"Μεγαλώνοντας" ένα ανάπηρ...μία κοινωνική ετικέτα

Της Μενελίας Τολόγλου 


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Η μητέρα που μιλάει στο παρακάτω άρθρο, επικοινώνησε μαζί μου έπειτα από ανάγνωση προηγούμενης ανάρτησης μου. Για αυτό το λόγο της ζήτησα να μου μιλήσει για την εμπειρία της... Ονομάζεται Αναστασία Κριπάση - Μπάρκα και είναι πρόεδρος του συλλόγου Γονέων, Κηδεμόνων Ατόμων με Αναπηρίες (Α.ΜΕΑ) Π.Ε. Ευρυτανίας και θα ήθελα να την ευχαριστήσω που μου είπε την ιστορία της... 

Παραθέτει τις εμπειρίες της σχετικά με την περιθωριοποίηση και την απομόνωση ως μια αναπόφευκτη συνθήκη που προέκυψε από το κοινωνικό περιβάλλον, εξαιτίας της αναπηρίας του παιδιού της....



ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΒΡΕΦΟΥΣ-ΝΗΠΙΟΥ

ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ

 
 
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


 

Η ψυχαναλυτική παράδοση εστιάζοντας στην κατανόηση των πρώιμων συναισθηματικών σχέσεων που αναπτύσσει το βρέφος με τους γονείς του ή άλλα άτομα του περιβάλλοντος του επιδιώκει την κατανόηση του ατόμου στο σύνολο του. Ως εργαλείο χρησιμοποιεί τη συστηματική νατουραλιστική παρατήρηση του βρέφους ή του νηπίου, η οποία αναπτύχθηκε αρχικά από τη ψυχαναλύτρια Esther Bick το 1948 στην κλινική Tavistock, (Janine Sternberg, 2005). Ο συγκεκριμένος τύπος παρατήρησης εντασσόταν στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος των ψυχοθεραπευτών παιδιών στην προαναφερόμενη κλινική, με στόχο να κατανοήσουν οι φοιτητές τη μη λεκτική συμπεριφορά του παιδιού, το παιχνίδι του, τις αντιδράσεις του στα πρόσωπα που το περιβάλλουν, τη γενικότερη συμπεριφορά του, (Esther Bick, 1964, Esther Bick, 2011).

Σήμερα, λοιπόν, η ψυχαναλυτική παρατήρηση ως μέθοδος βασίζεται στη ψυχαναλυτική θεώρηση, ενώ αποτελεί βασικό ψυχαναλυτικό εργαλείο για την κατανόηση της συναισθηματικής εμπειρίας, (Λάγιου-Λιγνού Έφη, 2008). Μέσω της ενδελεχούς και συστηματικής παρατήρησης στο πραγματικό καθημερινό περιβάλλον του παιδιού, ο παρατηρητής προσπαθεί να αναγνωρίσει τις σχέσεις και τις δυναμικές που διαμείβονται ανάμεσα στα πρόσωπα που είναι παρόντα και αλληλεπιδρούν. Για να είναι εφικτή η κατανόηση των συναισθηματικών συνθηκών που εκτυλίσσονται, είναι απαραίτητη η αναγνώριση από τον ίδιο της συναισθηματικής του εμπλοκής σε όλα αυτά. Όλες οι δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα μπροστά στα μάτια του χαρακτηρίζονται από έντονα συναισθήματα, πολλές φορές αντιφατικά μεταξύ τους, στα οποία ο παρατηρητής πρέπει να είναι ευαίσθητος και ανοικτός και να μπορεί να αναγνωρίσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις που με τη σειρά τους δημιουργούνται στον ίδιο.

