Τό τῆς καρδίας ταξείδι πρός τό θεῖον




τοῦ
Κυρίλλου Κεφαλοπούλου
Ἀρχιμανδρίτου *




Σὲ αὐτὸ τὸ ταξίδι ἡ καρδιὰ θὰ περάσει ἀπὸ διάφορες φάσεις. Στὴν πρώτη φάση ἡ καρδιὰ ὑπερβαίνει τὴν πεπτωκυία φύση καὶ τὴν ὑποδούλωση στὰ πάθη, καὶ ἀνέρχεται σταδιακὰ τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν (κάθαρση). Στὴν δεύτερη φάση ἡ καρδιὰ προσηλώνεται στὸν Θεό, περνάει στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, καὶ στὴν τρίτη φάση, ἡ καρδιὰ κεκαθαρμένη πλέον ἀπὸ πάθη καὶ λογισμούς, φθάσει στὴν μυστικὴ ἕνωση μὲ τὸν Θεό.
Μόνον μία καθαρὴ καρδιά, ἀκηλίδωτη ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κοσμικὲς μέριμνες, καθίσταται ὁ καθρέπτης τοῦ Θεοῦ καὶ ἀντανακλᾶ τὶς θεϊκὲς ἀρετές. Ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς περιγράφει αὐτὲς τὶς τρεῖς φάσεις, ποὺ πρέπει νὰ περάσει ἡ καρδιὰ γιὰ νὰ συναντήσει καὶ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό: "ἀπὸ τὰ τρία στάδια, τὸ πρῶτο εἶναι τῶν ἀρχαρίων, ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώξουν νὰ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές. Στὴν ἀρχὴ στέκεται ἡ πίστη, στὸ τέλος ἡ ἀγάπη, ποὺ συγκεντρώνει ἐν ἑαυτῇ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν γνώση (ἐνν. τὴν μυστικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ- θεωρία). Τὸ τελικὸ στάδιο εἶναι ἡ μυστικὴ γνώση... αὐτὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἔκσταση τῆς ἀγάπης, ποὺ παραμένει ἀμετακίνητη, σταθερὰ προσηλωμένη στὸν Θεό. Ἔχει φθάσει στὴν κατάσταση τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου, τῆς μυστικῆς ἕνωσης μὲ τὸν Θεό".
Πρώτη φάση λοιπὸν εἶναι ἡ καρδιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη. Τὰ πάθη ἀποτελοῦν παρορμήσεις ἐσωτερικές, ἐνάντιες στὴν θέλησή μας, εἴτε ἐπιθυμίες ποὺ τὶς ἐπαναλαμβάνει ἡ καρδιὰ ὥστε νὰ καταστοῦν ἕξη, ἐξάρτηση, συνήθεια, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ. Οἱ Πατέρες ἀναφέρονται σὲ ὀκτὼ βασικά, κύρια πάθη, γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, ὀργή, λύπη, ἀκηδία, κενοδοξία, ὑπερηφάνεια, ἐκ τῶν ὁποίων ἐκπηγάζουν ἄλλα πάθη. Ὅταν ἡ καρδιὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ πάθη, ξεχνᾶ τὸν Θεό. Ἡ θεραπεία τῆς καρδιᾶς ἀρχίζει ὅταν μὲ πίστη ἀνοίγεται στὸν Θεὸ καὶ ἀρχίζει τὸν πνευματικὸ ἀγώνα της νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀρετές.
Δὲν εἶναι ὅλα τὰ πάθη κακά. Ὑπάρχουν τὰ λεγόμενα φυσικὰ πάθη (λ.χ. πεῖνα, δίψα, χαρά, φόβος,) ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν διατήρηση τῆς βιολογικῆς μας ὑπάρξεως. Ὅταν τὰ φυσικὰ αὐτὰ πάθη μεταβάλλονται σὲ ἀφύσικα πάθη, ποὺ δεσμεύουν τὴν καρδιὰ στὰ γήινα καὶ τὴν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό, ὑπάρχει πρόβλημα. Ἡ καρδιὰ ὀφείλει νὰ ἀγωνισθεῖ ἔναντι αὐτῶν, νὰ τὰ ἐλέγξει, νὰ τὰ περιορίσει, νὰ τὰ μεταβάλλει ἀπὸ γήινα πάθη σὲ πνευματικὲς ἐπιθυμίες.
Γράφει ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: "τὰ φυσικὰ πάθη γίνονται καλὰ σὲ ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται ὅταν, ἀποσυνδέοντας αὐτὰ ἀπὸ τὰ ζητήματα τῆς σαρκός, τὰ χρησιμοποιοῦμε, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὰ οὐράνια. Π.χ. μποροῦν νὰ μεταβάλλουν τὴν ὄρεξη σὲ πνευματικὴ ἐπιθυμία τῶν οὐρανίων πραγμάτων, τὴν ἡδονὴ (εὐχαρίστηση) σὲ ἁγνὴ χαρὰ πρὸς τὴν συνέργεια τοῦ νοῦ πρὸς τὶς θεῖες δωρεές, τὸν φόβο σὲ φροντίδα πρὸς ἀποφυγὴ μελλουσῶν ἀποτυχιῶν ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὴν λύπη πρὸς ἐπανόρθωση καὶ μετάνοια". Τότε ἡ καρδιὰ θὰ βρίσκει χαρὰ ὅσο θὰ προοδεύει πνευματικὰ καὶ θὰ γεύεται πνευματικὲς εὐλογίες.
Ἡ πρόκληση, ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ καρδιά, εἶναι μεγάλη. Ἡ καρδιὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὴν ἡδονὴ (εὐχαρίστηση), ποὺ προκαλοῦν τὰ πάθη, καταλήγουν ὅμως σὲ ὀδύνη, πόνο καὶ θλίψη, ποὺ γεννᾶ ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἡ καρδιά, ποὺ θέλει νὰ ἀνοιχθεῖ στὸν Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ ἀγωνισθεῖ κατὰ τῆς κυριαρχίας τῶν παθῶν,ποὺ τὴν ἐμποδίζουν νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Γιὰ νὰ ἀνοιχθεῖ ἡ καρδιὰ στὸν Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ σπάσει τὰ δεσμὰ τῆς ἡδονῆς τῶν παθῶν, ποὺ καταλήγουν στὴν ὀδύνη, τὴν θλίψη τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ δυσκολία, ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ καρδιὰ στὴν προσπάθειά της νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, εἶναι μεγάλη. Ἡ ρίζα τοῦ προβλήματος ἐντοπίζεται πολὺ νωρίς, στὸν Παράδεισο, ὅταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα προτίμησαν τὴν ἀπόλαυση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ. Ἔτσι, εἰσῆλθε στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀνυπακοὴ καὶ ἡ δουλεία στὰ πάθη. Τὰ κακὰ καὶ ἀφύσικα πάθη εἰσῆλθαν στὸν ἄνθρωπο, κατέκλυσαν τὴν καρδιά του, καὶ ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε ἕνας φαῦλος κύκλος μεταπτώσεων μεταξὺ ἐμπαθῶν ἀπολαύσεων, ποὺ ξεκινοῦν μὲ ἡδονὴ (εὐχαρίστηση) καὶ καταλήγουν σὲ θλίψη καὶ πόνο (ὀδύνη).
Ἀπὸ τότε ἡ καρδιὰ εἶναι διχασμένη μεταξὺ τῶν ἐμπαθῶν καὶ πονηρῶν ἐπιθυμιῶν, καὶ τῆς ἐπιθυμίας νὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεό. Ὅσο ἡ καρδιὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἐλέγξει τὰ πάθη, ξεχνᾶ τὸν Θεὸ καὶ καταλήγει πνευματικὰ ἀνισόρροπη καὶ προβληματική, φοβισμένη, ἀνελεύθερη, ἐξαρτημένη.
Ὅταν ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεό, δέχεται τὴν ἐπίδραση τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐνοικεῖ σὲ αὐτήν, ἐργάζεται μέσα της, γλυκαίνει καὶ μαλακώνει τὴν καρδιά, ὥστε νὰ γίνει δεκτικὴ στὶς θεῖες δωρεὲς καὶ ἀρετές. Ὅταν ἀνοίγεται ἡ καρδιὰ στὸν Θεό, ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀποκτᾶ τὶς ἀρετές. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἰσέρχεται στὴν καρδιά, τὴν μαλακώνει ὥστε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὸ κάλεσμα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἡ καρδιὰ γίνεται ὑπάκουη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δέχεται τὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν προσπάθεια τῆς ἀπόκτησης τῶν ἀρετῶν.
