Ἀμοιβαῖα καθήκοντα ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων




των
Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
 - Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ


  


1.      «Ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ’ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἀθρόαν δὲ σφαλλομένην» (Θουκυδ. β΄, 60).
2.      «Θεοὺς φοβοῦ, γονεῖς τίμα, φίλους αἰσχύνου, νόμοις πείθου» (Ἰσοκρ. Δημ. 16).
3.      «Τοῖς νόμοις τῶν πολιτῶν ἐμμενόντων αἱ πόλεις ἰσχυρόταται γίγνονται» (Ξεν. Ἀπομν. Δ΄, 4, 16).



Καὶ οἱ μὲν ἄρχοντες τῆς πολιτείας ἔχουν καθῆκον νὰ προστατεύουν τὰ συμφέροντα καὶ τὰ δίκαια τῶν πολιτῶν καὶ τοῦ λαοῦ καὶ νὰ ἐνθυμοῦνται ὅτι δὲν ἐτάχθησαν εἰς τὴν θέσιν αὐτὴν διὰ νὰ προσπορισθοῦν ὠφελήματα ἀλλὰ διὰ νὰ ὑπηρετήσουν. Ἄς μιμηθοῦν καὶ εἰς αὐτὸ τὸν Σωτῆρα, ὁ ὁποῖος προσέφερεν ἐαυτὸυ ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι ἐλέγχων ὁ Ἰησοῦς τὴν ἀθώαν φιλοπρωτίαν τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου εἶπεν: «ὅς ἐὰν θέλη γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὅς ἐὰν θέλη ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος» (Μάρκ. ι΄, 43). Δι’ αὐτὸ μάλιστα ἐνδείκνυται, ἀντὶ τῆς ἀποτόμου, ἡ κατὰ στάδια ἄνοδος εἰς τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα, διὰ νὰ ὑπάρχῃ ἡ πεῖρα τοῦ ὑπακούειν εἰς ἄλλους κατὰ τὸ ἀρχαῖον «ἄρχεσθαι μαθὼν ἄρχειν ἐπιστήσει» . Οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ κυβερνῆται εἶναι οἱ πρῶτοι ὑπηρέται τοῦ λαοῦ, ὑπὸ τοῦ ὁποίου ἐτάχθησαν νὰ τὸν κυβερνοῦν. Ἐννοεῖται ὅτι πρώτιστον καθῆκον αὐτῶν εἶναι ἡ ἀκριβοδικαία ἐφαρμογὴ τῶν νόμων, ἡ ἀποφυγὴ πάσης μεροληπτικῆς ἐνεργείας καὶ τὸ ἲδιον παράδειγμα σεβασμοῦ τῶν διατάξεων τῆς πολιτείας. 


Οἱ πολῖται ἐξ ἄλλου ἀναγνωρίζουν καὶ σέβονται τοὺς ἄρχοντας τῆς πολιτείας, οἱανδήποτε θέσιν τῆς κρατικῆς ἱεραρχίας καὶ ἂν κατέχουν. Ἰδιαιτέραν τιμὴν ἀπονέμουν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος κατὰ τὸ ἀποστολικὸν «τὴν ἀδελφότητα ἀγαπᾶτε, τὸν Θεὸν φοβεῖσθε, τὸν βασιλέα τιμᾶτε» (Α΄ Πέτρ. β΄, 17). Δείκνυται δὲ ὁ σεβασμὸς πρὸς τοὺς ἄρχοντας ὄχι τόσον διὰ τῶν ἐξωτερικῶν τύπων, ὅσον διὰ τῆς προθύμου ἐκτελέσεως τῶν διαταγῶν. 


Ἄρχοντες δὲ καὶ ἀρχόμενοι ὀφείλουν εἰλικρινῆ ἀφοσίωσιν εἰς τὴν πολιτείαν καὶ ἀπεριόριστον σεβασμὸν πρὸς αὐτήν. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ὑποταγῆς εἰς τοὺς νόμους καὶ τὰς διατάξεις αὐτῆς, διὰ τῆς καταβολῆς τῶν καθωρισμένων εἰσφορῶν καὶ τῆς ἀποφυγῆς πάσης καταδολιεύσεως τῶν κρατικῶν συμφερόντων, διὰ τῆς προθύμου ἐκπληρώσεως τῆς στρατιωτικῆς ὑποχρεώσεως καὶ γενικῶς διὰ τῆς ἐνεργοῦ συμμετοχῆς εἰς τὴν ἐθνικὴν ζωήν. Ὁ καλὸς πολίτης, ὁ σεβόμενος ἑαυτὸν καὶ τὴν πατρίδα του, διατηρεῖ ὑπερηφάνως τὰς ἐθνικὰς παραδόσεις καὶ τὴν πάτριον θρησκείαν, αποφεύγει πᾶν τὸ ἀντεθνικὸν ἢ ξενότροπον καὶ ξενόδουλον καὶ οὔτε ὁ ἰδιος χλευάζει οὔτε ἀνέχεται νὰ χλευάζωνται ὑπὸ ἄλλων τὰ σύμβολα τῆς ἐθνικῆς ἑνότητος καὶ κυριαρχίας. Τέλος προσφέρει, ἂν χρειασθῇ, ὑπὲρ τῆς πατρίδος καὶ τὴν ζωήν του. Αὐτὰ βεβαίως δὲν συνεπάγονται τὸ ὅτι πρέπει νὰ μισῇ καὶ νὰ καταφρονῇ τοὺς ἄλλους λαοὺς καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ἀπεναυτίας ἀναγνωρίζει τὴν συμβολὴν ἑκάστου ἐξ αὐτῶν εἰς τὴν προαγωγὴν τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τὴν ἡμέρωσιν τῶν ἠθῶν καὶ ἔχει συνείδησιν τῶν ἰδίων σφαλμάτων ἢ ἐλαττωμάτων.