Η ψυχαναλυτική παρατήρηση, έτσι, συνδέεται με τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα γεγονότα που βρίσκονται εν εξελίξει, στα οποία ενυπάρχουν πολλαπλά πλέγματα σχέσεων, που ο παρατηρητής βιώνει, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να επέμβει, (Waddell M., 1988). Ωστόσο, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι ο παρατηρητής κάθε φορά ενθαρρύνεται να «δει τι υπάρχει για να δει» και όχι να δει ό,τι ο ίδιος νομίζει ότι υπάρχει, (Reid Susan, 1997). Έτσι, είναι ωφελιμότερο το περιβάλλον και τα άτομα τα οποία παρατηρεί να μην είναι οικεία σε αυτόν από πριν, ώστε να μη μπορεί να πραγματοποιήσει συνδέσεις με αυτό στο οποίο θα εκτεθεί πριν την έκθεση του. Φυσικά, αυτό αποτελεί κάτι που συνοδεύεται από διάφορες δυσκολίες αναφορικά με τον παρατηρητή, ο οποίος συνήθως κατακλύζεται από συναισθήματα άγχους, αβεβαιότητας και ανησυχίας σχετικά με το ρόλο του και την παρατήρηση την οποία πραγματοποιεί. Στοιχεία, όπως το πώς θα συστηθεί, πού και πώς θα κάτσει, πότε και πώς θα αποχωρήσει, πώς θα διαχειριστεί τυχόν ερωτήματα από τα αντικείμενα παρατήρησης, πώς θα μπορέσει να διατηρήσει μια σχέση επαγγελματική, αλλά και προσωπική μαζί τους αποτελούν αγχωτικές πηγές για τον παρατηρητή, κυρίως στις αρχές των παρατηρήσεων, (Rustin Margaret, 1989). Σταδιακά, όμως, η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον οδηγεί στον έλεγχο των παραπάνω από τον ίδιο και την εστίαση του στο να μπορέσει να κατανοήσει τις δυναμικές που αναπτύσσονται και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό.

Επομένως, η ψυχαναλυτική παρατήρηση αποτελεί έναν τρόπο ώστε να μπορούμε να δούμε με συναίσθημα και σκέψη (O’ Shaughnessy Ed., 1989). Οι εμπειρίες μας είναι κομμάτι του εαυτού μας, που μας συνοδεύουν σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Είναι τόσο έντονες και πανταχού παρούσες, που θα ήταν μάλλον ανώφελο να πούμε ότι μπορούμε να τις αποκόψουμε από κάποια πρακτική μας. Άρα, δε θα μπορούσαμε ουσιαστικά να δούμε τίποτα αν δεν αντλούσαμε στοιχεία από αυτές, καθώς αυτές νοηματοδοτούν ό,τι βλέπουμε, (Λάγιου-Λιγνού, 1993).

Ο παρατηρητής έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει εκ του σύνεγγυς την έκφραση συναισθημάτων και κινήτρων που διαμείβονται μεταξύ του παιδιού και των ατόμων γύρω του (γονείς, παππούδες κα σε οικογενειακό πλαίσιο, εκπαιδευτικοί, συμμαθητές σε εκπαιδευτικό πλαίσιο, θεραπευτές, φροντιστές σε ιδρυματικό πλαίσιο κλπ). Αυτό τον οδηγεί στο να εκθέτει ο ίδιος τον εαυτό του σε όλα αυτά τα κανάλια επικοινωνίας που δημιουργούνται και τον φέρνουν αντιμέτωπο με τις προσωπικές του σκέψεις, συναισθήματα και αντιδράσεις.

