Καταχνιά


ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Η μικρή καραβέλα μόλις καβαντζάριζε
Τον περίτρανο Καφηρέα.
Παρ’ όλην την καλπάζουσα φθίσι του
Βγήκε ως το γλιστερό κατάστρωμα.
Τι κι αν δεν είχε πια παρέα;
Τι κι αν δεν υπήρχαν γύρω άλλοι;
Κάλμα ήτανε κι αυτό επιπρόσθεσε
Την μεγάλη κατατονία του.
Κοιτώντας τα’ ακρωτήρι και το πέλαγος
Κάθισε ακουμπώντας στην κουπαστή.
Πόσο μεγάλη ήταν η δυστυχία του;
Ποιος θα βρισκότανε ποτέ να του πή
Ένα γιατί;
Κατέβασε το καλπάκι του όσο το δυνατόν
Πιο βαθιά στ’ αυτιά.
Ταυτόχρονα σήκωσε τον γιακά της κάπας
Του κι έμεινε να κοιτά.
Στ’ αλήθεια δεν είχε μέσα της καρδιά;
Ποτέ της δεν ένοιωσε να τον αγαπά;
Ω, τι ομορφιά αντίκρυ σ’αυτήν την αλήθεια.
Στίχοι του Κάμα Σούτρα του ‘ρθανε
Στο νού καθώς και περιοχές
Του Καρτιέ Λατέν.
Δέσμες φωτός που τις σκέπασε η καταχνιά.
Οι βράχοι κέρβεροι θαρρείς φυλάγαν
Απ’ τα μάτια του
Τα κόστα από πίσω.
Ω, γιατί η αλήθεια να σκοτώνη την ομορφιά;
Καταλογάδην έγραψε τα τελευταία του λόγια.
Καταλαλιές όχι. Μόνον αγάπη για εκείνην.
Μερικοί  παφλασμοί ήτανε τα δικά του ξόδια.
Η θάλασσα κατένευσε και τον δέχτηκε
Αντί γι’ αυτήν. Έπεσε κοντά της.
Έμεινε μακρυά της.


Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Ε’)- Η λαγνεία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

Στην εποχή του παραδείσου,
ο διάβολος έκανε τη γυναίκα να ντυθεί,
 σήμερα την κάνει να γυμνώνεται...
Αλίμονο! Κι αυτός ο διάβολος διεφθάρη από τότε.
(Πολύβιος Δημητρακόπουλος, 1864-1922)