Ὀφείλει μὲ ἄλλας λέξεις ὁ χριστιανὸς νὰ εἶναι φιλογενὴς καὶ φιλόπατρις, χωρὶς νὰ διαπνέεται ἀπὸ σωβινισμὸν καὶ μισαλλοδοξίαν.
Θὰ κλείσωμεν τὸ περὶ πολιτείας θέμα, ἀφοῦ ἀπαντήσωμεν εἰς μίαν ἔνστασιν. Ἡ ἰδέα, λέγουν μερικοί, τῆς πατρίδος εἶναι πρόσκομμα εἰς τὴν πρόοδον. Τὰ ὅρια τῆς πατρίδος εἶναι σινικὰ τείχη, τὰ ὁποῖα ἕκαστον ἔθνος ὑψώνει ὡσὰν διὰ νὰ καταργήσῃ την ἔννοιαν τῆς ἀδελφότητος τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀκόμη καὶ ἀπειλὴ διὰ τοὺς ἄλλους ἡ ἰδέα τῆς πατρίδος, διότι μέσα εἰς αὐτὴν γιγαντοῦνται τὸ μῖσος κατὰ τῶν ξένων λαῶν καὶ ἐκκολάπτεται ἡ κατάρα τοῦ πολέμου. Χωρὶς αὐτὴν ὁ ἐθνικὸς πλοῦτος δὲν θὰ κατηναλίσκετο εἰς πολεμικὰς δαπάνας καὶ ἡ νεολαία δὲν θὰ ἔχανε πολύτιμον χρόνον εἰς τοὺς στρατῶνας.


Εἰς τὰ τοιαῦτα ἑπιχειρήματα εὔκολος εἶναι ἡ ἀπάντησις.


1. Δὲν ἀποτελεῖ πρόσκομμα εἰς τὴν πρόοδον, ἀλλὰ συμβάλλει εἰς αὐτὴν ἡ ἰδέα τῆς πατρίδος. Ἀπὸ τὸν ζῆλον νὰ φανῇ καθεὶς ὠφέλιμος εἰς τὴν ἰδίαν ἐθνότητα, ἐπιτυγχάνει διαρκῶς νέας κατακτήσεις εἰς τὸ πεδίον τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης ἢ τῆς τεχνικῆς. Ὑστερον αἱ ἀνακαλύψεις αὐταὶ γίνονται κτῆμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ συντελοῦν εἰς τὴν κοινὴν εὐημερίαν. Ἡ δὲ αὔξησις τῶν πλουτοπαραγωγικῶν πηγῶν ἐντὸς τοῦ ἰδίου ἔθνους ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἐξαγωγὴν τῶν διαθεσίμων ἀγαθῶν καὶ δὲν ἐλαττώνει, ἀλλὰ πολλαπλασιάζει τὰς δυνατότητας ἐπαφῆς. Δὲν πταίει βεβαίως ἡ ἰδέα τῆς πατρίδος, διότι εἰς ὡρισμένας περιόδους ἡ ἀμοιβαία φιλυποψία ἔχει φθάσει εἰς σημεῖον ἐμποδίζον τὴν συνεννόησιν.


2. Ἡ πατρὶς δὲν ἐκτρέφει τὸ μῖσος πρὸς τοὺς ξένους λαούς. Ἐπιζητῶν τὴν εὐτυχίαν τῆς πατρίδος του κανείς, δὲν ἐπιθυμεῖ κατ᾽ ἀνάγκην καὶ τὸν ἀφανισμὸν τῶν ἄλλων ἐθνῶν, ἀλλ’ ὁσάκις προκληθῇ γνωρίζει νὰ ἀμύνεται. Εὐχῆς ἔργον θὰ ἦτο βεβαίως ὁ πόλεμος νὰ ἐτίθετο ἐκτὸς νόμου καὶ ἀντὶ τῆς «ἐνόπλου» εἰρήνης νὰ εἲχομεν εἰρήνην απλῶς, χωρὶς κανένα περιττὸν προσδιορισμόν. Ἀλλ᾽ ἕως τότε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτρέψη κανεὶς εἰς ἑαυτὸν νὰ βαυκαλίζεται ἀπὸ χιμαίρας, διότι ἄκαιρος φιλειρηνικότης εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγήσῃ εἰς ἀνεπανόρθωτον καταστροφήν. Ἐν συμπεράσματι, οὐδὲν ἐμποδίζει νὰ εἶναι κανεὶς καλὸς πατριώτης καὶ θιασώτης τῆς εἰρήνης. Ὄχι μόνον θιασώτης, ἀλλὰ καὶ φρουρὸς αὐτῆς.