Αυτού του είδους η διαδικασία έχει άμεση σχέση με τη βιωματική μάθηση, η οποία αναφέρεται σε μια μορφή γνώσης με συναισθηματικό βάθος, (Bion W.R., 1962a). Μέσω αυτής γίνεται η προσπάθεια να προσεγγιστεί η ουσία κάποιου, το οποίο θα αποτελέσει αντικείμενο εις βάθους γνωριμίας, να αποκωδικοποιηθεί όχι επιφανειακά, αλλά από το κέντρο του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Μargaret Rustin η ψυχαναλυτική παρατήρηση αποτελεί μια διαδικασία «διερεύνησης» με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, των συναισθηματικών καταστάσεων ανάμεσα στα αντικείμενα παρατήρησης με στόχο την βαθύτερη κατανόηση των ασυνείδητων τρόπων συμπεριφοράς και μορφών επικοινωνίας (Mittler L., Rustin M.E., Rustin M. J., Shuttleworth J., 1989). Η έκθεση σε έντονα συναισθήματα και η επιρροή των προσωπικών συναισθημάτων πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία και να μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τον εκπαιδευόμενο.

Ουσιαστικά, ο παρατηρητής πρέπει να συγχρόνως να κοιτά και «προς τα έξω» και «προς τα μέσα», να έχει «διοπτρική όραση» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Bion W., (1962a). Η παρατήρηση, έτσι, θα απομονωθεί από τις διαστρεβλώσεις και θα αποτελέσει ένα πλούσιο υλικό κατανόησης των ασυνείδητων συμπεριφορών και των ψυχικών λειτουργιών τόσο των αντικειμένων παρατήρησης όσο και του υποκειμένου παρατήρησης, του ίδιου του παρατηρητή.

 Από τα προαναφερόμενα, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η συγκεκριμέμη μέθοδος παρατήρησης δε διατείνεται να είναι αντικειμενική ή αμερόληπτη. Σύμφωνα με τη Waddell Margot (2006) η ψυχαναλυτική παρατήρηση βασίζεται στην υποκειμενικότητα, αφού ο παρατηρητής υπόκειται σε δύο ταυτόχρονες διαδικασίες: προβολή των συναισθημάτων του και ενδελεχή έλεγχο αυτών για αποφυγή παραποιήσεων του υλικού παρατήρησης. Για να μπορεί, με άλλα λόγια, να εφαρμοστεί αυτή η μέθοδος απαιτείται μια διαρκής διερεύνηση του συναισθηματικού κόσμου του παρατηρητή, ο οποίος με βάση αυτόν θα μπορέσει να δει ψυχοδυναμικά τις ανθρώπινες σχέσεις, (O’Shaughnessy Εd., 1989). Αισθητηριακά προσλαμβάνει διάφορα ερεθίσματα, τα οποία εξετάζει έτσι ώστε να ανακαλύψει το δικό τους συναισθηματικό περιεχόμενο, (Λάγιου-Λιγνού Έφη, 2011).

Η έμφαση δίνεται στο «εσωτερικό» και όχι μόνο στο «εξωτερικό», επιφανειακό στοιχείο των όσων τυγχάνουν παρατήρησης. Η ανάλυση είναι εις βάθος και ποιοτικά διαφέρει από παρατήρηση σε παρατήρηση, καθώς διαφορετικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις διαμείβονται κάθε φορά. Εξαλλου, η ψυχαναλυτική παρατήρηση παιδιών και ενηλίκων, μέσω της συστηματικής και λεπτομεριακής καταγραφής υπογραμμίζει την ατομικότητα και τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου, αναδεικνύοντας σε βάθος μοτίβα συμπεριφοράς και ασυνείδητες μορφές επικοινωνίας, (Reid Susan, 1997a).
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ:

Bick Es., (1964), “Notes on infant observation in psychoanalytic training, Intenational Journal of Psychoanalysis, Vol. 49, pp.558-566

Bion W.R., (1962a), “The psycho-analytic study of thinking, International Journal of Psychoanalysis, Vol. 43, pp. 306-310

Miller L., Rustin M., Rustin Mic., & Shuttleworth (επιμ.), (1989), Closely Observed Infants, London: Duckworth

Ο’Shaugnessy Ed., (1989), “Seeing with meaning and emotion: Ways of seeing, Journal of Child Psychotherapy, Vol.15, pp. 27-31

