ΓΕΡΟΥΝΔΙΑΚΗ ΕΛΞΗ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ





του
Γεωργίου Πλακίδα



Γερουνδιακή έλξη ονομάζεται η χρήση γερουνδιακού αντί γερουνδίου. Πιο συγκεκριμένα η μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης (με γερούνδιο) σε παθητική (με γερουνδιακό).
σημείωση: στη μετάφραση διατηρούμε την ενεργητική σύνταξη σαν να μην υπήρχε η έλξη.



Τὸ ἐπάγγελμα καὶ ἡ ἐκλογὴ αὐτοῦ



των
Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
- Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ




Ἐπάγγελμα

Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ τακτικἦ ἐργασία μὲ τὴν ὁποίαν καθεὶς ἀπασχολεῖται. Μέσα εἰς τὸν ὅρον «ἐπάγγελμα» ὑπάρχει ἡ ἔννοια μιᾶς ὑποσχέσεως, τὴν ὁποίαν ἐδώσαμεν εἰς τὴν κοινωνίαν, διὰ τὰς ἱκανότητας ποὺ πρόκειται νὰ διαθέσωμεν εἰς τὸν κοινὸν σκοπόν. Ἕκαστος ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ταλάντων ποὺ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἤτοι ἀναλόγως τῶν φυσικῶν κλίσεών του καὶ δυνατοτήτων, ὀφείλει νὰ δράσῃ ἐπωφελῶς εἰς τὴν περιοχὴν ποὺ τοῦ διετέθη καὶ νὰ συντελέσῃ τὸ κατ’ αὐτὸν εἰς τὴν πραγματοποίησιν τῆς θείας βουλήσεως ὡς πρὸς τὴν ἐξέλιξιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἴσως ὁ κύκλος τῆς ἐνεργείας του εἶναι μικρός, ἡ ἀποστολὴ ὅμως εἶναι μεγάλη καὶ τιμητικὴ καὶ ὁ καθεὶς ἔχει τὴν εὐκαιρίαν νὰ φανῇ ἀντάξιος τῆς θείας κλήσεως. Δι’ αὐτὸ ὅμως πρέπει νὰ ἀφοσιώνεται εἰς τὸ ἐπάγγελμά του, νὰ τὸ ἀγαπᾷ καὶ νὰ τὸ αἰσθάνεται ὡς καθῆκον ἔναντι ἑαυτοῦ καὶ τῆς κοινωνικῆς ὁλότητος, ἔναντι αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διὰ τοῦτο ἡ ἐκλογὴ τοῦ καταλλήλου ἐπαγγέλματος εἶναι πρόβλημα δύσκολον. Ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὴν ἐξαρτᾶται ἡ ἀτομικὴ εὐδοκίμησις καὶ ἡ ὠφέλεια τοῦ συνόλου. Εἰς τὴν δυσκολίαν ἐκλογῆς συντελεῖ τὸ πλῆθος καὶ ἡ ποικιλία τῶν ἐπαγγελμάτων. Ἕνεκα τούτου καὶ ἡ κατάταξις αὐτῶν εἰς κατηγορίας γίνεται μὲ διαφόρους βάσεις. Ἐλευθέρια ὁνομάζουν τὰ ἐπαγγέλματα τοῦ δικηγόρου, τοῦ ἰατροῦ, τοῦ καλλιτέχνου καὶ αὐτὰ τὰ ἴδια ὑπὸ ἄλλην ἔποψιν καλοῦνται πνευματικά. Ὑλικώτερον χαρακτῆρα ἔχουν τὰ γεωργικά, κτηνοτροφικά, ἁλιευτικά, βιοτεχνικὰ ἐπιτηδεύματα καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη τὰ καθαρῶς χειρωνακτικά. Ὑπάρχουν ἐργοδόται καὶ ἐργάται, παραγωγοὶ καὶ μεταπωληταί, βιομήχανοι καὶ ἔμποροι, ἐμπνευσταὶ καὶ ἐκτελεσταὶ παντοειδῶν ἔργων. Μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος αὐτὸ ὁ νέος ὀφείλει νὰ έκλέξῃ ἕν. Δὲν εἶναι ὀρθὸν ἡ ἐκλογὴ νὰ ἀφήνεται εἰς τὴν τύχην καὶ εἰς τὴν φορὰν τῶν περιστάσεων. Ἄς ἐξετάζῃ καθεὶς τὰς κλίσεις του, τὴν προδιάθεσιν, τὸ ἐσωτερικόν του φρόνημα διὰ μίαν ἐργασίαν καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν σωματικήν του ἀντοχήν. Ἄς ἐρευνήσῃ μήπως καθαρῶς ὑλικὰ ἐλατήρια, ἡ προσδοκία μεγάλου κέρδους καὶ ἐπιβολῆς, ἄσχετα πρὸς κάθε ἄλλην σκέψιν, τὸυ ὠθοῦν πρὸς αὐτό. Ἄς ἀναλογισθῇ τὸ ποιὸν τοῦ ἐπαγγέλματςς, διὰ νὰ μὴ εὑρεθῇ εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ έξαγοράσῃ τὴν ἀναμενομένην ὠφέλειαν μὲ τὴν ἠθικὴν του ζημίαν. Προκειμένου δὲ δι’ ὡρισμένην κλῆσιν, ὡς ἡ τοῦ ἱερέως, ἂς σκεφθῇ δὶς καὶ τρὶς ἂν κρίνῃ ἑαυτὸν ἄξιον νὰ ἀναλάβῃ τὸ ἔργον τοῦ πνευματικοῦ ποιμένος καὶ τὰς εὐθύνας πνευματικοῦ πατρός.