Ἡ καρδιά, γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ ἀπὸ τὴν προσβολὴ τῶν παθῶν, πρέπει νὰ ἀντισταθεῖ στὴν προσβολὴ τῶν κακῶν λογισμῶν. Αὐτὸ εἶναι πολὺ κρίσιμο σημεῖο στὸν πνευματικὸ ἀόρατο πόλεμο, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ποὺ διεξάγει ἡ καρδιὰ ἐναντίον τῶν παθῶν. Οἱ νηπτικοὶ Πατέρες περιγράφουν αὐτὴν τὴν διαδικασία περίπου ὡς ἑξῆς: ὁ Σατανᾶς βάζει στὸ μυαλὸ μία ἁμαρτωλὴ σκέψη, ἕναν πονηρὸ λογισμό, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη προσβολή. Ὅμως αὐτὸς ὁ λογισμός, τὸ σπέρμα τῆς ἁμαρτίας, δὲν εἶναι ἀκόμη ἁμαρτία. Γιὰ νὰ τελεσθεῖ ἡ ἁμαρτωλὴ πράξη ποὺ ὑποκινεῖται ἀπὸ τὴν προσβολὴ τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ, πρέπει νὰ συγκατατεθεῖ τὸ μυαλὸ (ὁ νοῦς), νὰ κατέλθει ὁ πονηρὸς λογισμὸς στὴν καρδιά, νὰ παραμείνει, νὰ καλλιεργηθεῖ, ὥστε νὰ προκληθεῖ σύγχυση, σκοτισμὸς τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀνάμειξη ἀγαθῶν καὶ πονηρῶν λογισμῶν. Τότε ὁ Σατανᾶς ἔχει πετύχει τὸν σκοπό του, ἔχει σπείρει στὴν καρδιὰ τὴν ἀνησυχία καὶ τὴν ἀγωνία τῶν λογισμῶν, ποὺ καταλήγουν σὲ πάθη καὶ ὑλοποίηση τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεό, κυριαρχεῖται ἀπὸ θεοφιλεῖς, εἰρηνικοὺς λογισμούς, καὶ ἡ ἴδια γαληνεύει. Ὅταν ὅμως ἡ καρδιὰ ἀνοίγει εἴσοδο στοὺς πονηροὺς λογισμούς, ποὺ ὑποβάλλει ὁ Σατανᾶς, τότε ἀπὸ ἁγία γίνεται ἀγρία, γεμάτη σκότος, ταραχὴ καὶ ἀναστάτωση. Αὐτὸν τὸν διχασμὸ τῆς καρδιᾶς μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἀντιστρατεύεται ὁ σαρκικὸς νόμος τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία πολλὲς φορὲς ἐνάντια στὴν καλή του προαίρεση, περιγράφει μὲ πολλὴ παραστατικότητα ὁ Ἀπ. Παῦλος (Ρωμ. 7:15-25).
Πρωταρχικὴ ὑποχρέωση τῆς καρδιᾶς, ἂν θέλει νὰ προχωρήσει στὴν πνευματικὴ ζωή, εἶναι νὰ ἀπορρίψει τὸν πονηρὸ λογισμὸ ἀμέσως μόλις ἐμφανισθεῖ. Ἡ "φυλακὴ τοῦ νοὸς" (=φύλαξη τοῦ νοῦ), ἡ νήψη, ἡ ἀντίρρηση στὴν προσβολὴ τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἡ καρδιακὴ προσευχὴ (ἡ νοερὰ προσευχὴ) ἀποτελοῦν τοὺς τρόπους, ποὺ συνιστοῦν οἱ νηπτικοὶ Πατέρες, οἱ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου καὶ τῆς πνευματικῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ὥστε ἡ καρδιὰ νὰ μὴ ὑποκύψει στὰ πάθη.
Ὅταν ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεό, συνηθίζει, μαθαίνει νὰ ζεῖ
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐργάζεται τὶς ἀρετές. Ὅταν ὅμως ἡ καρδιὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ πάθη, συνηθίζει νὰ τὰ ὑποθάλπει, νὰ τὰ ἐπιθυμεῖ, νὰ τὰ τροφοδοτεῖ, νὰ φοβᾶται νὰ ζήσει χωρὶς τὴν ἡδονή, ποὺ προσφέρουν τὰ πάθη, νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὴν ἀναταραχὴ ἀπὸ τὶς ὀδυνηρὲς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας. Μία τέτοια καρδιὰ εἶναι πλήρως ὑποταγμένη καὶ ὑποδουλωμένη στὸν πονηρό, ἁλυσοδεμένη μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες. Ζεῖ μία ζωὴ ἐγκόσμια, γεμάτη μέριμνες, ἄγχος, φοβίες, χωρὶς Θεό. Τὰ πάθη καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ ἀποτελοῦν τὴν πηγὴ τοῦ ἄγχους καὶ τὴν αἰτία τῆς κατάθλιψης στοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ὅμως ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεό, μεριμνᾶ πλέον πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὸν κόσμο. Ἀποζητεῖ πλέον τὰ πνευματικά, καθὼς σταδιακὰ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ψυχικὴ ἐπιβάρυνση, ποὺ τῆς προξενοῦν τὰ πάθη, αἰσθάνεται ἐλεύθερη, ἀνάλαφρη, καθὼς ἔχει φθάσει στὴν κατάσταση, ποὺ προσευχόμαστε στὴν Θ. Λειτουργία: "πᾶσαν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν".
Ἡ ἀπόθεση, ἡ ἀπομάκρυνση τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, ποὺ συμπνίγουν τὴν καρδιά, καὶ ἡ ἐναπόθεση τῶν πάντων μὲ ἐλπίδα καὶ πίστη στὸν Θεό, βοηθοῦν τὴν καρδιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ βαρίδια τῶν παθῶν καὶ νὰ ἀνέλθει ἀνάλαφρη πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ. Ἂς προσέξουμε αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶναι σημαντικὸ στὴν πνευματική μας ζωή.
Τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς στὸν Θεὸ ξεκινάει πρωτίστως ἀπὸ τὴν πίστη. Τὸ θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίστη. Ἡ καρδιὰ βαθαίνει στὴν πίστη, ὅταν μὲ εὐλάβεια ἐνθυμεῖται τὸν Θεὸ καὶ ἐπικαλεῖται τὸ Ὄνομά Του. Οἱ Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι γράφουν σχετικῶς: "ἡ ἀρχὴ κάθε θεοφιλοῦς πράξεως εἶναι ἡ ἐπίκληση μὲ πίστη τοῦ σωτηρίου ὀνόματος τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ Ἴδιος εἶπε, 'χωρίς Ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε' (Ἰω. 15:5)... πρέπει νὰ βιάζουμε ἑαυτοὺς ἐν παντὶ τρόπῳ νὰ ζοῦμε, ἀναπνέουμε, κοιμόμαστε, ξυπνᾶμε, τρῶμε καὶ πίνουμε μαζὶ μὲ Αὐτὸν καὶ ἐν Αὐτῷ".
Αὐτὴ ἡ πίστη στὸν Χριστὸ σὲ ὅ,τι κάνουμε εἶναι θεμελιώδης στὴν πορεία, ποὺ κάνει ἡ καρδιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἐγείρονται ἄγρια. Προτοῦ νὰ ἐγερθοῦν τὰ πάθη, ἡ καρδιὰ πρέπει νὰ προλάβει νὰ τὰ ἀντιμετωπίσει ἐπικαλούμενη μὲ πίστη τὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ (νοερὰ καρδιακὴ προσευχή). Τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ συνεργεῖ καὶ ἐπενεργεῖ στὴν καρδιά, ἐνδυναμώνοντας τὴν θέλησή της νὰ περικόψει τὰ πάθη. Ὅταν στὴν καρδιὰ ἀνθίζει μία τέτοια πίστη, ποὺ αὐξάνει μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, τόσο περισσότερο ἡ καρδιὰ ἀνοίγεται στὸν Θεὸ καὶ αἰσθάνεται τὴν παρουσία Του. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἡ καρδιακὴ προσευχή, βοηθοῦν νὰ αὐξηθεῖ ἡ πίστη καὶ ἡ καρδιὰ νὰ προχωρήσει πνευματικά.

