Ευτυχία είναι...

Του Γαβριήλ Μπομπέτση

Εαρινή Συμφωνία, Ν. Γύζης

Διάβαζα πρόσφατα ένα τομίδιο με τίτλο: Ευτυχία είναι... Έτσι διερωτήθηκα πώς θα σημασιοδοτούσα εγώ την ευτυχία. Ιδού τα αποτελέσματα. Αξίζει όμως να σημειώσουμε πως ο καθένας θα μπορούσε να σημασιοδοτήσει άλλως την ευτυχία. Δύσκολα, όμως, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς πως η ευτυχία είναι ένα αίσθημα εσωτερικής πληρότητας που ουδεμία ή μικρή σχέση έχει με την καλή τύχη (<εὖ + τύχη). Τελικά η ευτυχία είναι κάτι τόσο υποκειμενικό αλλά και τόσο αντικειμενικό.

Η ευτυχία αποτελεί το διακύβευμα του ανθρώπου από παλαιοτάτων χρόνων. Η φιλοσοφία, η ψυχολογία, ιδανικά και η ίδια η εκπαίδευση στοχεύει στην ευδαιμονία του ανθρώπου. Γράφει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια (1102a 5-6) πως «ἡ εὐδαιμονία ἐστὶ ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ' ἀρετὴν τελείαν», « η ευδαιμονία είναι ενέργεια της ψυχής που έχει τελειωθεί ως προς την αρετή». Πιστεύω πως ο ισχυρισμός αυτός έχει ισχύ ως τα σήμερα. Οι μεταγενέστεροι του Αριστοτέλη στωικοί φιλόσοφοι θεωρούσαν την ευδαιμονία ως εὔροια βίου, ως την καλή και φυσική ροή που πρέπει να πάρει ο βίος του καθενός. Η ευδαιμονία είναι αυτό που πάντα ποθούμε και που πάντα μας ξεφεύγει.

Είδα ανθρώπους λωλούς για τον κόσμο να λένε πως είναι καλά. Γνώρισα ανθρώπους "στερημένους" ζωής και εμπειριών να λούζονται στη χαρά. Διάβασα για αρρώστους που επέμεναν πεισματικά να είναι χαρούμενοι. Εκεί και αλλού κατάλαβα πως η ευτυχία δεν εξαρτάται τόσο από τις συνθήκες.

Ερχόμαστε λοιπόν στην προσωπική ψηλάφιση της έννοιας της ευτυχίας. Ευτυχία είναι να ζεις το θαύμα... της ζωής. Η ασχήμια ποτέ δεν εξέλειψε από τον κόσμο. Αυτό που χρειάζεται είναι η δύναμη μεταμόρφωσης της ασχήμιας σε ομορφιά. Αντί να αλλάξει ο κόσμος (...που δεν αλλάζει), αλλάζεις την οπτική σου επί του κόσμου. Αυτό είναι το διακύβευμα, θαρρώ, της ζωής, της ευτυχισμένης ζωής.

Ευτυχία σημαίνει να χαμογελά η ψυχή και όχι μονάχα τα χείλη. Ευτυχία δεν σημαίνει απρόσκοπτη ζωή, δίχως συγκρούσεις. Ευτυχία σημαίνει να συγκρούεσαι και να μπορείς στο κατόπι να ζητάς συγχώρεση. Ευτυχία είναι να χωράς τον άλλο μέσα σου, ανεξαρτήτως από το πόσο θα σε χωρέσει εκείνος. Ευτυχία σημαίνει να είσαι εσωτερικά ανεξάρτητος. Μια ευτυχία που εξαρτάται από τη συμπεριφορά του άλλου μπορεί να είναι ευτυχία; Ευτυχία είναι να πέφτεις και να αγωνίζεσαι να μην ξαναπέσεις. Ευτυχία είναι να δέχεσαι τον άλλο όπως είναι. Ευτυχία είναι να πεις ένα και δύο "ευχαριστώ". Ευτυχία είναι η προσμονή. Αναμένω μια γιορτή, αναμένω μια εκδήλωση, ένα ταξίδι, ακόμα και μια έξοδο. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή χωρίς αυτήν την προσμονή. Ευτυχία είναι να μην έχω αρίφνητες επιθυμίες. Να έχω όνειρα έμ-μετρα. Ευτυχία είναι ένα βλέμμα, ένα χάδι, ένας λόγος. Ευτυχία είναι η ενατένιση της φύσης. Η φύση έχοντας το στοιχείο του αψεγάδιαστου και τέλειου ηρεμεί και γαληνεύει. Ευτυχία είναι να κοιτάς τον ουρανό και τ' άστρα, τη θάλασσα και τα βουνά, να νιώθεις τον αέρα να ψαύει το μάγουλό σου, να βλέπεις τον ήλιο είτε να παίρνει θέση στο στερέωμα είτε να αναχωρεί, για να πάει να κοιμηθεί. Ευτυχία είναι ένας ζεστός καφές και ένα βιβλίο ή μια εφημερίδα. Ευτυχία είναι ένας περίπατος, με καλή παρέα.

Η ευτυχία δεν βρίσκεται μόνο στα απλά. Η ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που βλέπεις τα απλά και τα σύνθετα. Η ευτυχία δεν είναι έξω μας αλλά μέσα μας. Ευτυχία δεν σημαίνει ζωή άλυπη αλλά να βλέπεις το θετικό στο κάθετί. Ευτυχία σημαίνει να είσαι ανθρώπινος, να σηκώνεσαι και να πέφτεις και πάλι να σηκώνεσαι και πάλι να ξαναπέφτεις. Η ευτυχία δεν είναι χωρίς διαλείμματα ούτε όμως και παροδική.

Alert: Δεν μπορεί η ευτυχία η δική σου να στερεί την ευτυχία του άλλου. Είναι ψευδεπίγραφη ευτυχία τότε. Έχουμε ανάγκη τον άλλον για να ζήσουμε. Αδυνατώ να συλλάβω μια ζωή όπου ο καθένας θα ζούσε μόνος του, δίχως κοινωνία με τον άλλο.

Ας δούμε ακόμη πως διάφοροι λογοτέχνες συλλαμβάνουν την ευτυχία. Γράφει ο Τόλης Νικηφόρου:
«[...]/ Να γυρίζεις στο φως.
Σαν το μικρό παιδί
εκστατικά να ανακαλύπτεις
τα δέντρα και τη θάλασσα,
ήχους και αρώματα,
ένα χαμόγελο,
θαύματα καθημερινά τριγύρω.
Να γυρίζεις στο φως,
πρώτη φορά να είναι ωραίος,
τόσο μεθυστικά ωραίος ο κόσμος»
(Μια κιμωλία στο Μαυροπίνακα)

Η ευτυχία για τον Νικηφόρου βρίσκεται στην επαναπροσέγγιση της φύσης, σαν τη σχέση που αναπτύσσει ένα μικρό παιδί μαζί της. Τα παιδιά δεν διστάζουν να τσαλακωθούν, παίζουν με το χώμα, ευφραίνονται με χρώματα, αρώματα και ζιζάνια, γιατί έχουν απλότητα και φυσικότητα. Ο Γιάννης Ρίτσος, από την άλλη, εντοπίζει, την ευτυχία στην αγάπη:

«Το κορμί μας περήφανο
απ' της χαράς την ομορφιά.
Το χέρι μας παντοδύναμο
απ' την ορμή της αγάπης.

Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν».
(Εαρινή Συμφωνία).

Η ευτυχία είναι εν τέλει πολλά και σε πολλά. Αρκεί να ανανεώνει κανείς διαρκώς την όρεξη και την ορμή του και να διακηρύσσει όπως ο Νικηφόρος Βρεττάκος: «[...] Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυα μου,/ ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος/είναι όμορφος» (Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου)!



«νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ»: Ελλήνων ή Ρωμαίων η παροιμία;

Του Γαβριήλ Μπομπέτση

Το θέατρο του Μαρκέλλου στη Ρώμη, ένα από τα αρχαιότερα ρωμαϊκά θέατρα

Η παλαίστρα στην αρχ. Ολυμπία
Συχνά πυκνά τονίζεται η σύνδεση της πνευματικής υγείας με τη σωματική, όπως αποτυπώνεται στη φράση: «νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ». Πόθεν, όμως, η παροιμιώδης αυτή φράση; Αφορμή να ψάξω το θέμα αυτό ήταν η τυχαία ανακάλυψη πως η παροιμία αυτή, ως έχει, εμφανίζεται στο Ρωμαίο σατιρικό ποιητή του 1ου-2ου αι. μ.Χ. Γιουβενάλη• γράφει ο Γιουβενάλης, λοιπόν, «mens sana in corpore sano» (10.356). Και τίθενται τα ερωτήματα: Οι Ρωμαίοι απλώς μετέγραψαν στη Λατινική την ελληνική παροιμία; Η παροιμία, ως έχει, μήπως είναι λατινική; Αυτά θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε παρακάτω.

Προτού δούμε την ιστορία της συγκεκριμένης παροιμίας, ας μιλήσουμε λίγο περί παροιμίας. Τι είναι η παροιμία; Η παροιμία έχει συνδεθεί ετυμολογικά με τις λέξεις οἶμος και οἴμη. Η σύνδεση της παροιμίας με τον οἶμον, δηλαδή το δρόμο, είναι αρχαία (Ησύχιος, 5ος αι. μ.Χ.). Ωστόσο, στον επιστημονικό κόσμο σήμερα (βλ. Μπαμπινιώτη επ' αυτού) γίνεται περισσότερο αποδεκτή η ετυμολόγηση της λέξης από την οἴμην, δηλαδή το τραγούδι, το ποίημα, τον ποιητικό λόγο, τη διήγηση. Η παροιμία είναι μια μορφή διήγησης. Από την οἴμη τείνουμε να ετυμολογούμε, άλλωστε, και το προοίμιο, αυτό που είναι δηλαδή πριν από το κυρίως ποίημα.

