Ο ύπνος ο ζοφερός

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου-

«Τη αγία και Μεγάλη Τρίτη
Της των δέκα παρθένων
Παραβολής, της εκ του ιερού
Ευαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα»

Ήταν εποχές που ερχόντουσαν αι ημέραι και φεύγανε τρώγοντας και πίνοντας. Ιδού όμως ήλθεν ήδη έιδησις που μας είπεν ότι «τα ζεύγη των βοών και αι θήλειαι όνοι» εκεί που έβοσκαν ήλθον οι αιχμαλωτεύοντες και τα ηχμαλώτισαν, με άλλα λόγια όλα εκείνα τα εργαλεία που μεταχειριζόμεθα δια να ζούμε, μας τα υφάρπαξαν οι ξένοι. Ήρθαν αυτοί και μας τα πήραν δια ιδικά των. Ήλθεν πάλι κι άλλη είδησις που μας έλεγεν ότι «πύρ έπεσεν εκ του ουρανού επί την γήν και κατέκαυσεν τα πρόβατα και τους ποιμένας» ή άλλως ότι τα αγαθά μας αίφνης ηξαφανίσθησαν μαζί κι όσους είχαμε δια οδηγούς δια ταύτα, λές κι έπεσε φωτιά απ’ τον ουρανόν και ο Θεός απεφάσισεν τον χαμό μας. Και πρίν προλάβη ο νούς μας να κατανοήση ή η καρδιά μας να πονέση ήλθε κι άλλη είδηδις ακόμα χειροτέρα. Ότι «των υιών μας και των θυγατέρων μας εσθιόντων και πινόντων αίφνης πνεύμα μέγα ήλθεν και ήψατο των τεσσάρων γωνιών της οικίας  και έπεσεν η οικία επί των παιδιών μας και αυτά ετελέυτησαν», με άλλα λόγια ότι ήλθε μεγάλη ανεμοζάλη και κοσμοχαλασιά που ηύρε τα παιδιά μας ανέτοιμα και τα θανάτωσε. Νέα παιδιά που το κακό τα ηύρε να διασκεδάζουν, να πίνουν και να γλεντούν ανέμελα. Τώρα χάθηκαν στην αλλοδαπή όπου πήγαν για να ζήσουν ή από τον θάνατο που ρίχνουν μόνα τους στις φλέβες των λόγω της απελπισίας των. Όπως και νά ‘χη χάθησαν.
Τι κάναμε εμείς τότε; Και το τότε είναι μόλις χθές. Φωνάζαμε και τα βάζαμε με την τύχη μας και τον θεόν ακόμα που τόσον άδικα μας φέρθηκε. Ακόμα και τώρα δεν κατανοούμε. Τι έπρεπε να κάνωμε; Ιδού : «ούτως ακούσας ο Ιώβ, αναστάς διέρρηξεν τα ιμάτιά του και εκείρατο την κόμην της κεφαλής αυτού και πεσών χαμαί προσεκύνησεν τω Κυρίω και είπεν…Αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί. Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας». Δηλαδή παρ’ όλα τα όσα συνέβησαν στον Ιώβ εκείνος εις τίποτα δεν ημάρτησεν έναντι του Κυρίου, ούτε καν ηκούσθη τι το κακόν απ’ τα χείλη του έναντι του θεού του. Δεν εδείχθη άφρων απέναντι σ’ Εκείνον.
Ας το βάλωμεν καλά μες το νού μας. Εβυθίσθημεν εις ύπνον βαθύν[1] και η ψυχή μας έδειξεν άμετρον ραθυμίαν και έμοιασεν με εκείνες τις ανόητες παιδούλες που αν και περιμένουν τον αγαπητικό των, ουδόλως νοιάζονται και για το πώς θα τις βρή εκείνος, αν δηλαδή δεν θα καίγονται σαν λαμπάδες ανά πάσαν στιγμήν με το φώς της αρετής. Ραθυμίσαμε!!! Δείξαμε μεγάλην οκνηρία εις την ψυχήν μας. Εν ώ ο καιρός ήτο ο κατάλληλος δι’ εργασίαν εμείς μείναμε να ρεμβάζωμεν στο κενό και να φανταζόμεθα πράγματα ανόητα, να έχωμεν μέριμνες επουσιώδεις, ασχολίες δια πράγματα που ρέουν, που έρχονται και παρέρχονται.[2]
Και με τι έπρεπε να καταπιανόμαστε; Μα με τι άλλο από το κυνήγι της αιωνίου ευτυχίας, με την εργασίαν με προθυμίαν εις την δούλεψιν του Δεσπότου μας και Κυρίου και Θεού μας. Ποια είναι αυτή η εργασία; Ιδού: «νέμει τοις δούλοις τον πλούτον και αναλόγως έκαστος πολυπλασιάσωμεν το της χάριτος τάλαντον». Θέλομεν  πιο συγκεκριμένα; Όσοι απ’ εμάς τους εδόθη το χάρισμα της ανθρώπινης σοφίας θα έπρεπε αυτήν να την κατευθύνουν προς έργα αγαθά. Όσοι εκτελούν κάποιο λειτούργημα τούτο θα έπρεπε να το πράττουν με λαμπρότητα φωτός, ωσάν φάροι στην άκρη των σκοτεινών πελάγων. Όσοι είναι πιο φλογεροί εις την πίστιν να μεταδίδουν αυτήν εις όσους δεν είχαν το ευτύχημα να γνωρίσουν την αληθείαν. Όσοι έχουν πλούτον να τον διαμοιράζουν στους φτωχούς.[3] Αυτή θα ήταν η μόνη εργασία μας, εάν φυσικά δεν έπιπτεν η ψυχή εις ραθυμίαν, ήτις και εν τέλει την έπνιξεν. Μας πταίει άλλος κανείς δια τούτο; Κάναμε όλα αυτά και αδίκως πάσχομεν;
Μία απομένει λύσις. Αφ’ ού συνειδητοποιήσωμεν το αμάρτημά μας να σηκώσωμεν τα χέρια ψηλά και με όσην φωνή μας απομένει να κραυγάσωμεν:

Τα σπλάχνα των οικτιρμών σου μην κλείσης μοι Δέσποτα
Αλλ’ εκτινάξας μου τον ζοφερόν ύπνον, εξανάστησον
Και ταις φρονίμοις συνεισάγαγε παρθένοις
Εις νυμφώνα τον σόν, όπου ήχος
Καθαρός, εορταζόντων και βοώντων απαύστως
«Κύριε δόξα σοι»

Ημάρτηκα γαρ σοι Σωτήρ μου.
Μη εκκόψης με ώσπερ την άκρπον συκήν
Αλλ’ ως εύσπλαχνος Χριστέ, κατοικτήρισον
Φόβω κραυγάζουσαν
«μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού».


[1] Ο νυστάξας τη ραθυμία ψυχής ου κέκτημαι Νυμφίε Χριστέ καιομένην λαμπάδαν την εξ αρετών και νεάνισιν ωμοιώθην μωραίς εν καιρώ της εργαίας ρεμβόμενος.
[2] Τι ραθυμείς αθλία ψυχή μου; Τι φαντάζη ακαίρως μεριμνάς αφελείς; Τι ασχολής προς τα ρέοντα; Εσχάτη ώρα εστίν απάρτι και χωρίζεσθαι μέλλομεν των ενταύθα.
[3] Ο μεν σοφίαν κομιείτω, δι’ έργων αγαθών, ο δε λειτουργίαν λαμπρότητος επιτελείτω, κοινωνείτω δε του λόγου πιστός τω αμυήτω και σκορπιζέτω τον πλούτον πένησιν άλλος.Ούτω γαρ το δάνειον πολυπλασιάσωμεν και ως οικονόμοι πιστοί της χάριτος δεσποτικής χαράς αξιωθώμεν αυτής ημάς καταξίωσον, Χριστέ ο Θεός, ως φιλάνθρωπος


Η της ανομίας φανέρωσις

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Αλλότριον των ανόμων η ευνομία
Και ξένον τοις απίστοις
Η θεογνωσία, Ιουδαίοι δε
Ταύτα απώσαντο δι’ ανομίαν»