Ὄχι μόνον ἡ ἐκλογὴ εἶναι δύσκολος, ἀλλὰ καὶ ἡ προπαρασκευὴ διὰ τὸ ἐκλεγὲν ἐπάγγελμα πρέπει νὰ εἶναι ἐπίμονος καὶ προσεκτική. Πρέπει ὁ μέλλων νὰ ἀσκήσῃ ἓν ἐπάγγελμα, ἰδίως ὁ νέος, νὰ ἀποκτήσῃ τὸν ἀναγκαῖον πρὸς τοῦτο ὁπλισμόν. Ἰδίως πρέπει νὰ ἐφοδιασθῇ μὲ γνώσεις ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρας καὶ ἀκριβεστέρας καὶ μὲ ἀναλόγους δεξιότητας. Ἄλλως θὰ δοκιμάσῃ ἀπὸ τὰ πρῶτα βἡματα σκληρὰς ἀπογοητεύσεις, θὰ αἱσθανθῇ νὰ κατακλύζεται ἀπὸ ἕν αἴσθημα μειονεκτικότητος καὶ δὲν θὰ ἔχῃ τὴν χαρὰν ὅτι προσφέρει πραγματικὴν ὑπηρεσίαν εἰς τὴν κοινωνικὴν ὁλότητα. Ἐπειδὴ δὲ τότε ἡ ἀναπλήρωσις τῶν κενῶν θὰ εἶναι δυσχερὴς, ἂς φροντίσῃ ἐγκαίρως, κατὰ τὸν χρόνον τῆς μαθητείας του καὶ τῆς σπουδῆς, ὅπως καταστῇ ἄξιος νὰ ἀνταποκριθῇ εἰς τὰς μελλοντικὰς ἀνάγκας. Ὡς μαθητὴς καὶ σπουδαστὴς ἂς μὴ ἀποβλέπῃ εἰς τὴν ἀπόκτησιν ἑνὸς τυπικοῦ τίτλου σπουδῶν, ἀλλ’ εἰς τὴν σοβαρὰν καὶ πλήρη κατάρτισίν του.

Κατὰ δὲ τὴν ἄσκησιν τοῦ ἐπαγγέλματος βάσις διὰ τὴν εὐδοκίμησιν καὶ τὴν προαγωγὴν τοῦ ἀσκοῦντος αὐτὸ ἂς εἶναι ἡ ἐντιμότης. Ἡ εὐσυνειδησία κατὰ τὰς διαφόρους σχέσεις καὶ ἡ εἰλικρίνεια εἰς τὰς συναλλαγὰς δημιουργεῖ ἀτμοσφαῖραν ἐμπιστοσύνης, ἡ ὁποία πάλιν συντελεῖ εἰς τὴν ἐπέκτασιν τῆς ἐργασίας. Ὁ ἔντιμος ἐπαγγελματίας εἶναι εἶς ἀφανὴς ἐργάτης τῆς ἠθικῆς προαγωγῆς τῆς ὅλης κοινωνίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπιδρᾷ εὐεργετικῶς τὸ παράδειγμά του. Ὄχι δὲ μόνον δίκαιος, ἀλλὰ καὶ φιλάνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι ὁ μετερχόμενος ἓν ἐπάγγελμα καὶ νὰ προσφέρῃ τὰς ὑπηρεσίας του εἰς πάσχοντας συνανθρώπους ἀντὶ μικρᾶς ἢ καὶ οὐδεμιᾶς ἐνίοτε ἀμοιβῆς.

Ἡ πρὸς τὸ ἐπάγγελμα ἀγάπη ὠθεῖ ἐνίοτε εἰς ἀτόπους ἐνεργείας. Ἐν τῇ φροντίδι του νὰ ἀνέλθῃ κανεὶς ὑψηλότερον, ὑπερβαίνει τὸ μέτρον καὶ καταπατεῖ τὰ δικαιώματα τῶν ὁμοτέχνων του προσπαθῶν νὰ ἀναβῇ διὰ μιᾶς εἰς τὴν κορυφήν. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὴν ἀπαιτουμένην ὡριμότητα, εἶναι ἀνεπαρκὴς διὰ τὰ νέα καθήκοντα καὶ εἰς τὸ σύνολουν ἐπιβλαβής. Ἄς φροντίσῃ λοιπὸν πρῶτον νὰ διακρὶθῇ μεταξὺ τῶν ὁμοίων του καὶ ἡ προαγωγή του εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας θὰ ἔλθῃ ὡς κάτι φυσικὸν μὲ τὸν καιρόν, χωρὶς νὰ προκαλέσῃ οὔτε δυσαρεσκείας οὔτε βλάβην. Τὰ μέσα, διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἀνέλθῃ εἰς τὴν ἐκτίμησιν τῶν περὶ αὐτόν, ἂς εἶναι ἡ τιμιότης καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια. Ἐκδήλωσις ἀξιοπρεπείας εἰναι π.χ. τὸ νὰ μὴ ἀνακοινώνῃ τὰ ἐπαγγελματικὰ μυστικά, νὰ μὴ ρίπτῃ τὰς ἰδίας εὐθύνας ἐπάνω εἰς ἄλλους, νὰ ἔχῃ ἐπαγγελματικὴν ἀλληλεγγύην. Τοῦτο δὲν συνεπάγεται βεβαίως προστασίαν τῆς παρονομίας, οὔτε συγκάλυψιν ξένων εὐθυνῶν.

