Εισαγωγή στον «Ρήσο» του Ευριπίδη

Nota Chryssina


Το υλικό της τραγωδίας «Ρήσος» προέρχεται κατευθείαν από την Ιλιάδα σχεδόν ατόφιο, με ελάχιστες αλλαγές στο βασικό του πυρήνα και εμπλουτισμένο βέβαια σύμφωνα με το μέτρο που συνήθως η δραματική τέχνη πλουτίζει τα θέματα της μυθολογίας ή της επικής παράδοσης, όταν τα διαχειρίζεται ως υποθέσεις δραμάτων.
Τα γεγονότα του «Ρήσου» περιέχονται στη ραψωδία Κ και είναι γνωστά με τον τίτλο «Δολώνεια».
Μετά την οργή του Αχιλλέα και την αποχή του από τη μάχη, οι Τρώες νικούν τους Έλληνες, έχουν στρατοπεδεύσει έξω στην πεδιάδα και γενικά τους έχουν φέρει σε δύσκολη θέση. Μια νύχτα οι Αχαιοί σε σύντομη σύσκεψη αποφασίζουν να στείλουν τον Οδυσσέα με το Διομήδη να κατασκοπεύσουν τους εχθρούς. Εκείνη τη νύχτα κι ο Έκτορας για τον ίδιο σκοπό στέλνει στο ελληνικό στρατόπεδο το Δόλωνα, που όμως αιχμαλωτίζεται από το Διομήδη και τον Οδυσσέα κι ανακρίνεται. Τους πληροφορεί ότι έχει φτάσει σύμμαχος της Τροίας, ο Θρακιώτης βασιλιάς Ρήσος. Μαθαίνοντας αυτοί όσα ήθελαν, σκοτώνουν τον Δόλωνα, κατορθώνουν να εισχωρήσουν στις τρωικές θέσεις, σκοτώνουν τον Ρήσο και δώδεκα δικούς του, παίρνουν τα θαυμάσια λευκά άλογά του και γυρίζουν πίσω σώοι και αβλαβείς.
Αυτά τα περιστατικά της Ιλιάδας αποτελούν τον πυρήνα της τραγωδίας που εξετάζουμε.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ
Στα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη συγκαταλέγεται και ο «Ρήσος», που γι’ αυτόν διατυπώθηκαν αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, αν πραγματικά είναι δημιούργημα του μεγάλου τραγικού ή μεταγενέστερη μίμηση. Οι αμφιβολίες αυτές ξεκινούν από μια αρχαία μαρτυρία και στη νεώτερη εποχή έχουμε απόψεις και γνώμες που με επιχειρήματα υποστηρίζουν ότι το έργο δεν είναι αυθεντικό. Παράλληλα όμως υπάρχουν και εργασίες της νεότατης φιλολογικής επιστήμης ή ακόμα στοιχεία και ενδείξεις, οι οποίες αποδεικνύουν αντίθετα τη γνησιότητα του έργου.
Παραθέτουμε συνοπτικά την υπέρ και κατά της γνησιότητας σχετική επιχειρηματολογία που αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της τεχνικής, της μετρικής κλπ., όσο και σ’ εκείνα του ύφους, των χαρακτήρων και της δομής του έργου.
Κανένας αρχαίος συγγραφέας ή γραμματικός δεν υπαινίσσεται πουθενά ότι ο «Ρήσος» είναι νόθος. Η μοναδική πληροφορία που εκφράζει αμφιβολίες για τη γνησιότητά του, είναι εκείνη που διασώθηκε στην πρώτη από τις δύο «Υποθέσεις» της τραγωδίας: «Τούτο το δράμα ένιοι νόθον υπενόησαν ως ουκ ον Ευριπίδου, τον γαρ Σοφόκλειον υποφαίνει χαρακτήρα».
Στη νεώτερη φιλολογία διάφοροι μελετητές του θέματος αρνούνται τη γνησιότητα, αντλώντας τα επιχειρήματά τους από τα στοιχεία που παρέχει το ίδιο το κείμενο.
Έτσι οι ελάχιστοι γνωμοδοτικοί στίχοι που υπάρχουν, η ασυνήθιστη για τον Ευριπίδη μετρική μορφή του προλόγου, οι δύο από μηχανής θεοί, η έλλειψη έντασης και η επεισοδιακή παράθεση των περιστατικών του δράματος, το γεγονός ότι το έργο αρχίζει και τελειώνει νύχτα, είναι τα κυριότερα σημεία που στήριξαν αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα.
Απέναντι σε όλα αυτά μπορούμε να αντιπαραθέσουμε τα εξής:[1]
Υπάρχουν τρία σημεία στον Αριστοφάνη που μας οδηγούν στη βεβαιότητα σχεδόν, ότι ο κωμικός ποιητής γνωρίζει τον «Ρήσο» σαν έργο του Ευριπίδη και παρωδεί στίχους του κατά τη γνωστή του συνήθεια που έχει κυρίως στόχο τον μεγάλο τραγικό. Τα σημεία αυτά είναι τα παρακάτω:
Στους «Αχαρνείς», ο Χορός πέφτοντας πάνω στον Δικαιόπολη κραυγάζει: «Αυτός ο ίδιος είναι, αυτός. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπα, βάρα του, βάρα του τον βρωμερό» (στ. 280 κε.). Οι στίχοι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν σαν παρωδία εκείνων του «Ρήσου», όταν ο Χορός των Τρώων κυνηγάει τον Οδυσσέα φωνάζοντας: «Εε, εε. Χτύπα, χτύπα, χτύπα, χτύπησέ (τον). Σκότωσε, σκότωσέ (τον). Ποιος είναι ο άντρας;» (στ. 675 κε.).
Στους «Αχαρνείς» επίσης ο στίχος όπου ο Λάμαχος έχει γυρίσει στη σκηνή και θρηνολογεί: «…Ω μαύρη συμφορά μου!» (στ.1203), παρωδεί προφανώς ανάλογο στίχο του Ηνίοχου στο «Ρήσο», όταν αυτός πληγωμένος θρηνεί το φόνο του αρχηγού του: «…βαριά συμφορά των Θρακών» (στ. 731).
Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και με μεγαλύτερη βεβαιότητα για τον στίχο 840 των Βατράχων: «Αληθινά, παιδί θεάς του χωραφιού», που παρωδεί στο δεύτερο ημιστίχιο τον 974 στίχο του «Ρήσου»: «…τη θαλασσινή θεά».
Το ότι πρόκειται για παρωδία ευριπίδειου στίχου το βεβαιώνει κατηγορηματικά και ο Σχολιαστής: «Είρηται δ’ ο στίχος παρά τα Ευριπίδου, άληθες, ω παι της αρουραίας θεού».
Κάποιοι ανώνυμοι αρχαίοι κριτικοί αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα το έργου και η αμφιβολία τους αυτή αιτιολογείται με το Σοφόκλειο χαρακτήρα του δράματος. Αυτό μπορεί ίσως να αποδοθεί σε δύο κυρίως χαρακτηριστικά της τραγωδίας. Το πρώτο είναι η έλλειψη του πάθους, όπως τουλάχιστον το βρίσκουμε στη «Μήδεια», τον «Ιππόλυτο», την «Εκάβη». Το δεύτερο οφείλεται στο γεγονός ότι η υπόθεση του «Ρήσου» είναι πιστή σχεδόν αντιγραφή των περιστατικών της «Δολώνειας» της Ιλιάδας. Είναι γνωστό ότι ο Ευριπίδης, αντίθετα από τον Σοφοκλή, διασκεύαζε ελεύθερα το επικό υλικό ή τους μύθους που χρησιμοποιούσε στα δράματά του και μια τέτοια πιστότητα φαίνεται ξένη στη θεατρική τεχνική του. Αν ληφθεί όμως υπόψη ότι το έργο γράφτηκε από τον ποιητή σε μια ηλικία που οπωσδήποτε ήταν ακόμα νέος (η πληροφορία αυτή παρέχεται από τον Κράτη), τότε ο Σοφόκλειος χαρακτήρας δικαιολογείται ως νόμιμη επίδραση της τεχνοτροπίας ενός μεγαλύτερου προκατόχου στο νεώτερο, που ακόμα δεν έχει διαμορφώσει οριστικά τη μορφή της τέχνης του.
Στην ίδια «Υπόθεση» έχουμε επίσης τη μαρτυρία ότι: «Εν μέντοι ταις διδασκαλίαις ως γνήσιον αναγέγραπται…». «Διδασκαλίες» ήταν οι κατάλογοι στους οποίους η πόλη καταχωρούσε τα ονόματα όσων λάβαιναν μέρος κάθε χρόνο σε δραματικούς αγώνες, τους νικητές, τους νικημένους, τα δράματά τους και τα σχετικά. Τέτοιους έγραψαν ο Αριστοτέλης, ο Καλλίμαχος, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και άλλοι. Κανένας όμως δεν προβάλλει ούτε την παραμικρή αμφιβολία για τη γνησιότητα του έργου.
Εξάλλου στον «Βίο» του Ευριπίδη αναφέρονται ως νόθες μόνο οι τραγωδίες «Τέννης», «Ροδάμανθυς», «Πειρίθους».
Η εξονυχιστική έρευνα, σύγκριση και παραβολή που κάνει ο Ritchie στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη και στη μετρική του «Ρήσου» και των άλλων τραγωδιών είναι αποκαλυπτική. Αναγνωρίζουμε τη χαρακτηριστική τεχνική του Ευριπίδη, αδιαμόρφωτη κάπως, αλλά οπωσδήποτε αυθεντική.
Τελικό συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι τα εξωτερικά στοιχεία και οι σχετικές γνώμες ή μαρτυρίες δεν μπορούν να στηρίξουν μια ισχυρή άποψη που να αρνείται πειστικά τη γνησιότητα του έργου.
Εξετάζοντας τώρα τη δραματουργική υφή του «Ρήσου», το ήθος, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, καταλήγουμε σε μερικά ενδεικτικά συμπεράσματα.
Η ζωηρή σκηνή του προλόγου όπου οι φρουροί ανήσυχοι και τρομαγμένοι ξυπνούν τον Έκτορα και του αναγγέλλουν τα νέα, δίνεται με γοργότητα και ρεαλισμό, δημιουργώντας μέσα σε λίγους στίχους ολοζώντανη την ατμόσφαιρα του αναστατωμένου νυχτερινού στρατοπέδου.
Η επεξεργασία των χαρακτήρων, ιδιαίτερα των ομηρικών προσώπων, δεν ξεφεύγει από τα δεδομένα της Ιλιάδας, με μόνη εξαίρεση ίσως τον Αινεία που παρουσιάζεται κάπως πιο στοχαστής από ό,τι στο έπος, σε αντίθεση με την ασύνετη ορμητικότητα του Έκτορα. Ο Ρήσος, ο βάρβαρος Θρακιώτης αρχηγός, είναι γεμάτος κομπαστική βεβαιότητα για τη νίκη του, ένα ήθος, θα μπορούσαμε να πούμε, ανάλογο με τη βαρβαρική του καταγωγή. Ο αγώνας «λόγων» που γίνεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Έκτορα, όχι τόσο «ρητορικός» όπως σε άλλες τραγωδίες του ίδιου, ανήκει στη γνώριμη ευριπίδεια τεχνική.
Η «αγγελική ρήση» του βοσκού αλλά και το μέρος του Ηνίοχου έχουν αδρότητα και δύναμη υποβολής καθόλου τυχαίες.
Τα χορικά εξάλλου, κυρίως το Γ' Στάσιμο, το τραγούδι της βάρδιας, στέκεται άνετα δίπλα στα καλύτερα λυρικά κομμάτια του ποιητή.
Τέλος οι δύο από μηχανής θεοί, η Αθηνά και η Μούσα, που εξυπηρετούν τη θεατρική οικονομία, αποτελούν πρόσθετο στοιχείο γνησιότητας, αφού η χρήση του από μηχανής θεού είναι χαρακτηριστική και συνηθισμένη στον Ευριπίδη.

Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Από την πληροφορία που μας δίνουν τα σχόλια των στίχων 527-531: «Κράτης αγνοείν φησί τον Ευριπίδην την περί τα μετάρσια θεωρίαν δια το νέον έτι είναι ότε τον Ρήσον εδίδασκε», και σύμφωνα με μια συνηθισμένη τάση των μελετητών να ανακαλύπτουν ιστορικούς υπαινιγμούς στα δράματα του Ευριπίδη, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι το έργο μπορεί να διδάχτηκε γύρω στα 453, όταν χτίστηκε η Αμφίπολη, πόλη που ανήκει στην πατρίδα του Ρήσου. Τότε ο μεγάλος τραγικός ήταν σχετικά νέος.
Πάντως η τραγωδία πρέπει να γράφτηκε στην πρώτη συγγραφική περίοδο του ποιητή, όπως υποθέτει ο Ritchie, δηλαδή ανάμεσα στο 455 και στο 440.

Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ «ΡΗΣΟΥ» ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Ένα ακόμα επιχείρημα ότι ο «Ρήσος» είναι νόθο δημιούργημα του Ευριπίδη υπήρξε, όπως είπαν, και η έλλειψη τραγικότητας της βασικής ιδέας που αναπτύσσει. Νομίζουμε όμως ότι το τραγικό στοιχείο βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα του «Ρήσου», δηλαδή στην ύβρη που προκαλεί η αλαζονεία και στον τρόπο που κορυφώνεται.
Αυτής της αλαζονείας λοιπόν έχουμε τρεις διαδοχικές διαβαθμίσεις, που από πρόσωπο σε πρόσωπο αυξάνουν φτάνοντας σε μια εσωτερική κορύφωση για να δώσουν αμέσως τη θέση τους στην αντίδραση της «θεϊκής αρμονίας και του μέτρου», στο φόνο δηλαδή του Ρήσου.
Την πρώτη διαβάθμιση αποτελεί ο μονόλογος του Έκτορα (στιχ.56 κε.), όπου με κομπασμό ασυνήθιστο παραπονιέται γιατί νύχτωσε και η νικηφόρα ορμή του σταμάτησε αναγκαστικά.
Η δεύτερη διαβάθμιση είναι οι μεγαλαυχίες του Δόλωνα (στιχ.214-224) καθώς αυτός ξεκινάει για να κατασκοπεύσει τους Έλληνες. Η σιγουριά που δείχνει για την επιτυχία του είναι συγχρόνως υβριστική και παράλογη.
Η τρίτη διαβάθμιση αρχίζει, κορυφώνεται και τελειώνει στο μέρος του Ρήσου (στιχ.443-517). Εδώ ο Θρακιώτης αρχηγός κομπάζει μ’ έναν τέτοιο προκλητικό και κουφό τρόπο, που κι αυτός ο αλαζονικός Έκτορας, από αντίδραση ή δεισιδαίμονα φόβο, δείχνεται ρεαλιστής και μετριοπαθής. Σαν αντίρροπη δύναμη στην αυξανόμενη υπερβολή που πάνω από κάθε μέτρο διασαλεύει την τάξη του κόσμου, επέρχεται η τιμωρία με την εκμηδένιση του ενόχου. Ο υβριστής Ρήσος σκοτώνεται, έτσι τιμωρείται κι ο αλαζονικός Έκτορας και οι ενδόμυχες ίσως ελπίδες του, για μια τελειωτική νίκη πάνω στους Έλληνες, αφανίζονται.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Πρόλογος – Πάροδος του Χορού (στ. 1-51): Ο Χορός που τον αποτελούν Τρώες φρουροί μπαίνει βιαστικά από την πάροδο ανήσυχος και ταραγμένος. Ξυπνά τον κοιμισμένο Έκτορα και του αναγγέλλει ότι οι εχθροί έχουν ανάψει παντού φωτιές στους ναύσταθμους. Αυτό το φεγγοβόλημα πρέπει να σημαίνει κάτι σημαντικό. Γι’ αυτό χρειάζεται γρήγορα να ετοιμαστούν οι Τρώες για μάχη.
Επεισόδιο Α' (στ. 52-223): Ο Έκτορας παραπονιέται για την κακή του τύχη, που τέλειωσε γρήγορα το φως της μέρας και τον ανάγκασε να σταματήσει τη νικηφόρα προέλασή του. Κατηγορεί ακόμα και τους οιωνοσκόπους του που τον συμβούλευσαν να περιμένει. Βέβαιος τώρα ότι οι Έλληνες σκοπεύουν να φύγουν κρυφά για την πατρίδα τους μες στη νύχτα, αποφασίζει να τους επιτεθεί αμέσως. Στο μεταξύ έρχεται ο Αινείας και ρωτάει ανήσυχος τι συμβαίνει. Μαθαίνοντας τους σκοπούς του Έκτορα, με συνετές συμβουλές τον αποτρέπει από το παράτολμο κι επικίνδυνο σχέδιό του της νυχτερινής επίθεσης και τον συμβουλεύει να στείλει κατάσκοπο κοντά στα καράβια των Ελλήνων και ανάλογα με τις πληροφορίες που αυτός θα του φέρει, να πράξει. Πράγματι εκείνος δέχεται τις υποδείξεις του Αινεία και ζητάει κάποιον εθελοντή. Την αποστολή κατασκοπείας αναλαμβάνει ο Δόλων. Σαν ανταμοιβή πετυχαίνει να του υποσχεθεί ο αρχηγός του τα θαυμαστά και αθάνατα άλογα του Αχιλλέα. Εξηγεί μετά στο Χορό το τέχνασμα που θα μεταχειριστεί. Θα ρίξει πάνω του ένα τομάρι λύκου κι έτσι πιο εύκολα θα εισχωρήσει στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Γεμάτος πεποίθηση για την επιτυχία του φεύγει.
Στάσιμο Α' (στ. 224-263): Ο Χορός στην πρώτη στροφή επικαλείται τη βοήθεια του θεού Απόλλωνα που είναι προστάτης της Τροίας. Τον παρακαλεί να οδηγήσει και να σώσει τον Δόλωνα. Στην πρώτη αντιστροφή και στη δεύτερη στροφή εύχεται την επιτυχία της αποστολής του κατασκόπου και υμνεί την πολύτιμη ανταμοιβή του, τα άλογα του Αχιλλέα. Θαυμάζει το μεγάλο του θάρρος και τον πατριωτισμό του. Στη δεύτερη αντιστροφή τον φαντάζεται να μπαίνει στο στρατόπεδο των Αχαιών και να θριαμβεύει.
Επεισόδιο Β' (στ. 262-341): Καθώς τελειώνει ο Χορός το τραγούδι του φτάνει στη σκηνή κάποιος βοσκός που αναγγέλλει στον Έκτορα ότι έρχεται ένας τρανός σύμμαχος. Ο γιος του Στρυμόνα, βασιλιάς των Θρακών Ρήσος. Εξιστορεί με απλοϊκό θαυμασμό τη μεγαλοπρέπειά του και τον αναρίθμητο στρατό που φέρνει. Ο Έκτορας περιφρονητικά εκφράζει τη σκέψη ότι ο Ρήσος είτε από αδιαφορία είτε από υστεροβουλία έρχεται καθυστερημένα, μόνο και μόνο για να μοιραστεί μαζί με τους Τρώες τα λάφυρα της νίκης, χωρίς όμως να πολεμήσει μαζί τους από την αρχή του πολέμου. Γι’ αυτό σκέφτεται να τον δεχθεί ψυχρά και να αρνηθεί τη βοήθειά του. Μεταπείθεται όμως από το Χορό και το βοσκό.