Ποιος άραγε είναι ο άνομος, αυτός ο δίχως νόμους εντός του; Ασφαλώς αυτός ο μη εύνομος, ο μη έχων νόμους αγαθούς μέσα του, νόμους οι οποίοι και τον οδηγούν εις την κατάκτησιν του αγαθού, του ευδαίμονος. Η απουσία νόμων δίδει μιαν δυσμορφίαν, μιαν ασχήμιαν, το έρεβος και το σκότος, εν ώ η ευνομία είναι αποτέλεσμα που συνεπιφέρει και το εύμορφον, την ομορφιά και την παρουσίαν του εκθαμβωτικού φωτός. Διότι η απουσία καταστατικού χάρτου εντός μας, συντεταγμένων οι οποίες οδηγούν εις την χώραν του αγαθού, ουδέν άλλο επιφέρει παρά την παραπλάνησιν μακράν της νήσου των μακάρων, εις τους Λαιστρυγόνες ήτοι, τους Κύκλωπες, την Σκύλα και την Χάρυβδην.
Αλλά ποιος είναι ο θεμελιώδης, ο μέγιστος νόμος, εφ’ ού οικοδομείται το εύμορφον και του άπαντος των νόμων κατασκευάσματος, των κατευθυντηρίων αρχών και κανόνων του βίου; Ο θεμελιώδης νόμος ούτος είναι «η θεία μοίρα», το θείον μερίδιον, η πίστις, η θεογνωσία, η γνώσις ότι υπάρχει θείον, ον αγαθόν, το οποίον τα πάντα καθορά και οδηγεί αυτά εις πέρας τι τέλειον κατά την αγαθήν βούλησιν αυτού.
Νόμος, ως η ιδία η λέξις λέγει, είναι τι το μεμοιρασμένον, τι όπερ έχει νεμηθεί, ως μέρος, απ’ το όλον του αγαθού, εις ισόποσον αναλογίαν εντός εκάστου ανθρώπου. Κάτι έχει μοιρασθεί εις ημάς εξ αρχής, από την εποχήν της δημιουργία, τι το όντως θεϊκόν. Ο Πρωταγόρας λέγει τα εξής: «Ο Προμηθέας τότε αποφασίζει να κλέψη την τέχνην του Ηφαίστου και της Αθηνάς και έτσι τις χαρίζει στον άνθρωπον. Την σοφίαν του λοιπόν δια να επιζήση έτσι την απέκτησεν ο άνθρωπος». Η έντεχνος αυτή σοφία είναι η υποδομή του υλικού πολιτισμού. Λαμβάνοντας ο άνθρωπος μέρος στον θεϊκόν κλήρον, συγγένεψεν τρόπον τινά πνευματικώς με τους θεούς, μόνον αυτός απ’ όλα τα ζώα. «Και επειδή ο άνθρωπος είχεν συμμετοχή στον θεϊκόν κλήρον, πρώτα πρώτα μόνος απ’ τα ζώα πίστεψεν σε θεούς εξαιτίας της συγγένειας με τον θεό και προσπάθησε εξ αρχής να φτιάξη και βωμούς και αγάλματα θεών».
Η θεογνωσία είναι εκ φύσεως, ο πρωταρχικός νόμος, δοσμένος εκ του θεού εντός μας. Ο άπιστος, ο μη πιστεύων εις τι το θεϊκόν, τι έχει πράξει; Έχει την ψευδαίσθησιν ότι έχει εκριζώσει από μέσαν του τον πρωταρχικόν λίθον, τον φυσικόν νόμον, εφ’ ού στηρίζονται οι άλλοι νόμοι. Ούτως κατήντησεν ο δυστυχής, πέραν από άσχημος εσωτερικώς και άνομος, αφ’ ού ουδείς νόμος εν τέλει εθεμελιώθη εντός αυτού. Οι Ιουδαίοι λέγει ο υμνογράφος χάριν αυτής της ανομίας των που εδημιουργήθη δια της μη πίστεως εις τον θεόν απώθησαν στο τέλος και την ευνομίαν και την θεογνωσίαν.
Δια τούτο και έμεινον εις το διηνεκές με την κατάραν του θεανθρώπου, την οποίαν και εκστόμισεν Αυτός προς την συκήν.[1] Διότι οι τέτοιου είδους άνομοι εις το πέρασμα των αιώνων χαρακτηρίζονται δια την ακαρπίαν των νόμων των, των όσων εμπράκτος απορρέουν ως πράξεις εξ αυτών. Έχουν την γνώσιν των νόμων, του γράμματος αυτών, της επιφανείας και επιπλάστως τηρούν αυτούς, εμφαίνονται να τηρούν πολλούς νόμους κοινωνικούς και ανθρώπινους και πολλοί είναι εκείνοι που τους θεωρούν υπόδειγμα ανθρώπου, όμως δια της ανομίας, της προερχομένης εκ της απιστίας των προς τον θεόν, δεν έχουν καρπόν εις τα έργα των, δεν αποδίδουν αι πράξεις των. Εις την ουσίαν είναι άσεμνοι και παράνομοι. Και ηθικώς παρεκτρέπονται καθώς ελλείψει του θείου φόβου έχουν παντελήν άγνοια ηθικών φραγμών και καταπατητές των αγράφων νόμων είναι αφ’ ού αυτών η καταπάτησις δεν κολάζεται από τους ανθρώπους, πόσον μάλλον όταν δεν γίνεται φανερώς αλλά κρυφίως ενώ πολλάκις προβάλλεται ως παραπέτασμα η τήρησις των ανθρωπίνων γραπτών νόμων.
Αυτήν την διαφθοράν δέον είναι να την αποβάλη ο σύγχρονος άνθρωπος δια της πίστεως εις τον έναν και μοναδικόν θεόν, τον τριαδικόν. Οφείλει να κοσμήση τον βίον του με σωφροσύνην, με φρένας δηλαδή σώους, αγνούς, άσπιλους, αμόλυντο νούν απ’ τον βόρβορον της ανομίας. Η πίστις επιφέρει δικαιοσύνην εις όλους τους τρόπους του βίου και τούτο με την σειράν του ανδρείαν. Διότι απαιτεί αληθινήν γενναιότητα, η αληθινή αυτοσυγκράτησις, η εσωτερική αυτοδέσμευσις, η δέσμευσις του εαυτού μας με δεσμά αδαμάντινα, ώστε αν και του είναι δυνατόν να γευθή την ανοσιότητα, ισχυρά και δελεαστική τω όντι, να φερθή ακέραια και να την αρνηθή.
 Τότε ουδέποτε θα νοιώση γυμνός και κατησχυμμένος, ώστε να τρέξη να περιζωθή με φύλλα συκής για να κρύψη αυτήν την εσωτερικήν γύμνια του, ως έκανε ο προπάτορας του Αδάμ.[2] Η εσωτερική πανοπλία του θα είναι τόσον ισχυρά, ώστε λόγω της σωφροσύνης του να βλέπη την όποιαν αμαρτίαν, το όποιο σφάλμα της αθρώπινής του αδυναμίας, ως κάτι το ευκόλως προσπελάσιμον και περαστικόν.[3]
Ας γίνωμεν κατ’ εικόνα και τύπον Χριστού, ως και ο πάγκαλος Ιωσήφ το παράδειγμά μας.[4]


