Η διδασκαλία των Ορνίθων του Αριστοφάνους


ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ – ΓENIKEΣ KATEYΘYNΣEIΣ


Των
Θεοδώρου Στεφανόπουλου & Ελένης Αντζουλή



Tα αρχαία κείμενα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζονται συνήθως ισοπεδωτικά ως «Aρχαία», με συνέπεια να τίθενται στην ίδια μοίρα κείμενα που ανήκουν σε διαφορετικά είδη και εποχές και που θα απαιτούσαν διαφορετική διδακτική προσέγγιση. Ως αντίδοτο σ’ αυτή την ισοπέδωση θα ήταν, πιστεύουμε, σκόπιμο, τώρα που οι μαθητές, έχοντας διδαχθεί έπος, έρχονται πρώτη φορά σε επαφή με το δράμα και το αρχαίο θέατρο, να υπογραμμίζει κανείς με έμφαση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δράματος και του αρχαίου θεάτρου και να υπενθυμίζει ότι τα έργα του Aριστοφάνη, όσο και αν στη μακραίωνη διαδρομή τους λειτούργησαν κυρίως ως κείμενα και αναγνώσματα, έχουν συλληφθεί και γραφτεί για το θέατρο, ακριβέστερα: για τη μία και μοναδική παράσταση στο πλαίσιο των Mεγάλων Διονυσίων ή των Ληναίων στην Aθήνα του τέλους του 5ου και των αρχών του 4ου αιώνα.


Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ






Η απαγόρευση εκφράζεται κυρίως με 2 τρόπους:



Η μετεξέλιξις του ρωμαϊκού κράτους σε βυζαντινό / η απαρχή του βυζαντινού μεσαίωνος





του
ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ



ΕΝΩ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ, Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΜΕΤΑΙ


᾽Απὸ τὸν ῾Ηράκλειο τὸ ἀνατολικὸ κράτος παίρνει στροφὴ πρὸς τὸ Μεσαίωνα. Αὐτὸ φανερώνεται παντοῦ. ῾Ο Ρωμαϊκὸς τρόπος ζωῆς σταματᾶ καὶ ἀρχίζει ὁ Βυζαντινός. Δέκα εἶναι τὰ πιὸ χτυπητὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν τὴν ἀλλαγή : 



ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ – ΠΛΗΘΩΝ



του
Κ. Δ. Γεωργούλη
Περιοδικὸν « Νέα ῾Εστία » 1958



Οἱ χρόνοι κατὰ τοὺς ὁποίους ἔζησεν ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς Πλήθων ( 1360 - 1452 ) ἀποτελοῦν τμῆμα τῆς μεταβατικῆς ἐποχῆς, ποὺ ὁδηγεῖ στοὺς νεωτέρους χρόνους. Μέσα στὰ διακόσια ἔτη, ποὺ μεσολαβοῦν ἀτὸ τὸ 1358 ἕως τὸ 1550, κυριαρχεῖ προσπάθεια νὰ πραγματωθῆ ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὸ μεσαιώνα καὶ νὰ ἀναμορφωθῆ ἐπάνω σὲ καινούριες βάσεις ὁ ἀνθρώπινος πολιτισμός... Κατὰ τὸ διάστημα τῶν δύο αἰώνων ποὺ ἐσημειώσαμε, ἐπιτελεῖται μία ἀναμόρφωση τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς : « ῾Η Ἀναγέννηση »... ῾Η ᾽Αναγέννηση δεσπόζεται ἀπὸ τὴν τάση νὰ δημιουργήση κάτι τὸ νέο. Στὴν ἐκζήτησή της αὐτὴ βοθεῖται ἀπὸ τὴ συναίσθηση ὅτι τὸ παρὸν δὲν τὴν ἱκανοποιεῖ. ῾Ο πολιτισμὸς τοῦ μεσαιῶνος τῆς φαίνεται ἀνίκανος νὰ ἀνταποκριθῆ πρὸς τὶς νέες ἀνάγκες καὶ ἐπιδιώξεις τῆς ζωῆς... Ἀπορρίπτουν γενικὰ ὅλες τὶς ἀξίες, ποὺ ἴσχυαν κατὰ τὸ μεσαιώνα, τὴ μεσαιωνικὴ ἐπιστήμη, τὴ μεσαιωνικὴ παράδοση, τὴ μεσαιωνικὴ τέχνη...
῾Ο Πλήθων ἐζοῦσε ἔντονα τὸ βίωμα τῆς ἀναταραχῆς, ποὺ σημειώνεται κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Ἀναγεννήσεως. ῾Η κρίση ποὺ ἐχείμαζε τότε τὸν πολιτικὸ βίο τοῦ ἀναγεννωμένου ἑλληνικοῦ γένους, ἡταν ἔντονα αἰσθητὴ στὴν ψυχή του. ῾Η ἀγωνία τῆς πάλης ποὺ διεξῆγε τὸ γένος τῶν ἑλλήνων πρὸς τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Λατίνους, ἦταν κάτι ποὺ εἶχε συυαισθανθῆ πολὺ πρώιμα.
Πληροφορίες σχετικὲς μᾶς δίνουν ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μανουὴλ Παλαιολόγο, γραμμένη στὰ 1414, τὸ ὑπόμνημα πρὸς τὸν Θεόδωρο Παλαιολόγο, γραμμένο στὰ 1416, καὶ τὸ ὑπόμνημα πρὸς τὸν Μανουὴλ Παλαιολόγο, γραμμένο κατὰ τὸ 1418. ῾Ο Πλήθων βλέπει καθαρὰ τὸ μέγεθος τοῦ κὶνδύνου ποὺ ἀπειλεῖ τὸ γένος καὶ προτείνει μέτρα γιὰ τὴ σωτηρία. Κατανοεῖ ὅτι γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν οἱ κίνδυνοι χρειάζεται γενικὴ ὀργανωτικὴ ἀναμόρφωση τοῦ πολιτειακοῦ ὀργανισμοῦ.
Προτείνει μέτρα ριζοσπαστικά· κοινὴ κτήση τῆς γῆς καὶ διαίρεση τῶν πολιτῶν σὲ τρεῖς τάξεις σύμφωνα μὲ τὶς ὑποδείξεις ποὺ εἶχε κάμει ὁ Πλάτων στὴν « Πολιτεία » του.
Κατανοεῖ τὴ σπουδαιότητα ποὺ ἓχει γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ κράτους ἡ ὀργάνωση τοῦ στρατοῦ, θεωρεῖ ἀνάξια ἐμπιστοσύνης τὰ μισθοφορικὰ στρατεύματα καὶ ζητεῖ τὴν ὀργάνωση στρατοῦ ἀπὸ κατοίκους τῆς Πελοποννήσου. Προτείνει νέο σύστημα φορολογίας, ἐξυγίανση τοῦ νομίσματος, περιορισμὸ εἰσαγωγῆς ξένων ἐμπορευμάτων, ἀνταλλαγὴ ξένων εἰσαγομένων εἰδῶν πρὸς ἐξαγόμενα ἐντόπια εἴδη, ἐπιβολὴ προστατευτικῶν δασμῶν καὶ φορολογικὲς διευκολύνσεις γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ χρησίμων εἰδῶν.
Μὲ πραγματικὴ στρατηγικὴ καὶ πολιτικὴ ὀξυδέρκεια ἀντιλαμβάνεται τὴ σημασία ποὺ εἶχε γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας ἡ Πελοπόννησος :
« Ἀλλ’ εἰς ἀσφάλειαν τίνος οὐκ ἂν εἰη κρείττων χώρας; νῆσός τε οὖσα τηλικαύτη ὁμοῦ καὶ ἤπειρος ἡ αὐτὴ,καὶ παρέχουσα τοῖς ἐνοικοῦσι κατὰ τρόπον χρωμένοις ταῖς ὑπαρχούσαις ἀφορμαῖς, ἀπ’ ἐλαχίστης μὲν τῆς παρασκευῆς, εἰ’ τις ἐπίοι, ἀμύνεσθαι, ὑπάρχειν δὲ καὶ ἐπεξιέναι, ὅταν ἐθέλωσιν. Ὤστε καὶ ἄλλης οὐκ ὀλίγης ἂν ρᾳδίως πρὸς τῆδε κρατεῖν ». δηλαδή:
( Ἀλλὰ σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀσφαλείας, ἀπὸ ποιά χώρα δὲν εἶναι ἀνώτερη; γιατὶ σύγχρονα εἶναι ἡ ἴδια καὶ μεγάλη νῆσος καὶ ἤπειρος καὶ δίνει τὴ δυνατότητα στοὺς κατοίκους της, ὅταν κατὰ κατάλληλο τρόπο χρησιμοποιοῦν τὰ ὁρμητήριά της, νὰ ἀποκρούουν μὲ ἐλάχιστη προπαρασκευὴ τὸν ἐχθρὸ ποὺ θὰ ἔκανε ἐπίθεση. Παρέχει ἀκόμη τὴν εὐκαιρία νὰ κάνουν οἱ κάτοικοί της ἐκστρατεῖες ἐναντίον ἄλλων, ὅταν θέλουν. ῞Ωστε θὰ ἠμποροῦν εὒκολα νὰ γίνωνται κύριοι καὶ ἄλλης χώρας ).
Ὁ Πλήθων αἰσθάνεται βαθύτατα τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ γένους. ῾Η Πελοπόννησος εἶναι γι’ αὐτὸν χώρα ποὺ διατηρήθηκε πάντοτε ἑλληνική· « ᾽Εσμὲν γὰρ οὖν, ὧν ἡγεῖσθέ τε καὶ βασιλεύετε, ῞Ελληνες τὸ γένος, ὡς ἤ τε φωνὴ καὶ ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ. ῞Ελλησι δὲ οὐκ ἔστιν εὑρεῖν εἰ’ τις ἄλλη οἰκειοτέρα χώρα, οὐδὲ μᾶλλον προσήκουσα ἢ Πελοπόννησός τε καὶ ὅση δὴ ταύτῃ τῆς Εὐρώπης προσεχής, τῶν τε αὖ νήσων αἱ ἐπικείμεναι. Ταύτην γὰρ δὴ φαίνονται τὴν χώραν ῞Ελληνες ἀεὶ οἰκοῦντες οἱ αὐτοὶ ἐξ ὅτουπερ, ἄνθρωποι διαμνημονεύουσιν, οὐδένων ἄλλων προενῳνηκότων ».
( ᾽Εμεῖς, ἐπάνω στοὺς ὁποίους εἶσθε ἡγεμόνες καὶ βασιλεῖς, εἴμαστε Ἕλληνες κατὰ τὴν καταγωγή, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ γλώσσα καὶ ἡ πατροπαράδοτος παιδεία. Εἶναι ἀδύνατο νὰ εὕρη κανεὶς μιὰν ἄλλη χώρα, ποὺ νὰ εἶναι περισσότερο οἰκεία καὶ συγγενικὴ στοὺς ῞Ελληνες ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ τμῆμα τῆς Εὐρώπης ποὺ γειτονεύει μὲ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἀπὸ τὰ νησιὰ ποὺ γειτονεύουν πρὸς αὐτή. Γιατὶ εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ Ἕλληνες κατοικοῦσαν πάντοτε αὐτὴ τὴ χώρα, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἀρχίζει ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχη κατοικήσει μέσα σ’ αὐτὴ κανένας ἄλλος λαός).
Οἱ σχετικὲς μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς Πελοποννήσου προτάσεις τοῦ Πλήθωνος δείχνουν ὅτι ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ ἐκτιμᾶ τὴν πραγματικὴ κατάσταση τοῦ παρόντος. Κστανοεῖ τὴ σημασία ποὺ ἔχει γιὰ τὸ κράτος ἡ στρατιωτικὴ ἀνασύνταξη καὶ ἡ ἀναδιοργάνωση τῆς οἰκονομίας καὶ τοῦ ἐμπορίου. Συνδυάζει δύο χαρακτηριστικά, ποὺ προσιδιάζουν γενικὰ στὴ νοοτροπία τῶν σοφῶν τῆς Ἀναγεννήσεως, τὴν οὐτοπιστικὴ* πτήση τῆς φαντασίας καὶ τὴ ρεαλιστικὴ* ματιά. ῾Η πολιτική του ὀξυδέρκεια τὸν βοηθεῖ νὰ ἀντιληφθῆ ὅτὶ τὸ ἑλληνικὸ γένος δὲν εἶχε τίποτε νὰ ὠφεληθῆ ἀπὸ τοὺς Λατίνους. Οἱ περιποιήσεις καὶ οἱ τιμές, ποὺ ἐπροθυμοποιήθηκαν νὰ τοῦ προσφέρουν κατὰ τὸ έτος 1438 στὴ Φλωρεντία οἱ Λατίνοι κατὰ τὸ διάστημα τῆς συνόδου γιὰ τὴν ἔνωση τῶν ῎Εκκλησιῶν, δὲν τὸν ἐπηρέασαν καθόλου.
Ἄν γιὰ τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη οἱ χρόνοι τῆς ᾽Αναγεννήσεως εἶναι ἐποχὴ πνευματικῆς ἀναταραχῆς καὶ κρίσεως, γιὰ νὸ ἑλληνικὸ γένος εἶναι ἐποχὴ τραγικῆς ἀγωνίας. Τὸ ἑλληνικὸ κράτος τῆς Κωνσταντινουπόλεως κάθε στιγμὴ εἶναι ἀναγκασμένο νὰ προασπίζη τὴν ὕπαρξή του διεξάγοντας ἀγῶνες καὶ πρὸς τὴ δύση καὶ πρὸς τὴν ἀνατολή. Τὰ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὸ 1350 - 1453, μέσα στὰ ὁποῖα ζῆ καὶ δρᾶ ὁ Πλήθων, εἶναι γιὰ τὸ ἑλληνικὸ γένος ὁ κρισιμότατος αἰώνας τῆς ὑπάρξεώς του. Οἱ σοφοὶ τοῦ Γένους ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἕνα μόνο ἀποτελεσματικὸ ὅπλο ἔμενε γιὰ τὸ ἔθνος, ἡ πνευματικὴ ἀναμόρφωσή του. Μὲ ἀκλόνητη πίστη στὴν πνευματικὴ ἀποστολὴ τοῦ Γένους ξαναγυρίζουν στὸ ἱστορικὸ παρελθόν, γιὰ νὰ ἀντλήσουν ἀπ’ αὐτὸ καινούρια δύναμη.
῞Οταν ὁ Πλήθων ὀνομάζη τοὺς Τούρκους Παροπαμισάδας* καὶ τοὺς ταντίζη μὲ τοὺς παλαὶοὺς Πέρσας, μέσα στὴν ψυχή του ἀναγεννιέται ἡ ἐλπίδα ὅτι ἠμποροῦσε τὸ Γένος νὰ ἐπαναλάβη τὰ τρόπαια τῶν ᾽Αθηναίων, τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τῶν Μακεδόνων. Στοὺς ἀγῶνες τοῦ Γένους ἐναντίον τῶν Τούρκων βλέπει τὴ συνέχεια τῆς πάλης τῶν παλαιῶν ῾Ελλήνων πρὸς τοὺς βασιλεῖς τῶν Περσῶν. « Οἱ Παροπαμισάδαι τὸ πάλαι ὄντες, ὑπὸ δὲ Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου καὶ τῶν, μετ’ ἐκείνου ῾Ελλήνων ἐπιβουλευθέντες τε καὶ κρατηθέντες πάρεργον τῆς εἰς ᾽Ινδοὺς τότε παρόδου, δίκας νῦν ἡμᾶς ταύτας διὰ μακροῦ μέν, πολλαπλασίας δὲ τῶν ὑπηργημένων εἰσπράττουσιν, ῞Ελληνας ὄντας, καὶ νῦν πολλαπλασίαν τὴν δύναμιν κεκτημένοι ἢ ἡμεῖς, τὰ ἐσχατα περὶ ἡμῶν βουλευόμενοι ἑκάστοτε διατελοῦσιν ». (Αὐτοί, δηλαδὴ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἶναι ὡς πρὸς τὴν παλαιά τους καταγωγὴ Παροπαμισάδαι, ἐπειδὴ ὁ ᾽Αλέξανδρος ὁ υἱὸς τοῦ Φιλίππου καὶ οἱ μαζὶ μὲ αὐτὸν ῞Ελληνες τοὺς ἐπιβουλεύθηκαν καὶ τοὺς ἐνίκησαν, σὲ ἕναν ἀγώνα, ποὺ ἀποτελοῦσε πάρεργο μέρος τῆς προελάσεως ποὺ ἐπιχείρησαν τότε πρὸς τὴ χώρα τῶν ᾽Ινδῶν, τώρα, ἔπειτα ἀπὸ πολὺν καιρό, πολὺ μεγαλύτερες τιμωρίες γιὰ ἐκδίκηση, γιὰ τὰ παθήματα ποὺ ἔπαθαν ἐκ μέρους μας, ἐπιβάλλουν σὲ μᾶς, ποὺ εἴμαστε ῞Ελληνες. ῎Εχουν τώρα αὐτοὶ δύναμη πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ δική μας, καὶ κάθε φορὰ σκέπτονται τὴν ἐξόντωσή μας ). ( ῞Υπομν. πρὸς Θεόδωρον ). Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Πλήθων ἀποφάσισε νὰ ἐγκατασταθῆ στὴν Πελοπόννησο. Στὴν ἀπόφασή του αὐτὴ πρέπει νὰ τὸν ὤθησε μιὰ ρεαλιστικὴ ἀντιμετώπιση τῆς καταστάσεως. Εἶχε ἀντιληφθῆ ὅτι ἀπ’ ἐκεῖ ἦταν δυνατὸ νὰ γίνη ἐξόρμηση γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τοῦ Γένους.
Γιὰ τὴν ἰδιωτικὴ ζωὴ τοῦ Πλήθωνος δὲν ἔχουν περισωθῆ πλη-ροφορίες. ῞Ολος του ὁ βίος ἦταν ἀφιερωμένος στὴν ἐξυπηρέτηση τῶν κοινῶν. Τὸ ἔτος τῆς γεννήσεώς του πρέπει νὰ τοποθετηθῆ μεταξὺ τοῦ 1360 - 1370. Μαρτυρία ρητὴ γιὰ τὴ χρονολογία τῆς ἐγκαταστάσεώς του στὴν Πελοπόννησο δὲν μᾶς ἔχει παραδοθῆ. Ἀπὸ συνδυασμὸ γεγονότων καταλήγουν οἱ ἱστορικοὶ νὰ τοποθετήσουν τὴν ἄφιξή του στὸ Μιστρὰ γύρω στὰ 1414. ἱστορικὰ βεβαιωμένη εἶναι ἡ στενή του σχέση μὲ τοὺς Παλαιολόγους, ποὺ τὸν ἐτίμησαν μὲ δωρεὲς « διὰ τὸ ὕψος τῆς ἐν αὐτῷ σοφίας καὶ τῶν ἄλλων καλῶν τε καὶ πλεονεκτημάτων, ὧν ὁ Θεὸς αὐτῷ ἐδωρήσατο ».
Τὸ σπουδαιότερο γεγονὸς τῆς ζωῆς του τὸ ἀποτελεῖ ἡ συμμετοχή του στὴ σύνοδο γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ᾽Εκκλησιῶν κατὰ τὸ 1438 καὶ ἰδιαίτερα ἡ διατριβή του κατὰ τὸ ἴδιο ἔτος στὴ Φλωρεντία. ῾Η ἐπιδημία του στὴν ἰταλικὴ αὐτὴ πόλη εἶναι γεγονὸς ποὺ ἔχει σημασία γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐξέλιξη τοῦ δυτικοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου. Γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Πλήθωνος ἔρχεται ὁ δυτικὸς κόσμος σὲ γνήσια ἐπαφὴ μὲ τὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία. ῾Ο ἴδιος ὁ Πλήθων γίνεται ἀρχηγέτης τῆς ἰταλικῆς φιλοσοφικῆς ἀναγεννήσεως μὲ τὴ συγγραφὴ τῆς πραγματείας του « Περὶ ὧν ὁ ᾽Αριστοτέλης πρὸς Πλάτωνα διαφέρεται », ποὺ ἐγράφηκε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴ Φλωρεντία. Ἀλλὰ ἀκόμη σημαντικότερο γιὰ τὴν πνευματικὴ ἱστορία τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς ἐπαφῆς τοῦ Πλήθωνος μὲ τὸ δεσπότη τῆς Φλωρεντίας Cosimo de Medici ( Κοσμᾶς ὁ Μέδικος ). Σ’ αὐτὴν ὀφείλεται ἡ ἵδρυση τῆς πρώτης κρατικῆς Ἀκαδημίας, ποὺ ἔγινε κατὰ τὸ 1470 ἀπὸ τὸν Cosimo. ῾Η σχετικὴ μαρτυρία μᾶς παρέχεται ἀπὸ τὸν γνωστὸ μεταφραστὴ τοῦ Πλωτίνου καὶ νεοπλατωνικὸ ᾽Ιταλὸ φιλόσοφο Marsilio Ficino. Στὸν πρόλογο τῆς μεταφράσεως τῶν « ᾽Εννεάδων » γράφει ὁ ᾽Ιταλὸς σοφὸς τὰ ἀκόλουθα : « ῾Ο μέγας Κόσιμο... κατὰ τὸν καιρόν, ποὺ ἐγίνονταν μεταξὺ τῶν ῾Ελλήνων καὶ Λατίνων κατὰ πρωτοβουλίαν τοῦ Πάπα Εὐγενίου σύνοδος, τὸν ῞Ελληνα φιλόσοφο, ποὺ εἶχε ὄνομα Γεμιστὸς καὶ παρώνυμο Πλήθων καὶ ἦταν ἕνας ἄλλος Πλάτων, πολὺ συχνὰ τὸν εἶχε ἀκροασθῆ νὰ μιλῆ γιὰ τὰ Πλατωνικὰ μυστήρια. Ἀπὸ τὸ διάθερμο ( ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ) στόμα του τόσο πολὺ εἶχεν ἀμέσως ἐμπνευσθῆ, ὥστε νὰ συλλάβη ἀπὸ τότε στὸ βαθύ του στοχασμὸ κάποιαν Ἀκαδημία, ἔχοντας σκοπὸ νὰ τὴν ἱδρύση σὲ κατάλληλη εὐκαιρία ». ῎Ετσι ἡ μεγαλεπήβολη σκέψη τοῦ Πλάτωνος γιὰ τὴν ἵδρυση ἑνὸς κρατικοῦ ἱδρύματος ἀφιερωμένου στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἔριχνε στερεὲς ρίζες μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Πλήθωνος στὸ ἰταλικὸ ἔδαφος. ῾Η φλωρεντινὴ Ἀκαδημία ἀναδείχθηκε τὸ πρότυπο, γιὰ νὰ ἱδρυθοῦν ἔπειτα παρόμοια ἱδρύματα. Μὲ τὴν ἱδρυσή τους κατανικήθηκε τὸ συντηρητικὸ πνεῦμα τῶν Πανεπιστημἴων καὶ ἀνοίχθηκε ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα.
῾Η σύνοδος τοῦ 1438 δὲν ἔφερε κανένα εὐνοϊκὸ ἀποτέλεσμα γιὰ τὸ ἑλληνικὸ γένος. ῾Ο Πλήθων ἐξαναγύρισε στὴν Πελοπόννησο καὶ συνέχισε τὴ διδασκαλικὴ καὶ συγγραφική του δράση.
Τὰ ἱδρύματα τῶν Ἀκαδημιῶν δίκαιο εἶναι νὰ τὸν ἀναγνωρίζουν γιὰ πατέρα τους. Τὸ ἑλληνικὸ γένος χρεωσπεῖ σ’ αὐτὸν τὸ ξαναζωντάνεμα σὲ μιὰ τραγικὴ στιγμὴ τῆς ἐθνικῆς του αὐτογνωσίας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τοῦ Γένους τὸν ἔκαμε νὰ παραγνωρίση τὴ σημασία ποὺ εἶχε γιὰ τὸ λαὸ τῶν ῾Ελλήνων τὸ χριστιανικὸ βίωμα. Στὴν ἐκτροπή του ὅμως αὐτὴ τὸν ὤθησε ἡ συναίσθηση τῆς ἀγωνίας ἐμπρὸς στὴ δύσκολη ἱστορικὴ συγκυρία. Εἶχε τὴ σύνεση νὰ σκεπάζη μὲ τὸν πέπλο τῆς σιωπῆς τὰ τολμηρὰ ἀναμορφωτικά του σχέδια καὶ νὰ παρέχη τὴ ζωή του ὑπόδειγμα σεμνότητος καὶ ἀρετῆς. Ἄξιος ἐπαινέτης του ὁ μαθητής του καρδινάλιος Βησσαρίων*, ἐκφράζοντας τὸν πόνο ποὺ αἰσθάνθηκε τὸ Γένος γιὰ τὸ θάνατό του, τὸν, κατατάσσει στὸν οὐράνιον χῶρο συγχορευτὴ τῶν ἀθανάτων « τὸν μυστικὸν τοῖς ᾽Ολυμπίοις θεοῖς συγχορεύσοντα ἴακχον ». Καὶ μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη ἀπὸ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια συνθέτει τὸ ἀκόλουθο ἐγκωμιαστικὸ ἐπίγραμμα:
Πολλοὺς μὲν φῦσεν ἀνέρας θεοειδέας ῾Ελλὰς
προὔχοντας σοφίῃ τῇ τε ἄλλῃ ἀρετῇ.
Ἀλλὰ Γεμιστός, ὅσον Φαέθων ἄστρων παταλλάσσει,
τόσον τῶν ἄλλων ἀμφότερον κρατέει.
( Πολλοὺς θεόμορφους ἄνδρες ἐγέννησεν ἡ ῾Ελλάς, ποὺ προεξέχουν κατὰ τὴ σοφία καὶ τὶς ἄλλες ἀρετές. Ὁ Γεμιστὸς ὅμως ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὰ δύο, ὅσο ὑπερέχει ὁ ἥλιος ἀπὸ τὰ ἄστρα ).



