Ο χαμός του γένους των ελλήνων ποντικών


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



Ας ιδή ο φιλαναγνώστης την προδοσία των πολιτικών ημεδαπών και ξένων, το γένος των βατράχων, που με δόλιο τρόπο έπνιξε τον δύστυχο λαό μας. Βέβαια τα ήθελε το γένος των ποντικών, τέτοιο να πάθει κακό, καθώς ανόητο υπήρξε και το μόνο πού ‘ξερε ήταν πώς να τρώει. Ακόμα και σαν πεθαίνει το μόνο που κάνει είναι να βγάζη ωραίους λόγους. Σε απάτητα νερά και σε κινδύνους μέσα, μακριά από εκεί που ήταν το στοιχείο του, η δυνατότητά του, που τον ρίξανε, ήταν δεδομένο πως δεν θα τα καταφέρνε. Μα ο ποντικοστρατός στο τέλος θα εκδικηθή τον θάνατό του.

-Γιατί ρωτάς με το γένος μου; Το ξέρει ο κόσμος όλος.
Το ξέρουν κι οι θνητοί κι οι αθάνατοι, ως και τα ουρανοπούλια.
Με ονοματίζουν Ψιχουλάρπαγα, κι είμαι του Ψωμοφάγου
γιός, του τρανόκαρδου του κύρη μου. Μάνα μου η Μυλογλύφτρα,
η μοσκοθυγατέρα του τρανού του ρήγα Ξυγκομάση.
Σε καλυβόσπιτο με γέννησε, κι αρχοντικιά η τροφή μου.
Καρύδια, σύκα κι ολονόστιμες θροφές λογιώ λογιώνε.
Μα πώς να με λογιάσεις φίλο σου, που διόλου δε σου μοιάζω;
Εσένα βάτραχε στα νερά είναι η ζήση σου. Μα εγώ το ‘χω συνήθεια
Να ροκανίζω όσα έχουν οι άνθρωποι στα σπίτια τους καλούδια.
Ψωμί δε μου ξεφεύγει αφρόπλαστο σ’ ωριόκλυτο πανέρι,
μήτε κομμάτι από χοιρόμερο, σκωτάκια ασπροντυμένα,
μήτε και το τυρί το νιόπηχτο από το γλυκό το γάλα,
μήτε η λαχταριστή μελόπιτα, που ως κι οι θεοί ποθούνε,
μήτε όσα σ’ ανθρωποξεφάντωσες μαγείροι μαστορεύουν
στις χύτρες τεχνικά ταιριάζοντας λογιώ λογιώ νοστίμιες.
Ποτέ δεν έφυγα απ’ το σάλαγο τον άγριο του πολέμου,
στους μπροστόμαχους πάντα ανάμεσα ρίχνομαι ευθύς στην μάχη.
Δεν τον φοβάμαι εγώ τον άνθρωπο, τρανό κι ας έχει σώμα,
μα του δαγκάνω τ’ ακροδάκτυλα στην κλίνη του γλιστρώντας.
Κι έτσι αλαφρά βουτάω την φτέρνα του, που δεν γροικάει τον πόνο,
Κι απ’ το βαθύ ύπνο δεν σηκώνεται την ώρα που δαγκώνω.
Μονάχα δυο είναι που μου φέρνουνε σ’ όλη τη γης τρομάρα.
Γάτα και κιρκινέζι από την μια, τρανή μου δυστυχία,
Τ’ άλλο η παγίδα η πολυστέναχτη, που δόλιος μου είναι ο χάρος.
Μα απ’ όλα πιότερο η ανήμερη μου φέρνει σύγκρυο η γάτα,
γιατί πασκίζει ως κι απ’ την τρύπα μου λες να με ξετρυπώσει.
Δεν τρώω ραπάνια μήτε λάχανα, δεν τρώω κολοκύθια,
χλωρά κοκκινομαγούλια ή σέλινα δεν είν’ τροφή δική μου
αυτά για φαγητά σεις τα ‘χετε, που ζείτε μες την λίμνη.

Σ’ αυτά αποκρίθη ο Φουσκομάγουλος χαμογελώντας κι είπε:
-         Για την κοιλιά σαν κούρκος φούσκωσες, ξένε. Κι εμείς στη λίμνη
και στην στεριά πολλά χαιρόμαστε, που θάμα να τα βλέπεις.
Διπλή ζωή, διπλό βοσκότοπο χάρισε στα βατράχια
του Κρόνου ο γιός, στη γης πηδήματα να κάνουν, να βουτάνε
στη λίμνη κι έτσι διπλομοίραστη την κατοικιά τους να ‘χουν.
Κι αν θές να δείς, να μάθεις, εύκολα κι αυτό μπορεί να γίνει.
Πήδα στην πλάτη μου και κράτα με γερά, μηπως γλιστρήσεις
κι έτσι με την καρδιά σου ολόχαρη στ’ αρχοντικό μου μπαίνεις.

Έτσι είπε και την πλάτη του έσκυψε. Κι ευθύς ανέβη εκείνος
γύρω τα χέρια αλαφροδένοντας στον τρυφερό λαιμό του.
Χαιρόταν στην αρχή γιατί έβλεπε τ’ αραξοβόλια δίπλα,
ονειρεμένο το ταξίδι τους. Μα ξαφνικά σαν είδε
τα σκούρα να τον ζώνουν κύματα, κορόμηλο το δάκρυ,
κλαιγόταν, μα η μετάνοια ανώφελη, τραβούσε τα μαλλιά του,
τα πόδια κάτω από την κοιλιά έσφιγγε και μέσα του η καρδιά του
σπαρτάριζε γιατί ήταν άμαθη και τη στεριά ποθούσε.
Βαριά αναστέναζε και πάγωσε το αίμα του από τον φόβο.
Σαν το κουπί η ουρά του πίσω τουμες τα νερά σερνόταν,
κι ως τους θεούς έκανε δέηση να βγεί, στεριά να πιάσει,
νερά ολοσκότεινα τον έλουζαν κι όλος έκραζε βοήθεια.
Κι από το στόμα του σαν ρήτορας αυτό το λόγο βγάζει:

-         Στη ράχη του όμοια δεν κουβάλησε το ερωτικό φορτίο
μες απ’ το κύμα ο Ταύρος φέρνοντας στην Κρήτη την Ευρώπη,
ως κουβαλάει εμέ στο σπίτι του, στην πλάτη του απλωμένον,
ο βάτραχος σ’ αφρούς σηκώνοντας το ολόχρωμό του σώμα

ξάφνου μια νεροφίδα πρόβαλε, φρικτό και για τους δυό τους
θέαμα. Το κεφάλι ορθόστητο πα στα νερά κρατούσε.
Μόλις την είδε ο Φουσκομάγουλος, βούτηξε κι ούτε νοιάστη
που έτσι το σύντροφό του θ’ άφηνε να αφανιστεί, στης λίμνης
τα βάθη χώθηκε και γλύτωσε από το μαύρο χάρο.
Πετάχτη ο ποντικός κι ανάσκελα μες τα νερά ξαπλώθη,
Τα χέρια του έσφιγγε και τσίριζε το τέλος του γροικώντας.
Πολλές φορές στον πάτο βούλιαξε, πολλές γοργοκλοτσώντας
απάνω ανέβαινε, μα αδύνατο του χάρου να ξεφύγει.
Μούσκεμα τα μαλλιά του πιότερο το σώμα του βαραίναν.
Κι έτσι όπως τα νερά τον έπνιγαν, λέει τούτες τις φοβέρες

-Θα το πληρώσεις Φουσκομάγουλε, το δόλιο φέρσιμό σου,
γιατί από το σώμα σου με πέταξες σαν ναυαγό από βράχο.
Δεν θα σουν στην στεριά, πανάθλιε, διόλου καλύτερός μου
στην πάλη, στις γροθιές, στο τρέξιμο, μα ξεπλανεύοντάς με,
ύπουλα στα νερά με πέταξες. Τα βλέπει ο θεός και κρίνει,
ο ποντικοστρατός εκδίκηση θα πάρει,δεν γλυτώνεις.

Βατραχομυομαχία στιχ. 25-98
Μτφρ. Νικ. Κοτσελίδη


Αναζητώντας τον Ντεκάρτ (ΜΕΡΟΣ Β’)


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-


 Για μας, τους μεταγενεστέρους του, που επωφεληθήκαμε από την επίδρασή της, η καινοτομία τού Ντεκάρτ αποτελεί κοινοτοπία. Πρέπει όμως να έχουμε αναστήσει κάπως μέσα μας τη δική του εποχή, την πνευματική και ψυχολογική της ατμόσφαιρα, να έχουμε νοιώσει το δέος που ένοιωθαν οι τότε άνθρωποι μπρος στην ιεραρχία τών αξιών, την καθιερωμένη μέσα στις συνειδήσεις τους, όχι μονάχα από τα ήθη τών συγχρόνων και τις παραδόσεις των παλαιοτέρων, παρά από αυτή τούτη τη «θεία Αποκάλυψη», για να μπούμε κάπως στο νόημα του τεράστιου άθλου που αποτέλεσε η διακήρυξη των κανόνων τής Μεθόδου τού Ντεκάρτ. Πρόκειται κυρίως για τον πρώτο κανόνα. Οι τρεις άλλοι είναι τεχνικοί, πρακτικοί κανόνες, που έχουν βέβαια τη χρησιμότητά τους :« Ν α διαιρώ τις δυσκολίες...»
«Να κατευθύνω τις σκέψεις μου με τάξη, περνώντας από τα απλά στα συνθετότερα.. .»
Να κάνω απαριθμήσεις κι ανασκοπήσεις. . .τέτοιες που να είμαι βέβαιος πως δεν θα π α ρ α λ ε ί ψ ω τίποτα. . .».
Είναι αναμφίβολο πως οι νοικοκυρεμένες αυτές σκέψεις, έστω κι αν δεν είχαν ακόμα διατυπωθεί σε κανόνες μεθοδολογίας, εφαρμόζονταν ήδη από πολλούς ανθρώπους προικισμένους με τη στοιχειώδη ορθοφροσύνη. Δεν είναι μ’αυτούς που ο Ντεκάρτ άλλαξε τον ρυθμό τού κόσμου. Αυτοί μοιάζουν να τοποθετήθηκαν εκεί για να καλύψουν με την άκακη μετριότητά τους την ανυπολόγιστη εκρηκτικότητα που έκρυβε τότε μέσα του ο πρώτος από τους τέσσερις κανόνες. Αυτός είναι που περικλείνει ολόκληρο τον Ντεκάρτ, κι αυτό θα πει πως περικλείνει «εν δυνάμει» όλη την καταπληκτική ανάπτυξη του επιστημονικού πνεύματος των Νεότερων Χρόνων. Όμως, πόσο εύκολα μπορεί κανείς να τον αφήσει κι αυτόν να περάσει απαρατήρητος αν δεν τον προσέξει καλά, για να δει τί κρυβόταν την εποχή εκείνη κάτω από το ταπεινό σχήμα που είχε ντυθεί ο πρώτος του κανόνας! «Να μην παραδέχομαι τίποτα για αληθινό, αν δεν το ξέρω ολοφάνερα αληθινό... Ν' αποφεύγω τη βιασύνη και την προκατάληψη... Να μην περιλαμβάνω στις κρίσεις μου τίποτα παραπάνω απ’ ό,τ ι θα παρουσιάζεται στον νου μου τόσο καθαρά και τόσο διακριτά ώστε να μη μου δίνεται καμιά ευκαι-ρία ν' α μ φ ι β ά λ λ ω γι αυτό».Ας σταθούμε μια στιγμή, ας κλείσουμε τα μάτια, ας μεταφερθούμε πίσω στα χρόνια κείνα, κι ας προσπαθήσουμε να δώσουμε ένα συγκεκριμένο, το αληθινό τους όνομα στα πράματα που περιγράφονται τόσο αόριστα και συγκαλυμένα. Στο εξής, όταν ερευνώ τη Φύση και τα προβλήματά της τίποτα δεν θα το δέχομαι για αληθινό