* Απόσπασμα από την επιφυλλίδα του
«ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΓΕΤΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ»




Η αποκατάσταση της δημοκρατίας




Γ.Α Ράπτη




Ο Θηραμένης, λοιπόν, μ' αυτόν τον τρόπο πέθανε. Και οι Τριάντα, επειδή πια ήταν ελεύθεροι να κυβερνούν χωρίς φόβο, απαγόρευσαν σ' όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη και τους έδιωχναν ακόμη κι απ' τα χωράφια τους, για να τα οικειοποιηθούν αυτοί κι οι φίλοι τους. Καταφεύγοντας πολλοί στον Πειραιά και παίρνοντας μαζί τους κι άλλους πολλούς γέμισαν και τα Μέγαρα και τη Θήβα με προσφυγές.
Τότε ξεκίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και καταλαμβάνει το ισχυρό φρούριο Φυλή. Μια μέρα που είχε καλό καιρό, βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν μαζί με τους Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε και, αφού τραυματίστηκαν, έφυγαν άπρακτοι. Όταν οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό τους και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν, τη νύχτα και την άλλη μέρα χιόνισε πάρα πολύ. Αυτοί τότε υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη μέσα στη χιονοθύελλα, αφού αυτοί που ήταν στη Φυλή σκότωσαν πολλούς βοηθητικούς στρατιώτες τους. Επειδή κατάλαβαν ότι (οι επαναστάτες) θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες, αν δεν υπήρχε εκεί φρουρά, έστειλαν στα σύνορα, κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή, όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών. Αυτοί στρατοπέδευσαν σ' ένα δασωμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή.
Ο Θρασύβουλος στο μεταξύ, αφού είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες, νύχτα τους πήρε και κατέβηκε. Αφού απόθεσε τα όπλα σε απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά, περίμενε. Κατά τα ξημερώματα, όταν οι φρουροί τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, μακριά από τον οπλισμό τους, και οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ' άλογα, οι άνδρες του Θρασύβουλου πήραν τα όπλα και όρμησαν κατεπάνω τους τρέχοντας· μερικούς τους έπιασαν αιχμαλώτους και όλους τους άλλους, που το έβαλαν στα πόδια, τους κυνήγησαν ως έξι με εφτά στάδια και σκότωσαν από τους βαριά οπλισμένους περισσότερους από εκατόν είκοσι και από τους ιππείς το Νικόστρατο, που τον έλεγαν «ωραίο», κι άλλους δύο που τους έπιασαν στα κρεβάτια τους. Αφού γύρισαν πίσω και έστησαν τρόπαιο και μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους, επέστρεψαν στη Φυλή. Οι ιππείς που ήρθαν από την πόλη για ενίσχυση δεν είδαν κανέναν εχθρό μπροστά τους και, αφού έμειναν εκεί μέχρι που οι συγγενείς παρέλαβαν τους νεκρούς τους, ξαναγύρισαν στην πόλη.
Έπειτα απ' αυτό οι Τριάντα τύραννοι, επειδή έκριναν ότι η θέση τους ήταν επισφαλής, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να τους είναι καταφύγιο σε ώρα ανάγκης. Πήγαν, λοιπόν, εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι από τους Τριάντα. Έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό και κάνοντας επιθεώρηση στους ιππείς τους, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους. Κάθε απογραφόμενος (είπαν) να βγαίνει από τη μικρή πύλη προς τη θάλασσα. Στην παραλία είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά της πύλης τους ιππείς, κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν. Αφού όλοι τους είχαν συλληφθεί, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο και τους υπόλοιπους ιππείς. Κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε: «Το καθεστώς, φίλοι μας, δεν το οργανώνουμε μόνο για το καλό μας, αλλά και για το δικό σας καλό. Όπως, λοιπόν, θα έχετε μερίδιο στις τιμές, έτσι πρέπει να συμμετέχετε και στους κινδύνους. Πρέπει, επομένως, να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, για να έχετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας». Και, αφού τους έδειξε κάποιο σημείο, τους διέταξε να ψηφίσουν εκεί φανερά. Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο με οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· εξάλλου, για όσους πολίτες μοναδικό μέλημα ήταν το συμφέρον τους, όλα αυτά δεν τους ενοχλούσαν.
Μετά απ' αυτά ο Θρασύβουλος, αφού πήρε τους άνδρες του από τη Φυλή, που είχαν γίνει περίπου χίλιοι, έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το έμαθαν αυτό οι Τριάντα, βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν με τους Λάκωνες, τους ιππείς και τους βαριά οπλισμένους στρατιώτες. Έπειτα προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί στον Πειραιά. Οι επαναστάτες από τη Φυλή επιχείρησαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι η κυκλωτική κίνηση του Πειραιά, καθώς ήταν μεγάλη, χρειαζόταν πολύ στρατό ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί, αφού πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά, πρώτα παρατάχτηκαν έτσι, ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο. Το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές ασπίδων. Μ' αυτό τον σχηματισμό άρχισαν να ανηφορίζουν.
Οι επαναστάτες από τη Φυλή έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος. Πίσω τους πήραν θέση και οι πελταστές κι ελαφρύ πεζικό, οπλισμένο με ακόντια, και ακόμα πιο πίσω οι οπλισμένοι με πέτρες. Αυτοί ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι. Ενώ προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του να αποθέσουν τις ασπίδες τους, και κάνοντας κι αυτός το ίδιο αλλά κρατώντας τ' άλλα όπλα του, στάθηκε στο κέντρο τους και είπε:
«Άνδρες συμπολίτες, σ' άλλους από σας θέλω να πω και σ' άλλους να θυμίσω ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που πριν από τέσσερις μέρες νικήσατε, αφού τους τρέψατε σε φυγή, και στο αριστερό άκρο τελευταίοι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα, αυτοί δηλαδή που χωρίς να φταίμε σε τίποτε μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κι έκαναν προγραφές των πιο αγαπητών μας προσώπων. Τώρα, όμως, τους έλαχε αυτό που οι ίδιοι ποτέ δεν το περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν. Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι κρατώντας και εμείς όπλα.
Οι θεοί, πάλι, επειδή μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην αγορά, κι επειδή μας εξόριζαν όχι μόνο αναίτια αλλά δίχως καν να βρισκόμαστε στην πόλη, είναι τώρα φανερά σύμμαχοί μας. Γιατί, μέσα στο καλοκαίρι προκαλούν κακοκαιρία, την ώρα που μας συμφέρει, και όταν κάνουμε επίθεση, λίγοι εμείς εναντίον πολλών, μας αξιώνουν να υψώνουμε τρόπαια νίκης· και να τώρα μας έφεραν σε τοποθεσία, όπου αυτοί δε μπορούν, επειδή είναι ανηφόρα, ούτε δόρατα ούτε ακόντια να ρίξουνεναντίον αυτών που βρίσκονται παρατεταγμένοι ψηλά, ενώ εμείς από τα ψηλότερα μέρη θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ' ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι τουλάχιστον με τις πρώτες σειρές τους θα χρειαζόταν να πολεμήσουμε ίσοι προς ίσους. Τώρα όμως, αν εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δε θα αστοχήσει, καθώς είναι γεμάτος ο δρόμος από δαύτους, αλλά αυτοί, προφυλαγόμενοι συνέχεια κάτω από τις ασπίδες τους, θα τρέπονται σε φυγή. Έτσι, θα μπορούμε να τους χτυπάμε, όπου θέλουμε, σα να είναι τυφλοί, και ορμώντας κατεπάνω τους να τους γκρεμίζουμε. Αλλά, άνδρες μου, αγωνιστείτε μ' αυτόν τον τρόπο, που ο καθένας σας θα αισθανθεί ότι σ' αυτόν περισσότερο οφείλεται η νίκη. Γιατί αυτή, αν θελήσει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά (σ' όσους υπάρχουν) και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι στ' αλήθεια, όσοι από μας ως νικητές αξιωθούν να δουν την ωραιότερη μέρα απ' όλες. Ευτυχισμένος θα είναι κι όποιος σκοτωθεί, γιατί κανένας, ακόμη και πλούσιος, δε θα αξιωθεί μνημείο τόσο λαμπρό. Όταν λοιπόν έρθει η ώρα, εγώ θα αρχίσω να τραγουδάω τον παιάνα. Και αφού επικαλεστούμε τον Ενυάλιο, τότε όλοι μαζί με μια καρδιά ας τιμωρήσουμε αυτούς τους ανθρώπους για όλες τις προσβολές που έχουμε υποστεί».
Αφού είπε αυτά και γύρισε προς το μέρος των εχθρών, περίμενε. Γιατί, ο μάντης συμβούλευε αυτούς να μην επιτεθούν, προτού σκοτωθεί ή τραυματισθεί κάποιος δικός τους· «κι όταν γίνει αυτό», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις που θα ακολουθήσετε, θα νικήσετε αλλά εγώ νομίζω ότι θα σκοτωθώ». Και δε διαψεύστηκε, αλλά, όταν πήραν τα όπλα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς, λες και τον οδηγούσε κάποια αόρατη μοίρα, και σκοτώθηκε και βρίσκεται θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού· οι άλλοι ωστόσο νικούσαν και καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι το ίσιωμα. Σ' αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνα κι από τους υπόλοιπους άνδρες του περίπου εβδομήντα. Οι νικητές πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, όμως κανενός πολίτη δεν αφαίρεσαν τους χιτώνες.
Αφού έγινε αυτό και έδωσαν, ύστερα από ανακωχή, τους νεκρούς για ταφή, πολλοί από τις δύο παρατάξεις, αφού πλησίασαν ο ένας τον άλλο, έπιασαν μεταξύ τους συζήτηση. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των μυστηρίων, που είχε και πολύ καθαρή φωνή, αφού επέβαλε στους άλλους σιωπή, είπε:
«Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια και σε θυσίες και στις λαμπρότερες τελετές, μαζί επίσης, έχουμε χορέψει και έχουμε σπουδάσει και έχουμε πολεμήσει και μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας. Στ' όνομα των θεών που προστατεύουν την οικογένεια, στ' όνομα των συγγενικών δεσμών και του συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου. Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους κλαίμε».
Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. Την άλλη μέρα οι Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.