Τὸ θέμα τῆς Ἰλιάδος καὶ ό Τρωικὸς μῦθος



των
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΣ ΕΛΕΟΠΟΥΛΟΥ




Ἡ Ἰλιὰς εἶναι τὸ παλαιότερον ἀπὸ τὰ δύο ποιήματα τοῦ Ὁμήρου, ἔχει δὲ ἐντελῶς διάφορον περιεχόμενον ἀπὸ τὴν Ὀδύσσειαν. Ἀνήκει εἰς τὸ εἶδος ἐκεῖνο τῶν ἐπῶν, τὰ ὁποῖα διηγοῦνται πολεμικὰ γεγονότα καὶ ἐξυμνοῦν ἡρωικὰς πράξεις.
Ἰδιαιτέρως τὸ θέμα τῆς Ἰλιάδος περιλαμβάνει ἓν ἐπεισόδιον, τὸ ὁποῖον συνέβη κατὰ τὸ δέκατον ἔτος τῆς πολιορκίας τοῦ Ἰλίου καὶ τὸ ὁποῖον ἔγινεν ἀφορμὴ ν’ ἀναδειχθῇ ἡ ἀρετὴ τῶν εὐγενῶν ἡρώων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβον μέρος εἰς τὸν Τρωικὸν πόλεμον. Εἰς τὴν διήγησιν τοῦ ἐπεισοδίου τούτου, διαρκείας πεντήκοντα ἡμερῶν, περιορίζεται τὸ ὁμηρικὸν ποίημα, καὶ μόνον κατὰ σύμπτωσιν ἀναφέρει τὰς ἀφορμὰς ἢ καὶ ἄλλα συμβάντα τοῦ πολέμου. Ἡ ὅλη σύνθεσις τοῦ ἔπους τούτου προϋποθέτει ὅτι εἶναι γνωστὸς εἰς τοὺς ἀκροατὰς ὁ Τρωικὸς μῦθος ἀπὸ τὴν πρώτην ἀφορμὴν τοῦ πολέμου μέχρι τοῦ σημείου, ὅπου ἀοχίζει ἡ ἐπικὴ διήγησις.
Κατὰ τὸν μῦθον τοῦτον ὁ Πάρις, υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Τροίας Πριάμου, παραβιάζων τὴν ἱερότητα τῆς φιλοξενίας, ἀπήγαγε τὴν Ἑλένην, γυναῖκα τοῦ βασιλέως τῆς Σπάρτης Μενελάου, καὶ συναπεκόμισε βασιλικοὺς θησαυρούς. Πρὸς ἐκδίκησιν τῆς ὕβρεως ταύτης ὠργανώθη ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Τροίας ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν τῆς Πελοποννήσου, τῆς Στερεᾶς καὶ τῶν. νήσων. Τὴν γενικὴν ἀρχηγίαν εἶχεν ὁ βασιλεὺς τῶν Μυκηνῶν Ἀγαμέμνων, ἀδελφὸς τοῦ Μενελάου. Στόλος ὑπερχιλίων πλοίων συνεκεντρώθη εἰτ τὸν λιμένα τῆς Αὐλίδος, κειμένης ἐπὶ τῆς Βοιωτικῆς ἀκτῆς, καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἔπλευσαν ἐναντίον τῆς ἐχθρικῆς γῆς, τὴν ὁποίαν καὶ κατέκτησαν ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνας δέκα ἐτῶν. Τοιοῦτος διεμορφώθη καὶ παρεδόθη ὁ Τρωικὸς μῦθος ἀπὸ τὴν ἐπικὴν ποίησιν.
Μέσα εἰς αὐτὸν ὅμως διέκριναν οἱ Ἕλληνες τῶν μεταγενεστέρων χρόνων, ὅπως διακρίνομεν καὶ ἡμεῖς σήμεοον, ἓν μέγα ἱστορικὸν γεγονός: ὅτι περὶ τὸ 1200 π.Χ. ἐγινε μεγάλη καὶ ὠργανωμένη ἐξόρμησις τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐγκατεστημένων ἤδη ἑλληνικῶν φύλων, τῶν πρωτοελλήνων, ὅπως λεγονται σήμερον, πρὸς κατάκτησιν ἐδαφῶν τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ ἐξόρμησις αὕτη ἔφερεν εἰς ἀντιπαράταξιν τὰ ἡνωμένα κράτη τῆς ἐδῶ Ἑλλάδος πρὸς ἕνα συνασπισμὸν Μικρασιατικῶν κρατῶν, τῶν ὁποίων ἰσχυρότερον καὶ πλουσιώτερον ἦτο ἡ Τροία.