Reid S., (1997), Developments in Infant Observation: The Tavistock Model, London: Routledge

Reid S., (1997a), “Introduction: Psychoanalytic infant observation”, in Reid S., (1997), Developments in Infant Observation: The Tavistock Model, London: Routledge

Rustin M. (1989), “Encountering Primitive Anxieties”, in Miller L., Rustin M., Rustin Mic., & Shuttleworth (επιμ.), (1989), Closely Observed Infants, London: Duckworth

Sternberg J., (2005), Infant Observation at the Heart of training, Londom: Karnac Books

Waddell M., (1988), “Infantile development: Kleinian and post-Kleinian theory, infant observational practice, British Journal of Psychotherapy, Vol. 4, pp. 313-328

Waddell M., (2006), “Infant Observation in Britain: The Tavistock approach, International Journal of Psychoanalysis, Vol. 87, pp: 1103-1120


ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ Ή ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:

Βick Es. (2011), «Σημειώσεις πάνω στην παρατήρηση βρέφους στην ψυχαναλυτική εκπαίδευση», στο Λάγιου- Λιγνού Έφ., Αναγνωστάκη Λ., Μαραγκίδη Μ., Μπαρτζώκη Α., Τσελίκα Μ., Χασιλίδη Σ. (επιμ.), (2011), Αθήνα: Καστανιώτη Α.Ε.

Λάγιου-Λιγνού Έφη (2011), «Η μέθοδος της ψυχαναλυτικής παρατήρησης βρέφους: Η εκ του σύνεγγυς παρατήρηση», στο Λάγιου- Λιγνού Έφ., Αναγνωστάκη Λ., Μαραγκίδη Μ., Μπαρτζώκη Α., Τσελίκα Μ., Χασιλίδη Σ. (επιμ.), (2011), Αθήνα: Καστανιώτη Α.Ε.

Λάγιου-Λιγνού Έφη (2008), «Ψυχαναλυτική παρατήρηση βρέφους: Εκπαιδευτικές, ερευνητικές και κλινικές εφαρμογές», στο Τσιαντής Γ., Αλεξανδρίδης Α., (2008), Προσχολική Παιδοψυχιατρική, τμ. 1, Αθήνα: Καστανιώτη

Λάγιου-Λιγνού Έφη (1993), «Ψυχαναλυτική παρατήρηση βρέφους και η συμβολή της στην προετοιμασία κλινικού έργου, έργου, Ψυχανάλυση και Ψυχοθεραπεία, τχ. 1, σελ. 23-28











Η αυτοκτονία και η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας


Η αυτοκτονία 
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Albert Camus«Η αυτοκτονία είναι το μόνο φιλοσοφικό πρόβλημα», διακηρύσσει ο Καμύ στην πραγματεία του – και καταλήγει πως η μοναδική λύση απέναντι στην εγγενώς παράλογη και χωρίς ελπίδα ζωή μας δεν είναι η αυτοκτονία, αλλά μία αενάως επαναστατημένη στάση. [Ο Μύθος του Σίσυφου]

Η αυτοκτονία και η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Ενότητες
1. Ορισμός της αυτοκτονίας.
2. Στην αρχαία Ελλάδα
3. Οι άλλες θρησκείες
4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία
5. Αυστηρές πνευματικές ποινές - επιτίμια
6. Ευθανασία = φόνος + αυτοκτονία


Καλή σας τύχη φίλοι Θεολόγοι... Η πόλις σας εάλω



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



ME αφορμή πρόσφατη ανάρτηση του ΕΡΜΗ 



σας παρουσιάζουμε σχόλια που γράφτηκαν και που δείχνει πόσο η ελληνική κοινωνία πλέον έχει αποχριστιανικοποιηθεί... Πιστεύουμε ότι δεν αξίζουμε πλέον τον οίκτο του Δεσπότη Χριστού...