Κατά τον λεξικογράφο Ησύχιο, συνεχίζοντας «παροιμίαι• παραινέσεις, παραμυθίαι, νουθεσίαι ηθών έχουσαι και παθών επανόρθωσιν». Τι είναι οι παροιμίες; Είναι αναψυχή, ηθική παρότρυνση και διόρθωση/αποκοπή των παθών του ανθρώπου. Ο επίσκοπος Πενταπόλεως Συνέσιος ο Κυρηναίος (4ος - 5ος αι. μ.Χ.) παραθέτει στο ευθυμογράφημά του Φαλάκρας εγκώμιον μια κατά τα άλλα χαμένη αριστοτελική ρήση: «και η παροιμία σοφόν• πως δ’ ουχί σοφόν περί ων Αριστοτέλης φησίν ότι παλαιάς εισί φιλοσοφίας εν ταις μεγίσταις των ανθρώπων φθοραίς απολομένης εγκαταλείμματα περισωθέντα δια συντομίαν και δεξιότητα». Παρά τις φυσικές καταστροφές που μας στέρησαν πλειάδα αρχαίων κειμένων, οι γεμάτες σοφία παροιμίες επέζησαν ως σήμερα, γιατί ήταν ευσύνοπτες και παραστατικές, εντυπώνονταν εύκολα στο νου.

Και τώρα ας έρθουμε στην παροιμία μας. Το «νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ» είναι πράγματι απόδοση της φράσης του Γιουβενάλη. Μια περιδιάβαση στα κείμενα είναι, όμως, απαραίτητη, για να αναδειχθεί το πόθεν της παροιμίας. Ιδού η αναμέτρηση Ελλάδας και Ρώμης.

Θα παραθέσουμε, κατ' αρχάς, κείμενα από το Θαλή το Μιλήσιο, τον Πλάτωνα, το Δίωνα τον Κάσσιο (2ος αι. μ.Χ.) και το Λουκιανό (2ος αι. μ.Χ.).  Αν δώσουμε πίστη στα λεγόμενα του Διογένη του Λαέρτιου, ο Θαλής ο Μιλήσιος (6ος αι. π.Χ.), ο θεωρούμενος πατέρας της φιλοσοφίας, είχε απαντήσει στην ερώτηση «τίς εὐδαίμων;», «ὁ τὸ μὲν σῶμα ὑγιής, τὴν δὲ ψυχὴν εὔπορος, τὴν δὲ φύσιν εὐπαίδευτος.» Έτσι, φαίνεται πως ήταν ο πρώτος που συνέδεσε την υγεία του σώματος με την παντός είδους ευπορία της ψυχής. Βλέπουμε δύο αιώνες περίπου αργότερα να επανέρχεται η ιδέα στον Πλάτωνα: «ὅσῳ ἀθλιώτερόν ἐστι μὴ ὑγιοῦς σώματος μὴ ὑγιεῖ ψυχῇ συνοικεῖν, ἀλλὰ σαθρᾷ καὶ ἀδίκῳ». (Πλάτων, Γοργ., 479b). Είναι άθλιο να μη συνυπάρχει ένα υγιές σώμα και μια υγιή ψυχή. Κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο, ας έρθουμε στα μεταχριστιανικά χρόνια. Εκεί θα συναντήσουμε το Διώνα τον Κάσσιο, ελληνικής καταγωγής μεν, συγγραφέα ρωμαϊκής ιστορίας δε, να λέει: «καὶ ἀρτιμελῆ καὶ ἀρτίνουν πάντως αἱρεῖσθαι» (Δίων Κάσσιος, Historiae Romanae, 69.20.3). Να προτιμάτε, γράφει, αυτόν που έχει και άρτια μέλη, μα και άρτιο νου. Τελευταίος σταθμός από την αρχαιοελληνική γραμματεία ο συριακής καταγωγής Λουκιανός, ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας των αυτοκρατορικών χρόνων. Ο Λουκιανός, ως γνωστόν, εντάσσεται στο κίνημα της β’ σοφιστικής. Γράφει, λοιπόν, στο έργο του, Υπέρ του εν τη προσαγορεύσει πταίσματος: «ὡς καὶ αὐτὸ ψυχῇ τε καὶ σώματι ἁρμοδιώτατον καὶ συνόλως ἅπαντα περιειληφὸς τἀνθρώπου ἀγαθά» (Λουκιανός, Pro Laps. inter Salut., 5).

Για να δούμε, στην αντίπερα όχθη, πώς εμφανίζεται η ιδέα της σύνδεσης πνευματικής και σωματικής υγείας στη λατινική λογοτεχνία. Ας σταθούμε, αρχικά, στο ρωμαίο λυρικό βάρδο, τον Οράτιο. Γράφει, λοιπόν: […] «et valido mihi,/ Latoe, dones et precor integra/ cum mente» […] (Hor., Odes, 1.31.17–19). Σε ικετεύω, δώσε μου, γιε της Λητούς, Απόλλωνα, υγιές σώμα και ακέραιο μαζί το πνεύμα, θα μεταφράζαμε το χωρίο. O δε Σενέκας στις Επιστολές προς Λουκίλιο, ρωμαίο διοικητή της Σικελίας, τον οποίο προσπαθεί να μυήσει στη στωική φιλοσοφία, γράφει: «roga bonam mentem, bonam valitudinem animi, deinde tunc corporis» (Sen., Ep., 10.4). Αναζήτησε, του λέει, την καλή κατάσταση του νου, την υγεία του νου, αναζήτησε ακόμα την υγεία της ψυχής και έπειτα του σώματος. Βλέπουμε εδώ και μία ιεράρχηση που κάνει ο στωικός φιλόσφος από την Ισπανία. Ως τελευταίο testimonium ας δώσουμε ένα χωρίο από το Satyricon του Πετρωνίου (1ος μ.Χ.). Γράφει ο ρωμαίος μυθιστοριογράφος: «Postquam ergo omnes bonam mentem bonamque valitudinem sibi optarunt, Trimalchio ad Nicerotem respexit...» (61.1), δηλαδή, έτσι αφού όλοι επέλεξαν για τον εαυτό τους την υγεία του νου και την υγεία του σώματος, θα λέγαμε κάπως πιο ελεύθερα.

Και ερχόμαστε στο δια ταύτα. Αφού το «νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ» δεν είναι παρά απόδοση του «mens sana in corpore sano», μπορούμε εύλογα να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με σύλληψη και ιδέα ελληνική αλλά διατύπωση λατινική. Για να το πούμε αλλιώς, έχουμε να κάνουμε με σάρκα ελληνική αλλά ένδυμα ρωμαϊκό. Ας πούμε ακόμη ότι η απόδαση της λατινικής παροιμίας ή γνώμης (γνωμικού) στα Ελληνικά έγινε στο πλαίσιο της αναβίωσης των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην Αθήνα.

Στο σημείο αυτό ας παρεμβάλουμε ένα ιντερμέδιο, ας κάνουμε μία παρέκβαση.  Ανάμεσα στους Έλληνες και στους Ρωμαίους υπήρχε μία έντονη αλληλεπίδραση. Η παροιμία αυτή είναι ακόμη ένα στοιχείο της κοινωνίας των δύο αυτών πολιτισμών, του πολιτισμικού δούναι και λαβείν. Δεν είναι οι Ρωμαίοι απλοί αντιγραφείς της ελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας. Δεν υπάρχει μόνο η Ελλάδα στον πολιτισμικό χάρτη, όπως συχνά διακηρύσσουμε. Υπάρχει και «δούναι» από τη Ρώμη στην Ελλάδα. Ας αναφέρουμε λίγα παραδείγματα. Στο ελληνικό λεξιλόγιο υπάρχουν και λέξεις από τη Λατινική. Δείτε τη λέξη σπίτι (<οσπίτιον, hospitium), τη λέξη παλάτι (<palatium < mons Palatinus, όπου έχτισε το παλάτι του ο αυτοκράτορας Αύγουστος), τη λέξη κουράγιο (< coraggio στα ιταλικά < λατιν. cor). Αν δούμε επίσης τη βυζαντινή νομοθεσία και στρατιωτική οργάνωση, θα αντιληφθούμε τη συνεισφορά της Ρώμης. Σίγουρα η Αρχαία Ελλάδα έθεσε πολιτισμικές βάσεις και πρωτοστάτησε σε τομείς, όπως το θέατρο (theater, théâtre, Theater), η φιλοσοφία (philosophy,…), η πολιτική (politics, …), η δημοκρατία (democracy,…). Ωστόσο, σε επίπεδο επιστημονικό, συμπλέγματα πολιτισμικής υπεροχής δεν χωρούν. Πλάι στον ελληνικό άνθησαν και άλλοι αξιόλογοι πολιτισμοί, όπως ο ρωμαϊκός ή ελληνορωμαϊκός, όπως τον αποκαλούμε ενίοτε. Ας μην το λησμονούμε αυτό.

Καταλήγοντας, ας δούμε αν είναι αμφίδρομη η σχέση της πνευματικής με τη σωματική υγεία. Στην ουσία η παροιμία λέει πως ένα υγιές πνεύμα βρίσκεται μέσα σε ένα υγιές σώμα, άρα, η σωματική υγεία εξασφαλίζει την πνευματική υγεία. Αυτό επαληθεύεται και πρακτικά. Αν λόγου χάρη, εξαιτίας κάποιου ατυχήματος πάθει κάποιος εγκεφαλική βλάβη, χάνει και τη σωματική και την πνευματική του υγεία. Το αντίστροφο ισχύει; Η πνευματική υγεία καθορίζει τη σωματική υγεία; Αν κανείς φτάσει στην παράνοια, επί παραδείγματι, κλονίζεται παράλληλα και το νευρικό του σύστημα και κατά συνέπεια η σωματική του υγεία. Η σχέση σωματικής και πνευματικής υγείας αναδεικνύεται αμφίδρομη, λοιπόν, προς και τανάπαλιν, όπως η αρχαία σοφία συνέλαβε. Ας μαθητεύουμε, λοιπόν, στα ελληνορωμαϊκά γράμματα, ας φροντίζουμε πνεύμα και σώμα μαζί. Δεν είμαστε τίποτε άλλο  εντέλει παρά σώμα, πνεύμα και ψυχή.