ΞΕΝ Ελλ 2.4.1–2.4.23





Ὁ Ἀριστοτέλης καί ἡ ἐπιλογή τῆς Ἀκαδημίας





του
Γερασίμου Βώκου*



Όταν ο Αριστοτέλης έφθασε στην Αθήνα ήταν περίπου δεκαεπτά ετών. Βάσιμοι λόγοι μας κάνουν να υποθέτουμε ότι ο νεαρός Αριστοτέλης ανατράφηκε σε καλλιεργημένο περιβάλλον και εξοικειώθηκε από νωρίς με την επιστημονική γραμματεία της εποχής του. Από τους σημερινούς ερευνητές άλλοι εικάζουν ότι γνώριζε ήδη αρκετά έργα του Πλάτωνα, πράγμα που θα εξηγούσε και την επιλογή εκ μέρους του της Ακαδημίας για τη συνέχιση των σπουδών του, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως η επιλογή αυτή οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι η πλατωνική σχολή εξασφάλιζε την καλύτερη εκπαίδευση στην Ελλάδα. Πέρα όμως από τις εικασίες ως προς τα κίνητρα, παραμένει το ίδιο το γεγονός: ο Αριστοτέλης επιλέγει τον Πλάτωνα ενώ θα μπορούσε να προτιμήσει τον Ισοκράτη. Γιατί την εποχή εκείνη όσοι νέοι θέλουν να μορφωθούν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Ισοκράτη, δηλαδή ανάμεσα σε δύο αντίπαλες αντιλήψεις για την παιδεία και την εκπαίδευση. 



Τό φθόριον εἰς τὸ πόσιμον ὕδωρ




Χαραλάμπους Βασιλόπουλου
Αρχιμανδρίτου


 
Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος εἰς τὸ βιβλίον του ὑπὸ τὸν τίτλον «Κατὰ Ἀντιχρίστων» ἀπεκάλυπτε κατὰ τὴν δεκαετίαν τοῦ ̓70 ὅτι οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς μὲ τὸ φθόριον εἰς τὸ πόσιμον ὕδωρ ἤθελον νὰ καταστρέψουν τὴν γονιμότητα τῶν ἀνδρῶν καὶ νὰ ἀναπτύξουν τὰς ὁμοφυλοφιλικὰς τάσεις. Ἐκάλει δὲ τὸν Ὀρθόδοξον πιστὸν λαὸν εἰς διαρκῆ ἐπαγρύπνησιν καὶ ἔθετε δὲ ἐρωτήματα ὅπως: Μήπως σκοτειναὶ δυνάμεις προσπαθοῦν νὰ πλήξουν τὴν φυλήν μας καὶ ὀργανικῶς καὶ σωματικῶς παραλλήλως μὲ τὸν πνευματικὸν καὶ ἠθικὸν πόλεμον ἐναντίον μας; Ἔγραφε σχετικῶς




Ἡ γλῶσσα τοῦ Μ. Βασιλείου




 του
Κωνσταντίνου Τρυφωνίδη*


ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

 


