Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΗΘΙΚΟΝ ΧΡΕΟΣ




των
Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
- Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ




1. Ἔννοια τῆς συνειδήσεως

Ὑπάρχει ἐντὸς ἡμῶν μία ἱκανότης, ἓν ἐσωτερικόν, ψυχικὸν κριτήριον, δυνάμει τοῦ ὁποίου ἐλέγχεται τὸ ποιὸν τῶν πράξεών μας. Τὸ ἐσωτερικὸν τοῦτο κριτήριον, ἡ ἱκανότης τοῦ ἐκτιμᾶν ὑπὸ ἠθικὴν ἔποψιν τὰς πράξεις ἡμῶν αὐτῶν καὶ τὴν ὅλην ἠθικὴν μας συμπεριφορὰν εἶναι ἡ συνείδησις .
Τὴν συνείδησιν ἐγνωρίσαμεν ὡς ὅρον ψυχολογικόν. Εἶναι τὸ σύνολον τῶν ψυχικῶν ἐκδηλώσεων εἰς μίαν δεδομένην στιγμὴν καὶ ἡ ἄμεσος ἐσωτερικὴ γνῶσις αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων ἢ γεγονότων. Ὑπὸ ἠθικὴν ἔποψιν ἡ συνείδησις εἶναι κάτι διάφορον. Ἡ ἠθικὴ συνείδησις εἶναι πάλιν μία ἄμεσος ἐσωτερικὴ ἐπίγνωσις. Ἀλλ’ ἀφορᾷ εἰς ὡρισμένην μόνον ποιότητα γεγονότων. Κρίνει τὴν ἠθικὴν ἀξίαν ἢ ἀπαξίαν μιᾶς πράξεως, διαπιστώνει τὴν ἠθικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ἢ τὴν ἀπουσίαν ἠθικότητος. Συνείδησις λοιπὸν εἶναι ἡ ἱκανότης πρὸς ἐκτίμησιν τῆς ἠθικῆς ἀξίας ἢ ἀπαξίας τῶν πράξεών μας . Ἐννοεῖται ὅτι, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ συμβαίνοντα ἐντὸς ἡμῶν, ἡ συνείδησις δύναται μὲ ἀμεροληψίαν νὰ κρίνῃ καὶ περὶ τῶν πράξεων τῶν ἄλλων.
Ἡ ἠθικὴ συνείδησις δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὰς πολλὰς ψυχικὰς λειτουργίας, διότι συνυφαίνεται πρὸς ὅλας. Εἶναι ἱκανότης γνωστική, διότι μανθάνομεν τὰς συνθήκας ὑπὸ τὰς ὀποίας τελεῖται μία πρᾶξις, ἐνθυμούμεθα ἀναλόγους περιστάσεις ἢ φανταζόμεθα τὴν πιθανὴν ἔκβασιν μιᾶς ἐνεργείας. Εἶναι ἱκανότης συναισθηματική, διότι τὴν πρᾶξιν συνοδεύει κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν χαρὰ ἢ λύπη, προηγεῖται αὐτῆς προσδοκία ἢ φόβος, ἕπεται ἱκανοποίησις ἢ συντριβή. Εἶναι τέλος ἐνέργεια βουλητικὴ, διότι τὸ ἄτομον θέλει τοῦτο ἢ ἀποστρέφεται ἐκεῖνο καὶ τὸ μὲν πράττει, τὸ δὲ ἀποφεύγει. Προεξάρχων χαρακτὴρ φαίνεται νὰ εἶναι ὁ συναισθηματικός. Μοῦ φέρει χαρὰν ἡ σκέψις ὅτι θὰ ἐνεργήσω οὕτως - θὰ εἶναι ἐντροπὴ νὰ πράξω ἄλλως. Καλὰ ἔκαμες, εὖγε - δὲν ἔκαμες καλά, ἐντροπή σου!
Πράγματι ἡ συνείδησις εἰς δύο περιστάσεις σημειώνει τὴν παρουσίαν της πρὸ τῆς πράξεως καὶ μετ’ αὐτήν. Ὡς ἡγουμένη τῆς πράξεως, ἤτοι ὡς προλαμβάνουσα , ἡ συνείδησις προτρέπει νὰ πράξωμεν κάτι ἢ ἀποτρέπει ἀπὸ αὐτό, εἶναι συνεπῶς προτρεπτικὴ ἢ ἀποτρεπτική . Ἡ δὲ ἑπομένη ἢ ἐπακολουθοῦσα συνείδησις, ἐμφανιζομένη μετὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς πράξεως, ἐπαινεῖ ἡμᾶς, ὅταν ἡ πρᾶξις κρίνεται σύμφωνος μὲ τὸν ἠθικὸν νόμον, ἤτοι ἀγαθή, ἐλέγχει δὲ καὶ κατακρίνει, ὁσάκις αὕτη εἶναι ἠθικῶς κακή. Ὑπὸ τὴν ἔποψιν αὐτὴν εἶναι ἐπιδοκιμαστικὴ ἢ ἀποδοκιμαστική . Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν κατακλυζόμεθα ἀπὸ μίαν ψυχικὴν εὐεξίαν καὶ γαλήνην. Δοκιμάζομεν μίαν ἱκανοποίησιν ὅτι ἐνηργήσαμεν κατὰ τρόπον ἠθικὸν καὶ θεάρεστον. Εἰς τὴν δευτέραν ἐπακολουθεῖ τὸ δυσάρεστον ἐκεῖνο συναίσθημα, ποὺ ἀποκαλοῦμεν τύψιν τῆς συνειδήσεως, ἤτοι «κτύπημα» καὶ ἔλεγχον τῆς ἠθικῶς ἀτόπου ἐνεργειας ἢ παραλείψεώς μας ἐκ μέρους τῆς συνειδήσεως. Εἶναι δὲ ἡ τύψις ἰσχυρότατον καὶ ὀδυνηρότατον συναίσθημα ὅπως ἐν γένει ἡ ἑπομένη συνείδησις εἶναι ἐντονωτέρα τῆς ἡγουμένης.
Κατὰ τὴν κατάστασιν τῆς ψυχικῆς γαλήνης μέσα μας βασιλεύει ἀδιατάρακτος ἠρεμία καὶ ἀταραξία, ποὺ ἀποτελεῖ διὰ τὸν ἄνθρωπον μίαν πραγματικὴν εὐδαιμονίαν. Τῆς τύχης δυσμένειαι καὶ συμφοραί, φθόνος καὶ ἐπιβουλὴ τῶν ἀνθρώπων, ταλαιπωρίαι καὶ ἀπογοητεύσεις, ὅλα τὰ πάσης φύσεως δεινὰ εἶναι ἀνίσχυρα νὰ ἐπισκιάσουν αὐτὴν τὴν εὐτυχίαν. Ἔχομεν τὴν ἤρεμον συναίσθησιν ὅτι ἐπράξαμεν τὸ καθῆκον, ὅτι ἠθικῶς ἱστάμεθα εἰς τὸ ὕψος ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν ἠμποροῦν νὰ φθάσουν οἱ ἐξωτερικοὶ καὶ ἐφήμεροι περισπασμοί. Καὶ ἀντιπετωπίζομεν μὲ θάρρος τὰς μεγίστας τῶν συμφορῶν καὶ αἰσθανόμεθα τὴν δύναμιν νὰ ἀναμετρηθῶμεν μὲ αὐτάς. Διότι, παρὰ τὸ ὄνομά της, τὸ ταὐτόσημον πρὸς τὴν ἀκινησίαν, ἡ γαλήνη τῆς ψυχῆς εἶναι δυνατὸν νὰ καταστῇ κίνητρον πρὸς νέας ἠθικὰς πράξεις καὶ εὐποιΐαν, νὰ παρακινήσῃ πρὸς ὁλονὲν ἀνωτέραν καὶ ὑψηλοτέραν ἠθικὴν δραστηριότητα. Ἀντιθέτως ἡ τύψις τῆς συνειδήσεως εἶναι δυνατὸν νὰ ἀμαυρώσῃ καὶ κατακαλύψῃ μὲ τὴν σκιάν της καὶ τὴν μεγίστην ἀκόμη εὐτυχίαν, νὰ ἀφανίσῃ κάθε ἀφορμὴν χαρᾶς, ν’ ἀποτελέσῃ τροχοπέδην εἰς τὴν δραστηριότητα τοῦ ἀτόμου. Διότι μᾶς παρακολουθεῖ πάντοτε ἡ συναίσθησις ὅτι ἐπεριφρονήσαμεν τὸν ἠθικὸν νόμον, ὅτι γενόμενοι αἴτιοι θλίψεως καὶ συμφορᾶς ἄλλων ἀνθρώπων ἐξεπέσαμεν ἀπὸ τὸν ἀνθρωπισμόν, ὅτι ἐδείχθημεν ἠθικῶς ὑποδεέστεροι. Τῆς συνειδήσεως ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ τύψις εἶναι διαρκὲς μαρτύριον.
Ἐν γένει ἡ συνείδησις εἶναι κάτι τὸ κυριαρχικὸν εἰς τὴν ψυχήν μας. Ὅταν ὁμιλῶμεν διὰ τὴν φωνὴν τῆς συνειδήσεως εἶναι ὡς νὰ ὁμιλῶμεν διὰ μίαν ἐξουσιαστικὴν καὶ μὴ δεχομένην ἀντιρρήσεις ἐπιταγήν. Αὐτὴ μᾶς συγκρατεῖ εἰς τὸν δρόμον τοῦ καθήκοντος καὶ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ἠθικὸν χρέος, τὸ ὁποῖον ἔχομεν κάθε φορὰν νὰ ἐξοφλήσωμεν. Τὰ παραγγέλματα αὐτῆς εἶναι ὡς αἱ ἀπαιτήσεις μιᾶς ἐντὸς ἡμῶν θείας φωνῆς αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ κυβερνῶντος τὸν κόσμον καὶ τὸν ἄνθρωπον.
Ποῖαι ὅμως πρέπει νὰ εἶναι αἱ ἰδιότητες τῆς συνειδήσεως;
«Βροτοῖς ἄπασιν ἡ συνείδησις θεὸς» (Μενάνδρου Ἀποσπ.). «Οὔτε χρυσίου πλῆθος οὔτε ἀξίωμα γένους οὔτε μέγεθος ἀρχῆς... εὐδίαν παρέχει βίῳ καὶ γαλήνην τοσαύτην, ὅσην ψυχή καθαρεύουσα βουλευμάτων πονηρῶν» (Πλουτ. π. Εὐθυμ. 477 α). 