* Ο σχαλαστικός αναγνώστης ας μου συγχωρήσει το ότι δεν έχω χρησιμοποιήσει το πολυτονικό σε ορισμένα αρχαιοελληνικά χωρία που τα έγραψα ο ίδιος. Τα περισσότερα χωρία, αντλημένα από το perseus digital library (όπου περιέχει διεθνώς έγκριτες εκδόσεις αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών κειμένων), δίνονται στο πολυτονικό.



Για τη φιλολογία που αγαπώ...


Του Γαβριήλ Μπομπέτση

Άγαλμα θεάς Αθηνάς

«Μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε», γράφει ο Ν.Καζαντζάκης. Προλαβαίνουμε τι; Να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, με δύναμη και με όσο περισσότερο φως και βάθος μπορούμε να βρούμε. Τα όσα θα ακολουθήσουν δεν είναι παρά μία προσωπική κατάθεση στο ταμιευτήριου του λόγου περί φιλολογίας. Μπορεί, άραγε, η φιλολογία και ο διάκονός της, ο φιλόλογος, να δώσει φως και βάθος στον άνθρωπο του 21ου αιώνα;

Συχνά θεωρούμε τις επιστήμες των ιδεών και του πνεύματος λιγότερο σημαντικές και χρηστικές από τις θετικές επιστήμες ή τις πρακτικές τέχνες. Αυτό το στερεότυπο θα ήθελα να ανατρέψω σε μία πρώτη φάση, αναδεικνύοντας τη σημασία της φιλολογίας.

Ναι, ένα πληντύριο, ένα τραπέζι, ένα φωτιστικό ευκολύνει και ομορφαίνει τη ζωή - αλλά σε οριζόντια προοπτική. Εχουμε ασφαλώς ανάγκη και το πλυντήριο και το τραπέζι και το φωτιστικό• δεν υπάρχει αμφιβολία περί αυτού. Αυτό που βρίσκω, μολαταύτα, στις ανθρωπιστικές επιστήμες, και μιλώντας ειδικότερα για τη φιλολογία, είναι η κάθετη προοπτική. Οι ιδέες, η λεπτή ομορφιά, η γνώση, οι αξίες που ακροβατούν πάνω σ' ένα σχοινί, που στην αρχή λέει ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, στη μέση βυζαντινός ελληνισμός και στην άκρη, σύχρονος. Το βάθος που μπορεί να δώσει η φιλολογία, θα τολμούσα να πω, ίσως είναι ανώτερο από τη χρηστικότητα ενός πληντυρίου. Μια ζωή χωρίς αισθητική συγκίνηση, χωρίς γνώση είναι μια μισή ζωή. Δεν λέω ότι δεν είναι ζωή, σίγουρα κάποιος μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτά• είναι, όμως, μισή ζωή, χάνεις αρκετή ομορφιά, αρκετά εφόδια, αρκετή ουσία.

Η φιλολογία είναι, ακόμη, εισπνοή παρελθόντος (πρόσφατου ή μακρινού) και εκπνοή μελλοντος. Αυτές οι δύο παράμετροι είναι αναγκαίοι στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Η γνώση τού παρελθόντος σού προσπορίζει «νέα μάτια – ή και ματιά» να δεις το τώρα αλλά και έμπνευση. Αξίζει να παραθέσουμε μια συναφή θέση του Φ. Νίτσε στους σπαραγματικούς στοχασμούς του από το Εμείς οι φιλόλογοι. «Η φιλολογία ως επιστήμη για την αρχαιότητα δεν έχει, φυσικά, αιώνια διάρκεια – το υλικό της θα εξαντληθεί. Αυτό που δεν θα εξαντληθεί είναι η διαρκώς νέα προσαρμογή κάθε εποχής στην αρχαιότητα, η αναμέτρηση της με αυτήν. Αν ανατεθεί στο φιλόλογο ως έργο του να κατανοήσει καλύτερα, διαμέσου της αρχαιότητας, τη δική του εποχή, τότε το έργο του είναι αιώνιο».

Η άποψη αυτή του Γερμανού φιλοσόφου μάς δίνει την πάσα για να περάσουμε στον φιλόλογο. Με τι καταπιάνεται ο φιλόλογος; Έχουμε μιλήσει παλιότερα για τις παιδαγωγικές πρακτικές που μπορεί να ακολουθήσει ο φιλόλογος, έτσι εδώ δεν θα κάνουμε άμεση σύνδεση του φιλολόγου με το σχολείο.

Ο φιλόλογος  γνωρίζει, σε όσο μεγαλύτερο εύρος και βάθος μπορεί, κείμενα, για να τα «γνωρίσει» στη συνέχεια στο όποιο κοινό του. Ο Λέο Μπουσκάλια μιλώντας κάπου για τον εαυτό του αλλά, μέσα από τον εαυτό του, και για κάθε άνθρωπο, λέει: «Γιατί διαβάζω; γιατί ταξιδεύω; γιατί ακούω; Για να παίρνω όσο γίνεται περισσότερα και να τα μοιράζομαι μαζί σας - ο μόνος λόγος να τα έχω». Αυτός είναι και ο ρόλος που επωμίζεται ο φιλόλογος, να κοινωνήσει σε όσους περισσότερους γίνεται τη γνώση που κουβαλά, τη γνώση που διαρκώς «βαραίνει» με άλλη γνώση αλλά ενδεχομένως και τη γνώση που παράγει ο ίδιος.

Τα κείμενα κουβαλούν πλούτο - πολλές φορές - υπόρρητο. Για να τον κοινωνήσει στον αποδέκτη ο φιλόλογος, αφού πρώτα ο ίδιος τον «ανασύρει», χρειάζεται ως αρωγό το λόγο. Πρέπει, με άλλα λογια, να είναι μαέστρος του λέγειν.

Ο φιλόλογος βασανίζει το λόγο λιγάκι. Αγαπά τον λόγο, πασχίζει να τον γνωρίσει αλλά και να του δώσει χάρη στο στάδιο της παραγωγής και της εκφοράς. Πασχίζει δε να του δώσει και μεταδοτικότητα, να φεύγει από νου και καρδιά και να ριζώνει στον νου και στην καρδιά του άλλου.

Βέβαια, ας βάλουμε και κάποια αποσιωπητικά ή ερωτηματικά. Μόνο με καλούς επιστήμονες - που είναι μεν κάτι πολύ σημαντικό - , νομίζω, δεν πάμε μπροστά. Τι σημασία έχει να είσαι καλός και επιτυχημένος επιστήμονας, αν δεν είσαι παράλληλα και πρώτα καλός και ισορροπημένος άνθρωπος; Πολύ δε περισσότερο καθίσταται αναγκαίο να είσαι καλός και ισορροπημένος άνθρωπος, όταν καλείσαι στην εκπαιδευτική παλαίστρα, να μορφοποιήσεις χαρακτήρες, να τους δώσεις συν τοις άλλοις και εφόδια ηθικά.

Ας θέσουμε τώρα ένα ακόμη ζήτημα. Πολλοί είναι εκείνοι που αποστρέφονται την τέχνη. Περιμένουμε ένα έργο τέχνης, ένας πίνακας, ένα ποίημα να μας μιλήσει αμέσως. Δεν συμβαίνει παντα αυτό, γι’ αυτό απογοητευόμαστε και τους γυρίζουμε το κεφάλι. Χρειάζεται γνώση και αισθητική συγκίνηση, για να εκτιμήσουμε και να απολαύσουμε την τέχνη ή ορθότερα ένα μέρος της τέχνης (δεν μας αρέσουν πάντα όλα). Η αισθητική συγκίνηση, όμως, και η γνώση απαιτεί τον κόπο μας, απαιτεί υπομονή και επιμονή. Βάζεις εσύ το συντελεστή, για να έχεις αποτέλεσμα. Όσο περισσότερο, επί παραδείγματι, έρχεσαι σε τριβή με την ποίηση, τόσο περισσότερο το ποίημα θα έχει κάτι να σου διαμηνύσει.

Φιλολογία και κρίση: ποιος θα κάτσει να ασχοληθεί με ποιήματα και ιδέες, με τέχνη και ιστορία, όταν δεν μπορεί να βγάλει τα προς το ζην; Κι όμως, νομίζω, ειδικότερα όταν πληθαίνουν τα προβλήματα, νιώθει κανείς μεγαλύτερη ανάγκη να ανατρέξει εκεί, για να αναπνεύσει λίγο οξυγόνο και να αισθανθεί λίγο φως, και να συνεχίσει να περπατά στο στάδιο της ζωής. Το βιβλίο, ο πολιτισμός δεν κουραζει, ξεκουράζει.

Δεν χρειάζεται να αρνηθούμε, εντούτοις, πως η φιλολογία προσφερει αφενός ποιότητα αναγκαία αλλά και ποιότητα «πολυτελείας». Ας πούμε, ένα λαθος στο λόγο μπορεί να είναι περισσότερο αμελητέο από την άγνοια των ιδεών, της ιστορίας, της εικαστικής τέχνης κλπ. Το πρώτο δίνει μια ποιότητα στην επικοινωνία μεν αλλά το δεύτερο όχι μόνο δίνει ποιότητα αλλά διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την οπτική μας επι του κόσμου και των πραγμάτων, μας πλουτίζει, μας διδάσκει, μας εμπνέει.