Στάσιμο Β' (στ. 342-388): Στην πρώτη στροφή και αντιστροφή ο Χορός εκφράζει πολύ μεγάλο θαυμασμό κι εμπιστοσύνη στη δύναμη του Ρήσου που τον βλέπει σαν ελευθερωτή. Στη δεύτερη στροφή και αντιστροφή, βέβαιος για τον οριστικό λυτρωμό της Τροίας, αποτέλεσμα της βοήθειας του Θρακιώτη αρχηγού, φαντάζεται τους χορούς και τις γιορτές που θα ακολουθήσουν, όταν οι Έλληνες κυνηγημένοι θα φεύγουν για την Ελλάδα. Στην επωδό που μπορεί να θεωρηθεί και υπόρχημα, καθώς μπαίνει μεγαλοπρεπής και φανταχτερός ο Ρήσος με τη συνοδεία του, ο Χορός θαυμάζει την κορμοστασιά του και τα λαμπερά όπλα, παρομοιάζοντάς τον με θεό που έρχεται να ανακουφίσει την Τροία.
Επεισόδιο Γ' (στ. 389-526): Ο Ρήσος χαιρετά τον Έκτορα φιλικά και του λέει για το σκοπό που ήρθε. Ο Έκτορας τον κατηγορεί για αχαριστία και αδιαφορία που φτάνει τα όρια της προδοσίας. Ο Θρακιώτης αρχηγός, δίκαια οργισμένος, του εξηγεί την αιτία της μεγάλης του αργοπορίας. Πολεμούσε με τους Σκύθες, και με αλαζονική αυτοπεποίθηση τον βεβαιώνει ότι μέσα σε μια μέρα αυτός θα πετύχει όσα δεν μπόρεσαν οι Τρώες σε δέκα χρόνια. Θα εξολοθρεύσει τους Έλληνες. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θέλει να πολεμήσει μοναχός με το στρατό του κι αφού τους νικήσει, να μεταφέρει τον πόλεμο και στην Ελλάδα. Κατηγορεί τον Έκτορα για έλλειψη αντιδράσεων όταν αυτός εκφράζει τη γνώμη ότι θα είναι πολύ ικανοποιημένος, αν ο πόλεμος τελειώσει. Ο αρχηγός των Τρώων του λέει έπειτα το σύνθημα και τον οδηγεί στο μέρος, όπου τελικά θα κατασκηνώσει με το θρακικό στράτευμά του.
Στάσιμο Γ' (στ. 527-564): Στη στροφή ο Χορός κοιτάζει το νυχτερινό ουρανό και βλέποντας ότι πέρασε πια η ώρα της δικής του σκοπιάς, αναρωτιέται ποιοι θα φρουρήσουν ύστερα από αυτόν. Είναι η σειρά των Λυκίων που έχουν την πέμπτη βάρδια. Στην Αντιστροφή ακούει το μακρινό λάλημα του αηδονιού που κελαηδεί στις όχθες του ποταμού Σιμόεντα, ακούει τις φλογέρες των βοσκών καθώς αυλίζουν στο βουνό της Ίδης τα κοπάδια τους. Ο ύπνος αγγίζει τα βλέφαρα των φρουρών και κουρασμένοι φεύγουν για να ξυπνήσουν τους αντικαταστάτες τους.
Επεισόδιο Δ' (στ. 565-691): Στην άδεια σκηνή μπαίνουν με προφύλαξη ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Βαστούν τα λάφυρα που πήραν από το Δόλωνα: Τα όπλα του και το λυκοτόμαρο. Πλησιάζουν προσεκτικά τη σκηνή του Έκτορα. Σκοπός της επιδρομής τους είναι να τον σκοτώσουν. Καθώς δεν τον βρίσκουν, απογοητεύονται και ετοιμάζονται να γυρίσουν πίσω παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Διομήδη που θέλει να σκοτώσει τον Αινεία ή τον Πάρη. Τότε αμφανίζεται η Αθηνά και τους πληροφορεί για την άφιξη του Ρήσου και για το θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν οι Έλληνες, αν αυτός ζήσει ως την άλλη μέρα και πολεμήσει εναντίον τους. Τους παρακινεί και τους οδηγεί να τον σκοτώσουν και να κλέψουν τα άλογά του. Μόλις αυτοί φεύγουν, φτάνει τρέχοντας ο Πάρις να ειδοποιήσει τον αδελφό του Έκτορα ότι στο στρατόπεδο έχουν εισχωρήσει κατάσκοποι των εχθρών. Η Αθηνά παίρνοντας τη μορφή και την ομιλία της Αφροδίτης τον εξαπατά καθησυχάζοντάς τον. Ο Πάρις φεύγει ήσυχος. Πριν αποχωρήσει η θεά με δυνατή φωνή φωνάζει στον Οδυσσέα και τον Διομήδη να βιαστούν, γιατί οι φρουροί τους αντιλήφθηκαν και τρέχουν καταπάνω τους.
Επιπάροδος (στ. 692-827): Μπαίνει ο Χορός κυνηγώντας τον Οδυσσέα που τον περικυκλώνει και είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Αυτός λέει το σύνθημα και, προσποιούμενος ότι ακολουθεί τα ίχνη των δολοφόνων του Ρήσου, ξεγλιστρά και φεύγει. Στη στροφή κι αντιστροφή που ακολουθούν, οι φύλακες συνειδητοποιούν σιγά – σιγά ότι αυτός που έφυγε ήταν ίσως ο Οδυσσέας. Τους κυριεύει φόβος γιατί πιστεύουν ότι ο Έκτορας θα τους θεωρήσει σαν μοναδικούς υπεύθυνους του κακού που έγινε.
Επεισόδιο Ε' (στ. 828-881): Ενώ ο Χορός κάνει όλες αυτές τις μαύρες σκέψεις, ακούγεται θρήνος και σε λίγο μπαίνει στη σκηνή ο πληγωμένος Ηνίοχος του Ρήσου που εξιστορεί τα γεγονότα του φόνου του αρχηγού του και κάνει υπαινιγμό πως όλα αυτά είναι έργα φίλων κι όχι εχθρών. Οι φρουροί προσπαθούν να τον παρηγορήσουν. Έρχεται οργισμένος ο Έκτορας και τους απειλεί με πολύ σκληρή τιμωρία, γιατί εξαιτίας τους έγινε ό,τι έγινε. Έντρομοι αυτοί τον βεβαιώνουν ότι έμειναν ξάγρυπνοι και προσεκτικοί. Ο λαβωμένος Ηνίοχος παρεμβαίνει και κατηγορεί με επιχειρήματα τον Έκτορα σαν αυτουργό του φόνου, επειδή ήθελε να αποκτήσει τα άλογα του Ρήσου. Εκείνος αντικρούει την κατηγορία κι αρχίζει να υποθέτει σχεδόν με βεβαιότητα μήπως δράστης αυτών ήταν ο Οδυσσέας. Ο Ηνίοχος δεν παραδέχεται την άποψη αυτή κι εύχεται να πέθαινε στην πατρίδα του. Τέλος πείθεται να τον μεταφέρουν στην Τροία, όπου θα του περιποιηθούν το τραύμα. Ακόλουθοι του Έκτορα τον παίρνουν και φεύγουν.
Έξοδος (στ.889-995): Καθώς ο Χορός θλιμμένος απορεί για την κακή τροπή των πραγμάτων, εμφανίζεται από ψηλά η Μούσα κρατώντας το σκοτωμένο γιο της. Πληροφορεί τους έκπληκτους Τρώες ποια είναι, θρηνεί το παιδί της, και καταριέται τον Οδυσσέα και τον Διομήδη που τον σκότωσαν και την Ελένη, την αφορμή του χαμού του. Έπειτα εξιστορεί πώς γεννήθηκε, πώς ανατράφηκε και μεγάλωσε ο Ρήσος. Ο Έκτορας εκφράζει τη λύπη του και προθυμοποιείται να θάψει τιμητικά τον Θρακιώτη αρχηγό. Η Μούσα όμως προλέγει τη μεταμόρφωση του Ρήσου σε άνθρωπο-δαίμονα, σε πνεύμα αγαθό του Παγγαίου και προφητεύει το θάνατο του Αχιλλέα. Τέλος, θρηνώντας για τις συμφορές που φέρνει ο θάνατος των παιδιών στους γονείς, αποσύρεται. Ο Έκτορας δίνει εντολή στο Χορό να ειδοποιήσει τους Τρώες να ετοιμαστούν για επίθεση. Κι ο Χορός φεύγει με την ευχή ο θεός να τους χαρίσει τη νίκη μαζί με το φως της ημέρας που έρχεται.