αν το λογικό μου δεν το ελέγξει και δεν το αναγνωρίσει για αληθινό. Οποιοσδήποτε κι αν είναι κείνος που μου το βεβαιώνει, εγώ δεν θα τον πιστέψω. Δεν θα παρασυρθώ από καμιά βιασύνη, τη βιασύνη που δίνει η αποκτημένη συνήθεια
που κι αυτή μού τη δίνει η διαπαιδαγώγησή μου. Ούτε θα παρασυρθώ από καμιά προκατάληψη. Προκατάληψη είναι οτιδήποτε έχει μπει μέσα στην ψυχή μου, βαλμένο από οποιον-δήποτε άλλον εκτός από το λογικό μου. Πού καταλήγαν όλα αυτά στην εποχή τού Ντεκάρτ; Καταλήγαν στο να διακηρύξουν πως, για να κατακτήσει την αλήθεια και να θεμελιώσει την επι-στήμη, ο άνθρωπος πρέπει να παραμερίσει οποιονδήποτε άλλον εκτός από το λογικό του. Δηλαδή, γνώσεις, αισθήματα. Και την πίστη του ακόμα! Μέσα σε μιαν ανθρωπότητα, όπου τα πάντα είταν ρυθμισμένα κι εξουσιασμένα από την Εκκλησία, όπου η σκοπιμότητα του δόγματος παρεμβαλλόταν παντού, κι όριζε πορεία κι όρια στη δράση τής ανθρώπινης σκέψης
όπου κάθε απειθαρχία, τί λέω; ακόμα κι η απορία εκφρασμένη απορία αποτελούσε αίρεση ή μαρτυρούσε αθεϊσμό, βγήκε μια μέρα κάποιος, πιστός, αφοσιωμένος καθολικός, που τόλμησε να πει — ω, πόσο σκεπασμένα! αλλά το είπε πως δεν θα θεμελιωθεί ποτέ επιστήμη ικανή να βρει τη λύση τών προβλημάτων που ορθώνει μπροστά στον άνθρωπο η Φύοη, αν ο νους τού ανθρώπου δεν κλείσει έξω από το επιστημονικό τον εργαστήριο τη Θρησκεία. Ο Ντεκάρτ δεν είταν ούτε άθεος, ούτε άθρησκος. Απεναντίας! Δεν έπαψε ποτέ να εκκλησιάζεται, να προσεύχεται, να πιστεύει. Όμως, χωρίς να θυσιάσει τίποτα από την αφοσίωσή τον στη θρησκεία τών πατέρων, των δασκάλων,
«της παραμάννας μου» θα πει ο ίδιος δ ι α κ ή ρ υ ξ ε την α π ό λ υ τ η ανάγκη του χωρισμού τής επιστήμης από τη θεολογία. Της ηθικής σκοπιμότητας από τη φυσική αναγκαιότητα. Φαινομενικά, ο πόλεμος τον είταν πόλεμος κατά της Σχολαστικής φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα, ο Ντεκάρτ πολεμούσε κείνο που είχε νοθέψει και τη φιλοσοφική και την επιστημονική σκέψη τη θεολογία με τις σκοπιμότητές της. Με τη ζωή τον και το παράδειγμά τον ο Ντεκάρτ διακήρυξε ουσιαστικά πως οι επιστήμονες δεν πρέπει να πάψουν να πηγαίνονν στην εκκλησία. Δεν πρέπει όμως η Εκκλησία να θεωρεί το επιστημονικό εργαστήριο μετόχι της. Ούτε κι οι θελήσεις της να διέπουν την επιστημονική έρευνα. Όλα τ άλλα είναι απλές συνέπειες της βασικής αυτής καινοτομίας. Όλα : κι η Μεταφυσική κι η Φυσική του. Κι η καρτεσιανή μεθοδική αμφιβολία, κι ο ρασιοναλισμός τον. Κι η υπαγωγή τών πάντων, ακόμα και της Ιατρικής, στον μαθηματικό λογισμό' και το περίφημο «Σ κ έ π τ ο μ α ι, άρα υπάρχω» κι ο τονισμός τής ενότητας της επιστημονικής σκέψης' κι η κοσμογονία του' κι η θεωρία τών στροβίλων κι η ανάλυση της ύλης σε έκταση και κίνηση' κι η παράδοξη θεωρία τού αυτοματισμού τών ζώων, που δεν έχουν ψυχή' κι ο δυϊσμός τού ανθρώπου, που είναι φύση σύνθετη, γιατί είναι ψυχή, με ουσία της τη νόηση, και σώμα, με ουσία τον την ύλη. Κι όλα τ άλλα, τα σωστά και τα στραβά, οι καταπληκτικοί προϊδεασμοί κι οι πλανημένες φαντασιοπληξίες, όλα αυτά δίνουν το μέτρο τής προσωπικότητας και του έργου του, δίνουν τα όρια των δυνατοτήτων του. Αλλά δεν αποτελούν την πεμπτουσία τής πραγματικής εισφοράς τού Ντεκάρτ. Αυτή περιλαμβάνεται στην όσο το δυνατόν πιο συγκαλυμένη, πιο ταπεινόφρονη αλλά κατηγορηματική διακήρυξη μιας ανατρεπτικής, αλλά γονιμότατης αλήθειας : Αυτής που ορίζει πως, για να κάνει δική του, για να κατακτήσει την Αλήθεια μέσα στη Φύση, ο άνθρωπος πρέπει να μην αναζητήσει το μέσο πουθενά αλλού ούτε και στους υπερφυσικούς ουρανούς τής θρησκείας. Θα το βρει αποκλειστικά μέσα στον νου του! Αυτή την επανάσταση δεν την έκανε ο Ντεκάρτ με ελαφριά καρδιά. Απεναντίας. Καθώς ο αναγνώστης μπορεί να δει διεξοδικότερα στο βιογραφικό σημείωμα, ο Ντεκάρτ χρόνια βασανίστηκα πριν το πάρει απόφαση να υπερνικήσει τους δισταγμούς του και να δημοσιέψει τους κανόνες τής Μεθόδου του. Τολμηρότατος όταν βρισκόταν αποτραβηγμένος μέσα στον κόσμο τών στοχασμών τον, ο Ντεκάρτ δεν είχε μαγνητική ιδιοσυγκρασία. Πάντα προσπάθησε ν αποφύγει τις συγκρούσεις με όλους. Αγωνίστηκε να εξευμενίζει την Καθολική Εκκλησία, πολλαπλασιάζοντας τις εκδηλώσεις τής νομιμοφροσύνης του και βάζοντας, για να την εξυπηρετήσει, τις ικανότητες τον ορθολογισμού τον στην υπηρεσία μιας ορθόδοξης, συμμορφωμένης μεταφυσικής. Αυτά όμως όλα αφορούσαν αποκλειστικά την προσωπική του θέση. Παρ’ όλες τις προφυλάξεις και τα προσχήματα, η ιδέα του, η γόνιμη ιδέα που ο Ντεκάρτ εξαπόλυσε στον κόσμο, δεν μπορούσε να μην κάνει τον δρόμο της. Το ελεύθερο πνεύμα, χειραφετημένο, τράβηξε κι αυτό τον δρόμο του, και δεν πρόκειται πια να σταματήσει. Αυτή είναι μοιραία απλοποιημένη στο έπακρο η σημασία τού Ντεκάρτ. Κι είναι φυσικό να ρωτήσει κανένας αν ο άνθρωπος αυτός πρόβαλε άξαφνα στον ορίζοντα μιας ανέτοιμης ανθρωπότητας, σαν ένα εξαιρετικό, μοναδικό μετέωρο. Όχι, βέβαια! Όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, ο ερχομός τής μεγαλοφυίας προαναγγέλθηκε από μιαν ακαθόριστη, αλλά σημαντική προ-ετοιμασία τών πνευμάτων. Στο επιστημονικό πεδίο, διάφοροι μεγάλοι και μικροί επιστήμονες είχαν ήδη ξεπροβάλει λίγο πριν, ή και ταυτόχρονα με τον Ντεκάρτ. Ο Κοπέρνικος, ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος, ο Τορριτσέλι. Το πνευματικό κλίμα είταν προετοιμασμένο για τον ερχομό τής Μεθόδου. Αλλά και στο καθαρά φιλοσοφικό, ο Ντεκάρτ είχε έναν ισάξιο σύγχρονο, κάπως προγενέστερο συναγωνιστή : τον Φρ. Βάκωνα, που άλλωστε διατύπωσε κι αυτός, ήδη από τα 1620, πέντε κανόνες που μοιάζουν αισθητά με τους τέσσερις του Ντεκάρτ. Όμως, του Ντεκάρτ η επίδραση υπήρξε μεγαλύτερη. Αν αναζητήσουμε το γιατί, θα βρούμε πρώτα την πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια τον κηρύγματος του. Πολύ όμως περισσότερο θα τη βρούμε στο ότι ο Ντεκάρτ, έχοντας απόλυτη συναίσθηση της σημασίας τού κινήματος του, δεν περιορίστηκε στο να προσπαθήσει να πείσει τους λίγους σοφούς τής εποχής του. Με την πεποίθηση πως η υπόθεση ενδιέφερε ζωτικότατα όλους τούς ανθρώπους, απευ-θύνθηκε στην πλατύτερη κοινή γνώμη τής πατρίδας του, προσπαθώντας να την κάνει να ενδιαφερθεί. Αυτό εξηγεί τη μεγάλη καινοτομία του : να γράψει ένα τέτοιο φιλοσοφικό έργο, όχι στα λατινικά, παρά στη γλώσσα τού λαού τα Γαλλικά. Και ξέρουμε πως η άποψη του είταν σωστή, γιατί ο «Λόγος περί της Μεθόδου» είχε πλατύτατη απήχηση στη Γαλλία και την Ευρώπη ολόκληρη.