Ὁ ἅγιος Λάζαρος μετά τήν ἀνάστασίν του




του
Λάζαρου Βατοπεδινού
Aρχιμανδρίτου


 

Βηθανία, εβραϊκή λέξη που σημαίνει «οίκος φοινίκων». Έμεινε γνωστή στην ιστορία ως πατρίδα του φίλου του Χριστού, Λαζάρου. Μικρή και ασήμαντη κώμη στο χώρο της Παλαιστίνης αλλά σημαντική στην ιστορία του Χριστιανισμού. Ήταν από τους τόπους που αγαπούσε ιδιαίτερα και διέτριβε πολύ συχνά ο Ιησούς. Και αυτό, οφειλόταν στον ιδιαίτερο δεσμό αγάπης και φιλίας που συνέδεε τον Θεάνθρωπο με την οικογένεια του Λαζάρου και με το λεπρό που κάποιοι θεωρούσαν ως πατέρα του Αγίου.

Γνωστό τυγχάνει το επεισόδιο της φιλοξενίας του Κυρίου στην οικία της Μάρθας και της Μαρίας, αδελφών του Λαζάρου, όπου η μεν Μάρθα «περιεσπάτο περί πολύν διακονία», η δε Μαρία παρεκάθησε «παρά τους πόδας του Ιησού και άκουγε των λόγων» (Λουκ. ι΄ 38-42). Το γεγονός όμως που δόξασε τη Βηθανία είναι η ανάσταση του Λαζάρου (Ιω. ια΄1-44), όπου ο Κύριος με αυτό το θαύμα προεικόνισε τη δική Του ανάσταση. Γι΄ αυτό και η υμνολογία της αγίας μας Εκκλησίας κατά το Σάββατο του Λαζάρου τονίζει πρωτίστως το μυστήριο της κοινής αναστάσεως και δευτερευόντως τη μνήμη του Αγίου.

Εκτός από τα δύο ανωτέρω σημαντικά γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στη Βηθανία, υπάρχουν και άλλες ευαγγελικές αναφορές επισκέψεως και φιλοξενίας του Κυρίου στην οικία Σίμωνος του Λεπρού (΄Ιω. ιβ΄ 1-8, Μάρκ. ιδ΄3-9, Ματθ. κστ΄6-13, ΄Ιω. ιβ΄9-11, Ματθ. κα΄17).

Όπως ήταν φυσικό, το θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου εξέγειρε τους Ιουδαίους και «εβουλεύσαντο οι αρχιερείς, ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν» (΄Ιω. ιβ΄ 9-11), καθότι ήταν το ζωντανό τεκμήριο του θαύματος. ΄Ετσι ο Άγιος διωκόμενος από τους Ιουδαίους καταφεύγει στη νήσο Κύπρο, όπου τον συναντούν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας και τον χειροτονούν πρώτον επίσκοπο Κιτίου.

Το αρχαίο Κίτιο, η πόλη του φιλοσόφου Ζήνωνος είχε τη μεγάλη τιμή να ευαγγελισθεί το λόγο της Αληθείας όχι από έναν απλό εργάτη του Ευαγγελίου αλλά από ένα προσωπικό φίλο του Κυρίου. Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο επίσκοπο Κωνσταντίας της Κύπρου (367-403), ο δίκαιος Λάζαρος έζησε άλλα τριάντα χρόνια μετά την έγερσή του. «΄Εν παραδόσεσιν εύρομεν ότι τριάκοντα ετών ήταν τότε ο Λάζαρος ότε εγήγερται, μετά δε το αναστήναι αυτόν άλλα τριάκοντα έζησε, και ούτω πρός Κύριον εξεδήμησε κοιμηθείς».

Οι παραδόσεις τον θέλουν σκυθρωπό και αγέλαστο κατά την παρούσα ζωή, και αυτό οφειλόταν στα όσα είχε δει κατά την τετραήμερη παραμονή του στον Άδη. Οι ίδιες παραδόσεις αναφέρουν ότι δε γέλασε ποτέ στη ζωή του παρά μία φορά, όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο και σχολίασε αποφθεγματικά: «το ένα χώμα κλέβει το άλλο».

