήν ᾿Αντιόχεια, γιά νά συνεχίσουν ἐκεῖ τό ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου καί νά ἐνισχύσουν τούς ἐκεῖ ἀδελφούς361. Στήν ᾿Αντιόχεια ὡς γνωστόν, ὀνομάσθηκαν οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ γιά πρώτη φορά «Χριστιανοί»362. ᾿Από τήν ᾿Αντιόχεια ἐταξίδεψαν καί πάλι στά ῾Ιεροσόλυμα (43-44 μ.Χ.), γιά νά μεταφέρουν βοηθήματα τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αντιοχείας στούς πτωχούς ἀδελφούς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ιερουσαλήμ, πού ὑπέφεραν ἀπό τήν πείνα ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος363. Καί ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τήν ἀποστολή τους, ἐπέστρεψαν πάλι στήν ᾿Αντιόχεια παίρνοντας μαζί τους καί τόν ᾿Ιωάννη, τόν ἐπονομαζόμενο Μάρκο364. 





᾿Από τήν ᾿Αντιόχεια ἄρχισε Αύ ᾿Αποστολική περιοδεία (44-45 μ.Χ. ἤ 47-48 μ.Χ.) κατά τόν ἑξῆς χαρακτηριστικό τρόπο· καθώς προσεύχονταν σέ κάποια λειτουργική σύναξη μερικοί προφῆτες καί διδάσκαλοι μαζί μέ τούς Βαρνάβα καί Παῦλο, καί μετά ἀπό κάποια χαρισματική ἀποκάλυψη, τό ῞Αγιο Πνεῦμα εἶπε νά ξεχωρίσουν τούς Βαρνάβα καί Παῦλο γιά τό ἔργο γιά τό ὁποῖο τούς εἶχε καλέσει.
Γιά τήν πρώτη ᾿Αποστολική περιοδεία μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις365. ᾿Αρχηγός τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Βαρνάβας καί αὐτή περιελάμβανε τή Σελεύκεια, ὁλόκληρη τήν Κύπρο, τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας, τήν ᾿Αντιόχεια τῆς Πισιδίας καί τίς πόλεις τῆς Λυκαονίας μέχρι τό ᾿Ικόνιο, τά Λύστρα καί τή Δέρβη. 


Στήν ᾿Αντιόχεια ὁ Παῦλος πρότεινε στόν Βαρνάβα νά ἀρχίσουν τή Βύ ᾿Αποστολική περιοδεία (τέλος 48 μ.Χ. - ἀρχές 52 μ.Χ. ἤ 48/49-51/52 μ.Χ.) καί νά ἐπισκεφθοῦν ξανά τίς ᾿Εκκλησίες πού εἶχαν ἱδρύσει κατά τήν πρώτη περιοδεία τους καί νά στηρίξουν τούς πιστούς τῶν ᾿Εκκλησιῶν αὐτῶν366. ῾Ο μέν Βαρνάβας, παίρνοντας μαζί του τόν ᾿Ιωάννη-Μάρκο, ἐπῆγε στήν Κύπρο, ὁ δέ Παῦλος ἐπῆρε γιά συνοδό του τόν Σίλα καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ περιόδευσαν τή Συρία καί Κιλικία, στηρίζοντας τούς πιστούς τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν. ᾿Από ἐκεῖ ἔφθασαν στίς πόλεις Δέρβη καί Λύστρα, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Παῦλος παρέλαβε μαζί του τόν Τιμόθεο, τόν ὁποῖο περιέτεμε γιά τούς ᾿Ιουδαίους, ἐπειδή ἦταν ἑλληνιστής, καί συνέχισαν τήν περιοδεία τους. Κατόπιν διέσχισαν τή Φρυγία καί τή Γαλατική χώρα, ὅπου ὅμως παρέμειναν ἀναγκαστικά λόγῳ ἀσθενείας τοῦ Παύλου καί ἔτσι ἐκήρυξε καί ἐκεῖ τό λόγο τοῦ Θεοῦ μέ ἐπιτυχία367. Μέ ὑπόδειξη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο τούς ὁδηγοῦσε σ᾿ ὅλη τήν πορεία, πορεύθηκαν βορειοδυτικά καί κατέληξαν στήν Τρωάδα.
Εὑρισκόμενοι στήν Τρωάδα καί ἐνῶ πιθανόν διαλογιζόταν ὁ Παῦλος ἄν ἔπρεπε νά περάσει στήν ἀντίπερα ἀκτή, γιά νά κηρύξει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή στή Μακεδονία καί ῾Ελλάδα, σέ εὐρωπαϊκό πιά ἔδαφος, τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο τόν καθοδήγησε καί πάλι. ᾿Εμφανίσθηκε κάποιος ἄνδρας Μακεδόνας κατ᾿ ὄναρ «παρακαλῶν αὐτόν καί λέγων διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον μῖν»368. Τό ὅραμα αὐτό ὁ Παῦλος τό ἐθεώρησε ὡς θεία κλήση γιά νά κηρύξει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί σέ εὐρωπαϊκό ἔδαφος καί γι᾿ αὐτό ἀνεχώρησε ἀπό τήν Τρωάδα, συνοδευόμενος ἀπό τόν Σίλα καί Τιμόθεο στούς ὁποίους προστέθηκε καί ὁ ἰατρός Λουκᾶς, καί μέσῳ Σαμοθράκης τήν ἑπομένη ἔφθασαν στή Νεάπολη καί ἀπό ἐκεῖ στούς Φιλίππους369, ὅπου ἐκήρυξαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἔχοντας καλά ἀποτελέσματα, ἀφοῦ προσείλκυσαν πολλούς Χριστιανούς. «᾿Εξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρά τόν ποταμόν, οὐ ἐνομίζετο προσευχή εἶναι»370 καί ἐκεῖ συνάντησαν τίς σεβόμενες τόν Θεό γυναῖκες πρός τίς ὁποῖες ὁ Παῦλος ὁμίλησε μέ ἀποτέλεσμα μία ἀπό αὐτές, πορφυρόπωλις Λυδία, νά δεχθεῖ τό φωτισμό τοῦ Κυρίου, νά βαπτισθεῖ μαζί μέ ὅλη τήν οἰκογένειά της καί μέ ἐπίμονες παρακλήσεις νά πείσει τούς ᾿Αποστόλους νά μείνουν στό σπίτι της. ᾿Εκεῖ ὁ Παῦλος ἐθεράπευσε τή μαντευομένη παιδίσκη, πού ἀπέδιδε πολλά κέρδη στούς κυρίους της, οἱ ὁποῖοι καί κατήγγειλαν τό γεγονός στίς ἀρχές, μέ ἐπακόλουθο τή σύλληψη τοῦ Παύλου καί τῶν συνοδῶν του, μέ τήν κατηγορία ὅτι διαταράσσουν τήν πόλη, κηρύττοντας ἰδέες καί ἤθη ξένα στούς Ρωμαίους. ᾿Αποτέλεσμα τῆς δίκης ἦταν νά καταδικασθοῦν σέ σκληρούς ραβδισμούς καί σέ ἐγκλεισμό στή φυλακή. ᾿Αλλά οἱ προσευχές καί οἱ δοξολογίες τῶν φυλακισμένων καθώς καί ἕνας ἰσχυρός σεισμός εἶχαν ὡς συνέπεια νά ἀνοίξουν οἱ πόρτες τοῦ δεσμωτηρίου καί νά λυθοῦν τά δεσμά τῶν φυλακισμένων. Τοῦτο ἀνησύχησε τό δεσμοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἀποπειράθηκε νά σκοτωθεῖ, ἐπειδή ἐνόμισε ὅτι οἱ φυλακισμένοι ἐδραπέτευσαν, ἀλλ᾿ παρέμβαση τοῦ Παύλου ὄχι μόνο τοῦ ἔσωσε τή ζωή, ἀλλά τόν ἐκατήχησε καί ἐβάπτισε αὐτόν καί ὅλη τήν οἰκογένειά του. Στή συνέχεια οἱ στρατηγοί τῆς πόλεως διέταξαν τήν ἀπελευθέρωση τῶν ᾿Αποστόλων, ἀλλά ἐπειδή ὁ Παῦλος ἐπικαλέσθηκε τήν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτου, πού εἶχε, ἦλθαν οἱ ἴδιοι καί τούς παρεκάλεσαν νά ἐγκαταλείψουν τήν πόλη. Πράγματι ὁ Παῦλος καί συνοδεία του, ἀφοῦ συνάντησαν τούς λίγους πιστούς στήν οἰκία τῆς Λυδίας καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό, ἀνεχώρησαν μέσῳ ᾿Αμφιπόλεως καί ᾿Απολλωνίας γιά τή Θεσσαλονίκη371 καί τή Βέροια. Τήν πρώτη ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπετέλεσαν ἀρχικά μερικοί μέν ᾿Ιουδαῖοι, περισσότεροι δέ ἀπό τούς «σεβομένους» ῞Ελληνες καί κυρίως πολλές γυναῖκες τῆς ἀνώτερης κοινωνικῆς τάξεως τῆς πόλεως «γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι»372. ῾Η παράδοση διέσωσε μεταξύ τῶν πρώτων Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης μερικά ὀνόματα, ὅπως ὁ ᾿Ιάσων, ὁ ᾿Αρίσταρχος, ὁ Σεκοῦνδος, ὁ Γάιος, Θεσσαλονικεῖς συνεργάτες τοῦ Παύλου. 