2. Ἰδιότητες τῆς συνειδήσεως

Ἡ συνείδησις, διὰ νὰ εἶναι ὑγιὴς καὶ νὰ ἀποτελῇ ὁδηγητικὸν φάρον τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, πρέπει νὰ ἔχῃ τὰς ἀκολούθους ἰδιότητας.
Πρέπει πρῶτον νὰ εἶναι βεβαία , ἤτοι νὰ κρίνῃ μὲ ἀσφάλειαν τὴν συμφωνίαν τῶν πράξεών μας πρὸς τὸν ἠθικὸν νόμον. Πρὸς τοῦτο χρειάζεται συνεχὴς ἠθικὴ ἀγωγὴ καὶ θρησκευτικὴ διδασκαλία. Ἡ μακροχρόνιος ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὸν θεῖον νόμον καὶ τὰς θείας ἐντολάς, ἡ μονομερὴς καὶ λογοκοπικὴ ἠθικοθρησκευτικὴ διδασκαλία ἡ μὴ συνοδευομένη μὲ ἔμπρακτον ἄσκησιν ἠθικοῦ βίου, εἶναι μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα, τὰ αἴτια, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἡ κρἴσις τῆς συνειδήσεώς μας δὲν εἶναι πάντοτε ὀρθή, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἡ συνείδησίς μας εἶναι πεπλανημένη.
Πρέπει ἐπίσης ἡ συνείδησις νὰ εἶναι νηφαλία καὶ ἄγρυπνος . Ἡ ἀντίφασις μεταξὺ τῶν δύο τούτων ὅρων, ἐξ ὧν ὁ εἷς ἐκφράζει στάσιν καὶ ὁ ἄλλος κίνησιν, εἶναι φαινομενική. Ἡ συνείδησις πράγματι πρέπει νὰ εἶναι ἤρεμος, διατηροῦσα ὅλην αὐτῆς τῆς διαύγειαν, συγχρόνως ὅμως καὶ ἐν ἐγρηγόρσει διαρκεῖ, ἵνα ἀσκῇ συνεχῆ καὶ ἀμείλικτον ἔλεγχον τῶν πράξεών μας, ἀξιολογοῦσα αὐτὰς πρὶν τελεσθοῦν καὶ παρακολουθοῦσα κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν καὶ ἀποτιμῶσα μετ’ αὐτήν. Ἀποκτᾶται δὲ ἡ τοιαύτη ἱκανότης μὲ τὴν ἐπανάληψιν ἀγαθῶν πράξεων καὶ τὴν τακτικὴν διερεύνησιν τῆς ἠθικῆς διαγωγῆς μας ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἰδίους.
Τέλος ἡ συνείδησις διαρκῶς τελειοποιουμένη πρέπει ν’ ἀποβῇ ἀγαθή , καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος «ἐγὼ πάση συνειδήσει ἀγαθῆ πεπολίτευμαι» (Πράξ. κγ΄, 1), καὶ καθαρὰ (Α΄ Τιμ. γ΄, 9). Συνωνύμως πρὸς τὴν καθαρὰν συνείδησιν λέγομεν καὶ καθαρὰ καρδία.
Αἱ ἰδιότητες τῆς ὑγιοῦς συνειδήσεως θὰ φανοῦν καθαρώτερον, ὅταν ἐξετασθῇ ἡ νοσοῦσα ἠθικὴ συνείδησις. Εἴδη αὐτῆς εἶναι:
1. Ἡ εὐρεῖα συνείδησις ἐλέγχουσα τὰ κτυπητὰ καὶ τὰ μεγάλα ἀδικήματα, παραβλέπουσα δὲ πλῆθος ἄλλων, τὰ ὁποῖα κρίνει ὑποδεέστερα. Καὶ ὅμως ἄλλοι ἄνθρωποι θὰ ἐταλαντεύοντο ἐπὶ πολὺ ἐνώπιον τῶν μικροτέρων τούτων καθηκόντων. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἰσότιμα πρὸς πᾶν ἄλλο καθῆκον καὶ κάποτε κρίνουν κατὰ τρόπον ἀποφασιστικὸν τὴν ἠθικότητά μας.
2. Ἡ στενὴ συνείδησις. Βλέπουσα αὕτη παραβάσεις καὶ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχουν χάνεται εἰς ἀσημάντους λεπτομερείας καὶ χάνει ἀπὸ τὸ ὀπτικόν της πεδίον τὰς γενικὰς γραμμὰς καὶ τὰς ὑψίστας τῶν ὑποχρεώσεων. Αἱ μεγάλαι ἐντολαὶ ἔχουν δι’ αὐτὴν ἀποσυντεθῆ εἰς ἀπειρίαν μερικωτέρων παραγγελμάτων, καὶ εἰς αὐτὰ ἀκριβῶς στρέφει τὴν προσοχήν του ὁ ἔχων στενὴν συνείδησιν. Ἡ πρόθεσίς του δὲν εἶναι φαρισαϊκή, εἶναι ἁπλῶς λανθασμένη, λόγῳ ἐλαττωματικῆς ἠθικῆς ἀγωγῆς καὶ προσηλώσεως εἰς τὴν τυπολατρείαν.
Τῆς στενῆς μορφὴ εἶναι ἡ περιδεὴς συνείδησις. Ὁ ἔχων τοιαύτην συνείδησιν βασανίζεται ἀπὸ διαρκῆ ἀμφιβολίαν, ἂν καὶ πρόκειται διὰ ζητήματα μικρά. Καθὼς ὁ δειλὸς φοβεῖται τὴν σκιάν του, ὁ περιδεᾶ ἔχων συνείδησιν θορυβεῖται καὶ ἀγωνιᾷ ἐνώπιον καὶ τῆς πλέον ἀσημάντου ἐνεργείας.