[1] Διο και μόνοι επληρώσαντο καθάπερ η συκή τη αράν. Την νομικήν ακαρπίαν προκατήρασω, ως φύλλα εξανθούσαν, του γράμματος την γνώσιν, τους καρπούς δε των έργων ουκ έχουσαν δι’ ανομίαν, ημάς δε πάντας τους της χάριτος υιούς Σωτήρ ευλόγησον
[2] Ο προπάτωρ γευσάμενος ως εγνώσθη γυμνός κατησχυμμένος φύλλα συκής λαβών περιεζώσατο την συναγωγήν γαρ απογυμνωθείσαν Χριστού προδιετύπου.
[3] Ουκ εκλάπη ει και ηύρεν άλλην Εύαν προς ανοσιουργίαν αλλ’ έστηκεν ώσπερ αδάμας υπό των μαθών μη αλούς της αμαρτίας.
[4] Αλλότριον των ασέμνων η σωφροσύνη και ξένον τοις δικαίοις η παρανομία. Ιωσήφ εξέκλινε την αμαρτίαν και σωφροσύνην εχρημάτισεν εικών και τύπος όντως Χριστού


Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Γ’)- Τη αγία και Μεγάλη Δευτέρα

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Μνείαν ποιούμεθα
τοῦ μακαρίου ᾿Ιωσὴφ τοῦ παγ κάλου
καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου
 καταραθείσης καὶ ξηρανθείσης συκῆς
διὰ τὴν ἀκαρπίαν αὐτῆς».

Εις τον σώφρονα Ιωσήφ ο Ρωμανός αφιέρωσε δύο ύμνους. Εις τον πρώτον αναλίσκεται εις την διηγηματικήν απόδοσιν της ιστορίας του Ιωσήφ και των αδελφών αυτού κατά την Παλαιάν Διαθήκην. Μεταξύ των ιστορουμένων ευρίσκει ευκαιρίαν να ψυχογραφήση τα πρόσωπα και κυρίως να πλέξη το εγκώμιον της σωφροσύνης και καλεί:

Οι άνθρωποι πάντες σωφροσύνην ποθήσωμεν…
Τη ευχή πάντοτε
Σχολάζοντες και κράζοντες
Μέγας μόνος Κύριος ο σωτήρ ημών.