Άλλη παράδοση συνδέει τον Άγιο με την Αλυκή της Λάρνακος (σημερινή ονομασία του Κιτίου). Στη θέση της Αλυκής υπήρχε τον καιρό του Αγίου ένα μεγάλο αμπέλι. Διερχόμενος μια μέρα από εκεί ο Άγιος, δίψασε και ζήτησε λίγο σταφύλι από τη γυναίκα-ιδιοκτήτη του αμπελιού. Εκείνη αρνήθηκε και για να την τιμωρήσει, μετέτρεψε θαυματουργικά το τεράστιο αμπέλι σε αλυκή. Η παράδοση αυτή επιβεβαιώνεται από τους εργάτες που συλλέγουν το αλάτι. Ισχυρίζονται ότι σκάβοντας βρίσκουν ρίζες και κορμούς αμπελιού. Λέγεται μάλιστα, πως στο μέσο της αλυκής βρίσκεται πηγάδι με γλυκό νερό, γνωστό ως "πηγάδι της «ρκάς» δηλ. της γριάς. Ο Συναξαριστης της Κωνσταντινουπόλεως, σχετικά με αυτή την παράδοση, αναφέρει ότι τη λίμνη διεκδικούσαν δύο αδέλφια, οι οποίοι ήρθαν σε έντονη ρήξη για την κατοχή της. Ο Άγιος "διά προσευχής εξήρανε και εις άλατος φύσιν αυτήν επήξατο".

Στα "Πάτρια" του Αγίου Όρους γίνεται άμεση σύνδεση της Κύπρου και του Αγίου Λαζάρου με τη Θεοτόκο και τον Άθωνα. Η μητέρα του Κυρίου, συνοδευομένη από τόν Ευαγγελιστή Ιωάννη, ήλθε στο Κίτιο, συνάντησε τον Άγιο Λάζαρο, στον οποίο μάλιστα δώρησε ωμοφόριο και επιμάνικα, ενώ στη συνέχεια επισκέφθηκε τόν Άθω.
Σύμφωνα πάντα με τον Συναξαριστή της Κωνσταντινουπόλεως, ο Άγιος ετάφη σε μαρμάρινη λάρνακα η οποία έφερε την επιγραφή: "Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού". Η λάρνακα τοποθετήθηκε αργότερα σε έναν μικρό ναό.
Πέραν από την πληροφορία του αγίου Επιφανίου, σχετικά μέ τά τριάντα χρόνια της δεύτερης ζωής του Αγίου, η παλαιότερη, κατά τους ερευνητές, μαρτυρία για την παράδοση της παρουσίας του αγίου Λαζάρου στην Κύπρο αποδίδεται στον Άγιο Ιωάννη Ευβοίας, πρεσβύτερο και μοναχό του Πατριαρχείου Αντιοχείας (περι τό 744). Ο Άγιος σε ομιλία του "Εις τον τετραήμερον Λάζαρον" αναφέρει: «΄Εμοι γάρ είρηκεν γέρων τις περι του μακαρίου Λαζάρου πληροφορηθείς από γραφης τών αυτου υπομνημάτων, ότι εν Κύπρω τη νήσω επίσκοπος γενάμενος και τόν του μαρτυρίου στέφανον υπέρ Χριστου ανεδήσατο τόν δρόμον τελέσας και την πίστην τηρήσας και συν τώ Χριστώ αιωνίως αγάλλεται».
Όπως γίνεται φανερό, γύρω στα 744 στον χώρο της Αντιοχείας είναι γνωστή και διαδεδομένη η παράδοση για τον Άγιο Λάζαρο. Η πληροφορία για μαρτυρικό θάνατο του Αγίου είναι μοναδική και δεν συναντάται σε άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
         

Η τριακονταετής παραμονή του αγίου Λαζάρου στον επισκοπικό θρόνο του Κιτίου είναι γνωστή και στον Άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη (759-826), ο οποιος αναφέρει εις τας Κατηχήσεις του: «Λαζάρου του μακαριωτάτου εορτάζωμεν τα μνημόσυνα, μαλλον δέ τά εγέρσια, Λαζάρου εκείνου τά τριάκοντα έτη ζήσαντος, ώς ο λόγος, και επισκοπήσαντος μετά την ανάζησιν».

Η ανακομιδη και μετάθεση του ιερού λειψάνου του αγίου Λαζάρου από το Κίτιο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τιμάται από την Εκκλησία τη 17ην Οκτωβρίου, έγινε κατά το έτος 899/900 μετά από εντολή του αυτοκράτορος Λέοντος Στ΄ του Σοφού.
                   

         
Η μετάθεση του λειψάνου περιγράφεται λεπτομερώς σε δύο πανηγυρικούς λόγους που εκφώνησε μπροστά στο ιερό λείψανο παρουσία του αυτοκράτορος ο μαθητής του Μεγάλου Φωτίου, μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας (850-μετά το 932). Στον πρώτο Λόγο, ο λόγιος κληρικός εκθειάζει το γεγονός της αφίξεως του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στο δεύτερο περιγράφει διεξοδικά την πομπή που σχηματίσθηκε, με τη συμμετοχή του αυτοκράτορα, για τη μεταφορά του λειψάνου από τη Χρυσούπολη στην Αγία Σοφία. Ο Λέων Στ΄, ως αντάλλαγμα της μεταφοράς του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη, απέστειλε χρήματα και τεχνίτες στην Κύπρο, όπου έκτισαν το μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου, ο οποίος διατηρείται ως σήμερα στη Λάρνακα. Εκτός τούτου οικοδόμησε μονή στην Κωνσταντινούπολη επ' ονόματι του δικαίου Λαζάρου, όπου εναπόθεσε το ιερό λείψανο. Στην ίδια μονή μεταφέρθηκε αργότερα από την ΄Εφεσο και το λείψανο της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Κατά τη βυζαντινή εποχή διατηρήθηκε το έθος να εκκλησιάζεται στη μονή κατά το Σάββατο του Λαζάρου, ο ίδιος ο αυτοκράτορας.
         
