Οἱ 52 δαίμονες τῆς χαρτοπαιξίας



Αρχιμανδρίτου
π. Χαράλαμπου Βασιλόπουλου




Οἱ 52 δαίμονες τῆς χαρτοπαιξίας.



ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ







ΕΛΛΗΝΑ

Ποτέ μην κατεβάζεις το κεφάλι.

Ποτέ μην τα παρατάς και μην κάθεσαι να μοιρολογείς.

Βρες έναν άλλο τρόπο. Και μην προσεύχεσαι όταν βρέχει

αν δεν προσεύχεσαι όταν λάμπει ο ήλιος.




ΜΑΣ ΓΕΜΙΖΕΙ Μ᾽ ΕΛΠΙΔΑ


τοῦ
κ. Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη,
Θεολόγου





Μέγα τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Λόγου. Ἀκατάληπτο καί ἀνερμήνευτο. Ποιός εἶδε ἤ ἄκουσε ποτέ, μεγαλύτερο θαῦμα μέσα στή δημιουργία ἤ τήν ἱστορία τοῦ κόσμου; Ἀπ᾽ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη διάσταση καί ἄν τό ἰδοῦμε, ἤ το μελετήσουμε, ἡ λογική λυγίζει καί παραλύει. Μονάχα ἡ πίστη ἀναλαμβάνει νά δώσει την ἀπάντηση: «Ὅπου Θεός βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις».
Στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, τά πάντα περιστρέφονται γύρω ἀπό ἕνα βρέφος, ἕνα νήπιο. "Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν" ( Ἠσ. θ´ 6). Τό γεγονός φέρνει μπροστά στα μάτια μας ὅλα ἐκεῖνα, πού κατά κάποιο τρόπο, δέσανε τήν ὕπαρξή τους μέ τό Νήπιο τῆς Βηθλεέμ: Σπηλιά, φάτνη, ζῶα, ἡ νεαρή Μάνα, ὁ δίκαιος Ἰωσήφ, οἱ ποιμένες, τά ποίμνια, ἡ νυχτιά, τό ἀστέρι, οἱΜάγοι, τά δῶρα, οἱ ἄγγελοι, οἱ ὕμνοι, ὁ μοχθηρός Ἡρώδης, ἡ σφαγή τῶν νηπίων....
Στό μέγα καί "ὑπερφυές" και ἀνεπανάληπτο γεγονός τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅλα τά περιστατικά τά σφραγίζει ἡ ἁπλότητα, ἡ ἁγνότητα καί ἡ ταπείνωση. Καί καθώς λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος, ὁ ἐπωνομαζόμενος Βελιμίροβιτς: «Οἱ φτωχοί ποιμένες τῆς Βηθλεέμ κι ὅλοι αὐτοί οἱ ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι, οἱ "πτωχοί τῷ πνεύματι", εἶναι οἱ καλλίτεροι ὑποψήφιοι γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ὁ ἴδιος ἀναφέρει πώς, «ὁ Ἱερώνυμος γράφει σέ σχόλιό του, ὅτι: "τό ἀστέρι ἔλαμψε στην Ἀνατολή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι να μάθουν γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, πρός μεγάλη τους ντροπή"! Δηλαδή, ὁ Θεός τίμησε τούς μάγους τῆς Ἀνατολῆς γιά τήν ἁπλότητα καί τήν ταπείνωσή τους, παρά τούς ὑπερήφανους και ἀλαζόνες Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι θα ῾πρεπε πρῶτοι νά γνωρίζουν ποῦ καί πότε θά ἐγεννᾶτο ὁ Χριστός. Ὅμως… "ντροπή τους"!».
Στήν "κένωση" τοῦ Λόγου βρίσκεται ὅλο τό μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης. Διότι, "εἰ γάρ ἠθέλησε γυμνῇ τῇ θεότητι κατελθεῖν, τίς ἠδύνατο ὑπενεγκεῖν; Ἀλλά διά τοῦ ὀργάνου τοῦ σώματος ἐλάλει ἀνθρώποις", παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. Μιά τέτοια ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, "γυμνῇ τῇ θεότητι", θά ἦταν ἀκατανόητη καί ἀκατάληπτη στόν "πεπερασμένο" ἄνθρωπο. Γιαυτό, κατά