Είναι μήπως λίγο ρομαντικά όλ’ αυτά, απέχοντας από την πραγματικότητα; Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Αλλά επιμένω σ' έναν κόσμο, που παρά τα σκοτεινα στίγματα, είναι ωραίος και ρομαντικός. Γράφει σ’ ένα του λόγο ο Μ. Βασίλειος πως «οὐ τὸ ὁρώμενόν ἐστιν ὁ ἄνθρωπος», δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται και οράται ο άνθρωπος. Πίσω από τη σάρκα, έχει και νου και καρδιά και ψυχή. Αυτά προσπαθεί να «φτερώσει» η φιλολογία, αυτά προσπαθεί να «θρέψει» ο φιλόλογος.




Όταν η φιλολογία συναντά την ψυχολογία...

Του Γαβριήλ Μπομπέτση


Υπάρχει, άραγε, σημείο τομής μεταξύ της φιλολογίας και της ψυχολογίας; Η απάντηση είναι φυσικά καταφατική. Τη σχέση αυτή των δύο επιστημών θα προσπαθήσουμε να ξεδιπλώσουμε σε μία ενδεικτική προσέγγιση στη συνέχεια. Ας σημειώσουμε μόνο πως εκλαμβάνουμε τον όρο ψυχολογία κάπως γενικά, με την έννοια του τι αφορά την ψυχή και τον άνθρωπο.

Έλεγε ο Βιτγκενστάιν: «Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου». Γι’ αυτό, λοιπόν, σαν σε παιχνίδι ετυμολόγησης, θα ξεκινήσουμε τη διερεύνηση της σχέσης φιλολογίας και ψυχολογίας, μέσα από το λεξιλόγιο της ψυχής, των συναισθημάτων, για να το κατανοήσουμε πληρέστερα.

Ας δούμε κατ’αρχάς τη λέξη «συγγνώμη»• το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι παράγεται από το ρήμα «συγγιγνώσκω», που σημαίνει πρωτίστως ομονοώ, πράγμα που δείχνει τη γνωστική, εγκεφαλική όψη (πέρα από τη συναισθηματική) της έννοιας. Στο ίδιο πλαίσιο το ρήμα συγχωρώ (< συγχωρέω) έχει την έννοια του δίνω χώρο μέσα μου στον άλλο, συμφωνώ κατ’επέκταση μαζί του. Και από τη λέξη «συγγνώμη» ας περάσουμε στο «κουράγιο». Εκ της ιταλικής λέξης coraggio, που ανάγεται στη λατινική coraticum, η οποία με τη σειρά της εμπεριέχει τη ρίζα cor, δηλαδή, καρδιά. Πρέπει, λοιπόν, να έχεις «καρδιά», για να κάνεις κουράγιο στις δυσκολίες και στον πόνο. Η αρχική σημασία του «πόνου» ήταν μόχθος, σκληρή εργασία• γιατί άλλωστε χρειάζεται μόχθο για να αντέξεις τον πόνο.

Τι σημαίνει «εμπιστοσύνη»; Ότι ανοίγομαι στον άλλον, διότι έχω πίστη σ’αυτόν, πως θα με καταλάβει, δεν θα με προδώσει, δεν θα με εκμεταλλευτεί κλπ. Η «θλίψη» και η «κατάθλιψη», από την άλλη, παραγόμενες από το ρήμα «θλίβω (= πιέζω)», σημαίνουν την εσωτερική πίεση και καταχνιά της ψυχής. Η λέξη «ελπίδα» με τη σειρά της λέγεται ότι προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wel που έχει τη σημασία θέλω, εκλέγω• μήπως τότε το να είμαστε ευέλπιδες είναι εκλογή; Ας περάσουμε τώρα στη «στενοχώρια». «Στενοχώρια» σημαίνει ότι υπάρχει στενοχωρία μες την ψυχή μας, δηλαδή, στενότητα χώρου, περιορισμένες αντοχές. Με τις στενοχώριες, άρα, στις οποίες υποβαλλόμαστε, αυτή η στενότητα φεύγει σταδιακά, για να μείνουν οι διευρυμένες πλέον αντοχές.

Τι είναι, άραγε, η «ευτυχία»; Αρχικά «ευτυχία» ήταν η καλή τύχη. Όμως, στην πραγματικότητα φαίνεται ότι η ευτυχία απέχει παρασάγγας από την καλή τύχη. «Τι θα πει ευτυχία;», αναρωτιέται ο Καζαντζάκης. «Να ζεις όλες τις δυστυχίες». «Τι θα πει ζω; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια». Τι είναι ευτυχία για τον Αριστοτέλη; Είναι η ενέργεια της ψυχής του ενάρετου ανθρώπου, του ανθρώπου που περπατά με φωτεινό σηματοδότη τη μεσότητα, μακριά από την έλλειψη και την υπερβολή. Τι είναι, ακόμη, οι «ενοχές» από τις οποίες συχνά διακατέχεται ο άνθρωπος; Εκ του ρήματος «ἐνέχω» που σημαίνει κρατώ κάτι μέσα μου, το φυλάω στην ψυχή μου, οι ενοχές είναι ό,τι χρονίζει μέσα μας και το περιεργαζόμαστε υπερ το δέον. Τι θα πει «ευδαιμονία»; Αρχικά ήταν η εύνοια από τους θεούς ή την τύχη, αλλά κάθε άλλο παρά αυτό είναι η ευδαιμονία, όπως είδαμε.

Ας περάσουμε από την κάπως πιο τεχνική περιδιάβαση στο λεξιλόγιο της ψυχής στην ψυχή αυτή καθ’αυτή. Κι αυτή είναι η δεύτερη περιοχή συνάντησης της φιλολογίας και της ψυχολογίας που προτείνουμε. «Ψυχή», εκ του «ψύχω», είναι η πνοή, η ανάσα. Για να δούμε, όμως, τι είπαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι και πρώτοι «ψυχολόγοι» για την ψυχή! Ο μεν Πλάτωνας υποστηρίζει τη θεωρία του δυϊσμού. Λέει, λοιπόν, ότι η ψυχή και το σώμα είναι δύο διαφορετικές, αυτοτελείς οντότητες. Η ψυχή προϋπάρχει του σώματος, εν-σωματώνεται κάποια στιγμή, πράγμα που την περιορίζει, και υπάρχει και μετά θάνατον, μάλιστα μετεμψυχώνεται. Η φιλοσοφία, η προσπάθεια, δηλαδή, να περιοριστεί κανείς στην ψυχή του αγνοώντας το σώμα του, είναι μία μελέτη θανάτου, όπως πιστεύει ο φιλόσοφος. Ο Αριστοτέλης, στον αντίποδα, είναι υποστηρικτής της μονιστικής θεωρίας. Η ψυχή για το σταγειρίτη φιλόσοφο είναι η μορφή ενός ζωντανού σώματος, οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει αυτό. Το ότι κάποιος κινείται, κάθεται, γελάει κλπ δείχνει ότι έχει ψυχή, ενώ όταν πεθαίνει, αφού δεν μπορεί να προβεί σ’αυτές τις ενέργειες, παύει να έχει ψυχή. Άρα, η ψυχή και το σώμα είναι ένα αναπόσπαστο σύνολο.

Το τι είναι, άραγε, η ψυχή δεν μπορεί να προσδιοριστεί εν τέλει μονοσήμαντα, επειδή ανήκει στην άυλη πραγματικότητα. Για την ορθόδοξη Εκκλησία η ψυχή είναι μια πνευματική φύση, αθάνατη, που μετέχει στις θείες ενέργειες, ενώ για την ψυχολογία φαίνεται ότι η ψυχή είναι οι ψυχοπνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου, σε αντίθεση με τις βιολογικές.

Το καλό και το κακό μέσα μας! Ποιος να μίλησε, άραγε, πρώτος για αυτά τα θέματα; Λέει, λοιπόν, επ’ αυτού ο Πλάτωνας στο Φαίδρο πως στην ψυχή του ανθρώπου δρούν δύο δυνάμεις, η μία τον κάνει να δρα με βάση τη λογική και η άλλη με βάση τις όποιες επιθυμίες. Για να έρθει κάμποσους αιώνες υστερότερα ο Πλούταρχος να πει στον Ερωτικό του, κλείνοντας σαφώς το μάτι στον Πλάτωνα, ότι μέσα μας υπάρχει μία δύναμη που οδηγεί σε οτιδήποτε όμορφο, είναι η δύναμη που μας δίνει η Αφροδίτη, κι άλλη μια δύναμη, που μας κάνει να πολεμάμε ό,τι κακό και αισχρό, αυτή είναι η δύναμη του Άρη. Δεν στοιχίζεται αυτό με τη σύγχρονη ψυχολογική άποψη ότι πρέπει να προσανατολίζουμε τις κινήσεις του νου μας σε ό,τι είναι όμορφο, αποδιώχνοντας τις αρνητικές σκέψεις;

Πόσοι ανθρώπινοι χαρακτήρες υπάρχουν κατά τον Ιπποκράτη; Αυτή λοιπόν θα είναι η τρίτη περιοχή που άπτεται του θέματός μας. Ο Κώος γιατρός έλεγε ότι υπάρχουν 4 χυμοί στο ανθρώπινο σώμα: το αίμα, το φλέγμα, η ξανθή και η μαύρη χολή, οι οποίοι πρέπει να βρίσκονται σε αρμονική συνύπαρξη για να διατηρείται η υγεία. Με βάση το χυμό που πλεονάζει κάθε φορά ο Ιπποκράτης διέκρινε 4 τύπους ανθρώπων: α) ο αιματώδης, που είναι εύχαρις και ελαφρός, β) ο φλεγματικός, που είναι ξερός και ψύχραιμος, γ) ο χολερικός, που είναι δηκτικός και θερμόαιμος και δ) ο μελαγχολικός, που είναι σοβαρός και βαρύς. Εξάλλου, η λέξη μελαγχολία ετυμολογείται από τη μέλαινα χολή. Εσείς ποιος ιπποκρατικός τύπος ανθρώπου είστε; Η τετραλογία αυτή μού ανακάλεσε στο νου τους τέσσαρεις τύπους που παρουσιάζει ο Riemann Fritz στην Τετραλογία του φόβου: α) σχιζοειδείς προσωπικότητες, β) καταθληπτικές, γ) ψυχαναγκαστικές και δ) υστερικές ή εν τέλει λίγο απ’ όλα.