3. Ἡ ἐλαστικὴ συνείδησις κρίνουσα ἄλλοτε ἄλλως. Ἀκολουθεῖ ἄλλα ἄλλοτε κριτήρια καὶ τώρα μὲν κρίνει αὐστηρῶς, ὕστερον δὲ ἐπιεικῶς, σήμερον ἐγκωμιάζει μίαν νόμιμον, ἀλλὰ τυπικὴν ἐνέργειαν καὶ αὔριον καυτηριάζει μίαν ἀσήμαντον ἠθικὴν παρεκτροπήν. Τοῦτο γίνεται πολλάκις ἀλογίστως. Ἐνίοτε ὅμως ὁ κρίνων ἀποβλέπει εἰς τὸ ἴδιον συμφέρον καὶ δὲν βαθμολογεῖ τὴν πρόθεσιν, ἀλλὰ τὸ ἀναμενόμενον ὠφέλιμον ἢ ἐπιβλαβὲς ἀποτέλεσμα. Ψεῦδος λεχθὲυν ἀπὸ ἄλλον τὸ ὀνειδίζει μὲ τὰς βαρυτέρας ἐκφράσεις. Ἀπὸ τὸν ἴδιον λεγόμενον τὸ δικαιολογεῖ ὡς πρᾶξιν ἑπιβαλλομένην καὶ ἐπαινετήν.
Τῆς ἐλαστικῆς συνειδήσεως εἶδος εἶναι ἡ φαρισαϊκή . Ὁ ἔχων αὐτὴν φέρεται καθὼς οἱ Φαρισαῖοι τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν ὁποίων τὴν ὑποκρισίαν καὶ τὴν οἴησιν ἐμαστίγωσεν, ὅπως ἤξιζεν, ὁ Ἰησοῦς καὶ κατὰ τῶν ὁποίων ἀπήγγειλε τὸ ἀμείλικτον ἐκεῖνο κατηγορητήριον (Ματθ. κγ΄). Εἶναι αὐστηροὶ κριταὶ τῶν ἀλλοτρίων πράξεων, ἀκόμη καὶ ὅταν αὗται δὲν συνιστοῦν σοβαρὸν ἀδίκημα. Εἶναι κήρυκες τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀρετῆς, ἂν καὶ οὐδὲν ἔπραξαν ἄξιον ἐπαίνου, καί, ὁσάκις τὸ πράττουν, τοῦτο γίνεται «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» . Εἶναι οἱ πολυπραγμονοῦντες περὶ τὰ μικρὰ καὶ ἀδιαφοροῦντες διὰ τὰ μεγάλα, «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες!» . Εἶναι οἱ ὑποκριταί, οἱ ὁμοιάζοντες «τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας» . Ἡ φαρισαϊκὴ συνείδησις ἀδιαφορεῖ δι’ ὅλα, ἐλαύνεται μόνον ἀπὸ τὸ ἀτομικὸν συμφέρον καὶ τὴν ἄκρατον ἐπιθυμίαν τῆς ἐπιβολῆς ἔναντι τῶν ἀσθενεστέρων καὶ ἀφελεστέρων.
Ὅταν ἡ διαστροφὴ τῆς συνειδήσεως συντελεσθῇ εἰς μέγιστον βαθμόν, φθάνομεν εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἀσυνειδησίας . Ὁ ἀσυνείδητος ἄνθρωπος εἶναι στοιχεῖον ἐπικίνδυνον διὰ τὴν κοινωνίαν, διότι οὐδένα φραγμὸν θέτει εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς πράξεις του, οὐδένα νόμον ἀναγνωρίζει, οὐδεμίαν ἄλλην βούλησιν σέβεται. Τὴν κατάστασιν τῆς ἀσυνειδησίας διακρίνουν συνήθως εἰς δύο μερικωτέρας, ποὺ εἶναι καὶ αἱ δύο βαρύτατα ἠθικὰ νοσήματα. Ἡ μία εἶναι ἡ ἠθικὴ ἀναλγησία, τὴν ὁποίαν ἐγνωρίσαμεν, καὶ ἡ ἄλλη ἡ ἠθικὴ σκλήρυνσις ἢ πώρωσις . Ὁ ἠθικῶς πεπωρωμένος δὲν εἶναι μόνον ἀναίσθητος καὶ ἀνάλγητος πρὸς τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν, εἴτε πρόκειται νὰ τὸ πράξῃ αὐτὸς εἴτε ἄλλους βλέπει νὰ τὸ πράττουν, δέν εἶναι μόνον ἠθικῶς ἀπαθὴς καὶ ἀδιάφορος, ἀλλὰ καὶ χαίρει, ὅταν πράττῃ τὸ κακόν. Κακὴ ἀνατροφή, ἀπουσία κάθε ἠθικῆς ἢ θρησκευτικῆς διδασκαλίας ἢ διδασκαλία διεστραμμένη καὶ σοφιστική, περιβάλλον μίσους καὶ κακότητος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου πιθανῶς τὸ ἄτομον ἔπεσεν ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα τινὰ εἶναι ἴσως τὰ αἴτια τῆς τοιαύτης διαθέσεως, ἡ ὁποία εὐτυχῶς συναντᾶται εἰς σπανίας περιπτώσεις. Ἡ διόρθωσις τῆς πεπωρωμένης συνειδήσεως εἶναι τόσον δύσκολος, ὅσον καὶ ἡ διόρθωσις ἐκείνων, διὰ τοὺς ὁποίους ὁ Παῦλος εἶπεν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ΄, 10). Ἄλλοι ὅμως νομίζουν ὅτι ἡ νόσος αὕτη τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι βαρυτέρα ἀπὸ τὴν κατάστασιν τῆς ἠθικῆς ἀναλγησίας. 