2. Ἡ Τροία καὶ ὁ πολιτισμός της.

Ὅπως ἀπεδείχθη ἀπὸ ἱστορικὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ τεκμήρια, ἡ ΒΔ. ἀκτὴ τῆς Μ. Ἀσίας ἀπετέλει τὸ ἰσχυρὸν κοάτος τῆς Τροίας (βλ. χάρτην, ἀρ. 1), τὸ ὁποῖον ἦτο ἓν ἀπὸ τὰ θαλασσινὰ κράτη, τὰ ἀκμάσαντα κατὰ τὴν 2αν π.Χ. χιλιετηρίδα εἰ ς τὰς ἀκτὰς τοῦ Αἰγαίου. Τὸ κράτος τοῦτο εἶχεν ὑπὸ τὴν ἐπιρροήν του καὶ ἄλλους γειτονικοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι ἐκυβερνῶντο ἀπὸ ἰδίους ρασιλεῖς. Ὁ λαὸς τῶν Τρώων δὲν ἦτο φυλετικῶς διάφορος ἀπὸ τοὺς λαούς, οἵτινες ἀπετέλουν τὰ Αἰγαιακὰ κοάτη τῆς ἐδῶ Ἕλλάδος. Εἶχε πολιτισμὸν ἀνεπτυγμένον, ὅπως περίπου καὶ αἱ Μυκῆναι καὶ τὸ Ἄργος, τὰ αὐτὰ θρησκευτικὰ ἔθιμα καὶ ὁμοίαν λατρείαν. Ἐπὶ πλέον οἱ Τρῶες εἶχον τὸ αὐτὸ πνεῦμα ἡρωισμοῦ, τὸ ὁποῖον διακρίνει τοὺς ἀκμάσαντας Μεσογειακοὺς λαούς.
Διὰ τὸν Τρωικὸν πολιτισμὸν ἐχομεν ὡς ἀσφαλέστατα τεκμήρια τὰς ἀρχαιολογικὰς ἀνακαλύψεις, τὰς ὁποίας ἐπέτυχεν ὁ Ἑρ. Σχλῆμαν ἐν συνεργασίᾳ μετὰ τοῦ Γουλ. Δαῖρπφελδ. Κατὰ τὰς ἀνασκαφάς, αἵτινες διενηργήθησαν εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ ἀρχαίου Ἰλίου, ἀπεκαλύφθη αὐτὴ ἡ πόλις τοῦ Πριάμου, ἥτις ἐκυριεύθη καὶ ἐπυρπολήθη ὑπὸ τῶν Ἄχαιῶν (βλ. εἰκ. ἀρ. 2). Εἰς αὐτὴν ἀνευρέθησαν λείψανα τοῦ τείχους (βλ. εἰκ. ἀρ. 3), οἰκιῶν ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως, καθὼς καὶ διάφορα ἀντικείμενα Μυκηναϊκῆς τέχνης, ἥτις ἐπεκράτει καὶ εἰς τὴν Τροίαν, ὅπως καὶ εἰς τὰ ἄλλα Αἰγαιακὰ κράτη. Ἐξ ἄλλου ἡ ἐπικὴ διήγησις τοῦ Ὁμήρου φανερώνει πόσον ἦτο προηγμένος ὁ βίος καὶ ποία ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ ἠθικὴ ἀκμὴ τοῦ Τρωικοῦ λαοῦ.

3. Ἡ ἐκστρατεία τῶν Ἀχαιῶν κατὰ τῆς Τροίας.

Ἡ ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ ἰσχυροῦ καὶ ἀκμαίου τούτου κράτους ὑπῆρξεν ἡ πρώτη, ἥτις ὠργανώθη καὶ ἐπραγματοποιήθη μὲ κοινὴν σύμπραξιν τῶν ἰσχυροτέρων Ἀχαϊκῶν κρατῶν. Ἡ σύμπραξις αὕτη εἶναι ἡ ἀρχαιοτάτη ἱστορικὴ περίπτωσις, κατὰ τὴν ὁποίαν συνεργάζεται ὅλον τὸ ἔθνος μὲ τὰς φυλετικάς του ἀρετὰς ποὸς κοινοὺς σκοποὺς καὶ κοινὰ ἰδεώδη. Ὁ Θουκυδίδης λέγει ὅτι «πρὸ τῶν τρωικῶν οὐδὲν φαίνεται πρότερον κοινῆ ἐργασαμένη ἡ Ἑλλάς» (Α, 3).
Ἡ ἐκστρατεία αὕτη ἔγινε πρὸς κατάκτησιν τῶν πλουσίων ἐδαφῶν τῆς ΒΔ. Μικοασιατικῆς παραλίας καὶ πρὸς ἀποικισμόν. Ἄφησεν ἀνάμνησιν μεγάλου γεγονότος εἰς ὅλον τὸν ἑλληνικὸν κόσμον καὶ κατ’ ἐξοχὴν εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐγκατεστάθησαν κατόπιν ὡς ἄποικοι εἰς τὰς χώρας, ὅπου διεδραματίσθησαν τὰ γεγονότα αὐτά. Ἡ ἐπικὴ ποίησις, ἡ ὁποία, καθὼς εἶναι γνωστόν, ἀνεπτύχθη εἰς τὰς πλουσίας καὶ εὐκραεῖς χώρας τῆς Μικρασιατικῆς παραλίας, εὗρεν ἀνεξάντλητον ποιητικὸν θέμα εἰς τοὺς θρύλους καὶ τὰς παραδόσεις περὶ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου. Φυσικὰ μὲ ποιητικὸν τρόπον παρέστησεν ὡς ὑπεράνθρωπα ἔργα τὰ γεγονότα τοῦ πολέμου καὶ ἐξιδανίκευσε τοὺς ἥρωας, οἱ ὁποῖοι ἔλαβον μέρος εἰς αὐτόν. Ἀπὸ τοὺς ἡρωικοὺς θρύλους καὶ ἀπὸ τὰς παροδόσεις παλαιοτέρων ἐπῶν ἐνεπνεύσθη ὁ μέγας ποιητὴς τῆς Ἰωνίας τὸ θαυμάσιον ἔπος του, τὸ ὁποῖον διαιωνίζει εἰς τὴν μνήμην τῆς ἀνθρωπότητος τὸν Τρωικὸν πόλεμον καὶ τοὺς ἥρωάς του.

4. Οἱ ἥρωες.