                   

Το ιερό λείψανο του Αγίου πρέπει να μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την παλαιά λάρνακα. Τούτο συμπεραίνεται από το ότι η μαρμάρινη λάρνακα, που εναπόκειται σήμερα κάτω από την αγία Τράπεζα του ομωνύμου ναού στη Λάρνακα, φέρει επιγραφή, σε μεγαλογράμματη γραφή, «ΦΙΛΙΟΥ» (ονομαστική: Φίλιος), ενώ η παλαιά "Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού". Στη σημερινή λάρνακα ανευρέθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1972 τμήμα του ιερού λειψάνου του δικαίου Λαζάρου μέσα σέ ξύλινη θήκη.
         
         

Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι οι Κιτιείς δεν πρέπει να είχαν παραδώσει ολόκληρο το λείψανο στον αυτοκράτορα αλλά το μεγαλύτερο μέρος του. Εξάλλου και ο Αρέθας στους Λόγους του δέν αναφέρεται σε άφθαρτο σκήνωμα αλλά σε «οστά » και «κόνιν». Εκτός αυτού ρωσική πηγή στη βιβλιοθήκη της Οξφόρδης αναφέρει ότι ένας Ρώσος μοναχός από το Μοναστήρι του Πσκώβ, που επισκέφθηκε κατά το 16ο αιώνα την πόλη της Λάρνακας, προσκύνησε τα οστά του αγίου Λαζάρου και πήρε μαζί του μικρό τεμάχιο από αυτά. Το τεμάχιο διαφυλάσσεται ως σήμερα στο παρεκκλήσιο του αγίου Λαζάρου, στη μονή Πσκώβ. Η δυνατότητα την οποία είχε ο Ρώσος μοναχός να προσκυνήσει τον Άγιο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λάρνακα με τα εναπομείναντα λείψανα ήταν θεατή στους προσκυνητές τουλάχιστον ως το 16ο αιώνα. Αργότερα σε χρόνο που δεν προσδιορίζεται, οι Κιτιείς τα έκρυψαν κάτω από την αγία Τράπεζα όπου παρέμεινε μέχρι την ανεύρεσή της κατά το έτος 1972.



Ὁ Ἰησοῦς πρό τοῦ Πάσχα





του
ΤΕΛΗ ΠΕΚΛΑΡΗ







«Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει,
ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ
ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».

1.     ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν συνήθεια κάθε χρόνο νὰ πηγαίνουν στὴν Ἱερουσαλὴμ, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὸ πάσχα στὸ ναὸ τοῦ Σολομώντα. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἀπὸ τὰ πιὸ μακρινὰ μέρη ξεκινοῦσαν γιὰ νὰ κάνουν τὸ ἐτήσιο αὐτὸ μεγάλο προσκύνημα, πήγαιναν καὶ πολλοὶ ἐθνικοὶ ἀπὸ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦν πῶς γιόρταζαν οἱ Ἑβραῖοι τὸ πάσχα τους. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἧταν ἐθνικοὶ καὶ εἶχαν ἀσπαστῆ τὸν Ἰσραηλιτισμό.


2.     Κείμενο


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ παραλαβὼν ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ, ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν,
ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης οἱ υἱοὶ Ζεβεδαίου, λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὅ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν;
Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἶς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἶς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τὶ αἰτεῖσθε, δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον, ὅ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα, ὅ ἐγὼ βαπτίζομαι, βαπτισθῆναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὅ ἐγὼ πίνω πίεσθε καὶ τὸ βάπτισμα ὅ ἐγὼ βαπίζομαι, βαπτισθήσεσθε.
Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἶς ἡτοίμασται.
Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα, ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς τοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν·
οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὄς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος,
καὶ ὅς ἄν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.