[1] Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του William Ritchie, «The authenticity of the Rhesus of Euripides» - Cambridge University Press 1964.




ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ / ΠΗΓΗ
via ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Βασικές κατευθύνσεις που παίρνει ο ποιητικός λόγος από τα μέσα του 15ου μέχρι τα τέλη του 17 ου αιώνα


                                                             Claude Lorrain Gellé

της Νότας Χρυσίνα

Ο ουμανισμός που ξεκίνησε στην Ιταλία εξαπλώνεται από τα μέσα του 15ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.[1]Συνεχίζεται η συγγραφή επών και έμμετρων ιπποτικών μυθιστοριών σε παραλλαγές των παραδοσιακών θεμάτων και έργα που παρωδούν τα μεσαιωνικά πρότυπα όπως  ο «Μαινόμενος Ορλάνδος» του Αριόστο.[2] Ο δημιουργός είναι επώνυμος και το δημιούργημα πρέπει να είναι πρωτότυπο. Οι ποιητές μιμούνται το πετραρχικό σονέτο και υμνούν τον  εξιδανικευμένο έρωτα ενώ στον αντίποδα στη Γαλλία καλλιεργείται από τον Βιγιόν η μπαλάντα με ρεαλιστικό περιεχόμενο.[3]



Ερωτόκριτος

Nota Chryssina


Πατήστε εδώ για να πάτε σε κάθε ενότητα:




ΠΟΙΗΤΗΣ



1     Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
          και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
     και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
          μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
     και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           5
          του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
     αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
          ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
     σ' μιά Κόρη κ' έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
          σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.          10
     Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
          ας έρθει για ν' αφουκραστεί ό,τ' είν' εδώ γραμμένα·
     να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
          πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
     Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,          15
          εις μιάν αρχή [α' βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
     Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού'χει γνώση,
          για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2     Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
          κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,          20 
     τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
          κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
     Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
          και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
     Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,          25
          και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
     Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
          μ' άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
     Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ' άλλους,
          από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ' όλους τους μεγάλους·     
     ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,          31
               ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
     Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ' εσυντροφιάστη ομάδι
          με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]'βρισκε ψεγάδι.
     Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη,          35
          άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
     K' οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
          στην όρεξιν ευρίσκουντα', στον Πόθον εταιριάζαν.
     Aγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ' άλλο,
          και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο·          40
     γιατ' ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα',
          σ' έγνοια μεγάλη και βαρά τσ' ήβανε τέτοιο πράμα.
     Kαι μόνον εις τα σωθικά εβράζα' νύκτα-μέρα,
          μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
     Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι,          45
          για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
     Περνούν οι χρόνοι κ' οι καιροί, κ' η Pήγισσα εγαστρώθη,
          κι ο Pήγας απ' το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
3     Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ' ήρθεν εκείνη η ώρα,
          να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ' η Xώρα.          50



     Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που'φεξεν το Παλάτι,
          αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
     Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
          ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ' οι άλλοι.
     Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν,          55
          κ' οι γειτονιές εχαίρουνταν κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.



     Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
          και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
     Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
          πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
     Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,          61
          οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
     Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
          και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
     Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,          65
          ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
     K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
          πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
     Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
          κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'.          70



     Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
          συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
     M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
          έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
     του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο,          75
          και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
     Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
          φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
4     Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
          οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση.          80
     Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
          ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
     κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' ’στρη εγεννήσαν,
          μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
     Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει          85
          να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.



     Θέλει σ' εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
          και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
     Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
          μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'.          90
     Aγάλια-αγάλια σ' Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
          πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
     H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
          πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
     Tην Aρετούσα στο κουρφό γι' Aγάπην την εθώρει,          95
          μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
     Λίγη αφορμή'το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
          αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
     Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
          κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ' εκέντα μοναχός του.          100
     Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν' αλαφρώσει,
          κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
     Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ' άλογο καβαλάρης,
          και με γεράκια και σκυλιά, σα να'τον κυνηγάρης,
     ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ' το Παλάτι,          105
          μα'σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
     Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα εμπορούσαν
          τον Πόθο ν' αλαφρώσουσι που'χε στην Aρετούσαν,
5     μα πάντα ο νους κ' η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
          Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει·          110
     αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
          σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
     έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν' αλαφρύνει,
          και να'βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
     Όπού'χε δει όμορφο δεντρό, με τ' άνθη στολισμένο,          115
          είν' τσ' Aρετούσας το κορμί, τ' ομορφοκαμωμένο·
     όπού'χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
          ήλεγε· "Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα"·
     όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
          του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.          120
     T' άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
          γιατ' είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
     Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
          τσ' αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
     τ' άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει,          125
          γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ' Aγάπης την οδύνη.
     Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
          και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.