ΤΕΛΟΣ

Από την μετάφραση
του ΧΡ. ΧΡΗΣΤΙΔΗ

«ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ»

Εκδόσεις Β. Παπαζήση





Αναζητώντας τον Ντεκάρτ (ΜΕΡΟΣ Α')


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



Ξεκινάς, και για καιρό θαρρείς πως ταξιδεύεις μέσα στα σύννεφα. Έτσι, προχωρώντας σιγά-σιγά στη μελέτη, αγωνίζεται κανείς να συλλάβει την αινιγματική κατά βάθος μορφή τού Ντεκάρτ, μέσα στο πλαίσιο της εποχής του. Για να το καταφέρει, πρέπει να καταλάβει καλά πως ο Ντεκάρτ είταν ταυτόχρονα ο άνθρωπος μιας εποχής που ξεψυχούσε κι ο άνθρω-πος μιας άλλης που θαμποχάραζε. Αυτό είναι μια κοινοτοπία χιλιοειπωμένη για τους ανθρώπους όλων τών εποχών, αλλά στην περίπτωση του Ντεκάρτ η κοινοτοπία έχει περισσότερο νόημα από κάθε άλλη σχεδόν φορά. Ο Ντεκάρτείταν ο άνθρωπος δυό εποχών, που, πολεμώντας κάποτε και μ ένα μέρος τού ίδιου τού εαυτού του, βοήθησε στο να θαφτεί η μια και ν ανατείλει η άλλη. Αλλά νά, που σιγά - σιγά η αδιαπέραστη θολούρα αρχίζει να σκίζεται, χιάσματα ανοίγουν, αφίνοντας να διαφανούν εικόνες ζωηρές, που πληθαίνουν και πλαταίνουν. Στην αρχή, μοιάζουν σαν πίνακες παράταιροι, αραδιασμένοι στους τοίχους ακατάστατης πινακοθήκης. Κατόπι, αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως όλα αυτά είναι ένα, πως αποτελούν όλα μαζί μια πελώρια τοιχογραφία, που τη δούλεψαν ίσως πολλοί τεχνίτες, με διαφορετικές τεχνοτροπίες, αλλά που διατηρεί κάποια βαθύτερη ενότητα και συνοχή.' Οχι, δεν είναι ασυνάρτητοι, χωριστοί πίνακες : Εκείνη η αγροτική εικόνα τού αρρωστιάρικου ορφανού, που μεγαλώνει μέσα στις πρασινάδες της εξοχής, θρεμμένο με χίλιες χτυπητές εντυπώσεις από την ελεύθερη Φύση, και με στοργή, δεισιδαιμονίες και θρησκευτικότητα από μια γριά γιαγιά και μιαν αγαπημένη παραμάννα, δεν είναι αυτοτελής εικόνα. Αποτελεί κάπως συνέχεια κείνου τού πελώριου πίνακα, όπου εικονίζονται οι φρικαλεότητες εμφύλιων πολέμων, κι όπου σφάζονται άνθρωποι, επισήμως για λόγους ύψιστα δογματικούς, πραγματικά όμως και για χίλιους ταπεινότατα εγκόσμιους.

Κι ο πίνακας αυτός συνεχίζει την άλλη σκοτεινή εικόνα με τους σιωπηλούς
Συννεφιασμένους καλογέρους. Τους Θεολόγους. Αυτούς που, βγαίνοντας από τα κελλιά τών μοναστηριών τους, περνούν μέσα από τις θολωτές αίθουσες θρησκευτικών δικαστηρίων και φημισμένων σχολών, όπου ρασοφορεμένοι σοφοί
Κλωθοπλέκουν επιχειρήματα εμπνευσμένα από έναν Αριστοτέλη φραγκεμένο, που δεν θ’ αναγνώριζε τον εαυτό του. Κι ύστερα διασχίζοντας πανηγυρικές πλατείες, όπου αλαλάζουν τα φιλοθεάμονα πλήθη τών πιστών, ρουφώντας σα λιβάνι την κνίσσα ανθρώπων που καίγονται πάνω στις πυρές, επειδή είναι αιρετικοί ή μάγοι, ίσως επειδή είναι πρωτοπόροι οι καλόγεροι καταλήγουν, εκστατικοί προσκυνητές, πεσμένοι μπρος στο 'Αγιο Βήμα των βαθύσκιωτων γοτθικών ναών τους.
Είναι απλό κομμάτι τής τοιχογραφίας κι αυτός.
Κι οι μάχες που εικονίζονται παραπέρα και μοιάζουν να ζώνουν με τις φλόγες τους όλη την Ευρώπη και να τη ματοκυλούν
ενώ τα πρώτα σκιρτήματα των εθνικισμών ξυπνούν και πάνε να ξεπετάξουν από πάνω τους τη μεσαιωνική Διεθνή τού Καθολικισμού ούτε αυτές οι μάχες δεν αποτελούν εικόνες πολεμικές ξέχωρες. Περιβάλλουν, σαν πλατύτατο πλαίσιο, τον άλλοκείνο πίνακα που δείχνει ένα «εσωτερικό» γεμάτο αντιθετικές φωτοσκιάσεις : Στον σκοτεινό κοιτώνα ενός Κολλέγίου Ιησουϊτών, ένας χλωμός έφηβος ξαπλωμένος, ρεμβάζει σιωπηλός, ενώ γύρω του, στο τραπέζι, στο άφτιαστο κρεββάτι και χαμοί στο πάτωμα σέρνονται σκόρπια βιβλία μικρά και μεγάλα: Τα βιβλία που κλείνουν όλη τη σοφία τού καιρού του. Ο χλωμός έφηβος τα μελέτησε όλα. Χωρίς να βρει τις απαντήσεις που γύρευε. 'Ολες αυτές οι εικόνες, και τόσες άλλες— χάρμα και φρίκη τών ματιών— δεν είναι παρά μια απέραντη τοιχογραφία, που ζωντανεύει την παρδαλόχρωμη γραφικότητα μιας περασμένης περιόδου, και που επιγράφεται :«Ο Στοχαστής κι η Εποχή του».

Ο Ντεκάρτ μέσα στην Ευρώπη τού τέλους τού 16ου και των αρχών τού 17ου αιώνα. Κυριολεκτικότερα, το είπαμε ήδη, στα σύνορα δυό εποχών, που η δεύτερή τους, εκείνη που αρχίζει, θα φέρνει για πάντα τη σφραγίδα τών τολμηρότατων στοχασμοί τού μικροκαμωμένου δειλού νέου. Και τώρα, τί επιτέλους είναι αυτό που ανάδειξε τον Ντεκάρτ αναμορφωτή τής φιλοσοφίας και της επιστήμης; Πριν προχωρήσουμε, ας θυμηθούμε μια στιγμή το αίνιγμα της Σφίγγας. Πόσοι και πόσοι θνητοί, ανίκανοι να της δώσουν την απόκριση που θα τους έσωζε, φαγώθηκαν από το τέρας, ώς τη μέρα που στάθηκε μπροστά της ένας αληθινά μεγάλος, και βρήκε τη λύση Υστερα από τον Οιδίποδα, ένα από τα πρώτα πράματα που μαθαίνουν τα
παιδάκια είναι κι η λύση τού αινίγματος της Σφίγγας : «Την πρωΐαν τετράπους, την μεσημβρίαν δίπους. . .Υπάρχει τάχα ευκολότερο αίνιγμα;. . .Έτσι είναι και με τα περισσότερα αινίγματα της αληθινής Σφίγγας της Φύσης.  Κι αυτό από μια μεριά είναι άδικη μοίρα τών μεγάλων των πρωτομαστόρων τής ανθρώπινης προόδου. Οι μεταγενέστεροι τους, που επωφελούνται από τους άθλους εκείνων, δεν μπορούν να νοιώσουν αληθινά ολόκληρη την αξία τής προσπάθειας ή της μεγαλοφυίας που χρειάστηκε για να πραγματοποιηθεί αυτό που γίνεται πια κοινόχρηστο χτήμα τής ανθρωπότητας. Τέτοια, ώς ένα βαθμό, κι η μοίρα τού Ντεκάρτ. Δεν θ’ ασχοληθούμε εδώ με τη συμβολή τού μαθηματικού Ντεκάρτ στην πρόοδο της μαθηματικής επιστήμης ειδικά. Όσο σπουδαιότατη κι αν είναι η επινόησή του της Αναλυτικής Γεωμετρίας, η εισφορά του στην 'Αλγεβρα, κι οι λύσεις πον έδωσε σε παμπάλαια άλυτα προβλήματα, δεν λείπουν οι μεγάλοι μαθηματικοί, στους οποίους η ανθρωπότητα χρωστά ισάξιες πραγματοποιήσεις. Αλλά ο φιλόσοφος Ντεκάρτ έκανε ένα βήμα πιο πέρα, που άλλαξε την πορεία τού πνευματικού κόσμου. Διαπιστώνοντας πως μόνο τα μαθηματικά τού έδιναν την απόλυτη βεβαιότητα, γιατί μονάχα οι μαθηματικές αποδείξεις είταν ακλόνητες, αναζήτησε ποιά είταν τα βασικά γνωρίσματα των μαθηματικών αυτών αποδείξεων, που ανάγκαζαν το πνεύμα του να υποτάσσεται σε τούτες ανεπιφύλακτα, χωρίς αμφιβολίες και δισταγμούς. Κι όταν απομόνωσε τα χαρακτηριστικά που τις έκαναν να ξεχωρίζουν απ’όλες τις άλλες, ο Ντεκάρτ έκανε το μεγάλο βήμα. Αποφάσισε να εφαρμόσει τις μαθηματικές μεθόδους σε όλους τούς άλλους τομείς τών πνευματικών αναζητήσεων του ανθρώπου.
Αυτή είναι η βάση κι η αφετηρία τής Μεθόδου του.