3. Μαρτυρίαι περὶ τῆς συνειδήσεως

Ἡ ὕπαρξις συνειδήσεως εἶναι γεγονὸς αὐτοπόδεικτον καὶ ἠμπορεῖ νὰ βεβαιώσῃ περὶ αὐτῆς κάθε ἄνθρωπος. Ἀλλ’ ὑπάρχουν μερικαὶ χαρακτηριστικαὶ μαρτυρίαι ἀναφερόμεναι εἰς πρόσωπα ἐπιφανῆ ἢ δεδόμεναι ἀπὸ μεγάλους συγγραφεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἢ τῆς θύραθεν φιλολογίας. Εἰς τὰ παραδείγματα αὐτὰ θὰ δειχθῇ ὄχι μόνον ἡ παρουσία, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμις τῆς συνειδήσεως.
1. Οἱ ἀρχαῖοι τὰς ταραχὰς καὶ ἀγωνίας τῆς ψυχῆς διὰ τὰς ἐγκληματικὰς πράξεις ἀπέδιδον εἰς τὴν ἐπήρειαν φοβερῶν δαιμόνων, ποὺ εἶναι γνωσταὶ ὡς Ἐρινύες . Τὸ ὄνομά των ἐπροκάλει τόσην φρίκην, ὥστε ἐκρίθη ἀναγκαῖον νὰ ἀντικατασταθῇ κατ’ εὐφημισμὸν μὲ τὸ ὄνομα Εὐμενίδες, Εἶναι ἀπαίσιαι γυναικεῖαι μορφαί, ὀφιπλόκαμοι κατὰ τὴν κεφαλήν, αἱματώδεις κατὰ τὰ ὄμματα, μελανείμονες καὶ πτερωταί, ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν στυγεραὶ καὶ ἀποτρόπαιοι. Εἶναι ὁραταὶ μόνον ἀπὸ τὸν ἔνοχον, τὸν ὁποῖον καὶ διώκουν κατὰ πόδας, ἡμέραν καὶ νύκτα, εἰς τὴν ζωὴν καὶ μετὰ θάνατον. Τιμωροῦν τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἐπιορκίαν, τὴν μιαιφονίαν καὶ τὴν ἀσέβειαν, καὶ ἰδιαιτέρως κᾳτατρέχουν τοὺς ἐγκληματοῦντας κατὰ γονέων ἢ συγγενῶν ἢ καὶ κατὰ προσώπων, τὰ ὁποῖα εἶχον τὴν κακὴν τύχην νὰ καταφύγουν εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν των καὶ νὰ προδοθοῦν.
2. Εἰς τὸν Σωκράτη ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως φέρει τὸ ὄνομα δαιμόνιον . Ἀμφότεροι οἱ μεγάλοι μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ συγγραφεῖς κάμνουν λόγον διὰ τὴν ἑσωτερικὴν ἐκείνην φωνήν, ἡ ὁποία εἰς τὰς σπουδαίας περιστάσεις ἐχρησίμευεν ὡς ὁδηγὸς τῶν πράξεων τοῦ σοφοῦ ἐκείνου ἀνδρός. Εἶναι, λέγει ὁ ἴδιος, ἕν εἶδος φωνῆς, ποὺ ἀπὸ τὴν παιδικὴν ἡλικίαν ἤρχισε νὰ γεννᾶται μέσα μου, ἡ ὁποία, ὅταν ἐμφανισθῇ πάντοτε μὲ ἀποτρέπει ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ σκοπεύω νὰ κάμω οὐδέποτε ὅμως προτρέπει νὰ κάμω κάτι. Κατὰ τὸν Ξενοφῶντα, τὸ δαιμόνιον τοῦ Σωκράτους ἦτο καὶ προτρεπτικόν.
Οἱ Στωϊκοὶ ὄχι μόνον ἐδέχοντο τὴν συνείδησιν, ἀλλ’ αὐτοὶ εἶναι καὶ οἱ πρῶτοι ποὺ ἐχρησιμοποίησαν τὴν λέξιν, ὁ δὲ Κικέρων λέγει τὴν συνείδησιν δῶρον τῶν ἀθανάτων θεῶν, τὸ ὁποῖον οὐδεὶς δύναται νὰ μᾶς ἀφαιρέσῃ.
Διὰ τὸν Ἕλληνα φιλόσοφον Ἐπίκτητον (Ἀπ. 97), ὁ θεὸς μᾶς παραδίδει εἰς τὴν ἔμφυτον συνείδησιν, διὰ νὰ μᾶς φυλάττῃ, ὅπως μᾶς φυλάττει κατὰ τὴν παιδικὴν ἡλικίαν ὁ παιδαγωγός. Ὅστις καταφρονεῖ αὐτὸν τὸν φύλακα, γίνεται δυσάρεστος εἰς τὸν θεόν.
Καὶ διὰ νὰ μὴ σταθῶμεν εἰς τοὺς φιλοσόφους, ὁ ἔξοχος ἱστορικὸς Πολύβιος ὁ Μεγαλοπολίτης (Ἱστ. ιη΄, 26, 13) λέγει ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι τόσον ἐπίφοβος μάρτυς καὶ τόσον δεινὸς κατήγορος, ὅσον ἡ συνείδησις, ποὺ κατοικεῖ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ἑκάστου.
3. Καὶ κατὰ τὴν νεωτέραν ἐποχὴν οἱ μέγιστοι τῶν φιλοσόφων δέχονται τὴν ἔμφυτον ἠθικὴν συνείδησιν. Τὸν λαμπρότερον ὕμνον εἰς τὴν συνείδησιν συνέθεσεν ὁ Ρουσσώ. Εἶναι δι’ αὐτὸν ἡ συνείδησις ἀσφαλὴς ὁδηγὸς ἑνὸς ὄντος εὐφυοῦς μὲν καὶ ἐλευθέρου - οὕτως ἀποκαλεῖ τὸν ἄνθρωπον - ἀλλὰ γεμάτου ἄγνοιαν. Χωρὶς αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸ φοβερὸν προνόμιου ἔναντι τῶν λοιπῶν ζῴων νὰ πίπτῃ ἀπὸ πλάνης εἰς πλάνην μὲ τὴν βοήθειαν «μιᾶς διανοήσεως χωρὶς κανόνα».