Η γλώσσα στην υπηρεσία του αντιαιρετικού λόγου

Η γλώσσα της Καινής Διαθήκης και του κηρύγματος των πρώτων  μεταχριστιανικών αιώνων που ακολούθησαν οι χριστιανοί ιεραπόστολοι ήταν αυτή της κοινής ελληνιστικής. Αυτή ήταν η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας των ανθρώπων της εποχής. Ωστόσο, οι λόγιοι ήδη από τον πρώτο προχριστιανικό αιώνα, εξαιτίας της μελέτης και του θαυμασμού που έτρεφαν για τα αριστουργήματα της κλασικής εποχής, καλλιέργησαν και χρησιμοποίησαν την αττικίζουσα γλώσσα που μιμείται
την αττική διάλεκτο. Οι μορφωμένες τάξεις των εθνικών χειρίζονταν αυτή τη γλώσσα και βεβαίως όλοι αυτοί ανήκαν στον ειδωλολατρικό κόσμο. Επομένως, το ιδεολογικό και θρησκευτικό χάσμα που χώριζε τους
δύο κόσμους, χριστιανικό και εθνικό, καταγράφεται και στο γλωσσικό  επίπεδο, εφόσον οι χριστιανοί αδιαφορούσαν για τους γλωσσικούς αφορισμούς των αττικιστών, ενώ οι εθνικοί περιφρονούσαν και  απέρριπταν τη γλώσσα των χριστιανών.
Όταν το μήνυμα της νέας θρησκείας εξαπλώθηκε αρκετά, προέκυψε εκ των πραγμάτων η ανάγκη για μεταβολή του γλωσσικού  οργάνου της χριστιανικής γραμματείας, ώστε να μπορέσει να διεισδύσει και στις τάξεις των μορφωμένων ανθρώπων της εποχής. Οι Καππαδόκες πατέρες βιώνουν όλη αυτή την ένταση και καλούνται πρώτοι αυτοί να μεταπλάσουν το χριστιανικό κήρυγμα, καθώς αυτοί κατέχουν τη θύραθεν
παιδεία, όπως και οι εθνικοί. Η γνώση της ρητορικής θα τους εφοδιάσει με όλα εκείνα τα απαραίτητα εργαλεία που θα χρειαστούν στον απολογητικό τους λόγο και η γνώση της φιλοσοφίας θα τους οπλίσει στον αγώνα για τον καθορισμό και τη σαφή διατύπωση του δόγματος, καθιστώντας τους ανυπέρβλητα πρότυπα έως σήμερα.
Οι Καππαδόκες πατέρες με πρωτεργάτη τον Μ. Βασίλειο δεν συνέβαλαν μόνο στο διάλογο με τους εθνικούς, αλλά και με τους αιρετικούς με τα διάφορα αντιαιρετικά έργα τους, μέσα από τα οποία διαφαίνεται η φιλοσοφική και θύραθεν κατάρτισή τους. Άλλωστε, ας μην ξεχνούμε ότι στη συνάντηση της ελληνικής φιλοσοφίας με τη χριστιανική πίστη οφείλεται η πλούσια αιρετική παραγωγή του 4ου και 5ου αι. και, ως εκ τούτου, οι αιρετικοί δεν έκαναν τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από αυτό
που έκαναν και οι Καππαδόκες· μόνο που αυτοί απέτυχαν στη διατύπωση
και περιγραφή της χριστιανικής πίστης με φιλοσοφικούς όρους, αφού τους έλλειπε η βίωση της χριστιανικής αλήθειας.
Πέρα από την προσαρμογή του χριστιανισμού στον επικρατούντα γλωσσικό κώδικα της πνευματικής λογιοσύνης της ύστερης αρχαιότητας που είναι μπολιασμένος με τις κατακτήσεις της δεύτερης σοφιστικής, η αντιαιρετική και ελεγκτική συγγραφή έχει χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τη συνήθη πρακτική των περισσότερων λογοτεχνικών ειδών, όσο και άλλα που θα μπορούσαν να την κατατάξουν στα γενικά πλαίσια συγκεκριμένων κατηγοριών. Αυτό βεβαίως το κατέχει ο Βασίλειος και το διευκρινίζει στο έργο του Περί Πίστεως. Δικαιολογεί το διαφορετικό του ύφος στο συγκεκριμένο έργο από ότι στα αντιαιρετικά του συγγράμματα «διότι τότε μὲν αἱρέσεως ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς τοῦ διαβόλου μεθοδείας ἐσπουδάζετο, νῦν δὲ τῆς ὑγιαινούσης πίστεως ὁμολογία τε καὶ φανέρωσις ἁπλῆ πρόκειται. Οὐκοῦν οὔτε τοῦ λόγου χαρακτὴρ ὁ αὐτὸς ἡμῖν καὶ νῦν ἁρμόζει».
Επομένως, η μορφή του λόγου κάθε φορά συνειδητά διαμορφώνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καθίσταται κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερος, και με ακρίβεια γραμματικού, θα λέγαμε, διακρίνει τα λογοτεχνικά είδη, λέγοντας ότι « ἄλλο γὰρ εἶδος λόγου ἐλεγκτικοῦ, καὶ ἄλλο εἶδος λόγου παρακλητικοῦ».
Εάν τώρα θελήσουμε να διαπιστώσουμε σαφέστερα το είδος αυτό του λόγου και να το συσχετίσουμε με τα ρητορικά praecepta της εποχής, τα οποία είχε προσλάβει, οπωσδήποτε, ο Βασίλειος από τις σπουδές ή τις μελέτες του, θα λέγαμε ότι συγγενεύει ειδολογικά και υφολογικά με τον «πολιτικό» λόγο, που χαρακτηρίζεται ως «αγωνιστικός» και «δημοσθενικός». Από τα χαρακτηριστικά του πολιτικού λόγου ο Βασίλειος και οι άλλοι Καππαδόκες φαίνεται να προκρίνουν εκείνα της σαφήνειας και της εννοιολογικής καθαρότητας.
Ειδικότερα όσον αφορά την τριμερή διαίρεση του πολιτικού λόγου σε συμβουλευτικό, δικανικό και πανηγυρικό, ο αντιαιρετικός λόγος προσιδιάζει περισσότερο στο δικανικό, αν και περιέχει στοιχεία και από τις άλλες κατηγορίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του έργου του Βασιλείου Ἀνατρεπτικος τοῦ Ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσεβοῦς Εὐνομίου, όπου το δικανικό λεξιλόγιο κυριαρχεί και δικανικοί όροι, όπως δίκαιο, δικαστής, κατήγορος, έγκλημα, απολογία, συκοφάντης κ.α., χρησιμοποιούνται πάνω από 70 φορές! Για καλή μας τύχη, μας διασώζεται μια επιστολή του Μ. Βασιλείου στην οποία ο ίδιος ο λόγιος ιεράρχης μας δίνει τις βασικές αρχές που πρέπει να έχει ο αντιαιρετικός λόγος, σχολιάζοντας δύο βιβλία που του απέστειλε κάποιος πρεσβύτερος της Αντιόχειας, ονόματι Διόδωρος.
Ο Βασίλειος εκθειάζει το δεύτερο βιβλίο του Διοδώρου («τῷ μὲν δευτέρῳ ὑπερήσθην») για τη βραχύτητά του («οὐ διὰ τὴν βραχύτητα μόνον»), για την πυκνότητα των εννοιών του («ὅτι πυκνόν τε ἅμα ἐστὶ ταῖς ἐννοίαις»), την ευκρινή και ξεκάθαρη παρουσίαση των θέσεων των εναντίων και των προκρινόμενων απαντήσεων («εὐκρινῶς ἐν αὐτῷ ἔχουσιν αἵ τε ἀντιθέσεις τῶν ὑπεναντίων καὶ αἱ πρὸς αὐτὰς ἀπαντήσεις»), καθώς και το απλό και ανεπιτήδευτο λεξιλόγιο που αρμόζει σε χριστιανό που δεν κάνει επίδειξη, αλλά συμβάλλει στην ωφέλεια («τὸ τῆς λέξεως ἁπλοῦν καὶ ἀκατάσκευον πρέπον ἔδοξέ μοι εἶναι προθέσει χριστιανοῦ οὐ πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον ἢ κοινὴν ὠφέλειαν γράφοντος»).
Επομένως, η βραχύτητα, η σαφήνεια, η ευκρίνεια και το απλό και άνευ επιτηδεύσεως λεξιλόγιο είναι κυρίαρχα στοιχεία που οφείλει να έχει κάθε αντιαιρετικός λόγος. Αυτά, όμως, τα χαρακτηριστικά λείπουν από το πρώτο βιβλίο του Διοδώρου, που παρότι χαρακτηρίζεται από την ίδια δυναμική διαπραγμάτευση με το δεύτερο («τὴν μὲν δύναμιν ἔχον τὴν αὐτὴν ἐν τοῖς πράγμασι») είναι ποικιλμένο με διαλογική διάρθρωση, ποικίλα σχήματα λόγου και πολυτελές λεξιλόγιο («λέξει δὲ πολυτελεστέρᾳ καὶ σχήμασι ποικίλοις καὶ διαλογικαῖς χάρισι κεκομψευμένον»).
Δε διαθέτει βραχύτητα και ευκρίνεια («πολλοῦ μοι ἐφάνη καὶ χρόνου πρὸς τὸ ἐπελθεῖν καὶ πόνου διανοίας πρὸς τὸ καὶ συλλέξαι τὰς ἐννοίας») και η διαλογική μορφή διασπά τη σαφήνεια των εννοιών («διασπῶσι μὲν τὸ συνεχὲς τῆς ἐννοίας») και χαλαρώνει τον ελεγκτικό λόγο («τοῦ ἐναγωνίου λόγου τὸν τόνον ὑποχαυνοῦσιν»).
Ο Βασίλειος δεν απορρίπτει εντελώς τη διαλογική διαπραγμάτευση, αλλά αυτή προϋποθέτει το λογοτεχνικό χάρισμα του Πλάτωνα, που ακόμα και ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, που συνέγραψαν διαλογικά έργα, από αυτογνωσία απέφυγαν να τη χρησιμοποιήσουν στο πλάτος και στη διάσταση που τη χρησιμοποίησε ο Πλάτωνας («καὶ τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων οἱ τοὺς διαλόγους συγγράψαντες, Ἀριστοτέλης μὲν καὶ Θεόφραστος, εὐθὺς αὐτῶν ἥψαντο τῶν πραγμάτων, διὰ τὸ συνειδέναι ἑαυτοῖς τῶν Πλατωνικῶν χαρίτων τὴν ἔνδειαν»). Αυτοί είναι και οι λόγοι που τελικά ο επίσκοπος Καισάρειας δεν προκρίνει το πρώτο έργο του Διοδώρου ως κατάλληλο για το σκοπό που είχε γραφτεί. Με αυτή την επιστολή μας πληροφορεί εμμέσως, αλλά σαφώς, για τις αρχές και τα χαρακτηριστικά του αντιαιρετικού λόγου. Ας μη θεωρηθεί όμως από όλα αυτά ότι τελικά ο Βασίλειος περιφρονεί την απλή και ανεπιτήδευτη γλώσσα των Γραφών. Όπως ο ίδιος λέει για τη Γραφή: « Πρῶτον μὲν οὖν τῆς λέξεως τὸ ἰδιότροπον μηδένα σοι κινείτω γέλωτα, εἴπερ μὴ ἑπόμεθα ταῖς παρ’ ὑμῖν ἐκλογαῖς τῶν ῥημάτων, μηδὲ τὸ τῆς θέσεως αὐτῶν εὔρυθμον ἐπιτηδεύομεν. Οὐ γὰρ τορευταὶ λέξεων παρ’ ἡμῖν· οὐδὲ τὸ εὔηχον τῶν φωνῶν, ἀλλὰ τὸ εὔσημον τῶν ὀνομάτων πανταχοῦ προτιμότερον ». Και σε άλλο σημείο: «οὐκ ἐν τῇ ἐφευρέσει τῶν προσηγοριῶν ἡ σωτηρία ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν τῇ ὑγιεῖ περὶ τῆς θεότητος εἰς ἣν πεπιστεύκαμεν ὁμολογία»