Κατὰ τὴν ὁμητικὴν διήγησιν οἱ ἀρχηγοὶ τῶν διαφόρων ἑλληνικῶν χωρῶν, ὅσοι συμμετέσχον εἰς τὴν Τρωικὴν ἐκστρατείαν, ἀνεγνώριζον ὡς ἀνώτατον ἀρχηγὸν τὸν βασιλέα τῶν Μυκηνῶν Ἀγαμέμνονα , ὅστις λέγεται «βασιλεύτατο ς πάντων» καὶ ἐξυμνεῖται ὡς ἔξοχον πρότυπον πολιτικῆς καὶ πολεμικῆς ἀρετῆς. Τὸ ἡγεμονικὸν μεγαλεῖον καὶ ἡ ἐπιβολὴ τοῦ ἀνδρὸς τούτου διαφαίνονται εἰς ὅλην τὴν διήγησιν τῆς Ἰλιάδος. Συναρχηγὸς καὶ σχεδὸν ὁμότιμος πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα παρίσταται καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Μενέλαος , ἀριστεύων πολλάκις εἰς τὰς μάχας, ἀλλ’ ἀσκῶν μικροτέραν ἐπιρροὴν καὶ πρωτοβουλίαν εἰς τὸ στράτευμα.
Κατὰ τὰ μακρὰ ἐτη τοῦ πολέμου διεκρίἑησαν καὶ ἄλλοι ἡγεμόνες κατὰ τοὺς κοινοὺς πολεμικοὺς ἀγῶνας εἰς ἰδιαιτέραν ἀρετὴν ἕκαστος. Τοιουτοτρόπως ὁ ποιητὴς λαμβάνει ἀφορμὴν νὰ παραστήσῃ διαφόρους τύπους ἠθικοὺς καὶ νὰ ἐξάρῃ τὴν κάθε ἀρετὴν ἐνσαρκωμένην εἰς ἓν πρόσωπον. Τοιοῦτοι τύποι διαπρέπουν εἰτ τὸ περιεχόμενον τῆς Ἰλιάδος πολλοί, ἐκ τῶν ὁποίων περισσότερον ὑποδειγματικοὶ εἶναι: ὁ γέρων Νέστωρ , βασιλεὺς τῆς Πύλου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πεῖραν τῆς γεροντικῆς ἡλικίας του καὶ μὲ τὴν θαυμασίαν πειθὼ τῶν λόγων του διέπρεπεν εἰς τὰς βουλάς, καὶ εἰς τὰς δυσκόλους περιστάσεις ἔδιδε τὴν καλυτέραν καὶ φρονιμωτέραν λύσιν. Εἰς προχωρημένην ἡλικίαν ἐπίσης παρίσταται ὁ βασιλεὺς τῆς Κρήτης Ἰδομενεὺς λαμβάνων μέρος εἰς τὰς μάχας καὶ ἐκτελῶν μὲ ἐνθουσιασμὸν νεανικὸν ὅ,τι θὰ συνετέλει εἰς τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ ἀγῶνος. Τολμηρὸς καὶ πολυμήχανος πάντοτε ὁ Ὀδυσσεὺς χρησιμοποιεῖ τὴν γονιμότητα καὶ τὴν ὀξυδέρκειαν τοῦ νοῦ του διὰ τὸ κοινὸν καλόν, ἐπεμβαίνων εἰς τὴν ἀγορὰν τοῦ λαοῦ, λαμβάνων μέρος εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης. Ἐπίσης εὐφυὴς καὶ πολιτικὸς παρουσιάζεται ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἄργους Διομήδης , ἀλλ’ ὁ ἥρως αὐτὸς διαπρέπει κυρίως εἰς πολεμικὴν ἀνδρείαν, ὡς ἐπίσης ὁ βασιλεὺς τῆς Σαλαμῖνος ΑἴαςΤελαμώνιος καὶ ὁ συνώνυμός του ἥρως ΑἴαςΟἰλέως ἀπὸ τὴν Λοκρίδα. Μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους αὐτοὺς ἥρωας ἀναφέρονται πολλάκις καὶ ἐξυμνοῦνται οἱ πιστοί των φίλοι ἢ συναρχηγοί, ὡς ὁ Μηριόνης μὲ τὸν Ἰδομενέα, ὁ Σθένελος μὲ τὸν Διομήδη κ. ἄ.
Ἡ πλοκὴ τῶν γεγονότων καὶ ἡ διαδοχὴ τῶν ἐπεισοδίων φέρει συχνὰ τὴν διήγησιν εἰς τὴν περιῤραφὴν καὶ τὴν ἐξύμνησιν τῶν ἀντιπάλων. Οἱ Τρῶες ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους μὲ γενικὸν ἀρχηγὸν τὸν Πριαμίδην Ἕκτορα , ὁ ὁποῖος ἐνσαρκώνει τὸν ἰδανικώτερον τύπον τοῦ ἥρωος καὶ ὑποτάσσει τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ καθῆκον καὶ εἰς τὸ συναίσθημα τῆς τῖμῆς. Εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης ἐμφανίζονται καὶ ἀλλοι εὐγενεῖς Τρῶες, ὡς ὁ μαντικὸς Ἕλενος , ἀδελφὸς τοῦ Ἕκτορος, ὁ Πολυδάμας , ὁ Σαρπηδών , ὁ Αἰνείας . Καὶ αὐτός, ὅστις ὑπῆρξεν ἡ ἀφορμὴ τοῦ κακοῦ, ὁ Πάρις (Ἀλέξανδρος) ἐπιδεικνύει εἰς ὡρισμένας στιγμὰς ἡρωισμὸν καὶ φιλοτιμίαν.
Ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὅμως ἥρως ὁλοκλήρου τοῦ ἔπους τῆς Ἰλιάδος εἶναι ὁ ἡμίθεος Ἀχιλλεύς , ὁ ὁποῖος ἦλθεν ἀπὸ τὴν Φθίαν μὲ τὸν φίλον του Πάτροκλον· καὶ ἦτο μὲν ἀρχηγὸς ἑνὸς μικροῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ τῆς Θεσσαλίας, ἀλλὰ διεῖπε μὲ τὰς χεῖράς του τὸ περισσότερον μέρος τοῦ πολέμου. Τιμᾶται ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀχαιοὺς ὡς ὁ ἥρως τῆς ἀνδρείας καὶ τῆς πολεμικῆς τέχνης, καὶ εἰς τὴν ἀγορὰν τοῦ δήμου διαπρέπει θαυμαστὸς εἰς τὸ κάλλος τῆς μορφῆς καὶ εἰς τὴν δύναμιν τῶν λόγων. Ἒνῷ ὁ Ἀγαμέμνων μὲ τὴν πολιτικὴν ἰσχύντου ἡγεμονεύει ὡς ποιμὴν λαῶν, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ἑλλήνων τῆς Φθίας λατρεύεται ὡς εἴδωλον ἀγερώχου ἡρωισμοῦ.
Τὸ πρόσωπο του Ἀχιλλέως κυριαρχεῖ εἰς τὴν σύνθεσιν τῆς Ἰλιάδος ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. Ὅλοι τὸν θαυμάζουν κατὰ τὴν ὥραν τῆς μάχης, ὅλο τὸν λείπῃ ἀπ’ αὐτήν. Ἡ αὐτοπεποίθησις καὶ ἡ εὐγενικὴ ὑπεοηφάνεια τοῦ ἥρωος αὐτοῦ ἀποτελοῦν τὸ ἠθικὸν κέντρον, πέριξ τοῦ ὁποίου πλέκεται μὲ θαυμαστὴν ποιητικὴν ἁρμονίαν τὸ ἦθος καὶ ἡ δρᾶσις τῶν ἄλλων προσώπων.

5. Ἡ ποιητικὴ ἀξία τῆς Ἰλιάδος

Ἡ πλοκὴ εἰς τὸ ἐπος τῆς Ἰλιάδος ποαγ,αατοποιεῖται ὄχι μόνον μὲ τὴν ἐσωτερικὴν αὐτὴν ἑνότητα τῆς ἡρωικῆς μορφῆς τοῦ Ἀχιλλέως, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐξωτερικὴν ἀλληλουχίαν τῶν γεγονότων. Γίνονται συχνὰ εἰς τὴν Ἰλιάδα μακραὶ παρεκβάσεις καὶ παρεμβάλλονται σκηναί, αἱ ὁποῖαι δὲν εἶναι τόσον στενὰ συνδεδεμένα μὲ τὴν ὑπόθεσιν τοῦ ποιήματος· ἐν τούτοις δὲν χάνει κανεὶς ποτὲ τὴν αἴσθησιν ὅτι ἡ διήγησις προχωρεῖ πρὸς τὴν δέσιν καὶ τὴν λύσιν τῶν διαδραματιζομένων. Δὲν παύει ν’ ἀναγνωρίζῃ ὅτι ὁ συνθέσας τὸ ποίημα εἶναι σοφός, χωρὶς νὰ θέλῃ νὰ ἐπιδεικνύῃ σοφίαν, πάντοτε καλλιτέχνης, χωρὶς ν’ ἀναζητῇ μὲ ἐπιτήδευσιν νὰ προκαλέσῃ τὸν θαυμασμὸν τῶν ἄλλων. Μὲ ὅλη τὴν φυσικότητα καὶ τὴν ἀφέλειαν περιγράφει τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς, σκιαγραφεῖ μέσα εἰς αὐτὴν τοὺς ἰδανικοὺς τύπους καὶ ὑποδεικνύει εἰς τὸν ἄνθρωπον τοὺς μεγάλους σκοποὺς τῆς ὑπάρξεώς του.
Αὐτὸ τὸ κατορθώνει ὄχι μόνον μὲ τὴν τέχνην τῆς διηγήσεως, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἄφθαστον δύναμιν τῶν λέξεων. Ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἥρωας ἐμφανίζεται σταθερὰ εἰς τὴν φαντασίαν μας μὲ ὡρισμένα ἐπίθετα, τὰ ὁποῖα φανερώνουν τὴν κυριωτέραν ἀρετὴν ἢ τὴν κατ’ ἐξοχὴν ἰδιότητά του. Οἱ λόγοι ἐξ ἄλλου, τοὺς ὁποίους λέγουν αὐτοὶ εἰς δημοσίας συνεδριάσεις ἢ εἰς ἰδιωτικὰς συζητήσεις, συμπληρώνουν τὴν μορφὴν καὶ ἐμφανίζουν ἐντονώτερον τὸν χαρακτῆρα ἑκάστου. Αἱ εἰκόνες τῶν πραγμάτων καὶ αἱ περιγραφαὶ τῶν γεγονότων ἐπιτυγχάνονται μὲ δυνατὰς καὶ ἁπλᾶς λέξεις τόσον ἀκριβεῖς καὶ παραστατικαί, ὥστε ν’ ἀφήνουν ἀλησμόνητον ἐντύπωσιν.
Εἰς τὰς σκηνὰς καὶ εἰς τὰς συνομιλίας, αἱ ὁποῖαι περιλαμβάνονται εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς Ἰλιάδος, παριστάνεται κάθε εὐγενικὴ ἐκδήλωσις τῆς ζωῆς, εἰς τὴν ὁποίαν φθάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἰδικήν του θέλησιν καὶ προσπάθειαν. Ὁ ποιητὴς μὲ τὴν καθαράν του ἀντίληψιν κατανοεῖ βαθύτατα καὶ ἑρμηνεύει θαυμάσια μὲ τὸν μαγικόν του λόγον ποῖοι πόθοι καὶ ποῖα ἔργα ἐξυψώνουν τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ὅταν ἕνας ποιητὴς γνωρίζῃ τὸ νόημα τῆς ζωῆς, γίνεται ὁ καλύτεοος ἑρμηνευτὴς τῶν ἀξιῶν της καὶ ὁ πειστικώτερος διδάσκαλός μιας, διὰ νὰ κερδίσωμεν αὐτὰς τὰς ἀξίας.

6. Ἡ Ἰλιὰς διὰ τὸν ἑλληνικὸν κόσμον.