Ἡ παγκόσμιος λογοτεχνία ἔχει πολλὰ ν’ ἀφηγηθῇ διὰ τὴν δύναμιν τῆς συνειδήσεως. Τὸν Ὀρέστην καταδιώκουν, κατὰ τὴν ἀρχαίαν τραγῳδίαν, αἱ Ἐρινύες, ἂν καὶ διέπραξε τὸν φόνον τῆς μητρὸς οὐχὶ ἄνευ τῆς γνώμης τοῦ Ἀπόλλωνος. Ὁ Μάκβεθ εἰς τὸ ὁμώνυμον δράμα τοῦ Σαίξπηρ δολοφονήσας τὸν φιλοξενούμενόν του βασιλέα ἔχει χάσει τὸν ὕπνον του. Εἰς τοὺς «Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ» τοῦ Ντοστογιέφσκι ἓν ἄτομον ὑψηλῆς κοινωνικῆς περιωπῆς, τοῦ ὁποίου τὸ ἔγκλημα ἔχει ἀπὸ ἐτῶν παραγραφῆ καὶ λησμονηθῆ - ἔχει πρὸ 14 ἐτῶν δολοφονήσει μίαν νεαρὰν γυναῖκα - παρουσιάζεται εἰς κάποιον καὶ αὐτοκαταγγέλλεται. Δὲν τὸν πιστεύει κανείς, οὔτε αὐτὸς ὁ ἀνακριτής, εἰς τὸν ὁποῖον προσῆλθεν, οὔτε αὐτὴ ἡ σύζυγός του. Τὸν νομίζουν παράφρονα, ἀλλ’ ἐκεῖνος ἐπιμένει. Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἡσυχάσῃ, εὑρίσκεται εἰς τὰ χέρια τοῦ «ζωντανοῦ Θεοῦ», καί, καθὼς ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. ι΄, 31). Ὄντως ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως εἶναι ἓν ἀτελείωτον βασανιστήριον.
Ἀλλ’ ἂς ἀντλήσωμεν τώρα ἀπὸ τὴν ἀκένωτον πηγὴν τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὁ Κάιν, ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ του, οὐδαμοῦ εὑρίσκει ἡσυχίαν, τὸ χυθὲν ἀδελφικὸν αἶμα βοᾷ καὶ τὸν καταδιώκει, ἀναγκάζεται νὰ φύγῃ εἰς ξένην χώραν. Ὁ Οὑγκὼ περιγράφει τὸ μαρτύριόν του εἰς ἓν ποίημά του, ποὺ ἔχει τὸν χαρακτηριστικὸν τίτλον «Συνείδησις».
Ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ μετὰ τὴν ἀχαρακτήριστον πρὸς τὸν Οὐρίαν διαγωγήν του ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως ᾐσθάνθη ἀπέραντον συντριβήν, ἡ ὁποία καὶ τὸν ὡδήγησεν εἰς τὴν σύνθεσιν τοῦ γνωστοῦ ὑπερόχου Ν΄ ψαλμοῦ του: «Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οὶκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου...» .
Αὐτὸς ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος εὖρε τὴν δύναμιν νὰ προδώσῃ τὸν Διδάσκαλον, ἐδοκίμασε τὸν φρικτὸν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεως: «Ἰδὼν ὅτι κατεκρίθη, ἀφηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια λέγων ἥμαρτον παραδοὺς αἶμα ἀθῷον, καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. κζ΄, 3 - 5). Τόση εἶναι ἡ δύναμις τῆς ἐπακολουθούσης συνειδήσεως, καὶ ἀλοίμονον εἰς ἐκείνους ποὺ δὲν τηροῦν ἐν ἐγρηγόρσει τὴν προλαμβάνουσαν!
Ἀναφέραμεν ἀλλαχοῦ τὸ χωρίον τῆς πρὸς Ρὠμαἴους ἐπιστολῆς, ὅπου ὁ θεῖος Ἀπόστολος κάμνει λόγον διὰ τὸν ἔμφυτον νόμον, τὸν γραπτὸν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ περὶ τοῦ ὁποίου συμμαρτυρεῖ ἡ συνείδησις. Εἰς τὴν ἰδίαν ἐπιστολὴν (θ΄, 1) ἐπικαλεῖται ὡς μάρτυρα τοῦ ὅτι λέγει τὴν ἀλήθειαν τὴν συνείδησιν, φωτιζομένην ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλαχοῦ κάμνει λόγον περὶ τῶν ἀπίστων, τῶν ὁποίων τόσον πολὺ «μεμίανται ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις» , ὥστε, ἐνῷ ὁμολογοῦν τάχα τὸν Θεόν, πράττουν πᾶσαν βδελυρὰν πρᾶξιν (Τίτ. α΄, 15). Ἡ ὕπαρξις τῆς συνειδήσεως δὲν ἀπαλλάσσει τοὺς ἀνθρώπους πάσης φροντίδος. Ἡ συνείδησις δὲν εἶναί τι τὸ ἀποτετελεσμένον καὶ ὁριστικόν, ὑπόκειται εἰς συνεχῆ βελτίωσιν καὶ καθαρισμόν. Τὸ αἶμα, λέγει ὁ Παῦλος (Ἑβρ. θ΄, 14), τοῦ Χριστοῦ, ὅστὶς διὰ τὴν ἀγάπην τῶν ἀνθρώπων ἀνῆλθεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἔχει τὴν σωτήριον δύναμιν νὰ καθαρίσῃ τὴν συνείδησιν καὶ νὰ τὴν στρέψῃ πρὸς τὴν ἐπίγνωσιν καὶ τὴν λατρείαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.