3.     Ἐξήγηση


Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἀφοῦ πῆρε ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του, ἄρχισε καὶ τοὺς ἔλεγε τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πάθη.
Νά, ἀνεβαίνομε στὰ Ἱεροσόλυμα, κι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ἑθνικούς.
Καὶ θὰ τὸν περιπαίξουν καὶ θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ τὸν σκοτώσουν καὶ ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θ’ ἀναστηθῆ.
Καὶ πηγαίνουν μπροστὰ ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης τὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ λένε· διδάσκαλε, θέλομε ὅ,τι σοῦ ζητήσομε νὰ μᾶς τὸ κάνης.
Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε, τί θέλετε νὰ σᾶς κάμω;
Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίθηκαν. Δός μας νὰ καθίσωμε ἕνας δεξιὰ κι ἕνας ἀριστερὰ σου, ὅταν θὰ εἶσαι στὴ δόξα σου.
Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι ποὺ πίνω ἐγὼ καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι νά βαπτιστῆτε; Κι ἐκεῖνοι εἶπαν μποροῦμε καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· τὸ ποτήρι ποὺ πίνω ἐγὼ θὰ τὸ πιῆτε, καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι θὰ βαπτισθῆτε.
Μὰ τὸ νὰ καθίσετε δεξιὰ ἤ ἀριστερά μου δὲν εἶναι στὸ χέρι μου νὰ δώσω ἐκτὸς σὲ ὅσους ὁρίστηκε.
Καὶ σὰν τ’ ἄκουσαν οἱ δέκα, ἄρχισαν κι ἀγανακτοῦσαν γιὰ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη.
Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς κάλεσε καὶ τοὺς λέει. Ξέρετε πὼς οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ἐθνῶν κυριεύουν τὰ ἔθνη καὶ οἱ μεγάλοι τους τὰ ἐξουσιάζουν.
Ἄς μὴν εἶναι ἔτσι καὶ σὲ σᾶς, ἀλλὰ ὅποιος θέλει μεταξύ σας νὰ εἶναι μεγάλος ἃς εἶναι ὑπηρέτης σας.
Καὶ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεταξύ σας πρῶτος, ἄς εἶναι δοῦλος σ’ ὅλους. Γιατὶ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ὑπηρετηθῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ δώση τὴ ζωή του ἀντάλλαγμα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πολλῶν.