(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)


Από την μετάφραση
του ΧΡ. ΧΡΗΣΤΙΔΗ

«ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ»

Εκδόσεις Β. Παπαζήση






Το μοναστήρι


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
 
-κλασσικού φιλολόγου-



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



«το μοναστήρι να ‘ναι καλά,
και από καλογέρους…»


Θυμόσοφος ο λαός. Έχει στο γονιδίωμά του, ή τουλάχιστον είχε, μια αποκρυσταλλωμένη πείρα, που σε εποχές ως η σημερινή, θα μπορούσε, αν όχι θα έπρεπε απαρεγκλίτως , να αποτελή κανόνα και οδηγόν, άγραφον νόμον, που να οδηγή τα βήματά μας. Πείρα που προέκυψε από σφάλματα, αγώνες και θυσίες του παρελθόντος, πείρα θαυματουργή που μπορεί να καταστή σωτήρια, βγαλμένη από τους πατέρες μας. Παλαιά πράγματα θα καγχάσουν μερικοί, μα διαπιστωμένα όποιος δεν ακούη την συμβουλή των παρελθόντων, όποιος δεν αξιοποιεί τον θησαυρόν που με μεγάλη στοργή μας επιδαψίλευσαν εκείνοι, τότε μένει πένης και δυστυχισμένος.


Η αθροιστική δύναμη του λαού


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
                            

   
Πολλοί κατηγόρησαν τον λαό δια την τελευταία ετυμηγορία του και τον κατηγορούν ακόμα και μέσα στις κατηγορίες αυτές είναι και οι εξής:
·       Ο λαός εψήφισεν με το συναίσθημα κι όχι με την λογική. Και μάλιστα εψήφισεν με οργή
·       Ο λαός επέτρεψε να αναδειχθούν οι ναζήδες ξεχνώντας τα όσα πέρασε δραματικά την εποχή του μεγάλου πολέμου
·       Ο λαός δεν επέτρεψε σε κάποιον να κυβερνήση την χώρα δίδοντάς του σαφή ισχυρή εντολή.
Αυτά καταλογίζουν οι «άριστοι» λοιπόν στον λαό και τώρα χαιρέκακα του επιρρίπτουν ευθύνες δια την περιπέτεια εις την οποία εισήλθαμε. Λησμονούν ωστόσο ότι η αθροιστική σοφία του λαού ούτως εκδηλώνεται και είναι πάντοτε ανώτερη από εκάστη «σοφία» και άποψη του κάθε αρίστου ξεχωριστά.
Λέγει ο Αριστοτελης στα «Πολιτικά» του και είναι κατηγορηματικός: «το ότι το πλήθος των πολιτών σε μιαν πολιτεία δημοκρατική είναι κύριον περισσότερον από τους αρίστους και τους ολίγους είναι δεδομένον και υπεράνω πάσης συζητήσεως». Διότι με τους πολλούς συμβαίνει αν και ένας έκαστος εξ αυτών να μην είναι σπουδαίος άνδρας όμως εάν συνέλθουν όλοι μαζί και απαρτίσουν σύνολον να είναι πολύ καλύτεροι εξ εκείνων των αρίστων όχι βεβαίως ως μονάδα αλλά ως σύνολον.
Ναι! Αυτοί οι ολίγοι που υπάρχουν και διακρίνονται είτε δια τον πλούτον τους είτε δια την πνευματικήν των και ηθικήν των υπεροχή είναι άριστοι, είναι λίγοι και σαφώς υπέρτεροι από μίαν μάζα «εκχυδαϊσμένη» αμόρφωτη έως απλώς εγγράματη και πάμφτωχη που δεν έχει άλλην σκέψιν παρά την εξασφάλισιν του επιουσίου. Ναι! Μέσα στην μάζα του πλήθους είναι αμέτρητοι οι μη αξιόλογοι άνθρωποι. Είναι όμως πολύ θετικόν στοιχείον το γεγονός ότι ενωμένα όλα αυτά τα μη «αξιόλογα» άτομα μπορούν να αποτελέσουν μιαν δύναμιν ανωτέρα απ’ εκείνην των ολίγων και αρίστων. Αθροιστικώς η αρετή των μπορεί να αποδειχθή αποτελεσματικοτέρα εκ της συνολικής αρετής των ολίγων.
Και το ανάποδον. Αν η εξουσία είναι εις τας χείρας των ολίγων αλλά αξιόλογων τω όντι ανθρώπων αποτελεί βεβαίως τούτο θετικόν στοιχείον διότι συγκρινόμενοι αυτοί με του πολλούς είναι ασφαλώς πολλοί ανώτεροι αφού εις την προσωπικότητάν των συγκεντρώνουν ιδιότητας αι οποίαι στους πολλούς εμφανίζονται διάσπαρται. Εν πάση περιπτώσει όμως αι θετικαί ιδιότηται – και τούτο πρέπει να μας μείνη εντυπωμένον εις τον νού- όλων μαζί των ολίγων είναι τελικώς ολιγότεραι εκ των θετικών ιδιοτήτων των πολλών ως συνόλου.
Ο Αριστοτέλης φέρει και παράδειγμα δια τούτο. Όπως εις το θέατρο, το οποίο είναι μίμησις προσώπων καλυτέρων των συνηθισμένων ανθρώπων, ένας ήρωας συγκεντρώνει τα καλύτερα στοιχεία του πλήθους και αυτό αναγνωρίζει σ’ αυτόν και ο καθένας εξ αυτών  χωριστά κάποια στοιχεία δικά του ή όπως ένας ζωγράφος αποτυπώνει φυσιογνωμίες πραγματικές που όμως είναι πιο όμορφες από την πραγματικότητα, αφού συγκεντρώνουν εντός τους περισσότερα στοιχεία από το ένα του πλήθους, έτσι εν τέλει και εις τα πολιτικά μπορεί επι μέρους άτομα να είναι αξιόλογα αλλά ενωμένοι όλοι δύνανται να είναι καλύτεροι και πλέον αποτελεσματικότεροι. «Γιατί όντες πολλοί είναι δυνατόν  άμα συνέλθουν εις ένα και να εκφράζονται ωσάν ένας άνθρωπος με πολλά πόδια, χέρια και πολλές αισθήσεις να συγκεντρωθή και το μερίδιον που έχει ο καθένας περί αρετής και φρονήσεως και ούτως να συναχθή ένας αμέτρητος θησαυρός απ’ αυτά τα στοιχεία"
Με αυτά ως δεδομένα λοιπόν αυτή η βούλησις του λαού και η φρόνηση, που είναι ανωτέρα και από την σύνεση του εξοχοτέρου ανθρώπου ως μονάδα εξεφράσθη και ήταν καθαρά. Ζήτησε αλλαγήν της αδιέξοδης πολιτικής του μνημονίου, η οποία εβύθισε την οικονομίαν στην ύφεση και κατεδίκασεν την κοινωνίαν στην φτώχεια και την εξαθλίωσιν. Πώς έκρινε δε ότι πρέπει να γίνη αυτή η αλλαγή; Όχι μέσω μιας καθαρής, ισχυρής εντολής προς ένα μόνον κόμμα. Κανέναν πλέον δεν εμπιστεύεται αλλά επιθυμεί την συνύπαρξιν πολλών εις την ασκησιν της εξουσίας ίνα λείψη και η αυθαιρεσία. Ζήτησε να σχηματισθή κυβέρνησις πάνω σε συγκεκριμένα σημεία συμφωνίας για ουσιαστικές και ρεαλιστικές αλλαγές της οικονομικής πολιτικής.
Κάθε άλλη προσπάθεια εκβιασμού της θελήσεως του λαού να δώση σώνει και καλά την εντολήν εις ένα θα είναι και βιασμός αυτής αλλά θα έχη καταδείξει για άλλην μια φορά ότι οι λίγοι και «αξιόλογοι» άνθρωποι αυτής της πολιτείας θα έχουν απαξιώσει την αθροιστικήν δύναμιν του λαού.