Όλα έχω εξουσίαν να τα πράττω, δεν συμφέρουν όμως όλα. Όλα είναι εις την εξουσίαν μου, αλλ’ εγώ δεν θα εξουσιασθώ και δεν θα γίνω δούλος εις τίποτε. Με την γενετήσιον επιθυμία το πράγμα έχει ως εξής: ούτε το σώμα έχει γίνει δια εκείνην ούτε αυτή δια το σώμα. Διότι το σώμα δεν έχει γίνει δια την πορνείαν, αλλά δια τον Κύριον, δια να του ανήκη ως μέλος του. Και ο Κύριος είναι δια το σώμα δια να κατοική εις αυτό. Το ότι το σώμα δια του θανάτου διαλύεται δεν έχει σημασίαν. Ο θεός και τον Κύριον ανέστησε κι ημάς όλους θα ανστήση δια της δυνάμεώς του. Ναι! Το σώμα δεν έγινε δια την πορνείαν, αλλά δια τον Κύριον. Δεν ξέρετε, ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού; Να αποσπάσω λοιπόν τα μέλη του Χριστού και να τα κάμω πόρνης μέλη; Μη γένοιτο ποτέ να το κάμω. Ή δεν ξέρετε ότι εκείνος που συνδέεται στενώς και προσκολλάται προς την πόρνην είναι ένα σώμα με αυτήν; Διότι λέγει η Γραφή: «έσονται γάρ οι δύο εις σάρκαν μίαν».
Εκείνος όμως, που προσκολλάται εις τον Κύριον, γεμίζει ολόκληρος και διευθύνεται όλος από το Πνεύμα του Κυριού και γίνεται έν πνεύμα με αυτόν. Φεύγετε μακράν από την πορνείαν. Κάθε αμάρτημα, που θα κάμη τυχόν ο άνθρωπος, δεν βλάπτει τόσον αμέσως και κατ’ ευθείαν το σώμα. Εκείνος όμως που πορνεύει, αμαρτάνει εις το ίδιον του το σώμα, διότι με την παράνομον μίξιν μολύνει αμέσως και πληγώνει αυτήν την ρίζαν του πολλαπλασιασμού των ανθρώπων και συντελεί εις την διάλυσιν της οικογενείας. Ή δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, το οποίον κατοικεί μέσα σας και το έχετε λάβει από τον θεόν, και συνεπώς δεν ανήκετε εις τον εαυτόν σας; Ναι! Δεν ορίζετε τον εαυτόν σας.
Διότι εξαγορασθήκατε με τίμημα βαρύ, με το ατίμητον αίμα του Χριστού. Αποφεύγετε λοιπόν κάθε αισχράν πράξιν, που γίνεται με το σώμα και αποδιώκετε κάθε πονηράν σκέψιν και επιθυμίαν από το πνεύμα σας. Κι έτσι δοξάσατε τον θεόν με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία ανήκουν στον θεόν.
(Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ, στ’, 12-20)

Τα έργα εις τα οποία μας παρασύρει η διεφθαρμένη σαρκική προαίρεσίς μας είναι φανερά. Είναι δε αυτά μοιχεία, πορνεία, κάθε πράξις ακατονόμαστος που κάνει τον άνθρωπον ακάθαρτον, ακολασία και αχόρταστος μανία προς απόλαυσιν της ηδονής, ειδωλολατρεία, μαγεία, διάφοροι εκδηλώσεις έχθρας, φιλονικειών, ζηλοτυπίας, θυμοί, φατριασμοί, διχόνοιαι, διαφωνίαι, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, άσεμνα γλέντια και τα όμοια προς αυτά, δια τα οποία σας προλέγω και τώρα, όπως και άλλοτε, όταν σας εκήρυξα το Ευαγγέλλιον, σας προείπα, ότι όσοι επιμένουν να πράττουν τέτοια αμαρτήματα, χωρίς να δείξουν ειλικρινήν μετάνοιαν δι’ αυτά, δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του θεού.
(ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ, ε,19-21)

Είναι εις όλους γνωστόν και διαδεδομένον, ότι επικρατεί μεταξύ σας πορνείαν και τοιούτου είδους πορνεία, που ούτε μεταξύ των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος από σας να έχη την γυναίκα του πατέρα του, την μητρυϊάν του δηλαδή. Κι εσείς αντί να ντρέπεσθε δι’ αυτό εξακολουθείτε να είσθε φαντασμένοι και φουσκωμένοι δια την σοφίαν σας και δεν εκηρύξατε μάλλον πένθος επίσημον και γενικόν δια να εκδιωχθή υπό του θεού από την κοινωνίαν σας εκείνος που έπραξε την πράξιν ταύτην. Η ευθύνη πίπτει ολόκληρος επάνω σας…. Τώρα δε αφού συναχθώμεν εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού…ας παραδώσωμεν τον τοιούτον εις τον σατανά αποκόπτοντες αυτόν από την Εκκλησίαν δια να τιμωρηθή και κολασθή σκληρά το σώμα του και σωφρονισθή με την παιδαγωγίαν ταύτην, ώστε να σωθή έτσι η ψυχή του κατά την ημέραν της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού.
(Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ, ε, 1-5)