Όπερ αποτελεί και το εφύμνιον όλου του ύμνου.

Σωφροσύν, κοσμήσαντες τν βίον, κα φρονήσει, φυλάξαντες τν πίστιν, δικαιοσύνης τρόπους πορισώμεθα, να ν νδρεί, συνακολουθοντες, Χριστ συσταυρωθμεν.

λλην Εαν, ερν τν Αγυπτίαν, οκ κλάπη, πρς νοσιουργίαν, Πατριάρχης ωσήφ, λλ' στηκεν, σπερ τις δάμας, π τν παθν, μ λος τς μαρτίας.

Παροδεύων, το
βίου τς πορείας, Σωτήρ μου, πείνασας βουλήσει, τν σωτηρίαν πάντων φιέμενος· τοτο γρ πείνας, τν πιστροφήν, τν κ σο ποσφαλέντων.

Προπάτωρ, γευσάμενος το ξύλου, ς γνώσθη, γυμνς κατσχυμμένος, φύλλα συκς λαβν περιεζώσατο· τν συναγωγν γάρ, πογυμνωθεσαν, Χριστο προδιετύπου.

τοιμάζου, ψυχ πρ τς ξόδου, ετρεπίζου, πρς τν κεθεν βίον, κα τ Χριστ παθεν δι σ σπεύδοντι, να σ δοξάσ, σπεσον συμπαθεν, κα θανεν κα σταυρωθναι.

Π
ς μ φρίξ, θάνατος Σωτήρ μου; πς μ πτήξ, δης συναντν σοι, κατ εδοκίαν πρς τ Πάθος σπεύδοντι, κα πρ δίκων, δίκαιον ρν σε, παθεν ληλυθότα;

Το
Λαζάρου, τν γερσιν ρντες, ουδαοι, ερες κα Λευΐται, συνωμοσίαν φθόν συσκευάσαντες, δόλ προδοσίας, τν Χριστν προδίδουν, ες θάνατον Πιλάτ.

μνάς σου, κα δούλη κα Παρθένος, πρς τ Πάθος, ρμντά σε ρσα, κα τν ψυχν πρ μν προθέμενον, τν καλν Ποιμένα, σπλάγχνοις μητρικος, π σο προσωδυντο.

Ο δεύτερος ύμνος του Ρωμανού εις τον Ιωσήφ, είναι ασφαλώς υπέρτερος του πρώτου. Μόνον παρεμπιπτόντως αναφέρεται εις την ιστορίαν του Ιωσήφ και των αδελών του, ενώ δραματοποιεί την σκηνήν του σώφρονος πειραζομένου υπό της γυναικός του Πετεφρή. Και ναι μεν το ποίημα είναι ύμνος προς την σωφροσύνην, ένα αληθινόν έπος όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο ποιητής εις την ακροστιχίδα, αλλ’ εξ ίσου εγκωμιάζεται και το αδούλωτον φρόνημα:

Και πέπραμαι μεν σώματι, ελεύθερος δ’ ειμί τη γνώμη

Αναφωνεί ο Ιωσήφ, ο δε Ρωμανός εντάσσει την σωφροσύνην εις σύστημα αρετών:

Τίνα δε την αρετήν νοώμεν; Φιλοσοφίαν ορώμεν ταύτην.
Τέχνη γαρ εστί των τεχνών, ως ακούομεν,
Των επιστημών επιστήμη τυγχάνουσα.
….
Φρόνησιν και ανδρείαν τους ανθρώπους διδάσκει,
Έτι δε σωφροσύνην και δικαιοσύνην

Επομένως δεν είναι μεμονωμένη αρετή, αλλά προϋποθέτει ολόκληρον το οικοδόμημα των αρετών εντός του οποίου αξιοποιείται και αυτή.