4.     ΣΗΜΑΣΙΑ


Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ξέρει τὶ τὸν περιμένει ἐκεῖ καὶ ὅμως πηγαίνει, γιὰ νὰ κάμη τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του, καὶ νὰ πληρωθοῦν ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες γι’ αὐτόν.
Πόσο περίλυπη εἶναι ἡ ψυχή του! Ρίχνει μιὰ ματιὰ γύρω του καὶ κοιτάζει τὴν ὄμορφη κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνη καὶ τὴ χαϊδεύει μὲ τὴ ματιά του, ἀποχαιρετώντας την γιὰ πάντα.
Ξέρει ἕνα ἕνα τὰ χωριουδάκια, ποὺ μὲ τὰ κάτασπρα σπιτάκια τους μοιάζουν κοπάδια πρόβατα, ἔτσι ὅπως εἶναι ἁπλωμένα στὸν πράσινο κάμπο. Χαιρετάει καὶ τοὺς κατοίκους μὲ τὴ φαντασία του καὶ τοὺς στέλνει τὴν εὐλογία του. Ζοῦνε ἥσυχοι καὶ χαρούμενοι, δουλεύοντας τὴ γῆ τους καὶ χαίρονται τὴ γλυκιὰ ἐποχὴ τῆς ἄνοιξης χωρὶς νὰ ξέρουν πὼς χάνουν γιὰ πάντα τὸν ἀγαπημένο τους Ἰησοῦ.
Ἄδικα θὰ περιμένουν οἱ λογῆς λογῆς ἄρρωστοι. Ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου τους δὲ θὰ περιμένουν ἀπὸ κανένα πιὰ βοήθεια. Οἱ πονεμένοι στὴ ζωὴ ἄδικα θὰ περιμένουν ἕνα λόγο παρηγορητικό.
Οἱ συναγωγὲς δὲ θὰ δοῦνε πιὰ τὸν ξανθὸ Ναζωραῖο νὰ διδάσκη τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ νὰ ἐξηγῆ τὸ μωσαϊκὸ νόμο. Οἱ ἄνθρωποι μόνο τὶς αὐστηρὲς μορφὲς τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν γραμματέων θ’ ἀντικρίζουν πιά. Τούτων τῶν ὑποκριτῶν ποὺ εἶχαν κάνει τὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ ἀβίωτη μὲ τὴν αὐστηρὴ ἐφαρμογὴ τῶν νόμων κι ἂς ἦταν οἱ ἴδιοι βουτηγμένοι στὴν ἀνομία. Ἀποχαιρετοῦσε τὰ πάντα ὁ Χριστός, γιατὶ ἤξερε πὼς ἦταν τὸ στερνό του ταξίδι.
Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος του. Ἤρεμος, ἐπιβλητικός, προχωρεῖ πρὸς τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, βυθισμένος στὶς σκέψεις του. Τὸν ἀκολουθοῦν οἱ μαθητές του κι οὔτε μιὰ κουβέντα δὲ λένε ἀναμεταξύ τους, γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχήσουν τὸ λυπημένο τους διδάσκαλο, λὲς κι ἕνα προαίσθημα κακὸ ἔπνιγε τὰ στήθη τους.
Προχωρώντας ὁ Χριστὸς τοὺς φώναξε κοντά του καὶ τοὺς εἶπε πιὰ καθαρά, τί ἐπρόκειτο αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ συμβῆ.
Μὲ τὰ μάτια τῆς θείας ψυχῆς του ἔβλεπε τί τὸν περίμενε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤθελε νὰ τοὺς προετοιμάση γιὰ τὸ μεγάλο δράμα, ποὺ θὰ ξετυλίγονταν σὲ λίγο μπροστά τους.
Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς πρωτοκαθεδρεῖες ποὺ ζητοῦσαν οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, τοὺς εἶπε: «Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι μεταξύ σας μεγάλος, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεταξύ σας πρῶτος, ἂς γίνη ὑπηρέτης σ’ ὅλους σας».
Πόσο ὡραῖα λόγια! Δίνει ἕνα καλὸ μάθημα ταπεινοφροσύνης στοὺς μαθητές του. Αὐτός, ὁ βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ, ὁ δημιουργὸς καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός, ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν ὑπηρετοῦν οἱ ἄγγελοι, ἦρθε νὰ ὑπηρετήση τοὺς ἀνθρώπους στὴ γῆ καὶ νὰ πλύνη τὰ πόδια καὶ τῶν μαθητῶν του ἀκόμη καὶ ὕστερα νὰ θυσιαστῆ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Δίνει ἀκόμη καὶ μάθημα ἀγάπης ὁ Κύριος. Γιατί, τί ἄλλο παρὰ μεγάλη ἀγάπη δείχνουν τὰ λόγια του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν;»
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι δύο μεγάλες χριστιανικὲς ἀρετές. Πηγαίνουν κοντά, πλάι πλάι. Ἔχεις ἀγάπη, ἔχεις καὶ ταπεινοφροσύνη. Ἔχεις ταπεινοφροσύνη, ἔχεις κι ἀγάπη. Γιατί, ὅταν ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου, θὰ θελήσης ποτὲ νὰ φανῆς περήφανος, ἀκατάδεχτος, κακὸς σαυτόν; Ἀφοῦ τέτοιο πράγμα δὲν τὸ θέλεις καὶ σὺ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, πῶς θὰ τὸ θελήσης γιὰ τὸν ἄλλο;
Παράδειγμα ταπεινοφροσύνης ἀλλὰ καὶ ἀγάπης αἰώνιο, μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστὸς ὅλη του τὴ ζωή. Γεννιέται στὴ σπηλιά, καταδέχεται νὰ βαφτιστῆ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη, γιατρεύει καὶ συμβουλεύει νὰ μὴν ποῦνε σὲ κανέναν τ’ ὄνομά του. Δέχεται τὰ ραπίσματα σὰν ὁ ταπεινότερος θνητός.
Παράδειγμα ἀγάπης εἶναι ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅπου κι ἂν τὸ ἀνοίξωμε ξεχυλίζει ἀπὸ ἄμετρη ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε βιβλίο τῆς ἀγάπης.
Σὲ τοῦτες τὶς δυὸ χριστιανικὲς ἀρετὲς γυρίζομε τώρα τὸ λόγο γιατὶ τοὺς ἀξίζει κάθε ἔπαινος.
Ταπεινοφροσύνη, λουλούδι ἀμάραντο τῆς ἅγιας θρησκείας τοῦ Χριστοῦ! ποὺ στολίδι ἀτίμητο σὲ εἴχανε ὅσοι σὲ πιστεύανε εἰλικρινά, ἀπ’ τῆς ψυχῆς τὰ βάθη καὶ σὺ ἀγάπη! αἰώνια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κήρυγμα γλυκόφθογγο, λυτρωτικό, τοῦ κόσμου βάλσαμο γλυκό. Ἐλᾶτε μέσα στὴν ψυχή μου. Στολίστε την μὲ τὴν ὀμορφιά σας τὴν ἁγνή, τὴν πάλευκη σὰν τῶν Ἀγγέλων τὴν μορφὴ καὶ μείνετε γιὰ πάντα κοντά μου, γιὰ νὰ φέρω ἐπάξια τὸν τίτλο τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ. Γιὰ νὰ γίνω κι ἐγὼ «πρᾷος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ ὅπως ἦταν ὁ Χριστός μας.





Μεθοδικαί ἀπαντήσεις στις ἐρωτήσεις ἱστορίας (Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ) (ΜΕΡΟΣ Β’)






ΠΩΣ ΑΠΑΝΤΩ
ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ


επιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





Έστω, ότι έχομε την εξής ερώτησιν πηγής:

Αντλώντας στοιχεία από το παρακάτω κείμενο και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, να παρουσιάσετε τις επιπτώσεις που είχε η άφιξη των προσφύγων στον οικονομικό τομέα



Το θέμα τῆς ἐκθέσεως (ΟΕΦΕ 2013)




επιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





ΘΕΜΑ:

Σε μια ημερίδα με τίτλον "Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ" υποβάλατε μίαν εισήγηση σας και εκθέσατε φαινόμενα  που κακοποιούν τη δημοκρατία σήμερα και προτείνατα τρόπους μετά των οποίων οι νέοι μέσα από την εκπαίδευση μπορούν να μάθουν να είναι σωστοί δημοκρατικοί πολίτες !


***



Παρατηρούμε πρωτίστως ότι το πλαίσιον αναφοράς, ένθα θα κινηθώμε είναι μια ημερις και ημείς είμεθα εισηγηταί. Το τι μας ζητείται είναι εμφανές. Δύο πράγματα μας ζητούνται:

1.     Να δείξωμε πώς πάσχει η δημοκρατία σήμερα και
2.     Να υποδείξωμε λύσεις συγκεκριμένας. Ήτοι πως το σχολείο θα συμβάλη στην καλλιέργεια δημοκρατικου φρονήματος.