Τό κήρυγμα τοῦ Παύλου στή Θεσσαλονίκη δέν ἦταν χωρίς δυσκολίες καί ἀντιδράσεις. ῞Οπως συνέβη στούς Φιλίππους, ὅπου κατηγορήθηκαν ὁ Παῦλος καί οἱ συνοδοί του ἐνώπιον τοῦ δήμου καί τῶν στρατηγῶν374 ὡς ταραχοποιοί καί ὡς διδάσκοντες γιά θεωρίες πού ἀντιβαίνουν στά ρωμαϊκά ἤθη375, ἔτσι καί τώρα στή Θεσσαλονίκη ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύλου ἐνόχλησε τούς ᾿Ιουδαίους πού δέν ἐπίστεψαν, γιατί ἔβλεπαν ὅτι σημαντικός ἀριθμός Θεσσαλονικέων ᾿Ιουδαίων προσχωροῦσε στή νέα πίστη καί ἐγίνονταν Χριστιανοί καί γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά ἀντιδράσουν μέ κάθε τρόπο. ῾Ο πιό ἀποτελεσματικός τρόπος ἦταν νά ἐξουδετερώσουν τόν Παῦλο καί τούς συνοδούς του χρησιμοποιώντας τή βαρύτερη κατηγορία. ᾿Επεχείρησαν δηλαδή νά τούς ἐμφανίσουν ὅτι στρέφονται ἐναντίον τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν καί τούς ἀπέδωσαν τίς κατηγορίες τῆς ἐσχάτης προδοσίας καί τῆς στάσεως ἐναντίον τῶν ἀρχῶν τοῦ κράτους. Πρός τοῦτο «προσλαμβανόμενοι τῶν ἀγοραίων ἄνδρας τινάς πονηρούς καί ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τήν πόλιν»376 προεκάλεσαν ὀχλοκρατικές ἐκδηλώσεις καί ταραχές μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναστατώσουν τήν πόλη. ᾿Αναζήτησαν τόν Παῦλο καί τούς συνεργάτες του, γιά νά τούς ὁδηγήσουν ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως. ῞Ομως οἱ Χριστιανοί, ἄγρυπνοι καί ἀνήσυχοι, παρακολουθοῦσαν τίς κινήσεις τῶν ἀντιτιθέμενων ᾿Ιουδαίων καί τῶν ἀρχῶν καί ἔλαβαν ἔγκαιρα τά μέτρα τους γιά τή διάσωση τῶν ᾿Αποστόλων. Γι᾿ αὐτό καί οἱ διῶκτες του, ἀφοῦ δέν εὑρῆκαν τόν Παῦλο καί τούς συνοδούς του, κατευθύνθηκαν στή συνέχεια στό σπίτι τοῦ ᾿Ιάσονος, γιά τόν ὁποῖο εἶχαν πληροφορηθεῖ ὅτι τούς εἶχε προσφέρει φιλοξενία καί ἐργασία. 


᾿Αλλ᾿ ἐπειδή κατάσταση ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι σοβαρή καί πολύ κρίσιμη γιά τόν Παῦλο καί τούς συνοδούς του, γι᾿ αὐτό «οἱ ἀδελφοί εὐθέως διά νυκτός ἐξέπεμψαν τόν Παῦλον καί Σίλαν εἰς Βέροιαν»377 συνοδευομένους ἀπό μιά ὁμάδα Χριστιανῶν Θεσσαλονικέων γιά τήν ἀσφαλέστερη πορεία τους μέχρι τή Βέροια καί τήν ἐγκατάστασή τους σέ γνωστό καί ἀσφαλές περιβάλλον.
Στό ὀλιγόχρονο διάστημα τῆς παραμονῆς τῶν ᾿Αποστόλων στή Βέροια, ὁ Παῦλος μέ τούς συνοδούς του ἐπῆγαν στή Συναγωγή τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅπου καί συνέχισαν ἐκεῖ τό κήρυγμά τους. Καί στή Βέροια ἀκολουθήθηκε ἴδια τακτική πού εἶχε ἐφαρμοσθεῖ στούς Φιλίππους καί στή Θεσσαλονίκη· προεκάλεσαν καί ἐκεῖ ταραχές «σαλεύοντες καί ταράσσοντες τούς ὄχλους»378 καί τούς ἐξήγειραν ἐναντίον τῶν ᾿Αποστόλων, ὁπότε ἀναγκάσθηκαν οἱ Βεροιεῖς, γιά νά διασώσουν τόν Παῦλο, νά τόν φυγαδεύσουν, ὁδηγώντας τον σέ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ἴσως στή Μεθώνη, καί ἀπό ἐκεῖ ἀνεχώρησε γιά τήν ᾿Αθήνα. 