Έχουν μιλήσει οι αρχαίοι συγγραφείς για αυτογνωσία, αυτοκριτική, «carpe diem», για νευρωτικούς χαρακτήρες; Θέματα που το δίχως άλλο απασχολούν την ψυχολογία. Ας τα πάρουμε ένα-ένα τα ζητήματα, σε ένα τέταρτο και τελευταίο στάδιο ανάλυσης του θέματός μας. Είναι στον Χείλωνα το Λακεδαιμόνιο, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, που αποδίδεται το ρητό «γνῶθι σαὐτόν», ενώ στον Πίνδαρο η ρήση «Γένοιο οἷος ἐσσὶ µαθών» (=Μάθε αυτό που είσαι και γίνε το). Όσο για την αυτοκριτκή, αρκεί να δούμε τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή, όπου ο ήρωας μπήγει στα μάτια του τις περόνες από τα ρούχα της μητέρας και ομόκλινής του εν ταυτώ Ιοκάστης, μη στέργοντας να έχει πλέον το φως. «Αν έβλεπα, δεν ξέρω με τι μάτια,/ πηγαίνοντας στον Άδη, το γονιό μου/ θ’ αντίκρυζα και τη δυστυχισμένη/ μάνα μου […]». Το carpe diem ας μην ξεχνάμε συνεχίζοντας πως είναι φράση του Ρωμαίου ποιητή Ορατίου (1ος αιων. π.Χ.). Ας δώσουμε επ’ αυτού, ότι, δηλαδή ο άνθρωπος πρέπει να ζει για τη στιγμή και το παρόν, την άποψη του στωικού φιλοσόφου Σενέκα, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά: «Το παρελθόν δεν με αφορά πια, το μέλλον δεν με αφορά ακόμη», για να συμπληρώσει στα Γράμματα προς το Λουκίλιο πως στο πέρας κάθε μέρας πρέπει να λες «έζησα, διένυσα την πορεία που μου ανέθεσε η τύχη», έτσι ο «καθένας ξυπνά κάθε μέρα νιώθοντάς το ότι ζει ως μια ανέλπιση ευεργεσία», με αποτέλεσμα να φτάνει στην ψυχική ηρεμία. Νευρωτικοί χαρακτήρες στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία; Μα φυσικά. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Μήδεια του Ευριπίδη. Η ηρωίδα για να εκδικηθεί την απιστία του άντρα της, που πήρε για ομόκλινη παράλληλα τη βασιλοπούλα της Κορίνθου, αποφασίζει να σκοτώσει εκείνη, τον πατέρα της και βασιλιά της Κορίνθου, Κρέοντα, καθώς και τα δυο παιδιά της. Πριν μπήξει το μαχαίρι στα παιδιά της βρίσκεται σε εσωτερική σύγκρουση: «Εμπρός, καρδιά μου, ετοιμάσου! Γιατί αργώ; Καιρός πια να πράξω τα φριχτά κακά που επιβάλλει η ανάγκη. Έλα, ταλαίπωρο χέρι, πάρε το σπαθί».

Αυτές είναι ενδεικτικά ορισμένες περιοχές όπου διαφαίνεται η γειτνίαση φιλολογίας και ψυχολογίας. Υπάρχουν, όπως είναι φυσικό, πολλές ακόμη τέτοιες περιοχές. Ας κλείσουμε, λοιπόν, την προσέγγισή μας με φιλοσοφίες της ζωής. Ο Γερμανός φιλοσόφος Heidegger (20ος αιων.) υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι ένα όν που είναι, όπως κάθε άλλο πράγμα στον κόσμο, αυτό που είναι, αλλά παράλληλα έχει τη δυνατότητα να γίνει κάτι που δεν είναι ακόμη, να υπερβεί το τωρινό είναι. Μήπως αυτός δεν είναι ο μόχθος ολάκερης της ζωής μας; Να γνωρίσουμε τον κρυμμένο θησαυρό μας και να τον φέρουμε στο προσκήνιο, σε μία αέναη σφυρηλάτηση του χαρακτήρα. Για να γίνουμε, όπως λέει στην Γκέμμα ο Λιαντίνης, από Ούτις, δηλαδή, Κανένας, Κάποιος, όπως έκανε εν τέλει ο Οδυσσέας, στην Κυκλώπεια που καλούμαστε όλοι να διανύσουμε σ' αυτή τη ζωή.
  
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Hadot P., Qu’est-ce que la philosophie antique? (2006), Paris, éd. Gallimard, 1995
Καλαχάνης Κ., «Η Ιπποκρατική θεωρία περί χυμών», Πεμπτουσία, 5 Μαρτίου 2013 (https://www.pemptousia.gr/2013/03/i-ippokratiki-theoria-peri-ton-chimon/: ανακτήθηκε 04/07/2018)
Πελεγρίνης Θ., Εισαγωγή στην φιλοσοφία, Αθήνα, εκδ. Πεδίο, 2010
ΛΕΞΙΚΑ
Λεξικό Liddell Scott Jones, όπως υπάρχει στην Πύλη της Ελληνικής γλώσσας
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ.Μπαμπινιώτη, ανατύπωση του 2006
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Για τις μεταφρέσεις αποσπασμάτων του Οιδίποδα τυράννου και της Μήδειας χρησιμοποιήθηκαν οι εκδ.Κάκτος (μτφρ: Τάσου Ρούσσου) και Πάπυρος (μτφρ: Αθαν. Χ. Παπαχαρίση) αντίστοιχα.



Γιατί ήταν φιλόσοφος ο Σωκράτης;


Του Γαβριήλ Μπομπέτση


«Οι μεγάλες μορφές της ανθρώπινης ιστορίας μοιράζονται με τα μεγάλα δημιουργήματα της ανθρώπινης Τέχνης το ύψιστο προνόμιο: είναι ανεξάντλητες», θα πει πολύ εύστοχα ο Γερμανός φιλόσοφος Windelband. Αν και πολυμελετημένος ο Σωκράτης, όσο τον διαβάζεις και τον σπουδάζεις, τόσες καινούριες πτυχές ή οπτικές σου ανοίγονται κάθε φορά. Και ναι, μπορούμε να πούμε πως ο Σωκράτης είναι ανεξάντλητος.

Ο Σωκράτης, ως γνωστόν, δεν άφησε πίσω του κανένα γραπτό μνημείο. Αν η φιλοσοφία ταυτίζεται με την εκφορά φιλοσοφικού λόγου, τότε γιατί να θεωρείται φιλόσοφος ο Σωκράτης; Για να απαντήσουμε, πριν να ασχοληθούμε εκ του σύνεγγυς με τη ζωή του Αθηναίου στοχαστή, θα καταπιαστούμε γενικά με την έννοια της φιλοσοφίας.

Η φιλοσοφία, όπως έχει υποστηριχθεί, δεν είναι ποτέ ολοκληρωτικά εντός του κόσμου, μα ποτέ παρά ταύτα και εκτός του κόσμου. Η φιλοσοφία στοχάζεται πάνω στα ανθρώπινα, μα όχι μόνο• η (αρχαία) φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο ἄσκησις και μελέτη. Δεν υπάρχει αρχαιοελληνική φιλοσοφία χωρίς παράλληλη υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής, που να στοχεύει στη βελτίωση του ανθρώπου. Αυτή είναι και η άποψη που υποστηρίζει απολύτως τεκμηριωμένα ο Γάλλος Pierre Hadot στο εγχειρίδιο: Qu'est-ce que la philosophie antique? (=Τι είναι η αρχαία φιλοσοφία;). Για να γίνουμε πιο ευκρινείς, αρκεί να αναφέρουμε πως στο πλαίσιο της Ακαδημίας του Πλάτωνα, ακολουθούνταν συγκεκριμένη διατροφή, που έφτανε ορισμένες φορές μέχρι και στην αποχή από το κρέας, όπως άλλωστε έκαναν οι οπαδοί του πυθαγορισμού. Θα συμφωνούσαμε όλοι, για να επανέλθουμε στο στοχασμό μας επί της φύσης της φιλοσοφίας, ότι ο νους και οι σκέψεις του, όπως η καρδιά και τα συναισθήματά της, είναι οντότητες μη απτές, μα υπαρκτές. Η φιλοσοφία, λοιπόν, προσπαθεί μεν να μετουσιώσει την ενέργεια του νου, τη σκέψη, σε λόγο, αλλά και να παροτρύνει στην επιλογή μιας δίαιτας, ενός τρόπου ζωής, κατά την αρχική σημασία της λέξης.

Ας εστιάσουμε περισσότερο, όμως, τώρα το φακό στο Σωκράτη. Αν η φιλοσοφία ταυτιζόταν μόνο με το φιλοσοφικό λόγο, όπως τείνουμε αρκετές φορές να πιστεύουμε, ο Σωκράτης, αφού δεν έγραψε τίποτα, δεν είναι φιλόσοφος. Κι όμως ο Σωκράτης θεωρείται ο πρώτος πραγματικός φιλόσοφος, που ασχολήθηκε με τον άνθρωπο, κι όχι με τα άστρα, κι όχι με την προέλευση του κόσμου. Και το πραγματικό έργο του Σωκράτη δεν είναι άλλο παρά η ζωή και ο θάνατός του.