Τα SOS των Αρχαίων Ελληνικών (ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2013) (ΜΕΡΟΣ Β’)





 της
Βάσως Μάνιου

 



Στόχοι της ενότητας είναι οι μαθητές:
  1. να κατανοήσουν τον συμβολισμό του μύθου, τη σημασία της παιδείας στη θέαση του Αγαθού, στην τελείωση του ανθρώπου και την κύρια υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίσει την ευτυχία όλων των πολιτών·
  2. να εκτιμήσουν την κυρίαρχη άποψη ότι ο νόμος οφείλει να αποβλέπει στον φωτισμό –άρα και στην ευδαιμονία– όλων των πολιτών και να υποχρεώνει αυτούς που μπορούν, να βοηθήσουν τους απαίδευτους να γνωρίσουν το Αγαθό πραγματοποιώντας την ανάβαση προς τη θέαση του αγαθού, για να μπορέσουν να ασκήσουν συνειδητά την αρετή·
  3. να διερωτηθούν για την κοινωνική, οικονομική, πολιτική και παιδαγωγική λειτουργία του νόμου·
  4. να προβληματιστούν για τις υποχρεώσεις ηθικής τάξης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο που χαρακτηρίζουν τον πνευματικό άνθρωπο διαχρονικά.



Αἱ εὐθεῖαι ἐρωτήσεις τῆς Λατινικῆς εἰς τον Πλάγιον Λόγον





της
Μαρίας Αργυροπούλου




Ευθείες ερωτήσεις

Οι ευθείες ερωτήσεις, που εκφέρονται με οριστική, απορηματική ή δυνητική υποτακτική, στον πλάγιο λόγο τρέπονται σε πλάγιες ερωτήσεις με υποτακτική πάντα έγκλιση, διατηρώντας, με την εφαρμογή των κανόνων της ακολουθίας των χρόνων, την ίδια χρονική βαθμίδα (σύγχρονο, προτερόχρονο, υστερόχρονο) σε ευθύ και πλάγιο λόγο ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης.



Διαγωνίσματα προσομοιώσεως ἀρχαίων ἑλληνικῶν (θεωρητικῆς κατευθύνσεως / Γ' Λυκείου)





ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς
φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ) by ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Οἱ ἐξηρτημένοι ὑποθετικοί λόγοι τῆς Λατινικῆς Γλώσσης





του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
- πτυχιούχου της κλασσικής φιλολογίας
του Πανεπιστημίου Αθηνών






ΕΞΗΡΤΗΜΕΝΟΙ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ

Αν υποθετικός τις λόγος εξαρτηθή έκ τινος ρήματος συντασσομένου με υποτακτικήν δια τινός συνδέσμου (quin), ή αν περιληφθή εντός πλαγίας ερωτήσεως, εκφέρεται και η υπόθεσις και η απόδοσις καθ’ υποτακτικήν, οπωσδήποτε και αν εξεφέρετο, όταν ο λόγος ήτο ανεξάρτητος.



Οἱ σύγχρονοι τύραννοι καί οἱ φαῦλοι συνεργοί των





άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικής φιλολογίας
Πανεπιστημίου Αθηνών
-μεταπτυχιακού εφηρμοσμένης παιδαγωγικής
Πανεπιστημίου Αθηνών





Μερικές φορές αναρωτιέται κανένας μέσα του δια το αν οι σφετεριστές της εξουσίας, οι τύραννοι, - και εις αυτήν την έννοια βεβαίως συμπεριλαμβάνουμε κι όσους με επίφασιν την δημοκρατίαν, την θέλησιν τάχα των πολλών ανέλαβον την εξουσίαν με σκοπόν να κάνουν άλλα, όμως με αληθήν στόχον την νομήν της δυνάμεως, - έχουν ευτυχίαν μέσα των, αν νοιώθουν καλώς με τον εαυτόν τους. Η απάντησις είναι όχι. Όχι δεν είναι εντάξει. Έχουν πάθει πολλά. Την απάντησιν μας την δίδει ο ίδιος ο Ιέρων[1], τύραννος των Συρακουσών. Σ’ ένα διάλογο ανάμεσα στον ποιητή Σιμωνίδη και σ’ αυτόν, πραγματεύεται το θέμα της τυραννίδας. Στην απορία του ποιητή αν οι τύραννοι χαίρουν περισσοτέρων απολαύσεων και λιγότερων απογοητεύσεων από τους απλούς πολίτες, ο Ιέρωνας απαντά συγκρίνοντας τον τυραννικό και τον ιδιωτικό βίο κι επιχειρώντας να αποδείξει πως ο τύραννος δεν μπορεί να είναι περισσότερο ευτυχισμένος από τους απλούς πολίτες.

Συγκεκριμένα αναφέρει την δυσκολία που αντιμετωπίζει ένας τύραννος ως προς το δίλημμα ορθής επιλογής προσώπων για να τα χρησιμοποιήσει. Κοιτάξτε τι λέγει:
-        Λές να γνωρίζουν λιγότερο οι άρχοντες από τους πολίτες ποιο είναι το δίκαιο, το καλό και το σωστό; - Γιγνώσκουσι μὲν γὰρ οὐδὲν ἧττον τῶν ἰδιωτῶν τοὺς ἀλκίμους τε καὶ σοφοὺς καὶ δικαίους -…Λες να μην ξέρουν αλήθεια σ’ όλο το βασίλειό τους, την επικράτειά τους, ποιοι είναι οι άξιοι στους οποίους μπορεί να αναθέσουν ένα έργο και αυτοί να το φέρουν εις πέρας καλώς; Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να το πιστεύη αυτό!!!

Κι όμως εμείς οι δύστυχοι θεωρούμε σήμερα, ότι οι άρχοντές μας τρελάθηκαν ή εμωράνθησαν τόσο και δεν βλέπουν ότι γύρω τους υπάρχουν πολλοί άξιοι να βοηθήσουν την πολιτεία που κλυδωνίζεται. Ο Ιέρων μας διαψεύδει. Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά αυτούς μας λέγει. Και προσέξατε. Όχι γενικώς τους αξίους, αλλά γνωρίζουν και ποιοι είναι ανδρείοι, ατρόμητοι δηλαδή και όχι δειλοί – ίνα ηγηθούν των ενόπλων δυνάμεων της χώρας – και ποιοι είναι σοφοί – διαθέτουν τας εξειδικευμένας γνώσεις εκείνας που απαιτούνται δια να βγάλουν την πατρίδαν από την όποιαν δεινή της θέσιν – αλλά και τους δικαίους, εκείνους που είναι τίμιοι και όχι ληστές, που έχουν αρχές και πιστεύω και θέτουν την κοινήν ωφελεία υπεράνω των δικών των αγαθών. Τότε τι συμβαίνει; Γιατί δεν ευρίσκονται αυτοί οι άξιοι άνθρωποι παρά τω πλευρώ των αρχόντων, ίνα σωθώμεν ως πολιτεία όλοι;