Άρα έχομε να κάνωμε με δύο Ζητούμενα. Όμως ουδέν θέμα υπάρχει άνευ δεδομένου μόνον με ζητούμενα, ως έλεγεν ο δάσκαλος Γιαβρής. Το δεδομένο μας είναι λοιπόν το εξής:

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ / ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΝ ΕΛΛΑΔΑ

Δύο όρους αντικρίζομε εις τούτο. Τους όρους ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΕΛΛΑΣ.
Δεν δύναται να κατασκευάσωμε έκθεσιν απαντώντας απευθείας εις τα ζητούμενα δίχως πρωτίστως να έχωμε μιλήσει και ανπτύξει τους όρους του δεδομένου μας. Αν δε κοιτάξομε το δεδομένον καλώς θα παρατηρήσωμε ότι τούτοι οι δύο όροι συμπλέκονται μεταξύ των με σχέσιν αιτίου – αιτιατού, δηλαδή η έλλειψις δημοκρατίας μας οδηγεί εις μίαν πάσχουσα σύγχρονον Ελλάδα.
Στην έκθεσή μας, ενθάδε εισήγησή μας στην ουσία:

Αναπτύσσουμε τους δύο όρους, αναγράφομε αίτια, λέμε για συνεπείας και προτείνουμε λύσεις. Αν πάλι κοιτάξωμε καλά το πρώτο ζητούμενο είναι ζητούμενον αιτιών – γιατί πάσχει η δημοκρατία- ενώ το δεύτερον εξειδικευμένων λύσεων. Άρα μας μένουν αι συνέπειαι, που όμως ως ήδη είπομεν η πάσχουσα δημοκρατία θα έχει ως αιτιατό την πάσχουσα Ελλάδα, τουτέστιν τας συνεπείας μας.
Οργανώνομε την δομή ούτως:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΑΙΤΙΑ (διατί νοσεί η δημοκρατία)
ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ (τι επιφέρει αύτη η νόσος εις την Ελλάδα συγκεκριμένως)
ΛΥΣΕΙΣ (συμβολή του σχολείου)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στους μαθητάς μου προτρέπω και καθοδηγώ ώστε να γράφουν ένα μικρό δοκίμιο των 6 παραγράφων, προκειμένου να πιάσουν τον στόχον των 600 λέξεων (περί των 100 λέξεων εκάστη; Αναλόγως τας ανάγκας της κάθε μίας). Ανωτέρω από την δομή βλέπομε ήδη τις 5 από τις 6. Άρα δέον να γράψομε άλλην μία και αυτή θα δοθή πιθανώς εις ότι μας ζητείται. Τουτέστι ή 1 επιπλέον παράγραφον εις τα αίτια ή μία εις τις λύσεις. Εις τα αίτια είναι το καλύτερον. Άρα η νέα μας δομή θα είναι

1.     ΠΡΟΛΟΓΟΣ
2.     ΑΙΤΙΑ
3.     ΑΙΤΙΑ
4.     ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ
5.     ΛΥΣΕΙΣ
6.     ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Απομένει να γράψωμε αυτήν με παραγωγικόν τρόπον και με την δομήν του επιχειρήματος. Κάτι όμως που δεν είναι του παρόντος. Υλικό για την δημοκρατία σας δίδω κατωτέρω και μάλιστα άφθονον.







ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ




ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ by ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ








Πηγές για τήν ἱστορία τῆς Γ' Λυκείου (ΘΕΩΡ. ΚΑΤΕΥΘ.) (ΜΕΡΟΣ Β')





Ανανέωση - Διχασμός (1909-1922)

επιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



1.     Ο στρατιωτικός σύνδεσμος (Από τη χρεοκοπία στο στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί (1893-1909))

(Αντιγραφή από το Β. Παπακοσμάς, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική ζωή, Αθήνα, Εστία, 1981, σ. 267-270.)



Πηγές για τήν ἱστορία τῆς Γ' Λυκείου (ΘΕΩΡ. ΚΑΤΕΥΘ.) (ΜΕΡΟΣ Α')





ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛAΔΑ

επιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





  1. Πρόσφυγες, εργάτες και κατοικία

(Mαρ. Δεσύπρη H γυναίκα και η κοινωνική πρόνοια, Aθήνα, 1922)

"Όλα σχεδόν τα λαϊκά σπίτια είνε άθλια και όταν ακόμα φαντάζουν απέξω φρεσκοασπρισμένα κάποτε, γιατί είν' όλα κακοχτισμένα, με στέγες που ανάμεσά τους βλέπει κανείς συχνά τον ουρανό, με πάτωμα το υγρό χώμα, με πόρτες που αφίνουν μεγάλες σχισμάδες και παράθυρα χωρίς τζάμια. Μα στις παλιές συνοικίες και στις δύο πόλεις η κατάστασις είνε φρικτή.