Η μετάπλαση της φιλοσοφικής ορολογίας

Το κεφάλαιο αυτό εκ της φύσεώς του είναι πολύ μεγάλο και δυσπρόσιτο. Με το θέμα αυτό έχουν καταπιαστεί μύριοι μελετητές, ημέτεροι και ξένοι, αν και όχι πάντα με την αναμενόμενη επιτυχία. Εμείς εδώ θα θίξουμε το θέμα μόνο ακροθιγώς και στα κύρια σημεία, όπου έχουμε φιλοσοφική μετάπλαση και προσαρμογή ορολογίας στα χριστιανικά δεδομένα. Εξαρχής όμως, να τονίσουμε, ώστε να γίνει κατανοητό, ότι ο Βασίλειος εξαναγκάζεται να φύγει από την απλή ομολογία πίστεως και να υπεισέλθει σε φιλοσοφικού τύπου διατυπώσεις, προκειμένου να απαντήσει με τα ίδια όπλα στις προκλήσεις που δεχόταν η ορθοδοξία από τους αιρετικούς, οι οποίοι χρησιμοποίησαν κατά κόρον την ελληνική φιλοσοφία, για να περιγράψουν τα θεολογικά τους συστήματα. Πολλές φορές μάλιστα, κάτι που το βρίσκουμε μέχρι και στο Γρηγόριο Παλαμά, οι Καππαδόκες πατέρες προσλαμβάνουν τα ίδια γνωσιολογικά δεδομένα των αιρετικών, ώστε να αναιρέσουν εκ των έσω την πλανεμένη διδασκαλία τους, προτού ορθοτομήσουν το λόγο της αληθείας.
Εν προκειμένω, ο Βασίλειος αρχικά προκαλείται από τον Ευνόμιο, η διδασκαλία του οποίου επί της κοσμολογίας βασίζεται στη διερεύνηση των ονομάτων. Έτσι διακρίνει δύο είδη ονομάτων που για αυτόν σημαίνουν ότι υπάρχουν δύο είδη γνώσεως. Υπάρχουν, λοιπόν, τα ονόματα που δόθηκαν από τον άνθρωπο (κατ’ ἐπίνοιαν) και είναι απλά σύμβολα, συμβάσεις που προσδιορίζουν τα πράγματα, και ονόματα που παρέχουν αντικειμενική γνώση του πράγματος που αντιπροσωπεύουν. Η δεύτερη αυτή περίπτωση φαίνεται εμπνευσμένη από την πλατωνική διδασκαλία και συγκεκριμένα από τη στωική τροποποίηση των «σπερματικών λόγων».
Κατ’ αυτή τη θεωρία τα πράγματα έχουν ονόματα που δηλώνουν την πραγματική τους ουσία και φανερώνουν την ενέργεια ή δράση της ουσίας κάθε πράγματος. Επομένως, η διάκριση μεταξύ Πατρός και Υιού θεμελιώνεται στα ονόματα που χρησιμοποιούμε για αυτούς, αγέννητο για τον Πατέρα και γεννητό για τον Υιό. Οι λέξεις αυτές κατά τον Ευνόμιο προσδιορίζουν την ουσία του Πατρός και του Υιού και επειδή είναι διαφορετικές μεταξύ τους, έπεται ότι διάφορη είναι και η ουσία των προσώπων. Παρομοίως και το Πνεύμα αφού προέρχεται από τον γεννητό Υιό είναι κτιστό . Έτσι τακτοποιούσε ο Ευνόμιος την διάκριση των τριών θείων υποστάσεων, με τον αγέννητο άκτιστο Πατέρα, τον γεννητό από τον άκτιστο Υιό και το κτιστό από τον γεννητό Πνεύμα. Τα τρία όντα προήλθαν με διαφορετική ενέργεια που παράγει διαφορετικές ουσίες, η μία κατώτερη από την άλλη.
Ας μην ξεχνούμε ότι σε όλη την αρχαιοελληνική φιλοσοφία οι όροι ουσία και υπόσταση ταυτίζονται, και αυτό το βρίσκουμε ασφαλώς και στις απαρχές της λατινικής θεολογίας. Δεν θα υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες δογματικής φύσεως περισσότερο. Θα τονίσουμε όμως ότι και εδώ η απάντηση του Βασιλείου ξεκινάει καταρχάς από το σαθρό υπόβαθρο του ίδιου του μεθοδεύματος του Ευνομίου, όπως εξηγήσαμε και παραπάνω. Η επίνεια είναι νοητική διαδικασία του ανθρώπου, ο οποίος επινοεί πράγματα φανταστικά, αλλά περιγράφει και αναλύει επιπλέον τις ιδιότητες, τις όψεις κτλ υπαρκτών πραγμάτων που προσεγγίζονται δια της αισθήσεως.
Αν, λοιπόν, δεν προσδιορίζουν την ουσία τα ονόματα, τότε τί προσδιορίζουν; Ο Βασίλειος είναι κατηγορηματικός: «αἱ προσηγορίαι οὐχὶ τῶν οὐσιῶν εἰσιν σημαντικαί, ἀλλὰ τῶν ἰδιοτήτων, αἵ τὸν καθ’ ἔνα χαρακτηρίζουσιν». Και συνεχίζει λέγοντας ότι «ἐπὶ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ οὐχὶ οὐσίαν παρίστησι τὰ ὀνόματα, ἀλλὰ τῶν ἰδιωμάτων ἐστὶ δηλωτικά».
Επόμένως, οι διαφορές των ονομάτων (αγέννητος, γεννητός) δεν προσδιορίζουν τις διαφορετικές ουσίες, αλλά τις ιδιότητες και τις μεταξύ των προσώπων σχέσεις.
Αυτό το συμπέρασμα του Βασιλείου οδηγεί κατ’ ανάγκη σε μια θεμελιώδη διάκριση που αφορμάται από τις φιλοσοφικές καταβολές του Αριστοτέλη. Κατά τον Αριστοτέλη η «πρώτη ουσία» δηλώνει την ατομική ύπαρξη που διακρίνει τα ομοειδή όντα με βάση τα ατομικά χαρακτηριστικά (ιδιότητες), ενώ η «δεύτερη ουσία» είναι το κοινό υλικό υποκείμενο των ομοειδών όντων. Ο Βασίλειος προσαρμόζει αυτή την ορολογία στα χριστιανικά δεδομένα, προσδιορίζοντας ως «πρώτη ουσία»
την υπόσταση των προσώπων, ενώ τη «δεύτερη ουσία» την χαρακτηρίζει
απλά ουσία. Λέει χαρακτηριστικά: « ὅν ἔχει λόγον τὸ κοινὸν πρὸς τὸ ἴδιον, τοῦτον ἔχει ἡ οὐσία πρὸς τὴν ὑπόστασιν. Ἕκαστος γὰρ ἡμῶν καὶ τῷ κοινῷ τῆς οὐσίας λόγῷ τοῦ εἶναι μετέχει καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν ἰδιώμασιν».
Έτσι,λύθηκε το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού· ο άνθρωπος δεν γνωρίζει την ουσία της θεότητας, αλλά τα υποστατικά ιδιώματά της. Ο Βασίλειος διευκρίνισε και τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει αυτές τις διακρίσεις και τα χαρακτηριστικά της θεότητας. Λέει λοιπόν: « Ἡμεῖς ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσία αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Με αυτό τον τρόπο διασώζει και το απροσπέλαστο της θεότητας (άκτιστο) και επεξηγεί το πώς της γνώσης μας για το Θεό. Επομένως, η γνώση είναι εμπειρική και προέρχεται από τη μετοχή στην ενεργητική έκφανση του Θεού. Η μετοχή του Θεού στον κτιστό κόσμο είναι ενεργητική και άρα εμπειρικά προσπελάσιμη. Σε αυτό το σημείο ο Βασίλειος διαφοροποιείται από την προγενέστερη φιλοσοφική παράδοση και δίνει το στίγμα της χριστιανικής θεολογίας που έχει ως βάση του τη διάκριση κτιστού και ακτίστου.

* εκ της Διπλωματικής Εργασίας αυτού «Η στάση του Μεγάλου Βασιλείου έναντι αιρετικών και σχισμάτων», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Θεολογίας.



Ἡ ἐπιστολή του πατριάρχου Βαρθολομαίου πρός τόν Πάπαν Φραγκίσκον




Ες πιστολήν του πρός τόν Πάπαν Φραγκίσκον
Ο ΟΙΚ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΠΕΡΙ
ΔΙΗΡΗΜΕΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΝΤΙ
ΔΙΑ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ

Ποος τόν λέγχει πλέον ες τάς πράξεις καί τάς ποφάσεις
του πί τν θεολογικν Διαλόγων;



Οκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαος δέν τηρε πλέον οτε τά προσχήματα ες τήν προσπάθειάν του νά προχωρήση ες τήν νωσιν τν «κκλησιν» νευ ρων, προϋποθέσεων καί μετανοίας τν πλανεμένων-αρετικν χριστιανν. ρκε κάποιος κάποια νά μελετήση τήν πιστολήν, τήν ποίαν πέστειλε πρός τόν νέον Πάπαν κ. Φραγκίσκον, διά τήν θρονικήν ορτήν τς «κκλησίας» του. Ες τήν πιστολήν χι μόνον ποδέχεται τόν Πάπαν ς γιώτατον καί Μακαριώτατον κανονικόν μέλος τς κκλησίας (τς πρεσβυτέρας Ρώμης), λλά προχωρε να βμα περαιτέρω. Ποον εναι ατό; μιλε περί διηρημένης κκλησίας, ταν χομεν σχίσμα μέ τούς Παπικούς καί τό γνωρίζουν ατό κόμη καί τά παιδιά το Γυμνασίου.
ποφεύγει τήν λέξιν σχίσμα, διότι ατή ατομάτως παραπέμπει ες τήν αρεσιν. Τάς «κκλησίας» το Παπισμο, το Προτεσταντισμο και λλων αρετικν χριστιανν ποκαλε διηρημένας μέ τήν ρθόδοξον κκλησίαν, ν εναι αρετικαί. Εναι μως δυνατόν Οκουμενικός Πατριάρχης νά βαπτίζη τήν αρεσιν πλς διαίρεσιν μετά τς ρθοδόξου κκλησίας;
ταν Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος διετύπωσε παρομοίας θέσεις διά τό Βατικανόν πρξε μέγας θόρυβος ες τήν λλάδα καί στράφησαν ναντίον του ρχιερες, καθηγηταί Πανεπιστημίου τς Θεολογικς Σχολς, ρθόδοξοι δελφότητες διά τν ντύπων των καί «Ο.Τ.». καθηγητής τς δογματικς κ. Τσελεγγίδης το επε, γραπτς, πώς ν δέν νακαλέση άν πιμείνη ες τάς θέσεις του τότε δέν χει θέσιν ες τούς κόλπους τς εραρχίας καί θέσις του εναι κτός ρθοδόξου κκλησίας. πεκαλέσθη κ. Τσελεγγίδης καί σχετικήν πό
φασιν Ο κουμενικς Συνόδου. Σεβ. Μεσσηνίας δωσε τάς παραιτήτους διευκρινίσεις ες την εράν Σύνοδον καί τερματίσθη θόρυβος ναντίον του.
ν μως Σεβ. Μεσσηνίας πρεπε νά ερεθ κτός εραρχίας και κκλησίας διά τάς παλαιοτέρας θέσεις του περί διηρημένης κκλησίας, μέ τόν Οκουμενικόν Πατριάρχην τίθά πρεπε νά συμβ; Εναι δυνατόν Οκουμενικός Πατριάρχης νά ξαλείφη πό τό λεξιλόγιόν του τάς λέξεις: σχίσμα και αρεσις καί νά δίδη φεσιν μαρτιν καί νά μνηστεύη λας τάς αρέσεις καί τάς κακοδοξίας τν πλανεμένων «κκλησιν»; Εναι δυνατόν νά ξισώνη τό Φς καί την λήθειαν τς ρθοδοξίας μέ το σκότος καί τήν πλάνην; Τί κοινόν χει κκλησία μας μέ λας ατάς τάς νθρωπιστικάς καί πολιτικάς «κκλησίας»; Πιστεύομεν τι Οκουμενικός Πατριάρχης ες την προσπάθειάν του νά διασώση τους θεολογικούς Διαλόγους μετά τν Παπικν καί λλων πλανεμένων χριστιανν, χει πωλέσει τό μέτρον. λοι πιθυμομεν τόν Διάλογον καί τήν νωσιν, λλά χι μέ τον τρόπον, πού θέλουν Οκουμενικός Πατριάρχης καί ο διάφοροι «παπαγιάννηδες», ο ποοι σκανδαλίζουν πολλαπλς τόν πιστόν λαόν.
Δέν εναι δυνατόν νωσις νά γίνη ες βάρος τς ρθοδοξίας. Α στιγμαί εναι στορικαί. Ο πολιτικοί πρόδωσαν τό ρθόδοξον λληνικόν γένος, τήν Πατρίδα και τό θνος λόκληρον. Δέν θά νεχθμεν παρομοίαν προδοσίαν τς ρθοδόξου πίστεως πό τν διοικητικν κεφαλν τς κκλησίας μας.
Ατήν τήν στιγμήν φείλουν οἱ Ἐπίσκοποι τς λλάδος νά ποβάλλουν τόν διοικητικόν φόβον ναντι το Οκουμενικο Πατριάρχου καί τς μάδος μέ τήν ποίαν διοικε τό Φανάριον καί κατευθύνει τούς θεολογικούς Διαλόγους, καί να διακηρύξουν ετε δημοσίως ετε με πιστολάς τήν ντίθεσίν των ες την προδοσίαν τς πίστεως καί τήν ξίσωσιν τς ρθοδοξίας μέ τό σκότος κάστης αρέσεως, τήν ποίαν το Φανάριον ποκαλε κανονικήν «κκλησίαν». Ο Σεβ. Μητροπολται το Οκουμενικο θρόνου φείλουν νά ντιδράσουν. Ποία κκλησία, λήθεια, πηρετον, ταν ο Φαναριται καταφρονον ερούς Κανόνας, Οκουμενικάς Συνόδους, τυπικς παγγέλλουν τό Πιστεύω, το ποον μιλε διά μίαν γίαν, Καθολικήν καί ποστολικήν κκλησίαν; Α κκλησίαι γιναν πολλαί, συμφώνως πρός τό Οκουμενικόν Πατριαρχεον. ρα δέν πάρχει ἡ ἐκπεφρασμένη διά το «Πιστεύω» Μία, γία, Καθολική καί ποστολική κκλησία. πάρχει μόνον ες τά... χαρτιά. Τήν ατήν ντίδρασιν φείλουν νά χουν καί α κεφαλαί τν ρθοδόξων κκλησιν τν χωρν, α ποαι σαν πό κομμουνιστικόν ζυγόν. φείλουν νά ντιδράσουν καί διά να λλον λόγον:
Διότι μεθοδεύει τήν νωσιν μετά τν Παπικν ναγνωρίζων πολλάς πίστεις, πολλά χριστιανικά δόγματα, πολλά καί διαφορετικά δόγματα. Τέλος ναμένομεν τήν ντίδρασιν το γίου ρους, τό ποον τον τελευταον καιρόν δέν λαμβάνει θέσιν πί κρισίμων ζητημάτων.

πιστολή πρός τόν Πάπαν

Παραθέτομεν κατωτέρω τήν πιστολήν το Οκουμενικο Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου πρός τόν νέον Πάπαν κ. Φραγκίσκον, τόν ποον χαρακτηρίζει γιώτατον καί Μακαριώτατον Πάπαν τς πρεσβυτέρας Ρώμης, ποδέχεται τήν παπικήν προπαγάνδα περί ταπεινότητος καί πλότητος το νέου Πάπα (ντό Βατικανόν συγκλονίζεται πό νέα σκάνδαλα μοφυλοφιλίας και μαφιοκρατίας), τό θεωρε κανονικόν μέλος τς κκλησίας, το παραδίδει «μαθήματα» περί γίου Πνεύματος, ταν οτος ατοχαρακτηρίζεται μίθεος (λάθητος) και ποκλειστικός ντιπρόσωπος τοΧριστο πί τς γς. πιστολή χει ς κολούθως:

«Τ γιωτάτ κα ΜακαριωτάτΠάπ τς Πρεσβυτέρας Ρώμης Φραγκίσκ, ν Κυρί χαίρειν.

