Εκκλησιαστική περιουσία

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
                         


Εκρηκτικάς διαστάσεις λαμβάνει εκάστοτε η αντιπαράθεσις Εκκλησίας και Πολιτείας δια το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Υποστηρίζουν μερικοί ότι αδίκως η Πολιτεία επιχειρεί να στερήση την Εκκλησίαν από την περιουσίαν της, όχι μόνον διότι της ανήκει από παλαιά, αλλά και διότι έχει να επιτελέση σοβαρόν κοινωνικόν έργον και πρέπει να διαθέτη δια τούτο σημαντικούς πόρους. Άλλοι ωστόσο αντιπαρατηρούν ότι επειδή η περιουσία αυτή παραμένει αναξιοποίητη τόσα χρόνια και μερικές φορές μάλιστα εκποιείται με τρόπους όχι νομίμους, και δεδομένου επίσης ότι η Πολιτεία χορηγεί αρκετά δισεκατομμύρια στην Εκκλησίαν δια τους μισθούς των κληρικών, αποτελεί καθήκον στην Πολιτεία να παρέμβη νομοθετικώς και να παραχωρήση την περιουσίαν αυτήν σε ακτήμονες αγρότες προς αξιοποίησιν.
Η Εκκλησία προερχομένη ως λέξις από το «έκκλητος» κι αυτή με την σειράν της απ’ το ρήμα «εκκαλώ», δεν είναι τίποτα άλλο από την σύναξιν, μάζωξιν των προσκεκλημένων του θεού, των πιστών αυτού, προκειμένου να τον λατρεύσουν και να τον δοξάσουν. Είναι το ποίμνιον του θεού, όστις είναι και ο ποιμήν αυτής. Η βουλή του Κυρίου καθορίζει και τις δικές της επιθυμίες και αποφάσεις. Το σώμα των πιστών, που συγκροτείται και είναι το ποίμνιον ομοιάζει με αυτήν την Εκκλησίαν του Δήμου. Και οι δυο εκκλησίες συγκροτούνται εις σώμα με διαφορετικόν σκοπόν. Η μεν Εκκλησία του θεού, ίνα δοξολογήση τούτον και να πορευθή κατά το θέλημά Του, η δε Εκκλησία του Δήμου όπως αποφασίση δια την μελλοντικήν πορείαν αυτού. Είναι εμφανές ότι και τα δύο σώματα –η δε Εκκλησία του Δήμου ευλόγως- έχουν αποκτήσει κοσμικές, υλικές, ανθρώπινες συνθήκες, απαραίτητες δια την εύρυθμη λειτουργία των. Δηλαδή η οικονομική υπόστασις τους είναι απαραίτητη ανθρώπινη συνθήκη δια να λειτουργήσουν εύρυθμα. Έτσι όπως η Βουλή των Αντιπροσώπων του λαού, προκειμένου να συγκροτείται και να νομοθετή απερισπάστως απαιτείται να διαθέτη κάποια κονδύλια-πόρους αφ’ ού έχει έξοδα η σύγκλισίς της, έτσι και η Εκκλησία των πιστών του θεού, με βάση και την «νομοθεσία», τον «καταστατικόν» αυτής χάρτην περί αμοιβαιότητος και αλληλεγγύης των μελών της, έχει χρείαν των πόρων.

ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΝ

Κατά τις πρώτες περιόδους της ζωής της η Εκκλησία ως σώμα πιστών ενπόθεσε τις όποιες οικονομικές της –απαραίτητες τονίζεται, αν θεωρείται και η εξεύρεσις οικονομικών πηγών απαραίτητη προϋπόθεσις και για ένα κοινοβούλιον- απολαβές απ’ την εκάστοτε συνδρομή των πιστών, μελών της, αναλόγως της θελήσεως τους και της ευρωστίας τους. Όσον κι αν αυτή εγιγαντώθη κι απετέλεσεν θεσμικόν –αν μπορεί κανείς να το πή- παράγοντα κατά την Βυζαντινήν περίοδον, η συνεισφορά των πιστών της στο οικονομικόν, απετέλεσε και αποτελεί ακόμη και σήμερα τον βασικόν της παράγοντα εξοικονόμησης χρημάτων. Βέβαια δια να σχηματισθή μία περιουσία, η εισροή οικονομικών απολαβών πρέπει κάποια στιγμή να υπερβαίνη απλώς και μόνον το απαραίτητον δια την συντήρησίν της. Η επιθυμία των μελών της δια μετά τον θάνατό τους, η όποια περιουσία των να αποδίδεται σ’ αυτήν ήταν εν πολλοίς ο ένας πόλος έλξης οικονομικής, επιπλέον του δέοντος, υπεροχής. Ουδόλως κατακριτέον, αφού η εσχάτη επιθυμία εκάστου πρέπει να είναι σεβαστή, όπως είναι κι όταν είναι εν ζωή. Ας μην λησμονείται ότι μεγάλοι ευεργέτες του έθνους εδώρησαν την περιουσίαν των στο δύσμοιρον έθνος σε εποχές μαύρες προς ανακούφισιν και ανάκαμψιν του και τούτο τω όντι επωφελήθη πολύ, δίχως να καταφέρεται κανείς εναντίον τους, ως πράττοντες επαίσχυντην πράξιν, αλλά τουναντίον άπαντες τους σέβονται και τους ευγνωμονούν. Προς τι αντιστοίχως μερικοί να δυστροπούν προς εκείνους, οι οποίοι με σκοπόν, κατά την κρίσιν των, ίνα σώσουν την ψυχήν των, έπραξαν το ίδιο αποδίδοντας τα υλικά αγαθά τους εις την Εκκλησίαν; Δεύτερος δε πόλος και πηγή εσόδων της του θεού Εκκλησίας δύναται να χαρακτηρισθή η μισθοδοσία των κληρικών εκ της Πολιτείας. Τούτο εγένετο προς αντικατάστασιν του παλαιού τρόπου επιβίωσης αυτών, από τις συνεισφορές των πιστών, όταν κι ένας ιερέας περίμενε την εισφοράν του πιστού σε τρόφιμα κυρίως άρτον και λάδι, ίνα λειτουργήση τον ναόν, όπου κι εφημέρευε, αλλά και δια να ζήση αυτός και η οικογένειά του, γιγνόμενος κατά τρόπον τίνα από διάκονος, διακονιάρης δια τον επιούσιόν του. Επίσης εγένετο και ως αποδοχή εκ μέρους της Πολιτείας της προσφοράς αυτών στην ηθικήν κυρίως αρωγήν αυτών προς τον κοινωνικόν ιστόν. Δεδομένου ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί θρησκείαν αγάπης κι όχι μίσους και ως επί των πλείστων επιζητεί την ηθικήν ύψωσιν από τον σκοταδισμόν των παθών του ανθρώπου αλλά και δεδομένου ότι πολλάκις η Εκκλησία εστάθη στο πλευρόν της σε δύσκολους καιρούς εξωτερικών εχθρών, εθεώρησεν συμφέρον της να μισθοδοτήση τους λειτουργούς της, αφού συνάμα έκρινε, πως αυτοί προς δικόν της όφελος –προς εμπέδωσιν της κοινωνικής γαλήνης κιαι αρετής- εργάζονται ή και ακόμα πως δεν έπρεπε να υπάρχουν στην επικράτειά της άνθρωποι που ενώ έχουν τάξει τον εαυτόν των στην υπηρεσίαν των συνανθρώπων των, ουδεμία αναγνώρισιν έχουν κι επαιτούν τα προς τα ζήν.

ΟΦΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Η ΥΠΑΡΞΙΣ ΔΙΑΚΟΝΩΝ
ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ

Που το κατακριτέον; Δεν είναι προς όφελος της πολιτείας να υπάρχουν λειτουργοί –ομοιάζοντες κατά πολύ στους κοινωνικούς λειτουργούς αυτής- που να εργάζονται καθ’ όλον τον βίον των ίνα κατακρίνουν τα κακώς κείμενα της Πολιτείας και των πολιτών και να διδάσκουν ηθικόν τρόπον ζωής, αλλά και να μεταλαμπαδεύουν τα μακραίωνα ήθη και έθιμα της φυλής ως άλλοι παιδαγωγοί; Και εάν η διδαχή των νέων μελών της θεωρείται καθήκον της Πολιτείας και δια τούτο προσφέρει αυτή εκπαίδευσιν, δεν πρέπει να θεωρείται καθήκον αυτής και η διδαχή των νέων μελών αυτής, της ψυχικής υγείας αυτών και η προσήλωσις αυτών εις την αρετήν; Δεδομένου ότι, ως ελέχθη, οι λειτουργοί της Εκκλησίας τηρούν απαρεγκλίτως τους ιερούς νόμους της θρησκείας ως είναι γνωστοί εις όλους. Είναι ανεπίτρεπτον αυτοί να μην υπηρετούν τον άνθρωπον αλλά την ιδικήν των ευζωίαν. Τότε αναιρούν αυτομάτως τον λόγον υπάρξεώς των. Ο Κύριος και θεός ημών έπλυνε τους πόδας των εαυτού μαθητών. Δεν είχεν θρόνους, ούτε πλούσια οχήματα δια να μετακινείται –αντιθέτως εισήλθεν στα Ιεροσόλυμα επί όνω- ούτε περιουσίαν δια να την αξιοποιήση προς ίδιον όφελος. Το κοινόν ταμείον, το οποίο διεχειρίζετο ο Ιούδας των Αποστόλων, το είχον δια να προσπορίζονται τα απαραίτητα. Όταν δε του έδειξαν το ρωμαϊκόν νόμισμα με την κεφαλήν του Καίσαρο, είπεν το περιβόητον «αποδώσατε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι». Ουδεμίαν σχέσιν έχει η του Χριστού Εκκλησία με το χρήμα και τον πλούτον. Μεταχειρίζεται το χρήμα προς όφελος των ανθρώπων.

ΤΟ ΔΕΟΝ

Οι αρχιερείς είναι συνεχιστές των Αποστόλων. Αξίωμα ύψιστον, γεμάτον όμως ταπείνωσιν και διακονίαν. Ουδείς εξ εκείνων ήτο πλούσιος. Οι περισσότεροι ήσαν ψαράδες και πέθαναν και εμαρτύρησαν πάμπτωχοι. Η Πολιτεία τιμά το έργον, την διακονίαν της Εκκλησίας. Οφείλει να μην σταματήση να θεωρή αυτήν μέρος αυτής. Να αφήση ήσυχην τούτην να πράττη το έργον της. Εάν στερή απ’ το ταμείον της –αρκεί τούτο να μην χρησιμοποιείται άλλως- αυτή τότε πράττει κακόν και στον ίδιον της τον εαυτόν. Ίσως και να μην έχει δικαίωμα να ελέγχη αυτήν. Αλλά και οι αρχιερείς και οι ιερείς να είναι αυτό που πρέπει να είναι, διάκονοι του λαού, όχι διαχειριστές της περιουσίας της Εκκλησίας του θεού. Ο ποιμήν αυτών θα κρίνη το έργον της, ο λαός, το ποίμνιον της Εκκλησίας κι ουχί η Πολιτεία, όπως κι ο λαός κρίνει την τελευταίαν, όπου πρέπει.