Γυρεύοντας φασαρίες - (Κεφ.1 Υποχώρηση)


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«η μαχητική υποχώρηση προς
Την Δουγκέρκη ήταν το άγριο
Βάφτισμα του πυρός για τον
Λοχία Ίαν Τσήμ.
Πολέμησε σαν λιοντάρι αλλά
δεν τον χαρακτήρισαν σαν
ήρωα αλλά σαν δειλό…»

Πρίν από τον πόλεμο ο Ίαν αναγκαστηκε να εγκαταλείψη το σχολείο για να δουλέψη. Έτσι γρήγορα είχε μιαν επιχείρηση που διέλυε και πουλούσε παλιά αυτοκίνητα. Κάποια μέρα ενώ δουλεύανε ο συνεργάτης του ο γέρο Σάμ του είπε για έναν νεαρό που είχαν πάρει σαν βοηθό
-         Ο Σμίθ είναι μεθυσμένος και δημιουργεί φασαρίες. Θα φωνάξω την αστυνομία
-         Περίμενε Σάμ. Είναι καλός εργάτης όταν είναι ξεμέθυστος. Θα του μιλήσω εγώ
Καθώς πλησίαζε ο Ίαν ο μεθυσμένος όμως σήκωσε το σφυρί που κρατούσε για να τον χτυπήση και τότε αυτός χρειάστηκε να του καταφέρει μια δυνατή γροθιά. Ο Ίαν που γυμναζόταν κι ήταν πάντοτε σε φόρμα, δεν δυσκολεύτηκε να εξουδετερώση τον μεθυσμένο. Καθώς έριχνε νερό στον πεσμένο Σμίθ για να συνέλθη από την λιποθυμία είπε:
-         Μέχρι το πρωί θα είναι εντάξει. Πρέπει όμως να βιαστώ για να μην αργήσω στις ασκήσεις.
-         Των πολεμιστών του Σαββατοκύριακού ε; τον ρώτησε ο γερο Σάμ. Δεν καταλαβαίνω γιατί χάνεις τον καιρό σου με αυτούς του ψηλομύτες
Ο Ίαν χαμογέλασε. Πολλοί εργάτες τους αποκαλούσαν έτσι. Ήσαν οι μονάδες εφέδρων της περιοχής. Είχε καταταγεί σ’ αυτήν επειδή ήξερε ότι γρήγορα θα ξεσπούσε πόλεμος και πως θα χρειάζονταν όλοι οι καλά εκπαιδευμένοι. Αλλά μερικοί απ’ τους αξιωματικούς κι ιδιαίτερα ο υπεροπτικός υποδιοικητής ταγματάρχης Τεό Ντέρυ, ήταν ανυπόφοροι. Μια μέρα που ο Ίαν πήγε στην μονάδα, με ένα παλιό αμάξι που όμως το είχε φτιάξει και λειτουργούσε καλά ο υπασπιστής με τον διοικητή ήσαν στο παράθυρο του διοικητηρίου και κοιτούσαν από το παράθυρο έξω
- Με άλλο αυτοκίνητο ήρθε ο Τσήμ πάλι σήμερα. Είναι πολύ επιδεικτικός
Ο διοικητής, αντισυνταγματάρχης Άιβορ Νάπιερ δεν ήταν προκατειλημμένος όπως οι περισσότεροι αξιωματικοί του
- Εγώ τον θεωρώ, πολύ καλό κε διοικητά. Σκεφτόμουν να σας τον προτείνω για αξιωματικό, αλλά ο νεαρός Φέρφαξ έδωσε άσχημη αναφορά γι’ αυτόν. Ξέρει καλύτερα.
Ο υπολοχαγός Λέοναρντ Φέρφαξ, τραπεζικός υπάλληλος ζήλευε τον Ίαν που ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας και που τα πήγαινε τόσο καλά με τους άντρες του που αποτελούσαν τα πληρώματα των παλιών ελαφρών τάνκ «Μάρκ 6»
- Όλα έτοιμα για να κάνετε την επιθεώρηση Σέρ, του είπε ένα πρωϊνό στην αναφορά
- Πολύ καλά.. Έχω όμως άσχημα νέα για σένα.
Παρόλο που ο Φέρφαξ που είχε κάνει για τον Ίαν μια συκοφαντική σχεδόν αναφορά, αυτός δεν απογοητεύτηκε καθόλου, όταν έμαθε πως η αίτησή του για να γίνη αξιωματικός είχε απορριφθεί.
-         Έκανα ότι μπορούσα για να σε βοηθήσω
-         Δεν πειράζει, σέρ. Εξάλλου δεν ήθελα και τόσο να γίνω αξιωματικός. Έχω βλέπετε και την δουλεία μου.
Δυστυχώς όμως όλων τα σχέδια ανατράπηκαν από τους Γερμανούς. Μια εβδομάδα αργότερα μετά το ξέσπασμα του πολέμου, η μονάδα του Ίαν μεταφέρθηκε στην Γαλλία.
Στην πρώτη μάχη, οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς πολέμησαν γενναία. Αντίθετα ο Φέρφαξ και μερικοί άλλοι άρχισαν αμέσως να υποχωρούν προς την ακτή. Η μάχη έδειξε ότι ο υπολοχαγός όχι μόνον φοβήθηκε αλλά κι ότι ήταν ανίκανος να διοικήση τους άντρες του. Αντίθετα ο Ίαν όχι μόνον απέδειξε γενναιότητα αλλά και προσόντα ηγετικά που το αναγνώρισε κι ο φίλος του ο δεκανέας Γκάρεθ Ντέιβις…
-         Αυτός ο ηλίθιος υπολοχαγός παριστάνει ακόμα τον σπουδαίο. Δεν μπορώ να καταλάβω πως τον ανέχεσαι λοχία.
-         Θα ζητούσα μετάθεση, αλλά σκέπτομαι τους άντρες. Θα τους σκοτώσει όλους ο υπολοχαγός.
Στο μεταξύ η ραγδαία προέλαση του εχθρού είχε προκαλέσει χάος
-         Οι Γερμανοί έχουν κλείσει τον δρόμο λοχία. Πώς θα ενωθούμε με του άλλους;
-         Θα βρούμε άλλον δρόμο. Πρέπει όμως πρώτα να το πούμε στον Φέρφαξ.
Όλη η ίλη τους είχε αποκοπεί από το κύριο σώμα. Ο υπολοχαγός βρισκότν με μίαν οπισθοφυλακή του πεζικού αλλά είχε χάσει την επαφή με τον διοικητή του
-         Αφού δεν έχουμε καμμίαν διαταγή θα παραμείνουμε εδώ, του απάντησε όταν ο Ίαν του είπε για την αποκοπή τους μπροστά
-         Μα είμαστε περικυκλωμένοι σερ. Αν μείνουμε θα πέσουμε σε παγίδα
Όταν απομακρύνθηκε ο Φέρφαξ που δεν άκουσε κουβέντα, ο Ίαν πλησίασε τον διοικητή της ομάδας των πεζικάριων, που οι άντρες του ήσαν εξουθενωμένοι και δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμμίαν εγγύηση
-         Λοχία έχουν τελειώσει σχεδόν τα πυρομαχικά μας. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να φύγετε από δώ.
«Ίσως τώρα να μπορέσω να πείσω τον Φέρφαξ» σκέφτηκε ο Ίαν. Σαν πήγε ξανά και τον βρήκε και του το ‘πε όμως, ο υπολοχαγός συνέχιζε να μην θέλει να διακινδυνέψη
-         Αν δεν μας έρθουν ενισχύσεις θα παραδοθούμε, του είπε
-         Μα θα σκοτεινιάση γρήγορα και οι Γερμανοί δεν έχουν ακόμα ισχυρές δυνάμεις, προσπάθησε να τον μεταπείση.
Ο υπολοχαγός τότε από την οργή του έβαλε τις φωνές στον Ίαν
- Να αφήσης τα ζητήματα τακτικής σε μένα. Δεν διευθύνης τώρα την επιχείρησή σου των παλιοσίδερων το ακούς
- Αν διοικούσα εγώ σερ, δεν θα τα κατάφερνα χειρότερα από εσάς, του αντιμίλησε τότε
Ο Φέρφαξ έφυγε εξοργισμένος, προς το τάνκ του, όταν άρχισαν να πέφτουν οβίδες. Ο Ίαν αμέσως σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνουν κάτι
- Αν δεν φύγουμε από ‘δώ, δεν θα γλυτώση κανείς μας, είπε μέσω ασυρμάτου στο τάνκ του Γκάρεθ.
- Μόλις σταματήσουν τα πυρά δεν μένω άλλο εδώ.
Και με τα τάνκ άρχισαν γρήγορα να τρέχουν προς μιαν κατεύθυνση κάνοντας ελιγμούς για να αποφεύγουν τα πυρά. Προχώρησε βιαστικά συζητόντας το σχέδιο του με τον Γκάρεθ που τον ακολουθούσε
-         Ο Φέρφαξ δεν φεύγει. Γι αυτό ας προσπαθήσουμε οι δυό μας να περάσουμε
-         Συμφωνώ! Το πλήρωμα μου δεν θέλει να παραδοθή
Καθώς σκοτείνιαζε τα δύο τάνκ αιφνιδίασαν τους Γερμανούς που τους είχαν περικυκώσει. Οι γερμανοί δεν διέθεταν αρκετές δυνάμεις για να τους κυνηγήσουν κι οι δυο φίλοι ξεφεύγοντας κατάφεραν να καταστρέψουν κι ένα γερμανικό ελαφρύ τάνκ. Ρίχνοντας και διαλύοντάς το από το άρμα του ο Ίαν κραύγασε
-         Δεν υπάρχουν άλλοι μπροστά μας Γκάρεθ. Περάσαμε.
Λίγο πιο πέρα συνάντησαν βρεταννούς στρατιώτες που ετοίμαζαν βιαστικά νέες αμυντικές θέσεις
-         Είναι δικοί μας οδηγέ. Σταμάτα. Θέλω να μιλήσω με τον αξιωματικό τους
Οι στρατιώτες ανήκαν σ’ ένα λόχο του πεζικού που είχε αποκοπεί κι αυτό από το τάγμα τους. Διοικητής τους ήταν ο λοχαγός Νίγκελ Μπούθ ένας ψύχραιμος επαγγελματίας σρατιώτης
-         Επικρατεί χάος λοχία. Αποκομμένες ομάδες περιπλανούνται σ’ όλην την περιοχή. Βοηθάμε όπου μπορούμε
-         Διαθέτουν δυο τάνκ σερ. Ευχαρίστως να βοηθήσουμε μέχρι να έρθουμε σ’ επαφή με τους δικούς μας