Μερικὰ ἐπαγγελματικὰ προβλήματα

Ὑπάρχουν ἀνδρικὰ καὶ γυναικεῖα ἐπαγγέλματα; Ἡ ἀντίληψις ὅτι ἡ γυναῖκα εἶναι ὂν κατώτερον τοῦ ἀνδρὸς εἶναι πλέον ἀσύστατος - ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ἀκόμη ποὺ ἠκούσθη τὸ γνωστὸν κὴρυγμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν. Δὲν εἶναι λοιπὸν σωστὸν νὰ θεωρῆται φύσει ἀνίκανος δι’ ἐργασίας ποὺ ἐγνωρίζομεν ὡς ἀνδρικάς. Ἐν τούτοις, ὅταν ἐνθυμηθῶμεν ὅτι ἀχώριστος ἀπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς γυναικὸς εἶναι ἡ ἔννοια τῆς μητρότητος, θὰ καταλάβωμεν ὅτι τὰ καθήκοντα τοῦ τεκνογονεῖν καὶ τεκνοτροφεῖν, ποὺ ἀνέθετεν εἰς τὰς γυναῖκας ὁ θεῖος Ἀπόστολος (Α΄ Τιμ. ε΄, 14), εἶναι εὐάρμοστα εἰς αὐτάς. Ἡ ἀποστολὴ τῆς γυναικὸς μέσα εἰς τὸ σπίτι εἶναι σπουδαιοτάτη. Ἀπὸ αὐτὴν ἀναμένουν ὅλοι οἱ ἐντὸς αὐτοῦ. Ἡ εὐταξία ἡ ἐσωτερικὴ καὶ ἡ καθαριότης, ἡ σώφρων διαχείρισις τῶν χρημάτων ποὺ διατίθενται διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς οἰκογενείας, ἡ σύντονος παρακολούθησις τῆς ἀγωγῆς τῶν τέκνων εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καθήκοντα τῆς γυναικὸς καὶ κανεὶς δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἀναπληρώσῃ εἰς αὐτά. Κανεὶς ὡσαύτως δὲν εἶναι εἰς θέσιν περισσότερον τῆς γυναικὸς νὰ δημιουργήσῃ τάξιν εἰς τὴν οἰκίαν. Καὶ ἡ τάξις εἶναι ὅ,τι ὡραιότερον ἠμπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσῃ κανείς.

Μὲ τὴν ἔμφυτον ἀγάπην της ἡ μητέρα εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ τὰς πλέον ἐνδομύχους ἐπιθυμίας τῶν παιδιῶν της, νὰ μαντεύῃ τὰς μαλλον ἀδὴλους ἀνάγκας των, νὰ παρακολουθῇ τὰς διαθέσεις καὶ τὰς κλίσεις των, ὥστε νὰ ἐνισχύῃ τὰς ἐξ αὐτῶν ἠθικὰς καὶ νὰ περιορἴζῃ τὰς ἄλλας, γενικῶς δὲ μὲ τὴν θαυματουργὸν ἐπενέργειαν τῆς άγάπης της νὰ ἐπιτυγχάνῃ διὰ τὴν ἠθικὴν προαγωγὴν τῶν τέκνων ὅσα δὲν ἐπιτυγχάνουν ὅλα ὁμοῦ τὰ παιδαγωγικὰ συστήματα καὶ ὅλοι οἱ κώδικες περὶ ποινῶν. Ὅσον διὰ τὰ λοιπὰ ἐπαγγέλματα, πολλὰ μὲν προσιδιάζουν εἰς αὐτήν, ὅπως τὸ τῆς διδασκαλίσσης, τῆς πωλητρίας ὑφασμάτων, τῆς νοσοκόμου, τῆς ραπτρίας, τῆς παιδαγωγοῦ, τῆς παιδιάτρου. Διὰ δὲ τὰ λοιπὰ κάθε γυναῖκα καὶ κάθε οἰκογένεια ἂς προσέξῃ μήπως τὸ ἀσυμβίβαστον τοῦ έπαγγέλματος πρὸς τὰς ἀνάγκας τοῦ οἴκου καὶ τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν γίνῃ αἰτία ἢ ἀμελοῦς ἀσκήσεως τοῦ ἐπαγγέλματος ἢ βλάβης ἀνεπανορθώτου εἰς τὴν οἰκογένειαν.

Ἀλλ’ ἐνῷ ἡ χριστιανικὴ Ἠθικὴ ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ ἐπιθυμία τῆς γυναικὸς νὰ δείξῃ τὰς ἱκανότητάς της καὶ ἔξω τοῦ οἴκου δὲν ἔχει τι τὸ ἀντιχριστιανικόν· καὶ ἐνῷ παραδέχεται ὅτι ἐνίοτε ἡ ἀνδρικὴ φιλαυτία ἔκαμε κατάχρησιν τῆς ἀνδρικῆς ὑπεροχῆς καὶ ὤθησε τὴν γυναῖκα εἰς δουλικὴν ὑποτέλειαν - ὅμως δἐν υἱοθετεῖ ὅλας αὐτῆς τὰς ἀξιώσεις ὑπὸ τὴν μορφὴν ποὺ ἐμφανίζονται εἰς τὴν νεωτέραν ἐποχήν. Ἡ ἔξαλλος τάσις τῆς γυναικὸς νὰ ἀγνοήσῃ τὴν ζηλευτὴν ἀποστολήν της ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ νὰ ριφθῇ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς δημοσίας ζωῆς καὶ εἱς τὴν δίνην τῶν πολιτικῶν ἀγώνων διαγωνιζομένη καὶ διαγκωνιζομένη πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ διεκδικοῦσα τὰ ἀνήκοντα εἰς ἐκεῖνον ἔργα δὲν εὑρίσκει σύμφωνον τὴν χριστιανικὴν σκέψιν. Ἀπεναντίας θεωρεῖται ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν Ἠθικὴν παρεκτροπή, ἡ ὁποία εἶναι ἐξ ἄλλου καταδικασμένη εἰς ἀποτυχίαν. Δὲν βλέπομεν δὲ καὶ ποῖον ὄφελος θὰ ἠδύνατο νὰ προκύψῃ ἀπὸ μίαν ἀνατροπὴν τῶν προαιωνίων ὅρων. Ἡ πρόοδος τὸ πολὺ νὰ σημαίνῃ ἐξίσωσιν τῶν δύο φύλων· δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ταὐτίζεται πρὸς ἀντιστροφὴν τῶν ὅρων.