Προλεγόμενα στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους (ΜΕΡΟΣ Β’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



Η Φιλοσοφία είναι κυνήγιον της αληθείας. Ομοιάζει κατά πολλά τον κυνηγόν ο φιλόσοφος. Έχει όμως και διαφοράς. Από τους κυνηγούς των ζώων, οι πρότεροι συνήθως είναι και οι ευτυχέστεροι. Οι μετ’ αυτούς επιτυχαίνουν ολιγώτερον κυνήγιον και εις τους τελευταίους δεν μένει τίποτα σχεδόν πλέον να κυνηγήσωσι. Τ’ ανάπαλιν συμβαίνει στους κυνηγούς της αληθείας. Τα πρώτα των κυνήγια είναι τα κοπιωδέστερα δια το δυσεύρετον αυτό της αληθείας. Αι αλήθειαι είναι μια μετά των άλλων συνδεδεμέναι ως αλυσίς.



Προλεγόμενα στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους (ΜΕΡΟΣ Α’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-



Ουδόλως ωφελεί έναν λαόν η ανάκτησις της ελευθερίας, αν δεν φροντίση και να την φυλάξη. Και δια να την φυλάξη, πρέπει να έχη παρόντα εις την μνήμην και τα μέσα δια των οποίων οι αρχαίοι Έλληνες την απέκτησαν και τας δυστυχείς αιτίας δια τας οποίας δεν εδυνήθησαν να την φυλάξωσι μέχρι τέλους, ει και ήτο πράγμα τόσον πολύτιμο.



Όταν κυριάρχησαν οι Πέρσες

 Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-
 
΄΄Η ΔΙΧΟΝΟΙΑ ΠΟΥ ΒΑΣΤΑΕΙ, ΕΝΑ ΣΚΗΠΤΡΟ Η ΔΟΛΕΡΗ,
ΚΑΘΕΝΟΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ ,ΠΑΡΤΟ ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΣΥ''.
Διονυσιος Σολωμος.