Πώς ζούσε ο Σωκράτης; Ήταν ευτυχισμένος; Ένας φιλόσοφος, σαν το Σωκράτη, γνωρίζει τα πάντα; Συνδύαζε τα λόγια με τις πράξεις; Σ' αυτές και σε άλλες προβληματικές θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε.

Η φιλοσοφία του Σωκράτη ήταν κυρίως ηθική. Η έρευνα, εξάλλου, μέσα στου πλατωνικούς διαλόγους, θεωρεί γνήσιες απόψεις του Σωκράτη τα χωρία που άπτονται ηθικών ζητημάτων, ενώ όλα τα υπόλοιπα θα πρέπει να τα αποδώσουμε στο μαθητή του. «Οι άνθρωποι συνηθίζουν να λησμονούν τι μεγάλη θυσία βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Πλάτων με το δικό του πρόσωπο εξαφανίζεται εντελώς», γράφει ο σπουδαίος Γερμανός φιλόλογος Wilamovitz. To πλατωνικό «εγώ» πεθαίνει, για να αναστηθεί η φωνή του δασκάλου του. Ο Σωκράτης, σ' όλη του τη ζωή, επιδίδεται σε δύο δραστηριότητες: να γνωρίσει τον εαυτό και να αποδείξει τη δεφική ρήση πως είναι ο πιο σοφός από όλους τους ανθρώπους, αλλά και να ταρακουνήσει τους συμπολίτες του, να δείξει την άγνοιά τους και να τους προτρέψει σε αυτογνωσία και ηθική βελτίωση. Ο Σωκράτης, θα γράψει και πάλι ο Wilamovitz, είναι «η οδοιπορούσα συνείδηση». Και πώς να μην είναι μιλιούνια οι εχθροί του, όταν τους κριτικάρει για άγνοια;

Ο Σωκράτης έχει παρομοιαστεί από ορισμένους ερευνητές με το Χριστό. Το ερέθισμα για αυτήν την σύγκριση δεν θα πρέπει να ήταν άλλο παρά το ηθικό ανάστημα του Αθηναίου φιλοσόφου. Κι αυτό είναι κοινός παρονομαστής του ίδιου και του Χριστού, για τον οποίο γνωρίζουμε ότι ήταν την ίδια στιγμή τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός. Πριν παρουσιάσουμε, ωστόσο, κάποια κοινά τους στοιχεία, που οδηγούν σε αυτή τη σύκριση, ας δώσουμε μια ιδιαίτερη τοποθέτηση του χριστιανού μάρτυρα και απολογητή φιλοσόφου του 2ου αιων. μ.Χ., Ιουστίνου: αυτοί που έζησαν προ Χριστού μια ζωή κατά λόγον, είναι χριστιανοί, κι ας τους είχαν περάσει για άθεους, όπως ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος κι άλλοι όμοιοί τους. Δεν θα μπούμε στη διαδικασία να πάρουμε θέση επ' αυτού, όμως όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν το σκεπτικό της σύγκρισης του Σωκράτη με το Χριστό. Κι οι δύο, λοιπόν, δεν έγραψαν τίποτα, είχαν μαθητές, επηρέασαν τους μετέπειτα καθοριστικά (δείτε από τη μία τις σωκρατικές σχολές και από την άλλη τους Αποστόλους, τους Ευαγγελιστές και όλη την πορεία του χριστιανισμού), είχαν αντιπάλους όσο ζούσαν, πέθαναν λόγω του φθόνου των ανθρώπων. Ας σημειωθεί, επιπρόσθετα, πως το σωκρατικό δαιμόνιον, παρότι ο Hadot το ονομάζει ηθική συνείδηση, θεωρώ πως έχει κάποιο μεταφυσικό υπόβαθρο, που δεν μπορούσε να το ονοματίσει ή να το προσδιορίσει ο Σωκράτης, ζώντας προ Χριστού.

Είναι ευτυχισμένος ο Σωκράτης όσο ζει; Η απάντηση είναι καταφατική. Στις αντιρρήσεις του σοφιστή Αντιφώντα, στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, ότι ο τρόπος ζωής του δεν μπορεί να τον κάνει ευτυχισμένο, ο φιλόσοφος απαντά ως εξής: οἴει οὖν ἀπὸ πάντων τούτων τοσαύτην ἡδονὴν εἶναι ὅσην ἀπὸ τοῦ ἑαυτόν τε ἡγεῖσθαι βελτίω γίγνεσθαι καὶ φίλους ἀμείνους κτᾶσθαι;, που επαληθεύουν και όσα είπαμε παραπάνω. Και συνεχίζει λίγο παρακάτω λέγοντας στο σοφιστή ότι η ευτυχία δεν είναι ταυτόσημη με την τρυφή και την πολυτέλεια, όπως νομίζει εκείνος, αλλά ευτυχία είναι μην έχεις ανάγκη τίποτα, να μην έχεις, με άλλα λόγια επιθυμίες• και το να μην έχεις ανάγκη τίποτα είναι πράγμα θεϊκό.

Η σύμπλευση λόγων και έργων ονομάζεται από τον Πλάτωνα ως μόνη Ἑλληνική ἁρμονία (Λάχης, 188d). Ο Σωκράτης δεν μιλούσε μόνο θεωρητικά - εξάλλου δεν έχει γράψει τίποτα-, ζούσε, βίωνε περισσότερο. Ας αφήσουμε τα κείμενα να μας υπομνήσουν πώς ζούσε ο Σωκράτης: σῖτά τε σιτῇ καὶ ποτὰ πίνεις τὰ φαυλότατα, καὶ ἱμάτιον ἠμφίεσαι οὐ μόνον φαῦλον, ἀλλὰ τὸ αὐτὸ θέρους τε καὶ χειμῶνος, ἀνυπόδητός τε καὶ ἀχίτων διατελεῖς. καὶ μὴν χρήματά γε οὐ λαμβάνεις (Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα, Α, 6, 2-3). Σχεδόν ασκητική, θα λέγαμε, ότι ήταν η ζωή του φιλοσόφου. Θα αναφερθούμε σε μία ακόμη συνήθεια του φιλοσόφου που το καταδεικνύει. Για να καταστείλει τις επιθυμίες του, έκανε, μας λέει ο Ξενοφώντας, το εξής: δεν έπαιρνε ποτέ προσφάι αλλά «χόρταινε» με τη σκέψη και την επιθυμία ότι θα γευτεί σε λίγο ψωμί, δεν έπινε ποτέ ποτά προς απόλαυση, παρά μόνο αν διψούσε, κι όταν πήγαινε σε κάποιο δείπνο, ήταν από πριν προετοιμασμένος, ώστε να μην φάει υπερβολικά και σκάσει, όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι (Απομνημονεύματα, Α, 3, 5-6).

Έχει πολύ εύστοχα διατυπωθεί πως ο Σωκράτης είχε αίσθηση του μυστηρίου, για να περάσουμε σε ένα άλλο ζήτημα. Δεν θεωρούσε απεριόριστη την ανθρώπινη γνώση ο φιλόσοφος. Άλλωστε, και η φιλοσοφία και η επιστήμη από τις απαχές τους ως σήμερα, αναζητούν να ψηλαφήσουν τη γνώση, όχι να την κατακτήσουν, γιατί απλούστατα δεν κατακτιέται. Είχα ακούσει κάπου, κάτι που φαίνεται να είναι απολύτως αληθινό: η ορατή ύλη του σύμπαντος είναι ένα 4%, ενώ το 96% συνιστά άορατη ύλη. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε τη δυνατότητα να μάθουμε μόνο ένα 4% από τη συμπαντική πραγματικότητα.

Και θα έρθουμε τώρα στο τέλος του Σωκράτη. Είναι γνωστές οι συνθήκες θανάτου του, η κατηγορία για εισαγωγή νέων θεοτήτων και διαφθορά των νέων, ο εγκλεισμός στο δεσμωτήριο (το οποίο πιθανόν, γιατί υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες, να είναι ο χώρος που βρίσκεται στους πρόποδες του Φιλοπάππου). Ο Σωκράτης, έχει λεχθεί, υπακούει, για να αντισταθεί. Πίνει το κώνειο, ούτως ώστε να μην δώσει το κακό παράδειγμα στην πόλη με την ανυπακοή στους νόμους της, για να αντισταθεί με αυτόν τον τρόπο στη διαφθορά και στο άδικο. Αυτό είναι μεγαλείο ψυχής. Λίγοι δεν λυγίζουν την ύστατη στιγμή του θανάτου, όπως ο φιλόσοφος που πίστευε ότι: αἱρετώτερον εἶναι τοῦ βίου θάνατον, όπως λέγεται στην αρχή της ξενοφωντικής Απολογίας Σωκράτους.

Το δεσμωτήριο του Σωκράτη στους πρόποδες του Φιλοπάππου
Γιατί είναι, άραγε, ο Σωκράτης φιλόσοφος; Γιατί η φιλοσοφία είναι πρωτίστως πράξη, άσκηση και βίωμα. Γιατί όπως έλεγε ο στωικός φιλόσοφος Σενέκας, η φιλοσοφία, η αγάπη, δηλαδή, για τη σοφία, δεν πρέπει να γίνεται μονάχα φιλολογία, αγάπη, δηλαδή, για τα λόγια. Γιατί η ηθική και ασκητική διάσταση της ζωής του Σωκράτη αλλά και το θαρραλέο τέλος του, δεν θα μπορούσε παρά να είναι το ιδανικότερο παράδειγμα ενός φιλοσοφικού τρόπου ζωής. Γι'αυτό, ο Σωκράτης έχει σημαδέψει ανεξίτηλα την ιστορία της φιλοσοφίας• γιατί ήταν ο πρώτος πραγματικός φιλόσοφος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ε.Π. Παπανούτσου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα (2002), Αθήνα, εκδ. Νόηση, 1971
Pierre Hadot, Qu'est-ce que la philosophie antique?, Paris, éditions Gallimard, 1995
Τα αναφερθέντα αποσπάσματα από κείμενα, κυρίως του Ξενοφώντα αλλά και του Πλάτωνα.