Μπήκαν στην Σμύρνη οι Τούρκοι ή αλλιώς, Μπήκαν στην Πόλη οι εχθροί


27-08-1922 μπήκαν οι Τούρκοι στην Σμύρνη...
ή αλλιώς
Μπήκαν στην Πόλη οι εχθροί
Σοφία Ντρέκου

Ξημέρωνε Σάββατο 27 του Αυγούστου κι η αγωνία μετά την κατάρρευση του μετώπου κορυφωνόταν.


Το αυτοβιογραφικό είδος. Η ανάδυση και η εξέλιξη του. (Μέρος Β').


Της Μαριλένας Κουγιού 



http://www.filologos-hermes.info/

Μετά τη δεκαετία του 1970 το θεωρητικό ενδιαφέρον για την αυτοβιογραφία υφίσταται μια ακόμη μετατόπιση σηματοδοτώντας έτσι την είσοδο στην μεταδομιστική φάση της. Η αλλαγή οπτικής έγκειται στη μεταπήδηση της εστίασης από τον εαυτό στη γραφή και φέρει την επιρροή μιας νέας λογοτεχνικής προσέγγισης, αυτής του μεταδομισμού. 

Ο δομισμός αμφισβητείται έντονα από τους μεταδομιστές, διότι «αποκαθιστά στη πράξη μια διαφορετική μορφή ιδεαλισμού». Το ζητούμενο είναι, λοιπόν, η αποκαθήλωση του υποκειμένου από την ιδεαλιστική του αίγλη, η οποία το καθιστά ενσυνείδητο, ελεύθερο και σε θέση προϋπάρχουσας ισχύος έναντι των κοινωνικών του καθορισμών. Η μεταδομιστική αντίληψη προωθεί μια υλιστική σύλληψη του υποκειμένου που πραγματώνεται με τη συμπερίληψη μαρξιστικών και ψυχαναλυτικών αρχών σε αντιδιαστολή με τη μονοδιάστατη δομιστική κυριαρχία της γλωσσολογικής μεθοδολογίας.

Επανερχόμενοι τώρα στην μεταδομιστική κριτική της αυτοβιογραφίας, ανιχνεύουμε την απώθηση του συγγραφικού εγώ ως συνεκτικού αρμού που υποβαστάζει το κείμενο νοηματοδοτώντας το και ενοποιώντας την πληθυντικότητα των σημασιών του σε ένα κεντρικό μήνυμα. Ο εαυτός παύει πλέον να προηγείται του κειμένου ως μια αυθύπαρκτη υποκειμενικότητα που δρα καταλυτικά στη δημιουργία του λόγου. Αποδυναμώνεται ο ρόλος του αυτοβιογράφου ως κειμενικού παραγωγού και αναδεικνύεται η πρωτοβάθμια δυναμική της γραφής.

Στις μεταδομιστικές θεωρήσεις επικρατεί ευρέως η αντίληψη ότι η ειδολογική κατηγοριοποίηση της αυτοβιογραφίας είναι ατελέσφορη. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Pal De Man: «Η αυτοβιογραφία είναι δύσκολο να της δοθεί ένας γενικός ορισμός, κάθε συγκεκριμένο παράδειγμα μοιάζει να είναι η εξαίρεση από τον κανόνα.» Για τον ίδιο η αυτοβιογραφία συνιστά ένα σχήμα ανάγνωσης που είναι δυνατόν να τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε κείμενο.


 Η γλώσσα της αυτοβιογραφίας είναι ένα σημειωτικό σύστημα που δομείται από τα δύο υποκείμενα που εμπλέκονται στην διαδικασία της ανάγνωσης (πομπός-παραλήπτης) και τα οποία βρίσκονται σε σχέση αλληλοκαθορισμού και αμοιβαίας υποκατάστασης. Αναγνώστης και συγγραφέας συνιστούν μια δυαδική δομή η οποία χαρακτηρίζεται αντικατοπτρική, καθώς ο συγγραφέας δεν είναι μονοδιάστατα το επίκεντρο της δικής του κατανόησης, αλλά και της κατανόησης του αναγνωστικού κοινού, δηλ. δια στόματος De Man ο αναγνώστης είναι «κάτοπτρο και αντανακλαστική φιγούρα του συγγραφέα».