Φεύγοντας ἀπό τή Μεθώνη διά θαλάσσης ὁ Παῦλος ἔφθασε στήν ᾿Αθήνα καί κατά τή συνήθη τακτική του ἐπικοινώνησε μέ τούς ὀλίγους ᾿Ιουδαίους στή Συναγωγή καθώς καί μέ τούς προσηλύτους τῆς πόλεως. Στήν ἀγορά τῆς πόλεως, στήν ὁποία συνήθιζαν τότε νά συχνάζουν οἱ διάφοροι φιλόσοφοι καί διδάσκαλοι, συνάντησε μερικούς ἀπ᾿ αὐτούς καί συζήτησε μαζί τους τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί τή λύτρωση τοῦ κόσμου. Φαίνεται ὅτι αὐτοί ἀρχικά εὑρῆκαν ἐνδιαφέρουσα τή συζήτηση μέ τόν Παῦλο καί τοῦ ἐζήτησαν νά ἀναπτύξει τή διδασκαλία του ἐνώπιον τοῦ ᾿Αρείου Πάγου, πού ἦταν καί ὁ ὑπεύθυνος γιά τά θρησκευτικά θέματα καί τά ἤθη τῆς πόλεως. Πράγματι, ὁ Παῦλος, παίρνοντας ὡς βάση τή λατρεία τῶν ῾Ελλήνων πρός τόν ῎Αγνωστο Θεό καί λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν τίς ἐπικρατοῦσες τότε ἰδέες τῶν Στωικῶν δεχομένων, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις, ὅτι· «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν»379, κατ᾿ ἀρχήν ἔλεγξε τήν πλάνη τους γιά τή λατρεία τῶν εἰδώλων καί ἔπειτα τούς ὁμίλησε γιά τόν ἀληθινό καί ζῶντα Θεό, τόν Λυτρωτή ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη ἀπό τόν Θεό νά κηρύξει μετάνοια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν. Αὐτόν τόν ᾿Ιησοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ὅρισε ὁ Θεός νά κρίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ζῶντες καί νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θά ἀναστηθοῦν κατά τήν μέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως ὅλης τῆς οἰκουμένης καί ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους θά τύχουν αἰώνιας ζωῆς ἤ κολάσεως. ᾿Αλλά τό κήρυγμα αὐτό τοῦ Παύλου γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τή μέλλουσα κρίση προκάλεσε τήν ἔντονη ἀντίδραση τῶν ᾿Αθηναίων καί ἄλλοι τόν εἰρωνεύθηκαν ἀπροκάλυπτα καί ἄλλοι τοῦ εἶπαν μάλλον ἀδιάφορα ὅτι· «θά σέ ἀκούσουμε ἄλλη φορά». Γι᾿ αὐτό καί τό κήρυγμά του εἶχε πολύ πτωχά ἀποτελέσματα· ἀπό τούς ᾿Αθηναίους ἐπίστευσαν πολύ λίγοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καί μιά γυναίκα ὀνόματι Δάμαρις380. 


Στενοχωρημένος ὁ Παῦλος ἐγκατέλειψε τήν ᾿Αθήνα, ἀφοῦ τό κήρυγμά του δέν εἶχε τήν ἐπιτυχία τῶν ἄλλων πόλεων πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ πρίν, καί ἔφθασε στήν Κόρινθο. Εὑρῆκε ἐκεῖ ἕνα ζευγάρι ᾿Ιουδαίους, τόν ᾿Ακύλα καί τήν Πρίσκιλλα, πού μόλις εἶχαν ἔλθει ἀπό τήν ᾿Ιταλία ἀφοῦ ὁ Κλαύδιος ἔδιωξε τούς ᾿Ιουδαίους ἀπό τή Ρώμη καί, ἐπειδή ἦταν καί αὐτοί ὁμότεχνοι, ἔμεινε στό σπίτι τους. Καί στήν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἄρχισε τό κήρυγμά του ἀπό τή Συναγωγή, ὅπως συνήθιζε πάντα, μέ ἁπλά ὅμως λόγια αὐτή τή φορά καί χωρίς τίς φιλοσοφικές ἐκεῖνες ἰδέες πού ἀνέπτυξε στούς ᾿Αθηναίους. Τούς μίλησε μόνο γιά τόν «᾿Ιησοῦν Χριστόν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον»381. ᾿Επειδή ὅμως καί ἐδῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀντέδρασαν στό κήρυγμα τοῦ Παύλου καί δέν θέλησαν νά ἀποδεχθοῦν τό περιεχόμενό του, ὁ Παῦλος ἐστράφηκε πρός τούς ἐθνικούς, «καί μεταβάς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τήν οἰκίαν τινός ὀνόματι Τιτίου ᾿Ιούστου, σεβομένου τόν Θεόν, οὗ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ»382, ἀπό τούς ὁποίους ἐπίστεψαν πολλοί καί ἐβαπτίσθησαν· μεταξύ αὐτῶν δέ ἦταν καί ὁ ἀρχισυνάγωγος Κρίσπος καί ὅλοι οἱ οἰκεῖοι του383. Μάλιστα ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στόν Παῦλο «δι᾿ ὁράματος ἐν νυκτί... μή φοβοῦ, ἀλλά λάλει καί μή σιωπήσης, διότι ἐγώ εἰμι μετά σοῦ, καί οὐδείς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί σε, διότι λαός ἐστί μοι πολύς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ»384. Γι᾿ αὐτό καί παρέμεινε στήν Κόρινθο «ἐνιαυτόν καί μῆνας ἕξ» διδάσκοντας στούς Κορινθίους τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί βοηθούμενος στό ἔργο του ἀπό τούς Τιμόθεο καί Σίλα, πού ἐπέστρεψαν ἐν τῷ μεταξύ ἀπό τή Βέροια, φέρνοντες εὐχάριστα νέα γιά τή στερέωση τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης καί Βεροίας. Αὐτά τά νέα ἔδωσαν τήν εὐκαιρία στόν Παῦλο νά γράψει τίς δυό πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολές του. Τό κήρυγμα τοῦ Παύλου στήν Κόρινθο εἶχε καρποφόρα ἀποτελέσματα, πράγμα πού προκάλεσε τήν ἀγανάκτηση τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι τόν κατηγόρησαν στό Ρωμαῖο ἀνθύπατο Γαλλίωνα. ῾Ο Γαλλίων ὅμως μή ἐπιθυμῶν νά ἀναμιχθεῖ σέ ζητήματα «περί λόγου καί ὀνομάτων καί νόμου»385, τούς ἔδιωξε. 