Ἐνίοτε ἀνακύπτει ἀντίθεσις καὶ ἀσυμβίβαστον μεταξὺ τοῦ ἐπαγγελματικοῦ καθήκοντος καὶ τοῦ καθήκοντος ποὺ ἔχει κανεὶς ὡς μέλος οἰκογενείας ἢ τῆς ὅλης κοινωνίας ἢ τῶν καθηκόντων πρὸς τὸν ἑαυτόν του. Ἡ ἐργαζομένη μητέρα, ἠναγκασμένη νὰ κινῆται μακρὰν τῶν τέκνων της, εὑρίσκεται εἰς πολὺ δυσάρεστον θἑσιν. Ὁ δημιουργικὸς ἐπιστήμων, ὁ ἀφαιρῶν ὥρας ἀπὸ τὸ ἐργαστήριον ἢ τὴν μελέτην, διὰ νὰ διδάσκῃ ἐπὶ μικρᾷ ἀμοιβῇ στοιχειώδεις τινὰς γνώσεις, ὁ ζωγράφος πού, ἐνῷ εἶναι δόκιμος καλλιτέχνης, ὑποχρεώνεται ἀπὸ τὴν ἀνάγκην νὰ κατασκευάζῃ κατὰ δωδεκάδας εἰκόνας ἐξ ἀντιγραφῆς, εἶναι περιπτώσεις ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι τὸ ἐπάγγελμα παρὰ τὴν μεγάλην σπουδαιότητα διὰ τὸν ἄνθρωπον ἔχει καὶ τὴν τραγικήν του ὄψιν. Ὄχι ὀλίγοι βιάζονται νὰ ριφθοῦν εἰς τὴν ἐπαγγελματικὴν βιοπάλην παρὰ τὰς κλίσεις καὶ τὰς προσδοκίας των, ἄλλοι δὲ εἶναι καταδικασμένοι νὰ ἐργάζωνται κατὰ τρόπον ὅλως μονότονον καὶ μηχανικόν. Μερικοὶ ἀναγκάζονται νὰ ἐπιδοθοῦν εἰς ἐπαγγέλματα οὐχὶ παραγωγικά. Ὑπάρχουν πράγματι ἐπαγγέλματα ποὺ ἀποκαλοῦνται, ὄχι χωρὶς δόσιν ἐπικρίσεως, «παρασιτικά». Κακῶς. Διότι καὶ ὁ μεταπράτης εἶναι πολλάκις στοιχεῖον ἀπαραίτητον διὰ τὴν μετατόπισιν τῶν ἀγαθῶν καὶ ὑπάρχουν ἔντιμοι καὶ ὀλιγαρκεῖς μεταπράται, ὅπως ὑπάρχουν παραγωγοὶ καὶ δημιουργοὶ ἀνάλγητοι καὶ πλεονέκται. Κατ’ ἀρχὴν κανἐν ἐπάγγελμα δὲν εἶναι, αὐτὰ καθ’ ἐαυτό, ἀτιμωτικόν, ἐκτὸς ἂν εἶναι μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀποφεύγουν τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ασκοῦνται μόυον εἰς τὴν προστατευτικὴν σκιὰν τῆς νυκτὸς ὑπὸ σκοτίων ἀνθρώπων, πρὸς τοὺς ὁποίους καὶ ἡ ποινικὴ δικαιοσύνη ἔχει δοσοληψίας. Κατὰ τὰ λοιπὰ ἰσχύει πάντοτε τοῦ Ἡσιόδου ἡ ρῆσις ὅτι οὐδεμία ἐργασία φέρει ἐντροπήν.

Πολλάκις ἕν ἐπάγγελμα ὑψώνεται ἢ καταρρίπτεται ἀναλόγως ἐκείνων ποὺ μετέρχονται αὐτὸ καὶ εἶναι δυνατὸν τὰ ἱερώτατα τῶν ἐπαγγελμάτων εἰς ἀκαταλλὴλους χεῖρας νὰ ὑποστοῦν ἀνεπανόρθωτον τριβὴν.

Ἐν συμπεράσματι, ὅταν ὁ μετερχόμενος ἓν ἐπάγγελμα συναισθάνεται ὅτι οὕτως ἢ ἄλλως ἐκπληρώνει μίαν ἀποστολὴν καὶ εἶναι εἰς ἀπὸ τοὺς συντελεστὰς εἰς τὸν τεράστιον κοινωνικὸν ὁργανισμὸν καὶ τὴν λειτουργίαν του· καὶ ὅταν πιστεύῃ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος οὕτως ηὐδόκησε νὰ οἰκονομήσῃ τὰ πράγματα, καὶ ἐλπίζῃ εἰς μίαν καλυτέραν αὔριον, ἡ ὁποία θὰ ἔλθῃ ἀφεύκτως δι’ ἐκείνους ποὺ θὰ τὸ θελήσουν - τότε ἀμβλύνεται τὸ δυσάρεστον συναίσθημα καὶ ὁ κάματος καὶ ἡ πλῆξις ἀπὸ τὴν ἀνιαρὰν ἢ ἐξαντλητικὴν ἐργασίαν μετριάζεται. Τὸ ἐπάγγελμα ἔχει ἐνίοτε τὴν τραγικὴν ὄψιν του· ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ τὸ καταστὴσῃ πάντοτε μεν ἀνεκτόν, οὐχὶ δέ σπανίως καὶ χαρούμενον καὶ ἑλκυστικόν.