λογητς Θες κα Πατρ το Κυρίου μν ησο Χριστο, κατ τ πολ ατο λεος, ναγεννήσας μς ες λπίδα ζσαν δι ̓ ἀναστάσεως ησο Χριστο κ νεκρν, ες κληρονομίαν φθαρτον κα μίαντον κα μάραντον" (ΑΠετρ. α, 3-4), μολογομεν κα μες μετ Πέτρου το Πρωτοκορυφαίου τν ποστόλων π τς καθ ̓ ἡμς γιωτάτης κκλησίας τς Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης, πευθύνοντες γκάρδιον δελφικν όρτιον χαιρετισμν καὶ ἀσπασμν τ μετέρ σεβασμιοποθήτ γιότητι π τ εσήμῳ ἡμέρ τς πανηγύρεως τν γίων ποστόλων Πέτρου κα Παύλου, τκαί Θρονικ ορτ τς καθ ̓ μς σεβασμίας κκλησίας τς Ρώμης.
Τ Οκ. Πατριαρχεον, συνεχίζον τν παράδοσιν, συμμετέχει καὶ ἐφέτος ες τν χαράν τς κοσμούσης τ πρτον κατ τν ορτν ταύτην τν Θρόνον τς ρχαίας κκλησίας τς Ρώμης μετέρας γιότητος κα συγχαίρει λοκαρδίως μετ ̓ Ατς κα μετ το εσεβος λαο Ατς π τ ορτ τν δύο τούτων γίων ποστόλων καὶ ἐκφράζει τν προσδοκίαν κα τν λπίδα τι α κατευθύνσεις τς μετέρας γιότητος πρς τν πλότητα κα τν φιλανθρωπίαν, αἱ ὁποαι παγκοσμίως γένοντο ν εαρεσκεί κα κανοποιήσει ποδεκταί, θ μποτίσουν βαθύτατα τν κκλησίαν κα θ προσανατολίσουν τ πνεμα ατς πρς τοσιώδη το νόμου, τν κρίσιν κατ λεος, ς διδάσκει κα παιτε ὁ ἱδρυτς ατς Κύριος μν ησος Χριστός, καλέσας μς πάντας ληθς "ες λπίδα ζσαν".
πρξε λίαν συγκινητικ γνωσθεσα ερέως στάσις τς μετέρας γιότητος ες τ θέματα τατα τς πλότητος κα τς φιλανθρωπίας. Εναι ληθές, σαύτως, τι ἡ Ἐκκλησία το Χριστο κα τ μέλη ατς πάντοτε νεπνέοντο πτν ατν δεν κα τν δίων ρχν τς φιλανθρωπίας κα τς
πλότητος. Α σύγχρονοι Χριστιανικα κοινωνίαι γέμουσι φιλανθρωπικν κα γαθοεργν καταστημάτων κα φιλανθρώπων, λλ α νάγκαι, δίως ες τν μετέραν ποχήν, ποχν οκονομικς κρίσεως κα δυσχερείας, κα κυρίως κρίσεως ξιν κα θεσμν εναι μεγάλαι κα δι τοτο χρειάζεται πάντοτε ν ποκιννται τ φιλάνθρωπα ασθήματα πρς δρσιν κα νακούφισιν τν νδεν.
Τ πνεμα τοτο τς πλότητος σφαλς φείλει ν διέπη κα τς σχέσεις τν κκλησιν κα τν Χριστιανν, ο ποοι, κρίμασιν ος οδε Κύριος, ερίσκονται σήμερον διηρημένοι ες διαφόρους Χριστιανικάς κκλησίας κα μολογίας.
χομεν δι ̓ λπίδος τι ο ν κκρεμότητι διάλογοι μεταξ τν κκλησιν, κα μάλιστα μέτερος, μεταξ τν δύο μεγάλων κκλησιν Ρωμαιοκαθολικς καὶ Ὀρθοδόξου διάλογος τς γάπης, τς θεολογίας κα τς ληθείας, θ συνεχισθον καρποφόρως ν πνεύματι πλότητος κα φιλαδελφίας, λληλοκατανοήσεως κα ληθείας, κα θ φέρουν τος πιθυμητος καρπος τς προσεγγίσεως πρς τν μοναδικν ν Χριστ λήθειαν, ποία κα ν τέλει εναι μόνη, ποία δύναται ν νώση κα θ νώση τος χριστιανούς.
Δν εναι, γιώτατε δελφέ, πίστις μν συμπίλημα διαφόρων δοξασιν δι τν ναρμόνισιν τν συζητουμένων, λλ ποκεκαλυμμένη μοναδικ λ ή θ ε ι α, κφραζομένη διά ησο Χριστο κα ν τ προσώπ Ατο, στε τελικς τ ζητούμενον π πάντων τν διαλεγομένων ν εναι προσέγγισις, ψηλάφησις, κατανόησις καὶ ἡ βίωσις το Προσώπου Ατο, ν τ ποί συγκεφαλαιοται ποκαλυπτομένη τος οσι μετ ̓ Ατοῦ ἐν γί Πνεύματι πιστος λήθεια.
Θρονικ ορτ μίας κκλησίας, τς μετέρας σήμερον, τν προσεχ Νοέμβριον τς κατ Κωνσταντινούπολιν μετέρας κκλησίας, π τ μνήμ το γίου ποστόλου νδρέου το Πρωτοκλήτου, ποτελε σταθμν κα ρόσημον τς πνευματικς πορείας κάστης ξ ατν. Παρέχει φορμήν νασκοπήσεως το παρελθόντος καί ραματισμο δι τ μέλλον. Τπραχθέντα κα τ συμβάντα καττ παρελθν δεόντως ξιολογούμενα κα σταθμιζόμενα διακρίνονται ες γαθ κα προωθητέα καες σφαλμένα κα ποφευκτέα.
Εθε κάστη ρχομένη μεθέορτος περίοδος ν εναι πλήρης ξιομιμήτων κα παινετν κα προωθητέων τι περαιτέρω πρωτοβουλιν κα δραστηριοτήτων τς μετέρας σεβασμίας γιότητος κατς καθ ̓ μς στορικς κκλησίας, να οτως γγίζωμεν ς δελφο ρθς τν ν Χριστ λήθειαν, βιοντες κα μετ ̓ Ατο συμπορευόμενοι "ες κληρονομίαν φθαρτον κα μίαντον κα μάραντον" κα να τ "δοκίμιον τς πίστεως μν ... ερεθ ες παινον κατιμν κα δόξαν" (πρβλ. Α Πετρ. 7), τι "οτως στ τ θέλημα το Θεο, γαθοποιοντας φιμον τν τν φρόνων νθρώπων γνωσίαν [...] πάντας τιμντες, τν δελφότητα γαπντες, τν Θεν φοβούμενοι" (πρβλ. Α Πετρ. β 15 κα 18).
Διά τς Πατριαρχικς μν ντιπροσωπείας, π τν γεσίαν τοῦ Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κυρίου ωάννου κα τ συμμετοχ τν Θεοφιλεστάτου πισκόπου Σινώπης κ. θηναγόρου καὶ Ὁσιολογιωτάτου ρχιμ. κ. Προδρόμου Ξενάκη, κφράζομεν τ ασθήματα τατα κα τς γκαρδίους συγχαρητηρίους εχάς τς καθ ̓ ἡμς κκλησίας τς Κων/πόλεως κα μν προσωπικς, κα συγχρόνως πάντων τν ρθοδόξων Χριστιανν, π τ φαιδροψύχ καεκλεε ταύτ μετέρ πανηγύρει.
Κα νν μετ χρηστν λπίδων τενίζομεν πρς τν συμπόρευσιν μν πρς τ κοινν ποτήριον.
Δεν παραγνωρίζομεν τς παρχούσας δυσκολίας δι τν ποθητν νότητα πάντων τν χριστιανν. μως, δν παύομεν ν ργαζώμεθα ση μν δύναμις κα ν λπίζωμεν ες τ Πανάγιον Πνεμα. Τοτο τΠνεμα, "σοφώτατον γρ κα φιλανθρωπότατον", κατ τν Θεολόγον Γρηγόριον, ρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, "ἐὰν λιέας ερη, σαγηνεύει Χριστ, κόσμον λον τ το λόγου πλοκ συλλαμβάνοντας", καθάπερ Πέτρον. "Ἐὰν διώκτας θερμούς, τν ζλον μετατίθησι κα ποιε Παύλους ντ Σαύλων κα τοσοτον ες εσέβειαν, σον ες κακίαν κατέλαβε. Τοτο κα Πνεμά στι πραότητος". Τοτο τ Πνεμα ποιε κα μς σήμερον "τολμηρος κήρυκας" τς χριστιανικς νότητος, πρ τς ποίας καταπαύστως "κάμπτομεν τ γόνατα μν πρς τν Πατέρα τοΚυρίου μν ησο Χριστο". ΤΠνεμα τ γιον "ν μν ε και στι κα σται, οτε ρξάμενον οτε παυσόμενον". Διά τοτο πάντοτε θ μπνέη μν τν πόθον διτν ν πλότητι νότητα κα τν κοινν σωτηρίαν· "μόνον ε σταίητε μεθ ̓ μν κα κοιν τν Τριάδα δοξάσαιμεν", Πατέρα, Υἱὸν κα γιον Πνεμα, "παρ ̓ ν μόνων γινώσκεται μία σύναξις, λατρεία μία, προσκύνησις, δύναμις, τελειότης, γιασμός". Κα ατ τ Πνεμα τὸ Ἅγιον "δεται τν πρς μς δωρημάτων".
θεν, συμπανηγυρίζοντες μεττς μετέρας προσφιλος γιότητος, προσευχόμεθα μετ το μνω δο τς καθ ̓ μς ρθοδόξου κκλησίας πρς τος κοινος μν προστάτας κλεινος ποστόλους: "Χαίρετε, μακαρία ξυνωρίς· μία ψυχ ν δυσ σώμασι, Πέτρε κα Παλε, χαίρετε ν Κυρί πάντο τε· διαλείπτως πρ μν ξαιτούμεθα προσεύχεσθαι· τς ποσχέσεις μν πληρώσατε". Χαίρετε, κα μ πιλάθησθε μν, λλτ νάρχ Τριάδι μέσως παριστάμενοι πρ μν πάντων τ σωτήρια ξαιτεσθε, να τύχωμεν τν αωνίων γαθν, ν Χριστ ησοτ Κυρί μν· δόξα κα τκράτος, τιμ κα προσκύνησις, κα εχαριστία κα εγνωμοσύνη, σν τ νάρχ Ατο Πατρκα τ Παναγί κα γαθ κα ζωοποι Ατο Πνεύματι, νν κα εί, κα ες τος αἰῶνας τν αώνων.
μήν.

βιγ ουνίου κβ»