῞Υστερα ἀπό μερικές ἀκόμα μέρες παραμονῆς του στήν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἀνεχώρησε μαζί μέ τούς συνοδούς του ᾿Ακύλα καί Πρίσκιλλα γιά τή Συρία, μέ πρῶτο σταθμό τήν ῎Εφεσο, στήν ὁποία ἔμεινε λίγο χρόνο, παρά τίς παρακλήσεις τῶν πιστῶν της νά μείνει περισσότερο κοντά τους. ᾿Από τήν ῎Εφεσο ἔφθασε στήν Καισάρεια καί κατέληξε στήν ᾿Αντιόχεια, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνέβηκε στήν ῾Ιερουσαλήμ νά χαιρετήσει τήν ἐκεῖ κοινότητα τῶν πιστῶν386.
Στήν ῎Εφεσο, ὅταν ἔφθασε ὁ Παῦλος, κατά τήν τρίτη ἀποστολική περιοδεία (ἄνοιξη 52-ἄνοιξη 57 μ.Χ.), ἄρχισε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐνισχύσεως τῶν πιστῶν, καταδεικνύοντας τή θεία προέλευση καί ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας του ἀκόμη καί μέ τά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε, θεραπεύοντας ἀσθενεῖς καί δαιμονιζομένους.
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος τελικά ἀνεχώρησε γιά τά ῾Ιεροσόλυμα συνοδευόμενος ἀπό μερικούς μαθητές ἀπό τήν Καισάρεια387. Οἱ ᾿Ιουδαῖοι, πού φαίνεται ὅτι ἐπερίμεναν τόν Παῦλο, ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του καί μόλις κατόρθωσε νά διασωθεῖ ἀπό βέβαιο θάνατο ἀπό τό Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία. Αὐτός τόν παρέπεμψε μέ συνοδεία καί σχετική ἐπιστολή στό Ρωμαῖο Διοικητή τῆς Καισαρείας Φήλικα388, ὁ ὁποῖος τόν ἐκράτησε φυλακισμένο δυό χρόνια (57-59). Τόν Φήλικα διαδέχθηκε ὁ Φῆστος καί οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἐζήτησαν τότε ἀπ᾿ αὐτόν νά τούς παραδώσει τόν Παῦλο, γιά νά τόν δικάσουν αὐτοί στά ῾Ιεροσόλυμα. Βλέποντας ὁ Παῦλος ὅτι ἀντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο, ἔκανε χρήση τοῦ δικαιώματος τοῦ Ρωμαίου πολίτου καί ἐζήτησε νά δικασθεῖ ἀπό τόν Καίσαρα389, πράγμα πού ἔγινε δεκτό. 


Στή Ρώμη ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος ἔμεινε μιά ὁλόκληρη διετία (60-62 ἤ 59-61 μ.Χ.) φυλακισμένος σέ ἰδιαίτερη ἐνοικιασμένη οἰκία, ὅπου μποροῦσε νά δέχεται ὅλους ὅσοι ἤθελαν νά τόν ἐπισκεφθοῦν, νά κηρύττει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά διδάσκει γιά τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό μέ παρρησία καί χωρίς μεγάλα ἐμπόδια. Στό διάστημα αὐτό τῆς παραμονῆς του στή Ρώμη ὁ Παῦλος ἔγραψε τήν πρός ᾿Εφεσίους ᾿Επιστολή καθώς καί τίς λεγόμενες ᾿Επιστολές τῆς αἰχμαλωσίας.
Γιά τήν παραπέρα πορεία καί δραστηριότητα τοῦ Παύλου, τήν τέταρτη ἀποστολική περιοδεία (62-65 ἤ 61-64 μ.Χ.), οἱ πληροφορίες εἶναι πενιχρές καί ἔμμεσες καί δέν συμφωνοῦν ἀπόλυτα. ᾿Από τίς σποραδικές ἀναφορές καί τούς ὑπαινιγμούς τῶν Πράξεων, ἀπό κάποιες εἰδήσεις τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ὅπως τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, τοῦ Μορατορίου Κανόνος, τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας390, τοῦ ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου, τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, τοῦ ῾Αγίου ῾Ιερωνύμου καί ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν Ποιμαντικῶν ᾿Επιστολῶν, συνάγεται ὅτι ὁ Παῦλος μετά τήν ἀπαλλαγή του ἀπό τή δίκη στή Ρώμη, ἐταξίδεψε «μέχρις ἐσχάτων τῆς Δύσεως». Τοῦτο κατά τή μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος Ρώμης σημαίνει, κατά τήν ἐκτίμηση μερικῶν, μέχρι τήν ᾿Ισπανία. Σύμφωνα μέ τίς Ποιμαντικές ᾿Επιστολές, κατά τήν Δύ ᾿Αποστολική περιοδεία ὁ Παῦλος ἐπισκέφθηκε τήν ῎Εφεσο, τή Μακεδονία, τήν Κρήτη, τή Νικόπολη, τήν Τρωάδα, τή Μίλητο καί τήν Κόρινθο, πιθανόν καί τίς ᾿Εκκλησίες τῶν Κολοσσῶν, ῾Ιεραπόλεως, Λαοδικείας, ἐκπληρώνοντας παλαιά ὑπόσχεσή του πρός τόν Φιλήμονα καί τούς Κολοσσαεῖς, γιά νά γνωρίσει καί προσωπικά τούς πιστούς τῶν ᾿Εκκλησιῶν αὐτῶν πού δέν εἶχε συναντήσει μέχρι τότε. 