Διὰ τοῦτο δὲν ὑπάρχει εἰς τὴν ἱστορίαν ἄλλου λαοῦ ποίημα, τὁ ὁποῖον νὰ ἐπέδρασεν ἐπ’ αὐτοῦ τόσον, ὅσον ἐπέδρασεν ἡ Ἰλιὰς εἰς τὴν ἱστορικὴν καὶ εἰς τὴν πνευματικὴν ζωὴν τῶν Ἑλλήνων. Ἡ ἑλληνικὴ ἀρετή, ὅπως ἐξεδηλώθη εἰς διαφόρους ἱστορικὰς ἐποχάς, ἐξεπήγασεν ἀπὸ τοὺς στίχους τῆς Ἰλιάδος. Ἡ παντοία ἑλληνικὴ ἀρετή. Ἀπὸ τὴν περιγραφὴν τῶν ἡρώων τῆς Ἰλιάδος ἐνεπνέοντο οἱ Ἕλληνες τῶν ἱστορικῶν χρόνων τὸ πολεμικὸν μένος καὶ ἐπείθοντο ὅτι ἀξίζει κανεὶς νὰ θυσιάζεται δι’ ἕνα μεγάλον σκοπόν. Ἡ πίστις ὅτι ὑπάρχουν ἠθικαὶ ἀξίαι αἰωνίως σταθεραὶ ἐτροφοδοτήθη μὲ ὅσα συνέβησαν ἢ ἐλέχθησαν εἰς τὴν Ἰλιάδα. Καὶ ὁ Σωκράτης ἀκόμα, ὅταν ἐδήλωσεν ὅτι προτιμᾷ τὸν θάνατον ἀπὸ τὸν ἀφιλοσόφητον βίον, ὑπενθύμισεν εἰς τοὺς δικαστάς του (Ἀπολογία, κεφ. 16) ὅτι εἰς τοῦτο μιμεῖται τὸν Ἀχιλλέα, ὅστις ἐπροτίμησε ν’ ἀποθάνῃ παρὰ νὰ ἀθετήσῃ φιλικὸν χρέος (Ἰλιάδος Σ 98).
Ἐκτὸς τούτου, ὡς εἶναι ἤδη γνωστόν, ὁ Ὅμηρος ὑπήρξεν ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν καλλιτεχνικὸς παιδαγωγὸς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἡ ἰσορροπημένη καλαισθησία καὶ ἡ θαυμαστὴ παρατηρητικότης, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὴν ἑλληνικὴν τέχνην, ἦσαν διδάγματα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐμύησε τὴν ἑλληνικὴν διάνοιαν ἡ τέχνη τοῦ Ὁμήρου. Ἡ γλυπτική, ἡ ζωγραφικὴ καὶ ἡ ἀγγειογραφία τῶν ἱστορικῶν χρόνων συχνὰ ἐξέλεγε θέματα ἀπὸ τὰς τελείας περιγραφὰς τοῦ Ὁμήρου (βλ. εἰκόνας ὑπ’ ἀριθ. 9-11) καὶ τὰ ἐξετέλει μὲ τὴν ἀπαράμιλλον τεχνικήν, ἡ ὁποία χαοακτητίζει καὶ τὴν Ὁμηρικὴν ποίησιν.
Ἰδιαιτέρως ἐνεπνέοντο καὶ ἐδιδάσκοντο ἀπὸ τὰ ὁμηρικὰ ποιήματα, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα, οἱ μεταγενέστεροι ποιηταὶ καὶ ἰδίως οἱ τραγικοί. Ἔντονα βλέπομεν τὰ ἴχνη τῆς ἐπιδράσεως ταύτης εἰς τὰς ἀρχαίας τραγῳδίας, πολλαὶ ἀπὸ τὰς ὁποίας ἔχουν ὑπόθεσιν ἐκ τοῦ Τρωικοῦ μύθου. Ἐξ ἄλλου τὸν πλοῦτον τῶν λέξεων καὶ τοὺς ποιητικοὺς τρόπους τοῦ Ὁμήρου μετεχειρίσθησαν καὶ οἱ τραγικοὶ ποιηταί, διὰ νὰ ἐκφράσουν ἀπὸ σκηνῆς τὰς σκέψεις καὶ τὴν φιλοσοφίαν των. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Αἰσχύλος ἔλεγε διὰ τὰς τραγῳδίας αὑτοῦ ὅτι εἶναι ψιχία ἀπὸ τὰ μεγάλα δεῖπνα τοῦ Ὁμήρου, ὁ δὲ Σοφοκλῆς, ἑπειδὴ ἐμιμήθη εἰς πολλὰ τὸν Ὅμηρον, ἀπεκλήθη φιλόμηρος.
Καὶ ὕστεοα ἀπὸ τόσους αἰῶνας, ἀφοῦ τόσον μετεβλήθη τὸ περιεχόμενον καὶ ὁ τρόπος τοῦ βίου, τὰ ὁμηρικὰ ποιήματα ἔχουν πάντοτε νὰ προσφέρουν εἰς τὰς ἑλληνικὰς γενεὰς τὴν ἁπλῆν καὶ μεγάλην σοφίαν τῆς ζωῆς μὲ τὴν ὡραιοτέραν ἐκφρασιν καὶ ἀποτελοῦν τὸ ἄφθαστον, τὸ τέλειον ὑπόδειγμα ποιητικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον εἶναι συγχρόνως πολύτιμος ἐθνικὸς θησαυρός. Ὅπως καὶ εἰς τὴν Ὀδύσσειαν, ἐπίσης καὶ εἰς τὴν Ἰλιάδα ἀναγνωρίζομεν τὸν πλάστην τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, τὸν ποιητὴ τῆς Ἕλλάδος.



ΤΟ ΝΕΥΡΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ



του
ΕΥΑΓΟΡΑ Μ. ΠΑΝΤΕΛΟΥΡΗ

 

1. ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ. ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ. ΤΑ ΝΕΥΡΑ. ΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ
 Εἶς τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον διαρκῶς συμβαίνουν διάφοροι παροδικαὶ μεταβολαὶ. Π.χ. διάφορα ἀντικείμενα κινοῦνται, ἀλλάσσει ὁ φωτισμὸς ὴ ἡ θερμοκρασία, τὸ σῶμα μας ψαύει διάφορα ἀντικείμενα κ.ο.κ. Προσέτι καὶ ἐντὸς τοῦ σώματός μας συμβαίνουν τοιαῦται μεταβολαί, ὡς π.χ. μετακινήσεις τῶν σπλάγχνων κ.ἄ.
Ὅλαι αὐταὶ αἱ μεταβολαὶ ἐπιδροῦν ἐπὶ εἰδικῶν κυττάρων τοῦ ὀργανισμοῦ καὶ παράγουν τὰ ἐρεθίσματα. Τα κύτταρα αὐτά, τὰ ὁποῖα δέχονται τὰ ἐρεθίσματα καλοῦνται αἰσθητικὰ κύτταρα, καὶ ἀνήκουν εἰς ένα σύστημα ὁργάνων, τὁ ὁποῖον καλεῖται νευρικὸν σύστημα.
Εἰς τὰ έρεθίσματα ἀπαντᾷ ὀ ὀργανισμὸς μὲ κινήσεις κυρίως, τὰς ὁποίας έκτελεῖ κατὰ βούλησιν ἥ καὶ ἀνεξαρτήτως τῆς βουλήσεως.Π.χ. ἂν κινήσωμεν πρὸ τῶν βλεφάρων ἐν ἀντικείμενον, προκαλεῖται ἀκούσιον κλείσιμον τῶυ βλεφάρων, ὰν ἐγγίσωμεν ἐν καῖον σῶμα, αὐτομάτως τότε ἀποσύρεται τὸ χέρι μας κ.ο.κ. Αἱ ἑνέργειαι αὐταὶ καλοῦνται ἀντιδράσεις εἰς τὰ ἑρεθίσματα.
Αἱ άντιδράσεις ρυθμίζονται ἀπὸ τὰ κεντρικὰ τμήματα τοῦ νευρικοῦ συστήματος, ὡς π.χ. εἶναι ὁ ἐγκέφαλος. Εἰς τὰ κεντρικὰ αὐτὰ τμήματα ἕρχονται τὰ ἐρεθίσματα διὰ τῶν νεύρων.
Τὰ νεῦρα ὁμοιάζουν πρὸς λεπτὰ λευκὰ νήματα, τὰ ὁποῖα διακλαδίζονται εἰς ὅλον τὁ σῶμα. Ἕκαστον νεῦρον ἀποτελεῖται ἀπὸ νευρικὰς ἶνας, δηλ. μικρὰς πρωτοπλασματικὰς ἀποφυάδας νευρικῶν κυττάρων. ῾Εκάστη νευρικὴ ἵς περιβάλλεται ἀπὸ λευκὸν περίβλημα καλούμενον μυελικὴ θήκη. ᾽Επίσης ὅλον τὁ νεῦρον περιβάλλεται ἀπὸ άλλο περίβλημα, τὸ νευρείλημα. Διὰ τῶν νεύρων συνδέονται τὰ αἰσθητικὰ κύτταρα μὲ τὸ κεντρικὸν νευρικὸν σύστημα καὶ τοῦτο μὲ τοὑς μῦς, οἱ ὁποῖοι πραγματοποιοῦν τὰς ἀντιδράσεις εἰς τὰ ἐρεθίσμστα.
Ὥστε δια τοῦ νευρικοῦ συστήματος ὁ ανθρωπος λαμβάνει γνῶσιν τῶν μεταβολῶν, αἱ ὁποῖαι γίνονται εἰς τὸν ἑσωτερικὸν κόσμον ἦ καὶ εἰς τὸ σῶμα του, καὶ ἀντιδρᾶ εἱς αὐτάς.
᾽Ιδιαιτέραν σπουδαιότητα ἀπέκτησε τὸ πρόσθιον τμῆμα τοῦ νευρικοῦ συστήματος, ὁ ἐγκέφαλος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐξελιχθῆ εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ ἀπέβη ἡ έδρα τῆς νοήσεω. Διὰ τῆς νοήσεως ἐδημιούργησεν ὁ ἅνθρωπος τὸν πολιτισμόν, ὁ ὁποῖος τόσον τὸν διακρίνει ἀπὸ τὸ ὑπὸλοιπον ζωϊκὸν βασίλειον. Πῶς ὅμως τελοῦνται αἱ νοητικαὶ λειτουργἱαι εἰς τὸν ἐγγέφαλον, δὲν εἶναι, σήμερον τουλάχιστον, γνωστόν.
Ολόκληρον τὸ νευρικὸν σύστημα τοῦ ἀνθρώπου διακρίνεται εἰς τὰ ἑξῆς τμἦματα : α) Τὸ ἐγκεφαλονωτιαῖον νευρικὸν σύστημα· β) Τὸ συμπαθητικὸν καὶ παρασυμπαθητικὸν νευρικὸν σύστημα καὶ γ) Τὰ αὑτόνομα νευρικὰ συστήματα.