Ηρώ και Λέανδρος: μια αρχαία ιστορία αγάπης


Του Γαβριήλ Μπομπέτση

Rodin, La cathédrale

Ένα επύλλιο, ύμνος στον έρωτα, είναι η ιστορία της Ηρούς και του Λεάνδρου. Η ιστορία του έπους δεν σταματά στον Όμηρο, στον Ησίοδο ή στα Αργοναυτικά  του Απολλωνίου του Ρόδιου. Το έπος δεν παύει να παράγει βλαστούς καθ' όλη την αρχαιότητα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το μικρό αυτό έπος, μόλις 343 στίχων, του Μουσαίου. Ο Μουσαίος είναι συγγράφεας του 5ου αιων. μ.Χ., γνωστός για το έργο του, Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέανδρον.

Είναι ένα επύλλιο τόσο χυμώδες, τόσο καλαίσθητο και λυρικό που προσφέρει μεγάλη αναγνωστική ηδονή. Δεν είναι μονάχα ο Μουσαίος που πραγματεύεται την ιστορία της Ηρούς και του Λεάνδρου, όμως εμείς θα σταθούμε μόνο στο έργο του ποιητή της Αιγύπτου. Για παράδειγμα, ο Ρωμαίος Οβίδιος στις Epistulae Heroidum (18 και 19) πραγματεύεται επίσης την ίδια ιστορία. Γιατί να διαβάσουμε το Μουσαίο, έναν λιγότερο γνωστό ποιητή; Θα απαντήσω προσωπικά. Από την πρώτη στιγμή που άκουσα την ιστορία της Ηρούς και του Λεάνδρου, ένιωσα βαθιά συγκίνηση. Θα έλεγα πως η ιστορία αυτή, παρότι φαινομενικά έχει ένα κακό τέλος, συνιστά τη νίκη του έρωτα επί του θανάτου ή διατυπώνοντάς το λίγο διαφορετικά συνιστά την επιβίωση και τη διαίωνιση του έρωτα και στο πέρα από αυτό που ονομάζουμε ζωή. κὰδ δ᾽ Ἡρὼ τέθνηκε σὺν ὀλλυμένῳ παρακοίτῃ./ἀλλήλων δ᾽ ἀπόναντο καὶ ἐν πυμάτῳ περ ὀλέθρῳ, είναι η κατακλείδα του επύλλιου. Ακόμα και στον έσχατο όλεθρο, στο θάνατο του Λεάνδρου, κατασπαραγμένου από τα κύματα της θάλασσας, ἀλλήλων δ᾽ ἀπόναντο, ο ένας απολάμβανε τον άλλον. Γιατί; Καθώς η Ηρώ αντιλαμβανόμενη με το χάραμα το ξεβρασμένο σώμα του αγαπημένου της, χιμά από τον πύργο της πάνω του και γίνονται έτσι σύγκλινοι ακόμη και στον ύπνο του θανάτου. Αδυνατεί κανείς, θαρρώ, έτσι όπως το θέτει ο ποιητής, να δει κάτι το απαισιόδοξο σε αυτήν την ιστορία.

Ας γίνουμε, όμως, πιο σαφείς. Ξεκινήσαμε από το τέλος της ιστορίας, ας το πάρουμε τώρα από την αρχή. Ο ποιητής, κατά τις παλιές καλές συνήθειες του έπους, επικαλείται τη Μούσα, δίχως να την κατονομάζει, να του μιλήσει για το λύχνο που στάθηκε ἐπιμάρτυρα(ς) Ἐρώτων. Ποιο είναι το πλαίσιο; Γίνεται η γιορτή του Άδωνη και της Αφροδίτης στη Σηστό, που βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά του Ελλησπόντου. Η παράδοση θέλει, σε αυτή τη γιορτή, οι νεαροί άνδρες να βρίσκουν τη μελλοντική σύντροφό τους. Η πληροφορία αυτή δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, καθώς, την ίδια συνήθεια περιγράφει στα Εφεσιακά ο Ξενοφώντας ο Εφέσιος, στο πλαίσιο αυτή τη φορά της γιορτής της Άρτεμης. Η Ηρώ, λοιπόν, είναι ιέρεια της Αφροδίτης και κατοικεί στη Σηστό. Στην ασιατική πλευρά, στην Άβυδο, κατοικεί ο Λέανδρος, ο οποίος παρίσταται στη γιορτή αυτή της Αφροδίτης. Οι δύο νέοι με το που ανταλλάσουν ματιές, νιώθουν ευθύς αμέσως τα βέλη του έρωτα να διαπερνούν τα φυλλοκάρδια τους. Ο Λέανδρος καταφέρνει να κάμψει τις όποιες αντιστάσεις της Ηρούς. Και έτσι η ιέρεια αποκτά δύο ρόλους: είναι παρθένος την ημέρα και τη νύχτα γυναίκα, όπως το αποτυπώνει έξοχα ο ποιητής. Ο γάμος είναι κρυφός. Κάθε βράδυ έβλεπε το λύχνο στο παράθυρο του πύργου της Ηρούς ο Λέανδρος, διέσχιζε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, πολεμώντας καθημερινά με τα κύματα, για να μπορεί να βρίσκεται πλάι στην αγαπημένη του. Έφθασε, όμως, η εποχή του χειμώνα, η εποχή του χωρισμού, η εποχή που ακόμη και οι πολεμικές εχθροπραξίες παύουν. Η Μοίρα, εντούτοις, σχεδίαζε αλλιώτικα: άναψε ο λύχνος της Ηρούς, ο Λέανδρος το θεώρησε ερωτικό κάλεσμα, αποπείραθηκε να διασχίσει τον Ελλήσποντο, για να καταλήξει βορά των κυμάτων.

Ας δούμε εκ του σύνεγγυς κάποιες επιμέρους θεματικές αυτού του πανέμορφου πραγματικά επυλλίου. Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του αποφαίνεται για την τραγωδία κάτι που θα μπορούσαμε να εφαρμάσουμε γενικότερα στη λογοτεχνία: οι πράττοντες στην τραγωδία πρέπει, λέει, να έχουν ιδιότητες που να αφορούν το ήθος και τη διάνοια, το χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης τους δηλαδή. Ἡρὼ μὲν χαρίεσσα διοτρεφὲς αἷμα λαχοῦσα: η Ηρώ ήταν μια βασιλοπούλα γεμάτη χάρες λοιπόν, της οποία τονίζεται και συνυποδηλωτικά μέσω του λευκού χρώματος η αγνότητα. Στους στ.55-66 εισέρχεται στο ναό της Αφροδίτης και σκορπά παντού φως και λάμψη. Έντονη είναι σε αυτούς τους στίχους η αντίθεση ανάμεσα στο λευκό χρώμα και στο κόκκινο. Από τη μία οἷά τε λευκοπάρῃος (λευκομάγουλη) ἐπαντέλλουσα Σελήνη (ἡ) λευκοχίτωνος κούρη(ς) (η κόρη με το λευκό χιτώνα).  Και από την άλλη περιγράφονται τα ροδοκοκκινισμένα μάγουλα, μέλη και φτέρνες της. Πρόκειται για μία πολύ όμορφη έκφρασις, για να μεταχειριστούμε τον αρχαίο ρητορικό όρο. Είναι ψέμα πως υπάρχουν μόνο τρεις Χάριτες, θέες της ομορφιάς και της γονιμότητας, θα πει ο Μουσαίος. Γιατί εκατό μόνο μπορούσε να διακρίνει κανείς μέσα στα χαμογελαστά μάτια της Ηρούς: ὀφθαλμὸς γελόων ἑκατὸν Χαρίτεσσι τεθήλει. Η φράση αυτή ανακαλεί συνειρμικά στο νου μου μία παραπλήσια διατύπωση από την πένα του Ν. Βρεττάκου: Το βλέμμα σου σπιθίζει στον ήλιο σαν φώσφορο αγάπης. Οι μνηστήρες πολλοί, έχουν καρφώσει τα βλέμματα πάνω στην όμορφη ιέρεια της Αφροδίτης.

Ο Λέανδρος υφίσταται, με το που την ακουμπά με το βλέμμα του, σχεδόν ταυτόχρονα όλα τα δυνατά πάθη. εἷλε δέ μιν τότε θάμβος, ἀναιδείη,τρόμος, αἰδώς.  Νιώθει ταυτόχρονα ξεδιαντροπιά, καθώς οι ποταμοί του έρωτα χύνονται ορμητικά στην καρδιά του και τον παρασέρνουν, αλλά και ντροπή, συστολή. Δείγμα του ήθους του από τη μία, με την ειδικότερη σημασία της λέξης, αλλά και της χειμαρρώδους επέλευσης του ερωτικού πάθους, από την άλλη, που δεν μπορεί να το συγκρατήσει. Την πλησιάζει λοιπόν, τις ρίχνει ματιές και εκείνη αρχικά ανταποκρίνεται.

Έχουμε δει μέσα σε άκρες τις πληροφορίες που μας δίνει ο Μουσαίος για το ήθος, το χαρακτήρα, δηλαδή, των ηρώων. Αγνή, χαριτωμένη, ευσεβής ως ιέρεια, με γεμάτο χάρη χαμόγελο η Ηρώ, συνεσταλμένος αλλά και συνάμα αναίσχυντος, καθώς είναι κυριευμένος από τον έρωτα, ο Λέανδρος. Πριν μιλήσουμε για τη διάνοια, ας εισάγουμε σε αυτό το σημείο το λογοτεχνικό μοτίβο της ανταλλαγής βλεμμάτων.