Η λύσις:
«εάν δεν εγκρατεύονται, ας έλθουν εις γάμον.
Διότι προτιμότερον είναι να έλθη κανείς εις γάμον,
Παρά να καίεται από
Την φλόγα της επιθυμίας»



Εκκλησιαστική περιουσία

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
                         


Εκρηκτικάς διαστάσεις λαμβάνει εκάστοτε η αντιπαράθεσις Εκκλησίας και Πολιτείας δια το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Υποστηρίζουν μερικοί ότι αδίκως η Πολιτεία επιχειρεί να στερήση την Εκκλησίαν από την περιουσίαν της, όχι μόνον διότι της ανήκει από παλαιά, αλλά και διότι έχει να επιτελέση σοβαρόν κοινωνικόν έργον και πρέπει να διαθέτη δια τούτο σημαντικούς πόρους. Άλλοι ωστόσο αντιπαρατηρούν ότι επειδή η περιουσία αυτή παραμένει αναξιοποίητη τόσα χρόνια και μερικές φορές μάλιστα εκποιείται με τρόπους όχι νομίμους, και δεδομένου επίσης ότι η Πολιτεία χορηγεί αρκετά δισεκατομμύρια στην Εκκλησίαν δια τους μισθούς των κληρικών, αποτελεί καθήκον στην Πολιτεία να παρέμβη νομοθετικώς και να παραχωρήση την περιουσίαν αυτήν σε ακτήμονες αγρότες προς αξιοποίησιν.
Η Εκκλησία προερχομένη ως λέξις από το «έκκλητος» κι αυτή με την σειράν της απ’ το ρήμα «εκκαλώ», δεν είναι τίποτα άλλο από την σύναξιν, μάζωξιν των προσκεκλημένων του θεού, των πιστών αυτού, προκειμένου να τον λατρεύσουν και να τον δοξάσουν. Είναι το ποίμνιον του θεού, όστις είναι και ο ποιμήν αυτής. Η βουλή του Κυρίου καθορίζει και τις δικές της επιθυμίες και αποφάσεις. Το σώμα των πιστών, που συγκροτείται και είναι το ποίμνιον ομοιάζει με αυτήν την Εκκλησίαν του Δήμου. Και οι δυο εκκλησίες συγκροτούνται εις σώμα με διαφορετικόν σκοπόν. Η μεν Εκκλησία του θεού, ίνα δοξολογήση τούτον και να πορευθή κατά το θέλημά Του, η δε Εκκλησία του Δήμου όπως αποφασίση δια την μελλοντικήν πορείαν αυτού. Είναι εμφανές ότι και τα δύο σώματα –η δε Εκκλησία του Δήμου ευλόγως- έχουν αποκτήσει κοσμικές, υλικές, ανθρώπινες συνθήκες, απαραίτητες δια την εύρυθμη λειτουργία των. Δηλαδή η οικονομική υπόστασις τους είναι απαραίτητη ανθρώπινη συνθήκη δια να λειτουργήσουν εύρυθμα. Έτσι όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων του λαού, προκειμένου να συγκροτείται και να νομοθετή απερισπάστως απαιτείται να διαθέτη κάποια κονδύλια-πόρους αφ’ ού έχει έξοδα η σύγκλισίς της, έτσι και η Εκκλησία των πιστών του θεού, με βάση και την «νομοθεσία», τον «καταστατικόν» αυτής χάρτην περί αμοιβαιότητος και αλληλεγγύης των μελών της, έχει χρείαν των πόρων.

ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΝ

Κατά τις πρώτες περιόδους της ζωής της η Εκκλησία ως σώμα πιστών ενπόθεσε τις όποιες οικονομικές της –απαραίτητες τονίζεται, αν θεωρείται και η εξεύρεσις οικονομικών πηγών απαραίτητη προϋπόθεσις και για ένα κοινοβούλιον- απολαβές απ’ την εκάστοτε συνδρομή των πιστών, μελών της, αναλόγως της θελήσεως τους και της ευρωστίας τους. Όσον κι αν αυτή εγιγαντώθη κι απετέλεσεν θεσμικόν –αν μπορεί κανείς να το πή- παράγοντα κατά την Βυζαντινήν περίοδον, η συνεισφορά των πιστών της στο οικονομικόν, απετέλεσε και αποτελεί ακόμη και σήμερα τον βασικόν της παράγοντα εξοικονόμησης χρημάτων. Βέβαια δια να σχηματισθή μία περιουσία, η εισροή οικονομικών απολαβών πρέπει κάποια στιγμή να υπερβαίνη απλώς και μόνον το απαραίτητον δια την συντήρησίν της. Η επιθυμία των μελών της δια μετά τον θάνατό τους, η όποια περιουσία των να αποδίδεται σ’ αυτήν ήταν εν πολλοίς ο ένας πόλος έλξης οικονομικής, επιπλέον του δέοντος, υπεροχής. Ουδόλως κατακριτέον, αφού η εσχάτη επιθυμία εκάστου πρέπει να είναι σεβαστή, όπως είναι κι όταν είναι εν ζωή. Ας μην λησμονείται ότι μεγάλοι ευεργέτες του έθνους εδώρησαν την περιουσίαν των στο δύσμοιρον έθνος σε εποχές μαύρες προς ανακούφισιν και ανάκαμψιν του και τούτο τω όντι επωφελήθη πολύ, δίχως να καταφέρεται κανείς εναντίον τους, ως πράττοντες επαίσχυντην πράξιν, αλλά τουναντίον άπαντες τους σέβονται και τους ευγνωμονούν. Προς τι αντιστοίχως μερικοί να δυστροπούν προς εκείνους, οι οποίοι με σκοπόν, κατά την κρίσιν των, ίνα σώσουν την ψυχήν των, έπραξαν το ίδιο αποδίδοντας τα υλικά αγαθά τους εις την Εκκλησίαν; Δεύτερος δε πόλος και πηγή εσόδων της του θεού Εκκλησίας δύναται να χαρακτηρισθή η μισθοδοσία των κληρικών εκ της Πολιτείας. Τούτο εγένετο προς αντικατάστασιν του παλαιού τρόπου επιβίωσης αυτών, από τις συνεισφορές των πιστών, όταν κι ένας ιερέας περίμενε την εισφοράν του πιστού σε τρόφιμα κυρίως άρτον και λάδι, ίνα λειτουργήση τον ναόν, όπου κι εφημέρευε, αλλά και δια να ζήση αυτός και η οικογένειά του, γιγνόμενος κατά τρόπον τίνα από διάκονος, διακονιάρης δια τον επιούσιόν του. Επίσης εγένετο και ως αποδοχή εκ μέρους της Πολιτείας της προσφοράς αυτών στην ηθικήν κυρίως αρωγήν αυτών προς τον κοινωνικόν ιστόν. Δεδομένου ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί θρησκείαν αγάπης κι όχι μίσους και ως επί των πλείστων επιζητεί την ηθικήν ύψωσιν από τον σκοταδισμόν των παθών του ανθρώπου αλλά και δεδομένου ότι πολλάκις η Εκκλησία εστάθη στο πλευρόν της σε δύσκολους καιρούς εξωτερικών εχθρών, εθεώρησεν συμφέρον της να μισθοδοτήση τους λειτουργούς της, αφού συνάμα έκρινε, πως αυτοί προς δικόν της όφελος –προς εμπέδωσιν της κοινωνικής γαλήνης κιαι αρετής- εργάζονται ή και ακόμα πως δεν έπρεπε να υπάρχουν στην επικράτειά της άνθρωποι που ενώ έχουν τάξει τον εαυτόν των στην υπηρεσίαν των συνανθρώπων των, ουδεμία αναγνώρισιν έχουν κι επαιτούν τα προς τα ζήν.

ΟΦΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Η ΥΠΑΡΞΙΣ ΔΙΑΚΟΝΩΝ
ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ

Που το κατακριτέον; Δεν είναι προς όφελος της πολιτείας να υπάρχουν λειτουργοί –ομοιάζοντες κατά πολύ στους κοινωνικούς λειτουργούς αυτής- που να εργάζονται καθ’ όλον τον βίον των ίνα κατακρίνουν τα κακώς κείμενα της Πολιτείας και των πολιτών και να διδάσκουν ηθικόν τρόπον ζωής, αλλά και να μεταλαμπαδεύουν τα μακραίωνα ήθη και έθιμα της φυλής ως άλλοι παιδαγωγοί; Και εάν η διδαχή των νέων μελών της θεωρείται καθήκον της Πολιτείας και δια τούτο προσφέρει αυτή εκπαίδευσιν, δεν πρέπει να θεωρείται καθήκον αυτής και η διδαχή των νέων μελών αυτής, της ψυχικής υγείας αυτών και η προσήλωσις αυτών εις την αρετήν; Δεδομένου ότι, ως ελέχθη, οι λειτουργοί της Εκκλησίας τηρούν απαρεγκλίτως τους ιερούς νόμους της θρησκείας ως είναι γνωστοί εις όλους. Είναι ανεπίτρεπτον αυτοί να μην υπηρετούν τον άνθρωπον αλλά την ιδικήν των ευζωίαν. Τότε αναιρούν αυτομάτως τον λόγον υπάρξεώς των. Ο Κύριος και θεός ημών έπλυνε τους πόδας των εαυτού μαθητών. Δεν είχεν θρόνους, ούτε πλούσια οχήματα δια να μετακινείται –αντιθέτως εισήλθεν στα Ιεροσόλυμα επί όνω- ούτε περιουσίαν δια να την αξιοποιήση προς ίδιον όφελος. Το κοινόν ταμείον, το οποίο διεχειρίζετο ο Ιούδας των Αποστόλων, το είχον δια να προσπορίζονται τα απαραίτητα. Όταν δε του έδειξαν το ρωμαϊκόν νόμισμα με την κεφαλήν του Καίσαρο, είπεν το περιβόητον «αποδώσατε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Ουδεμίαν σχέσιν έχει η του Χριστού Εκκλησία με το χρήμα και τον πλούτον. Μεταχειρίζεται το χρήμα προς όφελος των ανθρώπων.

ΤΟ ΔΕΟΝ

Οι αρχιερείς είναι συνεχιστές των Αποστόλων. Αξίωμα ύψιστον, γεμάτον όμως ταπείνωσιν και διακονίαν. Ουδείς εξ εκείνων ήτο πλούσιος. Οι περισσότεροι ήσαν ψαράδες και πέθαναν και εμαρτύρησαν πάμπτωχοι. Η Πολιτεία τιμά το έργον, την διακονίαν της Εκκλησίας. Οφείλει να μην σταματήση να θεωρή αυτήν μέρος αυτής. Να αφήση ήσυχην τούτην να πράττη το έργον της. Εάν στερή απ’ το ταμείον της –αρκεί τούτο να μην χρησιμοποιείται άλλως- αυτή τότε πράττει κακόν και στον ίδιον της τον εαυτόν. Ίσως και να μην έχει δικαίωμα να ελέγχη αυτήν. Αλλά και οι αρχιερείς και οι ιερείς να είναι αυτό που πρέπει να είναι, διάκονοι του λαού, όχι διαχειριστές της περιουσίας της Εκκλησίας του θεού. Ο ποιμήν αυτών θα κρίνη το έργον της, ο λαός, το ποίμνιον της Εκκλησίας κι ουχί η Πολιτεία, όπως κι ο λαός κρίνει την τελευταίαν, όπου πρέπει.