     Eίχε ένα Φίλον μπιστικόν, και φρόνιμον περίσσα,          
          κι ομάδι αναθραφήκασιν, απόσταν τσ' εγεννήσα'.          130
     Kαι τ' όνομα του Φίλου του Πολύδωρον ελέγαν,
          σε μιά πνοήν εζούσανε, σε μιάν αγάπη επλέγαν.
     Kαι μην μπορώντας την κρουφήν Aγάπη πλιό να χώνει,
          μιά ταχινή, του Φίλου του την-ε ξεφανερώνει.



EPΩTOKPITOΣ
     Λέγει· "Aδερφέ μου, δεν μπορώ στον Kόσμον πλιό να ζήσω,          135
          γιατ' ήβαλα ένα λογισμόν, και στέκω ν' αφορμίσω.
     Σ' τόπον ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω,
          το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει τό δε σώνω,
6     τη Θυγατέρα του Pηγός, του Aφέντη μας την Kόρη,
          οπού άνεμος δεν τση'διδε, ουδ' ήλιος την εθώρει,          140
     κι οπού μας παίρνει τη ζωήν, όντε μας πιάσει μάχη,
          ο λογισμός οπού'βαλα, δίχως θεμέλιο να'χει.
     Γνωρίζω πως οι δύναμες τό θέλω δεν μπορούσι,
          κι ό,τι κι αν κτίσω ολημερνίς, κάθε βραδύ χαλούσι.
     Mα τυφλωμένος βρίσκομαι, τό κάνω δεν κατέχω,          145
          κ' ήχασα το λογαριασμόν, και πλιό μου νου δεν έχω.
     Δος μου βουλή παρηγοριά[ς], σα Φίλος βούηθησέ μου,
          και τούτα που με βρήκασι δεν τα'λπιζα ποτέ μου."



ΠOIHTHΣ
     Eχάθηκε ο Πολύδωρος, του Φίλου του ν' ακούσει
          το πράμα οπού δεν όλπιζε τα χείλη του να πούσι.          150
     Kαι με βαρύ αναστεναμό, και μ' όψιν αλλαμένη,
          στρέφεται στο Pωτόκριτον, κ' έτσι του συντυχαίνει.



ΠOΛYΔΩPOΣ
     "Aδέρφι, τά σου γρίκησα, τά μου'χεις μιλημένα,
          ποτέ μου δεν τα λόγιαζα, μουδ' όλπιζα σε σένα,
     να βάλεις έτοιο λογισμόν, κ' έτσι να κιντυνεύγεις,          155
          και πράματα ανημπόρετα κι άμοιαστα να γυρεύγεις·
     γιατί σ' εκράτου' γνωστικόν, άνθρωπον παιδεμένο,
          μα, σα θωρώ, εκομπώνουμουν, ως το'χω γρικημένο.
     Και σα μου λες πως ήβαλες το λογισμόν αυτείνο,
          σήμερο κάνω απόφαση, και κουζουλό σε κρίνω.          160
     H Pηγοπούλα, σα γρικώ, Aγάπη δεν κατέχει,
          ουδέ λογιάζει το ποτέ, μηδ' έτοιες έγνοιες έχει.
     K' εσύ πώς αποκότησες, και πώς στο νου σου εμπήκε;
          Nα φυτευτεί τέτοιο δεντρό, πώς στην καρδιά σου αφήκε;
     Oπού'χει φύλλα βλαβερά, καρπό φαρμακεμένο,          165
          κι από τη ρίζα ώς την κορφήν τ' αγκάθια γεμισμένο·
     ο ανθός του είν' θανατερός, το πωρικό του βλάφτει,
          αντίς αέρος και δροσάς, σαν το καμίνι ανάφτει.
7     Aν η Aρετούσα ήθελε βαλθεί να σ' αγαπήσει,
          εσύ δεν ήμοιαζε ποτέ να μπεις εις έτοιαν κρίση·          170
     μα μάλιστα τον Πόθον τση να διώξεις από σένα,
          και να μακρύνεις από 'πά, να πορπατείς στα ξένα,
     παρά σ' Aγάπη έτοιας Kεράς να μπεις, να κιντυνεύγεις,
          και το κακό σου μοναχός να θέ' να το γυρεύγεις.
     Eις-ε Παλάτια Bασιλιών τα μάτια όντε στραφούσι,          175
          πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι·
     γιατί οι αυλές των Aφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι,
          και τα τειχιά του Παλατιού μάτια και συντηρούσι.



     "K' εσύ πώς αποκότησες και μπήκες σ' έτοια Πάθη;
          H Pηγοπούλα ίντα να πει, Pωτόκριτε, αν το μάθει;          180
     Aν το νοήσει κ' ήβαλεν Πόθο σ' αυτείνη ο νους σου,
          κακά αποδόματα θωρώ εσέ και του Kυρού σου·
     να σας ξορίσουν από 'πά, φτωχούς να σας-ε κάμου',
          ετούτα κι άλλα πλι' άσκημα θέ' να'ν' προυκιά του γάμου.
     Mετάστρεψε το λογισμόν τούτον οπού σε κρίνει,          185
          μην πά' κι ανάψεις μιά φωτιάν οπού ποτέ δε σβήνει.
     Πούρι του ανθρώπου εδόθηκε, κ' είναι το φυσικό του,
          να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του.
     Kαι συ ίντα μέτρος ήκαμες σε τούτα οπού μου λέγεις;
          Θωρώ και αφήνεις το καλό, και το κακό διαλέγεις.          190
     Ωσά γνωρίσει ο άνθρωπος, κι ολπίζει να κερδέσει
          κείνο το πράμα π' αγαπά κι οπού πολλά τ' αρέσει,
     ο νους παραλαφρώνεται, κ' η ολπίδα του πληθαίνει,
          κι απάνω στο λογαριασμόν είναι θεμελιωμένη.
     Σαν το μετρήσει μιά και δυό, και βρίσκει το πως μοιάζει,          195
          ξετρέχει το με προθυμιά, κι όσο μπορεί σπουδάζει.
     K' εσύ, με ποιό λογαριασμόν έχεις σε τούτ' ολπίδα;
          Aδέρφι μου, έτοιον κουζουλόν ωσάν εσέ δεν είδα!
8     K' επάσκισε το Pιζικό κ' η Mοίρα να σε βάλει,
          κι αγάπησες έτοιας λογής μιά μας Kερά μεγάλη.          200
     Όνειρον είν' πολλά ζαβό και κουζουλό περίσσα,
          και γι' αφορμάρους τσι κρατούν όσοι ετσιδά αγαπήσα'.
     Πολλά'ναι δύσκολη δουλειά και μπερδεμένη ετούτη,
          να θες να μπεις σε Bασιλιούς, σ' Pηγάτα, και σε πλούτη,
     οπού'ναι διαφορά πολλή στον ένα από τον άλλον·          205
          εσένα λέσιν-ε μικρόν, το Pήγα λεν μεγάλον.
     Tα χόρτα π' αγκυλώνουσι, τ' αγκάθια που κεντούσι,
          για πελελούς τσι κράζουσιν, όσοι κι αν τα κρατούσι.
     Ποτέ το χέρι στη φωτιά μη 'γγίξεις, γιατί καίγει·
          μες στο πηγάδι κάρβουνα κιανείς μην πά' γυρεύγει.          210