Σοφίας Σολομώντος το Ανάγνωσμα.
(Παροιμ. κεφ. δ' 14)
Στόμα δικαίου αποστάζει σοφίαν, χείλη δε ανδρών επίστανται χάριτας, στόμα σοφών μελετά σοφίαν. Δικαιοσύνη δε ρύεται αυτούς εκ θανάτου. Τελευτήσαντος ανδρός δικαίου, ουκ όλλυται ελπίς, υιός γαρ δίκαιος γεννάται εις ζωήν, και εν αγαθοίς αυτού καρπόν δικαιοσύνης τρυγήσει. Φως δικαίοις δια παντός, και παρά Κυρίου ευρήσουσι χάριν και δόξαν. Γλώσσα σοφών καλά επίσταται, και εν καρδία αυτών αναπαύσεται σοφία. Αγαπά Κύ-ριος οσίας καρδίας, δεκτοί δε αυτώ πάντες άμωμοι εν οδώ. Σο-φία Κυρίου φωτιεί πρόσωπον συνετού, φθάνει γαρ τους επιθυμούντας αυτήν, προ του γνωσθήναι, και ευχερώς θεωρείται υπό των αγαπώντων αυτήν. Ο ορθρίσας προς αυτήν, ου κοπιάσει, και ο αγρυπνήσας δι' αυτήν, ταχέως αμέριμνος έσται. Ότι τους αξίους αυτής αύτη περιέρχεται ζητούσα, και εν ταις τρίβοις φαντάζεται αυτοίς ευμενώς. Σοφίας ου κατισχύσει ποτέ κακία. Δια ταύτα και εραστής εγενόμην του κάλλους αυτής και εφίλησα ταύτην, και εξεζήτησα εκ νεότητας μου, και εζήτησα νύμφην αγαγέσθαι εμαυτώ, ότι ο πάντων Δεσπότης ηγάπησεν αυτήν, μύστης γαρ εστί της του Θεού επιστήμης, και αιρετίς των έργων αυτού. Οι πόνοι αυτής εισίν αρεταί, σωφροσύνην δε και φρόνησιν αυτή διδάσκει, δικαιοσύνην, και ανδρείαν, ων χρησιμώτερον ουδέν εστίν εν βίω ανθρώποις. Ει δε και πολυπειρίαν ποθεί τις, οίδε τα αρχαία και τα μέλλοντα εικάζειν, επίσταται στροφάς λόγων, και λύσεις αινιγμάτων, σημεία και τέρατα προγινώσκει, και εκβάσεις καιρών και χρόνων. Και πάσι σύμβουλος εστίν αγαθή, έτι αθανασία εστίν εν αυτή, και εύκλεια εν κοινωνία λόγων αυτής. Δια τούτο ενέτυχον τω Κυρίω, και εδεήθην αυτού, και είπον εξ όλης μου της καρδίας, Θεέ πατέρων, και Κύριε του ελέους, ο ποιήσας τα πάντα εν λόγω σου, και τη σοφία σου κατασκευάσας τον άνθρωπον, ίνα δεσπόζη των υπό σου γενομέ-νων κτισμάτων, και διέπη τον κόσμον εν οσιότητι και δικαιο-σύνη, δος μοι την των σων θρόνων πάρεδρον σοφίαν, και μη με αποδοκιμάσης εκ παίδων σου, ότι εγώ δούλος σος, και υιός της παιδίσκης σου. Εξαπόστειλον αυτήν εξ αγίου κατοικητηρίου σου, και από θρόνου δόξης σου, ίνα συμπαρούσα μοι διδάξη με, τι ευάρεστον εστί παρά σοι, και οδηγήσης με εν γνώ-σει και φυλάξη με εν τη δόξη αυτής. Λογισμοί γαρ θνητών πάντες δειλοί, και επισφαλείς αι επίνοιαι αυτών.


Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Β’)- Τη Κυριακή των Βαίων


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-





Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος,
Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν
τῇ Ἀναστάσει σου,
καὶ ἀνυμνοῦντες κράζομεν· 
Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, 
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Ο ύμνος ούτος του Ρωμανού πρέπει να εξετασθή εις το πραγματικόν του πλαίσιον. Να τοποθετηθή δηλαδή εις εποχήν κατά την οποίαν πολλαί ομιλίαι πατέρων είχαν διασαφήσει το γεγονός της θριαμβευτικής εισόδου, είχαν συνανευφημήσει μετά των παίδων το ωσαννά, είχαν συνεορτάσει μετά των χριστιανών της Ιερουσαλήμ την αναπαράστασιν του γεγονότος, καθ’ άς έχομεν σαφείς ιστορικάς μαρτυρίας. 



Οι ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού (ΜΕΡΟΣ Α’)- εις την ανάστασιν του Λαζάρου

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους
 πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον
 Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες,
τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ
 τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις,
 εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Ο Ρωμανός θα αφιερώση δυο ύμνους εις το γεγονός της αναστάσεως του Λαζάρου. Εις τον α’ ύμνον εκτός του βασικού προβλήματος της πίστεως, το βάρος πίπτει εις την ήτταν των σκοτεινών δυνάμεων του Άδου και του θανάτου. Γίνεται μνεία όλων των αναστάσεων που αναφέρονται εις την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην. Εξαίρεται η μορφή του Ιησού νικητού του θανάτου.