Διότι οι άρχοντες αυτούς τους αξίους, αντί να τους αγαπούν, τους φοβούνται. Τούτους δ᾿ ἀντὶ τοῦ ἄγασθαι φοβοῦνται -… Αυτή η αλήθεια να μείνη μέσα στον νού του καθενός μας. Η εξουσία η τυραννική φοβάται και αυτούς που μπορεί να αποκτήσουν δύναμιν λόγω θέσεως – εις  τον στρατό φερ’ ειπείν, εις το δικαστικόν σώμα άλλως – και τους όποιους σοφούς – τους έχοντες γνώσιν του αντικειμένου των – αλλά και τους δικαίους. Ενθυμείσθε την μορφήν του Χριστοδούλου; Ένας τίμιος και πατριώτης ιεράρχης. Άπαντες τον συμπαθούσαν ή τουλάχιστον δεν ήσαν εχθρικοί απέναντί του σεβόμενοι την τιμιότητα των προθέσεών του. Η εξουσία μάλλον τον εφοβήθη. Το κατάληγμά του; Αυτό ωσάν ενός άλλου που εφοβείτο η παγκόσμιος τυραννία, του προέδρου της Κολομβίας. Παράδειγμα αναφέρω, το πιο πρόχειρο που μου ήρθε στο νού.

Ο Ιέρων όμως συνεχίζει τας αποκαλύψεις του. Τους μέν ανδρείους τους φοβούνται γιατί; Μήπως και τολμήσουν λέγει κάτι ένεκα της ελευθερίας - τοὺς μὲν ἀνδρείους, μή τι τολμήσωσι τῆς ἐλευθερίας ἕνεκεν – μη και κάμνουν κάνα πραξικόπημα, μη και σηκώσουν τον λαόν εναντίον των, μη και κάνουν κάνα κίνημα για χάριν της ελευθερίας. Πότε ακούσαμε τελευταία φορά σενάρια, και από έγκριτον εφημερίδα για πραξικόπημα εις την Ελλάδαν; Τους έχοντας σοφίαν και κρίσιν τους φοβούνται πάλι με την σειρά των μήπως και πλάσουν καμίαν μηχανορραφία εναντίον των - μή τι μηχανήσωνται – καμμίαν συνομωσίαν. Ο Ρήγας πνευματικός άνθρωπος της εποχής του ήταν, σπουδαγμένος. Και προσπάθησε να γκρεμνίση τους τυράννους. Πρώτα οι έχοντες το πνεύμα οργανώνουν και προλειάνουν το έδαφος, διαφωτίζουν το λαό και ύστερα ξεσπά η επανάστασις. Ταύτα είναι γνωστά και σε ένα παιδί. Απομένουν οι δίκαιοι. Αυτούς γιατί τους φοβούνται; Τους φοβούνται λέει μήπως προτιμήση το πλήθος αυτούς ,ως ικανούς να ασκούν εξουσίαν και τους δώση την διακυβέρνησιν της πολιτείας - μὴ ἐπιθυμήσῃ τὸ πλῆθος ὑπ᾿ αὐτῶν προστατεῖσθαι – και άρα αυτούς ως ανίκανους τους πετάξη πέρα.

Ο φόβος είναι τόσο αδυσώπητος, τόσο ανελέητος μέσα των δια αυτές τις κατηγορίες των ανθρώπων, ώστε φθάνουν και στο ειδεχθές έγκλημα. Τους φονεύουν όλους αυτούς, αν βέβαια δεν μπορέσουν να τους κατακρημνίσουν άλλως. Και πάλι επανερχόμενος εις τα ανωτέρω δύο παραδείγματα υπάρχει άρα γε κανείς τόσον αθώος, τόσον μη πιστεύων που να θεωρή ότι οι δύο εκείνοι άνδρες, δίκαιος παπάς ο ένας, στρατηγός ο άλλος, δεν εφονεύθησαν, όταν ο ίδιος ο τύραννος τα λέγει ταύτα;

Ὅταν δὲ τοὺς τοιούτους διὰ τὸν φόβον ὑπεξαιρῶνται, τίνες ἄλλοι αὐτοῖς καταλείπονται χρῆσθαι ἀλλ᾿ ἢ οἱ ἄδικοί τε καὶ ἀκρατεῖς καὶ ἀνδραποδώδεις; Όταν λοιπόν τέτοιου είδους άνδρες φθάνει να φονεύονται εις την πολιτείαν – και άλλοι να μην βγαίνουν μπροστά, λέμε εμείς, εξαιτίας του φόβου μη πάθουν τα ίδια – τότε τι είδους πάστα ανθρώπων απομένει εις αυτούς τους τυράννους δια να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να ασκήσουν την εξουσίαν των; Τίποτα άλλο παρά, προσέξετε, άδικοι, ακρατείς και ανδραποδώδεις, τουτέστιν άνθρωποι μη γνωρίζοντες την έννοιαν του δικαίου μέσα των, άνθρωποι με κάθε είδους πάθη και άνθρωποι δουλοπρεπείς.