 Ήδη στο αρχαιοελληνικό μυθιστόρημα, που γεννάται τον 1ο μ.Χ., με το έργο του Χαρίτωνα από την Αφροδισιάδα της Καρίας, Τα περί Χαιρέαν και Καλλιρόην, το βλέμμα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη γένεση του ερωτικού συναισθήματος. Ήδη στο Φαίδρο του Πλάτωνα υπάρχει η ιδέα ότι το ωραίο εισρέει στον άνθρωπο μέσα από τα μάτια, τον οδηγεί στην ιδέα του Ωραίου και αυτό συντείνει στην ανάπτυξη "ερωτικής σχέσης" μαθητή και δασκάλου, με κοινό στόχο τη γρηγορότερη κατά το δυνατόν πτέρωση της ψυχής. σὺν βλεφάρων δ᾽ ἀκτῖσιν ἀέξετο πυρσὸς Ἐρώτων/καὶ κραδίη πάφλαζεν ἀνικήτου πυρὸς ὁρμῇ. Και λίγο πιο κάτω: ὀφθαλμὸς δ᾽ ὁδός ἐστιν· ἀπ᾽ ὀφθαλμοῖο βολάων/κάλλος ὀλισθαίνει καὶ ἐπὶ φρένας ἀνδρὸς ὁδεύει. Οι φράσεις αυτές καταδεικνύουν το περι ου ο λόγος, ότι ο έρωτας και το κάλλος, με σημείο εκκίνησης τα μάτια, γλιστρούν ύστερα μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Σημειωτέον πως φρήν, στα αρχαία ελληνικά, είναι και ο νους και η καρδιά. Εδώ πιο πιθανή είναι η δεύτερη σημασία, χωρίς, παρά ταύτα, να χρειάζεται να αποκλείσουμε και την πρώτη.

Και ας επανέλθουμε τώρα στη δεύτερη παράμετρο που άπτεται της χαρακτηρολογίας των ηρώων του επυλλίου, τη διάνοια. Όπως έχουμε ήδη δει, ο έρωτας κατακυριεύει αμέσως το Λέανδρο και του αίρει τις όποιες αναστολές. Θα ήταν ίσως υπερβολικός και αναχρονιστικός ο χαρακτηρισμός του Λεάνδρου ως "καθαρόαιμου κυνηγού" αλλά στην πραγματικότητα κάπως έτσι λειτουργεί. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να κάμψει τις αναστολές της Ηρούς, απόρροια της σεμνότητας που επιβάλλεται στη γυναίκα καθ' όλη την αρχαιότητα. Είναι αυτός που της πιάνει τα ροδόμορφα δάχτυλα, αλλά εκείνη ευθύς τραβάει το χέρι της. Είναι παρθένα, είναι ιέρεια της Αφροδίτης, να ένα δείγμα της διάνοιάς της. Επιμένει ο Λέανδρος. Την οδηγεί έπειτα στα έγκατα του ναού. Επόμενη κίνηση είναι να φιλήσει το ζωηρόχρωμο λαιμό της ιέρειας. Και τελευταίο όπλο του η πειστική δύναμη του λόγου, της ρητορικής. Η Αφροδίτη, της λέει, αγαπάει το γάμο και τα λέκτρα, τις νυφικές παστάδες. εἰ φιλέεις Ἀφροδίτην, θελξινόων ἀγάπαζε μελίφρονα θεσμὸν Ἐρώτων. Για να της πει εν τέλει ότι η αγάπη προς την Αφροδίτη προϋποθέτει την αγάπη του έρωτα, που σαγηνεύει το νου και στάζει μέλι στην καρδιά. Πείθεται στα λόγια του, κάμπτεται και έρχεται εκείνος στη σύνεχεια σε μία φράση αξεπέραστου, πράγματι, λυρισμού, να της δηλώσει την αφοσίωσή του: ἔσσομαι ὁλκὰς Ἔρωτος ἔχων σέθεν ἀστέρα λύχνον. Θα είμαι ερωτοκάραβο, της λέει, έχοντας για αστέρι, για οδηγό το λύχνο σου.

Συνοψίζοντας τα περί της διανοίας μπορούμε να πούμε τα εξής: ο μεν Λέανδρος σκέφτεται και ενεργεί ως "κυνηγός" που με πράξεις και λόγια προσπαθεί να κάμψει την Ηρώ, ενώ εκείνη αντιστέκεται αρχικά, γιατί αυτό επιβάλλει το ήθος (σεμνότητα) αλλά και η διάνοιά της (συνειδητοποίηση του κοινωνικού ρόλου της=βασιλοπούλα, ιέρεια της Αφροδίτης).

Ο έρωτας από τη φύση του είναι αντινομικός, υπέρτατη χάρα και υπέρτατη λύπη μαζί. Την αντινομικότητα αυτή του έρωτα την έχουν υμνήσει περίφημα οι συγγραφείς, ήδη από την αρχαιότητα. Θα παραθέσουμε ορισμένες φράσεις του κειμένου που το καταδεικνύουν:

ἄνδρα γὰρ αἰολόμητις (γρηγοροπόδαρος) Ἔρως βελέεσσι δαμάζει/καὶ πάλιν ἀνέρος ἕλκος ἀκέσσεται (γιατρεύει). 
ἤδη δὲ γλυκύπικρον ἐδέξατο κέντρον Ἐρώτων.
θέρμετο δὲ κραδίην γλυκερῷ πυρὶ 

Ο Έρωτας παρουσιάζεται ως βέλος (η αναπαράσταση αυτή του έρωτα ανάγεται στα ελληνιστικά χρόνια), που δαμάζει, ως κεντρί, ως γλυκειά φωτιά. Όσον αφορά την πρώτη από τις φράσεις που παραθέσαμε, ο έρωτας δαμάζει την ψυχή του ανθρώπου από τη στιγμή που την κυριεύει, και δεν την γιατροπορεύει μέχρι που να έρθει η ολοκλήρωση του. Τη δεύτερη φράση αξίζει να την αντιπαραβάλλουμε με τους υπέροχους στίχους της Σαπφούς, στους οποίους πολύ πιθανόν να παραπέμπει ο εν λόγω στίχος: Ἔρος δηὖτέ μ᾽ ὀ λυσιμέλης δόνει,/γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον (άγριο ερπετό) (απ.130 Lobel-Page). Για αυτήν την αντινομικότητα του έρωτα μίλησε και ο Πλάτωνας δια στόματος του Σωκράτη στο μύθο της Διοτίμας στο Συμπόσιον: ο Έρωτας είναι ο γιος του Πόρου και της Πενίας. Η Πενία, στη γιορτή που γινόταν στον Όλυμπο για τα γενέθλια της Αφροδίτης, πλησίασε να ζητιανεύσει και κατέληξε να πλαγιάσει πλάι στον μεθυσμένο Πόρο, και έτσι προήλθε ο Έρωτας. Ως γιος του Πόρου, είναι δεινός κυνηγός και επινοητικός, ως γιος της Πενίας, ξυπόλυτος, άστεγος, έμπλεος στερήσεων.

Τι έχει, λοιπόν, να μας πει εν τέλει αυτή η ιστορία; Δείχνει τα όρια που μπορεί να πιάσει ο έρωτας, δείχνει την αυτοθυσία που εμπεριέχει και προϋποθέτει το ερωτικό συναίσθημα, δείχνει πως ακόμη και ο θάνατος δεν συνιστά τέρμα του έρωτα, ο έρωτας ως ακτίνα Χ διατρυπά την κουρτίνα του χρονικού και του τοπικού, την κουρτίνα της ιστορικότητας, θα λέγαμε με μία λέξη, και προχωρά και στο παρά πέρα, πιθανόν βέβαια διαφοροποιημένος. Η εικόνα της Ηρούς και του Λεάνδρου που κείτονται σύγκλινοι, ο ένας πλάι στον άλλο, ακόμη και στο κρέβατου του θανάτου, θέλω να πιστεύω πως δεν είναι απλώς λογοτεχνική αδεία. Έχει ψήγματα αλήθειας και πραγματικότητας.

Να σημειωθεί, επιπρόσθετα, πως μπορούμε να εντοπίσουμε στο επύλλιο αυτό επιδράσεις από τις μυθιστορίες της ελληνορωμαϊκής περιόδου (σημασία της όρασης στην πρόκληση ενός κεραυνοβόλου - λογοτεχνικού περισσότερο παρά ρεαλιστικού - έρωτα, χωρισμός και επανεύρευση ηρώων, δοκιμασίες, όπως η διάσχιση του Ελλησπόντου κλπ). Ας εγκύψει ο καθένας σε αυτό το δίχως άλλο υπέροχο επύλλιο, μέσα από μία νεοελληνική μετάφραση ενδεχομένως, για να γευτεί προσωπικά όσα προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε εδώ και ακόμα περισσότερα.






Η δύναμη της θέλησης



Του Γαβριήλ Μπομπέτση



Άκουσα κάπου τη φράση: η δύναμη της θέλησης, και άρχισαν να ανακαλούνται στο μνημονικό μου διάφορα λογοτεχνικά κείμενα που αναδεικνύουν ακριβώς αυτό το πράγμα. Θα μπορούσα να πω πως αισθάνθηκα δέος και μαγεία απέναντι σ' αυτή τη φράση. Έτσι, λοιπόν, με τη ματιά της ζωής και των βιωμάτων, και τη συνδρομή της λογοτεχνίας θα προσπαθήσω να την προσεγγίσω.