Tήν κοινήν ανάστασιν πρό τού σού πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τόν Λάζαρον, Xριστέ Θεός

Φυσικά ευκαιρίας δεδομένης ο ποιητής σχολιάζει ποικιλοτρόπως την ευαγγελικήν διήγησιν περί του Λαζάρου. Αναφέρεται εις τας αδελφάς του Μαρίαν και Μάρθαν, αποτιμά την προσφοράν εκάστης και θεολογεί ελαφρώς με την παντοδυναμίαν και την παντογνωσίαν του θεανθρώπου.

«1 Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. 2 ἦν δὲ Μαριὰμ ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. 3 ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. 4 ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς. 5 ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. 6 ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· 7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· Ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν. 8 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· Ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; 9 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· 10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. 11 ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν· 12 εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. 13 εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. 14 τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, 15 καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ' ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. 16 εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ. 17 Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. 18 ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε. 19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεὸν, δώσει σοι ὁ Θεός. 23 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; 27 λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. 28 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε. 29 ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. 30 οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. 31 οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ' αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. 32 ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἄν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. 33 Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· Οὐκ ἐδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; 38 Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. 39 λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. 40 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. 44 καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. 45 Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.»

Εις τον β’ υμνον έχομεν τα ίδια σκηνικά. Ο Ιησούς κατανοεί τον ανθρώπινον, αδελφικόν πόνον, συγκινείται και δακρύει. Επιτίθεται κατά των Ιουδαίων, οι οποίοι εθελοτυφλούν. Βλέπουν τα θαυμάσια, τον υποδέχονται μετά βαίων και κλάδων και τελικώς τον θανατώνουν δια του σταυρού. Ευκαιρία να τονισθή η διπλή φύσις του Ιησού. Πάσχει ως άνθρωπος και φίλος, αλλ’ ανιστά ως θεός. Προλέγει τι θα συμβή, γνωρίζει τι θα επακολουθήση.
Ο ποιητής λαμβάνει ευκαιρίαν να ομιλήση και περί αναστάσεως των πιστών εκ του τάφου της αμαρτίας, να παρακαλέση, να διδάξη, να θεολογήση και να επιδείξη τας ιατρικάς του γνώσεις με τας λεπτομέρειας της περιγραφής του αναστάντος σώματος του Λαζάρου.
Ο Ρωμανός διδάσκει με δύο τρόπους,
ή α) απ’ ευθείας διατυπώνων τα ηθικά του παραγγέλματα,
ή β) εμμέσως εκ των διαλόγων των προσώπων των ύμνων του ή της διηγήσεως του εσωτερικού μονολόγου των, των διαλογισμών των και διλημμάτων των.


Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (μέρος Β’)-Η οκνηρία

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«Θανάσιμη αμαρτία
είναι εκείνη,
για την οποία δεν μετανοεί ο
άνθρωπος»
(άγιος Μάρκος ο Ασκητής)