·        «Ἔργον οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δὲ τ’ ὄνειδος»
(Ἡσ. Ἔργ. 311).
·        «Τῇ μὲν γυναικὶ κάλλιον ἔνδον μένειν ἢ θυραυλεῖν, τῷ δὲ ἀνδρὶ αἴσχιον ἔνδον μένειν ἢ τῶν ἔξω ἐπιμελεῖσθαι»
(Ξεν. Οἰκον. 7,30).



Όποιος ἀνυψώνεται θὰ ταπεινωθῆ καὶ ὅποιος ταπεινώνεται θὰ ἀνυψωθῆ




του
ΤΕΛΗ ΠΕΚΛΑΡΗ



Ἀφήνουμε σήμερα στὴν εἰσαγωγή μας νὰ μιλήση ὁ Κύριος γιὰ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ προσευχόμαστε. Εἶναι παρμένα τὰ λόγια του ἀπὸ τὸν ἅγιο εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο (Ματθ. στ´, 5 - 13).
«Κι ὅταν κάνετε προσευχή, μὴ γίνεστε σὰν τοὺς ὑποκριτὲς ποὺ ἀγαποῦν νὰ στέκουν ὄρθιοι μέσα στὶς συναγωγὲς καὶ στὶς γωνιὲς τῶν μεγάλων δρόμων καὶ νὰ προσεύχωνται γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους. Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, αὐτοὶ (μὲ τὶς τιμὲς ποὺ τοὺς κάνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν ἐπιδεικτική τους εὐσέβεια) ἔλαβαν τὴν πληρωμή τους. Ἐσὺ ὅμως, ὅταν θέλης νὰ προσευχηθῆς, τραβήξου στὸ κελί σου, κι ἀφοῦ κλείσης τὴν πόρτα, προσευχήσου στὸ Θεὸ ποὺ εἶναι στὰ κρυφά, κι ὁ πατέρας σου ποὺ σὲ βλέπει στὰ κρυφὰ θὰ σὲ πληρώση στὰ φανερά.»

Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν (κεφ. ιη´, 10 - 14)

Κείμενον

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ Ιερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἶς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ θεός, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης.
Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς, οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λὲγων ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
Λέγω ὑμῖν· κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἤ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψώθήσεται.

Ἐξήγησις

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή. Δυὸ ἄνθρωποι πῆγαν μέσα στὸ ναό, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν· ὁ ἕνας Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
Κι ὁ Φαρισαῖος στάθηκε κι αὐτὰ παρακαλοῦσε μέσα του· σὲ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοὺς ἅρπαγες, τοὺς ἄδικους, τοὺς μοιχούς, οὔτε καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν Τελώνη.
Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα κερδίζω.
Ὅμως ὁ τελώνης ἔστεκε μακριὰ καὶ δὲν ἤθελε μήτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση στὸν οὐρανό, μόνο χτυποῦσε τὸ στῆθος του κι ἔλεγε. Θεέ μου, εὐσπλαχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό.
Σᾶς λέγω, αὐτὸς κατέβη ἀθωωμένος σπίτι του παρὰ ὁ ἄλλος, γιατὶ ὅποιος ἀνυψώνεται θὰ ταπεινωθῆ κι ὅποιος ταπεινώνεται θ’ ἀνυψωθῆ.

Ρητό:
«Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».