῾Η σύλληψη καί μεταφορά τοῦ Παύλου στή Ρώμη ἔγινε μεταξύ τῆς ἀνοίξεως καί τοῦ θέρους τοῦ 65 μ.Χ.391 Οἱ συνθῆκες τῆς δεύτερης αὐτῆς φυλακίσεώς του ἦσαν ὁπωσδήποτε διαφορετικές ἀπό τήν πρώτη. Εἶχε ἀσφαλῶς ὀλιγότερες ἐλευθερίες γιά νά τόν ἐπισκέπτονται οἱ φίλοι του, ὅπως ὁ ᾿Ονησιφόρος, ὁ Εὔβουλος καί Πούδης, ὁ Λίνος καί Κλαυδία καί ἄλλοι, καί οἱ συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκᾶς, Τυχικός. Φαίνεται ὅτι κατά τό διάστημα τῆς φυλακίσεώς του αὐτῆς ἔγραψε τή Βύ πρός Τιμόθεον ᾿Επιστολή, ὁποία ἀποτελεῖ τό κύκνειο ἄσμα του, ἀφοῦ μετά ἀπό τή φυλάκισή του αὐτή ὁδηγήθηκε στό μαρτυρικό θάνατό του.
῾Ο ἀκριβής χρόνος τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου δέν εἶναι γνωστός, ἐλλείψει συγκεκριμένων πληροφοριῶν, τίς ὁποῖες ὅμως ἀναπληρώνει ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση, ὁποία συνδέει τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Παύλου μέ τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Πέτρου καί ἀναφέρει σχετικά μόνο ὅτι οἱ δυό ᾿Απόστολοι ἐμαρτύρησαν κατά τό διωγμό τοῦ Νέρωνος, χωρίς νά προσδιορίζει τόν ἀκριβή χρόνο τοῦ μαρτυρίου τους. ᾿Εξ ἄλλου ὁ χαρακτηρισμός τῆς 29ης ᾿Ιουνίου ὡς «γενεθλίου» μέρας τους δέν δηλώνει τήν μέρα τοῦ μαρτυρίου τους, ἀλλά τήν καθιέρωση τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τους, τό 258 μ.Χ., ἴσως λόγῳ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τους. Τό πιθανότερο εἶναι ὁ Παῦλος νά ἐμαρτύρησε στά τέλη περίπου τοῦ ἔτους τῆς συλλήψεώς του, τό 65 μ.Χ. ἤ τό ἀργότερο στίς ἀρχές τοῦ 66 μ.Χ.392 Τόν ἐξετέλεσαν μέ ξίφος κοντά στήν «περιοχή τοῦ Λικινίου», παρά τήν ᾿Οστία ὁδό, σέ τόπο ὀνομαζόμενο «Σωτήριο Νερό», πού σήμερα εἶναι γνωστός ὡς Μονή τῶν «Τριῶν Πηγῶν». ᾿Εκεῖ κοντά καί τόν ἐνταφίασαν. Στόν τόπο τῆς ταφῆς ὁ ᾿Ανίκητος τοῦ ἀνήγειρε «νεκρικό τρόπαιο», πού πιθανόν περικλειόταν σέ κάποιο μεγαλύτερο κτίσμα. 

***

῾Ο ᾿Απόστολος ΠΕΤΡΟΣ ἐγεννήθηκε στή μικρή πόλη Βηθσαϊδά κοντά στή λίμνη Γεννησαρέτ, ὅπου ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἁλιέως μέ τόν ἀδελφό του ᾿Ανδρέα, κληθέντα καί αὐτόν στό ἀποστολικό ἀξίωμα, καί μέ τούς υἱούς τοῦ Ζεβεδαίου ᾿Ιάκωβο καί ᾿Ιωάννη, γενόμενους ἐπίσης ᾿Αποστόλους. Τό ὄνομά του ἀπαντᾶ στήν Καινή Διαθήκη ὑπό τέσσερις τύπους· α. Συμεών (ἐκ τοῦ ὣἂἣ τὃ, σημιτικοῦ τύπου)393. β. Σίμων (κοινότερος τύπος, ἐξελληνισμένη σύντμηση τοῦ προηγούμενου). γ. Κηφᾶς (ἀπό τό ἀραμαϊκό Κὸἆ῍ὰ, πού σημαίνει πέτρα). δ. Πέτρος (παράφραση τῆς προηγούμενης ἀραμαϊκῆς ἐπωνυμίας, ὁποία ἐδόθηκε στόν Σίμωνα ἀπό τόν Χριστό). 





῾Ο πατέρας του ὀνομαζόταν ᾿Ιωάννης ἤ ᾿Ιωνᾶς. Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν στούς λιγοστούς πιστούς εὐσεβεῖς ᾿Ιουδαίους τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι ἐπερίμεναν ἐναγώνια τόν Μεσσία καί τή μεσσιανική ἐποχή κατά τήν ὁποία θά ἐτερματίζετο κακοδαιμονία τῆς ἀνθρωπότητος.
᾿Από τό γεγονός ὅτι ὁ Πέτρος εἶχε τήν πεθερά του, τήν ὁποία ἐθεράπευσε ὁ Κύριος395, στήν Καπερναούμ, προκύπτει ὅτι ἦταν ἔγγαμος. Δέν εἶναι γνωστό μέ βεβαιότητα τό ὄνομα τῆς συζύγου του, καλουμένης ᾿Ιωάννας ὑπό τῶν ᾿Ανατολικῶν καί Περπετούης ὑπό τῶν Δυτικῶν. Οὔτε εἶναι γνωστό ἄν σύζυγός του ἐζοῦσε ἀκόμη, ὅταν ὁ ᾿Απόστολος Πέτρος ἐκλήθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα. 


῾Ο Πέτρος καί ὁ ᾿Ιωάννης καλοῦνται «ἀγράμματοι καί ἰδιῶται» ἀπό τά μέλη τοῦ Συνεδρίου396, σημεῖο ὅτι δέν εἶχαν φοιτήσει στίς λόγιες ραββινικές σχολές. Εἶχαν ὅμως μαθητεύσει στόν Τίμιο Πρόδρομο. Τοῦτο εἶναι βέβαιο γιά τούς υἱούς τοῦ Ζεβεδαίου καί γιά τόν ᾿Ανδρέα, πιθανῶς δέ καί γιά τόν Σίμωνα Πέτρο.
῾Η κλήση τοῦ Πέτρου στό ἀποστολικό ἔργο ἔγινε βαθμιαίως. ῞Οταν τόν ἐπαρουσίασε ὁ ἀδελφός του ᾿Ανδρέας στόν Κύριο, μέ τούς λόγους «εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν», ἔλαβε τήν ἐπωνυμία Κηφᾶς397. ῏Ηταν παρών κατά τό θαῦμα στήν Κανᾶ καί ἐγκαταστάθηκε μετά μέ τόν Κύριο στήν Καπερναούμ. ᾿Εκλήθηκε ὁριστικά μετά τήν πρώτη θαυμαστή ἁλιεία398, γενόμενος ἔτσι «ἁλιεύς ἀνθρώπων». 