Ο Νάσος ήταν γυιός ενός ράφτη στα Γιάννενα. Ο πατέρας του φρόντισε να τον στείλη στο σχολείο. Μα ήταν τόσο αμελής κι έδινε τόσα κακά παραδείγματα στ’ άλλα παιδιά με τον κακό του τρόπο, ώστε ο δάσκαλος αναγκάστηκε να τον διώξη. Έτσι ο πατέρας του τον πήρε στο ραφείο του, να μάθη την τέχνη. Μα εκείνος ήτανε τεμπέλης. Το ‘ριχνε στον ύπνο, κι όταν δεν κοιμότανε δεν ήθελε να κάνη την παραμικρή δουλεία. Του κάκου ο πατέρας του τον παρακινούσε να δουλέψη, τον συμβούλευε, τον τιμωρούσε.
Στο τέλος, είδε κι αποείδε και τον έστειλε στα ξένα να δή πω βγαίνει το ψωμί. Μα ούτε η ξενητειά, ούτε ο κίνδυνος να πεινάση έκαμαν τον Νάσο να συνέλθη. Έφαγε όσα λεφτά πήρε από τον πατέρα του κι απόμεινε χωρίς πεντάρα. Μέρες πεινούσε, έρημος, χωρίς στέγη και χωρίς προστασία. Έτσι αναγκάστηκε να πάη υπηρέτης.
Ήτανε πια εικοσιδύο χρονών και με πόνο σκεφτότανε το μαγαζάκι του πατέρα του, όπου θα μπορούσε να ‘ναι αφέντης, αν ήθελε. Μα ούτε και σαν υπηρέτης επρόκοψε. Τεμπέλης, κακομαθημένος και βρωμιάρης, όπως ήτανε, γρήγορα έχασε την δουλειά.
Έτσι βρέθηκε στον δρόμο. Ζήτησε να δανειστή, μα κανείς δεν του ‘δωσε. Και κατάντησε, μ’ όλα του τα νειάτα, να γίνη ζητιάνος. Εγκαταστάθηκε στα σκαλιά της εκκλησιάς και γύρευε ελεημοσύνη. Μα όλοι τον ξέρανε πως και νέος ήτανε και γερός και κανείς δεν τον βοηθούσε. Η πείνα τον βασάνιζε. Τότε τον λυπήθηκε κάποιος και τον πήρε να του βόσκη γουρούνια. Σ’ αυτήν τη δουλειά ο Νάσος τα βρήκε καλά. Ξάπλα και ύπνος! Μα κι αυτή η δουλειά ακόμη ήθελε τον κόπον της. Έπρεπε να προσέχη μην του φύγουνε τα γουρούνια και τα κλέψουνε.
Αλλά να θυσιάση τον ύπνο του για την δουλειά; Ποτέ! Όπως έπρεπε να το περιμένη λοιπόν, μια ημέρα χαθήκανε μερικά γουρούνια. Τ’ αφεντικό του τον φοβέρισε πως θα τον πάη στην αστυνομία. Κι αυτός το ‘σκασε από εκείνο το σπίτι. Για να οικονομάη το ψωμί του, άρχισε να κάνη μικροκλοπές από δώ κι από κεί. Στο τέλος έκανε και την μεγάλη κλεψιά, να πάρη τα σκεύη της εκκλησιάς.
Έκανε στην φυλακή σαν τον πιάσανε πολλά χρόνια.

ΛΕΟΝΤΟΣ ΜΕΛΑ


Το τέλος της σταυροφορίας

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-


Το σώμα μου χτυπήθηκε με σώματα εχθρικά.
Μέρες ατέρμονες βρέθηκε να πολεμά
Σε νερά, λάσπες, βουνά και πεδιάδες.
Η τροφή ήταν λιγοστή, το μυαλό κενό,
Γεμάτο μόνο απ’ έναν σκοπό,
Να βρεθή εκείνη. Η κόρη του ήλιου.
Και κάποτε την είδαν τα μάτια αυτά
Που σώματα είχαν δεί ακέφαλα
Και όρνια να τα κατασπαράζουν
Και βάλθηκαν να κάνουν το πάν
Να την πλησιάσουν.
Τα πάντα υπέστησα, εγώ ο σταυροφόρος
Τα μάτια μου να μην την χάσουν.
Πέρασα από δρεπάνια που θερίζανε τον Χάρο,
Σπαθιά πυρακτωμένα απ’ αίμα
Πού ‘τρεχε καυτό
Και από δρόμους με ασπαλάθους
Που έκαναν τ’ άλογό μου να
Ματώνη σιωπηλό.
Μα εκείνη βγήκε ψεύτικη
Κι όλα μείνανε να αιωρούνται
στην αιώνια αλυσίδα του χρόνου.
Και πήρα ξανά τον δρόμο του γυρισμού.
Ένας δρόμος δίχως τέλος και δίχως λυτρωμό.
Μόνο τα μάτια αυτά που κάποτ’ είδαν
Την «κόρη του ήλιου»
Μένανε ζωντανά και αναζητούσαν την ζωντάνια
Καθώς όλα τ’ άλλα ήτανε νεκρά.
Και αυτά τα μάτια σταμάτησαν
Σ’ εκείνο το χωριουδάκι
Με τ’ όνομα «ανάξιος να ζής»,
Το πρώτο χωριό μετ’ απ’ την περιπλάνησι
Πέντε μηνών
Από τότε που τ’ άλογο με άφησε
Σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο, νεκρό πέφτωντας
Σε μιαν έρημη πλευρά της ζωής.
Τελείωσε η σταυροφορία. Τελείωσε.

Το τραγουδι:
http://www.youtube.com/watch?v=7SBjpG6xuxQ