2. ΤΟ ΕΓΚΕΦΑΛΟΝΩΤΙΑΙΟΝ ΝΕΥΡΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ
Τοῦτο περιλαμβάνει ἕν νευρικὸν καὶ ἕν περιφερικὸν τμῆμα:
α΄) Τὸ κεντρικὸν τμῆμα Τοῦτο ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν έγκέφαλον καὶ τὸν νωτιαῖον μυελὸν (εἰκ. 38).
῾Ο ἐγκέφαλος περικλείεται ἐντὸς τοῦ κρανίου, ὁ δἐ νωτιαῖος μυελὸς εἶναι συνέχεια τοῦ ἐγκεφάλου καὶ περικλείεται ἐντὸς τοῦ νωτιαίου σωλῆνος τῆς σπονδυλικῆς στὴλης, φθάνων μέχρι τῶν πρώτων ὀσφυϊκῶν σπονδύλων.
Εἰς τὸν ἐγκέφαλον διακρίνομεν τρία τμήματα. Οῦτω τὸ πρόσθιον τμῆμα του εἶναι ὁγκῶδες καὶ χωρίζεται μὲ βαθεῖαν πτυχὴν είς δύο μέρη, καλούμενα ἡμισφαίρια τοῦ ἐγκεφάλου. ᾽Αμἑσως μετὰ τὰ ἡμισφαίρια συναντῶμεν τὴν παρεγκεφαλίδα καὶ μετ’ αὐτὴν τὸν προμήκη μυελόν. Οὗτος φθάνει μέχρι τοῦ ἰνιακοῦ τρήματος, ἀπὸ τὸ ὸποἶον ἅρχεται ὁ νωτιαῖος μυελός. Εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἐγκεφάλου ὗπάρχει ἕνας αὐλός, ὁ ὁποῖος χωρίζεται εἰς διάφορα τμήματα, καλούμενα κοιλίας. ῾Ο αὐλὸς οὗτος συνεχίζεται καὶ εἰς τὸν νωτιαῖον μυελόν. ῾Ο ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου παρουσιάζει πλῆθος έλικοειδῶν αὑλάκων, διὰ τῶν ὁποίων ἐπαυξάνεται η ἐπιφάνειά του. Τὸ ἐξωτερικὸν στρῶμα τοῦ ἐγκεφάλου ἀποτελεῖται ἀπὸ νευρικὰ κύτταρα καὶ βραχείας ἀποφυάδας αὐτῶν, λόγῳ δὲ τοῦ χρώματός του καλεῖται φαιὰ οὐσία. Τὸ ἐσωτερικὸν ἀντιθέτως ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰς μακρὰς ἀποφυάδας, τὰ νεῦρα, τὰ ὁποῖα περιβάλλονται ἀπὸ λευκὸν νευρείλημα. Διὰ τοῦτο τὸ στρῶμα τοῦτο καλεῖται λευκὴ οὐσία.
Εἰς τὸν νωτιαῖον μυελὸν ἀντιθέτως ἡ φαιὰ οὐσία εἶναι εἰς τὀ κέντρον, περὶ τὸν κεντρικὸν αὐλόν, ἡ δὲ λευκὴ περιβάλλει τὴν φαιάν.
Διὰ νὰ μὴ προσκρούουν ἐπὶ τῶν ὀστῶν, ὁ ἐγκέφαλος καὶ ὁ νωτιαῖος μυελός, περιβάλλονται απὸ τρεῖς ὑμένας, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται μήνιγγες. ἐξωτερικὴ εἶναι ἡ σκληρὰ μῆνιγξ, ἡ μεσαία εἶναι ὴ ἀραχνοειδὴς, ἡ ὁποἴα σχηματίζει δύο πέταλα, καὶ ἡ ἐσωτερικ εἶναι ἡ χοριοειδής, ἡ ὁποία φέρει αἱμοφόρα ἀγγεῖα.
᾽Εντὸς τῶν κοιλιῶν τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τοῦ κεντρικοῦ αὐλοῦ καὶ μεταξὑ τῆς άραχνοειδους καὶ τῆς χοριοειδοῦς μήνιγγος ῦπάρχει τὀ ἐγκεφαλονωτιαῖον ὑγρόν.
β΄) Τὸ περιφερικὁν νευρικὸν σύστημα (ἐγκεφαλικὰ καὶ
νωτιαῖα νεῦρα) (εἰκ. 39). Τοῦτο ἀιτοτελεῖται ἀπὸ τὰ νεῦρα, τὰ ὁποῖα ἑξέρχονται ἀπὸ τὸν ἑγκέφαλον καὶ τὸν νωτιαῖον μυελόν καὶ διακλαδίζονται εἰς τὸ σῶμα. Τὰ νεῦρα, τὰ ὁποῖα ἐξέρχονται ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλον, καλοῦνται ἐγκεφαλικὰ καὶ εῖναι δώδεκα ζεύγη, ἐκεῖνα δέ, τὰ ὁποῖα ἐξέρχονται ἀπὸ τὸν νωτιαῖον μυελόν, καλοῦνται νωτιαῖα καὶ εῖναι τριάκοντα καὶ ἓν ζεύγη. ῎Εκ τῶν νεύρων τούτων ὡρισμένα μεταφέρουν τὰ ἐρεθίσματα ἑκ τῶν αἰσθητικῶν κυνττάρων εἰς τὸ κεντρικὸν νευρικὸν σύστημα καὶ καλοῦυται αἱσθητικά, ἄλλα δὲ προκαλοῦν τὴν ἀντίδρασιν τῶν μυῶν καὶ καλοῦνται κινητικά. Τέλος, ὑπάρχουν καὶ νεῦρα, τὰ ὸποῖα ἐκτελοῦν καὶ τὰς δύο αὐτὰς λειτουργίας, καλούμενα διὰ τοῦτο μεικτά. Τὰ νωτιαῖα νεῦρα εῖναι ὁλα μεικτά.
γ΄) Ἡ διαδρομὴ τοῦ ἐρεθίσματος. Τὸ ἑρέθισμα παρόγεται εἰς τὰ αἰσθητικὰ κύτταρα, τὰ ὸποῖα εὑρίσκονται εἰς τὰ αἰσθητήρια ὅργανα ἤ εῖναι διεσκορπισμένα εἰς τὸ δέρμα. Τὰ νεῦρα, τὰ ὁποῖα ἀπολήγουν εἰς τὰ αἰσθητικὰ αὐτὰ κύτταρα, παραλαμβάνουν τὸ έρέθισμα καὶ τὸ μεταφέρουν εἰς τὸ κεντρικὸν σύστημα. Καὶ τὰ μέν ἐγκεφαλικὰ νεῦρα μεταφέρουν τὸ ἐρέθισμα ἀπ’ εὐθείας εἰς τθν έγκέφαλον, τὰ δὲ νωτιαῖα μεταφέρουν αὐτὸ πρῶτον εἰς τὸν νωτιαῖον μυελόν, ἐξ αὐτοῦ δὲ κατόπιν τὸ ἐρέθισμα διαβιβάζεται πἁλιν εἰς τὸν ἐγκέφαλον. Τοῦτο ὅμως δὲν συμβαίνει πάντοτε. Ὑπάρχουν ἐρεθίσματα, τὰ ὁποῖα, καταφθάνοντα εἱς τὸν νωτιαἶον μυελόν, διαβιβάζονται ἀμέσως εἰς τὰ κινητικὰ νεῦρα, χωρὶς δηλ. προηγουμένως νὰ διέλθουν ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλον. Αἱ προκαλούμεναι οῦτω κινήσεις καλοῦνται ἀντανακλαστικαί, καὶ δὲν ἐξαρτῶνται άπὸ τὴν βούλησιν. ᾽Ακόμη καὶ πολύπλοκοι ἐργασίαι γίνονται κατόπιν συνηθείας ἀντανακλαστικῶς πλέον (κολύμβησις, βάδισις παίξιμον όργάνων κλπ.).
Εἰς τὸν ἐγκέφαλον, όπου καταφθάνουν τὰ διάφορα ἑρεθίσματα, δημιουργοῦνται αἱ ἑντυπώσεις ἑκ τοῦ ἑξωτερικοῦ κόσμου, συνδυάζονται αὗται καὶ γενικῶς τελεῖται ἡ λειτουργία τῆς σκέψεως. Τέλος, γεννᾶται ἡ ἀντίδρασις είς τὰ ἐρεθίσματα, ἡ ὁποία ρυθμίζεται ὑπὸ τῶν κινητικῶν καὶ μεικτῶν νεύρων, ταῦτα ἀπολήγουν εἰς τοὺς γραμμωτοὺς μῦς, τῶν ὁποίων τοιουτοτρόπως αἱ κινὴσεις διέπονται ὑπὸ τῆς βσυλήσεως.