῾Ο ἐνθουσιώδης καί εὐσεβής Πέτρος ἐπέταξε τά δίχτυα ἀπό τούς πρώτους καί ἀκολούθησε τόν Κύριο πιστά. Λόγῳ τοῦ δυναμικοῦ χαρακτῆρος του καί τῆς ἰδιαίτερης ἀφοσιώσεώς του στόν Κύριο ἀξιώθηκε νά ἔχει ἐξαιρετική θέση μεταξύ τῶν ᾿Αποστόλων καί νά ὁμιλεῖ συχνά ἐκ μέρους αὐτῶν. ῾Ομολόγησε πρῶτος ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»399. ῾Ο Κύριος ἐξετίμησε αὐτή τήν ὁμολογία καί τόν διαβεβαίωσε πώς ἐπάνω σέ αὐτή τήν ὁμολογία πίστεως, πού ἔγινε κατ᾿ ἀποκάλυψιν Θεοῦ Πατρός, «οἰκοδομήσω μου τήν ᾿Εκκλησίαν»400.
Κατά τήν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν καί μετά τήν ᾿Ανάσταση ὁ Πέτρος ἀποτελεῖ κεντρικό πρόσωπο στά Εὐαγγέλια. ῎Ετσι στό Μυστικό Δεῖπνο ἀρνεῖται πρός στιγμήν τή νίψη τῶν ποδῶν του ἀπό τόν Κύριο401, ἀγωνιᾶ κατόπιν νά μάθει ποιός εἶναι ὁ προδότης402, διαμαρτύρεται, διότι στήν πρός τόν Κύριο ἐρώτησή του «Κύριε, ποῦ ὑπάγεις;», ἔλαβε ἀπό Αὐτόν τήν ἀπάντηση «ὅπου ἐγώ ὑπάγω οὐ δύνασαί μοι νῦν ἀκολουθῆσαι»403, καί τέλος ὑπόσχεται στόν Κύριο ὅτι θά θυσιάσει τήν ψυχή του γιά ᾿Εκεῖνον404 καί δέν θά σκανδαλισθεῖ ἀπό τό ἐπερχόμενο Πάθος Του405. Κατά τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ ὁ ᾿Ιησοῦς στήν μετά τοῦ Πέτρου στιχομυθία του εἶπε σέ αὐτόν τά ἑξῆς χαρακτηριστικά· «Σίμων, Σίμων, ἰδού ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τόν σῖτον. ᾿Εγώ δέ ἐδεήθην περί σοῦ ἵνα μή ἐκλίπῃ πίστις σου. Καί σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τούς ἀδελφούς σου»406. Πράγματι δέ, δέν ἐξέλιπε πίστη τοῦ Πέτρου, ἄν καί ἀρνήθηκε τόν Διδάσκαλο τρεῖς φορές στήν αὐλή τοῦ ἀρχιερέως. ῞Ενεκα τῆς ὑπέρ αὐτοῦ δεήσεως τοῦ Κυρίου, ἦλθε στόν ἑαυτό του, μετανόησε καί ἔκλαψε πικρά γιά τήν πράξη του καί ἀξιώθηκε πρῶτος αὐτός ἀπό τούς ᾿Αποστόλους νά διαπιστώσει τό γεγονός τῆς ᾿Αναστάσεως καί πρῶτος νά δεῖ τόν ᾿Αναστάντα Κύριο. 





᾿Αξιώθηκε νά δεῖ ἀπό τούς πρώτους τό κενό μνημεῖο καί νά διαπιστώσει τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τό συγκλονιστικό αὐτό γεγονός τόν μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Τό φλογερό του κήρυγμα τήν μέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔκανε νά πιστέψουν τρεῖς χιλιάδες ψυχές, καί νά βαπτισθοῦν. ῾Η ἱεραποστολική δράση του ὑπῆρξε θαυμαστή καί εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων. ᾿Από ἐκεῖ ἐνεργοῦσε κατά καιρούς περιοδεῖες ἐπισκεπτόμενος τίς πλησιόχωρες ᾿Εκκλησίες409. ῾Ο Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή του ἀναφέρει, ὅτι κατά τίς δύο ἀνόδους του στά ῾Ιεροσόλυμα συναντήθηκε ἐκεῖ μέ τόν Πέτρο, τόν ὁποῖο ὀνομάζει καί ᾿Απόστολο τῶν ἐκ «περιτομῆς» καί μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἐτιμᾶτο μαζί μέ τόν ᾿Αδελφόθεο ᾿Ιάκωβο καί τόν ᾿Ιωάννη ὡς «στῦλος» τῆς ᾿Εκκλησίας.


Σέ μία περιοδεία του ὁ Πέτρος, περί τῆς ὁποίας μᾶς ὁμιλοῦν οἱ Πράξεις410, ἐπισκέφθηκε τή Λύδδα καί ἀφοῦ ἐθεράπευσε τόν παραλυτικό Αἰνέα, ἦλθε στήν ᾿Ιόππη, ὅπου ἀνέστησε τήν Ταβιθᾶ ἤ Δορκάδα. ᾿Από ἐκεῖ δέ, μέ θεία ἐπιταγή, ἐπορεύθηκε στήν Καισάρεια, στήν ὁποία ἐκατήχησε καί ἐβάπτισε τόν ἐθνικό Κορνήλιο μαζί μέ τήν οἰκογένειά του. ῞Οταν ἔμαθαν τό γεγονός αὐτό οἱ ἐκ «περιτομῆς» τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων ἐκατηγόρησαν τόν Πέτρο. ῾Ο ᾿Απόστολος ἐξέθεσε μέ λεπτομέρεια πῶς ὁ Θεός δι᾿ ὁράματος «ὑπέδειξεν μηδένα κοινόν ἤ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον»411 καί ἔκλεισε τήν ἀπολογία του ἐκείνη ὡς ἑξῆς· «Εἰ οὖν τήν ἴσην δωρεάν ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεός ὡς καί μῖν πιστεύσασιν ἐπί τόν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ἐγώ δέ τίς ἤμην δυνατός κωλῦσαι τόν Θεόν;»412.


῾Ο ῾Ηρώδης ᾿Αγρίππας Αύ, ἐπιθυμώντας νά εὐχαριστήσει τούς ᾿Ιουδαίους συνέλαβε τόν Πέτρο κατά τίς ἑορτές τοῦ Πάσχα τοῦ 42 ἤ 44 μ.Χ. καί τόν ἔκλεισε στή φυλακή γιά νά τόν φονεύσει μετά ἀπό λίγο. ᾿Αλλ᾿ ῎Αγγελος Κυρίου ἐλευθέρωσε κατά τή νύχτα τό δέσμιο καί ἀπό στρατιῶτες φρουρούμενο Πέτρο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τούς συγκεντρωμένους καί προσευχόμενους ὑπέρ αὐτοῦ ἀδελφούς στήν οἰκία τῆς Μαρίας, μητέρας τοῦ Μάρκου, ἀνήγγειλε σέ αὐτούς τή σωτηρία του ἀπό τόν ῎Αγγελο καί «ἐξελθών ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον»413.
Γιά τελευταία φορά ὁμιλοῦν οἱ Πράξεις414 περί τοῦ Πέτρου κατά τήν ᾿Αποστολική Σύνοδο (48/49 μ.Χ.), στήν ὁποία μαζί μέ τόν Παῦλο καί τόν ᾿Αδελφόθεο ᾿Ιάκωβο διεδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο. ῾Ο Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή του μᾶς ὁμιλεῖ γιά μία συνάντηση, τήν ὁποία εἶχε μέ τόν Πέτρο στήν ᾿Αντιόχεια, κατά τήν ὁποία τόν ἤλεγξε γιά τήν ἐπιδειχθεῖσα ἔλλειψη θάρρους καί παραχώρηση ὑπέρ τῶν ἰουδαϊζόντων καί σέ βάρος τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν.