Τα είπε όλα σε μιαν εξομολόγησιν εκ βαθέων ο Ιέρων. Δεν μας έκρυψε τίποτα. Κοιτάξατε πέριξ εις την εξουσίαν της συγχρόνου ημών πολιτείας τι ευρίσκεται είδος ανθρώπων. Άνθρωποι του καθεστώτος που επί δικαίων και αδίκων φέρονται το ίδιο. Άνθρωποι που ευλογούν τους έχοντες και κατατρέχουν τους φτωχούς κανοντάς τους φτωχότερους μη ενδιαφερόμενοι για οιονδήποτε ανθρώπινον πόνο, μόνον δια την αύξησιν του πλούτου τους και των ομοϊδεατών των σκεπτόμενοι. Άνθρωποι μέσα στις ηδονές και στα πάθη των φυλακισμένοι, φιλήδονοι, ακόρεστοι, ψεύτες, υποκριτές και τέλος άνθρωποι που έχουν μονίμως σκυμμένον το κεφάλι, διότι έτσι έμαθαν να ζούν, άνθρωποι ραγιάδες, φιλόδουλοι, οίτινες την όποιαν ελευθερίαν την τρέμουν και δια τον εαυτόν των, αφού δεν είναι εις θέσιν να την διαχειρισθούν αλλά έχουν χροίαν πάντοτε από κάποιον να τους καθοδηγή.
Και οι άδικοι πάλι, είναι έμπιστοι του τυραννικού καθεστώτος, και δεν ενδιαφέρεται αυτό δια την αδικίαν των. Αρκεί την δουλειά του καθεστώτος να κάνουν καλά – να ζήσουν οι τελευταίοι υπουργοί οικονομικών του ελληνικού κράτους, διότι δια αυτούς μιλάει ο Ιέρων – μιας και τους έχει στο χέρι. - Οἱ μὲν ἄδικοι πιστευόμενοι, διότι φοβοῦνται ὥσπερ οἱ τύραννοι τὰς πόλεις μήποτε ἐλεύθεραι γενόμεναι ἐγκρατεῖς αὐτῶν γένωνται… διότι αυτοί οι άδικοι θα πεθάνουν με τον φόβο μη τυχόν και η πολιτεία κάποτε ξυπνήση και ελευθερωθή και τους λιντσάρη παίρνοντας εκδίκησιν δια τα όσα έως τότε της είχαν άδικα πράξει. Οι πόρνοι από την άλλη και οι μοιχοί και η φιλήδονοι και οι φιλοχρήματοι στο έπακρον, πιο έμπιστοι και από τους πρώτους στο καθεστώς, τρελοί μέσα στην φιληδονία των ζούν για το τώρα - οἱ δ᾿ ἀκρατεῖς τῆς εἰς τὸ παρὸν ἐξουσίας ἕνεκα - και δεν τους νοιάζει τίποτα για το αύριο. Την ηδονήν των να ικανοποιούν και τίποτα άλλο δεν περνά από τον λογισμόν των. Δια τούτο και σαν αποθρασύνονται και με τις πλάτες των τυράννων και της εξουσίας εκείνων, προσπαθούν σαν τους δοθή η ευκαιρία να διαστρέψουν την εγκράτεια του πλήθους, να κάνουν κι άλλους, όσους περισσότερους μπορούν σαν τους ίδιους, για να κρύψουν την δικήν των αναισχυντία και άρα να είναι δικαιολογημένη η σαθρότητά των. Έτσι κάπως τελευταίως εκ τοιούτων μας προέκυψε και το θέμα της νομιμοποιήσεως της ομοφυλοφιλίας!! 

Με τοιαύτα όμως και με δουλοπρεπή ανθρωπάρια, όπως είπαμε παραπάνω - οἱ δ᾿ ἀνδραποδώδεις, ὅτι οὐδ᾿ αὐτοὶ ἀξιοῦσιν ἐλεύθεροι εἶναι – δεν είναι δυνατόν να ευτυχίση μια πολιτεία και δεν είναι δυνατόν οι τυραννεύοντες αυτήν να την κρατούν καθηλωμένη εις το διηνεκές και με όλην των την βίαν τη συμπράξει τοιούτων ανθρώπων ευτελών να μην αφίουν ανθρώπους ελεύθερους να επιτύχουν το αυτονόητον, ήτοι την διακυβέρνησιν της πολιτείας των υπό ανθρώπων ανδρείων, σοφών και προπαντώς δικαίων.


[1] Ο Ιέρων ήταν τύραννος της πόλης των Συρακουσών. Ήταν δευτερότοκος γιος του Δεινομένη από την Γέλα και διοίκησε τις Συρακούσες από το 477 έως το 466 π.Χ.. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του οι Συρακούσες γνώρισαν μεγάλη ακμή. Πολέμησε σε αρκετές μάχες στο πλευρό του μεγαλύτερου αδελφού του, Γέλωνα, ο οποίος λίγο πριν το θάνατό του, το 478 π.Χ., τον όρισε ως διάδοχό του. Το γεγονός αυτό τον έφερε σε σφοδρή αντιπαράθεση με τους μικρότερους αδελφούς του, Πολύζαλο και Θρασύβουλο, η σύγκρουση όμως αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή έπειτα από επέμβαση του ποιητή Σιμωνίδη. Επανίδρυσε την πόλη Κατάνη, αφού πρώτα εξόρισε τους κατοίκους της στους Λεοντίνους, (στο ίδιο μέρος εξόρισε και τους κατοίκους της Νάξου), εποικίζοντας την με 5000 Συρακούσιους και 5000 Πελοποννήσιους μισθοφόρους του στρατού του και την ονόμασε Αίτνα. Από εκεί πήρε και το προσωνύμιο «Αιτναίος». Το 474 π.Χ. νίκησε τους Τυρρηνούς και τους Καρχηδόνιους συμμάχους τους, καταλύοντας έτσι οριστικά την θαλασσοκρατία των πρώτων. Ως κυβερνήτης χαρακτηριζόταν πράος και εξαιρετικά ικανός, ενώ υποστήριξε τους ποιητές, τους μουσικούς και γενικά τους καλλιτέχνες. Στην αυλή του διέμεναν πολλοί λαμπροί άνδρες της εποχής όπως ο Σιμωνίδης, ο Ξενοφάνης, ο Επίχαρμος, ο Αισχύλος, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης και άλλοι ενώ γύρω στο 470 π.Χ. συνδέθηκε με τον εξόριστο από την Αθήνα, Θεμιστοκλή. Επίσης ο Πυθίων του αφιέρωσε μια αξιοθαύμαστη για την χάρη της και για το ύψος των ιδεών Ολυμπιακή ωδή, όταν οι ίπποι του Ιέρωνα κέρδισαν στους Ολυμπιακούς αγώνες το 468 π.Χ. Από την άλλη πλευρά όμως, χαρακτηριζόταν ως φιλάργυρος ενώ ήταν ο πρώτος ο οποίος εφάρμοσε δίκτυο κατασκοπεία, χρησιμοποιώντας τους ονομαζόμενους από τους Αρχαίους, «ωτακουστές». Πέθανε το 466 π.Χ. και ετάφη στην Κατάνη, ο τάφος του όμως καταστράφηκε από τους παλαιούς κατοίκους της πόλης όταν αυτοί επέστρεψαν από την εξορία (Βικιπαίδια)





Προλεγόμενα στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)





επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-






[Ενθάδε συν θεώ ολοκληρώνω την παρουσίαση των προλεγομένων εις τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους, μετά των τελευταίων διδαγμάτων των απορρεόντων εκ του συγγράματος, χρήσιμον ανάγνωσμα, ουχί μόνον δια τους μαθητάς μας των Λυκείων της χώρας, προκειμένου να τα έχωσι υπόψη κατά την προετοιμασίαν των δια τας εξετάσεις των, αλλά και εις τον καθένα φρόνιμον άνθρωπον, όντινα αγαπά να ερευνήση, πόθεν προκύπτει η κοινή ωφέλεια εις έν έθνος. Κι αν μεν μετά των «Ηθικών» του ο Σταγειρίτης σοφός μας έδειξεν τον τρόπον ίνα αποκτήσωμεν την ατομικήν ευδαιμονίαν, μετά των πολιτικών ενθάδε μας δεικνύει, άπαξ και δια παντός την συλλογικήν, την κοινωνικήν ευδαιμονίαν.]