Σ’ αυτό το σημείο ανιχνεύεται μια σαφέστατη σύνδεση με την ψυχαναλυτική θεωρία και το «στάδιο του καθρέφτη» του Lacan, βασικού άλλωστε εκπροσώπου του μεταδομισμού. Η συνεκτική αντανάκλαση στο καθρέφτη αποτυπωμένη μαζί με τα δομικά στοιχεία που συναρθρώνουν την αυτό-εικόνα του υποκειμένου, αποτελούν την ταυτοποίηση του. Το ενοποιημένο αυτό σύνολο δεν είναι παρά ένα επίπλαστο είδωλο, εύθραυστο που επικαλύπτει τον θρυμματισμό του υποκειμένου. 


Ανάλογη είναι και η αντίληψη του R.Barthes, συγγραφέα και κριτικού της αυτοβιογραφίας, για τον οποίο το υποκείμενο είναι εξίσου διαθλασμένο και προσδιοριζόμενο από την απατηλή αντανάκλαση του. Η σύλληψη της ατομικότητας έτσι υπόκειται σε διαμεσολαβήσεις που διαθλούν ψευδώς ένα ολιστικό κάτοπτρο αντί για το κατακερματισμένο υποκείμενο. Συνακόλουθα, ο συγγραφέας ως μια ολότητα που ελέγχει το νόημα του έργου ανακηρύσσεται από τον Barthes νεκρός.
 
Μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική αντίληψη προσφέρει η Sidonie Smith δίνοντας έμφαση στην αυτοβιογραφική επιτελεστικότητα και περιβάλλοντας έτσι την αυτοβιογραφία με την δυναμική της πράξης. Το σκηνικό όπου λαμβάνει χώρα η επιτέλεση της αυτοβιογράφησης ορίζεται από ένα χωροχρονικό πλαίσιο που φέρει τα σημάδια -πολιτισμικά και κοινωνικά- της συγκεκριμένης χωρικότητας και χρονικότητας. Το αυτοβιογραφούμενο υποκείμενο συναρμολογείται μέσω της επιτελεστικής πράξης της αφήγησης.

 Η συγκρότηση της ατομικής εσωτερικότητας επιτελείται- αν χρησιμοποιήσουμε όρους αιτιότητας- ως το αποτέλεσμα της αυτοβιογραφικής αφήγησης και των πολλαπλών πολιτισμικών ρυθμίσεων. Έτσι η αυτοβιογραφία αποσυνδέεται από τη λειτουργία της έκφρασης και εξωτερίκευσης ενός εσώτερου εαυτού, γεγονός το οποίο θα σήμαινε και την εγγενή φύση της ταυτότητας. Η αυτοβιογραφία ορίζεται ως μια απαγγελία και ο αυτοβιογράφος ως το απαγγέλλον υποκείμενο, η ιστορία του οποίου είναι το σύνολο των απαγγελιών του.




Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Sidonie Smith and Julia Watson. Reading Autobiography. A Guide for interpreting Life Narratives. University of Minnesota Press, London.

Γρηγόρης Πασχαλίδης. Η ποιητική της Αυτοβιογραφίας. Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 1993, σελ. 18. 





ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ: Σωκράτης & Χριστός



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Επιτρέπεται άρα γε, τον Χριστόν, όστις ονομάζει εαυτόν υιόν του Θεού, να παραβάλωμεν προς άνθρωπον, μάλιστα εθνικόν; Δια τι όχι; Αμφότεροι εξετάζονται ενταύθα ως άνθρωποι, ως έξοχα ιστορικά πρόσωπα.