Γιά τή μετά ταῦτα ζωή καί δράση τοῦ Πέτρου στερούμεθα σαφεῖς ἱστορικές μαρτυρίες. ῾Ο ᾿Ωριγένης καί ὁ Εὐσέβιος, προφανῶς ἀπό τόν πρόλογο τῆς Αύ Καθολικῆς ᾿Επιστολῆς Πέτρου, συμπέραναν ὅτι αὐτός ἐκήρυξε στούς ᾿Ιουδαίους τῆς Διασπορᾶς, στόν Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, ᾿Ασία καί Βιθυνία415. ῾Ορισμένοι δέχονται καί τήν ἀποστολική δράση τοῦ Πέτρου στήν Κόρινθο.
῾Ο ᾿Απόστολος Πέτρος ἔγραψε δυό Καθολικές ᾿Επιστολές. ᾿Από αὐτές, μέν πρώτη ἀπευθυνόταν στούς Χριστιανούς τοῦ Πόντου, τῆς Γαλατίας, τῆς Καππαδοκίας, τῆς ᾿Ασίας καί τῆς Βιθυνίας, δέ δεύτερη σέ ὅλους τούς Χριστιανούς. Μέσα ἀπό αὐτές προσπαθεῖ νά στηρίξει τούς πιστούς στίς θλίψεις πού ὑφίστανται ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως τους στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό.


῾Υπάρχει βέβαια καί παράδοση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν περί μεταβάσεως τοῦ Πέτρου στή Ρώμη μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τόν ῎Αγγελο ἤ τήν ᾿Αποστολική Σύνοδο, τῆς ὁποίας διετέλεσε ἐπί εἰκοσιπενταετία ᾿Επίσκοπος. Τήν παράδοση αὐτή πολλοί ᾿Ορθόδοξοι μελετητές τήν ἀμφισβητοῦν, διότι στηρίζεται σέ μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τίς λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις», καί τήν ἀπόκρυφη φιλολογία. ᾿Αναμφίβολα ὅμως ὁ Πέτρος συνδέεται μέ τήν ᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης, ἀφοῦ ἔδρασε καί ἐμαρτύρησε σέ αὐτήν.
Σύμφωνα μέ αὐτή τήν παράδοση ὁ Πέτρος ἵδρυσε τήν τοπική ᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης. ᾿Εκήρυττε νυχθημερόν στή μεγάλη πόλη καί κατόρθωσε νά μεταστρέψει πλῆθος κατοίκων στό Χριστιανισμό. Τήν ἴδια ἐποχή εὑρισκόταν στή Ρώμη καί ὁ διαβόητος Σίμων ὁ μάγος, γνωστός ἀπό τίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων416. ᾿Εκεῖ μέ τίς διάφορες μαγγανεῖες καί τά μαγικά κόλπα προκαλοῦσε τό θαυμασμό τοῦ πλήθους καί γι᾿ αὐτό ἀπέκτησε πολλούς ὀπαδούς. ῞Ομως εὑρῆκε μπροστά του τόν ἀληθινό ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τόν ᾿Απόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος μέ σειρά θαυμάτων ξεσκέπασε τόν ἀπατεώνα μάγο, τόν ἀπέδειξε ὡς συνεργό των δαιμόνων καί ἐφανέρωσε τήν ἀνίκητη δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.


῾Ο ῞Αγιος Εἰρηναῖος γράφει· «Τοῦ Πέτρου καί Παύλου ἐν Ρώμῃ εὐαγγελιζομένων καί θεμελιούντων τήν ᾿Εκκλησίαν»417. ῾Ο ᾿Ωριγένης· «῞Ος καί ἐπί τέλει ἐν Ρώμῃ γενόμενος ἀνεσκολοπίσθη κατά κεφαλῆς οὕτως αὐτός ἀξιώσας»418. Τέλος ὁ πρεσβύτερος Γάιος (169 μ.Χ.) γράφει στόν πρός Πρόκλο διάλογό του· «᾿Εγώ δέ τά τρόπαια (μνημεῖα, σκηνώματα) τῶν ἀποστόλων ἔχω δεῖξαι. ᾿Εάν γάρ θελήσῃς ἀπελθεῖν ἐπί τόν Βατικανόν ἤ ἐπί τήν ὁδόν τήν ᾿Ωστίαν, εὑρήσεις τά τρόπαια τῶν ταύτην ἱδρυσαμένων τήν ᾿Εκκλησίαν».





Κατά τήν παράδοση, λοιπόν, ὁ Πέτρος ἄθλησε στή Ρώμη κατά τό διωγμό τοῦ αὐτοκράτορος Νέρωνος (64/67 μ.Χ.). Λίγο πρίν τόν συλλάβουν ἔκρινε σκόπιμο νά φύγει κρυφά ἀπό τήν πόλη, γιά νά γλιτώσει. Καθώς ἐβάδιζε βιαστικά τήν περίφημη ᾿Αππία ὁδό εἶδε μπροστά του τόν Κύριο, ὁ ῾Οποῖος τόν ἐρώτησε· «ἳ῟῏ ῢὰὶἂὖ?», δηλαδή «ποῦ πηγαίνεις;». Τότε ὁ ἔνθερμος ᾿Απόστολος κατάλαβε πώς φυγή του αὐτή ἰσοδυναμοῦσε μέ νέα ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό μέ δάκρυα στά μάτια ἐγύρισε πίσω καί συνελήφθη καί καταδικάσθηκε σέ σταυρικό θάνατο. ῞Οταν ὁδηγήθηκε στό μαρτύριο παρακάλεσε τούς δημίους του νά τόν σταυρώσουν ἀνάποδα, μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω, διότι, ὅπως εἶπε, δέν ἐθεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά σταυρωθεῖ σάν τόν ἠγαπημένο Δάσκαλο καί Θεό του! ῎Ετσι παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στόν Χριστό, τό δέ ἁγιασμένο λείψανό του τό περιμάζεψαν οἱ πιστοί καί τό ἔθαψαν στό Βατικανό λόφο.