Δίδαγμα

Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀνάγκη στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες. Ὁ καθένας μας αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό του ὑποχρεωμένο νὰ μιλήση μὲ τὸ Θεό.
Σ’ αὐτόν, σὰ γιὸς στὸν πατέρα, λέγει τὸν πόνο του, τὶς στενοχώριες του, τὶς θλίψεις του, τὰ βάσανά του καὶ ζητάει βοήθεια. Ἀπ’ αὐτὸν ζητάει νὰ χύση βάλσαμο παρηγοριᾶς στὰ πονεμένα στήθη του. Νὰ τοῦ σφουγγίση τὰ δάκρυα τοῦ πόνου καὶ νὰ τοῦ δώση τὴ δύναμη νὰ νικήση τὶς μπόρες καὶ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς.
Στὸ Θεό μας λέμε καὶ τὴ χαρά μας καὶ τὴ νιώθομε διπλὴ σὰν ξέρομε· πὼς μᾶς συντροφεύει. Λόγια εὐγνωμοσύνης τοῦ ἀπευθύνομε κι ἀναφωνοῦμε «δόξα σοι ὁ Θεός», ὅταν μὲ τὴ βοήθειά του πιτυχαίνομε στὶς πράξεις μας.
Μεγάλη ἡ τιμή ποὺ μᾶς κάνει νὰ μιλᾶμε ἀπευθείας μαζί του. Γιατὶ ὁμιλία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἡ προσευχή.
Ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ στεκόμαστε μπροστὰ στὸν Παντοδύναμο Θεό μας καὶ ζητᾶμε νὰ μᾶς ἀκούση. Ἄς μὴ νομίσωμε ὅμως πὼς κάθε προσευχὴ εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ προσευχή ποὺ γίνεται μὲ ταπεινοφροσύνη, μὲ φόβο Κυρίου, δηλαδὴ μὲ σεβασμό, γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Προσευχὴ ὑπερήφανη δὲ γίνεται δεκτή, γιατὶ ὁ Κύριος, λέγει ἡ Αγία Γραφή, πάει ἐνάντια σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι ὑπερήφανοι καὶ εὐλογάει τοὺς ταπεινούς. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».
Δυὸ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους ποὺ προσεύχονται μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ περικοπὴ καὶ δυὸ διαφορετικοὺς τρόπους προσευχῆς. Ὁ ἕνας εἶναι Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
Ὁ Φαρισαῖος μπαίνει στὴν ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Εἶναι ἀσφυκτικὰ γεμάτη. Ὁ κόσμος τοῦ κάνει μέρος νὰ περάση καὶ τὰ μακριά του ράσα σέρνουν τὴ σκόνη τοῦ δαπέδου. Κρόσσια πολλὰ κρέμονται ἀπὸ τὸ μεταξωτὸ σάλι, ποὺ ἔχει ριγμένο στὶς πλάτες του. Στέκεται μπροστά ἀπ᾽ ὅλους. Σηκώνει τὰ χέρια ψηλὰ καὶ τὰ πλατυμάνικα ράσα του κρεμιοῦνται μὲ μεγαλοπρέπεια.
Μὲ λόγια εὐχαριστίας ἀρχίζει τὴν προσευχή του, πολὺ σωστά, ἀλλὰ καὶ μὲ λόγια περηφάνειας καὶ αὐτοθαυμασμοῦ τὴ συνεχίζει.
Ἡ ὑποκρισία ποὺ διακρίνει ὅλα του τὰ ἔργα, ὅλες τους τὶς πράξεις, γυμνὴ παρουσιάζεται καὶ στὴν προσευχή του. Κατηγορεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἅρπαγες, ἄδικους, ἀνήθικους. «Δὲν εἶμαι καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν τελώνη».
«Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ» λέγει στὸ Θεὸ καὶ τοῦ ἀπαντοῦμε ἐμεῖς: Ναί, δὲν εἶσαι σὰν τοὺς λοιπούς. Γιατὶ ἐκεῖνοι εἶναι ταπεινοὶ κι ἐσὺ περήφανος. Ἐκεῖνοι προσέρχονται μὲ εὐλάβεια μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ σὺ μ᾽ ἀδιαντροπιά. Ἐκεῖνοι ἀναγνωρίζουν τὰ σφάλματά τους καὶ σὺ προσθέτεις καὶ ἄλλα μ’ αὐτὰ ποὺ λέγεις. Ἐκεῖνοι εἶναι πραγματικὰ δίκαιοι καὶ σὺ μόνο μέ λόγια.
Καὶ συνεχίζει ὁ ὑποκριτής: Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα Δευτέρα καὶ Πέμπτη καὶ δίνω στὴν ἐκκλησία τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ ὅλα ὅσά ἀποχτῶ.
Μᾶς τὸ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ πιὰ πράγματα πλήρωναν τὸ δέκατο. Νὰ πῶς τοὺς καυτηριάζει καὶ τοὺς ξεσκεπάζει: «Ἀλίμονό σας γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, ποὺ πληρώνετε τὸ δέκατο τοῦ δυόσμου, τοῦ ἄνηθου καὶ τοῦ κύμινου καὶ παραμελήσατε τὰ σημαντικότερα τοῦ νόμου, τὴ δικαιοσύνη, τὸ ἔλεος καὶ τὴν πίστη. Ὁδηγοὶ τυφλοί, διυλίζετε τὸ κουνούπι καὶ καταπίνετε τὴ γκαμήλα».
Δὲν τοὺς ἀρνεῖται κανεὶς τὴ νηστεία, ἀλλὰ ὅλα ὅμως αὐτὰ εἶναι ἐξωτερικὰ γνωρίσματα καὶ δὲ δείχνουν τὸν πραγματικὸν ἄνθρωπο. Δὲ δείχνουν πὼς βασιλεύει μέσα του ἡ καλοσύνη, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀλήθεια.
Τέτοια προσευχὴ δὲν εἶναι δεκτὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀντὶ νὰ ἀκούση ὁ Θεὸς, ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό Του. Τέτοια προσευχή, ὅταν ἀνεβαίνη σὰν τὸ θυμίαμα ἐνώπιόν Του, σκορπίζεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸν ἀέρα, προτοῦ νὰ φτάση ὡς τὸν Πλάστη.
Ἀλλὰ εἶναι καιρὸς νὰ γυρίσωμε στὸν τελώνη. Νὰ σταθοῦμε κοντά του στὴ γωνιὰ τοῦ ναοῦ καὶ νὰ ἀκούσωμε τὰ λόγια, ποὺ σιγὰ σιγὰ λέγει ὁ ταπεινὸς τοῦτος, σὲ σύγκριση μὲ τὸ Φαρισαῖο, ἄνθρωπος. Τὰ ψιθυρίζει. Βγαίνουν ἀπὸ τὸ στῆθος του μὲ συντριβή, μὲ ἀληθινὴ μετάνοια.
Δὲν τολμάει οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση πρὸς τὸν οὐρανό, ἀπὸ φόβο μὴν ἀντικρίση τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν μαλώση γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Δὲν σηκώνει καὶ τὰ χέρια ψηλὰ μὲ ὕφος θεατρίνου. Χτυπάει τὸ στῆθος του, γιὰ νὰ δείξη τὴν εἰλικρινῆ του διάθεση τῆς μετάνοιας. Τὰ κρατάει ἀνταμωμένα μπροστὰ στὸ στῆθος του καὶ σὲ στάση ἀπόλυτης συντριβῆς, στέλνει στὸ Θεὸ αὐτὰ τὰ λόγια: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Θεέ μου συγχώρεσέ μου τὶς ἁμαρτίες, ἐμένα τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Πόση ταπείνωση καὶ πόση εἰλικρίνεια δείχνουν τοῦτα τὰ λόγια. Ἀναγνωρίζει πὼς σὰν ἄνθρωπος ἔχει ἁμαρτίες. Ξέρει πὼς κανεὶς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, παρὰ μονάχα ὁ Θεὸς, καὶ ζητάει συγχώρεση.
Τὸ συμπέρασμα; Μᾶς βγάζει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Σᾶς λέγω πὼς ὁ τελώνης κατέβηκε ἀθωωμένος στὸ σπίτι του παρὰ ὁ ἄλλος, γιατὶ ὅποιος ἀνυψώνεται θὰ ταπεινωθῆ καὶ ὅποιος ταπεινώνεται θὰ ἀνυψωθῆ.