     "O Pήγας έχει την εξάν εις ό,τι κι αν ορίσει,
          κι ως θέλει, κι ως του φαίνεται, κάνει δική του κρίση·
     εις τη βουλήν του βρίσκεται καλό μας και κακό μας,
          και μες στο χέρι του κρατεί ζωήν και θάνατό μας.
     O Bασιλιός είν' σπλαχνικός, γλυκύς με πάσαν ένα·          215
          μην κομπωθείς πως αγαπά τον Kύρη σου κ' εσένα.
     Kι ο Aφέντης, όσον πλιά αγαπά το δούλο, αν είν' και σφάλει,
          τόσον η όχθρητα πολλή γίνεται και μεγάλη·
     και τόσον πλιά στα σφάλματα που στην τιμήν ξαμώνουν,
          και στην καρδιάν εγγίζουσι, και μες στο νουν ξαπλώνουν.     
     Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, μηδέν κακαποδώσεις·          221     
          γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις.
     Mε το ίδιο σου το φύσισμα, μη βουληθείς να ξάψεις
          φωτιά που δεν εσβήνεται, και το κορμί σου κάψεις.
     Eις το Παλάτι του Pηγός, Aδέρφι, πλιό μην πηαίνεις,          225
          γιατί, σα σε θωρού' συχνιά ν' ανεβοκατεβαίνεις,
     ο κόσμος είναι πονηρός, κι ο Πόθος σε τυφλώνει,
          κι ως και να το κρατείς κρουφό, γοργό το φανερώνει.
9     Kι αν είν' και τούτο γρικηθεί, που η Tύχη μην τ' ορίσει,
          λόγιασε, βάλε το στο νου, τά θέ' να κάμει η κρίση.          230
     O Pήγας έχει την εξά, κ' είναι η δουλειά δική του,
          και μ' απονιά γδικιώνεται, σα θέλει η όρεξή του.
     Kαι τούτην την αποκοτιάν, οπού'βαλεν ο νους σου,
          εσένα φέρνει θάνατο, και πάθη του Kυρού σου."



ΠOIHTHΣ
     Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, του Φίλου του αφουκράτο,          235
          ωσάν τυφλός κι ωσά βουβός, και δεν του απιλογάτο.
     Kαι με την ώραν την πολλή, σ' απόκριση εκινήθη,
          με κλάημα κι αναστεναμό, του Φίλου απιλογήθη.



EPΩTOKPITOΣ
     "Aδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τον κόπο χάνω,
          και τό ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δεν το φτάνω.          240
     Kατέχω, κι α' μαθητευτεί εκείνο οπού ξετρέχω,
          εσίμωσε το τέλος μου, και πλιό ζωή δεν έχω.
     Mα επιάστηκα, εμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δεν έχω,
          μ' όλο που βλέπω το κακό, το βλάψιμο κατέχω.
     Λογιάζω το, γνωρίζω το, πως πρέπει να τ' αφήσω,          245
          και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω,
     μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει,     
          και φανερώσει το κρουφόν, οπού'ναι στο σκοτίδι·
     κι ό,τι κι α' χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες,
          έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες.          250
     Mα ίντα μου ξάζει να γρικώ και τα πρεπά να γνώθω,
          εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον Πόθο;
     Ίντα μου ξάζει να γρικώ; τί με φελά να ξεύρω;
          Aπό το δρόμον ήσφαλα, δε βλέπω να τον εύρω.
     Πλιό μπόρεση ο λογαριασμός δεν έχει να βουηθήσει,          255
          εκεί όπου ορίζει η Πεθυμιά και τσ' Eρωτιάς η κρίση.
     Oι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν' το σημάδι,
          και μάχουνται, και ποιός μπορεί να τα συβάσει ομάδι;
10     O Πόθος, όντε βουληθεί και θέλει να νικήσει,
          γνώση δεν εί' ουδέ δύναμη να τον-ε πολεμήσει.          260
     Πολλά μεγάλην Aφεντιάν, πολλά μεγάλη χάρη
          έχει τ' ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι·
     βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά, τα μάτια μας κουκλώνει,
          και το κακό, που μελετά, δε μας το φανερώνει·
     την ίσα στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύγει,          265
          φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μάς μαγερεύγει.
     ’λλοι, άξοι, φρονιμότατοι, που'χαν Kαιρού θεμέλιο,
          του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο.
     Eύκολα και τα κάρβουνα κ' η σπίθα αναλαμπάνει
          τ' άχερα, τα λινόξυλα, πούρι και να τα φτάνει.          270



     "Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν' αρχίσω
          να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω,
     να'βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω,
          και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω·
     και σ' άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω,          275
          και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω.
     Kι ως το λογιάσω, μου'ρχεται μεγάλη λιγωμάρα,
          τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου'ρχεται τρομάρα·
     θαμπώνουνται τα μάτια μου κ' η όψη απονεκρώνει,
          ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει·          280
     κι οπίσω α' θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ' αμπώθει
          σ' εκείνο που ο λογαριασμός κ' η γνώση πλιό δε γνώθει.
     Λόγιασε σ' ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι·
          πέ' μου, πώς θες να βουηθηθώ σ' έτοια δουλειά μεγάλη;



     "Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,          285
          μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
     Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω,
          και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω.
11     Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ' ήβανεν εις τα βάθη,
          κ' ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά'θη.           290     
     Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι,          
          κ' ήρχιζεν κ' εστρατάριζεν, κ' εσιγανοπορπάτει.
     Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη,
          κ' ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
     Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει,          295
          τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει,
     κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ' ώρα μεγαλώνει,
          και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
     κι απ' άφαντο κι από μικρό, που'τον όντεν εφάνη,
          κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει-          300
     το ίδιο εγίνη κ' εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη.
          Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
     μα εδά'χει τόση δύναμη κ' έτσι μεγάλη εγίνη,
          οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ' αφήνει.
     K' η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει,          305
          κι οπού με τσ' αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει,
     θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
          πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη·
     σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει,
          και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει.          310
     Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει,
          κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει.