Αλλόμονον! Τίποτα δεν διδασκόμαστε από την μακραίωνη ιστορία μας…
392 π.Χ. Η Σπάρτη έχει χάσει πλέον την επιρροή της στις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, τον ναυτικόν έλεγχον του Αιγαίου και η ηγεμονία της στην κυρίως Ελλάδα απειλείται. Την χρονιάν αυτήν εισέρχεται σε διαπραγματεύσεις με την Περσίαν, στέλνοντας τον Ανταλκίδα να διαπραγματευθή με τον σατράπη Τιρίβαζο.
Ο Ανταλκίδας επισημαίνει στους Πέρσες την άνοδον της ναυτικής δύναμης της Αθήνας, που ο Κόνων, όπως ισχυρίζεται, επιδιώκει να ανασυγκροτήση με περσικά χρήματα. Τους υπενθυμίζει πόσο η προηγούμενη αθηναϊκή ηγεμονία έβλαψε στο παρελθόν τα περσικά συμφέροντα. Αυτό που η Σπάρτη προτείνι είναι να αναγνωρίση την επικυριαρχία του Μεγάλου Βασιλιά στις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, ενώ αυτή θα δεσμευθή, ότι οι πόλεις του κυρίως ελληνικού χώρου θα είναι αυτόνομες. Με αυτόν τον τρόπο κάθε συμμαχία εναντίον του Μεγάλου Βασιλιά και εναντίον της Σπάρτης φυσικά θα είναι αδύνατη. Η Σπάρτη είχε διαπιστώσει ότι ενώ υπερέχει στρατιωτικά από κάθε ελληνική πόλι χωριστά, απειλείται από την ένωση των. Από ‘δώ και πέρα αυτό που επιδιώκει είναι η καταπολέμηση οποιασδήποτε μορφής ένωσης στον ελληνικόν χώρο με επίφασιν τον σεβασμόν της αυτονομίας.
Το 386 η Αθήνα δεν μπορεί παρά να συμφωνήση με τους όρους του 392. Ο Πέρσης Τιρίβαζος διαβάζει στους εκπροσώπους των ελληνικών πόλεων που συγκεντρώνονται στις Σάρδεις το βασιλικό διάταγμα που διατυπώνει τους όρους της γνωστής ως «Βασιλείου ειρήνης» ή «Ανταλκιδείου», από το όνομα του σπαρτιάτου διαπραγματευτού.
Όπως φαίνεται από την διατύπωσιν των όρων της ειρήνης, δεν πρόκειται ασφαλώς δια μιαν συμφωνία σε ίσα συμβαλλόμενα μέρη. Πρόκειται δια μιαν διαταγή του Πέρση Βασιλέως με την οποίαν η περσική κυριαρχία διακηρύσσεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπον. Είναι η εποχή και η στιγμή όπου η περσική εξωτερική πολιτική θριάμβευε.
Ο όρος που αφορά στην αυτονομία των υπολοίπων ελληνικών πόλεων είναι τελείως γενικώς. Οι Σπαρτιάτες είναι οι «προστάται» της Βασιλείου ειρήνης στην Ελλάδα. Το ελκυστικόν αλλά και ασαφές σύνθημα της αυτονομίας μέχρι το 371 θα είναι η αιχμή του δόρατος της σπαρτιατικής εξωτερικής πολιτικής που είχε βέβαια έναν και μόνον σκοπόν. Να διασφαλίση την ηγεμονίαν της στον κυρίως ελληνικόν χώρον. Αυτό που έπρεπε να κάνη η Σπάρτη εφεξής ήταν ότι τα πράγματα θα έμεναν έτσι. Η υπεροχή της έναντι κάθε πόλης χωριστά ήταν δεδομένη. Επικαλούμενη με την περσικήν υποστήριξη την αυτονομίαν, προσπαθεί να εμποδίση οποιαδήποτε ένωση αντίκειται στα συμφέροντά της!!
Η Σπάρτη δεν είναι άλλο από την κυρίαρχη τάξη των ολιγαρίθμων ολιγαρχιών σήμερα  που υπηρετούν τα ξένα συμφέροντα εν Ελλάδι και φυσικά και το δικό τους κέρδος. Προκειμένου αυτή η κάστα να ηγεμονεύη δεν είχε κανέναν ενδοιασμόν να παραδώση την επικυραρχίαν του έθνους στις ξένες δυνάμεις. Τούτον τον ρόλον αυτής της ολιγαρχίας τον παίζουν δυστυχώς τα δυο μεγάλα κόμματα, ή άλλως ο δικομματισμός ως λέγεται. Αλλά προσέξατε! Στο παιχνίδι αυτών είναι η χορήγηση της «αυτονομίας», ήτοι το να εμποδίζη οιαδήποτε ένωση αντίκειται στα συμφέροντά τους. Και ιδού. Κοιτάξατε γύρω σας. Πλην του δικομματισμού, όλες οι δυνάμεις του τόπου είναι κατακερματισμένες και αντί να υπάρχη μια ένωσις ισχυρά, απεναντίας πολλές και μικρές, ανίσχυρες δυνάμεις.
Λέτε δε οι δηλώσεις των ξένων δυνάμεων, όταν λέγουν πράγματα παρεμβατικά δια το εσωτερικόν ημών γίγνεσθαι, αν και οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση, να θέλομεν δηλαδή να μην υπακούομεν εις τίποτα «συμβουλευόμενο» εξ αυτών, να γίνεται τυχαία; Απεναντίας προς ενίσχυση της διάσπασης των ελληνικών δυνάμεων γίνονται. Δυστυχώς παρεδόθημεν εις μίαν βασίλειον ειρήνη και τα χρόνια που έρχονται είναι δίσεκτα. Η ένωσις των βοιωτών ή ο Μέγα Αλέξανδρος αργούν πολύ ακόμα.


Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Δ’)-Η οργή


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

«Μήνιν άειδε, θεά, ουλομένην
Αχιλήος Πηληιάδεω,
η έθηκε Αχαιοίς μυρία άλγεα
προίαψεν δε Άϊδι πολλάς ιφθίμους
ψυχάς ηρώων,
αυτούς δε τεύχε ελώρια
κύνεσσιν οιωνοίσί τε πάσι,
βουλή δε Διός ετελείετο»
(Ιλιάς, προοίμιον)

Ο ποιητής παρακαλεί την θεά Μούσα να ψάλη εκείνην την οργή του Αχιλλέα που εστάθη αφορμή δια πολλάς συμφοράς στους Αχαιούς. Η οργή αυτή ήταν η αιτία να σκοτωθούν πολλά γενναία παλληκάρια και να γίνουν λεία των σκυλιών και των όρνεων, πράγμα βέβαια που το θέλησε ο Δίας να γίνη. Η λέξις «μήνις» προτάσσεται με εμφαντικό τρόπον. Αυτή εξαγγέλλει το κεντρικόν θέμα χτυπητά. Πέρα απ’ αυτό δηλώνει το συναισθηματικόν χαρακτήρα του έργου. Πράγματι όλη η Ιλιάδα δεν είναι παρά η εξέλιξις της οργής του Αχιλλέα, ήτις και παρουσιάζει την εξής κλιμάκωσιν: στο Α’ εκδηλώνεται, στο Β’ σταθεροποιείται, στο Ι’ διατηρείται παρά την πρεσβεία που στέλνεται σ’ αυτόν, στο Λ’ αρχίζει να κάμπτεται, στο Π η κάμψις εκδηλώνεται με την αποστολήν του Πατρόκλου στο πεδίον της μάχης, στο Σ’  ο Αχιλλέας συνειδητοποιεί τις ολέθριες συνέπειες του θυμού του, ύστερα αισθάνεται την ανάγκη να καταστείλη αυτόν και στο Τ’ απαλλάσσεται απ’ αυτόν.

Ψάλλε, θεά, την ολέθρια οργή
Του Αχιλλέα, γιού του Πηλέα,
Που προξένησε στου Αχαιούς
Αμέτρητες δοκιμασίες
Και πριν της ώρας έστειλε στον Άδη
Πολλές γενναίες ψυχές ηρώων,
Ενώ κι αυτούς τους ίδιους ετοίμασε
Για λεία στα σκυλιά και στα όρνια
Κάθε είδους,
Ωστόσο θέληση του Δία εκπληρωνόταν