ΦΛΑΝΤΑΝΕΛΑΣ



της
Ἁλεξάνδρας Παπαδοπούλου



[Στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1453 τέσσερα πλοῖα μὲ ἐπικεφαλῆς ἕνα βασιλικὸ σκάφος ἐπιστρέφουν στὴν πολιορκημένη βασιλεύουσα, φορτωμένα ἐφόδια ἀπὸ διάφορες χριστιανικὲς χῶρες. ῾Ο Μωάμεθ διατάσσει τότε τὸ στόλο του νὰ συλλάβη ἢ νὰ βυθίση τὰ πλοῖα, ποὺ τόλμησαν νὰ παραβιάσουν τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς πρωτεύουσας. Κυβερνήτης τοῦ βασιλικοῦ σκάφους ἦταν ὁ γενναῖος Φλαντανελάς].

῾Η γριὰ τυφλή

Στὰ τείχη ἔφεραν μὲ εὐλάβεια τὶς ἅγιες εἰκόνες· καὶ μιὰ γριὰ τυφλή, ἀκολουθώντας μὲ λαχτάρα τὴν ἀνθρωποπλημμύρα, ἦρθε κι εκείνη να δῆ με τὰ ξένα μάτια. Ὁ αὐτοκράτορας τῆς ἔκαμε τόπο, χωρὶς νὰ σηκώση τὰ μάτια του ἀπὸ τὴ θάλασσα.
Σιωπὴ νεκρικὴ βασιλεύει!
Θαρρεῖς καὶ ὁ Ἀετὸς, ὁ ψηλότερος τῆς Ἀσίας λόφος, ψήλωσε ἀκόμη πιὸ πολὺ νὰ δῆ τὴν πρωτάκουστη ναυμαχία ἑνὸς στόλου ὁλόκληρου μὲ τέσσερα πλοῖα.
Τὸ πρῶτο βασιλικὸ πλοῖο μὲ τὴ σημαία, ποὺ τὴ στόλιζε ὁ δικέφαλος ἀετός, πρῶτο πρῶτο θέλει νὰ προχωρήση, νὰ περάση τὴν ἁλυσίδα τὴ χοντρή, ποὺ εἶναι φραγμένος ὁ κόλπος καὶ νὰ φέρη τροφὴ στὴν κουρασμένη Πόλη.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔπαψε ὁ ἄνεμος· φύλλο δὲ σαλεύει καὶ τὰ χριστιανικὰ πλοῖα ἥσυχα στέκονται σὰ μαρμαρωμένα καὶ καθρεφτίζονται στὴ γαλήνια θάλασσα.
Ξαφνικὰ ὁ τοῦρκος ναύαρχος Σουλεϊμὰν πασὰς ὁρμᾶ μὲ τὸ στόλο του καὶ τὰ κυκλώνει. ῾0 κίνδυνος εἶναι μεγάλος, γιατὶ τὰ πλοῖα δὲ μποροῦν νὰ φύγουν. Καὶ ὁ περήφανος σουλτάνος, ξεχνώντας ὅτι βρίσκεται στὴν ξηρά, προχωρεῖ μὲ τὸ ἄλογό του στὰ ρηχά, νὰ τρέξη ὁ ἴδιος νὰ βουλιάξη τὰ πλοῖα μὲ τὴ χριστιανικὴ σημαία.
Δίνει διαταγὲς κεραυνούς· κανένας δὲν τολμᾶ νὰ τὶς παρακούση.
᾽Ετελείωσε! Θὰ χαθοῦν τὰ παλικάρια! Δεμένα τὰ πλοῖα, γιατὶ φύλλο δὲν κουνιέται, ἔπρεπε νὰ ξεχάσουν ὅτι εἶναι θαλασσινά· θὰ γίνη στεριανὸς ὁ πόλεμος.
Στὰ τείχη ὁ λαὸς μὲ μιὰ ἀναπνοή, μὲ μιὰ εὐχή, μὲ ἕνα ὄνειρο παρακολουθεῖ μὲ λαχτάρα τὴ ναυμαχία καὶ προσεύχεται. Προσεύχεται καὶ ὁ βασιλιὰς καὶ δὲ δίνει διαταγὲς φοβερές. Ξέρει τὰ παλικάρια του· θὰ κάμουν μόνα τὸ καθῆκον τους.
Καὶ ἡ γριὰ προσεύχεται κι ἐκείνη καὶ κλαίει. Ἀπὸ κάτι μισόλογα, ποὺ ἀκούει, παρακολουθεῖ τὸ μεγάλο κακὸ σὰ νὰ τὸ βλέπη.

῾Η νίκη. 