τόν ἅγιο Μακάριο, βρῆκε ὁ Θεός τή λύση: "Ἀπεστάλη ὁ Λόγος καί σάρκα ἐνδυσάμενος καί κρύψας τήν ἑαυτοῦ θεότητα, ἵνα διά τοῦ ὁμοίου το ὅμοιον σωθῆ, ἔθηκε τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐπί τοῦ σταυροῦ. Τοσαύτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐστι προς τόν ἄνθρωπο"! Εἴτε Σταυρός, εἴτε ἐνανθρώπηση καί γέννηση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί τά δυό παγκόσμια σωτηριολογικά γεγονότα ἐκφράζουν τήν ἄπειρη καί ἀκατάληπτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ διάβολος "διά γυναικός ἐκράτησε, διά γυναικός ἥττηται". Καθώς ἐπίσης: "Ἐγεννήθη διά γυναικός, ἵνα τήν ἐκ γυναικός προσγενομένην ἁμαρτίαν τοῖς ἀνθρώποις ἀπαλείψη". Ὁ πρῶτος καρπός τῆς Εὔας, ἦταν ἡ πιό συγκλονιστική τραγωδία τοῦ κόσμου. ὁ καρπός τῆς δεύτερης Εὔας - τῆς Παναγίας - ἦταν ἡ ἀναγέννηση τῆς ἀνθρωπότητας. Ὡραῖα τό διατυπώνει ὁ ἅγιοςΝικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἡ Εὔα, τόν πρῶτο καρπό πού ἔδωσε στή γῆ ἦταν ὁ Κάϊν, ὁ ἀδελφοκτόνος. Ἡ Μαρία ὅμως γέννησε τόν Ἥρωα τῶν ἡρώων, πού ὁδήγησε τή γενιά τῶν ἀδελφοκτόνων, τούς καρπούς τῆς ἀνυπάκουης Εὔας, μακριά ἀπό τή σκιά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου».
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο: "Γενώμεθα ὡς Χριστός, ἐπεί καί Χριστός ὡς ἡμεῖς· γενώμεθα θεοί δι᾽ αὐτόν, ἐπειδή κἀκεῖνος δι᾽ ἡμᾶς ἄνθρωπος". Νά μιμηθοῦμε καί νά γίνουμε σάν τό Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἔγινε σάν ἐμᾶς· γιά χάρι Του νά
γίνουμε θεοί, ἐπειδή κι Ἐκεῖνος ἔγινε γιά χάρι μας, ἄνθρωπος.
Τό Νήπιο τῆς Βηθλεέμ εἶναι ὁ ὄντως Θεός - Θεάνθρωπος – το Α καί τό Ω τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας. Καί ὄχι μόνο! Ὁ Χριστός θά πρέπει νά παραμείνει το Α καί τό Ω τῆς προσωπικῆς και τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς. Ὅποιος στηρίζεται στόν Ἰησοῦ, στηρίζεται στό βράχο τῆς Πίστης, τῆς Δύναμης καί τῆς Ἐλπίδας. Ἄλλωστε, τ᾽ ὄνομά Του εἶναι ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, πού σημαίνει «μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός». Εἶναι μαζί μας ὁ Θεός. Καί μόνο τ᾽ ὄνομά Του, μᾶς γεμίζει μ᾽ ἐλπίδα. Καί πολύ τήν ἔχουμε ἀνάγκη τά τελευταῖα χρόνια. Ἀλλοίμονο ἄν τή θέση τῆς ἐλπίδας, τήν καταλάβει ἡ ἀπελπισία, καί τή θέση τῆς αἰσιοδοξίας τήν καταλάβει ἡ ἀπαισιοδοξία!
Δυστυχῶς, ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀποστασία καί αὐτή ἡ δαιμονική ἀθεΐα, ἔχουν χρωματίσει τή ζωή πολλῶν Ἑλλήνων… ἀρνητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀποστασίας, τίς παρακολουθοῦμε κάθε ἡμέρα. Μόνο ἡ ἀγάπη Ἐκείνου πού μᾶς λύτρωσε, μᾶς γεμίζει μ᾽ ἐλπίδα.
Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.






ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ



εκ του
αναγνωστικού της Β’ Δημοτικού
του 1948
 



Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.

- Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
- Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα. Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θά βρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα. Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός. Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά. Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε, οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
- Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
- Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της
- Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.  Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο. 
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε:
- Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα;
Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
- Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός. Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά. Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τά πιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν
ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
-  Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
- Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε. 
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
- Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
- Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
- Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος. 
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του. Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ἀκούση. Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου. Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
- Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός! ῎Ε, γιαγιάκα;
- Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.



Όταν και οι βασιλείς ήταν ταπεινοί


άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-πτυχιούχου κλασσικής φιλολογίας
Πανεπιστημίου Αθηνών
-μεταπτυχιακού εφηρμοσμένης παιδαγωγικής
Πανεπιστημίου Αθηνών




Πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται
και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται


[Κατά Λουκάν ιδ’11]

Κάπου αναφέρονται στο κοράνι τα εξής:
«Και κοίτα, ότι ο Κύριός σου είπε στους αγγέλους: «Είμαι έτοιμος να πλάσω έναν άνθρωπο από άργιλο στεγνό κι από λάσπη που δίνει μορφή. Κι όταν προσαρμόσω σ` αυτόν απ` την Ψυχή Μου, (τότε), πέστε κάτω υπακούοντες σ` αυτόν.» Κι έριξαν οι άγγελοι τον εαυτό τους όλοι μαζί – σ` αυτόν. Όχι όμως ο Ιμπλίς ( Σατανάς) (που) αρνήθηκε να είναι με αυτούς που τον προσκύνησαν. Είπε (ο Θεός): «Ω! Ιμπλίς! Ποιος είναι ο λόγος σου, ώστε να μην είσαι μ` αυτούς που έριξαν τον εαυτό τους;» Είπε ( ο Ιμπλίς): Δεν πρέπει για μένα να προσκυνήσω άνθρωπο, που Εσύ τον έπλασες από άργιλο στεγνό κι από λάσπη που μυρίζει κακό.» Είπε (ο Θεός): «Έβγα – τότε – από εδώ, γιατί είσαι απορριμμένος, καταραμένος. Κι η κατάρα θα είναι επάνω σου μέχρι την Ημέρα της Κρίσης.»
(Κοράνι 15:28-35)

Τι να ήταν άραγε αυτό που εμπόδισε τον Διάβολο να υπακούση στην προσταγή του Θεού; Η υπερηφάνεια, η ιδέα ότι ήταν ανώτερος. Και από τότε κατεστράφη. Ο δικός μας θείος Όμηρος όμως το λέει καλύτερα.