Στην Ιλιάδα ζούμε σε μιαν εποχή ηρωϊκή, όπου ο ήρωας, ο βασιλεύς, επηρεάζει την τύχη των απλών ανθρώπων. Η ψυχική διάθεσις αυτού επηρεάζει την ζωή των στρατιωτών του. Η οργή του Αχιλλέα, του βασιλέως των Μυρμιδόνων, προκαλεί τον θάνατον αμέτρητων ανευθύνων ηθικώς ανθρώπων από τους Αχαιούς όλους. Η παρουσία των ανθρώπων αυτών παρουσιάζεται τω όντι τραγική, αφ’ ού δεν μπορούν να κάνουν κάποιαν προσπάθεια, δια να αλλάξουν την μοίρα τους. Εξάλλου ήταν θέλησι του θεού να γίνη έτσι. Η βούλησις του Δία ήταν η υπόσχεσις που έδωσε στην Θέτιδα, να τιμήση τον Αχιλλέα δίδοντας την νίκην στους Τρώες εν όσω αυτός ήτο οργισμένος.
Ο κόσμος δεν μοιάζει ειρηνικός. Παντού διεξάγεται ένα είδος πολέμου, και στους ανθρώπους που ο καθένας ξεχωριστά πλέον αλλά και σαν μέλη μιας ομάδος συγχρόνως, της κοινωνίας εις την οποίαν ανήκουν, προσπαθούν να φτιάξουν την ζωή των, φαίνεται πως ακόμα ο «αρχηγός» και η όποια προσωπικότητα αυτού διαδραματίζει ακόμα κύριον λόγον στην ζωή τους. Ο καθένας χωριστά να νικήση δεν μπορεί. Κανείς δεν φαίνεται να φέρει την ευθύνη των πράξεών του, να πληρώση για τις ανοησίες του. Όλοι μαζί ή θα πληρώσουν τις ανοησίες του αρχηγού τους ή όλοι μαζί θα νικήσουν αν αυτός τύχει να διαθέτει ηθικήν ακεραιότητα. Αυτή η ηθική ακεραιότητα φαντάζει ως ο μόνος τρόπος που θα εξασφαλίση την σωτηρίαν, ήτοι την ζωή, την ευτυχία εντός μίας ειρηνικής κοινωνίας. Οι άνθρωποι λοιπόν δεν μπορούν να αλλάξουν τα γεγονότα που δείχνουν να βαραίνουν απάνω στην μοίρα των. Το μόνο που μπορούν είναι να πληρώσουν γι’ αυτά.
Αυτή είναι και η μοίρα αυτών που λόγω οργής, από θυμό –στην ουσία από παντελή έλλειψη ηθικής ακεραιότητας ως ειπώθηκε ανωτέρω- αγνόησαν αυτούς που βρίσκονται κοντά τους. Στο τέλος χάνουν όσους αγαπουν, χάνουν τους πάντες από δίπλα τους, διότι ποτέ δεν αναλογίστηκαν ότι οι πράξεις των αργούν να φέρουν τον αντίκτυπο στους ίδιους, αλλά πρώτα χτυπούν τους αθώους, που δεν φταίνε σε τίποτα και έχουν την μοίρα να εξαρτώνται από την προσωπικότητά των. Εάν δεν νοιαζόντουσαν γι’ αυτούς, αλλά τους άφηναν να χάνονται άδικα τόσον καιρό, να τους τρώνε τα σκυλιά και τα όρνια –ιδού η ηθική εξαχρείωση αυτών- σίγουρα θα έρθη η στιγμή που θα τους νοιάξη, διότι το αμάρτημά των θα έχη φέρει τον όλεθρον και σ’ αυτούς.
Ο Αχιλλέας σαν μαθαίνη τον θάνατο του Πατρόκλου, απλά δεν βρίσκει τρόπο να απαλλαγή από τον αβάστακτον τον πόνο:

Είπε κι εκείνον τον περίζωσε σα μαύρο γνέφι ο πόνος
Και διπλοπάλαμα αθαλόσκονη φουχτώνοντας τη ρίχνει
Πα στο κεφάλι, και την όψη του μολεύει την πανώρια.
Κι η στάχτη απά στο μοσκομύριστο του κάθουνταν χιτώνα
Κι αυτός μακρύς φαρδύς ξαπλώθηκε και κοίτουνταν στην σκόνη,
 και με τα χέρια του ανασκάλευε μαδώντας τα μαλλιά του.
(Σ, 22 κ.ε)
Θα ειπή κανείς η μετανοία είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Συνήθως τοιούτοι ανήθικοι και μη ακέραιοι χαρακτήρες είναι και αμετανόητοι, και στο ένα αμάρτημά των ενώ φαίνονται πως μετανοούν και θρηνούν δια τα λάθη των, συσσωρεύουν κι άλλα δεινά και άλλους πόνους για αυτούς που διαφεντεύουν. Ο Αχιλλέας δεν θα αργήση να πάρη εκδίκηση δια τον χαμό του συντρόφου του, παραδίδοντας στον θάνατο και στον όλεθρο στο τέλος και την ίδια την αθάνατη ψυχή του και την ημιαθάνατη ζωή του. Οι σύγχρονοι πολιτικοί με μη ηθικήν ακεραιότητα, πόσους αθώους ακόμα θα πάρουν στον λαιμό τους, από τα  δικά τους αμαρτήματα;