Οἱ Τοῦρκοι ἔφεραν φωτιὰ καὶ ἄρχισε νὰ καίεται τὸ βασιλικὸ πλοῖο. Καὶ ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς ὁρμοῦν σὰν ἀστραπὲς μέσα στ’ ἄλλα πλοῖα.
Τότε ὁ κυβερνήτης Φλαντανελὰς δίνει διαταγὴ στοὺς ναῦτες του: οἱ μισοὶ στὰ κατάρτια, μὲ τὸ ἕνα χέρι νὰ χύνουν νερὸ καὶ νὰ σβήνουν τὴ φωτιά, μὲ τὸ ἄλλο νὰ χύνουν ὑγρὴ φωτιὰ - τὸ ὑγρὸν πῦρ - καὶ νὰ καῖνε τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα, καὶ οἱ ἄλλοι μισοὶ νὰ πολεμοῦν στῆθος μὲ στῆθος, σπρώγνοντας τοὺς Τούρκους, ποὺ ἤθελαν νὰ πηδήσουν μέσα.
᾽Εδῶ ἔγινε μεγάλη ἑκατόμβη. ῾Εκατοντάδες χάνει ἀνώφελα ὁ Σουλεϊμὰν πασάς, καὶ ἀφρίζει ὁ σουλτάνος καὶ δείχνει τὸ χρυσό του ρόπαλο ἀγριεμένος. ῾Ο κάθε ναύτης του χύνεται στὸ θάνατο, γιατὶ ξέρει ὅτι τὸν περιμένει, ἂν παρακούση, θάνατος πολυβασανισμένος.
Καὶ ὁ οὐρανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι γαλανὸς καὶ ἡ θάλασσα λάδι. Ἀνοίγει τὰ χίλια στόματά της ἄθελα καὶ καταπίνει τὰ πτώματα καὶ τὰ ναυάγια.
Ξαφνικὰ μιὰ στιγμὴ στὰ τείχη τὴ νεκρικὴ σιωπὴ ἀκολούθησε βοὴ μεγάλη.
Τῆς γριᾶς τὰ στήθη τὰ ξέσχιζε τὸ ἀναφιλητό. Δὲ μπορεῖ νὰ καταλάβη τὶ γίνεται γύρω της καὶ τραβᾶ τὸ πλατὺ μανίκι τοῦ πλαϊνοῦ της καὶ ρωτᾶ μὲ λαχτάρα:
- Ἀδερφέ, τί γίνεται ἐκεῖ κάτω; Δὲν ἔχω μάτια νὰ δῶ.
- Τί γίνεται; ὁ Σταυρός, μάνα, ἔκαμε τὸ θαῦμα του. Ὁ Φλαντανελὰς πέρασε τὴν ἁλυσίδα, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
- Δοξασμένο τ’ ὄνομά του! εἶπε ἡ γριὰ καὶ κλονίστηκε.
Ὁ ξένος τὴ στήριξε καὶ δὲν τὴν ἄφησε νὰ πέση.
῎Επειτα ἄκουσαν ψαλμοὺς· ὁ λαὸς ἔφερνε στὰ χέρια τὸν Φλαντανελὰ μὲ τὰ παλικάρια του καὶ μὲ τοὺς γενναίους τῶν ἄλλων πλοίων.
Ὁ Φλαντανελὰς γελαστὸς γύρισε καὶ εἶδε τὴ θάλασσα, ποὺ ἦταν ἀκόμη γεμάτη συντρίμματα καὶ ναυάγια· ἔπειτα ἔτρεξε στὸ βασιλέα του. ᾽Αλλὰ ξαφνικὰ βλέπει τὴ μάνα του ἀκουμπισμένη πάνω στὸν αὐτοκράτορα.
- ῾Η μάνα μου! φώναξε.
Ὁ Κωνσταντῖνος τοῦ χαμογέλασε καὶ τὸν ἀγκάλιασε λέγοντας:
- ᾽Εσύ, Φλαντανελά, στήριξες γιὰ λίγο τὴν πόλη κι ἐγὼ τὴ μανούλα σου!
Στράφηκε ἔπειτα πρὸς τοὺς ἄλλους γύρω του καὶ εἶπε:
- ῎Ε, παιδιά! ῾Ελληνικὸ αἷμα βράζει μέσα μας. Μὲ τέτοιες μάνες καὶ τέτοια παιδιὰ δὲν πέφτει ἀκόμη ἡ Πόλη, δὲν πέφτει !




ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ




 του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΟΥΛΙΑ



Χαρακτὴρ καὶ γενικὴ διαίρεσις τοῦ συλλογισμοῦ.
Ἡ κρίσις δὲν σχηματίζεται πάντοτε δι’ ἀπ’ εὐθείας εὑρέσεως τῆς σχέσεως τῶν δύο ἐννοιῶν, ὡς π.χ. ὅταν λέγωμεν: ἡ χιὼν εἶναι λευκή· ὁ Γεώργιος εἶναι ἄνθρωπος · Πολλάκις εἶναι ἀποτέλεσμα νοητικῆς τινος ἐνεργείας, δι’ ἧς εὑρίσκομεν τὴν σχέσιν ταύτην στηριζόμενοι ἐπὶ ἄλλων κρίσεων, δηλαδὴ ἐπὶ ἄλλων γνωστῶν σχέσεων.
Οὕτως, ὡς γνωρίζομεν ἤδη, δυνάμεθα νὰ σχηματίσωμεν κρίσιν ἐξ ἄλλης βάσει τῶν σχέσεων ὑπαλληλίας καὶ ἀντιθέσεως τῶν κρίσεων ἢ δι’ ἀντιστροφῆς, ὡς π.χ. ἐξ’ ἀληθοῦς τα ἀληθῆ  :



Λανθάνοντες υποθετικοί λόγοι





επιμελεία της
Όλγας  Τσόκα


 
Λανθάνων ονομάζεται ο υποθετικός λόγος του οποίου η υπόθεση δεν είναι φανερή αλλά "λανθάνει", κρύβεται.

Η υπόθεση μπορεί να κρύβεται:



Γλωσσικές ασκήσεις για το Λύκειο




της
ΜΑΡΙΑ ΣΠΥΡΟΓΙΑΝΝΗ




ΓλωσσικέςΑσκήσεις