Ο Οδυσσέας στην σπηλιά του Πολύφημου είδε να χάνονται άντρες του από το απαίσιο τέρας. Προσέξατε το όνομα του Κύκλωπα. Πολύφημος. Ήταν ξακουστός, είχε μεγάλη φήμη. Ο ίδιος ο γίγαντας υπερηφανευόμενος για τον εαυτό και για την δύναμή του, λέει και για αυτόν και για τους ομόιδιούς του, ότι δεν τον σκιάζει κανένας θεός:
Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, για από μακριά θα φτάνεις
που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους! Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο,
μηδ᾿ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροι τους.
Αν δε θελήσω εγώ, δε θα 'βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά᾿ πολύ που μ᾿ ένιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!
Κι έρχεται η ώρα ο βασιλιάς της Ιθάκης να βάλη το πολυμήχανο μυαλό του να δουλέψη για να βρή την σωτηρία. Σκέπτεται, αφού τον μεθύσει, να τον τυφλώση ύστερα, ώστε να μπορούν να δραπετέυσουν από την σπηλιά του το πρωί, σαν το τέρας θα άνοιγε την είσοδο της κατοικίας του για να βοσκήση τα κοπάδια του. Αλλά ο Κύκλωπας τον ρωτάει κάποια στιγμή να του πή το όνομά του. Και ο τετραπέρατος Οδυσσέας ακόμα και κεί αρνείται τον εαυτό του. Δεν λέει ότι είναι βασιλέας. Απεναντίας λέει ότι είναι ένα τίποτα. Ότι είναι ο Κανένας.
«κι εγώ τον Κύκλωπα σιμώνοντας κινούσα λόγια κι είπα,
καυκί κρατώντας μες στα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο: ,, Κύκλωπα, εγεύτης σάρκα ανθρώπινη για πιες κρασί από πάνω, να μάθεις τι λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.
Σπονδή για να σου κάμω το 'φερνα, μπορεί να με λυπόσουν και στην πατρίδα μου να μ᾿ έστελνες᾿ μα εσύ ξεφρενιασμένος πια δε βαστιέσαι. Πως αργότερα θα πει να σου 'ρθει κι άλλος
απ᾿ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε, τέτοια ανομία που δείχνεις;»
Είπα, κι αυτός το δέχτη, το άδειασε και φράθηκε περίσσια,
τέτοιο κρασί να πιεί γλυκόπιοτο, και μου ζητούσε κι άλλο: Αν με αγαπάς, ακόμα δώσε μου, και πες μου τ᾿ ονομά σου,
μα τώρα ευτύς, και συ χαρούμενος το δώρο σου να πάρεις.
Πλούσια είναι η γη μας, και στους Κύκλωπες απ᾿ τις βροχές του Δία
δίνουν κρασί τα μεγαλόρωγα στ᾿ αμπέλια μας σταφύλια'
μα ένα κρασί σαν τούτο, αθάνατο, μόνο οι θεοί το πίνουν Είπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα᾿
τρεις φορές του 'δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω.
Σαν είδα το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα να 'χει ανέβει,
γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
,, Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομα μου• θα το 'χεις, μα και συ που 'ταξες να μου χαρίσεις δώρο!
Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.»
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
,, Θ᾿ αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω᾿ πιο πριν τους άλλους θα φάω συντρόφους του• το δώρο μου για σένα ετούτο θα 'ναι!»
Ταπείνωση; Ο πολυμήχανος Οδυσσέας κατανόησε την ζωή και τους νόμους της. Κατάλαβε ότι σώζεται αυτός που δεν υπερηφανευθεί, αυτός που σμικρύνει τον εαυτό του ως εκεί που δεν πάει άλλο. Και έσωσε και τον εαυτό του και τους συντρόφους του. Θέλετε τώρα να δήτε την ανθρώπινη φύση; Στην δυσκολία σκέφθηκε σωστά και με αρετή κέρδισε την σωτηρία. Όμως η αρετή χρειάζεται διάρκεια και προσπάθεια πολλή αλλά η ανθρώπινη φύση είναι τόσο αδύναμη, ώστε αν και γνωρίζει το σωστό, να μην μπορεί να το ακολουθήση για πολύ. Μόλις είχε εξασφαλίσει την σωτηρία ο βασιλιάς της Ιθάκης και είχαν μπεί στο πλοίο όλοι και απομακρύνονταν από τον όλεθρο, ξέχασε και νόμους και αρετές και αμέσως θέλησε να υπερυψώση εαυτόν, για να μείνη το όνομά του αθάνατο.

Κι αυτοί ανέβηκαν δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Μα σύντας τόσο αλάργα βρέθηκα, που να μου ακούν το λάλο,
με λόγια αγγιχτικά στον Κύκλωπα φωνάζω λέγοντας του: Κιοτής δεν ήταν ο άντρας, Κύκλωπα, που να του φας ζητούσες
με αγριότη ανήμερη τους συντρόφους στη βαθουλή σπηλιά σου.
Οι τόσες αδικίες σου, ανέσπλαχνε, θα σ᾿ έβρισκαν μια μέρα —
συ που δεν ντράπηκες τους ξένους σου μες στο δικό σου σπίτι να φάς᾿
γι᾿ αυτό κι ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί σου το πλέρωσανΕίπα, κι ως πιότερο του φούντωσε στα στήθη η οργή, ξεκόβει
ενός βουνού τρανού το ακρόκορφο και κατά μας το ρίχνει'
κι έπεσε ομπρός στο γαλαζόπλωρο καράβι μας ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι καταστεριάς το πλοίο μας το 'σπρωξε το κύμα αναγυρνώντας,
κι απ᾿ το αντιμάμαλο καθίσαμε στον άμμο αθέλητα μας.
Μα τότε εγώ μακρύ φουχτώνοντας κοντάρι σπρώχνω πέρα,
και στα κουπιά να πέσουν πρόσταζα τους άλλους, γνέφοντας τους
με τό κεφάλι, να γλιτώσουμε την άγρια ετούτην ώρα κι αυτοί μπροστά ρίχτηκαν όλοι τους και τα κουπιά δουλεύαν.