Ο λοχαγός έβγαλε έναν χάρτη κι εξήγησε πως ήξερε λίγα πράγματα για την περιοχή
- Άκουσα ότι μερικοί δικοί μας προσπαθούν να εμποδίσουν τους Γερμανούς να περάσουν το ποτάμι. Έτσι θα πάμε κι εμείς προς τα εκεί πριν την αυγή
- Νομίζω πως οι Ναζί θέλουν σίγουρα να σιγουρέψουν αυτήν την γέφυρα. Είναι στον δρόμο της προέλασής τους, είπε ο Ίαν κοιτώντας κι αυτός τον χάρτη
Γρήγορα όμως διεπίστωσαν ότι οι γερμανοί είχαν καταλάβει ήδη την γέφυρα, όταν το πρωί πλησίασαν στην περιοχή που είπαν. Τότε κοιτώντας με τα κιάλια από μακρυά είπαν ο ένας στον άλλο
-         Αν εξουδετερώσης το άρμα που είναι στην είσοδο της γέφυρας λοχία, μπορούμε εμείς να εξουδετερώσουμε το πεζικό
-         Μπορούμε να πλησιάσουμε αρκετά χωρίς να μας δούν
Τα δυο βρεταννικά άρματα αιφνιδίασαν το γερμανικό που ανεφοδιαζόταν με καύσιμα και οι σφαίρες τους έβαλαν φωτιά σ΄αυτά και το τύλιξαν οι φλόγες. Με προπορευόμενο τον Ίαν διέσχισαν την γέφυρα ρίχνοντας συνέχεια πυρά. Οι Γερμανοί υποχώρησαν. Ο Μπούθ και οι άντρες του κατέλαβαν τις αμυντικές θέσεις, αλλά οι Γερμανοί εξοργισμένοι αντέδρασαν με αντεπίθεση
-         Έστειλα σήμα να έρθουν άντρες του μηχανικού ν’ ανατινάξουν την γέφυρα λοχία, του είπε ο Μπουθ πάνω στην μάχη. Δεν ξέρω όμως πόσο μπορούμε να κρατήσουμε εδώ
-         Μπορούμε να κρατήσουμε σερ όσο δεν θα φέρουν μεγαλύτερα άρματα οι Γερμανοί
Γρήγορα άρχισε μια άγρια μάχη κι από τους πρώτους σκοτώθηκαν ο Γκάρεθ και το πλήρωμά του. Δεν άργησε να καταστραφή και το τάνκ του Ίαν. Κι αυτός και το πλήρωμά του τότε πολέμησαν σαν πεζικάριοι. Όταν ήρθαν οι δυναμιτιστές οι αμυνόμενοι ήταν καθηλωμένοι από πυκνά πυρά. Μετά από υπερπροσπάθειες η γέφυρα ανατινάχτηκε με έναν τρομακτικόν κρότο. Αν μπορούσαν να κρατήσουν μέχρι να σκοτινιάση θα κατάφερναν να περάσουν κι απέναντι κολυμπώντας. Οι Γερμανοί λυσσασμένοι με την καταστροφή της γέφυρας επιτεθόντουσαν με μανία. Κι αυτήν την φορά μάλλον δεν θα μπορούσαν να τους αποκρούσουν. Οι αμυνόμενοι λιγότεροι και με ελάχιστα πυρομαχικά ήταν έτοιμοι να παραδοθούν όταν μια χειρομβοβίδα έκανε τον Ίαν να χάση τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε είδε ότι ήταν αιχμάλωτος, αλλά δεν είχε χάσει το ηθικό του
-         Χάρι στην βοηθειά σου λοχί εσένα και των αντρών σου καταφέραμε να καταστρέψουμε την γέφυρα, του είπε ο Μπούθ, που είχε πιαστεί κι αυτός αιχμάλωτος
-         Πολεμήσαμε όσο μπορούσαμε σερ, για εμάς όμως τώρα τελείωσε ο πόλεμος
Καθώς οι Γερμανοί τους απεμάκρυναν από εκεί ο Ίαν επωφελήθηκε όμως απ’ την σύγχηση που είχε δημιουργήσει η επίθεση ενός γαλλικού καταδιωκτικού αεροπλάνουπου επετέθη στην φάλαγγα των Γερμανών και καθώς ήταν όλοι απασχολημένοι και δεν πρόσεχαν τους αιχμαλώτους, βούτηξε στο ποτάμι. Οι Γερμανοί τον είδαν, αλλά ήταν κρυμμένοι για να αποφύγουν τις σφαίρες του γαλλικού αεροπλάνου και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Βγήκε στην απέναντι όχθη και κρύφτηκε μέσα στους εκεί θάμνους. Μετά από ώρες κατάφερε να ξεγλυστρήση και να φτάση την βρεταννική οπισθοφυλακή. Οι στρατιώτες εκεί διέδιδαν ότι τους είχε γίνει η υποχώρηση συνήθεια και ότι είχαν διαταγές να πάνε προς την ακτή. Ο Ίαν κι όσοι ήταν μαζί του στάθηκαν τυχεροί γιατί βρήκαν κι ένα εγκαταλελειμμένο γαλλικό φορτηγό
-         Γρήγορα λοχία, έρχονται οι Γερμανοί
-         Έβαλα μπροστά την μηχανή. Ανεβείτε να δούμε πως πάει
Χάρη στις ικανότητές του σαν μηχανικού, το φορτηγό προχωρούσε χωρίς κανένα πρόβλημα. Με το τελευταίο πλοίο από την Δουγκέρκη έφτασαν στην Αγγλία. Γυρίζοντας στο σύνταγμα του ο Ίαν έμαθε με λύπη ότι ο διοικητής του είχε σκοτωθεί. Ο Φέρφαξ είχε ξεφύγει από τους Γερμανούς καθώς κι ο ταγματάρχης Ντέρι που τον κάλεσε αμέσως στο γραφείο του και του είπε
-         Εκπλήσσομαι που σε βλέπω. Νόμιζα ότι θα είχες παραδοθεί στους Γερμανούς
-         Δεν καταλαβαίνω

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



Πόλεμος και Ειρήνη


Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



Λοιπόν! Άπαντες, μηδενός εξαιρουμένου, εκ των εμφανιζομένων ως μελλοντικοί σωτήρες της χώρας, πρίν τας εκλογάς ισχυρίζονται ότι αυτοί και μόνον αυτοί μας συμβουλεύουν δια τα σωστά και ότι μόνον αυτοί γνωρίζουν ποια είναι αυτά. Την σήμερον λοιπόν αποφασίζομεν για πόλεμο ή ειρήνην. Θέμα υψίστης σημασίας δια τον βίον του εκάστου εξ ημών και των τέκνων μας.
Και ασφαλώς πρόκειται δια πόλεμον ή ειρήνην, αφού εφόσον αποφασίσωμεν ως έθνος να εναντιωθώμεν εις την ξένην φαλκίδευσιν και εις την των ντόπιων δοσιλόγων αρωγών αυτής θα πρέπει να ετοιμαστώμεν δια δεινά ως είς πόλεμος επιφέρει, ή αφού εφόσον προκρίνωμεν ως έθνος την συμπόρευσιν με τα κελεύσματα της σύγχρονης πραγματικότητος θα πρέπει να ετοιμαστώμεν δια ηρεμίαν και να οπλιστώμεν με υπομονήν και εργατικότηταν, ίνα αλλάξωμεν βαθμηδόν τας δυσμενείς συνθήκας, ως εις περίοδον ειρήνης επιτρέπει ο καιρός, έστω και με κίνδυνον να καταδικαστώμεν εις αργόν θάνατον. Με άλλα λόγια γρήγορη και επαναστατική διάθεσις δια αλλαγήν και τιμωρία των ενόχων και πόλεμος ή υπομονή, γαλήνη και πραότητα, εργασία, κόπος και μόχθος και ειρήνη με ελπίδα εις το μέλλον.
Ένα είναι σίγουρον. Όσοι λάβουν σωστήν απόφασιν δια τούτο το δίλημμα θα ζήσουν και περισσότερον ευτυχισμένοι από τους άλλους. Και τούτο διότι εφόσον η βούλησις των συνταυτισθή με την βούλησιν της πλειοψηφίας θα έχουν την χαράν ότι συνέβαλλαν στην αγαθήν πορείαν της χώρας, ενώ κι αν ακόμα δεν περάσει η απόφασίς των ως ορθή κι αποτυπωθεί ως μέγιστη συνισταμένη της καθολικής βουλήσεως δεν θα νοιώσουν ούτε ως προς ώρας μη αναπαυμένοι ότι συνειδησιακώς δεν επραξαν το καθήκον των και το χρέος των έναντι της δυστύχου πατρίδος.
Τόσον λοιπόν μεγάλη είναι η σπουδαιότης της σημερινής εκφράσεως της εθνικής βουλήσεως. Γνωρίζομεν δε καλώς ότι είναι δύσκολον να πηγαίνει κάποιος ενάντια στον τρόπον που σκέφτονται οι περισσότεροι καθώς ναι μεν έχομεν δημοκρατία, δεν υπάρχει ωστόσο ελευθερία λόγου στους δημοσίως εκφραζομένους διαφορετικώς. Τούτο το ανεχόμεθα μόνον εις τους κωμικούς μας ηθοποιούς καθ’ έκαστον θέρος εις τας επιθεωρήσεις των. Απεναντίας εάν εκφραστή τις αφρόνως εναντίον της κατά τα φαινόμενα γενικής απόψεως πολλοί είναι εκείνοι που θα σπεύσουν να φωνάξουν αγανακτισμένοι δίχως έννοιαν δημοκρατικότητος «άρον άρον σταύρωσον αυτόν». Το χειρότερον είναι όμως το εξής: για εκείνους που δημοσιοποιούν τα σφάλματα της χώρας στους άλλους –θυμηθείτε δήλωσιν πρωθυπουργού της χώρας ότι κυβερνά έναν διεφθαρμένον  λαόν- αισθανόμασταν ευγνωμοσύνη, και μερικοί ακόμη και τώρα, όσην δεν αισθανθήκαμε ποτέ για τους πραγματικούς ευεργέτες μας. Αντιθέτως αυτούς που μας επέπλητταν και μας νουθετούσαν τους απεχθανόμασταν λέ κι έκαναν κάποιο κακό εις την πατρίδαν.
Επειδή λοιπόν το συναίσθημα –πόσον μάλλον αυτό της οργής- δεν είναι και το καταλληλότερο εις την λήψιν των αποφάσεων και δή τοσούτων σημαντικών, επειδή δε επίσης η διάσπασις εις τοιαύτας κρίσιμας συνθήκας του διεθνούς πεδίου είναι αυτοκαταστροφική, όπως και μία απόφασις ένάρξεως πολέμου, νομίζω ότι η καλύτερη και πλέον συνετή απόφασις είναι η διατήρησις της ειρήνης έστω και αν αυτή περιέχει δυσμενείς όρους. Μέσω της διατηρήσεως της ειρήνης και της ύπαρξης καταλλήλων πατριωτών υπάρχει κάποια ελπίς. Ο πόλεμος μόνον κακά θα επιφέρει.