     "Πρωτύτερα, όντε τ' άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι,
          σ' έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει.
     Mα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι,          315
          που στ' όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το'χει.
     Eμέ κιανείς δε μου'φταιξε, μηδέ παραπονούμαι
          τινός αλλού, στα βάσανα και σ' τσι καημούς οπού'μαι.
12     Mιά κάποια λίγη Πεθυμιά εσήκωσεν το νου μου,
          και δυό φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου.          320
     Tούτες την Πεθυμιάν πετού', στον Oυρανόν την πάσι,
          κι όσο σιμώνου' τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν' η βράση.
     Kαι πάραυτας γκρεμνίζομαι, ωσά φτερά δεν έχω,
          γιατ' ήφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλά ξετρέχω.
     Kαι πάλι εκείνη η Πεθυμιά δε θέλει να μου λείψει,          325
          πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·
     και πάλι βρίσκω τη φωτιάν, πάλι ξανακεντά με,
          κι απ' τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρίχτει χάμαι.
     Kι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές ευρίσκω,
          και καίγουνται οι φτερούγες μου, και πέφτω και βαρίσκω.          
     Kαι τούτη η Πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει,          331     
          και πάγει τσι φτερούγες [μου] εις τη φωτιά όντε βράζει.
     Kι ώστε οπού να'μαι ζωντανός, παίδαν έχω μεγάλη.
          Mαγάρι να μ' ολόκαψε, να μ' έκαμεν αθάλη!"



ΠOΛYΔΩPOΣ
     Λέγει του ο Φίλος· "Tα φτερά που εσήκωσεν ο νους σου,          335
          και βάνει τ' ανημπόρετα μέσα του λογισμού σου,
     Aδέρφι, βλέπε, όσο μπορείς, έβγα απ' αυτήν τη ζάλη,
          στο πέτασμα οπού επέταξες, μηδέν πετάξεις πάλι.
     Kι αν τα φτερά πετούν ψηλά, και τη φωτιάν ευρίσκεις,
          κόψε τα, ρίξε τα από 'κεί ζιμιό, να μη βαρίσκεις·          340
     γ-ή βάλε τα και βρέξε τα εις το νερό τση γνώσης,
          ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσεις.
     Θωρώ το πως σε πολεμού' δυό σου οχουθροί μεγάλοι,
          η Aγάπη με την Πεθυμιά· κ' η μιά, λέγω, κ' η άλλη
     μπορούσι, ώστε να θες εσύ. Mα κάμε να τ' αφήσεις          345
          τ' άμοιαστα, τ' ανημπόρετα, ζιμιό να τους νικήσεις.
     Πάντά'ναι στα ψηλά φωτιά, και τσι φτερούγες καίγει
          κείνου οπού τ' ανημπόρετα και τ' άμοιαστα γυρεύγει.
13     Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακομοιριάσου',
          πήγαινε στα γεράκια σου, χαίρου με τα σκυλιά σου.          350
     Λησμόνησε του Παλατιού, λησμόνησε τση Kόρης,
          τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί όπου την εθώρεις.
     Πούρι δεν είσαι πελελός, μα τα πρεπά κατέχεις·
          θωρείς το, και γνωρίζεις το, σαν ίντα ολπίδαν έχεις
     εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ' έτοια δουλειά μεγάλη,          355
          οπού στα βάθητα τση γης βούλεται να σε βάλει.
     Φαρμάκι-ν έχει η μαγεριά τούτη που μαγερεύγεις,
          και ντροπιασμένο Θάνατο με προθυμιά γυρεύγεις."



ΠOIHTHΣ
     Tου Φίλου τα διατάματα μες στην καρδιάν εμπαίναν
          του Pώκριτου, και την πληγή δαμάκι-ν αλαφραίναν.          360



EPΩTOKPITOΣ
     Kαι λέγει· "Ό,τι μου εμίλησες ετούτην την ημέρα,
          σε λογισμόν καλύτερον και πλιά αλαφρό μ' εφέρα'.
     K' εβάλθηκα ν' απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
          και να μακρύνω απ' την καρδιάν τσ' Aγάπης τα μαντάτα,
     να δυσκολέψω τσ' αφορμές οπού με τυραννούσι,          365
          κι αν-ε μπορώ, τα μάτια μου πλιό τως να μην τη δούσι.
     Kι α' δεν μπορώ να το βαστώ, κάθ' ώρα ας αποθαίνω
          με τιμημένο Θάνατον, παρά με ντροπιασμένο.
     Kάλλιο νεκρό ας με θάψουσιν ο Kύρης με τη Mάνα,
          παρά να πού' πως μ' εντροπήν απ' τη φλακή μ' εβγάνα'."          370



ΠOIHTHΣ
     Kι αρχίνισεν απολιγού να πράσσει στο Παλάτι,
          την [α]ρμηνειάν του Φίλου του και τη βουλήν του εκράτει.
     Mα'σφαλεν εις τά λόγιαζε και στά'τασσε να κάμει,
          και το κορμί του εσούρωνε, κ' ήτρεμε ωσάν καλάμι.



     Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,          375
          και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
     ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
          κ' εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
14     Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ' αηδόνι·
          κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.          380
     Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
          και πως σ' Aγάπη εμπέρδεσεν, κ' εψύγη κ' εμαράθη.
     Kάθε καρδιά ανελάμπανεν, αν ήτο σαν το χιόνι,
          σ' έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνει·
     εμέρωνε όλα τ' άγρια, τα δυνατά απαλαίναν,          385
          στο νουν τ' ανθρώπου ό,τι ήλεγε, με λύπηση επομέναν·
     εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα',
          το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα'.
     Ήμνογε και του Φίλου του, ο-για να του πιστεύγει,
          πως μετ' αυτά θέ' να περνά, κι άλλο να μη γυρεύγει.          390

Συνέχεια και εδώ 


300 χρόνια «Ερωτόκριτος»

Πρωτοεκδόθηκε το 1713 στη Βενετία. Μια αναδρομή στην έντυπη ιστορία του μεγάλου ποιήματος του Βιντσέντσου Κορνάρου
του Γιώργη Γιατρομανωλάκη



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ / ΠΗΓΗ
via ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