Και θέλετε ακόμα να μάθετε την ώρα της αμαρτίας, στον δρόμο της απομακρύνσεως από την αρετή, πώς είναι ο άνθρωπος; Είναι σαν μαινόμενος, σαν τρελός. Η λογική έχει σταματήσει να μιλά και μιλά μόνον η αγέρωχη, υπερήφανη και αλαζονική ψυχή του. Με την ύβρη που διαπράττει σύντομα πλησιάζει και το τέλος του. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα προσπαθούν να τον συνεφέρουν από το πάθος της υπερηφάνιας που λίγο έλειψε να τους στοιχίση ό,τι κέρδισαν με την αρετή. Αλλά εις μάτην...

Μα σύντας πια το κύμα σκίζοντας διπλιάσαμε το δρόμο,
ως πάλι να μιλήσω εγύρευα του Κύκλωπα, οι σύντροφοι
άλλος αλλούθε με τριγύριζαν, πραγά αντισκόφτοντας με:
,, Κεφάλι αγύριστο, τον άσπλαχνο τι θες κι αγγρίζεις άντρα; Πριν λίγο βράχο μας σφεντόνισε, και γύρισε τα πίσω
καταστεριάς το πλοίο μας, κι είδαμε το Χάρο με τα μάτια.
Αν άκουε τώρα αυτός τα λόγια μας ξανά και τις φωνές μας,
μ᾿ ενα αγκαθόβραχου θα 'ριχνε, τόσου πάει, δικό μας
κεφάλι δε θαπόμενε άσπαστο κι ουδέ του πλοίου μαδέρι!" Τέτοια μου λέγαν, μα την πέρφανη δε λόγιζαν καρδιά μου,
μον᾿ άλλη μια φορά του φώναξα με μανιασμένα σπλάχνα:
,, Απ᾿ τους θνητούς ανθρώπους, Κύκλωπα, κανείς αν σε ρωτήσει
τέτοια δουλειά ποιος σου 'κανε άσκημη και σου 'βγαλε το μάτι,
να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης γιός του Λαέρτη, και το σπίτι του θα το 'βρει στην Ιθάκη!»

Η ιστορία γνωστή. Ο Πολύφημος καταράστηκε τον αλαζόνα βασιλέα να τον κατατυραννήση ο πατέρας του και άρχοντας της θαλάσσης Ποσειδώνας. Και ο θεός τω όντι τον τιμώρησε με το να τριγυρνά μες τα πέλαγα για χρόνια, να ιδή τον θάνατο των συντρόφων του και να γυρίση μετά από πολλά βάσανα και πίκρες σπίτι του, όπου κι εκεί ήταν πιά για όλους πεθαμένος. Υπάρχει άρα γε έστω τώρα και η παραμικρή αμφιβολία για το τι προκαλεί η υπερηφάνεια; Απεναντίας δεν βλέπει κανείς από εσάς, ότι με την αρετή κερδίζεται η σωτηρία; Ο καθείς κατά την κρίση του ας πράττη εφεξής. Μόνο να μην πή ποτέ ότι δεν γνώριζε. Διότι άπαντες μας το έδειξαν αυτό με τις διδαχές τους και δή για μας τους Έλληνες πέραν του δεσπότου Χριστού και θεού μας, ο Όμηρος, ο θείος μας ποιητής.





ΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ


ΣΥΓΧΡΟΝΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ & ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικής φιλολογίας
πανεπιστημίου Αθηνών
-μεταπτυχιακού εφηρμοσμένης παιδαγωγικής
πανεπιστημίου Αθηνών





ΣΥΓΧΡΟΝΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ


More PowerPoint presentations from filologos hermes
ΣΥΓΧΡΟΝΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ & ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ




Ρήματα / ουσιαστικά / επίθετα / επιρρήματα (Λατινικών Γ’ Λυκείου)




Αρχικοί χρόνοι ρημάτων, κλίσεις ουσιαστικών και παραθετικά επιθέτων και επιρρημάτων Λατινικής

 

επιμελεία
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου




ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ, ΚΛΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