Προλεγόμενα στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους (ΜΕΡΟΣ Β’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



Η Φιλοσοφία είναι κυνήγιον της αληθείας. Ομοιάζει κατά πολλά τον κυνηγόν ο φιλόσοφος. Έχει όμως και διαφοράς. Από τους κυνηγούς των ζώων, οι πρότεροι συνήθως είναι και οι ευτυχέστεροι. Οι μετ’ αυτούς επιτυχαίνουν ολιγώτερον κυνήγιον και εις τους τελευταίους δεν μένει τίποτα σχεδόν πλέον να κυνηγήσωσι. Τ’ ανάπαλιν συμβαίνει στους κυνηγούς της αληθείας. Τα πρώτα των κυνήγια είναι τα κοπιωδέστερα δια το δυσεύρετον αυτό της αληθείας. Αι αλήθειαι είναι μια μετά των άλλων συνδεδεμέναι ως αλυσίς.



Προλεγόμενα στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους (ΜΕΡΟΣ Α’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



Ουδόλως ωφελεί έναν λαόν η ανάκτησις της ελευθερίας, αν δεν φροντίση και να την φυλάξη. Και δια να την φυλάξη, πρέπει να έχη παρόντα εις την μνήμην και τα μέσα δια των οποίων οι αρχαίοι Έλληνες την απέκτησαν και τας δυστυχείς αιτίας δια τας οποίας δεν εδυνήθησαν να την φυλάξωσι μέχρι τέλους, ει και ήτο πράγμα τόσον πολύτιμο.



Όταν κυριάρχησαν οι Πέρσες

 Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
 
΄΄Η ΔΙΧΟΝΟΙΑ ΠΟΥ ΒΑΣΤΑΕΙ, ΕΝΑ ΣΚΗΠΤΡΟ Η ΔΟΛΕΡΗ,
ΚΑΘΕΝΟΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ ,ΠΑΡΤΟ ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΣΥ''.
Διονυσιος Σολωμος.