3. ΤΟ ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ
Τοῦτο ἀποτελεῖται ἀπὸν νεῦρα, τὰ ὁποῖα ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν νωτιαῖον μυελὸν καὶ ἀπολήγουν είς τοὺς λείους μῦς τῶν σπλάγχνων. Πρὶν όμως φθάσουν εἰς αὐτούς, διέρχονται ἀπὸ τὰ συμπαθητικὰ γάγγλια, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται εἰς δύο σειρὰς ἑκατέρωθεν τῆς σπονδυλικῆς στήλης (εἰκ. 40). ᾽Ολίγα ἐν τούτοις συμπαθητικὰ γάγγλια δὲν περι-λαμβάνονται εἰς τὰς σειρὰς αυτὰς καὶ εὑρίσκονται μακρότερον εἰς ὡρισμένα μέρη τῆς κοιλίας. Τὰ γάγγλια ἑκάστης σειρᾶς συνδέονται μεταξύ των διὰ νεύρων. Αἱ δύο αὗται σειραὶ γαγγλίων καλοῦνται συμπαθητικὰ στελέχη.
Ὥστε τὸ συμπαθητικὸν συνδέεται μὲ τὸ κεντρικὸν νευρικὸν σύστημα στενῶς.
Εἰς τὰ σπλάγχνα διακλαδἴζονται καὶ τὰ νεῦρα τοῦ παρασυμπαθητικοῦ. Αὐτὰ ἐκφύονται ἀπὸ τὸ ἅκρον τοῦ νωτιαίου μυελοῦ, δὲν διέρχονται δὲ ἀπὸ τὰ συμπαθητικὰ γάγγλια. Μὲ τὰ νεῦρα αὐτὰ τοῦ παρασυμπαθητικοῦ συστήματος συνεργάζεται καὶ έν ἐγκεφαλικὸν νεῦρον, τὸ πνευμονογαστρικὸν, τὸ ὸποῖον διακλαδίζεται εἰς τὸν θώρακα, τὸν στόμαχον κλπ. Δι’ αὐτὸ καλεῖται τοῦτο καὶ παρασυμπαθητικὸν νεῦρον. ᾽Αλλὰ καὶ ἄλλα ἐγκεφαλικὰ νεῦρα περιλαμβάνουν καὶ παρασυμπαθητικὰς ἶνας.
Τὰ συμπαθητικὰ καὶ παρασυμπαθητικὰ νεῦρα ρυθμίζουν τὰς κινήσεις τῶν σπλάγχνων καὶ άνταγωνίζονται πρὸς ἄλληλα. Π.χ. ἐνῶ τὰ συμπαθητικὰ νεῦρα ἑπιταχύνουν τὰς κινήσεις τῆς καρδίας καὶ ἐπιβραδύνουν τἀς κινήσεις τοῦ ἐντέρου, ἀντιθέτως τὰ παρασυμπαθητικὰ ἑπιβραδύνουν τὰς κινήσεις τῆς καρδίας καὶ έπιταχύνουν τὰς τοῦ ἐντέρου. Διὰ τοῦ ἀνταγωνισμοῦ τούτου ἐξασφαλίζεται ἡ ἀναγκαία ἰσορροπία διὰ τὴν κανονικὴν λειτουργίαν τῶν σπλάγχνων.
Τὰ συμπαθητικὰ καὶ παρασυμπσθητικὰ νεῦρα δροῦν ἀνεξαρτήτως τῆς βουλήσεως, καὶ διὰ τοῦτο αἱ κινήσεις τῶν λείων μυῶν καὶ τῆς καρδίας γίνονται ἀσυναισθήτως. ῎Εν τούτοις όμως, ἐπειδὴ τὰ νεῦρα αὐτὰ συνδέονται, ὡς εἴδομεν, καὶ μὲ τὸν ἐγκέφαλον, συμβαίνει ὥστε νὰ συνδυάζωνται, νὰ συντονίζωνται, ὡς λἑγουν, αἱ κινήσεις τῶν λείων μυῶν τῶν σπλάγχνων, καθὼς καὶ τῶν μυῶν τῆς καρδίας, μὲ τὰς κινήσεις τῶν γραμμωτῶν μυῶν. Οῦτω λ.χ. ὅταν διὰ τῆς βουλἡσεως θέτῃ τις εἰς ἐντατικὴν ἐργασίαν τοὺς γραμμωτοὺς μῦς τοῦ σώματος (δρόμος, ἐργασία κλπ.), τότε καὶ ἡ καρδία καὶ τὰ ἀναπυευστικὰ ὄργανα ἐργάζονται ἐντατικώτερον, ἂν καὶ νευροῦνται ἀπὸ τὸ συμπαθητικὸν καὶ παρασυμπαθητικὸν νευρικὸν σύστημα.


4. ΤΑ ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΝΕΥΡΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΝΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
῞Ως εἴδομεν, τὸ ἐγκεφαλονωτιαῖον, τὸ συμπαθητικὸν καὶ τὸ παρασυμπαθητικὸν νευρικὸν σύστημα συνδέονται μεταξύ των καὶ ἀποτελοῦν ἓν σύνολον.
Εἰς ὡρισμένα σπλάγχνα τοῦ σώματος ὑπάρχουν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰς διακλαδώσεις τῶν νευρικῶν τούτων συστημάτων, καὶ ἄλλα νεῦρα καὶ γάγγλια, τὰ ὸποῖα δὲν συνδέονται μὲ τὰ προηγούμενα νευρικὰ συστὴματα. Τοιαῦτα «αὐτόνομα» νευρικὰ συστήματα ὑπάρχουν εἰς τὰ τοιχώματα τοῦ ἐντέρου καὶ τὴν καρδίαν.
Τὸ αὐτόνομον νευρικὸν σύστημα τοῦ ἑντέρου ἐρεθίζεται ἀπὸ χημικὰς οὐσίας τῶν τροφῶν καὶ προκαλεῖ τὰς κινήσεις τοῦ ἐντέρου καὶ τῶν λαχνῶν αὐτοῦ.
Τὸ αντόνομον νευρικὸν σὑστημα τῆς καρδίας έρεθίζεται ἀπὸ τὸ διοζείδιον τοῦ ἅνθρακος, τὸ ὁποῖον περιέχεται εἰς τὸ αἶμα τοῦ δεξιοῦ κόλπου. Εἰς τὸν έρεθισμὸν αὑτὸν ἀντιδρᾷ διὰ τῶν κινήσεων τῆς καρδίας.
Ὥστε αἱ κινήσεις τοῦ ἐντέρου καὶ τῆς καρδίας δέν ρυθμίζονται μόνον ὑπὸ τῶν συμπαθητικῶν καὶ παρασυμπαθητικῶν νεύρων, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ αὐτονόμων νευρικῶν συστημάτων τῶν ὀργάνων τούτων.


5. 0 ΥΠΝΟΣ
῾Ο ὕπνος εἶναι μία κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν διέρχεται ὁ ἅνθρωπος τὸ ἓν τρίτον καὶ πλέον τῆς ζωῆς του. Κατὰ μέσον ὅρον, τὸ βρέφος κοιμᾶται κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ζωῆς του ἐπὶ 18 ὥρας τὸ εἰκοσιτετράωρον, τὸ παιδίον κατὰ τὸ 2ον-5ον ἔτος κοιμᾶται ἐπὶ 14 ὥρας, κατὰ τὸ 5ον-6ον ἓτος ἐπὶ 12 ὥρας καἵ κατὰ τὸ 7ον-14ον ἔτος ἐπὶ 10 ὥρας. Κατὰ τὴν ἐφηβικὴν καὶ ὥριμον ἡλικίαν συνήθως διατίθενται διὰ τὸν ὕπνον 8 ὧραι. Κατὰ τὸ γῆρας αἱ ὧραι τοῦ ὕπνου ἐλαττονονται περισσότερον.
Κατὰ τὸν ὕπνον, οἱ μῦες οἱ έξαρτώμενοι ἐκ τῆς βουλήσεως γενικῶς δὲν ἐργάζονται, καθ’ ὅσον δὲν δὶαβιβάζονται, εἰς αὐτοὺς ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου ἐρεθίσματα. Οἱ μύες τῶν σπλάγχνων ὅμως, καθὼς καὶ μερικοὶ άλλοι (ὡς οἱ κλείοντες τὰ βλέφαρα), συνεχίζουν τὴν ἐργασίαν των. Εἰς τινα ζῶα μάλιστα κατὰ τὸν ὕπνον ἐργάζονται πλεῖστοι μύες, ὡς οἱ τῶν ποδῶν εἰς τὰ ζῶα τὰ κοιμώμενα ὅρθια (ἵππος κλπ.) ἢ κρατούμενα ἐπὶ κλάδων (πτηνὰ κλπ.).
Οἶ ἐρεθισμοὶ ἐπὶ τοῦ ὀργανισμοῦ εἶναι κατὰ τὸυ ὕπνον περιωρισμένοι, διοτι τὰ βλέφαρα εἶναι κλειστά, ό τόπος συνήθως ἥσυχος καὶ ἡ προσοχὴ δὲν διεγείρεται πλέον ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἐρεθίσματα, τὰ ὁποῖα παρ’ ὅλα αὐτὰ τυχὸν παράγονται, δὲν δημιουργοῦν ἐντυπώσεις εἰς τὸν ἐγκέφαλον, παρὰ μόνον ἄν εἶναι ἀναλόγως καὶ τῆς βαθύτητος τοῦ ὕπνου, ἀρκετὰ ἔντονα. ᾽Ακριβῶς τοῦτο χαρακτηρίζει τὸν ῦπνον, ὅτι ὁ ἐγκέφαλος ἐν μέρει ἀδρανεῖ καὶ δὲν ἐπεξεργὰζεται τὰ ἑρεθίσματα, τὰ ὁποῖα τυχὸν καταφθάνουν εἰς αὐτὸν. Οὕτως ὁ ὕπνος ἐπιφέρει τἠν άνάπαυσιν τοῦ ἐγκεφάλου καὶ, γενικῶς, τοῦ νευρικοῦ συστήματος.
Ὁ ἑπαρκὴς ὕπνος εἶναι άπαραίτητος διὰ τὸν ὀργανισμόν, ἡ δὲ στέρησις αὑτοῦ εἶναι βλαβερά. Πειραματικῶς παρετηρήθη ἑπὶ ζᾡων, ὅτι ἡ στέρησις τοῦ ὕπνου προκαλεῖ, μετά τινας ἡμέρας ἀϋπνίας τὸν θάνατον.


6. ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ
Τὸ νευρικὸν σύστημα περιλαμβάνει: α΄) τὸ ἑγκεφαλονωτιαῖον σύστημα (κεντρικὸν τμῆμα ὁ ἐγκέφαλος καὶ ό νωτιαῖος μυελός, περιφερικὸν τὰ 12 ζεύγη τῶν ἐγκφαλικῶν νεύρων καὶ τά 31 τῶν νωτιαῖων)· β΄) τὸ συμπαθητικὸν καὶ παρασυμπαθητικόν· τὸ συμπαθητικὸν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἶνας, αἱ ὁποῖαι ἑκφύονται ἀπὸ τὸν νωτιαῖον μυελὀν καί, πρἵν διακλαδισθοῦν εἰς τὰ σπλάγχνα, ἑκατέρωθεν τῆς σπονδυλικῆς στήλης διερχονται ἀπὸ τὰ συμπαθητικὰ γάγγλια· τὸ παρασυμπσθητικὸν ἀποτελεἶται ἀπὸ ἶνας ἐκφυομένας ἐπίσης ἐκ τοῦ νωτιαίου μυελοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ πνευμονογαστρικοῦ κυρίως ἐγκεφαλικοῦ νεύρου· τὸ συμπαθητικὸν καὶ τὸ παρασυμπαθητικὸν άνταγωνίζονται πρὸς ἄλληλα· γ΄) Τὰ αὐτόνομα νευρικὰ συστήματα τῆς καρδίας καὶ τοῦ ἑντέρου, τὰ ὁποῖα δἐν συνδέονται πρὸς τὰ προηγούμενα.
Διὰ τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ ἐγκεφάλου εἶναι άπαραίτητος ὁ ὕπνος, μία κατάστασις, κατὰ τὴν ὁποίαν οὗτος μερικῶς ἀδρανεῖ.