῾Ο τάφος του ἦταν ἁπλός καί πτωχικός. ᾿Εσκέπασαν τό τίμιο λείψανό του μέ χῶμα καί μετά μέ πλάκες ἀπό κεραμίδι σέ σχῆμα ἀμφικλινές. ῎Ετσι ἔθαπταν τότε τούς πολλούς, τούς πτωχούς στή Ρώμη. Τό μνῆμα τοῦ Πέτρου τό ἤξερε καλά ᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης, γι αὐτό καί ὁ ᾿Επίσκοπός της ᾿Ανίκητος (155-166 μ.Χ.), περί τό 160 μ.Χ., ἐτοποθέτησε μιά μαρμάρινη πλάκα, ἐπάνω ἀπό τήν ὁποία ἐστήριξε σέ δυό κιονίσκους μιά τράπεζα μέ μικρή κόγχη καί ὑποτυπῶδες ἀέτωμα. Γύρω της συνήρχοντο γιά προσευχή λίγοι Χριστιανοί, ἐνῶ στόν ἱερό τόπο τῆς ταφῆς τοῦ Πέτρου συνάγονταν πολλοί προσκυνητές στό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ.
῞Ενας ἀπό τούς σκληρότερους χριστιανομάχους αὐτοκράτορες ἦταν ὁ Πόπλιος Λικίνιος Οὐαλεριανός (253-259 μ.Χ.). ῞Οταν ἀνέλαβε τήν ἐξουσία, ἐμεθόδευσε συστηματικώτερα τούς διωγμούς. ᾿Εστράφηκε κατά τοῦ κλήρου, τῆς λατρείας, τῆς περιουσίας καί τῶν κοιμητηρίων τῆς ᾿Εκκλησίας. Τά μέτρα του ἐφαρμόσθηκαν περί τό 257 μ.Χ. μέ πραγματική ἀγριότητα. Θανατώνει τούς ᾿Επισκόπους, κατεδαφίζει ναούς, δημεύει περιουσίες, ἀπαγορεύει τίς συνάξεις στούς τόπους ταφῆς τῶν Χριστιανῶν. ῾Ο διάδοχος τοῦ μαρτυρήσαντος, τό 257 μ.Χ., ᾿Επισκόπου Ρώμης Στεφάνου, ῞Ελληνας ᾿Επίσκοπος Σίξτος Βύ (257-258 μ.Χ.)420, γιά νά προλάβει σκύλευση τῶν τάφων τῶν δύο ᾿Αποστόλων, κάνει κρυφά τήν ἀνακομιδή τῶν ἁγίων λειψάνων τους ἀπό τά μνημεῖα - τρόπαιά τους, πιθανῶς στίς 29 ᾿Ιουνίου τοῦ 258 μ.Χ., καί τά μεταφέρει στό κοιμητήριο πού εἶναι σήμερα γνωστό ὡς Κατακόμβη τοῦ ῾Αγίου Σεβαστιανοῦ. ῎Ετσι μερομηνία αὐτή διατηρήθηκε ὡς μέρα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῶν ᾿Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ὄχι πλέον σέ ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῶν τιμίων αὐτῶν λειψάνων, ὁποία εἶχε λησμονηθεῖ ἀπό τό λαό, ἀλλ᾿ ὡς γενέθλιος μέρα, δηλαδή ὡς ἑορτή τοῦ μαρτυρίου τους421.


Μετά τό 260 μ.Χ., ὁ νέος αὐτοκράτορας Γαληνός (259-268 μ.Χ.) ἦταν περισσότερο ἐπιεικής. ᾿Εσταμάτησε τίς ἀπάνθρωπες σκληρότητες καί ἐπέστρεψε τούς ναούς καί τά κοιμητήρια. ῾Η λατρεία ἀναπτύσσεται στό νέο τόπο ταφῆς τῶν ᾿Αποστόλων. ᾿Επάνω ἀπό τήν Κατακόμβη τους ἱδρύεται τό ἀρχαιότερο Μαρτύριο τῆς Ρώμης. ῎Ετσι, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ἑορτή τῶν Πρωτοκορυφαίων τιμᾶται στή Ρώμη σέ τρεῖς τόπους. Στό Βατικανό ὁ Πέτρος, στήν ὁδό τῆς ᾿Ωστίας ὁ Παῦλος καί οἱ δύο μαζί στίς Κατακόμβες.
῞Οταν ᾿Εκκλησία ἀπέκτησε τά πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ὁ ᾿Επίσκοπος Ρώμης Σίλβεστρος (314-335 μ.Χ.) ἐξασφάλισε τήν ὑποστήριξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου γιά τήν οἰκοδόμηση Μαρτυρίων στούς τόπους ἀθλήσεως καί ἀρχικῆς ταφῆς τῶν ᾿Αποστόλων. Τά ἐγκαίνια τῶν πρώτων κτισμάτων γύρω ἀπό τούς τάφους τῶν ᾿Αποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στό Βατικανό καί στήν ὁδό πρός τήν ᾿Ωστία στίς 18 Νοεμβρίου τοῦ 324 μ.Χ. μέ τή μετακομιδή τῶν λειψάνων τους ἀπό τήν Κατακόμβη τοῦ ῾Αγίου Σεβαστιανοῦ στούς τόπους ἀρχικῆς ταφῆς. Μόνον οἱ Τίμιες Κάρες τῶν ᾿Αποστόλων ἐκρατήθηκαν στόν καθεδρικό ναό τοῦ ᾿Επισκόπου τῆς Ρώμης, τό ναό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ Λατερανοῦ, σημερινό ῞Αγιο ᾿Ιωάννη. ᾿Εκεῖ παραμένουν μέχρι σήμερα, ἐπάνω ἀπό τήν κεντρική ῾Αγία Τράπεζα, μέσα σέ κιβώρια.


῾Η Κωνσταντίνεια βασιλική τοῦ Βατικανοῦ, παρά τίς πολλές ἐπισκευές λόγῳ τῶν καταστροφῶν πού τίς προξένησαν οἱ βαρβαρικές ἐπιδρομές τοῦ 5ου καί 6ου αἰῶνος μ.Χ., παρέμεινε δώδεκα αἰῶνες κέντρο προσκυνηματικῆς εὐσεβείας. ῏Ηταν πεντάκλιτη βασιλική, μέ 90 μέτρα μῆκος καί 65 μέτρα πλάτος. ῾Η ᾿Αναγέννηση κατέστρεψε τόν πάνσεπτο αὐτό ναό καί στή θέση του ἔκτισε τόν ἀχανή καί βαρύ σημερινό ῞Αγιο Πέτρο (1626). Στήν ὁδό πρός τήν ᾿Ωστία ἱδρύθηκε ἀρχικά μικρή τρίκλιτη βασιλική, τήν ὁποία ἐπεξέτειναν τό 386 μ.Χ. οἱ αὐτοκράτορες Οὐαλεντιανός Βύ, Θεοδόσιος καί ᾿Αρκάδιος σέ πεντάκλιτη καί τήν ἐγκαινίασε, τό 390 μ.Χ., ὁ Πάπας Σιρίκιος (384-398 μ.Χ.). ῾Η βασιλική διατηρήθηκε σχεδόν ἀκέραια μέχρι τόν ᾿Ιούλιο τοῦ 1823, πού ἐκάηκε ἀπό μεγάλη πυρκαγιά, ἀλλά ἀναστηλώθηκε μέ πιστότητα στό ἀρχαῖο της κάλλος.
῾Ο τάφος τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου καλύπτεται μέ μιά μεγαλογράμματη λατινική ἐπιγραφή τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., πού γράφει· «Στόν Παῦλο, ᾿Απόστολο Μάρτυρα».

ΠΗΓΗ
via ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him