Αλλόμονον! Τίποτα δεν διδασκόμαστε από την μακραίωνη ιστορία μας…
392 π.Χ. Η Σπάρτη έχει χάσει πλέον την επιρροή της στις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, τον ναυτικόν έλεγχον του Αιγαίου και η ηγεμονία της στην κυρίως Ελλάδα απειλείται. Την χρονιάν αυτήν εισέρχεται σε διαπραγματεύσεις με την Περσίαν, στέλνοντας τον Ανταλκίδα να διαπραγματευθή με τον σατράπη Τιρίβαζο.
Ο Ανταλκίδας επισημαίνει στους Πέρσες την άνοδον της ναυτικής δύναμης της Αθήνας, που ο Κόνων, όπως ισχυρίζεται, επιδιώκει να ανασυγκροτήση με περσικά χρήματα. Τους υπενθυμίζει πόσο η προηγούμενη αθηναϊκή ηγεμονία έβλαψε στο παρελθόν τα περσικά συμφέροντα. Αυτό που η Σπάρτη προτείνι είναι να αναγνωρίση την επικυριαρχία του Μεγάλου Βασιλιά στις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, ενώ αυτή θα δεσμευθή, ότι οι πόλεις του κυρίως ελληνικού χώρου θα είναι αυτόνομες. Με αυτόν τον τρόπο κάθε συμμαχία εναντίον του Μεγάλου Βασιλιά και εναντίον της Σπάρτης φυσικά θα είναι αδύνατη. Η Σπάρτη είχε διαπιστώσει ότι ενώ υπερέχει στρατιωτικά από κάθε ελληνική πόλι χωριστά, απειλείται από την ένωση των. Από ‘δώ και πέρα αυτό που επιδιώκει είναι η καταπολέμηση οποιασδήποτε μορφής ένωσης στον ελληνικόν χώρο με επίφασιν τον σεβασμόν της αυτονομίας.
Το 386 η Αθήνα δεν μπορεί παρά να συμφωνήση με τους όρους του 392. Ο Πέρσης Τιρίβαζος διαβάζει στους εκπροσώπους των ελληνικών πόλεων που συγκεντρώνονται στις Σάρδεις το βασιλικό διάταγμα που διατυπώνει τους όρους της γνωστής ως «Βασιλείου ειρήνης» ή «Ανταλκιδείου», από το όνομα του σπαρτιάτου διαπραγματευτού.
Όπως φαίνεται από την διατύπωσιν των όρων της ειρήνης, δεν πρόκειται ασφαλώς δια μιαν συμφωνία σε ίσα συμβαλλόμενα μέρη. Πρόκειται δια μιαν διαταγή του Πέρση Βασιλέως με την οποίαν η περσική κυριαρχία διακηρύσσεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπον. Είναι η εποχή και η στιγμή όπου η περσική εξωτερική πολιτική θριάμβευε.
Ο όρος που αφορά στην αυτονομία των υπολοίπων ελληνικών πόλεων είναι τελείως γενικώς. Οι Σπαρτιάτες είναι οι «προστάται» της Βασιλείου ειρήνης στην Ελλάδα. Το ελκυστικόν αλλά και ασαφές σύνθημα της αυτονομίας μέχρι το 371 θα είναι η αιχμή του δόρατος της σπαρτιατικής εξωτερικής πολιτικής που είχε βέβαια έναν και μόνον σκοπόν. Να διασφαλίση την ηγεμονίαν της στον κυρίως ελληνικόν χώρον. Αυτό που έπρεπε να κάνη η Σπάρτη εφεξής ήταν ότι τα πράγματα θα έμεναν έτσι. Η υπεροχή της έναντι κάθε πόλης χωριστά ήταν δεδομένη. Επικαλούμενη με την περσικήν υποστήριξη την αυτονομίαν, προσπαθεί να εμποδίση οποιαδήποτε ένωση αντίκειται στα συμφέροντά της!!
Η Σπάρτη δεν είναι άλλο από την κυρίαρχη τάξη των ολιγαρίθμων ολιγαρχιών σήμερα  που υπηρετούν τα ξένα συμφέροντα εν Ελλάδι και φυσικά και το δικό τους κέρδος. Προκειμένου αυτή η κάστα να ηγεμονεύη δεν είχε κανέναν ενδοιασμόν να παραδώση την επικυραρχίαν του έθνους στις ξένες δυνάμεις. Τούτον τον ρόλον αυτής της ολιγαρχίας τον παίζουν δυστυχώς τα δυο μεγάλα κόμματα, ή άλλως ο δικομματισμός ως λέγεται. Αλλά προσέξατε! Στο παιχνίδι αυτών είναι η χορήγηση της «αυτονομίας», ήτοι το να εμποδίζη οιαδήποτε ένωση αντίκειται στα συμφέροντά τους. Και ιδού. Κοιτάξατε γύρω σας. Πλην του δικομματισμού, όλες οι δυνάμεις του τόπου είναι κατακερματισμένες και αντί να υπάρχη μια ένωσις ισχυρά, απεναντίας πολλές και μικρές, ανίσχυρες δυνάμεις.
Λέτε δε οι δηλώσεις των ξένων δυνάμεων, όταν λέγουν πράγματα παρεμβατικά δια το εσωτερικόν ημών γίγνεσθαι, αν και οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση, να θέλομεν δηλαδή να μην υπακούομεν εις τίποτα «συμβουλευόμενο» εξ αυτών, να γίνεται τυχαία; Απεναντίας προς ενίσχυση της διάσπασης των ελληνικών δυνάμεων γίνονται. Δυστυχώς παρεδόθημεν εις μίαν βασίλειον ειρήνη και τα χρόνια που έρχονται είναι δίσεκτα. Η ένωσις των βοιωτών ή ο Μέγα Αλέξανδρος αργούν πολύ ακόμα.