(διασκευή από τον «περί ειρήνης» λόγον του Ισοκράτου


Προλεγόμενα στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους (ΜΕΡΟΣ Γ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



Και εις τας πλέον επαινουμένας αυτών πολιτείας –της Κρήτης, της Λακεδαίμονος- η πολιτεία, οι νόμοι και η ανατροφή των νέων απέβλεπαν πλέον εις την πολεμικήν τέχνην παρά εις καμμίας άλλης αρετής άσκησιν. Η τέχνη μόνον του πολέμου ενομίζετο αρετή και μόνον ο ανδρείος πολεμιστής αγαθός, καθώς εξεναντίας η ανανδρία κακία και ο άνανδρος κακός. Άρα εσύγχυσαν την Πολιτικήν με την Δεσποτικήν και ουδ’ εντρέποντο να δεσπόζωσι αδίκως τους άλλους οπότε και δεν υπέφερον να δεσπόζωνται υπό των συμπολιτών των κι αυτοί οι ίδιοι.



Καταχνιά


ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Η μικρή καραβέλα μόλις καβαντζάριζε
Τον περίτρανο Καφηρέα.
Παρ’ όλην την καλπάζουσα φθίσι του
Βγήκε ως το γλιστερό κατάστρωμα.
Τι κι αν δεν είχε πια παρέα;
Τι κι αν δεν υπήρχαν γύρω άλλοι;
Κάλμα ήτανε κι αυτό επιπρόσθεσε
Την μεγάλη κατατονία του.
Κοιτώντας τα’ ακρωτήρι και το πέλαγος
Κάθισε ακουμπώντας στην κουπαστή.
Πόσο μεγάλη ήταν η δυστυχία του;
Ποιος θα βρισκότανε ποτέ να του πή
Ένα γιατί;
Κατέβασε το καλπάκι του όσο το δυνατόν
Πιο βαθιά στ’ αυτιά.
Ταυτόχρονα σήκωσε τον γιακά της κάπας
Του κι έμεινε να κοιτά.
Στ’ αλήθεια δεν είχε μέσα της καρδιά;
Ποτέ της δεν ένοιωσε να τον αγαπά;
Ω, τι ομορφιά αντίκρυ σ’αυτήν την αλήθεια.
Στίχοι του Κάμα Σούτρα του ‘ρθανε
Στο νού καθώς και περιοχές
Του Καρτιέ Λατέν.
Δέσμες φωτός που τις σκέπασε η καταχνιά.
Οι βράχοι κέρβεροι θαρρείς φυλάγαν
Απ’ τα μάτια του
Τα κόστα από πίσω.
Ω, γιατί η αλήθεια να σκοτώνη την ομορφιά;
Καταλογάδην έγραψε τα τελευταία του λόγια.
Καταλαλιές όχι. Μόνον αγάπη για εκείνην.
Μερικοί  παφλασμοί ήτανε τα δικά του ξόδια.
Η θάλασσα κατένευσε και τον δέχτηκε
Αντί γι’ αυτήν. Έπεσε κοντά της.
Έμεινε μακρυά της.


Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Ε’)- Η λαγνεία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

Στην εποχή του παραδείσου,
ο διάβολος έκανε τη γυναίκα να ντυθεί,
 σήμερα την κάνει να γυμνώνεται...
Αλίμονο! Κι αυτός ο διάβολος διεφθάρη από τότε.
(Πολύβιος Δημητρακόπουλος, 1864-1922)

Όλα έχω εξουσίαν να τα πράττω, δεν συμφέρουν όμως όλα. Όλα είναι εις την εξουσίαν μου, αλλ’ εγώ δεν θα εξουσιασθώ και δεν θα γίνω δούλος εις τίποτε. Με την γενετήσιον επιθυμία το πράγμα έχει ως εξής: ούτε το σώμα έχει γίνει δια εκείνην ούτε αυτή δια το σώμα. Διότι το σώμα δεν έχει γίνει δια την πορνείαν, αλλά δια τον Κύριον, δια να του ανήκη ως μέλος του. Και ο Κύριος είναι δια το σώμα δια να κατοική εις αυτό. Το ότι το σώμα δια του θανάτου διαλύεται δεν έχει σημασίαν. Ο θεός και τον Κύριον ανέστησε κι ημάς όλους θα ανστήση δια της δυνάμεώς του. Ναι! Το σώμα δεν έγινε δια την πορνείαν, αλλά δια τον Κύριον. Δεν ξέρετε, ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού; Να αποσπάσω λοιπόν τα μέλη του Χριστού και να τα κάμω πόρνης μέλη; Μη γένοιτο ποτέ να το κάμω. Ή δεν ξέρετε ότι εκείνος που συνδέεται στενώς και προσκολλάται προς την πόρνην είναι ένα σώμα με αυτήν; Διότι λέγει η Γραφή: «έσονται γάρ οι δύο εις σάρκαν μίαν».
Εκείνος όμως, που προσκολλάται εις τον Κύριον, γεμίζει ολόκληρος και διευθύνεται όλος από το Πνεύμα του Κυριού και γίνεται έν πνεύμα με αυτόν. Φεύγετε μακράν από την πορνείαν. Κάθε αμάρτημα, που θα κάμη τυχόν ο άνθρωπος, δεν βλάπτει τόσον αμέσως και κατ’ ευθείαν το σώμα. Εκείνος όμως που πορνεύει, αμαρτάνει εις το ίδιον του το σώμα, διότι με την παράνομον μίξιν μολύνει αμέσως και πληγώνει αυτήν την ρίζαν του πολλαπλασιασμού των ανθρώπων και συντελεί εις την διάλυσιν της οικογενείας. Ή δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, το οποίον κατοικεί μέσα σας και το έχετε λάβει από τον θεόν, και συνεπώς δεν ανήκετε εις τον εαυτόν σας; Ναι! Δεν ορίζετε τον εαυτόν σας.
Διότι εξαγορασθήκατε με τίμημα βαρύ, με το ατίμητον αίμα του Χριστού. Αποφεύγετε λοιπόν κάθε αισχράν πράξιν, που γίνεται με το σώμα και αποδιώκετε κάθε πονηράν σκέψιν και επιθυμίαν από το πνεύμα σας. Κι έτσι δοξάσατε τον θεόν με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία ανήκουν στον θεόν.
(Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ, στ’, 12-20)

Τα έργα εις τα οποία μας παρασύρει η διεφθαρμένη σαρκική προαίρεσίς μας είναι φανερά. Είναι δε αυτά μοιχεία, πορνεία, κάθε πράξις ακατονόμαστος που κάνει τον άνθρωπον ακάθαρτον, ακολασία και αχόρταστος μανία προς απόλαυσιν της ηδονής, ειδωλολατρεία, μαγεία, διάφοροι εκδηλώσεις έχθρας, φιλονικειών, ζηλοτυπίας, θυμοί, φατριασμοί, διχόνοιαι, διαφωνίαι, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, άσεμνα γλέντια και τα όμοια προς αυτά, δια τα οποία σας προλέγω και τώρα, όπως και άλλοτε, όταν σας εκήρυξα το Ευαγγέλλιον, σας προείπα, ότι όσοι επιμένουν να πράττουν τέτοια αμαρτήματα, χωρίς να δείξουν ειλικρινήν μετάνοιαν δι’ αυτά, δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του θεού.
(ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ, ε,19-21)

Είναι εις όλους γνωστόν και διαδεδομένον, ότι επικρατεί μεταξύ σας πορνείαν και τοιούτου είδους πορνεία, που ούτε μεταξύ των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος από σας να έχη την γυναίκα του πατέρα του, την μητρυϊάν του δηλαδή. Κι εσείς αντί να ντρέπεσθε δι’ αυτό εξακολουθείτε να είσθε φαντασμένοι και φουσκωμένοι δια την σοφίαν σας και δεν εκηρύξατε μάλλον πένθος επίσημον και γενικόν δια να εκδιωχθή υπό του θεού από την κοινωνίαν σας εκείνος που έπραξε την πράξιν ταύτην. Η ευθύνη πίπτει ολόκληρος επάνω σας…. Τώρα δε αφού συναχθώμεν εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού…ας παραδώσωμεν τον τοιούτον εις τον σατανά αποκόπτοντες αυτόν από την Εκκλησίαν δια να τιμωρηθή και κολασθή σκληρά το σώμα του και σωφρονισθή με την παιδαγωγίαν ταύτην, ώστε να σωθή έτσι η ψυχή του κατά την ημέραν της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού.
(Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ, ε, 1-5)

Η λύσις:
«εάν δεν εγκρατεύονται, ας έλθουν εις γάμον.
Διότι προτιμότερον είναι να έλθη κανείς εις γάμον,
Παρά να καίεται από
Την φλόγα της επιθυμίας»



Εκκλησιαστική περιουσία

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
                         


Εκρηκτικάς διαστάσεις λαμβάνει εκάστοτε η αντιπαράθεσις Εκκλησίας και Πολιτείας δια το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Υποστηρίζουν μερικοί ότι αδίκως η Πολιτεία επιχειρεί να στερήση την Εκκλησίαν από την περιουσίαν της, όχι μόνον διότι της ανήκει από παλαιά, αλλά και διότι έχει να επιτελέση σοβαρόν κοινωνικόν έργον και πρέπει να διαθέτη δια τούτο σημαντικούς πόρους. Άλλοι ωστόσο αντιπαρατηρούν ότι επειδή η περιουσία αυτή παραμένει αναξιοποίητη τόσα χρόνια και μερικές φορές μάλιστα εκποιείται με τρόπους όχι νομίμους, και δεδομένου επίσης ότι η Πολιτεία χορηγεί αρκετά δισεκατομμύρια στην Εκκλησίαν δια τους μισθούς των κληρικών, αποτελεί καθήκον στην Πολιτεία να παρέμβη νομοθετικώς και να παραχωρήση την περιουσίαν αυτήν σε ακτήμονες αγρότες προς αξιοποίησιν.
Η Εκκλησία προερχομένη ως λέξις από το «έκκλητος» κι αυτή με την σειράν της απ’ το ρήμα «εκκαλώ», δεν είναι τίποτα άλλο από την σύναξιν, μάζωξιν των προσκεκλημένων του θεού, των πιστών αυτού, προκειμένου να τον λατρεύσουν και να τον δοξάσουν. Είναι το ποίμνιον του θεού, όστις είναι και ο ποιμήν αυτής. Η βουλή του Κυρίου καθορίζει και τις δικές της επιθυμίες και αποφάσεις. Το σώμα των πιστών, που συγκροτείται και είναι το ποίμνιον ομοιάζει με αυτήν την Εκκλησίαν του Δήμου. Και οι δυο εκκλησίες συγκροτούνται εις σώμα με διαφορετικόν σκοπόν. Η μεν Εκκλησία του θεού, ίνα δοξολογήση τούτον και να πορευθή κατά το θέλημά Του, η δε Εκκλησία του Δήμου όπως αποφασίση δια την μελλοντικήν πορείαν αυτού. Είναι εμφανές ότι και τα δύο σώματα –η δε Εκκλησία του Δήμου ευλόγως- έχουν αποκτήσει κοσμικές, υλικές, ανθρώπινες συνθήκες, απαραίτητες δια την εύρυθμη λειτουργία των. Δηλαδή η οικονομική υπόστασις τους είναι απαραίτητη ανθρώπινη συνθήκη δια να λειτουργήσουν εύρυθμα. Έτσι όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων του λαού, προκειμένου να συγκροτείται και να νομοθετή απερισπάστως απαιτείται να διαθέτη κάποια κονδύλια-πόρους αφ’ ού έχει έξοδα η σύγκλισίς της, έτσι και η Εκκλησία των πιστών του θεού, με βάση και την «νομοθεσία», τον «καταστατικόν» αυτής χάρτην περί αμοιβαιότητος και αλληλεγγύης των μελών της, έχει χρείαν των πόρων.

ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΝ

Κατά τις πρώτες περιόδους της ζωής της η Εκκλησία ως σώμα πιστών ενπόθεσε τις όποιες οικονομικές της –απαραίτητες τονίζεται, αν θεωρείται και η εξεύρεσις οικονομικών πηγών απαραίτητη προϋπόθεσις και για ένα κοινοβούλιον- απολαβές απ’ την εκάστοτε συνδρομή των πιστών, μελών της, αναλόγως της θελήσεως τους και της ευρωστίας τους. Όσον κι αν αυτή εγιγαντώθη κι απετέλεσεν θεσμικόν –αν μπορεί κανείς να το πή- παράγοντα κατά την Βυζαντινήν περίοδον, η συνεισφορά των πιστών της στο οικονομικόν, απετέλεσε και αποτελεί ακόμη και σήμερα τον βασικόν της παράγοντα εξοικονόμησης χρημάτων. Βέβαια δια να σχηματισθή μία περιουσία, η εισροή οικονομικών απολαβών πρέπει κάποια στιγμή να υπερβαίνη απλώς και μόνον το απαραίτητον δια την συντήρησίν της. Η επιθυμία των μελών της δια μετά τον θάνατό τους, η όποια περιουσία των να αποδίδεται σ’ αυτήν ήταν εν πολλοίς ο ένας πόλος έλξης οικονομικής, επιπλέον του δέοντος, υπεροχής. Ουδόλως κατακριτέον, αφού η εσχάτη επιθυμία εκάστου πρέπει να είναι σεβαστή, όπως είναι κι όταν είναι εν ζωή. Ας μην λησμονείται ότι μεγάλοι ευεργέτες του έθνους εδώρησαν την περιουσίαν των στο δύσμοιρον έθνος σε εποχές μαύρες προς ανακούφισιν και ανάκαμψιν του και τούτο τω όντι επωφελήθη πολύ, δίχως να καταφέρεται κανείς εναντίον τους, ως πράττοντες επαίσχυντην πράξιν, αλλά τουναντίον άπαντες τους σέβονται και τους ευγνωμονούν. Προς τι αντιστοίχως μερικοί να δυστροπούν προς εκείνους, οι οποίοι με σκοπόν, κατά την κρίσιν των, ίνα σώσουν την ψυχήν των, έπραξαν το ίδιο αποδίδοντας τα υλικά αγαθά τους εις την Εκκλησίαν; Δεύτερος δε πόλος και πηγή εσόδων της του θεού Εκκλησίας δύναται να χαρακτηρισθή η μισθοδοσία των κληρικών εκ της Πολιτείας. Τούτο εγένετο προς αντικατάστασιν του παλαιού τρόπου επιβίωσης αυτών, από τις συνεισφορές των πιστών, όταν κι ένας ιερέας περίμενε την εισφοράν του πιστού σε τρόφιμα κυρίως άρτον και λάδι, ίνα λειτουργήση τον ναόν, όπου κι εφημέρευε, αλλά και δια να ζήση αυτός και η οικογένειά του, γιγνόμενος κατά τρόπον τίνα από διάκονος, διακονιάρης δια τον επιούσιόν του. Επίσης εγένετο και ως αποδοχή εκ μέρους της Πολιτείας της προσφοράς αυτών στην ηθικήν κυρίως αρωγήν αυτών προς τον κοινωνικόν ιστόν. Δεδομένου ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί θρησκείαν αγάπης κι όχι μίσους και ως επί των πλείστων επιζητεί την ηθικήν ύψωσιν από τον σκοταδισμόν των παθών του ανθρώπου αλλά και δεδομένου ότι πολλάκις η Εκκλησία εστάθη στο πλευρόν της σε δύσκολους καιρούς εξωτερικών εχθρών, εθεώρησεν συμφέρον της να μισθοδοτήση τους λειτουργούς της, αφού συνάμα έκρινε, πως αυτοί προς δικόν της όφελος –προς εμπέδωσιν της κοινωνικής γαλήνης κιαι αρετής- εργάζονται ή και ακόμα πως δεν έπρεπε να υπάρχουν στην επικράτειά της άνθρωποι που ενώ έχουν τάξει τον εαυτόν των στην υπηρεσίαν των συνανθρώπων των, ουδεμία αναγνώρισιν έχουν κι επαιτούν τα προς τα ζήν.

ΟΦΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Η ΥΠΑΡΞΙΣ ΔΙΑΚΟΝΩΝ
ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ

Που το κατακριτέον; Δεν είναι προς όφελος της πολιτείας να υπάρχουν λειτουργοί –ομοιάζοντες κατά πολύ στους κοινωνικούς λειτουργούς αυτής- που να εργάζονται καθ’ όλον τον βίον των ίνα κατακρίνουν τα κακώς κείμενα της Πολιτείας και των πολιτών και να διδάσκουν ηθικόν τρόπον ζωής, αλλά και να μεταλαμπαδεύουν τα μακραίωνα ήθη και έθιμα της φυλής ως άλλοι παιδαγωγοί; Και εάν η διδαχή των νέων μελών της θεωρείται καθήκον της Πολιτείας και δια τούτο προσφέρει αυτή εκπαίδευσιν, δεν πρέπει να θεωρείται καθήκον αυτής και η διδαχή των νέων μελών αυτής, της ψυχικής υγείας αυτών και η προσήλωσις αυτών εις την αρετήν; Δεδομένου ότι, ως ελέχθη, οι λειτουργοί της Εκκλησίας τηρούν απαρεγκλίτως τους ιερούς νόμους της θρησκείας ως είναι γνωστοί εις όλους. Είναι ανεπίτρεπτον αυτοί να μην υπηρετούν τον άνθρωπον αλλά την ιδικήν των ευζωίαν. Τότε αναιρούν αυτομάτως τον λόγον υπάρξεώς των. Ο Κύριος και θεός ημών έπλυνε τους πόδας των εαυτού μαθητών. Δεν είχεν θρόνους, ούτε πλούσια οχήματα δια να μετακινείται –αντιθέτως εισήλθεν στα Ιεροσόλυμα επί όνω- ούτε περιουσίαν δια να την αξιοποιήση προς ίδιον όφελος. Το κοινόν ταμείον, το οποίο διεχειρίζετο ο Ιούδας των Αποστόλων, το είχον δια να προσπορίζονται τα απαραίτητα. Όταν δε του έδειξαν το ρωμαϊκόν νόμισμα με την κεφαλήν του Καίσαρο, είπεν το περιβόητον «αποδώσατε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Ουδεμίαν σχέσιν έχει η του Χριστού Εκκλησία με το χρήμα και τον πλούτον. Μεταχειρίζεται το χρήμα προς όφελος των ανθρώπων.

ΤΟ ΔΕΟΝ

Οι αρχιερείς είναι συνεχιστές των Αποστόλων. Αξίωμα ύψιστον, γεμάτον όμως ταπείνωσιν και διακονίαν. Ουδείς εξ εκείνων ήτο πλούσιος. Οι περισσότεροι ήσαν ψαράδες και πέθαναν και εμαρτύρησαν πάμπτωχοι. Η Πολιτεία τιμά το έργον, την διακονίαν της Εκκλησίας. Οφείλει να μην σταματήση να θεωρή αυτήν μέρος αυτής. Να αφήση ήσυχην τούτην να πράττη το έργον της. Εάν στερή απ’ το ταμείον της –αρκεί τούτο να μην χρησιμοποιείται άλλως- αυτή τότε πράττει κακόν και στον ίδιον της τον εαυτόν. Ίσως και να μην έχει δικαίωμα να ελέγχη αυτήν. Αλλά και οι αρχιερείς και οι ιερείς να είναι αυτό που πρέπει να είναι, διάκονοι του λαού, όχι διαχειριστές της περιουσίας της Εκκλησίας του θεού. Ο ποιμήν αυτών θα κρίνη το έργον της, ο λαός, το ποίμνιον της Εκκλησίας κι ουχί η Πολιτεία, όπως κι ο λαός κρίνει την τελευταίαν, όπου πρέπει.


Προλεγόμενα στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους (ΜΕΡΟΣ Β’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



Η Φιλοσοφία είναι κυνήγιον της αληθείας. Ομοιάζει κατά πολλά τον κυνηγόν ο φιλόσοφος. Έχει όμως και διαφοράς. Από τους κυνηγούς των ζώων, οι πρότεροι συνήθως είναι και οι ευτυχέστεροι. Οι μετ’ αυτούς επιτυχαίνουν ολιγώτερον κυνήγιον και εις τους τελευταίους δεν μένει τίποτα σχεδόν πλέον να κυνηγήσωσι. Τ’ ανάπαλιν συμβαίνει στους κυνηγούς της αληθείας. Τα πρώτα των κυνήγια είναι τα κοπιωδέστερα δια το δυσεύρετον αυτό της αληθείας. Αι αλήθειαι είναι μια μετά των άλλων συνδεδεμέναι ως αλυσίς.